Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ
Ένα από τα πλέον γνωστά και χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η ομάδα των σύγχρονων Ρωμανικών γλωσσών (Romance languages) όπως η Ιταλική, η Γαλλική, η Ισπανική, η Ρουμανική κ.λπ. Εάν εξετάσουμε την μορφή που είχε η κάθε μία από αυτές πριν από δύο, τρεις, πέντε ή δέκα αιώνες (μέσα από αντίστοιχα κείμενα της κάθε εποχής), θα διαπιστώσουμε ότι όσο προχωράμε πίσω στο παρελθόν, τόσο περισσότερο αρχίζουν να πλησιάζουν η μία με την άλλη, μέχρις ότου συγχωνευθούν όλες σε μια πρωταρχική γλωσσική μορφή, στις αρχές περίπου της χριστιανικής εποχής. Μια ευτυχής συγκυρία έκανε να έχουν διατηρηθεί όλα τα στοιχεία αυτής της πρωταρχικής μορφής σε λογοτεχνικά έργα, κρατικά έγγραφα, διατάγματα κ.λπ. με αποτέλεσμα να έχουμε πλήρη εικόνα αυτής της αρχικής γλώσσας, που δεν είναι άλλη από την Λατινική, την γλώσσα των Ρωμαίων και Λατίνων αρχικά και στην συνέχεια των κατοίκων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας γενικότερα.
Δυστυχώς όμως για την επιστήμη της Γλωσσολογίας, τέτοιες περιπτώσεις είναι συνήθως σπάνιες και κατά κανόνα η πρωταρχική γλωσσική μορφή μιας ομάδας συγγενικών γλωσσών, η προγονική γλώσσα, δεν μαρτυρείται άμεσα με γραπτά κείμενα ή άλλους τρόπους (π.χ. προφορική παράδοση).
Άλλες γνωστές ομάδες συγγενικών γλωσσών είναι η Τευτονική ομάδα (Γερμανική, Αγγλική, Ολλανδική, Σουηδική κ.λπ.), η Σημιτική ομάδα (Αραβική, Εβραϊκή, οι εξαφανισμένες σήμερα Ακκαδική, Αμορριτική κ.λπ.), καθώς και η ομάδα των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων (Ιωνική, Αιολική, Αρκαδική, Δωρική κ.λπ.), οι οποίες θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε συγγενικές μεν, αλλά διαφορετικές γλώσσες, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.
Ατυχέστατα, οι πρωταρχικές μορφές, οι προγονικές γλώσσες αυτών των ομάδων (οι συμβατικά αποκαλούμενες Πρωτο-Τευτονική, Πρωτο-Σημιτική, και Πρωτο-Ελληνική αντίστοιχα) δεν διασώθηκαν σε γραπτή μορφή και έτσι δεν υπάρχουν πλήρη στοιχεία για τις «Πρωτο-γλώσσες» αυτές. Πολλά όμως γραμματικά, λεξιλογικά, συντακτικά κ.λπ. χαρακτηριστικά τους μπορούν να παραληφθούν από τις σύγχρονες γλωσσικές απογόνους τους με τις αυστηρές επιστημονικές μεθόδους και διαδικασίες της Ιστορικής Γλωσσολογίας, όπως θα δούμε παρακάτω.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η κατάταξη μιας γλώσσας σε μια γλωσσική ομάδα μαζί με άλλες συγγενικές της μπορεί να γίνει είτε λαμβάνοντας υπ’ όψη μόνον την σύγχρονη μορφή της (Συγχρονική κατάταξη) είτε εξεταζόμενη συνολικά, ανεξαρτήτως των μορφών που είχε διαδοχικά στο πέρασμα των αιώνων (Διαχρονική κατάταξη). Έτσι, π.χ. η σημερινή Ιταλική γλώσσα, κατατάσσεται συγχρονικά μαζί με την Ισπανική, Γαλλική κ.λπ. στις Ρωμανικές γλώσσες, όπως προαναφέραμε. Εάν όμως θεωρήσουμε ότι όλες οι γλώσσες της ομάδος αποτελούν απογόνους της αρχικής Λατινικής τότε μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια διαχρονική κατάταξη, όπου οι μεν Ρωμανικές γλώσσες θεωρούνται ως ένα παρακλάδι της Λατινικής, η οποία όμως μαζί με άλλες συγγενικές της, αλλά εκλιπούσες σήμερα αρχαίες γλώσσες της ιταλικής χερσονήσου (Φαλισκική, Οσκική, Ουμβρική κ.λπ.) κατατάσσονται στην λεγομένη ομάδα των Ιταλικών γλωσσών (Italic languages). Έτσι προκύπτει το γνωστό δενδροειδές διάγραμμα (βλ. Εικόνα A στην αρχή), που για πρώτη φορά παρουσιάσθηκε στην δεκαετία του 1860 από τον μεγάλο Γερμανό γλωσσολόγο Αύγουστο Σλάϊχερ (August Schleicher) και το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα με μερικές μικρές διορθώσεις.
Εκείνο που θα πρέπει να τονισθεί στην συνέχεια είναι ότι η ομάδα των Ιταλικών γλωσσών μαζί με άλλες επίσης συγγενικές της ομάδες, όπως η Τευτονική (Germanic languages), η Κελτική (Celtic languages: Ιρλανδική, Γαελική Σκωτική, Ουαλλική κ.λπ.) και η Σλαβική (Slavic languages: Ρωσσική, Πολωνική, Σερβοκροατική, Τσεχική κ.λπ.), ανήκουν στον αποκαλούμενο Δυτικό ή Ευρωπαϊκό κλάδο, που μαζί με τον λεγόμενο Ανατολικό ή Ασιατικό κλάδο, στον οποίον ανήκουν οι Ινδο-Ιρανικές γλώσσες (Σανσκριτική, σύγχρονες Ινδικές γλώσσες, Περσική, Κουρδική κ.λπ.), συναποτελούν μια μεγάλη οικογένεια γλωσσών, η οποία ονομάζεται συμβατικά Ινδοευρωπαϊκή (ή Αριοευρωπαϊκή ή Ινδογερμανική) οικογένεια γλωσσών (Indoeuropean family of languages). Στην οικογένεια αυτήν ανήκουν επίσης, εκτός από την Ελληνική και την Αρμενική, και ορισμένες άλλες εκλιπούσες γλώσσες ή ομάδες γλωσσών, όπως η Φρυγική, η Θρακική, η Ιλλυρική, η Δακο-Μυσική (από την οποία πιθανότατα προέρχεται η σημερινή Αλβανική), η Τοχαρική, καθώς και η λεγόμενη Μικρασιατική ομάδα γλωσσών (Anatolian languages: Χιττιτική, Λουβική, Λυδική, Λυκιακή, Παλαϊκή και Καρική).
Από την άλλη μεριά, η Σημιτική ομάδα, η οποία δεν έχει καμία συγγένεια με τις Ινδοευρωπαϊκές (Αριοευρωπαϊκές) γλώσσες, μαζί με την λεγόμενη Χαμιτική ομάδα (αρχαία Αιγυπτιακή, η διάδοχός της Κοπτική, Βερβερικές γλώσσες και διάλεκτοι κ.λπ.), κατατάσσονται σε μια άλλη οικογένεια, την Αφρο-Ασιατική οικογένεια γλωσσών (Afro-Asiatic family of languages).
Σύμφωνα με όσα εκθέσαμε παραπάνω σχετικά με τις σύγχρονες Ρωμανικές γλώσσες, που όπως αναφέρθηκε κατάγονται από την Λατινική, η Γλωσσολογία, μετά από μελέτες και έρευνες δεκαετιών, δέχεται σήμερα (και αυτό είναι πλέον επιστημονικά γενικώς παραδεκτό, εις πείσμα των διαφόρων γλωσσολογούντων τσαρλατάνων) ότι όλες οι γλώσσες της Ινδοευρωπαϊκής (Αριοευρωπαϊκής) οικογένειας θεωρούνται απόγονοι μιας αρχικής προγονικής γλώσσας, η οποία ήταν σε χρήση πριν από 6000 χρόνια περίπου.
Αυτή η προγονική γλώσσα ονομάσθηκε συμβατικά από τους γλωσσολόγους Πρωτο – Ινδο – Eυρωπαϊκή (Proto-Indo-European language) ή ΠΙΕ (PIE) συντομογραφικά.
Eίναι αυτονόητο σήμερα και παραδεκτό από τους επιστήμονες ότι αυτή η πρωτογλώσσα ήταν κάποτε η γλώσσα μιας συγκεκριμένης ανθρώπινης ομάδας, ενός ενιαίου λαού, με καθορισμένα πολιτιστικά, κοινωνικά κ.λπ. χαρακτηριστικά, αλλά με άγνωστη ή τουλάχιστον ακαθόριστη ανθρωπολογική ομοιογένεια, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος, σύμφωνα με την πλειονότητα των επιστημόνων και την τρέχουσα επιστημονική ορθοδοξία, στην περιοχή της τωρινής ΝΑ Ρωσσίας, στην λεγόμενη «Ποντική στέππα», στις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου (βλ. λεπτομέρειες στο εξαιρετικό βιβλίο του J. P. Mallory: In Search of the Indo-Europeans – London 1989, το οποίο έχει μεταφρασθεί και στα ελληνικά το 1995).
Από αυτήν την πρωτογλώσσα προέκυψαν στο πέρασμα των αιώνων οι σημερινές γλώσσες της οικογένειας όπως η Ελληνική, η Γερμανική, η Ιταλική, η Ιρλανδική κ.λπ. ενώ κάποιες άλλες όπως η Χιττιτική, η Φρυγική, η Θρακική, η Ιλλυρική κ.λπ. έπαψαν να ομιλούνται και εξαφανίσθηκαν.
Η Αγγλική γλώσσα ανήκει στην Τευτονική ομάδα γλωσσών όπως έχουμε προαναφέρει, οι πρωϊμότεροι ομιλητές της οποίας ήσαν οι Αγγλοσάξωνες κάτοικοι των περιοχών της ΒΔ Γερμανίας, οι οποίοι μετανάστευσαν και κατέκτησαν το μεγαλύτερο από τα Βρεταννικά νησιά, την Βρεταννία. Ήσαν Βορειο-Ευρωπαίοι και ανήκαν στον λεγόμενο «Νορδικό» (=Βόρειο) ανθρωπολογικό τύπο. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ένας σημερινός ομιλητής της Αγγλικής ανήκει οπωσδήποτε στον ίδιο ανθρωπολογικό τύπο. Έτσι και οι σημερινοί, αλλά και οι παλαιότεροι Έλληνες δεν είναι «Ινδοευρωπαίοι», αλλά ομιλητές μιας γλώσσας που ανήκει στην Ινδοευρωπαϊκή (Αριοευρωπαϊκή σωστότερα) οικογένεια γλωσσών.
Μετά από αυτές τις αναγκαίες πληροφορίες και διευκρινίσεις ας περάσουμε τώρα στην μεθοδολογία την οποία χρησιμοποιεί η Ιστορική Γλωσσολογία για την εξεύρεση και αποκατάσταση των αρχικών λέξεων της Πρωτο-Ινδο-Ευρωπαϊκής γλώσσας (βλ. για περισσότερες λεπτομέρειες το σχετικό άρθρο με τον τίτλο Word Games («Παιχνίδια με λέξεις») από το συλλογικό έργο “Black Athena Revisited” («Η αναθεώρηση της Μαύρης Αθηνάς») – London 1996 σελ. 177-205.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι αναζητούμε την αρχική μορφή της λέξης που χρησιμοποιούσαν οι ομιλητές της ΠΙΕ για την ονομαστική αρσενικού του ουσιαστικού τρεις.
Ξεκινάμε με την αρχαιοελληνική μορφή της λέξης, η οποία στην ονομαστική πτώση στο αρσενικό γένος ήταν τρεις, μια μορφή που προέκυψε από την συναίρεση ενός παλαιότερου τύπου *τρέες, ο οποίος μαρτυρείται στην συντηρητική Κρητική (δωρική) διάλεκτο. Οι αντίστοιχες λέξεις στην Λατινική και την Σανσκριτική ήσαν tres και tráyas. Από αυτές τις διαφορετικές μορφές γίνεται η αποκατάσταση της αρχικής λέξης στην ΠΙΕ με την ακόλουθη μέθοδο:
Αρχίζοντας με το προφανές, το αρχικό σύμπλεγμα tr– και η κατάληξη –s που συναντάμε τόσο στην Ελληνική, όσο και στην Λατινική και την Σανσκριτική, πρέπει να υπήρχαν και στην μορφή που είχε η λέξη στην αρχική πρωτογλώσσα. Εάν απορρίψουμε αυτήν την εκδοχή τότε πρέπει να δεχτούμε ότι αυτά προέκυψαν αργότερα ως ανεξάρτητη εξέλιξη στις τρεις γλώσσες, μια περίπτωση που αγγίζει τα όρια του απίθανου, μια και δεν υπήρξε τέτοια εξέλιξη σε καμιά γνωστή περίπτωση μέχρι σήμερα σε οποιαδήποτε γλωσσική ομάδα.
Παρομοίως μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα δισύλλαβα τρέες (Ελλην.) και tráyas (Σανσκρ.) αντιπροσωπεύουν μια γνησιότερη προσέγγιση από το tres (Λατιν.). Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τυπολογικές μελέτες : Είναι γνωστό, από έναν τεράστιο όγκο συσσωρευμένων ενδείξεων, ότι οι συναιρέσεις δύο βραχέων φωνηέντων σε ένα μόνο μακρό φωνήεν αποτελούν τις πλέον συνήθεις περιπτώσεις γλωσσικής αλλαγής/εξέλιξης, ενώ αντίθετα οι «επεκτάσεις» ενός μακρού φωνήεντος σε μια ακολουθία δύο βραχέων είναι εξαιρετικά σπάνια.
Με τον ίδιο συλλογισμό συνάγεται ότι το Ελλ. τρέες, με τα δύο του φωνήεντα σε χασμωδία, είναι λιγότερο αρχαϊκό από το Σανσκρ. tráyas, όπου τα δύο φωνήεντα διαχωρίζονται με το σύμφωνο -y- (γι). Η ονομαστική πτώση επομένως στο αρσενικό γένος για το «τρία» στην ΠΙΕ θα πρέπει να ήταν μια μορφή του τύπου *tr-x1-y-x2-s, όπου η ταυτότητα των φωνηέντων *x1 και *x2 απομένει να καθοριστεί.
Το πώς θα προχωρήσουμε πέρα από αυτό το σημείο δεν είναι, σε μια πρώτη ματιά, τόσο προφανές. Τα φωνήεντα *x1 και *x2 αντιπροσωπεύονται στην μεν Σανσκριτική με το a, αλλά στην Ελληνική με το ε. Το Λατιν. tres, όπου το e προέκυψε από την συναίρεση των *x1 και *x2, τείνει να στηρίξει την προτεραιότητα της ελληνικής περίπτωσης, παρ’ όλα αυτά όμως αδυνατεί να επιλύσει οριστικά το πρόβλημα της εξεύρεσης των φωνηέντων στην ΠΙΕ. Έτσι οι φυσιολογικοί υποψήφιοι για την κοινή μορφή της λέξης «τρία» στην ΠΙΕ είναι το *tráyas, όπως προτείνεται από την περίπτωση της Σανσκριτικής και το *tréyes, όπως προτείνεται από την Ελληνική, καθώς και τα υβρίδια *tréyas και *tráyes. Το πρόβλημα είναι ότι πρέπει να βρούμε έναν «κανόνα», έναν αυστηρά καθορισμένο τρόπο, ώστε να επιλέγουμε πάντα σωστά σε ανάλογες περιπτώσεις.
Αυτός όμως ο «κανόνας» στην πραγματικότητα ήταν ήδη στην διάθεσή μας για παραπάνω από έναν αιώνα. Στην δεκαετία του 1870 ένας αριθμός ειδικών επιστημόνων και μελετητών της Ινδοευρωπαϊκής είχε πραγματοποιήσει την εκπληκτική και σπουδαία ανακάλυψη ότι η διαδικασία των φθογγολογικών μεταβολών είναι φωνητικά καθορισμένη και «κανονική». Αυτό σημαίνει, με απλά λόγια, ότι εάν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο στην ιστορία μιας γλώσσας ο φθόγγος Α εξελιχθεί στον φθόγγο Α΄ σε συγκεκριμένο φωνητικό περιβάλλον, τότε ο φθόγγος Α πάντοτε θα εξελίσσεται στον φθόγγο Α΄ στο ίδιο περιβάλλον.
Υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα αυτού του είδους των «φθογγολογικών νόμων» σε κάθε συγκεκριμένη γλώσσα. Έτσι, για παράδειγμα, το Π.Ι.Ε. *s δίνει πάντοτε στην Ελληνική ένα *h (= χ) στην αρχή μιας λέξεως (που βαθμιαία έπαυσε να προφέρεται, αρχικά στην Αττική / Ιωνική διάλεκτο και αργότερα στην Κοινή), ενώ σε άλλες γλωσσικές ομάδες διατηρείται, όπως π.χ. στην Λατινική:
Ελλην. *hεπτά →ἑπτά, *hέξ→ἓξ, *hέρπω→ἓρπω
Λατιν. septem sex serpo
Ένα νεώτερο παράδειγμα βρίσκουμε στην εξέλιξη της Λατινογενούς Γαλλικής γλώσσας, όπου το Λατιν. e εξελίσσεται πάντοτε σε oi (ουά) στις τονιζόμενες ανοικτές συλλαβές (= που τελειώνουν σε φωνήεν) της Γαλλικής:
Λατιν. le-x (νόμος) re-x (βασιλεύς) me (εγώ)
Γαλλ. loi roi moi
Άλλα ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν στην Μέση Αγγλική (Middle English, αρχές 12ου αιώνα – τέλη 15ου), όπου το τονιζόμενο e δίνει στην σύγχρονη Αγγλική (Modern English, μετά το 1500 – σήμερα) πάντα a, όταν ακολουθείται από r (το «συγκεκριμένο φωνητικό περιβάλλον» που προαναφέραμε). Έτσι, οι λέξεις της Μέσης Αγγλικής derk (σκοτάδι), lerk (κορυδαλλός), person (εφημέριος, παπάς) έδωσαν στην σύγχρονη Αγγλική γλώσσα τις αντίστοιχες λέξεις: dark, lark, parson.
Στην περίπτωση της ΠΙΕ λέξης για το «τρεις» το κρίσιμο σημείο αποτελεί το γεγονός ότι στην Σανσκριτική το a αντιστοιχεί σε τρία διαφορετικά φωνήεντα της Ελληνικής και συγκεκριμένα:
1. Στο ε όπως tráyas (Σανσκρ.) – τρέες (Ελλην.) ή όπως στο τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος εἰμί : ásti (Σανσκρ.) –ἐστί (Ελλην.).
2. Στο α όπως ájra- (Σανσκρ.) – ἀγρός (Ελλην.) ή ápa (Σανσκρ.) – ἀπό (Ελλην.) και
3. Στο ο όπως ávis (Σανσκρ.) – ὂF(*)ις → ὂϊς (=πρόβατο, Ελλην.) ή pátis (Σανσκρ.) – πόσις [= (νόμιμος) σύζυγος, ανήρ Ελλην.].
Καταλήγουμε έτσι στο υποχρεωτικό συμπέρασμα ότι η κοινή λέξη της ΠΙΕ από την οποία προέκυψαν τα τρέες (Ελλην.), tres (Λατιν.) και tráyas (Σανσκρ.) είναι η μονοσήμαντα και αποκλειστικά αποκατεστημένη λέξη *treyes, στην οποία τα φωνήεντα διατηρήθηκαν μεν στην Ελληνική και Λατινική, ενώ στην Σανσκριτική έδωσαν a σύμφωνα με φωνητικό νόμο αυτής της γλώσσας.
Είναι προφανές από το παραπάνω παράδειγμα ότι η διαδικασία της συγκριτικής αποκατάστασης στην ΠΙΕ – ή τηρουμένων των αναλογιών στην Πρωτο-Γερμανική ή στην Πρωτο-Σημιτική - είναι κάθε άλλο παρά ένα παιχνίδι εικασίας ή «μαντεψιάς».
Κάθε απόφαση για την επιλογή ενός συγκεκριμένου φθόγγου σε μια λέξη που προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε εμπεριέχει μια σειρά υποθέσεων που ελέγχονται με την βοήθεια συγκρίσεων από ενδείξεις άλλων λεκτικών μορφών. Έτσι, για παράδειγμα, η απόφαση να τοποθετηθεί ένα ενδιάμεσο *y στην αποκατάσταση της λέξης *treyes ισοδυναμεί με την αποδοχή ότι αυτό το *y χάνεται κανονικά μεταξύ δύο φωνηέντων στην Ελληνική και Λατινική. Αυτή η υπόθεση πρέπει να επιβεβαιωθεί από περαιτέρω παραδείγματα που συμφωνούν με το πρότυπο -aya- : -εε- : -e- (υπάρχουν στην πραγματικότητα πολυάριθμα) ή να απορριφθεί εάν ανακαλύψουμε αντίθετα παραδείγματα (δεν υπάρχει κανένα).
Το σωρευτικό αποτέλεσμα τέτοιου είδους υποθέσεων και επαληθεύσεων, που μπορεί να εφαρμοστεί σε έναν μεγάλο αριθμό επί μέρους περιπτώσεων, αποτελεί ένα εσωτερικά συνεκτικό και αξιοσημείωτα λεπτομερειακό τμήμα της φωνολογικής ιστορίας (εξέλιξης) των γλωσσών που αντιπαραβάλλονται.
Η αποκρυπτογράφηση των Μυκηναϊκών πινακίδων το 1952, για παράδειγμα, μας αποκάλυψε μια αρχαϊκή και συντηρητική Ελληνική διάλεκτο, η οποία διατηρούσε το διαφωνηεντικό –y- σε μορφές λέξεων, όπως ακριβώς είχε προβλέψει την ύπαρξή του η γλωσσολογική μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε παραπάνω! Διαπιστώθηκε επίσης ότι η Μυκηναϊκή διάλεκτος διατηρούσε τα «χειλοϋπερωικά» σύμφωνα kw, gw, kwh – φθόγγους που είχαν προταθεί για την Πρωτο-Ελληνική από γλωσσολόγους του 19ου αιώνα - και τα οποία στις διαλέκτους ήδη της κλασσικής περιόδου, δεν διακρίνονταν πια από τα χειλικά (π, β, φ) και τα οδοντικά (τ, δ, θ).
Δ.Ε.Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου