Στα βόρεια των ερειπίων της Περσέπολης, της πρωτεύουσας των Αχαιμενιδών ηγεμόνων της περσικής αυτοκρατορίας, σε απόσταση περίπου 5 χλμ, βρίσκεται η τοποθεσία Naqsh–i Rustam [=τα ανάγλυφα του (μυθικού ήρωα) Ρουστάμ], όπου υπάρχουν οι τάφοι του Δαρείου Ι (521–486 π.Χ.), του γιου του, Ξέρξη (486–465) και άλλων δύο Αχαιμενιδών βασιλέων (Αρταξέρξη Ι και Δαρείου ΙΙ), σκαλισμένοι στον βράχο, καθώς και άλλα οκτώ ανάγλυφα της εποχής των Σασσανιδών (η Δυναστεία που κυβέρνησε, μετά τους Αχαιμενίδες και τους Πάρθους, το ιρανικό οροπέδιο μεταξύ 224 – 651 μ.Χ. και είναι γνωστή για τους πολέμους της εναντίον του Βυζαντίου).
Τα κείμενα είναι γραμμένα στην αρχαία Περσική γλώσσα (old Persian) σε μια γραφή εμπνευσμένη από την Σουμερο-Ακκαδική σφηνοειδή γραφή, αλλά με απλούστερους χαρακτήρες. Όπως έχει υποστηριχθεί (βλ. σχετικά στο D. T. Potts: The Archaeology of Elam, 1999 σελ. 317), η γραφή αυτή δημιουργήθηκε επί τούτου από τον Δαρείο Ι για την καταγραφή των κειμένων της περίφημης μνημειακής επιγραφής του Μπεχιστούν (Behistun, περίπου 80 χλμ ΝΔ από την αρχαία πρωτεύουσα των Μήδων, τα Εκβάτανα, σημερ. Χαμαντάν). Η γραφή αυτή ήταν συλλαβική αποτελούμενη από 36 μόνον σημεία και διατηρούσε επί πλέον και τέσσερα ιδεογράμματα για την απόδοση των λέξεων Βασιλεύς, Χώρα, Επαρχία και Αχούρα-Μάζντα (=ο υπέρτατος θεός του ιρανικού Πανθέου). Η φορά της γραφής ήταν από τα αριστερά προς τα δεξιά.
Η γραφή αυτή είναι γνωστή ως «Συλλαβικό σύστημα της Περσεπόλεως» (βλ. Εικόνα παρακάτω) και χρησιμοποιήθηκε από τον 6ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ. για τις μνημειακές επιγραφές των Αχαιμενιδών αυτοκρατόρων. Μετά την βασιλεία του Αρταξέρξη ΙΙΙ (359/358-338 π.Χ.), οι επιγραφές στην γραφή της «Περσεπόλεως» εκλείπουν τελείως και μετά την κατάλυση της Περσικής αυτοκρατορίας από τον Μ. Αλέξανδρο, η γραφή αυτή δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε μια και ήταν συνδεδεμένη με το συγκεκριμένο καθεστώς (βλ. Charles Higounet: Η γραφή, Αθήναι 1964 σελ. 37-38).
thiya \ vašnâ \ Auramazdâhâ \ imâ \
dahyâva \ tyâ \ adam \ agarbâyam \
apataram \ hacâ \ Pârsâ \ adamšâm \
patiyaxšayaiy \ manâ \ bâjim \ abara
ha \ tvašâm \ hacâma \ athahya \ ava \ a
kunava \ dâtam \ tya \ manâ \ avadiš \
adâraiya \ Mâda \ Ûvja \ Parthava \ Harai
va \ Bâxtriš \ Suguda \ Uvârazm
iš \ Zraka \ Harauvatiš \ Thataguš \ Ga
dâra \ Hiduš \ Sakâ \ haumavargâ \ Sa
kâ \ tigraxaudâ \ Bâbiruš \ A
thurâ \ Arabâya \ Mudrâya \ Armina
\ Katpatuka \ Sparda \ Yauna \ Sakâ \ tyaiy \ pa
radraya \ Skudra \ Yaunâ \ takabarâ \ Putây
â \ Kûšiyâ \ Maciyâ \ Karkâ…
[«…Ο Βασιλεύς Δαρείος λέγει: Με την χάρη του Αχουραμάσδα αυτές είναι οι χώρες που κατέκτησα έξω από την Περσία. Τις κυβέρνησα. Μου προσκόμισαν φόρο υποτελείας. Έπραξαν ότι τους ειπώθηκε από εμένα. Κράτησαν σταθερά (=υπάκουσαν) τον Νόμο μου. (Αυτές οι χώρες είναι:) Μηδία, Ελάμ, Παρθία, Αρεία, Βακτρία, Σογδιανή, Χωρασμία, Δραγγιανή, Αραχωσία, Σατταγυδία (=Παροπαμισάδαι), Γανδαρίτις, Ινδία, οι Σκύθες που πίνουν το (ιερό ποτό) χάομα, οι Σκύθες με τους μυτερούς σκούφους, η Βαβυλωνία, η Ασσυρία, η Αραβία, η Αίγυπτος, η Αρμενία, η Καππαδοκία, η Λυδία, οι Έλληνες (της Μικράς Ασίας), οι παραθαλάσσιοι Σκύθες (των ακτών του Ευξείνου Πόντου), η Θράκη, οι Έλληνες που φορούν καλύμματα κεφαλής παρόμοια με ασπίδες, η Λιβύη, η Νουβία, η Μάκα (= πιθανόν η παραθαλάσσια ζώνη στα νότια της Καρμανίας-Γεδρωσίας), η Καρία…»].
Στο συγκεκριμένο όμως κείμενο του Naqsh–i Rustam γίνεται αναφορά και σε κάποιους Yaunâ takabarâ στα αρχαία Περσικά, «Έλληνες με καλύμματα της κεφαλής παρόμοια με ασπίδα», όπως περιγράφονται. Ποιοι είναι αυτοί οι Έλληνες λοιπόν; Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η επιγραφή του Μπεχιστούν χρονολογείται γύρω στο 520 π.Χ. όταν ο Δαρείος Ι κατέπνιξε το κύμα των εξεγέρσεων που είχε σημειωθεί με την άνοδό του στον περσικό θρόνο και σταθεροποιήθηκε στη εξουσία. Το 513/512 π.Χ. ο Δαρείος Ι πραγματοποίησε την πασίγνωστη (λόγω Ηροδότου) «Σκυθική εκστρατεία» με την οποία κατέκτησε την Θράκη (Skudra), τον βορειοελλαδικό χώρο (=Μακεδονία) και τις περιοχές γύρω από τις εκβολές του Δούναβη, όπου κατοικούσαν κάποια σκυθικά φύλα (=οι παραθαλάσσιοι Σκύθες).
Προσδιορίστηκε λοιπόν ότι αυτοί οι μυστηριώδεις Yaunâ takabarâ = «Έλληνες με καλύμματα της κεφαλής παρόμοια με ασπίδα», δεν ήσαν άλλοι από τους αρχαίους Μακεδόνες και τα σχετικά γεγονότα της υποταγής του Αμύντα Α΄, πατέρα του Αλεξάνδρου Α΄, είναι καταγεγραμμένα από τον Ηρόδοτο (Ιστορίαι, Ε΄ 18–21).
Για τους Πέρσες λοιπόν οι Μακεδόνες ήσαν Έλληνες (ίδια γλώσσα, ίδια ήθη και έθιμα) και γι’ αυτό κατατάχθηκαν στους Yaunâ, αλλά ξεχώριζαν από τους άλλους Έλληνες της Μ. Ασίας, που ήσαν επίσης υποτελείς, λόγω του γεγονότος ότι κατοικούσαν στην ευρωπαϊκή πλευρά του Αιγαίου και προς διάκριση, τους ονόμασαν από ένα χαρακτηριστικό τους, το είδος των καλυμμάτων που φορούσαν. Το ίδιο παρατηρούμε ότι έκαναν και με τους Σκύθες, τους οποίους διέκριναν σε αυτούς που κατασκεύαζαν/έπιναν το ιερό ποτό χάομα (Sakâ haumavargâ, οι Αμύργιοι Σκύθαι του Ηροδότου), νομάδες στα βόρεια της Σογδιανής και του ποταμού Ιαξάρτη, σε άλλους Σάκες (=Σκύθες), αυτούς που φορούσαν «μυτερούς σκούφους» (Sakâ tigraxaudâ, οι Ορθοκορυβάντιοι Σκύθαι κατά τον Ηρόδοτο) και κατοικούσαν μεταξύ λιμνών Κασπίας και Αράλης και τέλος στους Σκύθες «που ζούσαν κοντά στην θάλασσα» (Sakâ tyaiy paradraya), αυτούς που συνάντησαν οι Πέρσες στην περιοχή των εκβολών του Δούναβη.
Sakâ tigraxaudâ, [Σάκες (=Σκύθες), που φορούσαν «μυτερούς σκούφους»]
Ανάγλυφο στο ανατολικό κλιμακοστάσιο της μεγάλης Αίθουσας Ακροάσεων (Apadana) στο ανάκτορο της Περσεπόλεως
Αναπαράσταση
1 σχόλιο:
Από έναν καλό φίλο από το εξωτερικό έλαβα το εξής μήνυμα για το παραπάνω κείμενο:
Dear Dimitris,
Congratulations. I just read your paper. This is an excellent piece!
..................
Δημοσίευση σχολίου