Πολλοί αναγνώστες αυτής της στήλης αναρωτιούνται πιθανότατα για ποιόν λόγο δίνεται τόση σημασία στα καθημερινά περιστατικά του ευτελισμού και διαστρέβλωσης της γλώσσας μας. Στο κάτω-κάτω ο καθένας έχει το δικαίωμα να μιλάει όπως θέλει και ας κρίνουν οι άλλοι την ποιότητα του λόγου του. Από την στιγμή που μπορεί και επικοινωνεί άνετα με τους άλλους και γίνεται κατανοητός, ας κάνει και κάποια λάθη βρε αδελφέ, δεν χάθηκε ο κόσμος!
Διαφωνώ με αυτήν την επιχειρηματολογία, όχι τόσο επειδή γενικότερα με ενοχλούν τέτοιες «ωχαδερφιστικές» αντιμετωπίσεις, αλλά κυρίως διότι υπάρχει κάτι βαθύτερο, πίσω από αυτά τα φαινόμενα. Κάτι, που έχει να κάνει με μια σχολή σκέψης, η οποία, ξεκινώντας από μια σαθρή επιστημολογική αντίληψη για την γλώσσα, την λεγόμενη «εργαλειακή», υπερτονίζει τον επικοινωνιακό-δηλωτικό της χαρακτήρα (παραγνωρίζοντας ταυτόχρονα τον συστατικό-οργανωτικό) και την θεωρεί ως «…έκφραση ή ένδυμα της σκέψης και όχι ως τρόπο με τον οποίο η γλώσσα υπάρχει και τελείται…». Με άλλα λόγια: «…την αντιμετωπίζουν σαν όργανο του ανθρώπου και όχημα, και μοιραία τη θεωρούν διαμορφώσιμη κατά το δοκούν, περιστέλλοντας έτσι σε όργανο και τον ίδιο τον άνθρωπο. Όσο και αν φαίνεται απίστευτο, όλοι οι γλωσσικοί αγώνες μέχρι σήμερα στον τόπο μας, καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών, σε μια τέτοια μηχανιστική βάση ακούμπησαν…», όπως εύστοχα έχει επισημανθεί, ενώ παράλληλα έχει ασκηθεί κριτική εδώ και καιρό (βλ. Γ. Καλιόρη: Παρεμβάσεις ΙΙ – Αθήνα 1986, σελ. 137), σε όσους υποστηρίζουν αυτήν την εργαλειακή αντίληψη για την γλώσσα
Η γλώσσα μας λοιπόν, όπως και κάθε γλώσσα εξ άλλου, δεν είναι ένα απλό μέσο έκφρασης ή ένα απλό εργαλείο επικοινωνίας, ώστε να μας αφήνει αδιάφορους η κακοποίησή της από τα μαζικά μέσα επικοινωνίας, τα οποία την ευτελίζουν, αλλοιώνοντας έτσι το γλωσσικό αισθητήριο, κυρίως των νεαρότερων ηλικιών.
Παρακαλώ θερμά τους αναγνώστες να μελετήσουν προσεκτικά το παρακάτω κείμενο και στην συνέχεια ας προβληματιστούν για το θέμα:
«…(Η γλώσσα) οργανώνει τον κόσμο μέσα στην συνείδηση, υποβάλλοντάς τον σε ταξινόμηση λογική και εσωτερικεύοντας τα στοιχεία του. Δεν είναι απλώς τρόπος με τον οποίο η σκέψη εξωτερικεύεται και αντικειμενοποιείται, αλλά η ίδια της η δυνατότητα να υπάρχει και να τελείται, είναι “η άμεση πραγματικότητά της” κατά την έκφραση του Μαρξ, που την κάνει να μπορεί να σκέφτεται τον εαυτό της, να είναι δηλαδή σκέψη εσκεμμένη και έτσι να οδηγεί στην αυτοσυνείδηση. Καίριος τρόπος εκκοινωνισμού, η γλώσσα εγκαθιστά το άτομο στον κόσμο, θέτοντας τα πρώτα όρια ανάμεσά τους, και το συνιστά ως υποκείμενο, συνεπώς δεν είναι απλό όργανο ή μέσο που μαζί του ο άνθρωπος συνδέεται με σχέση εξωτερική ή αποστάσεως, κατά τον τύπο του έχω, αλλά τον χαρακτηρίζει στην ίδια του την ουσία.
Για έναν λαό η γλώσσα ενσαρκώνει τη βαθύτερη φυσιογνωμία του, αποτελεί σημείο όπου ανακεφαλαιώνονται κάθε φορά και συναιρούνται όλες οι στιγμές της προηγούμενης διαδρομής του, είναι απόσταγμα από μνήμες και καταβολές, που δένονται καίρια με το είναι του και τον βοηθούν να συνειδητοποιεί διάρκεια ιστορική και ιδιοπροσωπία και να καθορίζει το στίγμα του μέσα στον κόσμο.
Και βέβαια, η γλώσσα δεν είναι κάτι το αυτοτέλεστο, συνεπώς η ασθενικότητα ή η ευρωστία της είναι πρωτίστως ζήτημα πνευματικού πολιτισμού και ευρωστίας σημασιών που εδραιώνουν τη ζωή ενός λαού ως αυτοσήμαντη…
…Μ’ αυτόν τον τρόπο, η απαίτηση για διατήρηση και ανέβασμα της εκφραστικής δυνατότητος της γλώσσας, έστω και ανεξάρτητα από μιαν αναμόχλευση σε βάθος, μπορεί, ως συνεχής διάγνωση, αξίωση υπερβάσεως και θεραπεία συμπτωματική, να συγκρατήσει για ορισμένο διάστημα τα πράγματα, και να κρατήσει κατάλληλο και διαθέσιμο τον γλωσσικό ιστό για την ύφανση των μελλοντικών σημασιών που θα συνθέτουν την αιτιολογική αντιμετώπιση…».
(Γ. Καλιόρη: Παρεμβάσεις ΙΙ – Αθήνα 1986, σελ. 102-103. Οι υπογραμμίσεις δικές μου)
Κλείνοντας, θα ήθελα να υπενθυμίσω τόσο την περίφημη ρήση του φιλόσοφου Ludwig Wittgenstein ("Tractatus Logico-philosophicus"): The limits of my language mean the limits of my world (=Τα όρια της γλώσσας μου αποτελούν τα όρια του κόσμου μου), όσο και τα λόγια του μεγάλου ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη, που γράφει στο «Άξιον Εστί»:
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα πρώτα Δόξα σοι
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου…
ΤΟ …ΤΣΟΥΝΑΜΙ ΤΗΣ ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣΥΝΗΣ
Έγραφα σε προηγούμενο σημείωμα για μια λανθασμένη έκφραση, προϊόν αγραμματοσύνης, η οποία εξαπλώνεται συνεχώς και περισσότερο, χάρη στην αδιαφορία των υπευθύνων στα ΜΜΕ και κυρίως την τηλεόραση:
[…Ακούω ή διαβάζω τελευταίως την έκφραση «ανεξαρτήτου» (!), την οποία χρησιμοποιούν πολιτικοί και δημοσιογράφοι, ολοένα και συχνότερα, αντί του επιρρήματος «ανεξαρτήτως» ή «ανεξάρτητα από». Προφανέστατα, την θεωρούν φιλολαϊκή, προοδευτική και ίσως δείγμα αριστεροσύνης. Υποστηρίζω ότι πρόκειται απλώς για δείγμα αγραμματοσύνης…].
Είχα μάλιστα παραθέσει και σχετικό σκληρό σχόλιο γνωστού βιβλιοκριτικού, ο οποίος «έκραζε» και χαρακτήριζε όσους την χρησιμοποιούν ως άτομα χαμηλής μόρφωσης διότι, όπως σωστά υποστήριζε: «…Δεν υπάρχει ανεξάρτητη ηλικία, υπάρχουν καταστάσεις ανεξάρτητες από την ηλικία…».
Φαίνεται ότι αυτά είναι «ψιλά γράμματα» για κάποιους, με αποτέλεσμα το «κύμα της αγραμματοσύνης», όπως είχε παλαιότερα χαρακτηριστεί, να μετατρέπεται πλέον σε «τσουνάμι», με όλες τις καταστρεπτικές επιπτώσεις αυτού του φυσικού φαινομένου στο γλωσσικό μας αισθητήριο.
Γιατί επιμένω; Στην διάρκεια της αναμετάδοσης από την δήθεν σοβαρή και υπεύθυνη κρατική τηλεόραση (που την χρυσοπληρώνουμε όλοι μας) της κηδείας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, οι εκφωνητές και εκφωνήτριες ξεσάλωσαν κυριολεκτικά, αναφερόμενοι συνεχώς στα πλήθη κόσμου «ανεξαρτήτου» ηλικίας, που πήγαν να προσκυνήσουν ή ακολούθησαν την νεκρική πομπή!
Θα μου πείτε με τι ασχολούμαι τώρα! Και όμως… Πιστεύω ότι από αυτά, τα μικρά και ασήμαντα για κάποιους, πρέπει να αρχίσουμε, ώστε να έχουμε την απαίτηση στην συνέχεια να διορθωθούν τα μεγάλα και σοβαρά. Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι αυτός ο καταστροφικός κατήφορος της γλώσσας μας πρέπει κάποτε να σταματήσει για πολλούς και διαφόρους λόγους, η ανάλυση των οποίων εκφεύγει από τα πλαίσια αυτών των σημειωμάτων, μια και θα απαιτούσε μακροσκελέστατα κείμενα και σύγκλιση/σύνθεση περισσοτέρων απόψεων. Ένας από αυτούς τους λόγους είχε αναφερθεί στο προηγούμενο ακριβώς σημείωμα:
«…Μ’ αυτόν τον τρόπο, η απαίτηση για διατήρηση και ανέβασμα της εκφραστικής δυνατότητος της γλώσσας, μπορεί, ως συνεχής διάγνωση, αξίωση υπερβάσεως και θεραπεία συμπτωματική, να συγκρατήσει για ορισμένο διάστημα τα πράγματα, και να κρατήσει κατάλληλο και διαθέσιμο τον γλωσσικό ιστό για την ύφανση των μελλοντικών σημασιών που θα συνθέτουν την αιτιολογική αντιμετώπιση…».
ΣΥΜΠΕΡΑΙΝΟΥΜΕ Ή ΑΝΑΡΩΤΙΟΜΑΣΤΕ;
Παρακολουθούσα, πρόσφατα, μια εκπομπή στην κρατική ΕΤ3, όπου μια υποτιθέμενη σοβαρή δημοσιογράφος, η οποία ασχολείται με εξωτερικά θέματα και ειδήσεις, ξεφούρνισε το εξής φοβερό: «Στην Πολιτεία του Οχάϊο πολλές οργανώσεις ανέργων τάχθηκαν ανοικτά υπέρ της υποψηφιότητας της κας Κλίντον. Άραγε (sic) η Χίλαρυ Κλίντον θα έχει την στήριξη των ανέργων, κάτι που ανεβάζει τις πιθανότητές της τα να κερδίσει περισσότερους εκλέκτορες».
Υποστήριζα πάντοτε ότι τουλάχιστον στα κρατικά κανάλια, που τα ακριβοπληρώνει ο ελληνικός λαός, έπρεπε να υπάρχει μεγαλύτερη ευαισθησία στα γλωσσικά, μια και διαμορφώνουν το γλωσσικό αισθητήριο των τηλεθεατών, ιδιαίτερα των νεωτέρων, στους οποίους, το αποτυχημένο εκπαιδευτικό σύστημα, όχι μόνον δεν το καλλιεργεί, αλλά απεναντίας το υποβαθμίζει. Προφανώς, με την συνεχώς ογκούμενη αναξιοκρατία που επικρατεί παντού, είναι φυσικό να γίνονται τηλεπαρουσιαστές και δημοσιογράφοι όχι εκείνοι που μιλούν έστω υποφερτά ελληνικά, αλλά εκείνοι που έχουν «δόντι».
Τα λέγω αυτά διότι θεωρώ ότι είναι αδιανόητο για κάποιον, έστω και με μέτριο μορφωτικό επίπεδο, να μη μπορεί να χρησιμοποιήσει σωστά το ερωτηματικό «άραγε» μπερδεύοντάς το με το συμπερασματικό «άρα».
Επιμένω, γιατί συναντώ ολοένα και περισσότερα άτομα, συνήθως χαμηλής μόρφωσης, τα οποία χρησιμοποιούν παντού και πάντοτε το «άραγε», ακόμα και εκεί που έπρεπε να χρησιμοποιήσουν το «άρα». Πιθανολογώ ότι το «άραγε» τους φαίνεται πιο καθωσπρέπει ή κουλτουριάρικο και το «κοπανάν» σε κάθε ευκαιρία.
Υπενθυμίζω λοιπόν ότι το «άραγε» το χρησιμοποιούμε όταν αναρωτιόμαστε για κάτι και δεν είμαστε σίγουροι ή έχουμε αμφιβολίες:
– Άραγε (αναρωτιόμαστε) θα βρέξει σήμερα;
– Άραγε θα προλάβουμε το λεωφορείο;
– Άραγε θα μπουν οι Οικολόγοι στην Βουλή;
Αντίθετα, όταν είναι κάτι βέβαιο ή σχεδόν σίγουρο, τότε συμπεραίνουμε με το «άρα» και ποτέ με το «άραγε»:
– Αφού «υπέρ της κας Κλίντον τάχθηκαν πολλές οργανώσεις ανέργων» άρα (συμπεραίνουμε) θα έχει την στήριξή τους.
– Οι Τράπεζες αύριο θα είναι κλειστές. Άρα αποκλείεται να πληρωθώ.
– Ο Πέτρος είναι μεγαλύτερος από τον Τάκη τουλάχιστον 5 χρόνια. Άρα δεν υπάρχει περίπτωση να ήσαν συμμαθητές.
Προτείνω να βάλετε στις παραπάνω προτάσεις το «άραγε» και είμαι βέβαιος ότι θα γίνει αμέσως αντιληπτό το πόσο γελοίες ακούγονται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου