Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Σάββατο 15 Μαΐου 2010

Φιλισταίοι (3)


Μετακινήσεις των "Λαών της Θάλασσας"

Τα επιχειρήματα, από την άλλη πλευρά, για την αιγαιακή και ειδικότερα κρητική καταγωγή των Φιλισταίων, συνοψίζονται περίφημα στο προαναφερθέν βιβλίο του Καθηγητή Π. Κ. Χρήστου, στο Κεφάλαιο «Η προέλευσις των Φιλισταίων» όπου αναφέρονται τα εξής (σελ. 12-19):
«…Οι Φιλισταίοι που ευρίσκονταν στην ηγεσία αυτών των λαών (εννοεί τους Λαούς της Θάλασσας που κατενίκησε ο Ραμσής ΙΙΙ όπως περιγράψαμε παραπάνω - σημ. ΔΕΕ), ωνομάζονταν από τους Ισραηλίτες Πελιστιείμ, όνομα που από τους Εβδομήκοντα μεταγράφεται Φιλιστιείμ ή συχνά μεταφράζεται σε Αλλόφυλους ή Απερίτμητους. Η χώρα εγκαταστάσεώς τους δηλώνεται με το όνομά τους, το οποίο ο Ηρόδοτος εσταθεροποίησε με την μορφή Παλαιστίνη, που από τότε επεκράτησε γενικώς. Επίσης οι Ισραηλίτες είχαν την πεποίθηση ότι οι Φιλισταίοι προέρχονταν από μια μακρινή θαλάσσια χώρα, την Καφτώρ (Αμώς θ΄ 7 και πολλά άλλα χωρία). Αν εξαιρέσωμε λίγες περιπτώσεις παραναγνώσεως, όπου η Καφτώρ διαβάζεται ως Καππαδοκία (Δευτερονόμιον β΄ 23), όλη γενικά η παράδοσις την ταυτίζει με την Κρήτη και μάλιστα τόσο πολύ διατηρήθηκε αυτή η παράδοσις και τόσο ισχυρή ήταν, ώστε ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος έφθασε στο σημείο από σύγχυσι να γράψη ότι οι Ιουδαίοι ήσαν άποικοι από την Κρήτη, ταυτίζοντας παραδόξως τους Ιουδαίους με τους Φιλισταίους. Αν για την αρχική προέλευσι των Φιλισταίων από τα νησιά και μάλιστα από την Καφτώρ, όποια κι’ αν είναι αυτή, δεν παρατηρήται διχογνωμία ούτε στους παλαιούς ούτε στους νεώτερους, για την φυλετική τους καταγωγή υπάρχει κάποια διχογνωμία. Αλλά βέβαια το γεγονός ότι προέρχονται από τα νησιά και είναι απερίτμητοι σημαίνει ότι ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή (αριοευρωπαϊκή - σημ. ΔΕΕ) ομοφυλία, όπως και όλοι οι άλλοι Λαοί της Θάλασσας (κάτι που δεν είναι απολύτως ακριβές, τουλάχιστον στην περίπτωση των Τερέςς ή Τούρσσα δηλ. των Τυρσηνών/Τυρρηνών ή Ετρούσκων, όπως είναι γνωστότεροι - σημ. ΔΕΕ). Η γενική εντύπωσις των λαών της Εγγύς Ανατολής κατά την αρχαιότητα ήταν ότι οι Φιλισταίοι ήσαν συγγενείς με τους Έλληνες. Οι Ισραηλίτες τον 11ο αιώνα π.Χ. ωνόμαζαν το νότιο μέρος της Παλαιστίνης «Νεγκέμπ των Χολθί» = «Νότος των Κρητών» (Σαμουήλ / Βασιλειών Α΄ λ΄ 14, όπου οι Εβδομήκοντα μεταφράζουν “επί νότον του Χολθί” σύμφωνα όμως με άλλη μετάφραση: “μεσημβρινός των Χερεθαίων ή των Χερεθιτών” σημ. ΔΕΕ) και φυσικά οι Κρήτες αυτή την εποχή ή και παλαιότερα, την εποχή που οι Φιλισταίοι για πρώτη φορά εμφανίσθηκαν στην Παλαιστίνη, ήσαν στο σύνολό τους Έλληνες.
Ο προφήτης Ιωήλ, που δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς έγραψε, αλλ’ η μαρτυρία του είναι σημαντική ακόμη κι’ αν έγραψε το αργότερο που του αποδίδεται, δηλ. στα τέλη του 6ου αιώνος π.Χ. τους αποκαλεί ευθέως Έλληνες στο εβραϊκό πρωτότυπο: «…και τους υιούς Ιούδα και τους υιούς Ιερουσαλήμ απέδοσθε τοις υιοίς των Ελλήνων, όπως εξώσητε αυτούς εκ των ορίων αυτών…» (Ιωήλ δ΄ 6). Μια φορά οι Εβδομήκοντα μεταφράζουν το όνομα Φιλιστιείμ με το Έλληνες: «…Συρίαν αφ’ ηλίου ανατολών και τους Έλληνας αφ’ ηλίου δυσμών, τους κατεσθίοντας τον Ισραήλ όλω τω στόματι…» (Ησαΐας θ΄ 12). Οι Ασσύριοι τέλος από τότε που τους εγνώρισαν τους αποκαλούν με το ιδιαίτερο όνομά τους, Παλάστου, ενώ ο Σαργών ΙΙ στα τέλη του 8ου αιώνος π.Χ. τους λέγει Γιαβάν (Ίωνες, Έλληνες) […] Για την επιβεβαίωσι της συγγένειας των Φιλισταίων με τους ελληνικούς λαούς του Αιγαίου, αρκεί να λάβωμε υπ’ όψι:
α. την μορφή της προσωπίδας της Βεθ Σεάν, που είναι οπωσδήποτε φιλισταιϊκή
β. τις μορφές των αιχμαλώτων του Ραμσή ΙΙΙ, όπως παριστάνονται στην στήλη του ναού της Μεντινέτ Αμπού (βλ. Εικόνα)
 
Αιχμάλωτοι Πελεσέτ από ανάγλυφο του Μεντινέτ Αμπού (Medinet Habu)

γ. τις πολυάριθμες κεφαλές που παριστάνονται στον περίφημο «Δίσκο της Φαιστού». Σε όλες αυτές τις μορφές (βλ. Εικόνες επάνω και παρακάτω) παρατηρούμε γενικά πρώτα την ελληνική κατατομή του προσώπου, έπειτα την ομοιότητα του λοφιώδους πτερωτού καλύμματος στα κεφάλια των πολεμιστών και τέλος την ομοιότητα της στολής, που είναι κατά τα άλλα και κρητική στολή.
 
 
Λεπτομέρεια  
 
Από την παραπάνω έκθεσι συνάγεται όχι μόνον ότι οι Φιλισταίοι ανήκαν στην ινδοευρωπαϊκή ομοφυλία, αλλά και ότι στον τρόπο ζωής και τον πολιτισμό παρουσιάζουν κοινά στοιχεία με τα ελληνικά φύλα του Αιγαίου. Η πολύμορφη επικοινωνία τους με τους Έλληνες σ’ όλη την μετέπειτα εποχή οφείλεται φυσικά στην συνείδησι συγγενείας που είχαν. Εκτός από το εμπόριο την παρατηρούμε και αλλού. Ο βασιλιάς Δαβίδ που εξεκίνησε την βασιλική του σταδιοδρομία στην Χεβρών ως υποτελής των Φιλισταίων, όταν εκυριάρχησε πλήρως στην Παλαιστίνη, εστήριξε την δύναμί του κυρίως στους μισθοφόρους του, που ήσαν Φιλισταίοι και Κρήτες και ήσαν υπό την διοίκησι του Βαναία (ή Βεναΐα σημ. ΔΕΕ): Χερετί και Φελετί (Σαμουήλ/Βασιλέων Β΄ η΄ 18, όπου κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα αποκαλούνται χελεθθί και φελεττί, ενώ σε άλλη μετάφραση Χερεθαίοι και Φελεθαίοι σημ. ΔΕΕ). Και οι μεν Φιλισταίοι προέρχονταν οπωσδήποτε από τις υποτελείς τότε στον Δαβίδ φιλισταιϊκές περιοχές, οι Κρήτες όμως ήσαν νεήλυδες, κάτι που σημαίνει ότι τριακόσια πενήντα χρόνια μετά την πρώτη εμφάνισι Φιλισταίων στην Παλαιστίνη (1320 π.Χ.) και διακόσια χρόνια μετά την επιδρομή των Λαών της Θάλασσας (1190 π.Χ.), οι Αιγαίοι δεν έπαυσαν να έρχωνται στην περιοχή και δεν επρόκειτο να παύσουν ποτέ, ήταν ένα συνεχές ρεύμα…».
Σκαρίφημα αιχμαλώτων Ντανούνα (Δαναών)
από ανάγλυφο του Μεντινέτ Αμπού (Medinet Habu) 

Με τα στοιχεία που παραθέτει ο ίδιος συγγραφεύς στο επόμενο Κεφάλαιο με τον τίτλο «Η πρώτη εγκατάστασις των Φιλισταίων» (Π. Κ. Χρήστου, ό.π. σελ. 19-21) επιχειρείται μια σύνθεση των αντιτιθέμενων απόψεων για τον τόπο αρχικής προέλευσης των Φιλισταίων και υποστηρίζεται μια άποψη που ουσιαστικά απαλείφει το πρόβλημα δίνοντας μια απόλυτα πειστική ερμηνεία των διαφόρων φαινομενικά αλληλοσυγκρουόμενων ενδείξεων που απαριθμήσαμε παραπάνω για την Αιγαιακή ή Μικρασιατική καταγωγή των Φιλισταίων:
«…Κατά την επιδρομή των Λαών της Θάλασσας οι Φιλισταίοι ετάχθηκαν επικεφαλής των, γεγονός που έχει δώσει την εντύπωση ότι ήλθαν κι’ αυτοί μαζί με τους άλλους λαούς στην περιοχή την ίδια εποχή, το 1190 π.Χ. Υπάρχουν όμως αξιοπρόσεκτες ενδείξεις περί της παρουσίας των Φιλισταίων στον χώρο από παλαιότερη εποχή.
Η πρώτη ένδειξις ευρίσκεται στα κείμενα του Ραμσή ΙΙΙ, κατά τα οποία οι Φιλισταίοι εγνώριζαν τον σημιτικό θεό Βάαλ πριν από την εισβολή τους στην Αίγυπτο μαζί με άλλους λαούς, πράγμα που σημαίνει ότι είχαν ζήσει στην περιοχή αυτήν επί πολλά χρόνια προηγουμένως.
Η δεύτερη ένδειξις είναι ότι οι Εβραίοι, φεύγοντας από την Αίγυπτο ενώπιον της οργής του Φαραώ (πιθανώς Ραμσή ΙΙ), για να φθάσουν στην Γη της Επαγγελίας, την Χαναάν (η μετέπειτα Παλαιστίνη), δεν ακολούθησαν τον συντομώτερο δρόμο, που ήταν ο παραλιακός δια μέσου της Γάζας, αλλά έκαμαν ένα μεγάλο κύκλο δια της Ερυθράς Θαλάσσης και του όρους Σινά και εμπήκαν στην χώρα από τον περιπετειώδη δρόμο ανατολικά του ποταμού Ιορδάνη. Τούτο συνέβηκε διότι η παραλία ήταν αδιάβατη λόγω της ισχυρής παρουσίας των Φιλισταίων: “…Ως δε εξαπέστειλε Φαραώ τον λαόν (των Εβραίων) ουχ ωδήγησεν αυτούς ο Θεός οδόν γης Φιλιστιείμ ότι εγγύς ην. Είπεν γαρ ο Θεός, μήποτε μεταμελήση τω λαώ ιδόντι πόλεμον και αποστρέψη εις Αίγυπτον. Και εκύκλωσεν ο Θεός τον λαόν οδόν εις την έρημον, εις την Ερυθράν Θάλασσαν…” (Έξοδος, ιγ΄ 17 ε.).Τούτο λοιπόν σημαίνει ότι οι Φιλισταίοι ευρίσκοντο εις την θέσι τους αυτήν από την εποχή τουλάχιστον του Ραμσή ΙΙ (1301-1234 π.Χ.) και μάλιστα από τα πρώτα του χρόνια, όταν, όπως φαίνεται, επραγματοποιήθηκε η έξοδος των Εβραίων υπό τον Μωυσή.
Με αρκετή πιθανότητα ευστοχίας θα μπορούσαμε να περιγράψωμε με τον παρακάτω τρόπο τις κινήσεις από την αρχή. Σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα γύρω στο 1400 π.Χ. αποσπάσματα Αχαιών κατέλαβαν την Κρήτη και άλλα νησιά του Αιγαίου. Κατά την πληροφορία της Οδύσσειας (Τ 175-177), που καλύπτει μια εποχή κάπως μεταγενέστερη, στην Κρήτη κατοικούσαν πέντε φυλές: «…Θείοι Πελασγοί, Αχαιοί, Ετεόκρητες, Κύδωνες, Δωριείς…» (βλ. λεπτομέρειες για τα φύλα αυτά στο «Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και περι-ελλαδικών φύλων» ό.π.). Φιλισταίοι δεν αναφέρονται εδώ, αλλά θα μπορούσαμε να τους ανιχνεύσωμε πίσω από τους Πελασγούς. Το όνομα των Πελασγών, πρωτοελληνικού φύλου (φύλων θα ελέγαμε καλύτερα), που είχαν εγκατασταθή στην Κρήτη πριν από τους Αχαιούς, σημαίνει πιθανώς τους Θαλασσινούς, τους λαούς της θάλασσας δηλαδή: Πελαγ-σοί, Πελασ-γοί, Πελασ-άτα, Φιλισ-ταίοι. Αποσπάσματα των Πελασγών, που είναι οι Φιλισταίοι μας, πιεζόμενα από τους νεήλυδες Αχαιούς, έφυγαν προς τα κοντινά νησιά Κάρπαθο και Ρόδο και προς τα παράλια της Μικράς Ασίας. Γλωσσολογικά η Κάρπαθος μπορεί αβίαστα να θεωρηθή ως η εβραϊκή Καφτόρ και η Ρόδος με το αρχαίο όνομά της Οφιούσα ως η πρόσκαιρη πατρίδα των Βασσάσσα. Ακόμη και οι Τεύκροι (Τζέκκερ), είχαν κατά την παράδοσι σχέσεις με την Κρήτη και την Κύπρο.
Οι Φιλισταίοι δια της Μικράς Ασίας έφθασαν με πλοία ή με άμαξες και πόδια στις ακτές της Συρίας και της Παλαιστίνης, πιθανώς λίγο πριν από την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο, θα ελέγαμε γύρω στα 1320 π.Χ. κι’ εγκαταστάθηκαν στις νότιες ακτές από τον Κάρμηλο έως την Γάζα, στην χώρα δηλαδή που επρόκειτο από το όνομά τους να ονομασθή αργότερα Παλαιστίνη, ενώ οι φυλετικά συγγενείς των Τεύκροι (Τζέκκερ) εκράτησαν τα παράλια βορείως του Καρμήλου, δηλαδή την χώρα που επρόκειτο αργότερα να ονομασθή Φοινίκη…».
Στο επόμενο Κεφάλαιο «Η επιδρομή των Λαών της Θάλασσας» ο συγγραφεύς συμπληρώνει την εικόνα των μετακινήσεων και των προσπαθειών εγκατάστασής τους στην Αίγυπτο και στις γειτονικές χώρες:
«…Κάτω από αυτές τις πιέσεις άλλα ελληνικά φύλα που ήσαν από χρόνια εγκατεστημένα στα νησιά και τα παράλια της Μικράς Ασίας, τα δυτικά και τα νότια, αναγκάσθηκαν να διαφύγουν προς κάθε κατεύθυνσι (Τα Τρωϊκά πρέπει να ενταχθούν σ’ αυτήν την αναστάτωσι, η οποία και εξηγεί πώς οι νικηταί της Τροίας μετά από πολυετή πολιορκία εξαφανίσθηκαν αμέσως μετά την νίκη τους), είναι οι Λαοί της Θάλασσας. Αποσπάσματά τους έφθασαν στην Λιβύη και μαζί με τους Λίβυες (βλ. λήμματα Αιγύπτιοι, Μάξυες - σημ. ΔΕΕ) επετέθηκαν στο Δέλτα κατά των Αιγυπτίων επί του Φαραώ Μερνεφθά λίγο πριν του τέλους του 13ου αιώνος. Αργότερα, επί Ραμσή ΙΙΙ (το 1190 π.Χ.), εκινήθηκαν και άλλα αποσπάσματα των Λαών της Θάλασσας προς την Αίγυπτο. Τα πρώτα από αυτά με πλοία έφθασαν στο Δέλτα του Νείλου ανατολικά, αλλά καταναυμαχήθηκαν από το ναυτικό του Ραμσή, ενώ άλλα, προφανώς ισχυρότερα, εβάδισαν παραλιακά, έως ότου έφθασαν στην Χαναάν, όπου συνάντησαν τους Τεύκρους και τους Φιλισταίους, οι οποίοι ετέθηκαν επί κεφαλής όλων των λαών αυτών. Ο Ραμσής, όταν στις εκθέσεις του ομιλή για τα φύλα των εισβολέων, τα χαρακτηρίζει «Λαούς της Θάλασσας», αλλ’ όταν ομιλή για τους Φιλισταίους και τους Τεύκρους τους ονομάζει «αρχηγούς των εχθρικών συμμοριών». Ξεχωρίζει λοιπόν τους Φιλισταίους που προϋπήρχαν σ’ αυτόν τον χώρο, πριν έλθουν οι Λαοί της Θάλασσας, το 1190, κι’ έγιναν ηγέτες των, και όπως φαίνεται, το ίδιο συνέβηκε κατά δεύτερο λόγο με τους Τεύκρους…».
Με την παραπάνω ερμηνεία και παρουσίαση των γεγονότων θα πρέπει να σημειώσουμε ότι συμφωνούν και οι πλέον έγκυροι σύγχρονοι ερευνητές εκείνης της περιόδου. Παραθέτουμε τις απόψεις τους όπως εμφανίζονται στην παγκοσμίου κύρους και επιστημονικώς κορυφαία πολύτομη «Αρχαία Ιστορία» του Πανεπιστημίου Καίμπριτζ (C.A.H. Vol ΙΙ part 2, σελ. 375-376):
«…Τα αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι η μετανάστευση των Φιλισταίων στην Παλαιστίνη πραγματοποιήθηκε σε δύο ή ακόμη σε τρία στάδια. Πρώτα εμφανίζονται κάποιες εγκαταστάσεις που αντιπροσωπεύονται από τους τάφους στο Ντέϊρ-ελ-Μπαλάχ (Deir-el-Balah) και στο Μπεθ-σσάν (Beth-shan). Έπειτα, γύρω στο 1200 π.Χ. ακολουθεί μια περίοδος εισβολών και πυρπολήσεων, όπως π.χ. στην Μεγιδδώ (Megiddo) και στην Άζωτο (Ashdod). Γύρω στο 1200 π.Χ. χρονολογούνται επίσης τα ευρήματα ενός ιερού στο Ντέϊρ ‘Αλλά (Deir ‘Alla) πήλινων πινακίδων που φέρουν επιγραφές σε μια άγνωστη γραφή με εξαιρετικά αιγαιακή εμφάνιση […] Στην συνέχεια έρχεται το τρίτο στάδιο: οι μάχες στην Στεριά και στην Θάλασσα, ακολουθούμενες από τις τελικές εγκαταστάσεις στην Παλαιστίνη…».
Και παρακάτω: «…Ο Ραμσής ΙΙΙ ισχυρίζεται ότι κατενίκησε τους επιδρομείς και οι απόψεις (των ερευνητών) ότι ο ίδιος και οι διάδοχοί του εγκατέστησαν ομάδες Πελεσέτ/Φιλισταίων ως μισθοφορικές φρουρές στο Μπεθ-σσαν στην Παλαιστίνη αποδεικνύονται από τα ευρήματα εκεί με ταφές «Λαών της Θάλασσας». Επί πλέον φαίνεται ότι ο Ραμσής ΙΙΙ τους παρέδωσε τον έλεγχο των τεσσάρων πόλεων της Χαναάν, της Γάζας, της Ασκάλωνος, της Αζώτου και της Δωρ (Dor, στο βόρειο άκρο της Παλαιστίνης, στα σύνορα με την Φοινίκη - σημ. ΔΕΕ), την οποία παρέλαβαν οι Τζέκκερ, όπως εξ άλλου επιβεβαιώνει και η έκθεση του Βεν-Αμμών (βλ. παραπάνω - σημ. ΔΕΕ). Δύο επί πλέον πόλεις, η Γαθ/Γαδ και η Εκρών/Ακκαρών, πέρασαν στην κατοχή τους και μαζί με την Γάζα, την Ασκάλωνα και την Άζώτο απετέλεσαν την Συμπολιτεία των πέντε πόλεων (την Πεντάπολη) που διοικούσαν οι σερανίμ. Αναρωτιέται λοιπόν κάποιος εάν η νίκη του Φαραώ ήταν τόσο συντριπτική όσο ισχυρίζεται ή ήταν στην πραγματικότητα μια Πύρρειος νίκη…» (C.A.H. ό.π. σελ. 377-378).
Επανερχόμενοι στα σπουδαία ευρήματα του Ντέϊρ ‘Αλλά (Deir ‘Alla, κοντά στην ανατολική όχθη του Ιορδάνη) θεωρούμε απαραίτητη την παρουσίαση των σημαντικών στοιχείων που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη και τα οποία σχετίζονται άμεσα με τις εγκαταστάσεις των Φιλισταίων στην περιοχή:
«…Τα ευρήματα του Ντέϊρ ‘Αλλά είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτα, αν και δεν είναι εντελώς απροσδόκητα. Στο δάπεδο ενός ιερού που χρονολογήθηκε στα τέλη της Εποχής του Ορειχάλκου, γύρω στο 1200 π.Χ. ανακαλύφθηκε ένα σπασμένο ημισφαιρικό σκεύος (μπωλ) από φαγεντιανή με σκαλισμένο το όνομα της βασίλισσας Τεβοσρέτ ή Ταουζέρτ (Tewosret/Tausert, η χήρα του τελευταίου νόμιμου Φαραώ της 19ης Δυναστείας Σέθου ΙΙ), η οποία άσκησε την βασιλική εξουσία την τελευταία δεκαετία του 13ου αιώνα π.Χ. Στο ίδιο (ανασκαφικό) επίπεδο κατοίκησης, 8 μέτρα ανατολικά από το ιερό, βρέθηκαν το 1964 τρεις γραμμένες πινακίδες και μια αχρηστευμένη τέταρτη πινακίδα σε δύο δωμάτια που περιείχαν τον ίδιο τύπο κεραμικής. Παρ’ όλο που υποστηρίχθηκε ότι το ιερό καταστράφηκε από σεισμό, ανακοινώθηκε ότι ανακαλύφθηκε στο ίδιο στρώμα (ανασκαφής) φιλισταιϊκή κεραμική και σύμφωνα με τις πληροφορίες τοποθετήθηκε χρονολογικά αμέσως μετά από τις πινακίδες. Οι πινακίδες αυτές περιέχουν πάνω από 50 χαρακτήρες, ομαδοποιημένους σε 15 περίπου λέξεις που χωρίζονται από κάθετες γραμμές και ομοιάζουν με τις επιμηκισμένες πινακίδες των γραφών Μινωϊκής Γραμμικής Α και Γραμμικής Β. Ορισμένοι μάλιστα από τους χαρακτήρες ομοιάζουν στενά με τα σημεία της Μινωϊκής Γραμμικής Α γραφής, αν και είναι απλοποιημένοι και ελαττωμένοι σε αριθμό. Προφανώς έχουμε να κάνουμε με ένα καθαρά φωνητικό συλλαβάριο, ανάλογο με το Κυπριακό και εν μέρει με το Καρικό. Υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα οι πινακίδες αυτές να περιέχουν πολύ πρώϊμα φιλισταιϊκά κείμενα, παρ’ όλο που μπορεί να αντιπροσωπεύουν την γραφή κάποιου άλλου Λαού της Θάλασσας…» (C.A.H. ό.π. σελ. 510).
Παρακάτω αναφέρονται τα εξής ενδιαφέροντα σχετικά με την εγκατάσταση των Φιλισταίων στην Παλαιστίνη:
«…Οι Φιλισταίοι πήραν στην κατοχή τους την παραλιακή πεδιάδα από τα νότια της Γάζας μέχρι τα βόρεια της Ακκαρών. Νότια από αυτούς υπήρχε πιθανόν μια Κρητική αποικία, ενώ στα βόρεια της πεδιάδας Σαρών (Sharon) εγκαταστάθηκαν οι Τζέκκερ, όπως γνωρίζουμε από την έκθεση του Βεν-Αμμών. Άλλες ομάδες πιθανόν να εγκαταστάθηκαν στο νότιο τμήμα της πεδιάδας Σαρών (στην κοιλάδα ‘Auja και στην Ιόππη) και στην πεδιάδα της Άκρας (Ακκώ). Όλες αυτές οι περιοχές πέρασαν στον έλεγχο των Φιλισταίων πριν από το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα π.Χ.
Ο μεθοδικός τρόπος με τον οποίον οι Λαοί της Θάλασσας διαμοίρασαν τις ακτές της Παλαιστίνης είναι εμφανής ακόμη και σε μια πρόχειρη γεωγραφική ανάλυση αυτής της διαίρεσης. Οι ίδιοι οι Φιλισταίοι, ως η κυρίαρχη ομάδα στην συνομοσπονδία, κατέλαβαν την καλύτερη περιοχή. Αν και είχε μόνον 40 μίλια μήκος και πλάτος κατά μέσον όρο λίγο περισσότερο από 15 μίλια, η Πεντάπολη των Φιλισταίων είχε περίπου την ίδια έκταση με ολόκληρη την Αττική και επί πλέον το μεγαλύτερο τμήμα της ήταν καλλιεργήσιμο παράγοντας εξαιρετικές σοδιές σιτηρών σε κανονικές εποχές.
Βαθμιαία οι Φιλισταίοι απορρόφησαν και τους Κρητικούς γείτονές τους στα νότια και επεκτάθηκαν προς βορρά κυριαρχώντας στην πεδιάδα της Σσαρών. Η έκθεση του Βεν-Αμμών, των αρχών του 11ου αιώνα π.Χ. μας λέγει ότι οι Τζέκκερ κατείχαν τότε την Δωρ, η οποία πιθανόν περιελάμβανε όχι λιγότερη από 30 μίλια ακτή, αμέσως νότια του όρους Κάρμηλος. Αυτό το κομμάτι γης όμως ήταν τόσο πολύ στενότερο και λιγότερο κατάλληλο για γεωργία από την πεδιάδα των Φιλισταίων, ώστε δύσκολα κάποιος εκπλήσσεται μαθαίνοντας ότι Τζέκκερ ήσαν διαβόητοι πειρατές ακόμα και έναν αιώνα και περισσότερο από την αρχική εγκατάστασή τους στην περιοχή.
Μεταξύ αυτών των περιοχών εγκατάστασης υπάρχει μια στενότερη ζώνη γύρω από την Ιόππη και την Απολλωνία (Arsuf), μόνον 30 επί 15 μίλια σε έκταση, αλλά εκπληκτικά εύφορη και πλούσια σε νερά. Δεν γνωρίζουμε ποιος από τους Λαούς της Θάλασσας εγκαταστάθηκε εκεί αρχικά (όπως προαναφέραμε υποστηρίζεται πειστικότατα με πλούσια επιχειρηματολογία ότι εκεί εγκαταστάθηκαν οι Ντανούνα, οι οποίοι αργότερα μετασχηματίσθηκαν στην εβραϊκή φυλή του Δαν σύμφωνα με την Nancy K. Sandars: The Sea Peoples ό.π. σελ. 163-164 - σημ. ΔΕΕ), αλλά αργότερα πέρασε στον έλεγχο των Φιλισταίων. Επίσης αγνοούμε ποιος λαός εγκαταστάθηκε στην πλούσια πεδιάδα της Άκρας (Ακκώ), όπως και εάν κάποιος από αυτούς εγκαταστάθηκε ακόμη μακρύτερα βόρεια στις Συριακές ακτές…» (C.A.H. ό.π. σελ. 511-512)
Μερικά ακόμα από τα επιχειρήματα για την Κρητική καταγωγή των Φιλισταίων θεωρούμε ότι πρέπει να αναφερθούν για να ολοκληρωθεί η εικόνα.
Η Βιβλική παράδοση επιμένει ότι οι Φιλισταίοι ήλθαν από την Καφτώρ και τους συνδέει με τους Χερεθαίους (=Κρητικούς) θεωρώντας ότι και οι δύο λαοί σχετίζονται με την θάλασσα: «…Τάδε λέγει Κύριος: Θα εκτείνω την χείρα μου κατά των Φιλισταίων και θα αποκόψω τους Κρήτες και θα εξολοθρεύσω τον λαό των παραλίων μέχρι του τελευταίου…» (Ιεζεκιήλ, κε΄ 16). Οι Φιλισταίοι θεωρούνται ως κατάλοιπο της νήσου Καφτώρ: «…διότι ο Κύριος πρόκειται να καταστρέψει τους Φιλισταίους, το υπόλοιπον της νήσου Καφτώρ…» (Ιερεμίας, μζ΄ 4). Σε άλλο σημείο αναφέρεται σαφώς ότι οι Καφθορείμ (=Κρητικοί) που ήλθαν από την Καφθώρ εξεδίωξαν τους παλαιότερους κατοίκους, τους Ευαίους (Αυείμ στο πρωτότυπο) και εγκαταστάθηκαν στην Χαναάν: «…Ομοίως και τους Ευαίους, οι οποίοι έζων εις χωρία μέχρι Γάζης, εξολώθρευσαν οι Καφθορείμ, οι ελθόντες από την Καφθώρ και εγκαταστάθηκαν εις τον τόπον των…» (Δευτερονόμιον, β΄ 23). Τέλος υπάρχει και το χωρίο από τον προφήτη Σοφονία (β΄ 4-5), που αποτελεί ένα είδος επανάληψης του παραπάνω χωρίου του Ιεζεκιήλ και το οποίο αξίζει να παρατεθεί ολόκληρο:

«…Διότι η Γάζα θα εγκαταλειφθεί και η Ασκάλων θα ερημωθεί.
Την Άζωτον θα εκδιώξουν εν ώρα μεσημβρίας. Και η Ακκαρών θα εκριζωθεί.
Αλλοίμονον εις τους κατοίκους των παραλίων της θαλάσσης, εις το έθνος των Χερεθαίων.
Ο λόγος του Κυρίου είναι εναντίον σας, Χαναάν, γη των Φιλισταίων.
Και θα σε αφανίσω ώστε να μη υπάρχουν κάτοικοι…» (!!!)

Υπάρχει πάντως ένα αμφιλεγόμενο σημείο (Γένεσις, ι΄ 13-14) που στην βιβλική γενεαλογία παρουσιάζει τους Φιλισταίους (Φιλιστιείμ) και τους Κρήτες (Καφθοριείμ) ως απογόνους των Κασλουχείμ / Χασλουχείμ, των οποίων πατέρας (καθώς και άλλων λαών) ήταν ο Μισραΐμ (=Αίγυπτος) και του οποίου πατέρας, όπως και του Χαναάν ήταν ο Χαμ, ο μυθικός γενάρχης των Χαμιτικών λαών, ο γιος του Νώε. Σύγχρονοι ερευνητές ερμηνεύουν (βλ. The Sea Peoples ό.π. σελ. 165-166) αυτό το χωρίο είτε ως ανάμνηση της εγκατάστασης των Φιλισταίων από τους Αιγυπτίους στις φρουρές της Χαναάν είτε ως ανάμνηση της υποχώρησης μετά την ήττα από το Δέλτα του Νείλου και της τελικής εγκατάστασης στην Χαναάν. Ορισμένοι όμως συνδέουν αυτό το χωρίο με έναν μάλλον ανορθόδοξο τρόπο με ένα χωρίο του προφήτη Αμώς (θ΄ 7) επιχειρώντας να αποδείξουν ότι οι Φιλισταίοι ήσαν απλώς περαστικοί από την Κρήτη, όπως και οι Εβραίοι από την Αίγυπτο!
Το εν λόγω χωρίο αναφέρει: «…λέγει Κύριος: Μήπως δεν μετέφερα τον Ισραήλ εκ γης Αιγύπτου και τους Φιλισταίους από την Καφθώρ και τους Συρίους από την Κηρ;…». Υποστηρίζεται λοιπόν (βλ. The Sea Peoples ό.π. σελ. 165) ότι η σύνδεση Φιλισταίων και Ισραηλιτών δεν είναι τυχαία, αλλά εξυπονοείται ότι οι Φιλισταίοι δεν ήσαν γηγενείς της Κρήτης, όπως δεν ήσαν γηγενείς της Αιγύπτου και οι Εβραίοι και επομένως το πραγματικό του νόημα είναι ότι οι Φιλισταίοι έφθασαν στην Χαναάν απ’ ευθείας από την Καφτώρ, όπως και οι Ισραηλίτες απ’ ευθείας από την Αίγυπτο.
Θεωρούμε ότι το επιχείρημα είναι ιδιαίτερα σαθρό και στρέφεται τελικώς εναντίον εκείνων που υποστηρίζουν την δυτικομικρασιατική καταγωγή των Φιλισταίων. Και τούτο διότι θα ήταν όχι απλώς παράδοξο, αλλά και εντελώς εξωφρενικό οι Φιλισταίοι να αποφάσισαν να μεταναστεύσουν από την υποτιθέμενη πατρίδα τους στην δυτική Μ. Ασία, όχι δια ξηράς όπως αποδεδειγμένα έκαναν οι υπόλοιποι Λαοί της Θάλασσας, αλλά να μεταφερθούν ομαδικώς με τα πλοία τους στην Κρήτη (οπότε καταρρίπτεται και το επιχείρημα ότι οι Φιλισταίοι ήσαν στεριανοί και δεν είχαν σχέση με την θάλασσα) και από εκεί να μεταναστεύουν στην Χαναάν! Προφανώς λοιπόν δεν έφθασαν στην Κρήτη από την Μ. Ασία, αλλά (ακολουθώντας το νήμα και την λογική του παραπάνω επιχειρήματος) από μια άλλη γειτονική περιοχή, οπότε αναγκαστικά έπρεπε να χρησιμοποιήσουν ως ενδιάμεσο σταθμό την Κρήτη. Η μοναδική γειτονική περιοχή της Κρήτης που θα έκανε λογικοφανές το επιχείρημα του ενδιάμεσου σταθμού δεν είναι άλλη από την ηπειρωτική Ελλάδα και επομένως οι Φιλισταίοι ήσαν Έλληνες!
Περιέργως, το ίδιο ισχυρίζεται και ο γνωστός και μη εξαιρετέος συγγραφεύς του διαβόητου βιβλίου «Η Μαύρη Αθηνά» Μάρτιν Μπερνάλ, ο οποίος μάλιστα στον πρώτο τόμο του περιλαμβάνει και ένα Παράρτημα με τον τίτλο «Ήσαν οι Φιλισταίοι Έλληνες;», όπου υποστηρίζει με επιθετική επιχειρηματολογία ότι οι Φιλισταίοι ήσαν κατά κύριο λόγο Έλληνες (βλ. Martin Bernal: Black Athena Vol. Ι (1987) - Appendix σελ. 445-450, “Vintage Books” London 1991).
Πρέπει στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα της ταύτισης της Κρήτης με την βιβλική Καφτώρ/Καφθώρ, δεδομένου ότι στο παρελθόν είχε αμφισβητηθεί η ορθότητα αυτής της άποψης.
Σύμφωνα με την συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων ερευνητών θεωρείται πλέον απόλυτα διευκρινισμένη η χρήση του όρου Καφτώρ/Καφθώρ, ο οποίος προήλθε από τους Αιγυπτίους, που χρησιμοποιούσαν τον όρο Κέφτιου ή Κάφτου (Keftiu/Kaftu) ήδη από την 1η Ενδιάμεση Περίοδο (2150-2030 π.Χ.) αναφερόμενοι στην Κρήτη και στους Μινωΐτες ή γενικότερα στους λαούς του Αιγαίου, του Κυκλαδικού και Μινωϊκού πολιτισμού. Αργότερα, στην διάρκεια της 18ης Δυναστείας, στην Αίγυπτο και στην Μέση Ανατολή επικράτησε ο όρος Καφτώρ να χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ένας γενικευμένος προσδιορισμός για τον Κρητο-Μυκηναϊκό κόσμο.
Η οριστική ταύτιση πάντως πραγματοποιήθηκε με την ανακάλυψη μιας επιγραφής στην βάση ενός αγάλματος του Φαραώ Αμένωφι IΙΙ (Nebma’atre Amenhotep 1390-1353 π.Χ.), η οποία στην αρχή ενός καταλόγου με μια σειρά από τοποθεσίες της Κρήτης είχε την ονομασία Κέφτιου/Κάφτου. Είναι πάντως γεγονός ότι μετά την βασιλεία του Φαραώ Αμένωφι IV-Αχενατών (1352-1335 π.Χ.) ο όρος έπαυσε να χρησιμοποιείται και όπως έχει υποστηριχθεί αυτό συνέβη ως μια καθυστερημένη αναγνώριση του γεγονότος της κατάκτησης της Κρήτης γύρω στο 1450 π.Χ. από τους Αχαιούς (Μυκηναίους), για τους οποίους οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν άλλο όνομα. Πολύ αργότερα, στους Ελληνιστικούς χρόνους, ο όρος χρησιμοποιήθηκε στο Αιγυπτιακό βασίλειο των Πτολεμαίων ως ονομασία όχι πλέον της Κρήτης, αλλά της Φοινίκης, γεγονός που είχε προκαλέσει παλαιότερα αρκετή σύγχυση με αποτέλεσμα να υπάρξουν αμφισβητήσεις, όπως προαναφέραμε, για την ταύτιση Κέφτιου/Κάφτου=Κρήτη. Αντίστοιχος υπήρξε και ο όρος Καπτάρα (Kaptara) στην Ακκαδική γλώσσα, μια ονομασία της Κρήτης, που πιθανόν η χρήση του να ανάγεται στα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. και η οποία μεταδόθηκε και στις άλλες Σημιτικές γλώσσες. Προφανώς από αυτόν τον όρο προέκυψε και η Εβραϊκή ονομασία Καφτώρ.
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να διευκρινισθεί είναι και οι αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί για τους Φιλισταίους ότι δηλ. δεν ήσαν ένας θαλασσινός λαός, χαρακτηριστικό παράδειγμα των οποίων αποτελεί και η κατηγορηματική παρατήρηση του Γάλλου ερευνητή R. De Vaux που έχουμε αναφέρει παραπάνω. Στις περίφημες τοιχογραφίες όμως του ναού του Ραμσή ΙΙΙ στην τοποθεσία Μεντινέτ Αμπού (Medinet Habu), που ήδη έχουμε μνημονεύσει, υπάρχει μια εκπληκτική αναπαράσταση της ναυμαχίας μεταξύ του αιγυπτιακού στόλου και των πλοίων των Λαών της Θάλασσας.

Η αναπαράσταση της ναυμαχίας
από ανάγλυφο του Μεντινέτ Αμπού (Medinet Habu)
[κλικ επάνω στην εικόνα για μεγέθυνση]

Παραθέτουμε την περιγραφή και τα σχετικά σχόλια (βλ. C.A.H. ό.π. σελ. 373):
«…τα πλοία με τα οποία εμφανίζονται να πολεμούν οι Φιλισταίοι (βλ. Εικόνα-Επάνω τμήμα, κέντρο σ.σ.) εναντίον των Αιγυπτίων στην ναυμαχία ανήκουν σε έναν εντελώς ασυνήθιστο τύπο, κινούμενα μόνο με πανί και όχι με κουπιά, με ένα κεντρικό κατάρτι που φέρει στην κορυφή ένα παρατηρητήριο, με κυρτωμένη καρίνα, ανυψωμένη πρύμνη και πλώρη που καταλήγουν σε (διακοσμητική) κεφαλή πάπιας. Ένα παρόμοιο πλοίο αναπαριστάνεται σε ένα βάζο από την Σκύρο του Ύστερης Ελλαδικής ΙΙΙ περιόδου (περίπου 1400-1200 π.Χ. σ.σ.), καθώς και σε ένα βάζο από την Έγκωμη (της Κύπρου σ.σ.)…».
Είναι λοιπόν πέραν πάσης αμφιβολίας και αμφισβήτησης το γεγονός ότι οι Φιλισταίοι ήσαν ένας θαλασσινός λαός, αποτελούμενος στην πλειοψηφία του από προελληνικούς πληθυσμούς της Κρήτης και των γειτονικών νησιών, που εκδιώχθηκε ή μετανάστευσε οικειοθελώς μετά την κατάκτηση αυτών των περιοχών από τους Αχαιούς (Μυκηναίους), όπως προαναφέραμε. Πιθανότατα κατέφυγαν αρχικώς σε κάποια κοντινά νησιά (Κάρπαθος, Ρόδος) και σε παραλιακές περιοχές της δυτικής Μ. Ασίας. Από εκεί μετανάστευσαν και πάλι δια ξηράς από την παραλιακή οδό και κατευθύνθηκε προς την Χαναάν, μια περιοχή που γνώριζαν καλά οι θαλασσοπόροι Κρητικοί και όπου υπήρχε ήδη μια αποικία τους, όπως ήδη αναφέρθηκε. Την μετακίνηση του άμαχου πληθυσμού παρακολουθούσε μια ανάλογη παράλληλη μετακίνηση των πολεμιστών με τα πλοία τους σε κοντινή απόσταση, που λεηλατούσαν και ερήμωναν τα παράλια, αλλά ταυτόχρονα έπαιζαν και ρόλο ανιχνευτών (βλ. σχετικά Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 288). Έτσι οι Φιλισταίοι δια της Μικράς Ασίας έφθασαν με πλοία και με άμαξες στις ακτές της Συρίας και της Παλαιστίνης, γύρω στο 1320 π.Χ. πιθανώς λίγο πριν από την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο. Τα γεγονότα που ακολούθησαν τα έχουμε παρουσιάσει αναλυτικά παραπάνω.
Δύο ακόμη αξιόλογα στοιχεία πρέπει να αναφερθούν. Το πρώτο είναι ότι όταν πολύ αργότερα, γύρω στο 400 π.Χ. η Γάζα κυκλοφόρησε νομίσματα με φοινικικά γράμματα με την επιγραφή YHW (Γιαχβέ), ορισμένα άλλα έφεραν την επιγραφή MEINΩ που ορισμένοι συσχέτισαν με τον Μίνωα της Κρήτης. Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι η Γάζα υπήρξε η μοναδική πόλη ανατολικά της Αθήνας που τα νομίσματά της ακολούθησαν το Αττικό μετρικό σύστημα σε αντίθεση με τις άλλες περιοχές της Περσικής αυτοκρατορίας.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι σύμφωνα με το πολύτιμο Λεξικό του Στέφανου Βυζάντιου (Εθνικά): [η Γάζα] «…ἐκλήθη δέ καί Μίνῳα, ὃτι Μίνως σύν τοῖς ἀδελφοῖς Αἰακῷ και Ραδαμάνθυι ἰών ἐξ αὑτού ταύτην ἐκάλεσεν…». Στο ίδιο λήμμα αναφέρει ότι στην Γάζα λατρεύαν τον Κρηταίο Δία ως τοπική θεότητα με το όνομα «Μαρνά», που ερμηνεύεται ως «Κρηταγενής», διότι οι Κρήτες προσαγορεύουν «τας παρθένους, Μαρνάν», όπως διευκρινίζει.
Χαρακτηριστικά είναι και τα σχόλια του κορυφαίου ιστορικού της Ελληνιστικής περιόδου της Παλαιστίνης Victor Cherikover με αφορμή το γεγονός ότι εξελληνισμός της περιοχής υπήρξε ταχύτατος και πλήρης, παρά την πεισματώδη αντίσταση της Γάζας στον Μ. Αλέξανδρο: «…όλα αυτά υποδεικνύουν μια (έμφυτη) κλίση προς τον Ελληνικό Πολιτισμό…».
Οι Φιλισταίοι έχοντας συγχωνευθεί ήδη με τους τοπικούς πληθυσμούς θα ακολουθήσουν τις τύχες της Παλαιστίνης στην διάρκεια της Ρωμαϊκής περιόδου και της Βυζαντινής κυριαρχίας, που θα λήξει οριστικά με την κατάκτηση της περιοχής από τους Άραβες το 638 μ.Χ.

Από το λήμμα Φιλισταίοι του "Λεξικού των λαών του Αρχαίου Κόσμου"
του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη

Δεν υπάρχουν σχόλια: