Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Γλωσσικά


Από την ιστοσελίδα: The linguist's corner - Η γωνιά των γλωσσολόγων

Η διπλή προσωπικότητα της ελληνικής ορθογραφίας
Με αφορμή τη συζήτηση, που έγινε στο πλαίσιο του μαθήματος Εισαγωγή στη Φωνολογία, παραθέτω κάποιες σκέψεις για τη φύση της ελληνικής ορθογραφίας.

Ανθή Ρεβυθιάδου, Γλωσσολόγος – Επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Γλωσσολογίας Α.Π.Θ.


Το ελληνικό σύστημα γραφής έχει ως βάση του το φοινικικό αλφάβητο και αναπτύχθηκε περίπου στα τέλη του 9ου με αρχές του 8ου αι. π.Χ. To σημερινό αλφάβητο αποτελεί εξέλιξη του ευκλείδιου αλφάβητου το οποίο εισήγαγε το 403 π.Χ. στην Αθήνα ο άρχων Ευκλείδης.
Είναι γνωστό ότι η ορθογραφία της Κοινής Νεο-Ελληνικής (ΚΝΕ) είναι ιστορική, καθώς πολλά από τα γράμματα ή τους συνδυασμούς γραμμάτων αντιστοιχούσαν σε παλαιότερες φάσεις της ελληνικής γλώσσας σε φθόγγους διαφορετικούς από αυτούς στους οποίους αντιστοιχούν σήμερα. Για παράδειγμα, η προφορά του συνδυασμού ει ήταν [ee] στην Αρχαία Ελληνική και όχι [i], όπως είναι σήμερα στην ΚΝΕ. Ειδικότερα, η ελληνική ορθογραφία έχει 12 γράμματα ή συνδυασμούς γραμμάτων για να αντιπροσωπεύσει τους 5 φωνηεντικούς φθόγγους της ΚΝΕ: /a, e, i, o, u/. Μόνο για το φθόγγο [i] υπαρχουν έξι γραφηματικοί τρόποι απόδοσης: ι, η, υ, οι, ει, υι.
Πέρα από την ιστορική διάσταση, ενδιαφέρον στην ελληνική ορθογραφία αποτελεί το γεγονός ότι η ορθογραφική απόδοση της γλώσσας είναι συχνά παραπλανητική καθώς γράμματα που θα έπρεπε λογικά να αντιπροσωπεύουν φωνηεντικούς φθόγγους αντιστοιχούν στην πραγματικότητα σε σύμφωνα. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τη λέξη παιδιά και ας επικεντρωθούμε για λίγο στην προφορά της. Νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε ότι, πρώτον, κανένας φυσικός ομιλητής της ελληνικής δεν προφέρει τη λέξη ως τρισύλλαβη παι-δι-ά και, δεύτερον, η ακολουθία ια δεν αντιστοιχεί σε δίφθογγο – με εξαίρεση ίσως κάποιες προφορές τραγουδιστών της δεκαετίας του ’60 που θα πρόφεραν τη συγκεκριμένη λέξη ως παιδ[j]ά. Αν αγνοήσουμε τον τρόπο γραφής και επικεντρωθούμε απλώς στο να ‘ακούσουμε’ τη λέξη, θα διαπιστώσουμε ότι το ορθογραφικό ι στην πραγματικότητα εκφέρεται ως ένα πολύ απαλό γ. Είναι ένας φθόγγος που μοιάζει με την προφορά του γ σε λέξεις όπως γειτονιά και γερός. Πρόκειται δηλαδή για ένα ουρανικό σύμφωνο που προφέρεται αρκετά πιο μπροστά στη στοματική κοιλότητα σε σχέση με το γ στις λέξεις γάτα, γουλιά, καιγόμαι.
Σε άλλες πάλι περιπτώσεις το ι αντιστοιχεί σε ένα έρρινο φθόγγο, π.χ. μια [mńa], ή ακόμη και σε μη φθόγγο. Στη λέξη κακιά [kacá], για παράδειγμα, η ‘μπροστινότητα’ του [i] ενσωματώνεται στο προηγούμενο σύμφωνο τρέποντάς το από ραχιαίο [k] σε ουρανικό [c]. Με άλλα λόγια, ένα γράμμα που θα έπρεπε να δηλώνει φθόγγο φωνηεντικής αξίας αντιστοιχεί άλλοτε σε κάποιο συμφωνικό φθόγγο και άλλοτε απλώς σε κάποιο διακριτικό χαρακτηριστικό (= η πρώτη ύλη από την οποία αποτελούνται οι φθόγγοι).
Καταλήγουμε επομένως στο συμπέρασμα ότι η ελληνική ορθογραφία είναι όχι μόνο ιστορική αλλά επίσης και μη φωνολογική. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που αναιρούν το συγκεκριμένο συμπέρασμα. Για παράδειγμα, σύμφωνα με έναν φωνοτακτικό κανόνα της ελληνικής, γειτονικά σύμφωνα δεν επιτρέπεται να διαφέρουν ως προς την ηχηρότητά τους, π.χ. όχθη, έγδαρα, αφτί, ράβδος, ναφθαλίνη. Σύμφωνα στα όρια μορφημάτων, επομένως, θα πρέπει να προσαρμόζονται στο εκάστοτε περιβάλλον που δημιουργεί η επιθηματοποίηση. Για παράδειγμα, το ρηματικό ουσιαστικό που παράγεται από το ρήμα τρίβω δεν προφέρεται *[trívtis] αλλά [tríftis]• η ορθογραφία φυσικά σε αυτήν την περίπτωση ακολουθεί την προφορά, τρίφτης. Επιπλέον σε τύπους της προστακτικής συχνά παρατηρείται αποβολή του ε, π.χ. πάρετε ~ πάρτε. Αξιοσημείωτο είναι ότι και σε αυτήν την περίπτωση η φωνολογική αλλαγή δηλώνεται ορθογραφικά. Τέλος, αποβολές φωνηέντων λόγω χασμωδίας δηλώνονται ορθογραφικά, μόνο που σε αυτήν την περίπτωση η εν λόγω αλλαγή θα πρέπει να λαμβάνει χώρα στα όρια της φωνολογικής λέξης, π.χ. /υπο-ανάπτυκτος/ υπανάπτυκτος [ipanáptiktos]ΦΛ, /ακού-ουν/ [akún]ΦΛ, και όχι στην περιφέρειά της (= επαναδρομική λέξη), π.χ. υπoανάπτυκτος [ìpo-[anáptiktos]ΦΛ]ΦΛ. Εν κατακλείδι, η ελληνική ορθογραφία φαίνεται να έχει ‘διπλή προσωπικότητα’ καθώς άλλοτε δηλώνει γραφηματικά το αποτέλεσμα της εφαρμογής φωνολογικών κανόνων και άλλοτε όχι. To πιθανότερο είναι αυτή η διπολικότητα να είναι απόρροια συμβιβασμού ανάμεσα στο μακρύ ιστορικό της παρελθόν και τις φωνολογικές απαιτήσεις που δημιουργεί η δυναμική της σύγχρονης γλώσσας..


Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις είναι δικές μου και δεν υπήρχαν στο πρωτότυπο κείμενο

Δεν υπάρχουν σχόλια: