Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Κυριακή 9 Μαΐου 2010

The Picts - Πίκτοι (3)


Αυτή ήταν η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην νήσο όταν ο Ντραστ, γιος του Ερπ (Drust, son of Erp) ήταν βασιλεύς των Πίκτων σύμφωνα με το περίφημο «Χρονικό των Πίκτων»* (Pictish Chronicle), το οποίο αναφέρει ότι ο μισομυθικός αυτός ηγεμόνας βασίλευσε 100 χρόνια (!), πολέμησε σε 100 μάχες και το 19ο έτος της βασιλείας του ο Άγιος Πατρίκιος έφθασε στην Ιρλανδία (το 434, σύμφωνα με την πλέον αποδεκτή χρονολογία). Η αναφορά αυτών των γεγονότων αποτελεί μία από τις τρεις συνολικά εξαιρέσεις του «Χρονικού», όπου καταγράφονται κάποια γεγονότα πέρα από την απλή παράθεση βασιλέων των Πίκτων με τα χρόνια της βασιλείας του καθενός. Η δεύτερη εξαίρεση είναι η βασιλεία του Νέχταν, γιου του Έριπ (Nechtan, son of Erip), όπου αναφέρονται κάποια γεγονότα σχετικά με τις πρώτες προσπάθειες εκχριστιανισμού των Πίκτων (γύρω στο 486). Ο Νέχταν πάντως υπήρξε ο πρώτος χριστιανός βασιλιάς των Πίκτων (βλ. W.A. Cummins: The Age of the Picts, 1995 – σελ. 86). Η τρίτη εξαίρεση αναφέρεται στα γεγονότα της βασιλείας του Μπρούντε, γιου του Μάϊλχον (Brude/Bridei, son of Maelchon 554-584) με τον οποίον εισερχόμαστε πλέον σε καθαρά ιστορικό έδαφος. Σύμφωνα με την «Εκκλησιαστική Ιστορία του Αγγλικού Λαού» (Ecclesiastic History of the English People), ο Μπρούντε Ι περιγράφεται ως ένας πανίσχυρος ηγεμόνας, στο ένατο έτος της βασιλείας (563) του οποίου ήλθε στην χώρα του από την Ιρλανδία ο Άγιος Κολάμπα (St. Columba, στα ιρλανδικά Coluimcille=Το περιστέρι της Εκκλησίας), ο οποίος προσηλύτισε τους Πίκτους στον χριστιανισμό με τις προσευχές του και το παράδειγμά του. To «Χρονικό των Πίκτων» αναφέρει ότι ο Άγιος βάφτισε χριστιανό και τον ίδιο τον βασιλιά Μπρούντε. Όπως προκύπτει από το «Χρονικό» λίγο πριν (γύρω στο 548) από την ανάρρηση στον θρόνο του Μπρούντε Ι, γιου του Μάϊλχον, το βασίλειο των Πίκτων είχε διασπασθεί σε δύο τμήματα, ένα Νότιο χριστιανικό και ένα Βόρειο ειδωλολατρικό, αλλά ο Μπρούντε θα καταφέρει να συνενώσει και πάλι το Βασίλειο. Μια άλλη επιτυχία του Μπρούντε ήταν και η σημαντική νίκη του εναντίον του βασιλιά των Σκώτων, που όπως προαναφέρθηκε κατείχαν το δυτικό τμήμα της χώρας (Βασίλειο Νταλριάντα).
________________________________________
(*) Το «Χρονικό των Πίκτων» αποτελεί την σημαντικότερη πηγή της Ιστορίας αυτού του λαού. Στην πραγματικότητα, δεν αποτελεί ένα «Χρονικό» στην κυριολεξία, με την έννοια της καταγραφής γεγονότων, αλλά είναι ένας κατάλογος βασιλέων των Πίκτων με αναφορά απλώς στην διάρκεια της βασιλείας του καθενός, με τρεις μόνον εξαιρέσεις. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Εδιμβούργο το 1867 σε έναν τόμο με τον τίτλο «Χρονικά των Πίκτων, των Σκώτων και άλλα πρώϊμα Μνημόνια της Σκωτσέζικης Ιστορίας», όπου υπήρχαν επτά παραλλαγές του «Χρονικού». Η αρχαιότερη από αυτές είχε καταγραφεί για πρώτη φορά στην διάρκεια της βασιλείας του Κέννεθ, γιου του Μάλκολμ (971-995) και η τελευταία το 1317 (βλ. λεπτομέρειες στο W.A. Cummins: The Age of the Picts, 1995 Κεφ. 3).

Τον Μπρούντε θα διαδεχθεί, σύμφωνα με το πανάρχαιο και μοναδικό ανάμεσα στους Αριοευρωπαϊκούς λαούς έθιμο της μητρογραμμικής διαδοχής (βλ. ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες στο W.A. Cummins ό.π. Κεφ. 6) ο Γκάρτνεϊτ IV (Gartnait, 684-604). Στην προσπάθειά του να επεκτείνει τα όρια του Βασιλείου των Πίκτων προς Νότο θα συγκρουσθεί με το ισχυρό Αγγλοσαξωνικό Βασίλειο της Νορθάμπρια (Northumbria), που είχε ιδρυθεί γύρω στο 600, με την συνένωση δύο προϋπαρχόντων Βασιλείων, της Ντέϊρα (Deira) και της Μπερνίσια (Bernicia), κάτω από την διακυβέρνηση του ικανού και φιλόδοξου βασιλιά Αίθελφριντ (Æthelfrid/Æthelfrith, 592-616) της Μπερνίσια. Ο Αίθελφριντ θα συντρίψει τους Πίκτους, όπως και τους Σκώτους του Βασιλείου Νταλριάντα, αλλά θα χάσει την ζωή του σε μια μάχη από τον φυγάδα βασιλιά της Ντέϊρα, Έντουϊν (Edwin), ο οποίος θα κερδίσει έτσι όχι μόνον το παλιό του βασίλειο, αλλά και τον θρόνο της Νορθάμπρια (617-633), ενώ στην συνέχεια θα αναγνωριστεί επικυρίαρχος βασιλιάς (bretwalda) των ηγεμόνων της Βρεταννίας.
Το 633 όμως, ο βασιλιάς Πέντα (Penda) της Μέρσια (Mercia, στο ανατολικό τμήμα της κεντρικής Βρεταννίας), ενός άλλου από τα Βασίλεια της Επταρχίας (*), ο οποίος δεν αναγνώριζε την επικυριαρχία του Έντουϊν, θα συμμαχήσει με τον ηγεμόνα των Ουαλλών και σε μια αποφασιστική μάχη θα συντρίψουν τον στρατό της Νορθάμπρια. Ο ίδιος ο βασιλιάς Έντουϊν θα πέσει στο πεδίο της μάχης και η Νορθάμπρια θα βρεθεί κάτω από την τυραννική εξουσία του ηγεμόνα της Ουαλλίας. Ένας όμως από τους εξόριστους γιους του Άϊθελφριντ, ο Όσβαλντ (Oswald), θα καταστρέψει τον στρατό των Ουαλλών σε μια μάχη κοντά στο Αδριάνειο Τείχος και θα ανέλθει στον θρόνο της Νορθάμπρια. Σύντομα θα αναγνωρισθεί και αυτός ως επικυρίαρχος βασιλιάς των ηγεμόνων της Βρεταννίας, εκτός από τον βασιλιά της Μέρσια Πέντα, ο οποίος σε μια αιματηρή σύγκρουση (642) θα νικήσει τον Όσβαλντ που θα χάσει την ζωή του στο πεδίο της μάχης. Τον Όσβαλντ θα διαδεχθεί στα αξιώματά του (βασιλεύς της Νορθάμπρια και επικυρίαρχος βασιλεύς) ο νεώτερος αδελφός του Όσγουϊ (Oswy), που θα παραμείνει στον θρόνο μέχρι τον θάνατό του το 670. Θα τον διαδεχθεί ο Έγκφριντ (Ecgfrid/Ecgfrith, 670-685), ο οποίος θα ξεκινήσει και πάλι μια νέα επεκτατική πολιτική της Νορθάμπρια εις βάρος των γειτονικών βασιλείων και κυρίως εναντίον του Βασιλείου των Πίκτων στα βόρεια σύνορά του.
Αυτήν την εποχή βασιλιάς των Πίκτων ήταν ο Μπρούντε ΙΙΙ, ο γιος του Μπίλε (Brude, son of Bile, 673-693), ένας από τους ενδοξότερους βασιλείς των Πίκτων. Μια από τις πρώτες του επιτυχίες ήταν η εκπόρθηση του σημαντικού φρουρίου του Ντάννοτταρ (Dunnottar) το 681. Το 682 θα συγκεντρώσει έναν ισχυρό στόλο και θα καταστρέψει την αυξανόμενη θαλάσσια κυριαρχία των Ορκάδων (βλ. παραπάνω) στα βόρεια νησιά (Orkney, Hebrides, Shetland), ενώ το 683 θα νικήσει τους Σκώτους και θα λεηλατήσει την πρωτεύουσά τους.
______________________________________
(*) Μετά την ολοκλήρωση της κατάκτηση του μεγαλύτερου τμήματος της Βρεταννίας από τους Αγγλοσάξωνες εισβολείς (Άγγλοι και Γιούτοι από την σημερινή Δανία=χερσόνησος της Γιουτλάνδης-Σάξωνες από την ΒΔ Γερμανία και λίγοι Φρίζιοι από τα ομώνυμα νησιά και την στενή παραλιακή λωρίδα της σημερ. Β. Ολλανδίας), προέκυψαν διάφορες μικρές ηγεμονίες από τις οποίες τελικώς θα αναδειχθούν τα επτά παραδοσιακά αγγλοσαξωνικά βασίλεια (Επταρχία): Το Σάσσεξ (Sussex), Έσσεξ (Essex) και Γουέσσεξ (Wessex) από τους Σάξωνες (Saxons), η Μέρσια (Mercia), η Νορθάμπρια (Northumbria) και η Ανατολική Αγγλία (East Anglia) από τους Άγγλους (Angles) και τέλος το Κέντ (Kent) από τους Γιούτους (Jutes).

Οι επιτυχίες αυτές των Πίκτων ανησύχησαν τον Έγκφριντ και το 685 θα αποφασίσει να εισβάλει στον Βορρά, παρά τις αντίθετες συμβουλές όλων των φίλων του. Οι Πίκτοι παρακολουθούσαν την προέλαση του στρατού του Έγκφριντ χωρίς να επιτεθούν, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία. Η ευκαιρία δεν άργησε να δοθεί και στις 20 Μαΐου 685 τα στρατεύματα της Νορθάμπρια θα βρεθούν παγιδευμένα στην βαλτώδη περιοχή που είναι γνωστή ως Νέχτανσμερ (Nechtansmere) στους Άγγλους και Ντούννιχεν (Dunnichen) στους Πίκτους. Ο στρατός του Έγκφριντ θα συντριβεί και ο ίδιος θα πέσει νεκρός στο πεδίο της μάχης. Όσοι Αγγλοσάξωνες είχαν εγκατασταθεί στις νότιες περιοχές της Πικταβίας θα εξοντωθούν ή θα μετατραπούν σε δούλους των Πίκτων.
Η μάχη του Νέχτανσμερ/Ντούννιχεν αποτελεί μια από τις πλέον αποφασιστικές στιγμές της Ιστορίας της Σκωτίας και διαμόρφωσε την περαιτέρω πορεία της χώρας για τους επόμενους αιώνες. Εάν τα στρατεύματα της Νορθάμπρια είχαν νικήσει ο Βορράς θα γινόταν Αγγλικός και η σημερινή Σκωτία, όπως έχει υποστηριχθεί, δεν θα υπήρχε. Ένα άλλο σημαντικό επακόλουθο της μάχης ήταν ότι τόσο οι Σκώτοι του βασιλείου Νταλριάντα, όσο και οι Βρεταννοί (Κέλτες) του βασιλείου του Στράθκλάϊντ (Strathclyde) στο βορειοδυτικό άκρο της σημερινής Αγγλίας, ξανακέρδισαν την ελευθερία τους από την επικυριαρχία των βασιλέων της Νορθάμπρια.
Ο Μπρούντε, γιος του Μπίλε, θα πεθάνει το 693 και θα τον διαδεχθεί ο Τάραν, γιος του Εντιφίντιχ (Taran, son of Entifidich, 693-696), ο οποίος θα εκδιωχθεί μετά από 4 περίπου χρόνια με την κατηγορία της ηπιότητας απέναντι στην Νορθάμπρια. Ο επόμενος βασιλιάς, ο Μπρούντε IV, ο γιος του Ντέριλε (Brude, son of Derile, 696-706), θα ανέλθει στον θρόνο και δυο χρόνια αργότερα (το 698) θα κερδίσει μια νέα μάχη εναντίον των στρατευμάτων της Νορθάμπρια, στην οποία ο επικεφαλής τους θα σκοτωθεί και οι υπόλοιποι θα υποχωρήσουν με μεγάλες απώλειες. Η νίκη αυτή οριστικοποίησε τα αποτελέσματα της μάχης του Νέχτανσμερ/Ντούννιχεν και η Νορθάμπρια δεν θα απειλήσει ποτέ πλέον το Βασίλειο των Πίκτων. Ο βασιλιάς Μπρούντε θα αποβιώσει το 706 και θα τον διαδεχθεί ο αδελφός του Νέχταν IV (Nechtan, son of Derile), για την βασιλεία του οποίου γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες λόγω της ανάμειξής του στα εκκλησιαστικές υποθέσεις της χώρας, αλλά και τον καταστρεπτικό εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των υποψηφίων διαδόχων (ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της μητρογραμμικής διαδοχής των Πίκτων), που ξέσπασε μετά την παραίτησή του το 724 για να γίνει μοναχός. Ο Νέχταν είναι επίσης γνωστός από το γεγονός ότι αποκήρυξε την σχισματική Κελτική Εκκλησία και αποδέχτηκε τα δόγματα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (710).
Από τις εμφύλιες συγκρούσεις θα ξεπροβάλει η ηρωϊκή μορφή του πολεμιστή βασιλιά Άγκους I, γιου του Φέργκους (Angus/Oengus, son of Fergus-Unnuist mac Urguist/ Wrguist, σύμφωνα με το Χρονικό των Πίκτων), ο οποίος θα κερδίσει μετά από μια αιματηρή μάχη τον θρόνο (728). Την επόμενη χρονιά θα συγκρουσθεί με τον στρατό του Νέχταν, ο οποίος θα επανέλθει στην ενεργό δράση και θα διεκδικήσει και πάλι την βασιλεία, προσπαθώντας να επαναφέρει την ηρεμία στην χώρα. Ο Νέχταν θα ηττηθεί από τον Άγκους και θα αποσυρθεί οριστικά από τα εγκόσμια για να πεθάνει ειρηνικά το 732. Την ίδια χρονιά που νίκησε τον Νέχταν (729) ο βασιλιάς Άγκους θα συντρίψει και τις δυνάμεις του τελευταίου διεκδικητή του θρόνου στην ύστατη μάχη του εμφυλίου πολέμου.
Την ίδια ακριβώς περίοδο, οι Σκώτοι (Ιρλανδοί) του Βασιλείου Νταλριάντα είχαν εμπλακεί παρομοίως σε εμφύλιες συγκρούσεις, γεγονός που θα μπορούσε να αποδοθεί σε μια παράλληλη ιστορική εξέλιξη των δύο λαών.
Το 723 ο γηραιός βασιλιάς Σέλμπακ (Selbac) των Σκώτων Νταλριάντα, μετά από βασιλεία 20 ετών, θα αποσυρθεί σε ένα μοναστήρι και θα αφήσει τον θρόνο στον γιο του, Ντάνγκαλ (Dungal), ο οποίος θα εκδιωχθεί μετά από 3 χρόνια από έναν σφετεριστή. Όπως ο Νέχταν στην Πικταβία έτσι και ο Σέλμπακ θα επανέλθει, σε μια προσπάθεια να ανατρέψει τον σφετεριστή, αλλά θα ηττηθεί στην μάχη και θα πεθάνει λίγο αργότερα, το 730. Αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων ήταν η χώρα να βυθισθεί σε χάος, όπου αντίθετα από το Βασίλειο των Πίκτων δεν θα αναδειχθεί κάποιος ηγέτης να ενώσει το Βασίλειο Νταλριάντα. Όπως χαρακτηριστικά έχει σχολιασθεί (βλ. W. A. Cummins ό.π. σελ. 100), αυτήν την εποχή «οι Σκώτοι του Νταλριάντα έμοιαζαν με έναν λαό που περίμενε να κατακτηθεί».
Πραγματικά, το 734 ο βασιλιάς Άγκους θα επιτεθεί στους Σκώτους, θα νικήσει τον Ντάγκαλ (που είχε ξανακερδίσει μάλλον τον θρόνο το 733) και θα καταστρέψει ένα μέρος της χώρας. Ο τραυματισμένος στην μάχη Ντάγκαλ θα υποχρεωθεί να καταφύγει στους συγγενείς του στην Ιρλανδία. Το 736 ο Άγκους θα εισβάλει και πάλι στο Βασίλειο των Νταλριάντα, θα καταλάβει σημαντικές οχυρά και πόλεις και θα αιχμαλωτίσει τελικώς τον Ντάγκαλ και τον αδελφό του που είχαν επιστρέψει από την Ιρλανδία. Ο Ντάγκαλ θα αποκεφαλισθεί, ενώ στα τέλη της ίδιας χρονιάς ο Τάλοργκαν (Talorgan/Talorcan), ο αδελφός του βασιλιά Άγκους, θα συντρίψει ένα εχθρικό στράτευμα που είχε συγκεντρωθεί από ένα μικρό υποτελές βασίλειο στο βόρειο τμήμα του Βασιλείου Νταλριάντα. Μετά από αυτά τα γεγονότα ο Άγκους θα γίνει βασιλιάς ολόκληρης της περιοχής βορείως του Τείχους του Αντωνίνου, η οποία για πρώτη φορά στην ιστορία της θα συνενωθεί κάτω από έναν μοναδικό ηγέτη.
Το 741 ο βασιλιάς των Πίκτων και των Σκώτων θα εισβάλει στην αρχική κοιτίδα των Νταλριάντα, την Ιρλανδία και θα σφαγιάσει τους Ιρλανδούς σε δύο αιματηρές μάχες. Ο βασιλιάς Άγκους συνεπαρμένος από τις επιτυχίες του θα επιχειρήσει το 744 να κατακτήσει και το βρεταννικό (κελτικό) βασίλειο του Στράθκλάϊντ (βλ. παραπάνω), νότια από το Τείχος του Αντωνίνου. Παρά τις αρχικές του επιτυχίες, το 750 ο στρατός του Άγκους με επικεφαλής τον αδελφό του Τάλοργκαν θα υποστεί μια συντριπτική ήττα από τους Βρεταννούς στο Μόκεταουκ (Mocetauc), λίγο βορειότερα από την σημερινή πόλη της Γλασκώβης (Glasgow). Ο Τάλοργκαν θα πέσει στο πεδίο της μάχης, όπως και ο βασιλιάς του Στράθκλάϊντ. Το 756 ο Άγκους θα επιτεθεί και πάλι στο Στράθκλάϊντ συμμαχώντας με έναν ηγεμόνα από την Νορθάμπρια. Στόχος του ήταν το απόρθητο φρούριο του Ντάμπαρντον Ροκ (Dumbarton Rock) στην κορυφή ενός βράχου. Λίγο πριν από την εκπόρθησή του όμως, οι συμμαχικές δυνάμεις θα υποστούν μια αναπάντεχη ήττα και ο βασιλιάς Άγκους θα αναγκαστεί να λύσει την πολιορκία και να αποσυρθεί στο Βασίλειό του, όπου πέντε χρόνια αργότερα θα πεθάνει (761).
Στο μεταξύ, το Βασίλειο Νταλριάντα θα ανασυγκροτηθεί, θα αποτινάξει την επικυριαρχία των Πίκτων και το 768 ο στρατός του θα εισβάλει στην Πικταβία, η οποία μετά τον θάνατο του βασιλιά Κίνιοντ (Ciniod, 763-775) θα περιπέσει και πάλι σε εσωτερικές συγκρούσεις. Τελικώς το 789/790 ο Κωνσταντίνος, γιος του Φέργκους (Constantine, son of Fergus – Castantin, son of Urguist/Wrguist), βασιλιάς των Βόρειων Πίκτων (πριν από το 782) θα νικήσει και θα σκοτώσει στην μάχη τον βασιλιά των Νότιων Πίκτων Κόναλλ (Conall, son of Taidg), συνενώνοντας έτσι ολόκληρο το Βασίλειο κάτω από την εξουσία του.



Το 809/810 θα νικήσει έναν άλλον Κόναλλ (Conall, son of Aed), τον τελευταίο βασιλιά των Σκώτων Νταλριάντα και θα αναδειχθεί έτσι Βασιλεύς των Σκώτων και των Πίκτων, κυβερνώντας έναν ενιαίο και πάλι Βορρά μέχρι τον θάνατό του το 820. Ο Κωνσταντίνος θεωρείται για αυτόν τον λόγο ο σπουδαιότερος βασιλιάς των Πίκτων, ακόμα πιο σημαντικός και από τον προκάτοχό του Άγκους, δεδομένου ότι πέτυχε την ενοποίηση των δύο Βασιλείων με την τελική συγκατάθεση και των ιδίων των Σκώτων. Από την εποχή εκείνη παύει να αναφέρεται πλέον το όνομα Νταλριάντα στα χρονικά και οι κάτοικοί του μνημονεύονται πλέον απλώς ως Σκώτοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κωνσταντίνος, όπως και ο αδελφός και διάδοχός του Άγκους II, για να αποφύγουν να πληγώσουν τα αισθήματα των Σκώτων υπηκόων τους, έπαυσαν να χρησιμοποιούν τον τίτλο «Βασιλεύς των Πίκτων» και αποκαλούνταν Βασιλείς του Φόρτρεν (Kings of Fortrenn), από το όνομα (Fortriu στην ανασυστημένη ονομαστική στην γλώσσα των Πίκτων) του μικρού βασιλείου των νότιων Πίκτων, απ’ όπου προερχόταν ο Άγκους Ι. Παρ’ όλο όμως που η λύση αυτή κάλυψε το θέμα της ονομασίας, το ακανθώδες πρόβλημα του τρόπου διαδοχής παρέμεινε άλυτο, δεδομένου ότι όπως έχει ήδη αναφερθεί οι μεν Πίκτοι ακολουθούσαν μητρογραμμικό σύστημα διαδοχής, ενώ οι Σκώτοι Νταλριάντα πατρογραμμικό. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν να προκύψουν τέσσερεις διεκδικητές του θρόνου μετά την σύντομη βασιλεία του γηραιού Άγκους ΙI * (Angus, son of Fergus, 820-823), αδελφού του Κωνσταντίνου.
Η χώρα όμως αντιμετώπιζε ήδη την θανάσιμη απειλή των αιματηρών επιδρομών των Σκανδιναυών Βίκιγκς και έτσι θα αποφύγει να βυθισθεί και πάλι στην δίνη ενός νέου εμφυλίου πολέμου. Το μοιραίο έτος 839 το άνθος των Πίκτων πολεμιστών και της αριστοκρατίας τους θα σφαγιασθεί από τους Βίκιγκς σε μια αιματηρότατη μάχη, στην οποία θα πέσουν νεκροί ο βασιλιάς των Πίκτων, ο αδελφός του (ο καθορισμένος διάδοχος) και ένα πλήθος ακόμα από όσους αντιπροσώπευαν τις παραδόσεις και την συνέχεια αυτού του λαού. 
Κάποιοι ασήμαντοι ηγεμόνες θα ανέλθουν στον θρόνο μετά την καταστροφή, αλλά η χώρα χρειαζόταν απεγνωσμένα έναν ικανό ηγέτη για να σώσει το διαλυμένο Βασίλειο. Τότε εμφανίζεται η θρυλική και κάπως ομιχλώδης μορφή του περίφημου Κέννεθ μακ Άλπιν (Kenneth I mac Alpin, 848-858), ο οποίος θα γίνει ο πρώτος Σκώτος που έγινε Βασιλεύς των Σκώτων και των Πίκτων και ενοποίησε οριστικά τον Βορρά.
Αντίθετα από τον Κωνσταντίνο, ο οποίος ξεκίνησε ως βασιλιάς των Πίκτων και αρχικώς με την βία επιβλήθηκε στην Σκωτία, ο Κέννεθ ξεκίνησε ως βασιλιάς των Σκώτων και θα κερδίσει ειρηνικά τον θρόνο του Βασιλείου των Πίκτων, προβάλλοντας πιθανότατα τα δικαιώματά του στην διαδοχή, από την μητέρα του, μια πριγκίπισσα των Πίκτων.
Η όλη διαδικασία ενοποίησης των Βασιλείων των Σκώτων και των Πίκτων θα κρατήσει πιθανότατα 8 χρόνια, με την τελική ενσωμάτωση μια μικρής ηγεμονίας των Πίκτων στα ΝΑ της χώρας, στην περιοχή του Φορθ (Forth), στο ανατολικό άκρο του Τείχους του Αντωνίνου. Θα ακολουθήσουν συχνές επιδρομές στα νότια, στις αγγλοσαξωνικές ηγεμονίες, από τις οποίες φαίνεται ότι ο Κέννεθ μακ Άλπιν απέσπασε κάποια εδαφικά κέρδη.
__________________________________
(*) Ο βασιλιάς Άγκους ΙΙ θα αποκτήσει μεγάλο κύρος λόγω του γεγονότος της μεταφοράς των λειψάνων του Αποστόλου Αγίου Ανδρέα του Πρωτόκλητου πίσω στην Σκωτία, όπου σύμφωνα με την παράδοση είχε διδάξει το Ευαγγέλιο και βαπτίσει τους πρώτους χριστιανούς στην χώρα. Ο Άγιος Ανδρέας θεωρείται ο προστάτης της Σκωτίας και ο «εθνικός» της Άγιος.

Αποτέλεσμα αυτών των δραστηριοτήτων ήταν να κυβερνήσει ένα βασίλειο σημαντικά μεγαλύτερο από το ενωμένο Βασίλειο των Πίκτων και Σκώτων του Κωνσταντίνου, γιου του Φέργκους. Το βασίλειο αυτό θεωρείται ο πρόδρομος της Μεσαιωνικής, αλλά και της σύγχρονης Σκωτίας και η Δυναστεία που θα ιδρύσει θα βασιλεύσει τα επόμενα χίλια περίπου χρόνια (βλ. W.A. Cummins ό.π. σελ. 108 και Myles Dillon-Nora Chadwick: The Celtic Realms, London 2000, σελ. 111). Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο Κέννεθ μακ Άλπιν και οι επόμενοι τρεις διάδοχοί του αναφέρονται από τους Ιρλανδούς χρονικογράφους (που έγραφαν Λατινικά) με τον τίτλο «βασιλεύς των Πίκτων» (rex Pictorum), ενώ οι επόμενοι ως «βασιλείς της Άλμπα» (ri Albain, στα Ιρλανδικά), ενώ οι Άγγλοι χρονικογράφοι τους μνημονεύουν ως «Βασιλείς των Σκώτων» ή της Σκωτίας (Kings of Scotland).
Οι Πίκτοι όμως δεν εξαφανίσθηκαν στην πραγματικότητα. Εξαφανίσθηκε απλώς από τα Χρονικά και τα Αρχεία της εποχής η χρήση του Λατινικού ονόματος (Picti) με το οποίο είχαν γίνει γνωστοί στον υπόλοιπο κόσμο. Οι ίδιοι θα γίνουν πλέον Σκώτοι και αυτό θα είναι πλέον και το όνομα της χώρας (Scotland). Με αυτόν τον τρόπο τελείωσε η εποποιΐα των Πίκτων, αυτού του μυστηριώδους λαού που αιχμαλώτισε την φαντασία ενός πλήθους μελετητών και ερευνητών, χωρίς όμως μέχρι σήμερα να έχουν δοθεί πλήρεις και ικανοποιητικές εξηγήσεις για πολλά θέματα που σχετίζονται με την εμφάνιση και την πορεία του.

Ένα τέτοιο ζήτημα που οι λεπτομέρειές του δεν έχουν διευκρινισθεί είναι και η γλώσσα αυτού του λαού, η οποία κατατάσσεται μεν στις Κελτικές γλώσσες, χωρίς όμως ακόμα να έχουμε ξεκαθαρίσει κάποια ζητήματα που έχουν σχέση με την διαμόρφωσή της, αλλά και την εξέλιξή της. Υπενθυμίζουμε (βλ. σχετικά στο λήμμα Κέλτες) ότι οι Γλώσσες της κελτικής ομάδας διακρίνονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες ή υπο-ομάδες: Τις Ηπειρωτικές (Continental) και τις Νησιωτικές (Insular), που προέκυψαν από την διάσπαση της αρχικής Πρωτο-Κελτικής γλώσσας. Οι Νησιωτικές Κελτικές γλώσσες, διακρίνονται επίσης σε δυο βασικές κατηγορίες: Στις γλώσσες τύπου-Κ (Q-Celtic), που διατηρούν και τα περισσότερα από τα αρχαϊκά χαρακτηριστικά της Πρωτο-Κελτικής και τις γλώσσες τύπου-Π (P-Celtic). Η διάκριση γίνεται αναλόγως της προφοράς σε κάθε κατηγορία, ενός χειλο-υπερωϊκού (labio-velar) φθόγγου της μητρικής πρωτογλώσσας όλων των Αριοευρωπαϊκών γλωσσών, που συμβατικά παριστάνεται ως *kw (προφέρεται κβ). Ο φθόγγος αυτός εξελίχθηκε σε c (κ) στις γλώσσες τύπου-Κ και σε p (π) στις τύπου-Π. Έτσι, ο αριθμός πέντε (5), στην πρώτη περίπτωση έγινε coic (κόϊκ, στην Ιρλανδική), ενώ στην δεύτερη pimp (πιμπ, στην Ουαλλική) ή pempe (πέμπε, στην Γαλατική). Ομοίως, ο γιος έγινε mac (μακ, Ιρλανδ.), ενώ στις γλώσσες τύπου-Π έγινε map (μαπ, Κορνουαλική). Οι γλώσσες τύπου-Κ ονομάζονται και Γοϊδελικές (Goidelic, από την αρχαία ιρλανδική λέξη Goidel=Ιρλανδός) ή Γαελικές (Gaelic, από την σύγχρονη ιρλανδική λέξη Gael που σημαίνει επίσης Ιρλανδός). Περιλαμβάνουν, εκτός από την Ιρλανδική (Irish), την σπουδαιότερη και μοναδική επίσημη κελτική γλώσσα κάποιας χώρας, την λεγόμενη Γαελική Σκωτική (Scottish Gaelic), την γλώσσα των Ιρλανδών κατακτητών του 4ου/5ου αιώνα μ.Χ. του δυτικού τμήματος της σημερινής Σκωτίας και η οποία ομιλείται σήμερα στα Χάϊλαντς (Highlands=υψίπεδα) και τέλος την γλώσσα της νήσου Μαν (μεταξύ Ιρλανδίας και Βρεταννίας) – Manxian, της οποίας ο τελευταίος ομιλητής αποβίωσε το 1974 (βλ. Encyclopedia of Indo-European Culture, σελ. 100).
Οι γλώσσες τύπου-Π, ονομάζονται Βρυθονικές (Brythonic, από την Ουαλλική λέξη Brython = Βρεττόνος) ή Βριττονικές (Brittonic) και περιλαμβάνουν την Ουαλλική, την αρχαιότερη γλώσσα αυτής της ομάδας, την Κορνουαλική (Cornish), η οποία έπαυσε να ομιλείται από τα τέλη του 18ου αιώνα, την Καμβρική (Cumbric), την επίσημη γλώσσα του Μεσαιωνικού Βρεταννικού (κελτικού) βασιλείου του Στράθκλάϊντ (Strathclyde) στο βορειοδυτικό άκρο της σημερινής Αγγλίας, η οποία εξαφανίσθηκε πρώϊμα, τον 12ο αιώνα περίπου (είναι σήμερα γνωστές μόνον τρεις λέξεις αυτής της γλώσσας) και τέλος την Βρεττονική (Breton), την γλώσσα της χερσονήσου της Βρεττάνης (στην σημερ. ΒΔ Γαλλία), η οποία προήλθε από την γλώσσα των νησιωτών προσφύγων του 5ου και 6ου αιώνα μ.Χ. που κατέφυγαν μαζικά στην περιοχή (αρχαία Αρμορική), για να γλυτώσουν από τις σφαγές και καταστροφές των Αγγλο-Σαξώνων κατακτητών της Βρεταννίας, σύμφωνα με την παραδοσιακή άποψη. Η γλώσσα των Πίκτων, καθώς και των προκατόχων τους Καληδονίων, φαίνεται ότι ανήκε επίσης στην ομάδα αυτήν (βλ. T. G. E. Powell: The Celts, σελ. 201).
Οι Ηπειρωτικές κελτικές γλώσσες (που ανήκουν επίσης στον τύπο-Π, δηλ. στην Βρυθονική ομάδα), περιλαμβάνουν την Γαλατική (Gaulish), την γλώσσα των αρχαίων Γαλατών κατοίκων της σημερινής Γαλλίας και των γύρω περιοχών (βλ. Γαλάτες), την Λεποντική (Lepontic, βλ. και λήμματα Λίγυες, Ραιτοί), την γλώσσα των Γαλατών της «Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας» (Gallia Cisalpina), που εγκαταστάθηκαν από τον 6ο αιώνα π.Χ. στις περιοχές της σημερινής βόρειας Ιταλίας (κοιλάδα του ποταμού Πάδου), την Κελτιβηρική ή Ισπανοκελτική (Celtiberian / Hispanoceltic βλ. λήμμα Κελτίβηρες), την γλώσσα των κατοίκων του κεντρικού κυρίως τμήματος της Ιβηρικής χερσονήσου (που προέκυψαν από την συγχώνευση των αυτοχθόνων Ιβήρων με τα κελτικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στην χώρα) και τέλος, την ομάδα των ελάχιστα γνωστών γλωσσών και διαλέκτων των κελτικών λαών (βλ. Σκορδίσκοι) της Ανατολικής Ευρώπης.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία, η γλώσσα των Πίκτων προέκυψε ως ένα αμάλγαμα της μη-αριοευρωπαϊκής γλώσσας (πιθανότατα συγγενούς με την γλώσσα των Βάσκων, βλ. Ουάσκωνες, Λίγυες) των αρχαίων νεολιθικών κατοίκων της χώρας (βλ. υποσημείωση παραπάνω) με το κελτικό φύλο των Καληδονίων που διείσδυσε στην περιοχή μεταξύ του 1ου αιώνα π.Χ. και 1ου αιώνα μ.Χ.
Στην συνέχεια και λίγο αργότερα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, βρεταννικά φύλα που μιλούσαν κελτικές διαλέκτους του Π-τύπου, θα μετακινηθούν από την περιοχή του Αδριάνειου Τείχους και θα εγκατασταθούν στην Πικταβία. Τέλος, στα νησιά και τις παραλιακές περιοχές της βόρειας και ΒΔ Πικταβίας θα εισρεύσουν κάποιοι θαλασσοπόροι μετανάστες προερχόμενοι από την ηπειρωτική Ευρώπη, οι οποίοι μιλούσαν κελτικές διαλέκτους επίσης Π-τύπου, αλλά σαφώς διαφορετικές από τις βρεταννικές διαλέκτους (βλ. T. G. Powell, ό.π. σελ. 201).
Εκείνο πάντως που γνωρίζουμε με βεβαιότητα από πληροφορίες των πηγών (βλ. W. A. Cummins ό.π. σελ. 45) είναι ότι όταν ο ιρλανδικής καταγωγής Άγιος Κολάμπα (βλ. παραπάνω) έφθασε στην χώρα των Πίκτων, χρειάσθηκε διερμηνέα για να συνεννοηθεί. Αυτό σημαίνει ότι η Ιρλανδική γλώσσα ήταν σίγουρα διαφορετική από την γλώσσα των Πίκτων. Γνωρίζουμε επίσης ότι η Γαελική Σκωτική, η σημερινή γλώσσα των Σκώτων και η Ιρλανδική, στενά συγγενείς μεταξύ τους, προέκυψαν από την λεγόμενη «Κοινή Γαελική», η οποία διασπάσθηκε το αργότερο μέχρι τον 13ο αιώνα μ.Χ. στις δύο προαναφερθείσες γλώσσες. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι στις ελάχιστες επιγραφές των Πίκτων που έχουν διασωθεί έχουν χρησιμοποιηθεί 3 είδη γραφών: Λατινική, κελτική ογαμική (ogham) γραφή* και μια ακόμη άγνωστη γραφή (βλ. λεπτομέρειες στο Lloyd & Jenny Laing: The Picts and the Scots, ό.π. σελ. 17). Η Γαελική Σκωτική θα εκτοπίσει βαθμιαία την γλώσσα των Πίκτων, η οποία εξαφανίσθηκε με αποτέλεσμα να είναι σήμερα η μόνη Κελτική γλώσσα που ομιλείται στο βόρειο τμήμα της Βρεταννίας.
Στο ερώτημα εάν η γλώσσα των Πίκτων ήταν μια καθαρά γλώσσα τύπου-Π (Βρυθονική) με πρόσμειξη ορισμένων στοιχείων από την μη-αριοευρωπαϊκή γλώσσα των παλαιών αυτοχθόνων νεολιθικών κατοίκων, η απάντηση είναι ότι σύμφωνα με κάποιες νεώτερες και πλέον αξιόπιστες απόψεις (βλ. W. A. Cummins ό.π. σελ. 47) κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Όπως υποστηρίζεται (ό.π. σελ. 37-49), οι Γαελικές διάλεκτοι του τύπου-Κ δεν έφθασαν στον Βορρά με την εισβολή των Ιρλανδών Νταλριάντα τον 4ο/5ο αιώνα μ.Χ., αλλά ήδη από τα τέλη της πρώτης χιλιετίας π.Χ. σε ολόκληρη την περιοχή της σημερινής Σκωτίας ομιλούσαν μια Γαελική διάλεκτο, όπως αποκάλυψε η έρευνα (ό.π. σελ. 44). Αυτή η διάλεκτος δεν είχε σχέση με την «Κοινή Γαελική» που προαναφέραμε και φυσικά ούτε με τις σύγχρονες γλώσσες, Ιρλανδική και Σκωτική. Στην πορεία του χρόνου η αρχαία αυτή Γαελική διάλεκτος θα επηρεασθεί και θα τροποποιηθεί κάτω από την επίδραση των διαλέκτων τύπου-Π που μιλούσαν τα κελτικά φύλα της νότιας Βρεταννίας, αλλά και των ομιλητών διαλέκτων τύπου-Π που εγκαταστάθηκαν όπως προαναφέραμε στην ίδια την Πικταβία. Οι γλωσσικές επιδράσεις όμως από τον Νότο θα διακοπούν μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση και την ανέγερση του Αδριάνειου και αργότερα του Τείχους του Αντωνίνου, τα οποία διέκοψαν κάθε είδους επαφή μεταξύ των φύλων του Βορρά και των φύλων που ήσαν εγκατεστημένα νοτιότερα.
Η πολιτιστική απομόνωση των φύλων του Βορρά από τους νότιους συγγενείς τους θα έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη ανάμειξη της αρχαίας Γαελικής διαλέκτου με τις Βρυθονικές διαλέκτους τύπου-Π στις βόρειες περιοχές. Αν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψη και την παλαιότερη προϋπάρχουσα πρόσμειξη μη-αριοευρωπαϊκών στοιχείων στις διαλέκτους αυτές (βλ. σχετικά J. P. Mallory: In Search of the INDO-EUROPEANS, London 1991, σελ. 106) τότε θα αντιληφθούμε πληρέστερα την διαδικασία με την οποία προέκυψε η γλώσσα των Πίκτων, η οποία δεν ήταν ούτε πλήρως Βρυθονική, ούτε πλήρως Γαελική, περιέχοντας ταυτόχρονα και μη-αριοευρωπαϊκά γλωσσικά στοιχεία. Τέλος, το δυσκολοδιάβατο ορεινό φράγμα μεταξύ της χώρας των Πίκτων και του ΝΔ τμήματος της Πικταβίας (Argyll) όπου εγκαταστάθηκαν οι ιρλανδόφωνοι Νταλριάντα, οι μετέπειτα Σκώτοι Νταλριάντα, η Γαελική διάλεκτος των οποίων εξελίχθηκε όπως είδαμε στην Γαελική Σκωτική (Scottish Gaelic), θα παρεμποδίσει για ένα μεγάλο διάστημα την επικοινωνία των δύο λαών. Αυτή η δυσκολία πολιτιστικών επαφών και ανταλλαγών θα αποτρέψει τον επηρεασμό της γλώσσας των Πίκτων από την Γαελική Σκωτική. Μετά την τελική ενοποίηση του Βορρά η Γαελική Σκωτική θα εκτοπίσει βαθμιαία την γλώσσα των Πίκτων από τις βορειότερες περιοχές και θα επικρατήσει ολοκληρωτικά. Οι κάτοικοι στις νότιες περιοχές της Πικταβίας θα χάσουν επίσης βαθμιαία την γλώσσα τους που θα αντικατασταθεί από την Αγγλική γλώσσα των Αγγλοσαξώνων της Νορθάμπρια (βλ. W. A. Cummins ό.π. σελ. 116). Έτσι, στην σημερινή Σκωτία, το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, παρ’ όλο που αισθάνονται γνήσιοι Σκώτοι, ομιλεί αποκλειστικά την Αγγλική γλώσσα, ενώ η Γαελική Σκωτική έχει εκτοπισθεί με την σειρά της στο βορειότατο άκρο της χώρας, στα λεγόμενα Χάϊλαντς (Highlands = υψίπεδα), ένα μεγάλο μέρος των οποίων σήμερα είναι δίγλωσσοι.
Η γλώσσα των Πίκτων θα χαθεί οριστικά και θα αποτελεί ένα ακόμη σκοτεινό σημείο στο μυστήριο που καλύπτει αυτόν τον λαό.
_________________________________          
(*) Η ογαμική γραφή (από το όνομα της κελτικής θεότητας ogma) αποτελεί ένα αλφαβητικό σύστημα γραφής (γνωστό και ως beth luis nion), που χρησιμοποιήθηκε στην Ιρλανδία, στην Σκωτία, στην Ουαλλία και στην Αγγλία μεταξύ του 4ου και 7ου αιώνα μ.Χ. Τα γράμματα συνδέονταν μεταξύ τους με μια συνεχόμενη γραμμή και το καθένα έφερε το όνομα ενός δένδρου ή ενός φυτού.



Το Ογαμικό αλφάβητο
(Μπεθ-Λούϊς-Νίον=Σημύδα-Σουρβιά-Φλαμουριά) ή "Δενδροαλφάβητο"


Από το λήμμα Πίκτοι του "Λεξικού των λαών του Αρχαίου Κόσμου" του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη


Δεν υπάρχουν σχόλια: