Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013
Καρχηδόνιοι (Carthaginians) 3
Καρχηδόνιοι (Carthaginians) 3
(συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
Η αποχώρηση του Πύρρου από την Σικελία άφησε το πεδίο ελεύθερο στους Καρχηδόνιους, οι οποίοι θα ανακαταλάβουν το μεγαλύτερο τμήμα της νήσου, εκτός από τα ανατολικά παράλια. Οι Μαμερτίνοι, με την ανοχή των Καρχηδονίων, επανέλαβαν τις ληστρικές επιδρομές τους και θα γίνουν κύριοι του ΒΑ τμήματος της Σικελίας.
Τότε, θα αναδειχθεί ένας νέος ηγέτης των Συρακουσίων, ο Ιέρων (*), σωστότερα Ιέρων Β΄, η τελευταία μεγάλη μορφή του Σικελιώτικου Ελληνισμού.
_____________________
(*) Δεν πρέπει να συγχέεται με τον Ιέρωνα τον Α΄, αδελφό του νικητή της μάχης της Ιμέρας, τυράννου της Γέλας, Γέλωνος, ο οποίος το 491 π.Χ. κατέλαβε και τις Συρακούσες. Ο Γέλων τότε παρεχώρησε την εξουσία της Γέλας στον Ιέρωνα και μετά τον θάνατό του (478 π.Χ.), ο Ιέρων θα τον διαδεχθεί και στην διακυβέρνηση των Συρακουσών. Ο Ιέρων Α΄ θα καταλύσει το 474 π.Χ. την «Θαλασσοκρατορία των Ετρούσκων» καταναυμαχώντας τον στόλο τους ανοικτά της Κύμης. Η διακυβέρνησή του χαρακτηρίσθηκε από σπουδαία άνθιση των Γραμμάτων και των Τεχνών. Φιλόσοφοι, ποιητές και σημαντικοί άνθρωποι του πνεύματος από την κυρίως Ελλάδα, όπως ο Ξενοκράτης, ο Αισχύλος, ο Σιμωνίδης, ο Πίνδαρος κ.ά. θα προσκληθούν και θα παραμείνουν για μεγάλα διαστήματα στην Αυλή του Ιέρωνος Α΄.
Το 275/274 π.Χ. ο Ιέρων θα εκλεγεί «στρατηγός αυτοκράτωρ» από τον στρατό των Συρακουσών και τους συμμάχους τους και σπεύδοντας στην πόλη των Συρακουσών θα αναλάβει όλες τις εξουσίες. Όπως έχει παρατηρηθεί: «Τυπικά ο Ιέρων ήταν τύραννος, αλλά αντίθετα με τους προκατόχους του, πολιτεύθηκε με τέτοια πραότητα και μεγαλοψυχία, όπως γράφει ο Πολύβιος, ώστε οι Συρακόσιοι, αν και δεν εκτιμούσαν διόλου τις πραξικοπηματικές αρχαιρεσίες του στρατού, επικύρωσαν ομόφωνα την εκλογή του Ιέρωνος ως στρατηγού αυτοκράτορος» (Ι.Ε.Ε. τομ. Δ΄ σελ. 439).
Μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Ιέρων Β΄ προτίμησε να συνάψει ειρήνη με τους Καρχηδονίους, έχοντας στόχο να απαλλάξει αρχικώς την Σικελία από την μάστιγα των Μαμερτίνων, οι διαρπαγές των οποίων ακόμη και σε περιοχές υπό τον έλεγχο των Καρχηδονίων, είχαν ενοχλήσει και δυσαρεστήσει έντονα τις καρχηδονιακές αρχές.
Στην διάρκεια της πρώτης εκστρατείας του (271 π.Χ.) εναντίον των Μαμερτίνων θα προτιμήσει να υποστεί μια σκόπιμη ήττα ώστε να απαλλαγεί από τα απείθαρχα και επικίνδυνα στρατιωτικά τμήματα των μισθοφόρων του, αλλά την επόμενη χρονιά (270 π.Χ.), ο Ιέρων Β΄ θα κατακτήσει πολλά φρούρια και οχυρά, πολιορκώντας και την ίδια την Μεσσήνη. Την Άνοιξη του 269, ο Ιέρων θα συντρίψει τελικά τους Μαμερτίνους στην μάχη του ποταμού Λογγανού, κοντά στις Μύλες. Ο στρατηγός τους Κίως θα αυτοκτονήσει και οι επιζήσαντες Μαμερτίνοι θα αποφασίσουν να παραδώσουν την Μεσσήνη στον Ιέρωνα. Τότε, ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας, ο οποίος παρακολουθούσε τις εξελίξεις από κοντά, ανησυχώντας από την αύξηση της ελληνικής δύναμης, θα σπεύσει με τον στόλο του στην Μεσσήνη και θα πείσει τους Μαμερτίνους να μη παραδώσουν την πόλη τους στους Έλληνες, αλλά να δεχθούν την προστασία καρχηδονιακής φρουράς.
Ο Ιέρων, θεωρώντας ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμος να ξεκινήσει πόλεμο με τους Καρχηδονίους θα επιστρέψει στις Συρακούσες, όπου του επιφυλάχθηκε θριαμβευτική υποδοχή. Τα στρατεύματα των Συρακουσίων και των συμμάχων τους θα τον αναγορεύσουν Βασιλέα και η απόφαση αυτή θα επικυρωθεί όχι μόνον από τον λαό των Συρακουσών, αλλά και από τις αρχές των συμμαχικών πόλεων.
Η εκστρατεία του 269 π.Χ. παρ’ όλο που δεν πέτυχε να απελευθερώσει την Μεσσήνη, απήλλαξε τους Σικελιώτες από τις επιδρομές και λεηλασίες των Μαμερτίνων. Ο Ιέρων Β΄ κατείχε όμως τα οχυρά γύρω από την πόλη και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να ολοκληρώσει τον στόχο του. Η ευκαιρία θα του δοθεί την Άνοιξη του 264 π.Χ. όταν οι Καρχηδόνιοι μετά από αίτημα μιας μερίδας των Μαμερτίνων που έπεισαν και τους υπόλοιπους, αναγκάσθηκαν να αποσύρουν την φρουρά που είχαν στην πόλη. Τότε, θα αρχίσει την πολιορκία από την ξηρά, ενώ ο στόλος του θα την αποκλείσει από την θάλασσα.
Οι Μαμερτίνοι, θα διχασθούν και άλλοι θα ζητήσουν από τους Καρχηδόνιους να στείλουν και πάλι στρατεύματα στην πόλη τους, ενώ άλλοι θα ζητήσουν την βοήθεια των Ρωμαίων, επικαλούμενοι την κοινή ιταλική τους καταγωγή. Ενώ η ρωμαϊκή Σύγκλητος φάνηκε διστακτική στο να έλθει σε ρήξη με τον παλαιό φίλο της Ρώμης Ιέρωνα για χάρη των Μαμερτίνων ληστών, οι Καρχηδόνιοι θα αποδεχθούν αμέσως το αίτημα των Μαμερτίνων και θα σπεύσουν να μεταφέρουν πλοία και στρατεύματα στην Μεσσήνη, όπου θα εξαναγκάσουν τον Ιέρωνα να λύσει την πολιορκία και να αποσυρθεί στις Συρακούσες.
Ένας φιλοπόλεμος Ρωμαίος στρατηγός όμως (ο Άππιος Κλαύδιος, Appius Claudius), έπεισε την Εκκλησία του Δήμου της Ρώμης (που ήταν αναμενόμενο να ορέγεται τα πλούτη που θα μπορούσαν να αποκτηθούν από τις λεηλασίες του πολέμου εναντίον των Σικελιωτών), να παρακάμψει την Σύγκλητο και να δεχθεί το αίτημα βοήθειας των Μαμερτίνων, αλλά επειδή δεν είχε τελειώσει ο πόλεμος Ρωμαίων και Ετρούσκων (που έληξε μετά από λίγους μήνες με την τελειωτική υποταγή των Ετρούσκων), θα σταλεί μια προφυλακή λίγων πλοίων στην Μεσσήνη (Αύγουστος 264 π.Χ.). Το τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να χολωθεί ο Ιέρων από την στάση των Ρωμαίων και από αντίδραση να συμμαχήσει με τους Καρχηδονίους, για τους οποίους η τυχόν κατοχή της Μεσσήνης, άρα και ο έλεγχος των στενών από την Ρώμη, ήταν πολύ βαρύτερο πλήγμα από την κατάκτησή της από τον Ιέρωνα. Η Μεσσήνη θα πολιορκηθεί και πάλι από τον Ιέρωνα, ενώ θα αποκλεισθεί από θαλάσσης από τον καρχηδονιακό στόλο. Ο Άππιος Κλαύδιος όμως, έχοντας εξουσιοδότηση να παραλάβει απλώς την Μεσσήνη, αλλά όχι να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον των Καρχηδονίων, θα καταφέρει με τέχνασμα να σπάσει τον αποκλεισμό και να αποβιβασθεί με τις δυνάμεις του στην πόλη.
Τότε θα θέσει επισήμως την Μεσσήνη υπό την προστασία της Ρώμης και έτσι θα αποκτήσει το νομικό έρεισμα να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον του Ιέρωνος και των Καρχηδονίων, οι οποίοι πολιορκούσαν πλέον μια πόλη κάτω από την ρωμαϊκή προστασία!
Αυτή υπήρξε η αφορμή της έκρηξης του λεγόμενου Α΄ Καρχηδονιακού πολέμου (264-241 π.Χ.), που θα οδηγήσει στην ολοκληρωτική σύγκρουση μεταξύ Ρώμης και Καρχηδόνος, με ανυπολόγιστες συνέπειες, που θα εξελιχθεί σε έναν αγώνα ζωής ή θανάτου ανάμεσα στις δύο πόλεις-κράτη.
Πολύτιμες πληροφορίες για τα γεγονότα αυτού του πολέμου αντλούμε από την εξιστόρηση της σύγκρουσης, αλλά και των όσων προηγήθηκαν, που περιλαμβάνονται στο Α΄ Βιβλίο των Ιστοριών του Πολύβιου του Μεγαλοπολίτη (περ. 200-120 π.Χ.). Κάποια συμπληρωματικά στοιχεία προέρχονται και από την Βιβλιοθήκη Ιστορική του Διόδωρου του Σικελιώτη (1ος αιών π.Χ.), του οποίου όμως τα Βιβλία ΚΑ΄ έως Μ΄ έχουν χαθεί και διαθέτουμε μόνον αποσπάσματά τους.
Η αμοιβαία καχυποψία μεταξύ Καρχηδονίων και Ιέρωνος Β΄, θα έχει ως αποτέλεσμα ο Άππιος Κλαύδιος όχι μόνον να αναγκάσει τους αντιπάλους του να λύσουν την πολιορκία της Μεσσήνης, αλλά και να τους νικήσει τον καθένα χωριστά. Στις αρχές του 263 π.Χ. οι Ρωμαίοι θα πολιορκήσουν τις Συρακούσες, αλλά θα υποστούν αλλεπάλληλες ήττες, κάθε φορά που οι Συρακούσιοι επιχειρούσαν εξόδους. Σε μία μάλιστα συμπλοκή κινδύνευσε να συλληφθεί αιχμάλωτος και ο ίδιος ο Άππιος Κλαύδιος. Τελικώς θα αναγκασθεί να λύσει την πολιορκία και να αποσυρθεί στην Μεσσήνη καταδιωκόμενος, όπου Καρχηδόνιοι και Συρακούσιοι θα επαναλάβουν την πολιορκία. Ο Άππιος Κλαύδιος θα αφήσει μέρος των δυνάμεών του στην Μεσσήνη και θα επιστρέψει ταπεινωμένος στην Ρώμη (βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω στην Ι.Ε.Ε. τομ. Δ΄ σελ. 438-442 και C.A.H. Vol. VII part 2 σελ. 537-545).
Τον επόμενο χρόνο (262 π.Χ.), οι Ρωμαίοι θα στείλουν 4 λεγεώνες στην Σικελία με επικεφαλής δύο νέους Υπάτους, οι οποίοι θα λύσουν την πολιορκία της Μεσσήνης, θα νικήσουν τους Καρχηδονίους και τον Ιέρωνα και θα πολιορκήσουν και πάλι τις Συρακούσες. Τότε ο Ιέρων Β΄, αντιμετωπίζοντας την αυξανόμενη δυσφορία των συμπολιτών του που δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο στο πλευρό των προαιώνιων αντιπάλων τους Καρχηδονίων, θα ζητήσει την σύναψη Ειρήνης με την Ρώμη. Οι Ρωμαίοι έσπευσαν να συμφωνήσουν και θα συνάψουν συμφωνία με ευνοϊκούς όρους για τους Συρακουσίους. Ο Ιέρων Β΄ ανακηρυσσόταν «φίλος και σύμμαχος» των Ρωμαίων, με την υποχρέωση να επιστρέψει τους Ρωμαίους αιχμαλώτους χωρίς λύτρα και να πληρώσει πολεμική αποζημίωση 100 ταλάντων. Επί πλέον, διατήρησε την εξουσία του στο ΝΑ και ευφορώτερο τμήμα της Σικελίας και στις πόλεις που αποτελούσαν τον αρχικό πυρήνα της συμμαχίας του (Λεοντίνοι, Υβλαία Μέγαρα, Έλωρος, Άκραι και Νεαίτιον).
Έτσι, μέχρι το τέλος του Α΄ Καρχηδονιακού πολέμου (241 π.Χ.), ο Ιέρων Β΄ θα κρατηθεί μακριά από την αιματηρή και μακροχρόνιο αυτήν σύρραξη, με αποτέλεσμα οι Συρακούσες να φθάσουν στο ύψιστο σημείο της ακμής τους.
Οι Ρωμαίοι το 262/261 π.Χ. πολιόρκησαν και κατέλαβαν τον Ακράγαντα από τους Καρχηδονίους και εξανδραπόδισαν τους κατοίκους του γιατί είχαν βοηθήσει στην άμυνα της πόλης. Όταν το 254 οι Καρχηδόνιοι ανακατέλαβαν την πόλη, την πυρπόλησαν και κατέσκαψαν τα τείχη της. Την ίδια τύχη είχε και η Καμάρινα από τους Ρωμαίους, όπως και ο Σελινούς από τους Καρχηδονίους, οι οποίοι το 250 π.Χ. κατέσκαψαν την πόλη και μετέφεραν τον πληθυσμό στο Λιλύβαιο.
Η Ρώμη σύντομα αντιλήφθηκε ότι όσο οι Καρχηδόνιοι είχαν την υπεροχή στην θάλασσα δεν υπήρχε περίπτωση να νικήσει. Έτσι το 260 π.Χ. οι Ρωμαίοι συγκρότησαν τον πρώτο μεγάλο στόλο τους, με τον οποίο νίκησαν σε ναυμαχία μια καρχηδονιακή μοίρα, στα ανοιχτά της πόλης Μύλαι, στην ΒΑ Σικελία. Αυτή η νίκη θα επιτρέψει στους Ρωμαίους να αποβιβάσουν ισχυρές δυνάμεις στην Κορσική και να εκδιώξουν τους Καρχηδονίους από το νησί (259 π.Χ.).
Η συνεχιζόμενη ενδυνάμωση των ναυτικών δυνάμεων της Ρώμης θα έχει ως αποτέλεσμα να νικήσουν ολόκληρο τον καρχηδονιακό στόλο στην σημαντική ναυμαχία (256 π.Χ.) που έγινε έξω από το ακρωτήριο Έκνομος (κοντά στις εκβολές του ποταμού Ιμέρα, μεταξύ Ακράγαντος και Γέλας) και στην συνέχεια να αποβιβασθούν σε καρχηδονιακό έδαφος, περίπου 30 χλμ. νοτιότερα από το ακρωτ. Ερμαίον (Ερμαία άκρα, σημερ. Cap Bon της Τυνησίας). Οι Καρχηδόνιοι, μετά από αυτές τις εξελίξεις, με αποδιοργανωμένο στρατό και αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο γενικευμένης εξέγερσης των ιθαγενών, θα ζητήσουν την σύναψη Ειρήνης. Οι σκληροί όροι όμως που έθεσε ο Ρωμαίος Ύπατος κρίθηκαν απαράδεκτοι και οι Καρχηδόνιοι θα εξοπλίσουν νέο στράτευμα, το οποίο θα οργανώσει ο Έλληνας αρχηγός των μισθοφόρων Ξάνθιππος.
Το 255 π.Χ. ο Ξάνθιππος θα συντρίψει τις ρωμαϊκές δυνάμεις, τα υπολείμματα των οποίων θα παραλάβει ο ρωμαϊκός στόλος, που είχε καταναυμαχήσει τον καρχηδονιακό, έξω από το ακρωτ. Ερμαίον.
Μετά από αυτές τις εξελίξεις, οι Ρωμαίοι θα στρέψουν τις προσπάθειές τους στην Σικελία και το 254 θα καταλάβουν το σημαντικό φρούριο του Πανόρμου (σημερ. Παλέρμο-Palermo), αλλά η άφιξη ισχυρών καρχηδονιακών ενισχύσεων θα έχει ως αποτέλεσμα να διακοπούν ουσιαστικά οι εχθροπραξίες για μερικά χρόνια.
Το 251/250 π.Χ. οι πολεμικές συγκρούσεις θα επαναληφθούν. Σε μια σημαντική μάχη κοντά στον Πάνορμο, οι ρωμαϊκές δυνάμεις θα συντρίψουν τους Καρχηδονίους και έτσι θα αρχίσει η πολιορκία της σπουδαιότερης καρχηδονιακής βάσης στην Σικελία, του Λιλύβαιου (όπου πριν από 3 δεκαετίες περίπου, ο Πύρρος Α΄ είχε αποτύχει), ενώ παράλληλα θα αρχίσει και η πολιορκία του Δρέπανου, ενός σημαντικού λιμένος, γύρω στα 220 χλμ. βορειότερα, οι μόνες πόλεις που είχαν παραμείνει στην εξουσία της Καρχηδόνος. Οι πολιορκητές όμως συνάντησαν σθεναρή αντίσταση και το 249 π.Χ. θα αναγκασθούν να αποσυρθούν, αφού έχασαν και το μεγαλύτερο μέρος του στόλου τους σε μια κακοσχεδιασμένη επιχείρηση (η μοναδική σοβαρή ήττα στην θάλασσα που υπέστησαν οι Ρωμαίοι στην διάρκεια αυτού του πολέμου).
Αυτές τις αποτυχίες πάντως των Ρωμαίων σε στεριά και σε θάλασσα, δεν μπόρεσαν να τις εκμεταλλευθούν οι Καρχηδόνιοι λόγω της οικονομικής εξάντλησής τους και οι πολεμικές συγκρούσεις θα περιορισθούν στον ανταρτοπόλεμο που διεξήγαγε ο νέος Καρχηδόνιος διοικητής της Σικελίας, ο Αμίλκας Βάρκας (ο πατέρας του μετέπειτα μεγάλου Καρχηδονίου στρατηλάτη Αννίβα), του οποίου η οικογένεια θα διαδραματίσει σπουδαιότατο ρόλο τα επόμενα χρόνια στους πολέμους Καρχηδόνος-Ρώμης. Με στρατιωτικές επιδρομές που εξορμούσαν από δύο εξαιρετικά οχυρές τοποθεσίες, αρχικά στο όρος Ειρκτή (247/246–244 π.Χ.) και στην συνέχεια στο όρος Έρυξ (244-242 π.Χ.), ο Αμίλκας θα κρατήσει απασχολημένες σημαντικές ρωμαϊκές δυνάμεις και έτσι διαφύλαξε το Λιλύβαιον από μια νέα οργανωμένη πολιορκία.
Το 242 π.Χ. όμως η Ρώμη θα εξοπλίσει έναν στόλο 200 πολεμικών πλοίων, τα οποία θα κατευθυνθούν στο Λιλύβαιο, με στόχο να επαναλάβουν τον αποκλεισμό.
Οι Καρχηδόνιοι θα συγκεντρώσουν βιαστικά ενισχύσεις, αλλά σε μια καθοριστική για τις τύχες του πολέμου ναυμαχία, κοντά σε μια συστάδα βραχονησίδων, τις Αιγάτες ή Αιγούσες, έξω από το Δρέπανον (241 π.Χ.), ο καρχηδονιακός στόλος θα υποστεί πανωλεθρία. Οι Ρωμαίοι θα βυθίσουν 50 πλοία, θα αιχμαλωτίσουν 70 και θα συλλάβουν 10.000 Καρχηδονίους, ενώ οι δικές τους απώλειες θα περιορισθούν σε 12 μόλις πλοία! Από τότε, το βασικό ορειχάλκινο ρωμαϊκό νόμισμα, το ασσάριο, θα απεικονίζει την πλώρη ενός πολεμικού πλοίου.
Η ολοκληρωτική αυτή ναυτική νίκη των Ρωμαίων θα έχει ως συνέπεια την τελική πτώση των καρχηδονιακών φρουρίων μετά από λίγο. Οι Καρχηδόνιοι θα εξουσιοδοτήσουν τον Αμίλκα Βάρκα να διαπραγματευθεί τους όρους της Ειρήνης. Σύμφωνα με την Συνθήκη, οι Καρχηδόνιοι υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν πλήρως την Σικελία, την οποία παραχωρούσαν πλέον στην Ρώμη, τα πλοία τους να μη εισέρχονται σε ρωμαϊκά νερά και να πληρώσουν ως πολεμική αποζημίωση 2200 ευβοϊκά τάλαντα.
Με αυτόν τον τρόπο έληξε ο Α΄ Καρχηδονιακός πόλεμος και οι Ρωμαίοι θα αποκτήσουν τον έλεγχο της πλούσιας σε σιτηρά Σικελίας, με εξαίρεση το κράτος του Ιέρωνος Β΄ και ελαχίστων άλλων πόλεων. Η προσάρτηση της Σικελίας θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες για την περαιτέρω πορεία της Ρώμης. Για πρώτη φορά οι Ρωμαίοι θα αποκτήσουν «υπερπόντια» εδάφη έξω από την Ιταλία, της οποίας δεν αποτελούσε τμήμα η Σικελία στην αρχαιότητα. Με την κατάκτηση της Σικελίας η Ρώμη θα πραγματοποιήσει το πρώτο βήμα προς μια νέα εποχή: την εποχή του ρωμαϊκού «ιμπεριαλισμού», που θα την οδηγήσει στην δημιουργία της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας του Αρχαίου Κόσμου (βλ. σχετικά σχόλια στο M. Grant: History of Rome – London 1990, σελ. 86-87).
Για τους Καρχηδονίους όμως, η ήττα και οι απώλειες του πολέμου (εδαφικές, οικονομικές, ανθρώπινο δυναμικό) δεν ήσαν οι βαρύτερες και οι μοναδικές ζημίες που θα υποστούν. Τον επόμενο ακριβώς χρόνο (240 π.Χ.) η Καρχηδόνα θα συγκλονιστεί από την αιματηρή εξέγερση των 20.000 μισθοφόρων της, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί στην Β. Αφρική και δεν είχαν πληρωθεί. Οι μισθοφόροι θα δημιουργήσουν ανεξάρτητο κράτος (με δικά τους νομίσματα!) και θα επιτεθούν στην ίδια την Καρχηδόνα. Παράλληλα, οι υποτελείς φυλές της περιοχής, διαβλέποντας την ευκαιρία να αποτινάξουν τον ζυγό των καταπιεστών τους θα επαναστατήσουν μαζικά. Θα χρειασθούν τρία ολόκληρα χρόνια πολέμου (ο λεγόμενος «μισθοφορικός ή χωρίς ανακωχή πόλεμος»), οι αγριότητες του οποίου, οι αιματηρές μάχες και οι ακρότητες υπήρξαν πρωτοφανείς, μέχρι την πλήρη εξόντωση των μισθοφόρων. Οι Ρωμαίοι, που είχαν την υποχρέωση από τους όρους της Συνθήκης να συνδράμουν τους Καρχηδονίους, θα ανταποκριθούν έγκαιρα στις υποχρεώσεις τους, φοβούμενοι ότι η τυχόν επικράτηση των μισθοφόρων στην Αφρική θα ήταν μια «διεθνής» απειλή που θα προκαλούσε γενικευμένη αναρχία σε όλες τις χώρες της Μεσογείου.
Δεν θα πράξουν όμως το ίδιο, όταν το 238 π.Χ. εξεγέρθηκαν οι μισθοφόροι των Καρχηδονίων στην Σαρδηνία. Αντίθετα, έστειλαν στρατιωτικές δυνάμεις να παραλάβουν το νησί από την επαναστατημένη φρουρά του και θα το κρατήσουν για λογαριασμό τους. Στις διαμαρτυρίες των Καρχηδονίων ετοιμάστηκαν να απαντήσουν με κήρυξη νέου πολέμου, αλλά τελικά συμβιβάσθηκαν με την παραχώρηση της Σαρδηνίας (βλ. Σαρδηνοί) και της Κορσικής (238 π.Χ.) και την πληρωμή μεγαλύτερης αποζημίωσης από αυτήν που προέβλεπε η αρχική Συνθήκη Ειρήνης με την λήξη του Α΄ Καρχηδονιακού πολέμου.
Αυτό το επεισόδιο απεκάλυψε ότι η Ρώμη σκόπευε να επωφεληθεί στο έπακρο από την νίκη της. Η Καρχηδών δεν είχε πολλά περιθώρια για να αποφύγει την ολοκληρωτική ταπείνωση. Οι πρόσφατες περιπλοκές των εξωτερικών και εσωτερικών συγκρούσεων την είχαν αποδυναμώσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε η προοπτική επανάληψης του πολέμου με ευνοϊκές γι’ αυτήν συνθήκες φαινόταν μακρινή.
Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί μια λύση ώστε να αναπληρωθούν οι εδαφικές απώλειες και να δημιουργηθεί νέος πλούτος που θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει έναν νέο πόλεμο εναντίον της Ρώμης, ενώ παράλληλα να δημιουργηθεί μια νέα βάση για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Αυτό το σχέδιο προετοιμασίας βρήκε ένθερμο υποστηρικτή στο πρόσωπο μιας μεγάλης προσωπικότητας, με εξαιρετικές οργανωτικές και στρατιωτικές ικανότητες, τον Καρχηδόνιο Αμίλκα, τον επιλεγόμενο Βάρκα (=κεραυνό), που είχαμε αναφέρει ως τον οργανωτή του ανταρτοπολέμου εναντίον των Ρωμαίων στην Σικελία και ο οποίος αφιέρωσε την ζωή του στην δημιουργία μιας καρχηδονιακής επικράτειας στην Ιβηρική χερσόνησο.
Η Ιβηρική χερσόνησος θα κατακτηθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της μέσα σε μια δεκαετία (237-228 π.Χ.). Ο Αμίλκας, μεταξύ άλλων υπήρξε και ο ιδρυτής της πόλης Μπαρκίνο (από το προσωνύμιό του Μπάρκα/Βάρκα, η σημερινή Βαρκελώνη). Πνίγηκε στα νερά ενός ποταμού στην διάρκεια μιας μάχης, ενώ πολεμούσε εναντίον των Λουσιτανών (βλ. Λυσιτανοί), στην περιοχή της σημερινής Πορτογαλίας, το 228 π.Χ.
Το έργο του Αμίλκα θα συνεχίσουν ο γαμπρός του Ασδρούβας (Hasdrubal) και ο γιος του Αμίλκα, ο περίφημος Αννίβας (Hannibal), ο οποίος ανέλαβε την αρχιστρατηγία των καρχηδονιακών δυνάμεων το 221 π.Χ. όταν ο Ασδρούβας δολοφονήθηκε από έναν Γαλάτη δούλο του.
Οι Ρωμαίοι, έχοντας ανησυχήσει από αυτές τις κατακτήσεις, θα πάρουν τα μέτρα τους, ώστε οι Καρχηδόνιοι να περιορισθούν νοτίως του ποταμού Έβρου (Ebro).
Το 219 π.Χ. ο Αννίβας θα πολιορκήσει και θα καταλάβει την πόλη Ζάκανθα (Σάγουντον, Saguntum), που είχε επαφές με την Ρώμη, παρά την σθεναρή άμυνα των κατοίκων. Οι Ρωμαίοι θεώρησαν αυτήν την πράξη ως παραβίαση της Συνθήκης Ειρήνης και απαίτησαν από την Καρχηδόνα να ανακαλέσει τον Αννίβα και να τους παραδώσει την πόλη και τον ίδιο. Η οικογένεια όμως των Βαρκιδών ήταν ήδη πανίσχυρη στην Καρχηδόνα και το Συμβούλιο της πόλεως απέρριψε αυτές τις παράλογες ρωμαϊκές απαιτήσεις, κηρύσσοντας τον πόλεμο.
Έτσι ξεκίνησε ο Β΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος (218-202 π.Χ.), στην διάρκεια του οποίου η Ρώμη κινδύνευσε με ολοκληρωτική εξαφάνιση.
Το 218 π.Χ. όταν οι απεσταλμένοι του διοικητή της Ιβηρικής χερσονήσου Αννίβα έφθασαν στους Βοΐους, ένα ισχυρό γαλατικό φύλο της κοιλάδας του Πάδου (Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία), για να ζητήσουν την σύναψη συμμαχίας εναντίον της Ρώμης, οι σκληρά καταπιεσμένοι από τους Ρωμαίους Βόϊοι (ἤ Βοῖοι) αποδέχθηκαν αμέσως την πρόταση. Στην Συμμαχία θα προσχωρήσουν και άλλα γαλατικά φύλα της περιοχής, που θα βοηθήσουν αποφασιστικά τον Αννίβα να πραγματοποιήσει το αδιανόητο, την περίφημη διάβαση των Άλπεων, ενώ είχε αρχίσει η χειμερινή περίοδος!
Μια ρωμαϊκή στρατιά θα σπεύσει να σταματήσει τους Καρχηδόνιους και η μάχη θα δοθεί τον Δεκέμβριο του 218 π.Χ. στις όχθες του ποταμού Τίκινου, ενός από τους βόρειους παραπόταμους του Πάδου, όπου πριν από δυόμισι αιώνες περίπου οι νεοφερμένοι τότε Γαλάτες είχαν πετύχει μια αποφασιστική νίκη εναντίον των Ετρούσκων (βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω στο λήμμα Γαλάτες). Στην σύγκρουση που ακολούθησε οι Ρωμαίοι θα ηττηθούν και θα καταφύγουν νοτίως του Πάδου.
Μια άλλη ρωμαϊκή στρατιά από 40.000 άνδρες θα συγκρουσθεί με τον Αννίβα κοντά στον νότιο παραπόταμο του Πάδου, τον Τρεβία (Trebbia), επιδιώκοντας να αιφνιδιάσει τους Καρχηδονίους. Ο Αννίβας, έχοντας προειδοποιηθεί από τους Γαλάτες της περιοχής, θα προετοιμασθεί κατάλληλα και στην μάχη που επακολούθησε θα κατατροπώσει τους Ρωμαίους, στηριζόμενος στο εξαιρετικό ιππικό των Νουμιδών και στους Γαλάτες που διψούσαν για εκδίκηση. Ο ρωμαϊκός στρατός θα περικυκλωθεί, θα συντριβεί και θα σφαγιασθεί. Μόλις 10.000 θα διασωθούν και θα καταφύγουν στην Πλακεντία.
Με αυτόν τον τρόπο ο Αννίβας, μετά από δυο αποφασιστικές μάχες μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα γίνει κύριος ολόκληρης της Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας. Χιλιάδες Γαλάτες θα συρρεύσουν να ενισχύσουν τον στρατό των Καρχηδονίων, ο οποίος θα διαχειμάσει κοντά στην Βονωνία (Μπολώνια), την πρωτεύουσα των Βοΐων.
Στις αρχές της Άνοιξης του 217 π.Χ. ο Αννίβας θα ξεκινήσει και θα αρχίσει να προελαύνει νοτιότερα, βαδίζοντας εναντίον της Ρώμης. Αφού διασχίσει την οροσειρά των Απεννίνων, θα φθάσει στην Ετρουρία, στις αρχές του καλοκαιριού. Στο μεταξύ, οι δύο νέοι ύπατοι που πρόσφατα είχαν εκλεγεί, θα συγκεντρώσουν στρατεύματα και θα προσπαθήσουν να παγιδεύσουν τους Καρχηδόνιους ανάμεσα σε δύο ρωμαϊκούς στρατούς, επικεφαλής των οποίων είχαν τεθεί οι ίδιοι, προσπαθώντας να επαναλάβουν αυτό που είχε συμβεί με τους Γαλάτες στην μάχη της Τελαμώνος (βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Γαλάτες).
Ο Αννίβας όμως, μία από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ιδιοφυΐες του Αρχαίου Κόσμου, είχε πληροφορηθεί τις κινήσεις των Ρωμαίων και προετοιμάσθηκε κατάλληλα. Όταν πλησίασε στην λίμνη Τρασιμένη (Lacus Trasimenus), κοντά στην σημερινή πόλη της κεντρικής Ιταλίας Περούτζια και 140 χλμ. περίπου βορείως της Ρώμης, θα κρύψει τον στρατό του στους δασωμένους λόφους και θα περιμένει τους Ρωμαίους. Το ομιχλώδες πρωϊνό της 21ης Ιουνίου 217, «…ούσης δε της ημέρας ομιχλώδους διαφερόντως…», όπως περιγράφει ο Πολύβιος (Γ΄ 84), οι 40.000 Ρωμαίοι λεγεωνάριοι θα υποστούν αιφνιδιαστικά την επίθεση των 35.000 ανδρών του Αννίβα: Γαλατών, Νουμιδών, Κελτιβήρων και Καρχηδονίων.
Η μάχη, που σύντομα εξελίχθηκε σε σφαγή των πανικόβλητων Ρωμαίων, υπήρξε μια από τις πλέον αιματηρές ενέδρες της Ιστορίας. Ολόκληρος ο ρωμαϊκός στρατός θα εξοντωθεί και ο επικεφαλής Ύπατος θα πέσει στο πεδίο της μάχης. Ο άλλος Ύπατος, που ακολουθούσε το αρχικό σχέδιο, θα αργοπορήσει και θα στείλει μόνο το ιππικό για να προλάβει την μάχη. Και αυτό το στρατιωτικό τμήμα θα εκμηδενισθεί από τους Νουμιδούς ιππείς του Αννίβα. Οι μισοί θα σκοτωθούν στην μάχη και οι άλλοι μισοί θα αιχμαλωτισθούν την επομένη, έχοντας περικυκλωθεί.
Ο Αννίβας θα διαπράξει τότε το μεγαλύτερο λάθος της λαμπρής στρατιωτικής σταδιοδρομίας του και αντί να βαδίσει εναντίον της ίδιας της Ρώμης, προχώρησε στην νότια Ιταλία. Πολλοί ιστορικοί δικαιολόγησαν αυτήν την κίνηση του Αννίβα επισημαίνοντας ότι δεν διέθετε ούτε τον κατάλληλο μηχανικό εξοπλισμό, ούτε τα ανάλογα εκπαιδευμένα στρατεύματα για την πολιορκία μια καλά οχυρωμένης πόλης όπως η Ρώμη. Είναι πάντως γεγονός ότι αν τότε πετύχαινε να καταλάβει την Ρώμη, θα άλλαζε ο ρους της παγκόσμιας Ιστορίας.
Τον επόμενο χρόνο οι Ρωμαίοι θα υποστούν μια ακόμη μεγαλύτερη συμφορά.
Τον Ιούνιο του 216 π.Χ. ο Αννίβας βρισκόταν στην Απουλία, με στόχο να πείσει να προσχωρήσουν στις τάξεις του, όλοι οι λαοί της περιοχής, καθώς και οι ελληνικές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδος.
Οι Ρωμαίοι, θα συγκεντρώσουν μια φοβερή δύναμη 150.000 ανδρών, διπλάσια από τον συμμαχικό στρατό του Αννίβα και θα φθάσουν στην περιοχή με το μεγαλύτερο μέρος αυτού του στρατού, αποφασισμένοι να νικήσουν. Μετά από κάποιες μικροσυμπλοκές, στις οποίες οι αντίπαλοι δοκίμαζαν τις δυνάμεις τους, η αποφασιστική σύγκρουση θα γίνει στις 3 Αυγούστου του 216 π.Χ. στις Κάννες (Cannae, σημερ. Cannosa di Puglia), περίπου 20 χλμ. δυτικά από την σημερινή παραλιακή κωμόπολη της Απουλίας Μπαρλέττα (Barletta), στην πεδιάδα που σχηματίζουν οι εκβολές του ποταμού Οφάντο (Ofanto).
Οι Ρωμαίοι θα παρατάξουν τελικά 80.000 πεζούς και 6.500 ιππείς, ενώ ο Αννίβας 40.000 πεζούς και 10.000 ιππείς. Παρά την μεγάλη αριθμητική υπεροχή του ρωμαϊκού στρατού, η στρατιωτική ιδιοφυΐα του Καρχηδόνιου στρατηλάτη θα υπερισχύσει και ο ρωμαϊκός στρατός σύντομα θα βρεθεί περικυκλωμένος. Στην σφαγή που θα επακολουθήσει, 70.000 Ρωμαίοι θα βρουν τον θάνατο και 10.000 θα συλληφθούν αιχμάλωτοι. Μεταξύ των νεκρών ήσαν τρεις πρώην Ύπατοι, 80 Συγκλητικοί και ο ένας από τους δύο εν ενεργεία Ύπατους, ο Λούκιος Αιμίλιος Παύλος. Ο άλλος Ύπατος, ο στρατηγός διοικητής Γάϊος Τερέντιος Βάρρων, μετά βίας θα διαφύγει με τα ελάχιστα επιζήσαντα υπολείμματα του στρατού.
Η νίκη των Καρχηδονίων, που έχασαν μόλις 5.700 άνδρες από τους οποίους 4.000 Γαλάτες, υπήρξε ολοκληρωτική. Το σύνολο σχεδόν των στρατιωτικών δυνάμεων της Ρώμης είχε καταστραφεί και η ιταλική χερσόνησος ήταν πλέον στην διάθεση του Αννίβα. Και πάλι όμως θα αποφύγει να προχωρήσει στην κατάληψη της Ρώμης, με αποτέλεσμα να δώσει την ευκαιρία στους Ρωμαίους να ανασυγκροτηθούν (βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω στον Πολύβιο Γ΄ 33-118). Έτσι, θα ξεκινήσει μια πολύχρονη περίοδος φθοράς, που θα καταλήξει όμως εις βάρος των Καρχηδονίων και στην τελική αποχώρηση του Αννίβα από την Ιταλία, τον χειμώνα του 203 π.Χ. όταν ανακλήθηκε εσπευσμένα στην Καρχηδόνα για να υπερασπίσει την πόλη από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, που είχαν μεταφέρει τον πόλεμο σε καρχηδονιακό έδαφος. Η αποτυχημένη προσπάθεια του νεώτερου αδελφού του, Ασδρούβα Βάρκα, ο οποίος το 207 π.Χ. διέσχισε την Ισπανία και εισέβαλε στην Β. Ιταλία με ένα μεγάλο εκστρατευτικό σώμα, που ενισχύθηκε με Γαλάτες και Λίγυρες και ή ήττα του στην μάχη του ποταμού Μέταυρου (Metaurus στην Ομβρική, Umbria), όπου έπεσε στο πεδίο της μάχης, έπαιξε ασφαλώς σημαντικό ρόλο στην τελική αποχώρηση των Καρχηδονίων από την Ιταλία.
Μία άλλη συνέπεια της ήττας στο Μέταυρον ήταν να επιτύχουν οι Ρωμαίοι να κατακτήσουν τελικώς (μετά από την αποτυχημένη και με καταστροφικές συνέπειες εκστρατεία του 211 π.Χ.) την Ιβηρική χερσόνησο το 206 π.Χ. και να εκδιώξουν τους Καρχηδονίους από την περιοχή.
Το 202 π.Χ. ύστερα από την ατυχή έκβαση της μάχης στην Ζάμα και την ήττα του Αννίβα, στην οποία σημαντικότατο ρόλο έπαιξε η προσχώρηση στους Ρωμαίους του ηγεμόνα των Νουμιδών Μασσανάσση (Masinissa) και του έξοχου ιππικού του, οι Καρχηδόνιοι θα αναγκασθούν να συνθηκολογήσουν και με αυτόν τον τρόπο θα λήξει με νίκη της Ρώμης και ο Β΄ Καρχηδονιακός πόλεμος.
Οι Καρχηδόνιοι θα αναγκασθούν να δεχθούν τους βαρύτατους όρους της Ρώμης, η οποία τελείωσε τον πόλεμο με ολοκληρωτικό θρίαμβο.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει μια σύντομη περιγραφή των εξελίξεων στην Σικελία μετά την έκρηξη του Β΄ Καρχηδονιακού πολέμου, όπου κάποιες αρχικές επιθέσεις από μοίρες του καρχηδονιακού στόλου αποκρούσθηκαν μεν εύκολα, αλλά το 215 π.Χ. θα ξεσπάσει σοβαρή αναταραχή, μετά τον θάνατο (σε ηλικία 92 ετών) του συμμάχου των Ρωμαίων Ιέρωνος Β΄, ο οποίος με την βοήθεια του γνωστού μαθηματικού Αρχιμήδη, είχε ήδη οχυρώσει τις Συρακούσες με τέτοιες υποδειγματικές οχυρώσεις, που είχαν καταστεί φημισμένες στον Αρχαίο Κόσμο.
Την ίδια χρονιά (215 π.Χ.), θα υπογραφεί και η Συνθήκη αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ του Αννίβα και του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας και έτσι θα ξεσπάσει ο Α΄ Μακεδονικός πόλεμος (215-205 π.Χ.), ο οποίος όμως δεν επηρέασε τις εξελίξεις της σύγκρουσης Καρχηδόνος-Ρώμης (βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Ρωμαίοι).
Στην Σικελία, το Ιέρωνα Β΄ θα διαδεχθεί ο εγγονός του Ιερώνυμος σε ηλικία 15 ετών, αλλά η απειρία του θα τον καταστήσουν όργανο διαφόρων αυλικών και θα τον οδηγήσουν σε μια σειρά εγκληματικών πράξεων και αντιρωμαϊκών ενεργειών. Όλα αυτά θα οδηγήσουν τελικώς στην δολοφονία του νεαρού βασιλέως από φιλορωμαίους ολιγαρχικούς, οι οποίοι θα επικρατήσουν μεν πρόσκαιρα, αλλά στην συνέχεια ο λαός των Συρακουσών θα φέρει στην εξουσία τους ηγέτες της φιλοκαρχηδονιακής παράταξης, μετά από σφαγή των ολιγαρχικών.
Τότε (καλοκαίρι του 213 π.Χ.), οι Ρωμαίοι θα αποφασίσουν να πολιορκήσουν τις Συρακούσες, αλλά οι εξαιρετικές οχυρώσεις και οι φοβερές κατασκευές του Αρχιμήδη θα προκαλέσουν μεγάλες απώλειες σε στρατιώτες και υλικά μέσα στους πολιορκητές. Οι Ρωμαίοι στρατηγοί αντιλαμβανόμενοι ότι η πόλη δεν επρόκειτο να καταληφθεί με εφόδους, την απέκλεισαν από στεριά και θάλασσα.
Οι Συρακούσες θα καταληφθούν την Άνοιξη του 211 π.Χ. από τους Ρωμαίους, εξ αιτίας εσωτερικών προστριβών, παρά τις συνεχείς ανεπιτυχείς προσπάθειες των Καρχηδονίων να ανακουφίσουν και να ενισχύσουν τους πολιορκούμενους.
Μετά από μισή χιλιετία, το απόρθητο φρούριο του Δυτικού Ελληνισμού, η πλουσιότερη και ωραιότερη πόλη της Σικελίας, θα πέσει θύμα στην ρωμαϊκή θηριωδία και απληστία. Ένα από τα θύματά τους ήταν και ο γέρων πλέον Αρχιμήδης που θα δολοφονηθεί από έναν άξεστο Ρωμαίο, ενώ ήταν απορροφημένος με την λύση ενός μαθηματικού προβλήματος. Η πόλη θα απογυμνωθεί από τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της, ακόμη και από τα αγάλματα των θεών, που θα μεταφερθούν στην Ρώμη είτε για να την διακοσμήσουν, είτε για να αγορασθούν από νεοφώτιστους Ρωμαίους συλλέκτες (Ι.Ε.Ε. τομ. Δ΄ σελ. 458).
Με την πτώση του Ακράγαντος (210 π.Χ.) έσβησε οριστικά και το τελευταίο ίχνος πολιτικής ανεξαρτησίας των Ελλήνων της Σικελίας.
Μετά την λήξη του Β΄ Καρχηδονιακού πολέμου το 201 π.Χ. όπως προαναφέρθηκε, η Καρχηδών σεβάστηκε την Συνθήκη Ειρήνης που υπέγραψε με τους Ρωμαίους, παρά τις συνεχείς προσαρτήσεις εδαφών της από τον προστατευόμενο της Ρώμης, ηγεμόνα των Νουμιδών Μασσανάσση, ο οποίος επέκτεινε συνεχώς τα όρια της επικράτειάς του (σημερ. ανατολική Αλγερία).
Το εμπόριο όμως και τα έσοδά της αυξήθηκαν με τέτοιους ρυθμούς ώστε προκάλεσαν τον φθόνο του συνεχώς διευρυνόμενου εμπορικού κόσμου της Ρώμης, αλλά και τις ανησυχίες των περισσότερο διστακτικών πολιτικών της. Ο παράγων που θα διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην δημιουργία φιλοπόλεμου κλίματος εναντίον των Καρχηδονίων, ήσαν ασφαλώς οι συνεχείς προτροπές του φανατικού εχθρού της Καρχηδόνος, του Κάτωνος του πρεσβύτερου, γνωστού με το προσωνύμιο Τιμητής, ο οποίος με κάθε ευκαιρία διακήρυσσε ότι «η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί» (Cartago delenda est).
Η τυπική αφορμή δεν άργησε να δοθεί, όταν οι Καρχηδόνιοι αναγκάσθηκαν να πάρουν τα όπλα για να αντισταθούν στις αγριότητες του αποθρασυνθέντος πλέον Μασσανάσση (150 π.Χ.). Ρωμαϊκά στρατεύματα θα σταλούν στην Αφρική και παρά τα αιτήματα των Καρχηδονίων να παραδώσουν τα όπλα και ομήρους, ο πόλεμος θα ξεσπάσει όταν οι Ρωμαίοι θα απαιτήσουν από τους Καρχηδονίους να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να μετοικίσουν στο εσωτερικό, μακριά από την θάλασσα! Οι Καρχηδόνιοι, σε μια απελπισμένη προσπάθεια, θα συγκεντρώσουν όσες δυνάμεις και εξοπλισμό τους απέμεινε και θα οχυρωθούν στην πόλη τους.
Με αυτόν τον τρόπο άρχισε ο άνισος Γ΄ Καρχηδονιακός πόλεμος (150-146 π.Χ.), ο οποίος θα λήξει με την εκπόρθηση της Καρχηδόνος μετά από τρία περίπου χρόνια πολιορκίας. Από τον πληθυσμό της, ο οποίος σύμφωνα με τις πηγές ξεπερνούσε τις 250.000, μόνον 50.000 επέζησαν και οι οποίοι πουλήθηκαν ως δούλοι. Η πόλη ισοπεδώθηκε και ο χώρος της καταράστηκε στην διάρκεια πανηγυρικών τελετών και εκδηλώσεων, γεγονός που αποδεικνύει το πόσο ήσαν τρομοκρατημένοι οι Ρωμαίοι από την ύπαρξη και μόνον της Καρχηδόνος. Όση από την επικράτειά της είχε απομείνει από την αρπακτικότητα του Μασσανάσση, μετατράπηκε στην ρωμαϊκή επαρχία της «Αφρικής».
Αυτό υπήρξε και το τέλος των Καρχηδονίων και του πολιτισμού τους, του οποίου το απεχθέστερο και το πλέον κατακριτέο στοιχείο ήταν ασφαλώς οι τελετουργικές θυσίες μικρών παιδιών σε απίστευτους αριθμούς. Το έθιμο προϋπήρχε και στην Φοινίκη, αλλά και στους Εβραίους. Οι αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη για την θυσία του Αβραάμ και η σαφής αναφορά (Βασιλέων ΙΙ - 16, 3) ότι ο βασιλεύς του Ιούδα Αχάζ (Ahaz) θυσίασε τον γιο του ή τους γιους του (Χρονικών ΙΙ – 28, 3), αποδεικνύουν την διάδοση αυτής της πρακτικής μεταξύ των Σημιτικών λαών. Ο όρος που χρησιμοποιούσαν για την τελετουργική θυσία μικρών παιδιών ήταν mlk (=θυσία) και ειδικότερα lamolek, η οποία παλαιότερα παρερμηνεύθηκε ως θυσία «στον Μολώχ», έναν ανύπαρκτο θεό, προς τιμή του οποίου υποτίθεται ότι γίνονταν οι ανθρωποθυσίες (βλ. C.A.H. Vol. III part 2, σελ. 337-338).
Στην ίδια την Καρχηδόνα το έθιμο αναβίωσε και διαδόθηκε σε όλη σχεδόν την επικράτειά της με ελάχιστες εξαιρέσεις. Όπως αποκάλυψαν οι ανασκαφές στους ειδικούς χώρους ταφής, τα περιβόητα «Τοφέτ» (tophet, ο όρος αυτός δεν βρέθηκε σε κάποια καρχηδονιακή επιγραφή, αλλά προέρχεται από την Παλ. Διαθήκη και σημαίνει στην πραγματικότητα «χώρος καύσης»), τα νεαρά θύματα που είχαν σφαγιασθεί τελετουργικά με μαχαίρι, καίγονταν στην συνέχεια και οι στάχτες τους τοποθετούνταν σε ειδικά δοχεία (τεφροδόχοι) τα οποία σφραγίζονταν και θάβονταν σε αυτόν τον «ιερό» τόπο. Συχνά πάνω από το σημείο ταφής ανήγειραν ένα πέτρινο μνημείο. Το Τοφέτ της Καρχηδόνος χρονολογείται από το 750 π.Χ. τουλάχιστον και η κατασκευή του είναι σύγχρονη με την ίδρυση της πόλης.
Το Τοφέτ της Καρχηδόνος
Ο κύριος θεός των Καρχηδονίων ήταν ο Βάαλ-Άμμων, ένας σκοτεινός θεός που ταυτίστηκε από τους Έλληνες με τον Κρόνο. Στην διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. η λατρεία της θεάς Τανίτ, πιθανόν λιβυκής προέλευσης, διαδόθηκε ευρύτατα και αυτοί οι δύο θεοί επισκίασαν άλλες θεότητες όπως τον Μελκάρθ (Melkarth), την κύρια θεότητα της Τύρου, που ταυτίστηκε με τον Ηρακλή και τον Εσσμούν (Eshmun), που ταυτιζόταν με τον Ασκληπιό. Οι θυσίες των μικρών παιδιών που προαναφέραμε γίνονταν στον Βάαλ-Άμμωνα.
Νόμισμα Καρχηδόνος
Η θεά Τανίτ-Λέων και φοίνιξ
Η πρόδρομος της γλώσσας των Καρχηδονίων κατατάσσεται στον Βορειοδυτικό κλάδο των Σημιτικών γλωσσών ή Βόρεια Κεντρική Ομάδα. Κατά την αρχική φάση εξέλιξης, το λεγόμενο Αρχαίο Στάδιο, η εν λόγω Ομάδα περιελάμβανε τις γλώσσες Αρχαία Αμορριτική, την νότια Χαναανιτική (Φοινικική) και την βόρεια Χαναανιτική (Ουγκαριτική). Η επόμενη φάση εξελίξεως αυτών των γλωσσών ήταν το λεγόμενο Μέσο Στάδιο, όπου θα προκύψουν η Παλαιά Αραμαϊκή, η Μέση Φοινικική (από την οποία θα προέλθει η Καρχηδονιακή), η Εβραϊκή και η ομάδα γλωσσών της Υπεριορδανίας (Αμμωνιτική, Εδωμιτική και Μωαβιτική).
Από το λήμμα Καρχηδόνιοι του "Λεξικού των λαών του αρχαίου κόσμου" του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη
Ετικέτες
Ελληνισμός,
Ιστορία,
Magna Grecia
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου