(*) Μπαίνω στον πειρασμό να καταγράψω, παρεμπιπτόντως, ένα εξωφρενικό περιστατικό από την εποχή της «αναμόρφωσης» της Κίνας, που το πληροφορήθηκα από την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα τηλεοπτική παρουσίαση των Σοβιετικών Αρχείων στην ΕΤ3: Σε μια προσπάθεια να καταπολεμηθούν τα ατέλειωτα σύννεφα από μύγες στην κινεζική ύπαιθρο, ο Μάο-Τσε-Τουγκ υποχρέωσε τους Κινέζους χωρικούς να παραδίδουν στα τοπικά γραφεία του Κόμματος, κάθε βράδυ, ένα κουτάκι, μέσα στο οποίο έπρεπε να υπάρχουν τουλάχιστον 10 σκοτωμένες μύγες!!!
Προφανώς η Γλωσσολογία δεν τους απασχολεί ως καθεαυτό επιστημονικό αντικείμενο, αλλά πάντοτε σε σχέση με την Ιστορία και την Προϊστορία, με τις οποίες την συνδέουν μέσα από έναν κυκεώνα φαιδρολογημάτων και αερολογιών, όπου ο κάθε κύριος Κακόμοιρος, επιδίδεται σε ένα όργιο ανοησιών και αυθαίρετων συμπερασμάτων που υποστηρίζονται με μια τέτοια σοβαροφάνεια, ώστε είναι πολύ εύκολο να πιστέψεις ότι ο άνθρωπος είναι έτοιμος να αποσπάσει το αμέσως επόμενο Βραβείο Νόμπελ (Ασχετοσύνης βέβαια και όχι Λογοτεχνίας όπως ασφαλώς θα επιθυμούσε).
Αυτού του είδους τις γλωσσικές και γλωσσολογικές ταχυδακτυλουργίες, τις κατατάσσω στην λεγόμενη «μη-συμβατική» Γλωσσολογία.
Η «μη-συμβατική» Γλωσσολογία είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος όπου αποχαλινώνονται πλήρως όλοι εκείνοι. που κατέχοντας μερικά κολυβογράμματα, πιστεύουν ότι είναι έτοιμοι να αποφανθούν για οτιδήποτε έχει σχέση με την ελληνική Γλώσσα και Γραφή επί των οποίων αυτοανακηρύσσονται ειδήμονες και παντογνώστες. Φυσικά τα αποτελέσματα είναι κατά κανόνα αξιοδάκρυτα, δεδομένου ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους κακομοίρηδες έχουν τέτοια βαθιά μεσάνυχτα που δεν μπορούν να αντιληφθούν την διαφορά μεταξύ Ομιλίας και Γραφής, δηλ. ότι ο προφορικός λόγος κάθε λαού, η ομιλία ή «γλωσσική πλήρωση / σήμανση» (linguistic performance) κατά Νόαμ Τσόμσκι (Noam Chomski) ή «φωνούμενος λόγος» (parole) σύμφωνα με τον μεγάλο Θεωρητικό της νεώτερης Γλωσσολογίας Φερδινάνδο ντε Σωσσύρ (Ferdinand de Saussure), δεν ταυτίζεται με την γραπτή αποτύπωσή του, δηλ. το χρησιμοποιούμενο σύστημα Γραφής, με το οποίο καταγράφεται η συγκεκριμένη Γλώσσα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της παχυλής αμάθειας και άγνοιας στα θέματα αυτά, αποτελεί γνωστός και μη εξαιρετέος πατριδοκάπηλος «δημοσιογράφος» της Βορείου Ελλάδος, που περιφέρεται σε διάφορα τηλεοπτικά κανάλια της επαρχίας και εκτοξεύει προς πάσα κατεύθυνση τα «μη-συμβατικά» μαργαριτάρια του στις έξαλλες εκπομπές του και ο οποίος, αναφερόμενος στην τρέχουσα (και αμφιλεγόμενη βέβαια) επιστημονική άποψη ότι η Ελληνική αλφαβητική γραφή δεν ήταν σε χρήση πριν από τον 8ο αιώνα π.Χ. επιτέθηκε εναντίον όλων αυτών που δέχονται αυτήν την θέση, με το εξής εκπληκτικό και ξεκαρδιστικό συνάμα επιχείρημα :
«Οι Έλληνες είχαν γραφή που χρονολογείται από χιλιετίες, όπως αποδεικνύουν (;) οι πινακίδες με γράμματα (;) του λιμναίου οικισμού του Δισπηλιού της Καστοριάς, που χρονολογούνται από το 6000 π.Χ. Εξ άλλου είναι δυνατόν οι Έλληνες, ο αρχαιότερος λαός του κόσμου (;), να μη διέθεταν γραφή; Πώς συνεννοούνταν μεταξύ τους, με χειρονομίες και νοήματα; (!!!).
Τα περί «γραφής του Δισπηλιού», που αναφέρονται συχνά-πυκνά από ένα συρφετό ασχέτων, νομίζω ότι δεν χρειάζονται σχολιασμό μια και ο ίδιος ο ανασκαφέας της περιοχής, καθηγητής Γ. Χουρμουζιάδης, αποφεύγει επιμελώς και συστηματικά (πολύ σωστά κατά την γνώμη μου) να αναφερθεί σε γραφή ή σύστημα γραφής και δηλώνει ότι το θέμα είναι πρόωρο και αυτά τα σύμβολα θέλουν περαιτέρω επεξεργασία και μελέτη.
Ένα αντίστοιχο «επιχείρημα» που ανακάλυψα, είναι και το παρακάτω αμίμητο:
«…αι γλωσσολογικαί παρατηρήσεις των ινδοευρωπαϊστών είναι λάθος, διότι συγκρίνουν ανισοχρόνους γλώσσας. Επί παραδείγματι κακώς οι ινδοευρωπαϊσταί συγκρίνουν την Ελληνικήν λέξιν πατήρ με το λατινικόν pater και το γερμανικόν Vater, διότι οι Έλληνες χρησιμοποιούν την λέξιν πατήρ από τον Όμηρον και πριν, ενώ οι Λατίνοι μετά το 500 π.Χ. και οι Γερμανοί στους νεώτερους χρόνους. Το αληθές και επιστημονικώς ορθόν είναι ότι το pater και το Vater προέρχονται από το Ελληνικόν πατήρ…» (σ.σ. !!!).
Εδώ ασφαλώς ταιριάζει να αναφωνήσουμε μαζί με τον προαναφερθέντα «ελληνόφρονα δημοσιογράφο» (για τον ακριβώς αντίθετο λόγο βέβαια): Και πώς αγαπητέ μας κύριε, «ειδικέ» της Γλωσσολογίας, συνεννοούνταν μεταξύ τους, (οι Λατίνοι ή οι Γερμανοί) με χειρονομίες και νοήματα; Πριν από το 500 π.Χ. που αποτυπώθηκε γραπτώς η λέξη pater, δεν την χρησιμοποιούσαν οι Λατίνοι;
Το μόνο σχόλιό μας για τέτοιου είδους και αυτού του επιπέδου γλωσσολογικές αναλύσεις δεν μπορεί να είναι άλλο από το περίφημο: O ! Sancta simplicitas! (*)
(*) Ώ! Αγία απλότης/απλοϊκότης = Φράση του Τσέχου μεταρρυθμιστή Ιωάννη Ούσσιου (Jan Hus, 1369-1415) που καταδικάστηκε σε θάνατο στην πυρά από την Καθολική Εκκλησία ως «αιρεσιάρχης». Λέγεται ότι την είπε όταν είδε μια γυναικούλα να φέρνει μερικά κλαδάκια και να τα προσθέτει ευλαβικά στον όγκο των ξύλων που είχαν προετοιμασθεί για την πυρά όπου επρόκειτο να καεί.
Θα πρέπει βέβαια να παραδεχθώ ότι το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ιθαγενές και αυτού του τύπου οι γλωσσολογικές «αναλύσεις» έχουν βεβαρημένο παρελθόν και σε βάθος χρόνου, αλλά και από τους πάμπολλους θιασώτες του είδους, κάθε ηλικίας και εθνικότητας. Οι Γερμανοί Ακαδημαϊκοί έχουν μάλιστα και μια συγκεκριμένη έκφραση για τις αφελείς και απλοϊκές αυτές «αναλύσεις» και τους επίδοξους αυτούς «γλωσσολόγους» που «ελαφρά τη καρδία» (και με ακόμη ελαφρότερο μυαλό θα έλεγα), παρασυρμένοι από κάποιες ηχητικές κυρίως ομοιότητες μεταξύ λέξεων διαφορετικών γλωσσών, καταλήγουν σε φαιδρά και ανυπόληπτα συμπεράσματα περί συγγενείας γλωσσών και διαλέκτων, τελείως ασχέτων μεταξύ τους και το σπουδαιότερο, σε συγγένειες και καταγωγές φυλών και λαών, που ούτε κατά φαντασία θα μπορούσαν να έχουν σχέση. Αυτές οι ηχητικές ομοιότητες αποκαλούνται “kling-klang ähnlichkeiten”, που περιγράφουν επακριβώς την κατάσταση.
Ένα από τα πλέον καταγέλαστα διεθνώς βιβλία, που η συγγραφή του στηρίχθηκε σε αυτού του είδους τις γλωσσολογικές «αναλύσεις», είναι ασφαλώς αυτό του απόστρατου Γάλλου Στρατηγού Henri Nicolas Frey, που κυκλοφόρησε το 1892, με τίτλο: «Ανναμιτική (=Βιετναμέζικη σ.σ.), η Μητέρα Γλώσσα: Η κοινή καταγωγή των Κελτικών, Σημιτικών, Σουδανικών και Ινδοκινεζικών Φυλών». Άλλα ομοειδή βιβλία «αποκαλύπτουν» την προέλευση της Ουγγαρέζικης γλώσσας από την Σουμεριακή (!), της Γλώσσας των Ίνκας από την Ελληνική (!!) και της Αλβανικής από την «Πελασγική» (!!!). Αξίζει τέλος να αναφέρουμε και το εξωφρενικό βιβλίο κάποιων Αμερικανών «συγγραφέων» (Hallet and Pelle: Pygmy Kitabu, 1973), οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ, στηριγμένοι σε κάποιες ελάχιστες ομόρριζες φαινομενικά λέξεις στο λεξιλόγιο των Πυγμαίων της κεντρικής Αφρικής, υποστηρίζουν ότι η γλώσσα των Πυγμαίων συγγενεύει με τις Σκανδιναβικές γλώσσες (Σουηδική, Δανέζικη, Νορβηγική, Ισλανδική)!
Για τα αντίστοιχα ελληνικά κατορθώματα και τις ιδεοπληξίες που τα συνοδεύουν θα ασχοληθούμε στο μεθεπόμενο Κεφάλαιο. Στο ίδιο Κεφάλαιο θα αναφερθούμε επίσης και στις ανυπόστατες θεωρίες και κατασκευασμένα ψευδο-γεγονότα που έχουν σχέση με την καταταλαιπωρημένη ελληνική γλώσσα, όπου απίθανοι φιλολογούντες και γλωσσολογούντες εμφανίζουν «έργα» και κείμενα τέτοιας αβάσταχτης ελαφρότητας, που αναρωτιέσαι αυθόρμητα μετά την κοπιώδη ανάγνωσή τους για την πνευματική ισορροπία των «συγγραφέων».
Κλείνοντας το Κεφάλαιο, αλλά όχι και το θέμα, θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να αναφερθούμε συνοπτικά στην Γλωσσολογία, έναν κλάδο που δυστυχώς είναι σχεδόν άγνωστος στον τόπο μας και στο ευρύ κοινό όντας περιορισμένος στα στενά πλαίσια κάποιων πανεπιστημιακών μαθημάτων στις φιλολογικές Σχολές.
Η Γλωσσολογία, αυτός ο τόσο ενδιαφέρων, αλλά εξ ίσου ταλαιπωρημένος από ευφάνταστους ερασιτέχνες επιστημονικός κλάδος, έχει πραγματοποιήσει εκπληκτική πρόοδο από τον 19ο αιώνα, όταν ουσιαστικά τέθηκαν τα θεμέλια της σύγχρονης Γλωσσολογίας, μέχρι σήμερα. Ειδικότερα, δύο τομείς της, η Συγκριτική Γλωσσολογία (Comparative Linguistics), που εξετάζει με τις σχέσεις συγγένειας μεταξύ διαφόρων γλωσσών και η Ιστορική Γλωσσολογία (Historical Linguistics), που μελετά τις μεταβολές που υφίσταται μια γλώσσα στο πέρασμα του χρόνου (Διαχρονία), έχουν να επιδείξουν εντυπωσιακά πράγματι αποτελέσματα. Έτσι, είμαστε σήμερα σε θέση να παρακολουθήσουμε όχι μόνον την πορεία μιας γλώσσας συνολικά στο πέρασμα των αιώνων, αλλά και μιας συγκεκριμένης λέξης, από την σημερινή της μορφή μέχρι το απώτερο παρελθόν. Μπορούμε μάλιστα να ανασυστήσουμε την προγονική μορφή της που είχε αρχικά με βάση συγκεκριμένους και αυστηρούς γλωσσολογικούς κανόνες και νόμους. Οι παλαιότεροι και ίσως πλέον γνωστοί από αυτούς τους νόμους της Γλωσσολογίας είναι ο νόμος του Grimm (1822) και ο νόμος του Verner (1875), που ερμηνεύουν τις φωνητικές αλλαγές μέσω των οποίων διαφοροποιήθηκαν βαθμιαία οι σημερινές θυγατρικές Αριοευρωπαϊκές (Ινδοευρωπαϊκές) γλώσσες από την αρχική αριοευρωπαϊκή πρωτογλώσσα (βλ. σχετικά στην ανάρτηση: Η μεθοδολογία της Ιστορικής Γλωσσολογίας) Ιστορική Γλωσσολογία (Μεθοδολογία).
Αυτό λοιπόν το «σπορ», που ιδιαίτερα τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα διάφοροι ερασιτέχνες επιδίδονταν μετά μανίας, δηλ. τα γλωσσολογικά «παιχνίδια εικασίας» (guessing games) με τις συγκρίσεις διαφόρων ομόηχων λέξεων από δύο ή περισσότερες γλώσσες και την εξαγωγή συμπερασμάτων για τις φυλετικές, ανθρωπολογικές, εθνολογικές και πολιτιστικές συγγένειες μεταξύ ασχέτων λαών, μόνον ως παραδοξότητες ή και γελοιότητες μπορούν να εκληφθούν στην σημερινή εποχή. Ας δώσουμε μερικά παραδείγματα : Η λέξη για τον οφθαλμό στην Νεοελληνική είναι μάτι και στην Μαλαϊκή (την γλώσσα των κατοίκων της Μαλαισίας και κάποιων γειτονικών περιοχών στην ΝΑ Ασία) είναι μάτα (mata). Το ρήμα τρώγω στην αρχαία Ελληνική ήταν εσθίω, στην Γερμανική έσσεν (essen) και στην διάλεκτο του Ριφ (Rif, Δυτ. Αλγερία) της βερβερικής γλώσσας είναι esh-εςς (ςς , σσ = παχύ σίγμα), ενώ η αρχαιοελληνική λέξη αίγα (κατσίκα) έχει το αντίστοιχό της στην βερβερική διάλεκτο Σσίλα (Shilha, Μαρόκο) όπου η αίγα-κατσίκα λέγεται άγιαντ (a-yad) - βλ. σχετικά James M. Anderson: Structural Aspects of Language Change, London 1973, σελ. 69.
Τέτοιες τυχαίες ηχητικές ομοιότητες λέξεων υπάρχουν μεταξύ όλων των γλωσσών του κόσμου και παύουν να είναι τυχαίες μόνον όταν η επιστημονική έρευνα, ακολουθώντας συγκεκριμένη μεθοδολογία και αυστηρούς γλωσσολογικούς κανόνες και Νόμους, αποδείξει ότι υπάρχει γλωσσική συγγένεια ή πιστοποιήσει ότι είναι απλώς γλωσσικά δάνεια (βλ. σχετικά στα Παραρτήματα – ιε΄ Ετυμολογικά και το εξαιρετικό βιβλίο του γλωσσολόγου Βασίλη Αργυρόπουλου Αρχαιολατρία και Γλώσσα.
Στην θέα ογκωδών «έργων» με θέμα π.χ. την Αλβανο-Πελασγική (sic !!!) γλώσσα με την οποία υποτίθεται ότι μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν μυστηριώδεις επιγραφές (ο Δίσκος της Φαιστού, η Στήλη της Λήμνου, χιττιτικές επιγραφές κ.λπ., κ.λπ.) με πιάνει απελπισία, αλλά και θλίψη, όταν αναλογίζομαι το τι ενεργητικότητα σπαταλήθηκε, πόσες ώρες μελέτης και συγγραφής πήγαν χαμένες, για να προκύψει τελικώς ένας τεράστιος τόμος, που εκτός από μια θέση στον χώρο των αξιοπερίεργων και εξ ίσου καταγέλαστων «πονημάτων», η μοναδική άλλη θέση που μπορεί να διεκδικήσει είναι, δυστυχώς, ο κάλαθος των αχρήστων…
Στο σημείο αυτό καλούμε τον αναγνώστη να μελετήσει το κείμενο στο τέλος του προαναφερθέντος βιβλίου (Παραρτήματα – β΄ Η μεθοδολογία της Ιστορικής Γλωσσολογίας) Ιστορική Γλωσσολογία (Μεθοδολογία) για να αντιληφθεί την συστηματική εργασία και μελέτη (φυσικά και τις ανάλογες γνώσεις) που απαιτεί μια απλή γλωσσολογική έρευνα και κυρίως την αυστηρή μεθοδολογία που απαιτείται να χρησιμοποιήσουν οι δεκάδες και εκατοντάδες επιστήμονες στον τομέα π.χ. της Ιστορικής (ουσιαστικά Ιστορικο-Συγκριτικής) Γλωσσολογίας, για να καταλήξουν σε επιστημονικώς αποδεκτά συμπεράσματα, τα οποία βεβαίως ο κάθε ημιμαθής «συγγραφεύς» ή βαρεμένος «ερευνητής» με απίθανη ευκολία απορρίπτει, χαρακτηρίζοντάς τα «προϊόντα συνωμοσίας», έργα «σκοτεινών κύκλων» ή δεν ξέρω τι άλλο, απλώς επειδή δεν συμφωνούν με τις ιδεοληψίες του ή τις παλαβομάρες του.
Όσο για την περίφημη «Λεξαριθμική θεωρία» (βλ. στα Παραρτήματα – ιζ΄ το ενδιαφέρον άρθρο του Γλωσσολόγου Βασίλη Αργυρόπουλου) πιστεύω ότι μόνον ένας διαταραγμένος εγκέφαλος θα επιδίδονταν στα σοβαρά με τέτοιου είδους ενασχολήσεις, που θυμίζουν τερτίπια που χρησιμοποιούν συνοικιακές καφετζούδες και χαρτορίχτρες προς άγραν πελατών. Η μέθοδος συνίσταται στην αντικατάσταση των γραμμάτων μιας λέξης με τους αντίστοιχους αρχαίους αριθμούς, π.χ. α = 1, β = 2, ρ = 100, κ = 800 κ.λπ. και υποτίθεται ότι έτσι αποκαλύπτονται μυστικά νοήματα και μηνύματα που υπάρχουν μέσα στις λέξεις (!), κάτι σαν τους μεσαιωνικούς Ιουδαίους «μελετητές» - οπαδούς της Καμπάλα, που προσπαθούσαν να αποκαλύψουν τα κρυμμένα νοήματα ανάμεσα στις λέξεις της Τορά (Torah = Πεντάτευχος).
Αστειότητες…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου