Πίκτοι: Φύλο του απώτατου βορείου άκρου της Βρεταννίας, εντοπιζόμενο ειδικότερα στις ΒΑ περιοχές της σημερινής Σκωτίας. Παλαιότερα, η καταγωγή αυτού του μυστηριώδους λαού είχε καλυφθεί από ένα πλήθος μυθικών διηγήσεων και θρύλων και είχαν διατυπωθεί αρκετές (ανυπόστατες όπως αποδείχθηκε στην πλειοψηφία τους) θεωρίες, όπως και για την γλώσσα του, τα ήθη και τα έθιμά του, την προέλευσή του κ.λπ. Η νεώτερη έρευνα έχει ξεκαθαρίσει πολλά από αυτά τα αμφιλεγόμενα σημεία και σήμερα είμαστε σε θέση να έχουμε μια αρκετά σαφή εικόνα για τον λαό αυτόν.
Η αρχαιότερη αναφορά στους Πίκτους γίνεται στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. (297/298) και προέρχεται από τον Ρωμαίο συγγραφέα Ευμένιο (βλ. W.A. Cummins: The Age of the Picts, 1995 – σελ. 13, όπου μνημονεύεται αυτός ο ελληνικής καταγωγής ρήτορας του 3ου/4ου αιώνα μ.Χ. από το Αυγουστόδουνον της Γαλατίας-σημερ. Autun, γνωστός από τους πανηγυρικούς του προς τιμήν του Κωνστάντιου και του Μ. Κωνσταντίνου), ενώ στην ίδια περιοχή πριν από την εμφάνιση των Πίκτων μνημονεύονται οι Καληδόνιοι (Caledonii), τόσο από τον μεγάλο γεωγράφο του 2ου αιώνα μ.Χ. Κλαύδιο Πτολεμαίο, όσο και από τον σπουδαίο Ρωμαίο ιστορικό του 1ου/2ου αιώνα μ.Χ. Τάκιτο.
Χάρτης 1
Πικταβία: Η χώρα των Πίκτων
Υπενθυμίζουμε ότι η πρώτη προσπάθεια κατάκτησης της Βρεταννίας από τους Ρωμαίους έγινε από τον Ιούλιο Καίσαρα τον Αύγουστο του 55 π.Χ. και η δεύτερη την Άνοιξη του 54 π.Χ. χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα (βλ. σχετικά στο λήμμα Γαλάτες). Μετά από έναν αιώνα περίπου, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κλαύδιος (41-54 μ.Χ.) θα πραγματοποιήσει το 43 μ.Χ. μια επιτυχημένη εισβολή στην Βρεταννία και μετά από σκληρές και αιματηρές μάχες με τα φύλα της περιοχής θα επιτύχει να κατακτήσει ένα μεγάλο τμήμα της νήσου. Τα γεγονότα αυτά σημειώθηκαν μετά τον θάνατο του πανίσχυρου ηγεμόνα του κελτικού φύλου των Κατουελλάουνων (Catuvellauni), του περίφημου Κουνοβελίνου* (Cunobelinus), ο οποίος, στην διάρκεια της μακράς βασιλείας του, είχε συνενώσει κάτω από την ηγεσία του και αρκετά άλλα φύλα των περιοχών βορείως του ποταμού Τάμεση. Οι Ρωμαίοι, με την βοήθεια των ανυπέρβλητων πολιορκητικών τους μηχανών, θα καταλάβουν τελικώς και την έδρα του ηγεμόνα των Κατουελλάουνων, του γιου και διαδόχου του Κουνοβελίνου, του ηρωϊκού Καράτακου (Caratacus), στο οχυρό (=oppidum-οχυρωμένη τοποθεσία, συνήθως στην κορυφή κάποιου λόφου) του Καμουλόδουνου (Camulodunum, σημερ. Colchester στην ανατ. Αγγλία). Η άλωση του οχυρού θα γίνει με κάποια καθυστέρηση λόγω της αναμενόμενης άφιξης του αυτοκράτορα Κλαυδίου, ο οποίος θα διευθύνει προσωπικά τις επιχειρήσεις. Στο διάστημα αυτό όμως ο Καράτακος θα κατορθώσει να διαφύγει στην Ουαλλία όπου θα έχει την υποστήριξη των δύο σπουδαιότερων φύλων της περιοχής, των θηριωδών Σίλουρων (Silures) στα νότια και των Ορδοβίκων (Ordovices) στον Βορρά. Μετά την κατάληψή του το Καμουλόδουνον θα αποτελέσει την έδρα του Κυβερνήτη της νέας ρωμαϊκής Επαρχίας (Britannia Caesari).
_________________________
(*) Από την μορφή του Κουνοβελίνου (=το κυνηγόσκυλο του Βελίνου, Belinos/Belenus, ένας από τους παλαιότερους κελτικούς θεούς), εμπνεύστηκε ο Σαίξπηρ το γνωστό θεατρικό του έργο «Κυμβελίνος». Ήταν απόγονος του πρώτου γνωστού ηγεμόνα των Κατουελλάουνων, του Κασσιβελλάουνου (Cassivellaunus=o αγαπημένος του Βελίνου), σκληρού αντίπαλου του Ιουλίου Καίσαρα, που με τον επιτυχημένο ανταρτοπόλεμό του υπήρξε ο κύριος αίτιος της αποτυχίας των Ρωμαίων να κατακτήσουν τότε την Βρεταννία.
Από την Ουαλλία ο Καράτακος θα ηγηθεί της αντίστασης των κελτικών φύλων εναντίον της ρωμαϊκής κατοχής, αλλά οι δυνάμεις του θα συντριβούν και ο ίδιος θα καταφύγει το 51 μ.Χ. στους Βρίγαντες (Brigantes, ονομασία προερχόμενη από μια κελτική λέξη που σημαίνει άνθρωποι των λόφων), μια ισχυρή ομοσπονδία φύλων στην σημερινή βόρεια Αγγλία. Εκεί όμως η βασίλισσά τους Καρτιμάντουα (Cartimandua = στιλπνή φοραδίτσα), καταπατώντας κάθε νόμο και παράδοση φιλοξενίας, θα παραδώσει αλυσσοδεμένο τον Καράτακο στους Ρωμαίους (βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω στο Christopher A. Snyder: The Britons, 2003 σελ. 30-38). Με την σύλληψη του Καράτακου η αντίσταση των Βρεταννών ουσιαστικά έσβησε, καθώς οι Ρωμαίοι θα καταπνίξουν εύκολα και τις υπόλοιπες εστίες αναταραχής στην Ουαλλία.
Χάρτης 2
Τα κελτικά φύλα της Βρεταννίας (γύρω στο 50 μ.Χ)
Στην διάρκεια όμως της βασιλείας του αυτοκράτορα Νέρωνα (54-68 μ.Χ.) η Βρεταννία θα συγκλονιστεί από την εξέγερση (60/61 μ.Χ.) της περίφημης βασίλισσας των Ικενών (Iceni), της θρυλικής Βοαδίκειας (ή Βουδίκκας, Boadicea - Boudica / Boudicca**).
Η Βοαδίκεια, αφού εκμηδενίσει σε ενέδρα μια ολόκληρη ρωμαϊκή λεγεώνα και ισοπεδώσει τις ρωμαϊκές αποικίες στο προαναφερθέν Καμουλόδουνον (σημερ. Colchester, στην ΝΑ Αγγλία), στο Λονδίνιον (Londinium, σημερ. Λονδίνο) και στο Βερουλάμιον (Verulamium, σημερ. St. Albans) σφαγιάζοντας τους κατοίκους τους, θα υποστεί μια συντριπτική ήττα που θα εξελιχθεί σε πραγματική σφαγή από τους Ρωμαίους όχι μόνον των πολεμιστών αλλά και των γυναικοπαίδων που τους ακολουθούσαν. Σύμφωνα με τους Ρωμαίους ιστορικούς (Τάκιτος, Χρονικά 14.35 και Δίων Κάσσιος 62.6) το μεγαλύτερο μέρος των 100.000 Βρεταννών εξοντώθηκε, ενώ οι ρωμαϊκές απώλειες ήσαν λιγότεροι από 1000 στρατιώτες. Η Βοαδίκεια σύμφωνα με τον Τάκιτο θα αυτοκτονήσει παίρνοντας δηλητήριο για να αποφύγει την σύλληψη από τους Ρωμαίους.
_____________________________
(**) Το όνομα της Βοαδίκειας προήλθε από την θηλυκού γένους κελτική λέξη που σήμαινε «νίκη» = victory στην σύγχρονη Αγγλική γλώσσα, άρα Βικτωρία. Στην διάρκεια της Βικτωριανής εποχής αναδείχθηκε σε σύμβολο της τότε Βρεταννικής αυτοκρατορίας.
Το επόμενο στάδιο στην κατάκτηση της Βρεταννίας θα σημειωθεί στην διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Βεσπασιανού (69-79), ο οποίος είχε πολεμήσει ήδη στο νησί επικεφαλής μιας λεγεώνος επί Κλαυδίου. Ο Βεσπασιανός θα διορίσει το 77 ή 78 μ.Χ. κυβερνήτη της Βρεταννίας τον ένδοξο στρατηγό Ιούλιο Αγρίκολα (Gnaeus Julius Agricola), την κόρη του οποίου πήρε ως σύζυγο ο προαναφερθείς Ιστορικός Τάκιτος, ο οποίος στο βιογραφικό έργο του «Αγρίκολας» (De vita et moribus Iulii Agricolae), περιγράφει ιδιαίτερα επαινετικά τα πολεμικά κατορθώματα του πεθερού του στην εκστρατεία για την κατάκτηση της βόρειας Βρεταννίας που είχε παραμείνει μέχρι τότε ελεύθερη από τους Ρωμαίους. Οι περιγραφές του Τάκιτου που περιέχονται στο έργο του αυτό και οι σχετικές αναφορές του Δίου Κάσσιου (Ρωμαϊκή Ιστορία, 66. 20) είναι οι μόνες πηγές πληροφοριών που διαθέτουμε σήμερα για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγρίκολα και τις προσπάθειές του να υποτάξει τις επίφοβες φυλές του Βορρά. Στις αλλεπάλληλες εκστρατείες του που επαναλάμβανε κάθε χρόνο, αρχικά θα υποτάξει πλήρως την Ουαλλία όπου θα εξοντώσει σχεδόν ολοσχερώς τους Ορδοβίκες και στην συνέχεια θα μεταφέρει τον κύριο όγκο των δυνάμεών στην βόρεια Βρεταννία όπου θα σταθεροποιήσει την ρωμαϊκή κατοχή, εκδιώκοντας τα ανυπότακτα φύλα στον Βορρά. Τελικώς θα φθάσει μέχρι τον στενό ισθμό Φόρθ-Κλάϊντ (Firth of Forth - Firth of Clyde) στην σημερινή Σκωτία, όπου στην διάρκεια της πέμπτης εκστρατείας του θα εγκαταστήσει φρουρές στις ΝΔ ακτές της, με την προσδοκία μελλοντικής εισβολής στην απέναντι Ιρλανδία.
Το καλοκαίρι του 82 μ.Χ. ο Αγρίκολας θα επιχειρήσει να κατακτήσει και τις λίγες ελεύθερες περιοχές που είχαν απομείνει στον απώτατο Βορρά της Βρεταννίας. Εκεί όμως θα αντιμετωπίσει την λυσσαλέα αντίσταση των Καληδονίων, μιας ομοσπονδίας (πιθανότατα) φύλων της περιοχής. Τελικώς, στις αρχές της εκστρατευτικής περιόδου του έτους 83 μ.Χ. ο ικανός Ρωμαίος κυβερνήτης, συνοδευόμενος από νοτιοβρεταννικά συμμαχικά στρατεύματα, θα επιτύχει να παρασύρει μια στρατιά Καληδονίων από 30.000 πολεμιστές με επικεφαλής τον Κάλγακο (Calgacus) σε μάχη εκ παρατάξεως. Όπως ήταν φυσικό, οι Ρωμαίοι συνέτριψαν τους αντιπάλους τους, οι οποίοι θα χάσουν 10.000 άνδρες, σε αντίθεση με τους 360 μόνον νεκρούς Ρωμαίους (αν δεχθούμε τους αριθμούς που δίνει ο Τάκιτος).
Η μάχη έγινε σε μια τοποθεσία «…στο όρος Γκραούπιους (Mons Graupius)…», η ακριβής θέση της οποίας παραμένει άγνωστη αν και οι περισσότεροι ερευνητές την προσδιορίζουν στο βόρειο άκρο των σημερινών Γραμβιανών ορέων (Grampian mountains), που διασχίζουν την σημερινή βόρεια Σκωτία από ΝΔ προς ΒΑ (βλ. Christopher A. Snyder ό.π. σελ. 44-45 και παραπάνω Χάρτη 1). Ο Ιούλιος Αγρίκολας δεν κατεδίωξε τους Καληδόνιους, που επέστρεψαν στις ορεινές περιοχές τους στα Χάϊλαντς (Highlands) και έτσι δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ η ολοκληρωτική κατάκτηση της Βρεταννίας, αφού την επόμενη Άνοιξη του 84 μ.Χ. θα ανακληθεί στην Ρώμη (Τάκιτος, Ιστορίαι 1. 2).
Χάρτης 3
Τα διαδοχικά στάδια της ρωμαϊκής κατάκτησης
Τις επόμενες δεκαετίες οι Ρωμαίοι θα αναγκασθούν να υποχωρήσουν νοτιότερα και το 122 μ.Χ. με την ευκαιρία της επίσκεψης του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.) στην Βρεταννία, θα αρχίσει η ανέγερση του διάσημου πέτρινου Αδριάνειου Τείχους (Hadrian’s Wall) μεταξύ των εκβολών του ποταμού Σόλγουέϊ (Solway) στα δυτικά και της γέφυρας του ποταμού Τάϊν (Tyne) στα ανατολικά. Το Τείχος, μια ιδιαίτερα προσεγμένη κατασκευή με συνολικό μήκος 118 χλμ. θα ολοκληρωθεί σε διάστημα δέκα ετών περίπου. Παρέμεινε σχεδόν άθικτο επί αιώνες, ενώ σημαντικά κατάλοιπά του σώζονται ακόμα και σήμερα.
Ο διάδοχος του Αδριανού, ο αυτοκράτορας Αντωνίνος Πίος (Antoninus Pius, 138-161) σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τις επιδρομές των ανυπότακτων και επίφοβων φύλων του Βορρά θα διατάξει την κατασκευή ακόμη βορειότερα από το Αδριάνειο Τείχος, ενός νέου, χωμάτινου αυτήν την φορά Τείχους το 142/143 μ.Χ. που πήρε το όνομά του (Τείχος του Αντωνίνου-Antonine Wall), στον στενό ισθμό μεταξύ των εκβολών των ποταμών Φόρθ στα ανατολικά και Κλάϊντ στα δυτικά (Firth of Forth-Firth of Clyde), αλλά θα εγκαταλειφθεί δέκα χρόνια αργότερα όταν διαπιστώθηκε το μάταιον του εγχειρήματος. Οι πιέσεις όμως από τον Βορρά, αλλά και οι εξεγέρσεις των νοτιότερων φύλων θα συνεχισθούν με αποτέλεσμα να υπάρξει ανάγκη μεταφοράς ενισχύσεων από τα ρωμαϊκά στρατεύματα της Γερμανίας για την κατάπνιξη μιας εκτεταμένης εξέγερσης των Βριγάντων στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ.
Ο επόμενος Ρωμαίος αυτοκράτορας (και στωϊκός φιλόσοφος) Μάρκος Αυρήλιος (Marcus Aurelius, 161-180), θα υποχρεωθεί να μεταφέρει το 175 μ. Χ. ένα σώμα από 5.500 Ιάζυγες (=Φύλο των Σαρματών) κατάφρακτους ιππείς, από την Παννονία στην Βρεταννία, για να ενισχύσει τα ρωμαϊκά στρατεύματα (Δίων Κάσσιος 71. 16.2). Οι πολεμιστές αυτοί θα παραμείνουν στην χώρα και θα εγκατασταθούν αργότερα ως βετεράνοι στο Bremetenacum (σημερ. Ribchester).
Οι αναστατώσεις και οι εσωτερικές αναταραχές στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία που σημειώθηκαν μετά τον θάνατο του Μάρκου Αυρηλίου θα έχουν τον αντίκτυπό τους και στην Βρεταννία, ο κυβερνήτης της οποίας Αλμπίνος (Decimus Clodius Albinus) θα διεκδικήσει τον αυτοκρατορικό θρόνο το 196 διασχίζοντας την Μάγχη και αποβιβαζόμενος στην Γαλατία επικεφαλής ενός πολυάριθμου στρατού.
Ο νέος αυτοκράτορας, ο τελευταίος ικανός και επιτυχημένος στρατιωτικός ηγέτης της Ρώμης μέχρι την άνοδο στον θρόνο έναν αιώνα περίπου αργότερα (το 284) του Διοκλητιανού, ο Σεπτίμιος Σεβήρος (Septimius Severus, 193-211), θα παραχωρήσει αρχικά στον Αλμπίνο τον τίτλο του Καίσαρα, αλλά η συγκρουση μεταξύ τους ήταν αναπόφευκτη και το 197 ο Αλμπίνος θα πέσει στο πεδίο της μάχης (κοντά στην σημερινή πόλη της Λυών στην κεντρική Γαλλία). Με τον τρόπο αυτόν η Βρεταννία επανήλθε στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο Σεπτίμιος Σεβήρος θα ασχοληθεί ιδιαίτερα με την Βρεταννία και θα την διαιρέσει σε δύο Επαρχίες, την Κάτω Βρεταννία (Britannia Inferior, νότιες περιοχές) και την Άνω Βρεταννία (Britannia Superior, το βόρειο τμήμα της νήσου) τονίζοντας με αυτόν τον τρόπο την ανάγκη να υπάρξει διαφορετική αντιμετώπιση του προβληματικού Βορρά.
Γύρω στο 200 μ.Χ. η Ρωμαϊκή Βρεταννία απειλήθηκε σοβαρά από δύο συνασπισμούς φύλων, τους Καληδόνιους και τους Μαιάτες (Maeatae), τις οποίες μνημονεύει ο Δίων Κάσσιος (75. 5. 4), υποστηρίζοντας ότι τα ονόματα των άλλων φύλων συγχωνεύθηκαν σε αυτές τις δύο ονομασίες και αναφέρει ότι οι μεν Μαιάτες ζούσαν κοντά στο Αδριάνειο Τείχος, ενώ οι Καληδόνιοι στον Βορρά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από τις αναφορές αυτές προκύπτει ότι ο Δίων Κάσσιος υποννοούσε ότι αυτοί οι δύο συνασπισμοί ήσαν κάτι παραπάνω από κάποιες πρόσκαιρες συμμαχίες και ότι στην ουσία επρόκειτο για δυο διαφορετικές φυλές (βλ. W.A. Cummins: The Age of the Picts, 1995 σελ. 29).
Όλη αυτή η κατάσταση θα έχει ως αποτέλεσμα το 208 μ.Χ. ο ίδιος ο Σεπτίμιος Σεβήρος μαζί με τους γιους του Καρακάλλα και Γέτα να φθάσει στην Βρεταννία επικεφαλής σημαντικών ενισχύσεων και να εγκατασταθεί στην πόλη της Υόρκης (York, στην σημερινή ΒΑ Αγγλία, το ρωμαϊκό Εβόρακον - Eboracum), για να ηγηθεί προσωπικά των ρωμαϊκών εκστρατειών στον Βορρά, εφαρμόζοντας τις ίδιες τακτικές με τον Αγρίκολα (βλ. παραπάνω), αλλά δεν θα επιτύχει να παρασύρει τον εχθρό σε μάχη εκ παρατάξεως όπως ο Αγρίκολας. Πάντως θα καταφέρει να επιβάλει την ηρεμία στην περιοχή και να συνάψει μια προσωρινή συνθήκη ειρήνης. Το 210 μ.Χ. όμως θα σημειωθεί μια γενικευμένη εξέγερση όταν οι Καληδόνιοι θα συνενωθούν με τους Μαιάτες και θα αρχίσουν τις επιθέσεις εναντίον των ρωμαϊκών δυνάμεων. Ο Σεπτίμιος Σεβήρος φαίνεται ότι σχεδίαζε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο αντιποίνων με στόχο την πλήρη κατάληψη του βορείου τμήματος της Βρεταννίας, αλλά θα τον προλάβει ο θάνατος στην Υόρκη το 211. Τα σχέδια θα εγκαταλειφθούν και οι ταραγμένες δεκαετίες που ακολούθησαν θα έχουν ως αποτέλεσμα η Ρώμη να χάσει οριστικά κάθε ελπίδα για την κατάκτηση του Βορρά. Επί πλέον οι εκστρατείες του Σεπτίμιου Σεβήρου οδήγησαν στην δημιουργία επίφοβων συνασπισμών και συμμαχιών μεταξύ των φυλών του Βορρά, οι οποίες δεν ήταν πλέον εύκολο να ελεγχθούν και να αντιμετωπισθούν.
Αυτήν την εποχή οι Καληδόνιοι έχουν υποτάξει ήδη και τους Ορκάδες (Orcades), ένα κελτικό φύλο εγκατεστημένο στα ομώνυμα νησιά της ΒΑ Βρεταννίας, τα οποία ακόμη και σήμερα διατηρούν αυτήν την ονομασία (Ορκάδες Νήσοι, Orkney).
Τις επόμενες δεκαετίες και ενώ ο Βορράς θα εξακολουθήσει να παραμένει έξω από τα όρια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, στην Νότια Βρεταννία η διαδικασία του εκρωμαϊσμού θα επιταχυνθεί μετά τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. και την εφαρμογή του περίφημου «Διατάγματος του Καρακάλλα» (Constitutio Antoniana, 212 μ.Χ.) με το οποίο παραχωρήθηκε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Από τις αρχές όμως και μέχρι την προτελευταία δεκαετία περίπου του 3ου αιώνα π.Χ. η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία θα βρεθεί στην δίνη σοβαρότατων εξωτερικών κινδύνων (Σασσανίδες Πέρσες στην Ανατολή, Γότθοι και Φράγκοι στην Δύση) που σε συνδυασμό με μια σειρά ανίκανων αυτοκρατόρων θα την φέρουν στα πρόθυρα της διάλυσης. Ο αυτοκράτορας Δέκιος (Trajanus Decius, 249-251) θα πέσει στο πεδίο της μάχης (κοντά στην σημερινή Βάρνα της Βουλγαρίας) πολεμώντας τους Γότθους, ενώ το 260 ο συναυτοκράτορας Βαλεριανός θα αιχμαλωτισθεί από τον Πέρση (Σασσανίδη) αυτοκράτορα Σαπώρ Ι (Shapur, 241-272) κοντά στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας (σημερ. Urfa στην ΝΔ Τουρκία) και θα παραμείνει αιχμάλωτος μέχρι το τέλος της ζωής του, χωρίς ο γιος του, ο συναυτοκράτορας Γαλλιηνός (Gallienus, 260-268), να μπορέσει να τον απελευθερώσει.
Το 284 όμως στον θρόνο της αυτοκρατορίας θα ανέλθει ο Διοκλητιανός, ένας ικανός στρατιωτικός ταπεινής καταγωγής από την Δαλματία, ο οποίος θα εφαρμόσει ευρύτατες διοικητικές και στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις στο ρωμαϊκό κράτος. Θα αντικαταστήσει την Μοναρχία με ένα νέο σύστημα εξουσίας διαιρώντας (το 286) την αυτοκρατορία σε ένα Ανατολικό τμήμα, του οποίου την διακυβέρνηση ανέλαβε ο ίδιος με έδρα την Νικομήδεια της Βιθυνίας στην Μ. Ασία και σε ένα Δυτικό τμήμα όπου τοποθέτησε ως συναυτοκράτορα (Augustus) τον παλιό συμπολεμιστή του Μαξιμιανό, με έδρα το Μεδιόλανο (σημερ. Μιλάνο). Στην συνέχεια τα αυξανόμενα προβλήματα της αυτοκρατορίας θα τον υποχρεώσουν να τοποθετήσει από έναν βοηθό στον κάθε αυτοκράτορα με τον τίτλο του Καίσαρα (Caesar). Ως Καίσαρας της Ανατολής τοποθετήθηκε ο Γαλέριος με έδρα αρχικώς το Σίρμιον της Παννονίας (Sirmium, σημερ. Sremska Mitrovica στην Σερβία επί του παραπόταμου του Δούναβη Σαύου, περίπου 75 χλμ. δυτικά από το Βελιγράδι) και στην συνέχεια την Θεσσαλονίκη και στην Δύση ο Κωνστάντιος ο Χλωρός (ο πατέρας του Μ. Κωνσταντίνου) με έδρα την πόλη των Τρεβήρων (σημερ. Trier, βλ. παρακάτω) στην βόρεια Γαλατία. Με τον τρόπο αυτόν θα προκύψει ουσιαστικά μια Τετραρχία, ενώ η έδρα της Συγκλήτου παρέμεινε στην Ρώμη.
Στην Βρεταννία αυτό την περίοδο (από το 286), ένας Ρωμαίος αξιωματούχος, ο Καραύσιος (M. Mauseus Carausius), ναύαρχος του στόλου της Μάγχης (Classis Britannicus), είχε αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτορας. Παρά τις αρχικές τους επιτυχίες, οι δυνάμεις του Καραύσιου θα ηττηθούν από τον Καίσαρα Κωνστάντιο Χλωρό και ο Καραύσιος θα δολοφονηθεί, ενώ ο αντικαταστάτης του θα πέσει σε μια μάχη εναντίον των στρατηγών του Κωνστάντιου το 293. Ο Κωνστάντιος θα έλθει στην Βρεταννία το 296 και θα ασχοληθεί με την αναδιοργάνωση της χώρας εφαρμόζοντας τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού. Η Βρεταννία θα διαιρεθεί σε 4 επαρχίες (Britannia Prima, Britannia Secunda, Flavia Caesariensis και Maxima Caesariensis), κάθε μία με επικεφαλής έναν πολιτικό διοικητή, ο οποίος υπαγόταν στον Γενικό Διοικητή που είχε την έδρα του στο Λονδίνο και που με την σειρά του υπαγόταν στον Κυβερνήτη της Γαλατίας.
Η Βρεταννία έτσι θα παύσει να είναι αυτόνομη Επαρχία και η υπαγωγή της στην «Επαρχία της Γαλατίας» έκανε φανερό το γεγονός ότι από εδώ και πέρα οι τύχες της θα ήσαν αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα και τις εξελίξεις που θα συνέβαιναν στο ηπειρωτικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας πέρα από τα στενά της Μάγχης (βλ. σχετικά Christopher A. Snyder: The Britons, 2003 σελ. 57).
Το 305 ο Διοκλητιανός θα παραιτηθεί από τον αυτοκρατορικό θρόνο, όπως και ο Μαξιμιανός και οι δύο Καίσαρες θα ανακηρυχθούν αυτοκράτορες. Το 306 ο αυτοκράτορας πλέον Κωνστάντιος Ι θα επιστρέψει στην Βρεταννία, συνοδευόμενος από τον γιο του Κωνσταντίνο (τον μετέπειτα αυτοκράτορα) και θα ξεκινήσει μια εκστρατεία στον Βορρά όπου θα νικήσει τους Πίκτους.
Κατά την επιστροφή του, ο Κωνστάντιος Ι Χλωρός, θα αποβιώσει απρόσμενα μετά από μια σύντομη ασθένεια και θα ταφεί στην Υόρκη, ενώ το στράτευμα θα ανακηρύξει αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο, ο οποίος μετά από σκληρές συγκρούσεις με τους αντιπάλους του, θα αναδειχθεί τελικώς το 324 ο μοναδικός αυτοκράτωρ (Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας, 324-337), επιλέγοντας την τοποθεσία της αρχαίας πόλεως του Βυζαντίου όπου θα εγκαταστήσει την νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που θα πάρει το όνομά του (Κωνσταντινούπολη).
(Συνεχίζεται)
Από το λήμμα Πίκτοι του "Λεξικού των λαών του Αρχαίου Κόσμου" του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου