Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Η Θράκη επί Βυζαντινής αυτοκρατορίας (2)

Η ΘΡΑΚΗ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ

ΣΤΙΛΠΩΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ
(Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
Η Θράκη κατά τας πληροφορίας, τας οποίας μας δίδει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος εις το περί θεμάτων βιβλίον του, προ της οργανώσεως αυτής εις θέμα δεν είχε στρατηγόν, διότι υπήκουε απ’ ευθείας εις τον βασιλέα τα εν αυτή δηλονότι στρατεύματα απετέλουν μέρος του οψικίου του βασιλέως, δηλαδή των στρατευμάτων, τα οποία απετέλουν την ιδιαιτέραν αυτού συνοδείαν, εχρησιμοποιούντο δε και διά την άμυναν της Κωνσταντινουπόλεως. Ο κόμης του Οψικίου και υποστράτηγος Θράκης κατελέγετο μεταξύ των ανωτάτων αρχόντων του Παλατίου, υπογράφων ευθύς μετά τον μάγιστρον των οφφικίων, όστις ήτο είδός τι αρχηγού του στρατιωτικού οίκου του βασιλέως.
Η κατάστασις αύτη διήρκεσε μέχρι των χρόνων της εγκαταστάσεως εις την Μυσίαν, την μεταξύ δηλ. του Αίμου και του Ίστρου χώραν των Βουλγάρων. «Αφ’ ού δε», λέγει ο Πορφυρογέννητος, «τό θεομίσητον τών Βουλγάρων έθνος έπεραιώθη είς τόν Ίστρον ποταμόν, τότε καί αύτός βασιλεύς ηναγκάσθη διά τάς έπιδρομάς τών Σκυθών καί αύτών τών Βουλγάρων είς θέματος τάξιν άγαγείν αύτό καί στρατηγόν έν αύτώ χειροτονήσαι. Έγένετο δέ ή τών βαρβάρων περαίωσις έπί τόν Ίστρον ποταμόν είς τά τέλη τής βασιλείας Κωνσταντίνου τού Πωγωνάτου». Τα τέλη ταύτα είναι το έτος 679. Ώστε η οργάνωσις της Θράκης εις θέμα πρέπει να τεθή μετά το έτος τούτο. Πράγματι δ’ εκ του συνδυασμού διαφόρων πληροφοριών πειθόμεθα ότι η ίδρυσις του θέματος της Θράκης, πρέπει να έγινεν ή εις το έτος 687 ή, αν όχι ακριβώς εις αυτό, πάντως εις το μεταξύ 680 και 687 διάστημα. Το πρώτον τούτο θρακικόν θέμα εξετείνετο από του Νέστου μέχρι της περιοχής της Κωνσταντινουπόλεως, του τείχους δηλ. του Αναστασίου περί την σημερινήν Τσατάλτζαν, και από των παραλίων του Αιγαίου μέχρι των κορυφογραμμών του Αίμου. Ποία ήτο ακριβώς η πρωτεύουσά του δεν γνωρίζομεν. Πάντως θα ήτο μία των δύο σημαντικών και στρατιωτικώς επικαίρως κειμένων θρακικών πόλεων, είτε η Αδριανούπολις είτε η Αρκαδιούπολις πιθανώτερον ίσως η πρώτη.
Η κατάστασις αύτη διήρκεσεν επί ένα περίπου αιώνα, κατά τον οποίον αι επιδρομαί των Βουλγάρων απέβαινον επί μάλλον και μάλλον ενοχλητικώτεραι. Ο ηρωϊκός αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Ε΄, ο υπό των εικονοφίλων χρονογράφων αποκληθείς Κοπρώνυμος, συντρίβει επανειλημμένως τους Βουλγάρους, αλλ’ ολίγον μετά ταύτα επαναλαμβάνονται τα ίδια. Εν έτει μάλιστα 789 επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Στ΄ και της μητρός του Ειρήνης ο στρατηγός της Θράκης Φιλητός εκστρατεύσας κατά των Βουλγάρων, οι οποίοι είχον εισβάλει εις την περιοχήν του Στρυμόνος, και αφυλάκτως στρατοπεδεύσας υφίσταται αιφνιδιαστικήν προσβολήν, κατά την οποίαν και εφονεύθη. Το γεγονός τούτο εν συνδυασμώ πιθανώτατα και προς τας νίκας της Ειρήνης κατά Σλαβηνών συνετέλεσεν εις νέαν θεματικήν διαίρεσιν εν Ευρώπη, ήτις πιθανώτατα εγένετο είτε υπό της Ειρήνης είτε εν μέρει μεν υπ’ αυτής, εν μέρει δ’ υπό του διαδόχου αυτής Νικηφόρου του Α΄, του οποίου δυστυχώς οι κατά των Βουλγάρων αγώνες, κατ’ αρχάς τόσον ευτυχείς, απέληξεν εις το γνωστόν τραγικόν τέλος.
Κατά την διαίρεσιν ταύτην ιδρύεται το θέμα της Θεσσαλονίκης, η οποία έως τότε εξηκολούθει να έχη τον παλαιόν της Ύπαρχον του Ιλλυρικού, δυτικώτερον μεταξύ Στρυμόνος και Νέστου το θέμα του Στρυμόνος, ανατολικώτερον το μέγα θέμα της Θράκης κατατέμνεται εις δύο, εξ ων το μεν ανατολικώτερον με πρωτεύουσαν την Αρκαδιούπολιν λαμβάνει το όνομα της Θράκης, το δε δυτικώτερον με πρωτεύουσαν την Αδριανούπολιν λαμβάνει το όνομα της Μακεδονίας, το οποίον και διετήρησεν επί αιώνας. Η μετατόπισις αύτη του ονόματος της Μακεδονίας ανατολικώτερον εν συνδυασμώ προς το πρώτον συνθετικόν του ονόματος της Θεσσαλονίκης συνετέλεσεν εις την μετατόπισιν και του ονόματος της Θεσσαλίας βορειότερον και ανατολικώτερον, εις την περιοχήν δηλονότι της Θεσσαλονίκης. Ώστε έχομεν πλήρη των ονομάτων μετακίνησιν, την οποίαν πρέπει να έχουν υπ’ όψιν οι αναγινώσκοντες την Βυζαντινήν ιστορίαν και μάλιστα εκ των πηγών. Κατά ταύτα η ένδοξος και μικρά δυναστεία, η αριθμούσα μεταξύ των μελών αυτής τον Βασίλειον τον Α΄ τον Μακεδόνα και τον Βασίλειον τον Β΄ τον Βουλγαροκτόνον και γνωστή εν τη ιστορία ως Μακεδονική δυναστεία ουδεμίαν έχει σχέσιν προς την αρχαίαν και την σημερινήν Μακεδονίαν, αλλά προς το βυζαντινόν θέμα της Μακεδονίας και την πρωτεύουσαν αυτού, την Αδριανούπολιν, έκ τινος χωρίου της οποίας κατήγετο ο ιδρυτής αυτής Βασίλειος ο Α΄. Είναι δηλ. με την αρχαίαν και την σημερινήν των γεωγραφικών ονομάτων σημασίαν δυναστεία θρακική και όχι μακεδονική.
Η πτώσις της Κωνσταντινουπόλεως επέφερε την διάλυσιν του κράτους σχεδόν άνευ αντιστάσεως των επαρχιών. Αύται, αν εξαιρέσωμεν βέβαια την Νίκαιαν, όπου είχε καταφύγει ο Θεόδωρος ο Λάσκαρης, ο ιδρυτής του κράτους της Νικαίας, ως και την Ήπειρον, η μία μετά την άλλην υπεδέχοντο τους κατακτητάς άνευ σχεδόν διαμαρτυρίας. Κατά τας θλιβεράς ταύτας διά το έθνος στιγμάς μόνον η Θράκη εφύλαττεν ακμαίον ακόμη το παλαιόν στρατιωτικόν και ελεύθερον φρόνημα και εξηκολούθησε τον άπελπιν υπέρ της ελευθερίας αγώνα διασώζουσα την τιμήν των ελληνικών όπλων και της ελληνικής ανδρείας, πράγμα το οποίον κάμνει τον ιστορικόν Χωνιάτην ν’ αναφωνήση. « Άλλ’ οί μέν Λατίνοι τής Ασίας άναχωρήσαντες τήν Θράκην έκοπτον, μόνην άναρριπούσαν τόν υπέρ έλευθερίας Ρωμαίων κίνδυνον. Οί δέ ήμέτεροι στρατηγοί του έκ σφών κινδύνου παρά δόξαν άνεθέντες ουδέν ήσαν ουδαμού, ούτε μήν σωτήριόν τι καί φυλακτήριον έαυτοίς καί τοίς φυλέταις μετήλθοσαν».

Διαίρεση θεμάτων επί Νικηφόρου Α΄
(αρχές 9ου αιώνα)
Τις ο λόγος της διαιρέσεως του αρχικού θέματος της Θράκης εις τα δύο μνημονευθέντα θέματα δεν είναι δύσκολον να εννοήσωμεν, εάν λάβωμεν υπ’ όψιν τας στρατιωτικάς ανάγκας των χρόνων εκείνων, καθώς και την γεωγραφίαν της Θράκης. Είπομεν ότι η θεματική διαίρεσις σκοπόν είχε την δημιουργίαν ευκινήτων τοπικών μονάδων, αι οποίαι εις εκάστην στιγμήν να είναι έτοιμαι προς απόκρουσιν των επιδρομέων. Αι μονάδες αύται, λαμβανομένης μάλιστα υπ’ όψιν της επί τη βάσει του γεωργικού πληθυσμού συγκροτήσεως αυτών, αλλά και του σχετικώς περιωρισμένου πλήθους των επιδρομέων, ούτε ηδύναντο, αλλ’ ούτε και ήτο ανάγκη να είναι πολυάνθρωποι. Και 10.000 άνδρες κατά θέμα ήσαν αρκετοί διά την προστασίαν αυτού από την επιδρομέων. Διά τούτο και παρατηρείται γενικώς εις το Βυζάντιον η βαθμιαία κατάτμησις των μεγαλυτέρων εις μικρότερα, σύμμετρα προς τας ανάγκας, θέματα. Το θέμα της Θράκης ήτο πολύ μέγα και δυσκίνητον και έπρεπε να κατατμηθή. Η δε κατάτμησις αυτού φαίνεται μεν ότι ηκολούθησε την παλαιάν διαίρεσιν μεταξύ Ευρώπης και Αιμιμόντου και Ροδόπης, πράγματι όμως έγινεν επί τη βάσει των γεωγραφικών όρων, καθ’ όσον η μεν Αδριανούπολις επροστάτευε τας κεντρικάς και δυτικωτέρας του Αίμου διαβάσεις, η δε Αρκαδιούπολις τας ανατολικωτέρας. Και το μεν θέμα της Θράκης με πρωτεύουσαν την Αρκαδιούπολιν περιελάμβανε την προς τον Εύξεινον χώραν και μέρος μόνον της Προποντίδος, το δε θέμα της Μακεδονίας με πρωτεύουσαν την Αδριανούπολιν περιελάμβανεν ολόκληρον την Ανατολικήν Ρωμυλίαν πλην της παραλίας και το παρά τον Έβρον και τον Ελλήσποντον μέρος της Θράκης μέχρι των στενών της Μάκρης. Η δυτικώς της πολίχνης ταύτης χώρα, η περιοχή δηλ. της Κομοτινής και Ξάνθης, υπό το όνομα Βολερόν προσετέθη εις το θέμα του Στρυμόνος, το οποίον περιωρίζετο βορείως μεν υπό των διακλαδώσεων της Ροδόπης, νοτίως υπό της θαλάσσης και δυτικώς υπό του Στρυμόνος. Μετά την διαίρεσιν ταύτην και ένεκα των διηνεκών και σκληρών προς τους Βουλγάρους αγώνων η Αδριανούπολις αποβαίνει σπουδαιότατον στρατιωτικόν κέντρον και προπύργιον του Ελληνισμού. Η δ’ εξ αυτής καταγωγή της Μακεδονικής δυναστείας συνετέλεσεν όπως ήτο επόμενον εις την επαύξησιν του γοήτρου της πόλεως και τον πολλαπλασιασμόν των στρατιωτικών αυτής οικογενειών, αι οποίαι λαμβάνουν ενεργότατον μέρος εις την διοίκησιν του Βυζαντίου, σχηματίσασαι ιδίαν, ούτως ειπείν, στρατιωτικήν αριστοκρατίαν, αντίστοιχον προς την των Αρμενιάκων και Καππαδοκών, η οποία μετά το τέλος της μακεδονικής δυναστείας επανειλημμένως διεξεδίκησε τον θρόνον. Είναι χαρακτηριστικά όσα λέγει περί αυτής ο Μιχαήλ ο Ψελλός αφηγούμενος τα της επιχειρήσεως του Τορνικίου προς αφαίρεσιν της αρχής από των χειρών του Κωνσταντίνου του Μονομάχου. Ο Ψελλός ομιλεί ρητώς περί μακεδονικής μερίδος. Οι αποτελούντες αυτήν αγέρωχοι και μεγάλαυχοι στρατιωτικοί, την Αδριανούπολιν κατά το πλείστον αρχαιόθεν οικούντες, άνδρες ως λέγει επί λέξει, "δεινοί τάς γνώμας καί τήν γλώτταν άντίστροφον ταίς ένθυμήσεσιν έχοντες, βουλεύσασθαί τι τών άτόπων έτοιμότατοι καί καταπράξεσθαι δραστικώτατοι κρύψαι τε λογισμούς άκριβέστατοι καί τάς πρός αλλήλους ομολογίας πιστότατοι δι’ όργής είχον τόν αυτοκράτορα καί έδυσχέραινον τήν προεδρίαν αυτού βουλόμενοι στρατιώτην ιδείν αυτοκράτορα, σφών τε προκινδυνευόντα καί τάς έπιδρομάς τών βαρβάρων άπείργοντα". Διά τούτο και προθυμότατα προήλθον προς τον Τορνίκιον, δεικνύοντα ήθους στερρότητα και μακεδονικήν και αυτόν μεγαλαυχίαν ερυγγάνοντα. Τοιαύτα στρατιωτικά μακεδονικά γένη, πολλάς παρασχόντα εις τους αγώνας του Βυζαντίου υπηρεσίας, αναφέρει πολλά η ιστορία ως λ.χ. τους Βρυεννίους, τους Βρανάδες, τους Ταρχανειώτας και πλείστα άλλα, προς τα οποία οι εν Κωνσταντινουπόλει δυναστεύοντες πολλάκις συνήπτων επιγαμίας, ίνα έχωσι την υποστήριξίν των και μη ενοχλώνται υπ’ αυτών. Ούτω π.χ. ο Αλέξιος ο Κομνηνός, του οποίου και αυτού η απωτέρα καταγωγή ήτο εξ Αδριανουπόλεως, ενύμφευσε την θυγατέρα αυτού, την γνωστήν ιστοριογράφον Άνναν την Κομνηνήν προς τον απόγονον των Βρυεννίων, τον οποίον και ανεβίβασεν εις το αξίωμα του καίσαρος.
Κατά τους μακρούς του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου κατά των Βουλγάρων αγώνας η Αδριανούπολις μετά της Φιλιππουπόλεως, της Μοσινουπόλεως και της Θεσσαλονίκης υπήρξαν τα ορμητήρια αυτού, μετά δε το ευτυχές πέρας αυτών ο νικητής βασιλεύς εις την Αδριανούπολιν εδέχθη εις υποταγήν τους τεταπεινωμένους τοπάρχας του Σαμουήλ. Κατόπιν της απαλλαγής από του βουλγαρικού κινδύνου των παλαιών επαρχιών και της προσθήκης πολλών νέων χωρών, πιθανώτατα ο ίδιος ο Βουλγαροκτόνος επεχείρησε νέαν των θεμάτων κατανομήν, η οποία και εκράτησε μέχρι των χρόνων του Αλεξίου του Α΄ του Κομνηνού. Κατ’ αυτήν αποκόπτονται από του θέματος της Μακεδονίας όλη η περί την Φιλιππούπολιν χώρα, η οποία και αποτελεί νέον θέμα, το θέμα Φιλιππουπόλεως, Βερόης, Μόρας και Αχριδών, επειδή δε το υπόλοιπον ήτο πολύ μικρόν διά να αποτελέση ίδιον θέμα, ενούται εις εν μετά του θέματος της Θράκης και αποτελεί το θέμα Θράκης και Μακεδονίας, ενώ ταυτοχρόνως το Βολερόν, το οποίον ήτο συνηνωμένον πρότερον μετά του θέματος του Στρυμόνος, ενούται τώρα και με το θέμα Θεσσαλονίκης και αποτελείται ούτω το θέμα Βολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης.
Η διαίρεσις αύτη εκράτησε μέχρι των χρόνων του Αλεξίου του Α΄ όστις ηναγκάσθη εκ των πραγμάτων να μεταβάλη αυτήν. Ποία δε ήσαν τα πράγματα ταύτα γνωρίζομεν εκ της ιστορίας. Διά των νικών του Βουλγαροκτόνου είχον απαλλαγή βεβαίως οι Έλληνες από του βουλγαρικού κινδύνου, αλλ’ ολίγας δεκαετηρίδας μετά τον θάνατον του σιδηρού αυτοκράτορος νέοι εχθροί περιέζωσαν το Βυζάντιον. Εις την Ανατολήν οι Σελτζούκοι Τούρκοι εγκαθίστανται εις την Μ. Ασίαν και ιδρύουν το Κράτος του Ικονίου, καταλαβόντες δ’ εν τέλει και την Νίκαιαν απειλούσαν ολόκληρον το ασιατικόν κράτος του Βυζαντίου εις την Ευρώπην οι Κόμανοι και οι Πατζινάκαι εις απειράριθμα πλήθη λεηλατούσι φρικωδώς τας θρακικάς επαρχίας και φθάνουν εις τα πρόθυρα σχεδόν της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ εις την Δύσιν νέος εχθρός, οι σιδηρόφρακτοι Νορμανδοί, κατακλύζουν τας δυτικάς επαρχίας του Κράτους, Πισάται δε και Γενουάται λυμαίνονται πειρατικώς τα παράλια του Αιγαίου και της Προποντίδος.
Ο ηρωϊκός και ακούραστος αυτοκράτωρ τρέχει παντού και αγωνίζεται αυτοπροσώπως, πολλάκις προκινδυνεύων εις την πρώτην γραμμήν και ιδιοχείρως φονεύων τους πολεμίους, όπως σώση το κράτος του, και εν τέλει υπερισχύει. Η οφρύς των Νορμανδών ταπεινούται, οι Τούρκοι τη βοηθεία και των σταυροφόρων αποκρούονται, οι Πατζινάκαι και οι Κόμανοι, κατακερματίζονται. Κατά τον πείσμονα και άκρως δραματικόν και επικίνδυνον αγώνα κατά των τελευταίων τούτων η Αδριανούπολις με την στρατιωτικήν της παράδοσιν και την στρατιωτικήν της αριστοκρατίαν αναδείχθη και πάλιν προπύργιον της Θράκης και του Βυζαντίου κατά των ορδών των βαρβάρων. Εν έτει 1112 ευρίσκομεν τον Αλέξιον εν Καλλιπόλει οργανούντα την άμυναν του Κράτους κατά των Τούρκων της Σμύρνης και των Γενουατών και Πισατών. Κατά την διαμονήν ταύτην, ως προκύπτει έκ τινων ενδείξεων των συγγραφέων, ησχολήθη και με την νέαν του κράτους θεματικήν διαίρεσιν, ήτις έπρεπε να προσαρμοσθή προς την νέαν των πραγμάτων κατάστασιν. Ούτω το μέγα οπωσούν θέμα της Θράκης και Μακεδονίας κατατέμνεται εις τέσσερα, το μικρόν θέμα του Ελλησπόντου, του οποίου προφανώς σκοπός ήτο η άγρυπνος φρούρησις των στενών, προς βορράν το μικρόν επίσης θέμα της Αγχιάλου, το οποίον εφρούρει την παραλίαν διάβασιν του Αίμου, το θέμα της Θράκης και Μακεδονίας, το οποίον με την Αρκαδιούπολιν πρωτεύουσαν εκτείνεται από των ορίων του θέματος της Αγχιάλου, μέχρι του Αιγαίου και από του ποταμού περίπου Εργίνου μέχρι της Προποντίδος, του τείχους του Αναστασίου και του Ευξείνου, και το θέμα της Αδριανουπόλεως Διδυμοτείχου, το οποίον εκτείνεται κατά μήκος του Έβρου και του Τούντζα από των παραλίων του Αιγαίου μέχρι του Αίμου. Ο λόγος της τελευταίας ταύτης διχοτομήσεως του θέματος και ο περιορισμός της Αδριανουπόλεως εις την στενήν ταύτην λωρίδα, ενώ το θέμα της Φιλιππουπόλεως ουδόλως εθίγη, δεν είναι προφανής. Πιθανώτατα δεν οφείλεται εις λόγους στρατιωτικούς, αλλά πολιτικούς. Ο Αλέξιος, όστις και πείραν είχε της δυνάμεως των ισχυρών στρατιωτών της Αδριανουπόλεως και τας αξιώσεις αυτών επί του θρόνου εγνώριζε ως και την κατ’ αυτού δυσμένειαν (Άννα Βόννης Δ. 110), δεν ηρκέσθη μόνον εις το να συνδεθή συγγενικώς προς τους Βρυεννίους, αλλά θέλων να περικόψη την δύναμιν αυτών, ήτις επεξετείνετο καθ' όλον το μέγα και εις τα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως ευρισκόμενον θέμα της Θράκης και Μακεδονίας, κατέτεμεν αυτό ούτως, ώστε να απομονωθή σχεδόν η Αδριανούπολις εν τω μέσω. Η επί του Αλεξίου δημιουργηθείσα κατάστασις παρετάθη μέχρι της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως εις χείρας των Φράγκων σταυροφόρων εν έτει 1204. Τούτο γνωρίζομεν ακριβώς εκ του χρυσοβούλλου του 1119, εν τω oπoίω αναγράφονται λεπτομερώς όλα σχεδόν τα θέματα του κράτους, καθώς και εκ της μεταξύ Βενετών και Σταυροφόρων συνθήκης διά την διανομήν του εις χείρας αυτών περιπεσόντος κράτους.

Οι Θράκες πολεμισταί κατ’ αρχάς μη έχοντες πού να στραφώσι, διά να πολεμήσωσι τους Φράγκους κατακτητάς, απέβλεψαν προς ώρας ευμενώς προς τον Βούλγαρον τσάρον Ιωάννην, τον οποίον και εβοήθησαν συντελέσαντες σπουδαίως εις την παρά την Αδριανούπολιν νίκην αυτού κατά των Φράγκων. Μετ’ ολίγον όμως βλέποντες ανατέλλον το κράτος της Νικαίας εστράφησαν προς αυτό εγκαταλείψαντες τον Ιωάννην, όστις λυσσών διά την εγκατάλειψιν προέβη εις φρικώδεις καταστροφάς και ανατροπάς πόλεων φιλοδοξών να λάβη το επώνυμον του Ρωμαιοκτόνου, όθεν και δικαίως επωνομάσθη υπό των ελλήνων Σκυλλοϊωάννης, όστις επιχειρήσας μετ’ ολίγον να πολιορκήση την Θεσσαλονίκην απέτυχε και απέθανε, οι δε Λατίνοι δεν ηδυνήθησαν να εδραιώσουν και κρατήσουν επί μακρόν το θνησιγενές κράτος των. Οι Έλληνες ορμώμενοι, οι μεν από της Νικαίας, οι δε από της Ηπείρου, απέσπασαν βαθμηδόν και απελευθέρωσαν απάσας τας ασιατικάς και ευρωπαϊκάς επαρχίας, εν τέλει δ’ ο Μιχαήλ ο Παλαιολόγος κατέλαβε και την Κωνσταντινούπολιν και ανέστησε το κράτος του Βυζαντίου. Κατά την περιπετειώδη ταύτην περίοδον βεβαίως δεν δύναται να γίνη λόγος περί διοικητικών διαιρέσεων. Τα πράγματα ευρίσκοντο εν διηνεκεί ροή, αι πόλεις και αι επαρχίαι η μία μετά την άλλην κατελαμβάνοντο ή εχάνοντο, τα δε τυχόν ιδρυόμενα θέματα είχαν εντελώς προσωρινόν χαρακτήρα. Τάξις οπωσούν αποκατεστάθη μόλις μετά την ανάκτησιν της Κωνσταντινουπόλεως, θέματα καθωρίσθησαν, αλλ’ η παλαιά στρατιωτική και διοικητική οργάνωσις, εις την οποίαν ώφειλε το Βυζάντιον την γρανιτώδη αμυντικήν του δύναμιν, εν τη ουσία αυτής δεν επανήλθε, αλλά και δεν ήτο δυνατόν να επανέλθη. Πληροφορίας ρητάς περί γενικωτέρας τινός διοικητικής οργανωτικής ενεργείας υπό τινος των Παλαιολόγων βασιλέων δεν έχομεν εις τας πηγάς, εκ σποραδικών όμως ειδήσεων, εκ των αγιορειτικών εγγράφων, καθώς και εκ των μολυβδοβούλλων των αρχόντων, δυνάμεθα να λάβωμεν αρκετά σαφή και ακριβή ιδέαν της διοικητικής καταστάσεως. Η κατά τα θέματα διαίρεσις και διοίκησις συνεχίζεται μεν, αλλ’ η συνέχεια αύτη είναι εντελώς επιφανειακή. Οι συνεχείς πόλεμοι, των οποίων θέατρον είναι η Θράκη, η αύξουσα έπειτα δύναμις των μεγάλων στρατιωτικών οίκων, οι οποίοι εξηφάνισαν τους μικρούς στρατιώτας, απερρόφησαν τα τόπιά των και συνεκέντρωσαν εις χείρας αυτών την γην και όλον αυτής τον πλούτον και τέλος η αντίδρασις του ενδυναμωθέντος αστικού στοιχείου, το οποίον πολλαχού εξεγείρεται κατά της στρατιωτικής αριστοκρατίας, μετέβαλεν ουσιωδώς την κατάστασιν. Αποτέλεσμα πάντων τούτων υπήρξε τούτο μεν η δημιουργία ιδίων αρχόντων των πόλεων, τούτο δε η κατάτμησις των παλαιών θεμάτων εις έτι μικρότερα. Ούτως εν Θράκη έχομεν κατά τους χρόνους των Παλαιολόγων τα ακόλουθα θέματα 1) το της Θράκης και Μακεδονίας με πρωτεύουσαν το Πάμφιλον, διότι η Αρκαδιούπολις είχε πλέον καταστραφή, 2) το της Χερσονήσου, 3) το της Μεσημβρίας, το οποίον αντικατέστησε το της Αγχιάλου, 4) το της Αδριανουπόλεως και Διδυμοτείχου, 5) το της Στενιμάχου και Τζεπαίνης, εις το οποίον περιλαμβάνεται και η Φιλιππούπολις, 7) το θέμα της Αχριδώς και 8) το θέμα της Μόρας. Τα δύο τελευταία ήσαν ορεινά θέματα εν τη Ροδόπη. Το Βολερόν εξακολουθεί να παραμένη ηνωμένον με τον Στρυμόνα. Μόνον κατά τας μεταξύ του Ανδρονίκου του Γ΄ και Ιωάννου του Καντακουζηνού διαμάχας εμφανίζεται δουξ αυτού ιδιαίτερος, ο φίλος του Καντακουζηνού Ιωάννης ο Απελμενέ. Παρά ταύτα δεν είναι ασύνηθες το φαινόμενον της έτι περαιτέρω διασπάσεως της εξουσίας κατά πόλεις, τας οποίας οι αυτοκράτορες παρεχώρουν εις ιδίους συγγενείς, όπως συνέβη με την Αίνον και την Βιζύην, εκ των οποίων η μεν πρώτη παρεχωρήθη εις τον γαμβρόν του Καντακουζηνού Νικηφόρον, η δε δευτέρα εις τον γυναικάδελφον αυτού δεσπότην Μανουήλ τον Ασάνην. Αρκετοί δε και άλλοι άρχοντες κατά πόλεις και φρούρια αναφέρονται, πράγμα το οποίον μαρτυρεί την κατά τους εσχάτους τούτους χρόνους εξάρθρωσιν της διοικήσεως, ένεκα κυρίως της δυνάμεως των αριστοκρατικών γενών και των επανειλημμένων εμφυλίων πολέμων διά την κατάληψιν της βασιλείας. Αυτή ήτο η διοικητική κατάστασις εν Θράκη, οποία ήτο και εις τας άλλας του κράτους επαρχίας.
Η Θράκη υπέφερε κατά τους χρόνους των Παλαιολόγων τα πάνδεινα. Και τους μεν παλαιούς εχθρούς, τους βορείους γείτονας, κατώρθωνον οι Έλληνες εκάστοτε να δαμάζουν, ενέσκηψαν όμως κατά τους χρόνους τούτους νέα δεινά, η ληστρική πρώτον εταιρεία των Καταλάνων, οι Τούρκοι έπειτα και τελευταίον οι πειραταί των ιταλικών πόλεων, της Βενετίας και της Γενούης, της Πίσης και εί τινος άλλης. Είναι ανεκδιήγητοι αι ερημώσεις και αι καταστροφαί, τας οποίας υπέστη η Θράκη εκ της παραμονής εν αυτή των Καταλάνων, οι οποίοι από συμμάχων μετεβλήθησαν εις ολετήρας. Κατά τας πληροφορίας των συγχρόνων ιστορικών μόνον η τελεία της χώρας εξάντλησις και ο φόρος της πείνης ηνάγκασαν αυτούς να εγκαταλείψουν την Θράκην και να αναζητήσουν άλλας χώρας προς λαφυραγωγίαν και ερήμωσιν. Οι Τούρκοι, όχι μόνον οι Οσμάνοι, αλλά και οι της Σμύρνης, διά συνεχών επιδρομών όχι μόνον την χώραν ηρήμωναν, αλλά και τους ανθρώπους απήγον εις αιχμαλωσίαν. Όχι ολιγώτερα δεινά υφίσταντο οι παράλιοι πληθυσμοί εκ μέρους των πειρατών των Ιταλικών πόλεων. Το κακόν είχε φθάσει εις τοιούτον σημείον, ώστε ηνάγκασε τον Ανδρόνικον τον Β΄ να διατάξη την εγκατάλειψιν των παραλίων και τον εποικισμόν των κατοίκων εις τα μεσογειότερα. Τέλος οι εμφύλιοι πόλεμοι εκορύφωσαν τα δεινά και τας καταστροφάς. Παρ’ όλα ταύτα το στρατιωτικόν και πολεμικόν φρόνημα των Θρακών δεν έσβυσε ουδέ κατά τους δεινούς τούτους χρόνους. Κατ’ αυτούς τους εσχάτους χρόνους του Καντακουζηνού εν μόνον μικρόν θέμα, το θέμα Στενιμάχου και Τζεπαίνης παρείχεν εισέτι «ίππείς χιλίων ούκ έλάσσους μαχιμωτάτους καί πλήθος πεζών». Εις το φρόνημα δ’ ακριβώς τούτο οφείλεται και η περί ένα σχεδόν αιώνα ακατάβλητος αντοχή εις τους συνεχείς πολέμους και τα δεινά. Ήτο δε το φρόνημα αυτό όχι απλώς στρατιωτικόν, άλλά και εθνικόν, φρόνημα ελληνικόν, αδιάφορον αν το όνομα Έλλην, δεν είχε εισέτι αναζήση, δεν είχεν υποκαταστήση το όνομα του Ρωμαίου. Το λέγω τούτο, διότι πολλοί των ξένων ιστορικών θέλοντες να αμαυρώσουν την ελληνικότητα του Βυζαντίου ισχυρίζονται ότι χριστιανικόν μεν και κρατικόν πνεύμα υπήρχεν εις το Βυζάντιον, όχι όμως και εθνικόν. Τους τοιούτους ισχυρισμούς διαψεύδουν αυτοί οι Θράκες πολεμισταί και πρόμαχοι του Ελληνικού κατά τους δεινούς τούτους χρόνους. Οι πρόμαχοι του Μελενίκου διακηρύττουν ότι ουδεμίαν θέλουν να έχουν σχέσιν προς τους Βουλγάρους δυνάστας, διότι είναι καθαροί το γένος Ρωμαίοι εκ Φιλιππουπόλεως ορμώμενοι. Ιδού οι λόγοι αυτών κατά τον Ακροπολίτην. «Ό τε γάρ ήμέτερος χώρος τη τών Ρωμαίων προσήκει αρχή -πλεονεκτικώτερον γάρ οί Βούλγαροι τοίς πράγμασι χρησάμενοι καί τού Μελενίκου γεγένηνται έγκρατείς -ήμείς δέ πάντες καί έκ Φιλιππουπόλεως δρμώμεθα καθαροί τό γένος Ρωμαίοι». Πόσα λέγει η μακρά αυτή φράσις, καθαροί το γένος Ρωμαίοι. Πόσην εθνικήν υπεpηφάνειαν κρύπτει! Αλλά δεν είναι μόνον οι εκ Φιλιππουπόλεως ούτοι Μελενίκιοι, οι οποίοι έχουσι πλήρη συνείδησιν της εθνικής των καταγωγής και υπερηφανεύονται δι’ αυτήν. Και οι κάτοικοι των περί την Μεσημβρίαν βορειοθρακικών πόλεων αρνούνται να δεχθώσι την παραχώρησιν των πόλεών των εις τους Βουλγάρους και παρέχουν ούτω δικαίαν πρόφασιν εις τον Μιχαήλ τον Παλαιολόγον ν’ αθετήση την υπόσχεσιν αυτού προς τους Βουλγάρους. « Τά δέ περί τάς πόλεις (ο βασιλεύς) ανεβάλλετο, ταίς μέν αληθείαις ειδώς έντεύθεν παραιρεθησομένην τήν Ρωμαΐδα τά κράτιστα, τω δέ Κωνσταντίνω προφάσεις έπλάττετο πιθανάς, άλλας τε καί τό μή έχειν εύθέας δούναι, μή τών έποίκων καταδεχομένων τών πόλεων. Ρωμανίας γάρ είναι μέρος έκείνας καί Ρωμαίους αύτούς, μή είναι δ’ εύλογον Ρωμαίους υπό Βουλγάρω τελείν».
Τοιαύτη υπήρξεν η Θράκη κατά τον Μεσαίωνα, πλήρης πνεύματος στρατιωτικού και εθνικού μέχρι και των εσχάτων χρόνων, προπύργιον της Κωνσταντινουπόλεως και του Ελληνισμού κατά των από βορρά κατερχομένων ποικιλωνύμων βαρβάρων. Διά τούτο και ο Ελληνικός λαός ένα περίπου αιώνα προ της αποφράδος ημέρας της πτώσεως της βασιλίδος των πόλεων έκλαυσε τας τύχας της ηρωϊκής πρωτευούσης της Αδριανουπόλεως.
Τ’ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης
κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχιά, κλαίγουν το μεσημέρι,
κλαίγουν την Αντριανόπολη την πολυκρουσεμένη,
οπού τήνε κρουσέψανε τις τρεις γιορτές του χρόνου,
του Χριστουγέννου για κερί, και του Βαγιού για βάγια
και της Λαμπρής την Κυριακή για το Χριστός ανέστη.
(Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις δικές μου).

Δεν υπάρχουν σχόλια: