Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Μνήμη Ευαγόρα Παλληκαρίδη (Αφιέρωμα)

Ο εθνικός μας ήρωας Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Τότε που ο ελληνισμός γεννούσε ακόμα ήρωες και όχι "Νεοκύπριους" μειοδότες και "τσιφτετέλληνες" απατεώνες...

Ευαγόρας Παλληκαρίδης: 
Όταν ο ελληνισμός έβγαζε ήρωες...

Γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1938 στο χωριό Τσάδα, της επαρχίας Πάφου. Μπήκε νωρίς στον αγώνα, από τα μαθητικά του χρόνια κιόλας. Το 1953, σε ηλικία 15 ετών, κατεβάζει και τεμαχίζει την αγγλική σημαία στο κολλέγιο της Πάφου, κατά την ημέρα της στέψης της Βασίλισσας Ελισάβετ στο Λονδίνο. Δύο χρόνια αργότερα, συλλαμβάνεται ως μέλος της νεολαίας ΕΟΚΑ, επειδή συμμετείχε σε παράνομη πορεία. Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 συλλαμβάνεται εκ νέου και κατηγορείται για κατοχή και διακίνηση παράνομου οπλισμού. Η δίκη του ορίζεται για τον Μάρτιο του 1957. Στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δεν αφήνει περιθώρια στους δικηγόρους του να τον υπερασπιστούν. Παραδέχεται την ενοχή του με αξιοθαύμαστο τρόπο. «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο» Την επομένη της καταδίκης του σε θάνατο, ο κόσμος ξεσηκώνεται για να σώσει τον νεαρό μαθητή. Οι εκκλήσεις για την απονομή χάριτος απορρίπτονται από τον άγγλο κυβερνήτη Τζον Χάρντινγκ και την αγγλική διπλωματία. Ο Βαγορής, όπως ήταν το χαϊδευτικό του, δεν πτοείται. Στο τελευταίο γράμμα του δηλώνει: «Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα, τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7.30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί». 
Τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου 1957 οδηγείται στην αγχόνη. Τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο. Δύο λεπτά αργότερα η καταπακτή ανοίγει και ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης περνά στην αιωνιότητα.


Ο τάφος του βρίσκεται στα "φυλακισμένα μνήματα" στη Λευκωσία.



Φυλακισμένα Μνήματα είναι η ονομασία ενός κοιμητηρίου το οποίο βρίσκεται στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας όπου οι Βρετανοί έθαβαν τους απαγχονιζόμενους κατά την διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1955-1959 για την απελευθέρωση της Κύπρου από το Ηνωμένο Βασίλειο. Το κοιμητήριο κατασκευάστηκε στις από τους Βρετανούς επί Κυβερνήτη Τζων Χάρντιγκ. Σχεδιάστηκε σαν ένας περιτοιχισμένος μικρός χώρος δίπλα από τα κελιά των μελλοθανάτων και την αγχόνη. Έμεινε στην ιστορία με την ονομασία "Φυλακισμένα Μνήματα". Οι Βρετανοί αποφάσισαν να θάβουν εκεί όσους εκτελούνταν για την δράση τους στον απελευθερωτικό αγώνα όπως και ηγετικές μορφές της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (Ε.Ο.Κ.Α.) που σκοτώνονταν σε μάχες για να μη μετατρέπονται οι κηδείες τους σε μαζικά συλλαλητήρια και μαχητικές διαδηλώσεις. Στα Φυλακισμένα Μνήματα είναι θαμμένοι δεκατρείς αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α., από τους οποίους οι εννιά εκτελέστηκαν με απαγχονισμό στις φυλακές, τρεις έπεσαν στο πεδίο της μάχης και ένας πέθανε σε στρατιωτικό νοσοκομείο, μετά τον τραυματισμό του σε μάχη. Η κηδεία γινόταν αμέσως μετά τον απαγχονισμό. Μοναδική παρουσία ήταν εκείνη του ιερέα των φυλακών που έψαλε τη νεκρώσιμη ακολουθία έξω από την κλειστή είσοδο του κοιμητηρίου. Ύστερα οι Βρετανοί τους έθαβαν, χωρίς να παρευρίσκεται κανένας συγγενής των νεκρών ή άλλος Ελληνοκύπριος. Οι συγγενείς των νεκρών μπόρεσαν να επισκεφθούν τους τάφους μόνο μετά το τέλος του αγώνα.
Οι εννέα απαγχονισθέντες, όλοι τους νέοι ηλικίας 19-24 ετών, είναι με τη σειρά που εκτελέστηκαν:

• Απαγχονίστηκαν μαζί στις 10 Μαΐου 1956: 
o Μιχαήλ Καραολής
o Ανδρέας Δημητρίου

• Απαγχονίστηκαν μαζί στις 9 Αυγούστου 1956: 
o Ανδρέας Ζάκος
o Ιάκωβος Πατάτσος
o Χαρίλαος Μιχαήλ

• Απαγχονίστηκαν μαζί στις 21 Σεπτεμβρίου 1956: 
o Μιχαήλ Κουτσόφτας
o Στέλιος Μαυρομάτης (Δεύτερος ξάδερφος του Ευαγόρα Παλληκαρίδη)
o Ανδρέας Παναγίδης

• Απαγχονίστηκε στις 14 Μαρτίου 1957: 
o Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Στα Φυλακισμένα Μνήματα αναπαύονται ακόμα τέσσερις αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α. οι οποίοι έπεσαν μαχόμενοι. Οι Άγγλοι αρνήθηκαν να δώσουν τις σωρούς των ηρώων στις οικογένειές τους, φοβούμενοι τις λαϊκές εκδηλώσεις κατά την κηδεία τους. Τους έθαψαν στο κοιμητήριο των φυλακών, όπως τους απαγχονισθέντες. Οι τέσσερις αγωνιστές που όλοι έπεσαν στο πεδίο της μάχης είναι οι ακόλουθοι:

• Μάρκος Δράκος
• Γρηγόρης Αυξεντίου
• Στυλιανός Λένας
• Κυριάκος Μάτσης

Σε τέσσερις τάφους του κοιμητηρίου των Κεντρικών Φυλακών οι Άγγλοι έθαψαν οκτώ νεκρούς για εξοικονόμηση χώρου. Στον ίδιο τάφο βρίσκονται ανά δύο οι:
• Ανδρέας Δημητρίου και Στυλιανός Λένας
• Ανδρέας Ζάκος και Κυριάκος Μάτσης
• Ανδρέας Παναγίδης και Μιχαήλ Κουτσόφτας
• Γρηγόρης Αυξεντίου και Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Στον τοίχο του κοιμητηρίου υπάρχει η επιγραφή: 
"Τ' αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται"

Το πάθος του για τους στίχους ήταν μεγάλο. Δεν άφηνε τετράδιο ή περιθώριο βιβλίου που να μη το γεμίσει με στίχους. Συνολικά μας άφησε γύρω στα 500 ποιήματα και πολλές δεκάδες σελίδες πεζών και επιστολών.

Ποιήματα του Ευαγόρα που μελοποιήθηκαν και κυκλόφόρησαν σε δίσκο :
"ΤΩΝ ΑΘΑΝΑΤΩΝ", MINOS-EMI 7243 4 80429 2 7
"Των Αθανάτων", "Ηρώων Γη" (Δημήτρης Λάγιος).
"Ποτέ Δε Θα Πεθάνουμε" (Μιχάλης Χριστοδουλίδης).
Μάριου Τόκα "Ψυχή Τε Και Σώματι"
"Την Ελλάδα Αγαπώ", "Πατέρα Μου", "Και Που Σε Διώχνω Μη Θυμώνεις", "Λες Αλλου Πως Γυρίζω", "Ερωτικό" (Μάριος Τόκας).

Αυτό είναι το αποχαιρετιστήριο γράμμα-ποίημα του Ευαγόρα Παλληκαρίδη στους συμμαθητές του, το οποίο άφησε στην έδρα της τάξης του μια μέρα πριν φύγει για το βουνό και ενταχθεί στις ένοπλες δυνάμεις της Ε.Ο.Κ.Α.

ΕΓΕΡΤΗΡΙΟΝ ΣΑΛΠΙΣΜΑ
του Ευαγόρα Παλληκαρίδη

Παλιοί συμμαθηταί, 
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ

Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.

Θ’ αφήσω αδέλφια συγγενείς,
τη μάνα, τον πατέρα
μεσ’ τα λαγκάδια πέρα
και στις βουνοπλαγιές.

Ψάχνοντας για τη Λευτεριά
θα’ χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι,
βουνά και ρεματιές.

Τώρα κι αν είναι χειμωνιά,
θα’ ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει
σε πόλεις και χωριά.

Μα δεν μπορώ να καρτερώ

Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.

Τα σκαλοπάτια θ’ ανεβώ,
θα μπω σ’ ενα παλάτι,
το ξέρω θαν απάτη,
δεν θαν αληθινό.

Μεσ’ το παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο
να κάθεται σ’ αυτό.

Κόρη πανώρια θα της πω,
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου,
μονάχα αυτό ζητώ.

Γειά σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο,

Ας πάρει μιαν ανηφοριά
ας πάρει μονοπάτια
να βρει τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.

Με την ελευθερία μαζί,
μπορεί να βρει και μένα.

Αν ζω, θα με ’βρει εκεί.



ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ 

ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥ Η ΜΝΗΜΗ...


Του αντρειωμένου Ευαγόρα Παλληκαρίδη ο θάνατος…
Δημήτρης Νατσιός
«Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη λευτεριά».
Ευαγόρας Παλληκαρίδης

13 Μαρτίου του 1957, Κύπρος, Λευκωσία. Ο 19χρονος μαθητής του Ελληνικού Γυμνασίου Πάφου, Ευαγόρας Παλληκαρίδης οδηγείται από τους Άγγλους δήμιους, στην αγχόνη. Παρά τις απεγνωσμένες εκκλήσεις για απονομή χάριτος, η αγγλοβασίλισσα Ελισάβετ και το δολοφονικό όργανό της στην Κύπρο, ο Κυβερνήτης Χάρτινγκ, αρνούνται πεισμόνως. Ο εθνομάρτυρας ανεβαίνει γαλήνιος τα σκαλοπάτια της θυσίας και της δόξας. Το εικονοστάσι του Γένους, το Συναξάρι της πατρίδας λαμπρύνεται μ’ έναν ακόμη ήρωα. Στις 5-12-1955 ο Ευαγόρας άφηνε τα μαθητικά θρανία και ανέβαινε «κλέφτης στα βουνά» προσχωρούσε στην θρυλική Ε.Ο.Κ.Α. Γράφει ο πατέρας του Μιλτιάδης Παλληκαρίδης: «Φεύγοντας από το σπίτι ο Ευαγόρας, κατά τις 4 μ.μ. επέρασεν από το Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου, και αφήνει επί της έδρας το εγερτήριο σάλπισμά του. Και γράφει προς τους συμμαθητές του, και γράφει προς τους φίλους, γράφει σε κάθε τίμιο μαθητή, γράφει σε κάθε Κύπριο:
«Παλιοί συμμαθηταί:
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας∙ κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγον ελεύθερο αέρα∙ κάποιος που μπορεί να μην το ξαναδείτε, παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό μονάχα».
Και στη συνέχεια γράφει στον μαυροπίνακα ο ήρωας – ποιητής τον «Θούριο» του: «Θα πάρω μιαν ανηφοριά/ θα πάρω μονοπάτια…». Το ποίημα αποτελούμενο από 8 στροφές τελειώνει με την εξής προφητική για την ζωή του:
«- Κόρη πανώρια θα της πω
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου
μονάχα αυτό ζητώ».
(Από το βιβλίο: «Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο έφηβος ποιητής και ηρωομάρτυρας», Π. Στυλιανού, Λευκωσία 1986).

Σήμερα το μνήμα του, κενό γιατί οι Άγγλοι έκαιγαν με ασβέστη τα λείψανα των αγωνιστών, βρίσκεται στα «Φυλακισμένα Μνήματα» της Λευκωσίας, μαζί με τους άλλους αντρειωμένους που ο θάνατός τους, θάνατος δε λογιέται. Οι Άγγλοι κατακτητές εξαφάνιζαν τα ιερά κόκαλα των αγωνιστών του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., διότι αγνοούν ως γνήσια δυτικά περικαθάρματα, ότι η μνήμη δεν αλυσοδένεται. Η μνήμη είναι το πιο ισχυρό αμυντήριο ενός έθνους. Κι αν σήμερα κάποιοι τσαρλατάνοι της ιστοριογραφίας παλεύουν να την εξαλείψουν ματαιοπονούν. Έγραφε ο Σεφέρης τον Οκτώβρη του 1954 στην αδελφή του Ιωάννα από την Κύπρο για τους Κύπριους: «Ένας πιστός λαός, πεισματάρικα και ήπια σταθερός. Για σκέψου πόσοι και πόσοι πέρασαν από πάνω τους. Σταυροφόροι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι – 900 χρόνια. Είναι αφάνταστο πόσοι πιστοί στον εαυτό τους έμειναν και πόσο ασήμαντα ξέβαψαν οι διάφοροι αφεντάδες πάνω τους. Και τώρα γράφουν στους τοίχους των χωριών τους: «Θέλωμεν την Ελλάδα μας κι ας τρώγωμεν πέτρες…». (Ν. Ορφανίδη, «Η πολιτική διάσταση της ποίησης του Γ. Σεφέρη», εκδ. «ΑΣΤΗΡ», σελ. 171). Πώς άλλαξαν τα πράγματα; Σήμερα «τρώγωμεν» την Ελλάδα, χωρίς το «μας» και τις πέτρες τις «θέλομεν» για να τις εκσφενδονίζουν, οι μπουχτισμένοι από καλοπέραση και τεμπελιά γόνοι των βορείων προαστίων, κατά των εχθρών του λαού: των καταστηματαρχών που οδεύουν σε λουκέτο.
Παρένθεση: Οι δολοφονίες των δυο αστυνομικών, όπως και πριν από ενάμιση περίπου χρόνο των τριών υπαλλήλων τράπεζας, οι οποίες καταπώς φαίνεται θα μείνουν ατιμώρητες, προμηνύουν το κακό που έρχεται. Ελπίζουμε να προφτάσει ο λαός και όχι οι ψυχανώμαλοι κουκουλοφόροι ή οι χιλιάδες λαθροβιούντες μουσουλμάνοι κατακτητές που μας μισούν.
Επανέρχομαι: να αναπνεύσουμε λίγο από τον αέρα που φτέρωνε τον Ευαγόρα, τον Αυξεντίου, τον Μάτση. «Θέλει μελτέμι γερό, γεννημένο στην Τήνο, που να ‘ρθει με την ευχή της Παναγίας και να καθαρίσει τον τόπο απ’ όλων των λογιών της Τουρκιάς και της γηραιάς Ευρώπης τ’ απομεινάρια». (Ελύτης)
Στο άκουσμα του θανάτου του Ευαγόρα Παλληκαρίδη ο Δωδεκανήσιος Φώτης Βαρέλης έγραψε ένα εξαίσιο ποίημα, το οποίο ο ραδιοσταθμός της Λευκωσίας το μετέδωσε τότε ως δημοτικό κυπριακό τραγούδι. Το παραθέτω:

«Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.

Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.

Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η Τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα. -
Παρόντες όλοι; -
Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει. -
Παρόντες, λέει ο δάσκαλος∙ και με φωνή που τρέμει: -

Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη. -

Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.

Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ σα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο».

Αυτό το αριστούργημα περιεχόταν στο παλιό - προ του 2006 - βιβλίο Γλώσσας της Στ΄ Δημοτικού, στο γ΄ τεύχος. Δεν άρεσε στα κνώδαλα του πολυπολιτισμού. Τους φάνηκε προφανώς «εθνικιστικό». Για ηρωισμούς θα μιλάμε τώρα στους μαθητές. Ο ηρωισμός είναι μια «παρωχημένη στάσις ζωής». Αίματα και κόκκαλα, θα δημιουργήσουν ψυχολογικά προβλήματα στα παιδιά, δεν θα κοιμούνται, θα βλέπουν εφιάλτες. Ενώ «οι συνταγές μαγειρικής», «οι οδηγίες χρήσης καφετιέρας», «η Σόνια, η γάτα που έγινε ήρωας» ανταποκρίνονται πλήρως στην υψηλή αποστολή της διά βίου….βλακείας. Να βγαίνει ο Παλληκαρίδης από τα βιβλία και να μπαίνει στη θέση του συνταγή για μακαρόνια με κιμά. Αχ, δυστυχισμένη πατρίδα «εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια».
Και πώς να μη θυμηθείς και πάλι τα λόγια του Σεφέρη που εξεικονίζουν αριστοτεχνικά αυτό που βιώνουμε σήμερα. «Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονότερο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά, δεν είναι ο τόπος μας, αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα με μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό». Στις κρίσιμες ώρες που περνάμε, όσοι Έλληνες, πρέπει να βροντοφωνάξουμε: «Σήκω Ευαγόρα, σήκω Γρηγόρη, σήκω Παύλε, σήκω Μάρκο, σήκω Διάκο, να μας πείτε ελληνική ιστορία…».

http://www.antibaro.gr/article/3085


Δεν υπάρχουν σχόλια: