Η φρυγική μεταναστευτική ομάδα, που θα συνεχίσει την πορεία της προς τα ανατολικά, παράλληλα με τις θρακικές ακτές του Αιγαίου, θα συνενωθεί κατά τα φαινόμενα με τμήματα θρακικών φύλων και θα καταλήξει, όπως προαναφέραμε, στην περιοχή της Τρωάδος. Εκεί, ορισμένοι από τους εισβολείς, θα εγκατασταθούν στον χώρο της ένδοξης πόλης της Τροίας (βλ. λήμμα Τρώες), δημιουργώντας τον οικισμό που είναι γνωστός στην αρχαιολογική στρωματογραφία ως Τροία VΙΙb2 (1200/1190-1150/1130 π.Χ.).
Γόρδιον, 5ος αιώνας π.Χ.
Πενήντα χρόνια περίπου αργότερα, το έτος 1115 π.Χ. τα ασσυριακά στρατεύματα κάτω από την διοίκηση του νέου αυτοκράτορά τους, Τιγλάθ-Φαλασάρ Ι (Tiglath-pileser 1115-1077 π.Χ.), θα νικήσουν αποφασιστικά και θα ανακόψουν την επιδρομή μιας μεγάλης στρατιάς («20.000 άνδρες», αναφέρουν τα Αρχεία) Μούσκι σε μια θέση στην κοιλάδα του ποταμού Τίγρη, ΒΑ της ασσυριακής πρωτεύουσας Νινευΐ και θα συλληφθούν 6.000 αιχμάλωτοι, οι οποίοι θα μεταφερθούν πιθανόν στην ΒΑ Συρία (C.A.H. Vol. II part 2, σελ. 421 και 457-458).
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Στράβων μνημονεύει (ΙΑ΄ ΧΙV. 2) την ύπαρξη στην εποχή του (1ος αιώνας π.Χ.), κάποιων «…Μυγδόνων, γύρω από την Νίσιβη…» δηλ. στην ΒΑ Συρία, πιθανότατα (σύμφωνα με τους νεώτερους ερευνητές) απογόνων εκείνων των αιχμαλώτων, γεγονός που συνδέεται με αυτές τις επιδρομές των Μούσκι. Υπενθυμίζουμε ότι οι Μύγδονες, ήσαν ένα από τα φρυγικά φύλα, που ένα μέρος τους παρέμεινε στην Μακεδονία, ενώ οι υπόλοιποι συνέχισαν την μεταναστευτική τους πορεία με τα άλλα φρυγικά φύλα προς την ΒΔ Μ. Ασία, όπου και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ανατολικά της Τρωάδος, η οποία ονομάσθηκε Μυγδονία.
Χάρτης
Υποστηρίζεται πάντως, ότι την περίοδο των «Σκοτεινών Αιώνων», οι Φρύγες θα δημιουργήσουν ένα εκτεταμένο κράτος στην Μ. Ασία με την μορφή ομοσπονδίας διαφόρων λαών, που έφθανε μέχρι τα σύνορα της Αρχαίας Ασσυριακής αυτοκρατορίας. Στην ομοσπονδία αυτήν οι Φρύγες φαίνεται ότι εκπροσωπούσαν το δυτικό στοιχείο με την πρωτεύουσά τους στο Γόρδιον. Το ανατολικό «φρυγικό» στοιχείο εκπροσωπούσαν οι Μούσκι, με πρωτεύουσα την Μάζακα (η μετέπειτα Καισάρεια Μάζακα και σημερινό Kayseri της Καππαδοκίας) και το Νέο-χιττιτικό κρατίδιο του Ταμπάλ (Tabal), ανατολικότερα. Οι κάτοικοι αυτού του κρατιδίου αντιπροσώπευαν τα παλαιότερα Λουβικά στοιχεία της περιοχής βορείως της οροσειράς του Ταύρου, που επέζησαν μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Χετταίων (C.A.H. Vol. II part 2, σελ. 421-422).
Τους επόμενους αιώνες πληθαίνουν οι αναφορές στους Μούσκι και στον ηγεμόνα τους Μίτα), όχι μόνον από τις καταγραφές των Ασσυρίων, αλλά και από επιγραφές του πρώτου μισού του 8ου αιώνα π.Χ. στην λουβική ιερογλυφική γραφή (βλ. Λούβιοι), που χρησιμοποιούσαν τα Νεο-χιττιτικά κρατίδια με τα οποία είχαν σχέσεις οι Μούσκι (οι οποίοι αναφέρονται ως Mushka).
Οι Μούσκι είχαν επίσης σχέσεις και με το περίφημο Βασίλειο της Ουραρτού, όπως συμπεραίνουμε από άλλες πηγές, δεδομένου ότι η μόνη αναφορά στους Μούσκι προέρχεται από μία επιγραφή του 7ου αιώνα π.Χ. του βασιλιά της Ουραρτού, Ρούσα ΙΙ (685-645 π.Χ.).
Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι οι ονομασίες Φρύγες και Φρυγία είναι εντελώς άγνωστες στις καταγραφές των ανατολικών γειτόνων των «Μούσκι», γεγονός που παλαιότερα είχε προκαλέσει σύγχυση στους ερευνητές, δημιουργώντας την εντύπωση ότι πρόκειται για δυο διαφορετικούς λαούς.
Αυτοί είναι οι Φρύγες που θα γνωρίσουν οι Έλληνες των αποικιών της Μ. Ασίας και στους οποίους αναφέρεται ο Ηρόδοτος με την τραγική ιστορία του Άδραστου «…γιου του Γορδία, γιου του Μίδα…» (Α΄ 35-45).
Οι βασιλείς των Φρυγών φέρουν όλοι εναλλάξ τα (πιθανώς τελετουργικά) ονόματα Γόρδιος (ή Γορδίας στον Ηρόδοτο) και Μίδας, τα οποία δεν αποκλείεται να ήσαν δυναστικοί τίτλοι (βλ. Greek Myths, 83f).
Οι πληροφορίες πάντως των αρχαίων κειμένων για την μετανάστευση των φρυγικών και θρακικών φύλων στην ΒΔ Μ. Ασία, πριν από τον Τρωϊκό πόλεμο, ελέγχονται ως ανακριβείς. Έτσι, οι αναφορές του Ομήρου για τους Φρύγες που κατοικούσαν στον ποταμό Σαγγάριο (Ιλιάς, Π 717-719) και ήσαν σύμμαχοι των Τρώων (Β 862-863), θεωρούνται πλέον αναχρονισμοί και προϊόντα σύγχυσης και λανθασμένων πληροφοριών.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του θρακικού φύλου των Μοισών/Μυσών, οι οποίοι στον μεν Κατάλογο των συμμάχων του Πριάμου (Ιλιάς Β 858) φαίνεται ότι ζουν στην Μ. Ασία, παρακάτω (Ν 5) αναφέρεται ότι κατοικούν στην Θράκη.
Ο Ηρόδοτος αναφέρεται (Ζ΄ 73 και Η΄ 138) και στις παλαιότερες εγκαταστάσεις των Φρυγών στην Μακεδονία, στους περίφημους κήπους του βασιλιά τους Μίδα στο όρος Βέρμιον και διευκρινίζει ότι τότε ονομάζονταν Βρίγες (ή Βρύγες) και στην συνέχεια μετανάστευσαν στην Μ. Ασία. Μνημονεύει επίσης (Α΄ 14) τον βασιλικό θρόνο που καθόταν ο Μίδας όταν δίκαζε και τον οποίον αφιέρωσε στους Δελφούς.
Ο Αρριανός, αναφέρεται επίσης (Αλεξάνδρου Ανάβασις, Β΄ ΙΙΙ) στην επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Μ. Αλέξανδρος στην ακρόπολη του Γορδίου, όπου υπήρχε η άμαξα με τον περίφημο «Γόρδιο δεσμό» και που ο Αλέξανδρος Γ΄ έκοψε συμβολικά με το σπαθί του, για να εκπληρώσει τον χρησμό που έλεγε ότι αυτός που θα λύσει τον δεσμό θα γίνει κύριος της Ασίας.
Είναι γεγονός ότι ο Μίδας είχε εξάψει την φαντασία των Ελλήνων της εποχής του με τα θρυλούμενα ανεξάντλητα πλούτη του (που είχε αποκτήσει από την εκμετάλλευση των χρυσοφόρων κοιτασμάτων του ποταμού Πακτωλού, παραπόταμου του Έρμου), με αποτέλεσμα η ύπαρξή του να περάσει στην σφαίρα του μύθου και να δημιουργηθεί σωρεία παραδόσεων γύρω από το όνομά του, ώστε να συγχωνευθεί τελικώς η ανάμνηση του υπαρκτού προσώπου με μυθικές θεότητες και δαίμονες των δασών.
Είναι πάντως επιβεβαιωμένη ιστορικώς η ύπαρξη του τελευταίου Μίδα και η βασιλεία του τοποθετείται μεταξύ των ετών 738-695 π.Χ. Η παράδοση αναφέρει ότι η σύζυγός του ήταν η Ελληνίδα Δημοδίκη ή Ερμοδίκη, κόρη του ηγεμόνα της αιολικής Κύμης, Αγαμέμνονα.
Ο Μίδας, δεν είναι άλλος (όπως αποδείχθηκε), από τον Μίτα των Μούσκι των ασσυριακών αναφορών και έτσι μας είναι γνωστές οι δραστηριότητές του στις ανατολικές περιοχές της Μ. Ασίας. Μεταξύ των ετών 717-709 π.Χ. ο Μίδας σε συνεργασία με τους ηγεμόνες διαφόρων Νέο-χιττιτικών κρατιδίων της περιοχής θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην Ασσυρία.
Υποστηρίζεται ότι τα φρυγικά φύλα, οι Μούσκι, που είχαν εγκατασταθεί στην ανατολική Μ. Ασία στις περιοχές του άνω ρου του Ευφράτη από τα μέσα περίπου του 12ου αιώνα π.Χ., δεν είχαν σχέσεις με τους Δυτικούς Φρύγες μέχρι τον 9ο αιώνα π.Χ. Οι Μούσκι είχαν εγκατασταθεί και στο κεντρικό οροπέδιο της Μ. Ασίας, στην εσωτερική καμπή του ποταμού Άλυ, τον παλιό πυρήνα της αυτοκρατορίας των Χετταίων, όπου ήταν και η πρωτεύουσα, η περίφημη Χαττούσα. Ο Μίδας θα επεκτείνει το Βασίλειό του αρχικά στην περιοχή αυτήν και οι κάτοικοί του θα γίνουν υπήκοοι και σύμμαχοί του στην μετέπειτα επέκταση προς Ανατολάς, μέχρι την ασσυριακή επικράτεια.
Όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία, ο Μίδας θα αναγκασθεί να στείλει μια διπλωματική αποστολή στον Ασσύριο αυτοκράτορα Σαργών ΙΙ το 709 π.Χ. ζητώντας ειρήνη. Η λαίλαπα των Κιμμερίων, έχει επιπέσει στην Μ. Ασία και οι πληροφορίες για τις καταστροφές που προκαλούν στην Καππαδοκία και στις ανατολικές περιοχές της χώρας, ασφαλώς έχουν φθάσει στην αυλή του Μίδα, ο οποίος σπεύδει να οργανώσει την άμυνα του Βασιλείου του.
Oι Κιμμέριοι, το 696/695 π.Χ. θα εισβάλουν στην Φρυγία, λεηλατώντας και καταστρέφοντας την χώρα. Μέχρι το 670 π.Χ. οι Κιμμέριοι θα καταλύσουν το βασίλειο της Φρυγίας, έχοντας καταλάβει ήδη την πρωτεύουσα Γόρδιον, που κατέστρεψαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε η θέση θα παραμείνει ακατοίκητη για περισσότερο από έναν αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο βασιλεύς των Φρυγών Μίδας από την απελπισία του θα αυτοκτονήσει πίνοντας αίμα ταύρου (Στράβων, Α΄ ΙΙΙ.21). Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε τις ακριβείς συνθήκες και τον τρόπο που πέθανε ο Μίδας. Η διήγηση του Στράβωνος, σύμφωνα με τις νεώτερες απόψεις, θεωρείται μεταγενέστερη δραματοποίηση των γεγονότων από τους Έλληνες (C.A.H. Vol. III part 2, σελ. 634).
Η κατάλυση όμως του Φρυγικού Βασιλείου θα δώσει την δυνατότητα στους Λυδούς να αναδειχθούν στην νέα δύναμη της περιοχής και να ιδρύσουν το δικό τους Βασίλειο. Φαίνεται ότι την Φρυγία θα εξακολουθήσουν να κυβερνούν τοπικοί ηγεμόνες (C.A.H. Vol. II part 2, σελ. 646), τα ονόματα των οποίων αγνοούμε, ίσως φόρου υποτελείς στο Λυδικό Βασίλειο.
Το 546 π.Χ. οι Πέρσες θα κατακτήσουν την Λυδία, η οποία μαζί με την Φρυγία και την υπόλοιπη Μ. Ασία, θα περάσουν στην περσική κυριαρχία. Οι Πέρσες θα διαιρέσουν την Φρυγία σε Μεγάλη Φρυγία που περιελάμβανε τις περιοχές του εσωτερικού και σε Μικρά Φρυγία ή Ελλησποντική, που περιελάμβανε την περιοχή της Τρωάδος μέχρι τα παράλια του Ελλησπόντου.
Το 333 π.Χ. ο Μ. Αλέξανδρος θα ενοποιήσει την Φρυγία και θα την μετατρέψει σε σατραπεία με επικεφαλής τον Αντίγονο. Μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, οι Βιθυνοί θα αποσπάσουν ένα τμήμα της βόρειας Φρυγίας, ενώ το 275 π.Χ. τα κελτικά φύλα (Γαλάτες) που εισέβαλαν στην Μ. Ασία θα εγκατασταθούν σε ένα τμήμα της ανατολικής Φρυγίας που θα αποσπασθεί και στην συνέχεια θα γίνει ξεχωριστή επαρχία με το όνομα Γαλατία. Το 190 π.Χ. η Φρυγία έγινε τμήμα του Βασιλείου της Περγάμου, ο ηγεμών της οποίας Ευμένης Β΄ θα ανακαταλάβει το 188 π.Χ. το τμήμα που είχαν αποσπάσει οι Βιθυνοί και το οποίο από τότε θα ονομασθεί Επίκτητος Φρυγία.
Το 133 π.Χ. ολόκληρη η Φρυγία περιήλθε στους Ρωμαίους με την διαθήκη του τελευταίου ηγεμόνα της Περγάμου, Αττάλου Γ΄ και ενσωματώθηκε στην ρωμαϊκή επαρχία της Ασίας.
Στην διάρκεια της ρωμαιοκρατίας ο εξελληνισμός και η αφομοίωση των Φρυγών θα ολοκληρωθεί και θα παύσουν να εμφανίζονται ως ξεχωριστό φύλο.
Οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν (1950-1973) στην πρωτεύουσα της Φρυγίας Γόρδιον, στην Πόλη του Μίδα (Midas City, πιθανότατα το αρχαίο Μιδάειον) και σε άλλους φρυγικούς οικισμούς, μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια αρκετά καλή εικόνα για τον υλικό πολιτισμό των Φρυγών.
Η φρυγική κεραμική είναι χαρακτηριστική στα μονόχρωμα γκρίζα και μελανά αγγεία κατασκευασμένα με χρήση τροχού, που βρέθηκαν σε στρώματα της Εποχής του Σιδήρου, συνήθως πάνω από στρώματα της Χιττιτικής περιόδου. Η οχυρωματική τεχνική καθώς και η οικοδομική δεξιοτεχνία των Φρυγών θα φθάσει σε υψηλά επίπεδα τελειότητος. Το ίδιο ισχύει και για τις καλλιτεχνικές τους επιδόσεις στην μεταλλουργία, στην ξυλογλυπτική, καθώς και στην επεξεργασία του ελεφαντόδοντος.
Τέλος, η εξαιρετική ποιότητα των φρυγικών (κυρίως μάλλινων) υφασμάτων, όπως μας πληροφορούν οι αρχαίοι συγγραφείς, μαρτυρεί την σημαντική ανάπτυξη της υφαντουργίας αλλά και ότι το ποιοτικό επίπεδο της παραγωγής ήταν εκπληκτικά υψηλό. Εξ άλλου, οι λέβητες που απεκάλυψαν οι ανασκαφές σε φρυγικούς τάφους (όπως στον μεγάλο μνημειώδη τάφο στο Γόρδιο που είναι σχεδόν βέβαιο ότι πρόκειται για τον τάφο του Μίδα), με τις επικολλημένες χαρακτηριστικές διακοσμητικές κεφαλές ταύρων, φανερώνουν μεν την επίδραση των περίφημων μεταλλοτεχνιτών της Ουραρτού, αλλά υπάρχουν αρκετές διαφορές που υποδεικνύουν την ύπαρξη μιας ιδιαίτερα επιδέξιας τοπικής Σχολής στην επεξεργασία του ορείχαλκου. Άλλα μεταλλικά τεχνουργήματα αντανακλούν Ασσυριακές επιδράσεις, όμως μεταξύ ενός μεγάλου αριθμού ορειχάλκινων αντικειμένων που ήλθαν στο φως, ξεχωρίζουν για την τέχνη τους οι χαρακτηριστικές πόρπες που θεωρούνταν παραδοσιακά ως φρυγική επινόηση.
Η φρυγική γλώσσα μας είναι μερικώς γνωστή από ενδείξεις που υπάρχουν στον Ηρόδοτο και άλλους συγγραφείς, αλλά και από λέξεις που καταγράφηκαν στο πολυτιμότατο λεξικό του Αλεξανδρινού γραμματικού του 5ου μ.Χ. αιώνα, Ησύχιου. Η κύρια όμως πηγή των γνώσεών μας είναι ασφαλώς οι επιγραφές με φρυγικά κείμενα που έχουμε στην διάθεσή μας και οι οποίες εμπλουτίζονται κατά καιρούς με νέα ευρήματα.
Τα φρυγικά κείμενα διαιρούνται σε δυο μεγάλες κατηγορίες, που χωρίζονται μεταξύ τους από ένα τεράστιο χρονικό διάστημα, μισής περίπου χιλιετίας.
Τα παλαιότερα ή Παλαιο-Φρυγικά κείμενα, προέρχονται από μια ευρύτατη γεωγραφική περιοχή: Από την κυρίως Φρυγία και ιδιαίτερα από την πόλη του Μίδα (Midas City), από την Βιθυνία, από την ανατολική Φρυγία την Άγκυρα και το Γόρδιον, από την Γαλατία και την Πτερία (η παλιά πρωτεύουσα των Χετταίων, Χαττούσα), μέχρι την Καππαδοκία και τα Τύανα.
Χρονολογικά, τα κείμενα ανήκουν στο πρώτο μισό του 8ου αιώνα π.Χ. (750-720) τα παλαιότερα και φθάνουν μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. Είναι γραμμένα στην Παλαιο-Φρυγική γραφή που αποτελείται από 17 γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου, με δύο ακόμη γράμματα που τα συναντάμε στις δυτικές περιοχές, καθώς και δύο ακόμη σύμβολα άγνωστης προέλευσης. Χάρη στις εργασίες του Γάλλου γλωσσολόγου Michel Lejeune, αποδείχθηκε ότι το Φρυγικό αλφάβητο προήλθε από το Ελληνικό.
Μετά από ένα χάσμα πέντε περίπου αιώνων, επανεμφανίζονται φρυγικές επιγραφές στην περίοδο της ρωμαιοκρατίας, στον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ. γραμμένες στο Ελληνικό αλφάβητο εκείνης της εποχής. Η σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα, έχει αποδείξει ότι η Φρυγική γλώσσα είναι χωρίς αμφιβολία μέλος της Αριοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών.
Δυστυχώς, το περιορισμένο λεξιλόγιο που διαθέτουμε, η απουσία ή έστω η σπανιότητα εκτεταμένων κειμένων που θα μας αποκάλυπταν περισσότερα για την γραμματική και το συντακτικό, καθιστούν την Φρυγική μια ελάχιστα γνωστή γλώσσα. Από εδώ ξεκινούν και τα προβλήματα κατάταξής της μέσα στην οικογένεια των Αριοευρωπαϊκών γλωσσών. Παλαιότερα, πολλοί αναφέρονταν στην «Θρακοφρυγική» ομάδα ή κλάδο της Αριοευρωπαϊκής οικογένειας. Σήμερα αποδείχθηκε ότι η Θρακική και η Φρυγική ανήκουν σε δυο τελείως διαφορετικές ομάδες.
Υπενθυμίζουμε ότι η Αριοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών διακρίνεται σε δύο βασικές κατηγορίες, ανάλογα με την λέξη για τον αριθμό εκατό: Στις γλώσσες centum της Δυτικής ομάδας και τις γλώσσες satem της Ανατολικής ομάδας.
Η Φρυγική αποδείχθηκε ότι ανήκει όπως και η Ελληνική, στην Δυτική ομάδα centum, μαζί με τις Ιταλικές (αρχαίες: Λατινο-Φαλισκική, Οσκο-Ουμβρική, Πικεντική και σύγχρονες Ρωμανικές-Λατινογενείς: Ιταλική, Ισπανική, Γαλλική κ.λ.π.) και Τευτονικές (Γερμανική, Ολλανδική, Σκανδιναβικές) γλώσσες.
Αντίθετα, η Θρακική ανήκει στην Ανατολική ομάδα, στην λεγόμενη ομάδα satem, όπου κατατάσσονται επίσης οι Σλαβικές, οι Ιρανικές (Περσική, Κουρδική, Αφγανική) και οι Ινδικές γλώσσες (την προγονική Σανσκριτική και τις σύγχρονες Hindi, Bengali, Punjabi, Urdu κ.λ.π.).
Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του καθηγητή της Ελληνικής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων O. Masson, ο οποίος επισημαίνοντας τα πολλά κοινά γλωσσικά στοιχεία στην σύνταξη και στο λεξιλόγιο μεταξύ Φρυγικής και Ελληνικής γλώσσας, καταλήγει στο θεμελιώδες ερώτημα: «…Οι εκπληκτικές ομοιότητες αυτές, που μέχρι ένα σημείο δικαιολογούνται διότι ανάγονται στους στενούς προϊστορικούς δεσμούς μεταξύ των δύο γλωσσών, οφείλονται απλώς στο γεγονός ότι οι δύο λαοί συνοικούσαν επί αιώνες στον ίδιο γεωγραφικό χώρο ή στο γεγονός ότι Φρυγική και Ελληνική ανήκουν στον ίδιο κλάδο της Αριοευρωπαϊκής;». Κατά τον ίδιο επιστήμονα, με τον μελλοντικό εμπλουτισμό των γνώσεών μας για την Φρυγική, πιθανόν να καταλήξουμε κάποια μέρα να αναφερόμαστε στον «Ελληνο–Φρυγικό» κλάδο της Αριοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών (βλ. C.Α.Η. Vol. III part 2, σελ. 669).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου