Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Η έννοια της κάστας στις Ινδίες (2)


Η έννοια της κάστας στις Ινδίες (2)
Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης

(συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)

Όλα αυτά συνιστούν το δεύτερο σύστημα διακρίσεων της Ινδικής κοινωνίας, το Σύστημα Τζάτι (jāti = γέννηση), σύμφωνα με το οποίο κάθε άτομο από την στιγμή της γέννησης του είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα που ανήκουν οι γονείς του.
Για την καταγωγή αυτού του συστήματος, έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες, αλλά όπως αποδείχθηκε, η τάση για τον διαχωρισμό του πληθυσμού σε κλειστές ομάδες, βάσει της απασχόλησης και του επαγγέλματος τους, ενυπήρχε ήδη στις προϊστορικές κοινωνίες των Ινδιών, όπως π.χ. στους λαούς του πολιτισμού του Ινδού ποταμού, πριν ακόμη από την εισβολή των Ινδοαρίων. Αλλά δεν ήσαν μόνον οι επαγγελματικοί δεσμοί που σφιχτόδεναν τα μέλη μιας ομάδας μεταξύ τους και που δημιουργούσαν βαθμιαία τις προϋποθέσεις της δημιουργίας κλειστών κοινωνικών συνόλων. Υπήρχαν παράλληλα και άλλοι παράγοντες (γλωσσικοί. φυλετικοί κ.λπ.), που υποβοηθούσαν επίσης στην σφυρηλάτηση μιας εξαιρετικά ισχυρής κοινωνικής συνοχής μεταξύ των μελών της κάθε ομάδας, που θα ενδυναμώσει συνεχώς μέσα στην πορεία του χρόνου και η οποία με αυτόν τον τρόπο, λειτούργησε αναδραστικά προς την κατεύθυνση της διατήρησης εκείνων ακριβώς των ιδιαιτέρων ηθών και εθίμων ή κάποιον διαφορετικών γλωσσών, που είχαν συντελέσει στην δημιουργία της.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες, που συντελούσαν στην επικράτηση και διαιώνιση των διακρίσεων, όχι μόνον δεν εξουδετερώθηκαν λόγω της συμπεριφοράς των εισβολέων. Και τούτο διότι η υπερβολική φυλετική υπερηφάνεια των νεοφερμένων Αρίων, θα καλλιεργήσει στην πράξη και για προφανείς λόγους (αποφυγή αφομοίωσης, ευκολότερος έλεγχος των ιθαγενών), τον προϋπάρχοντα διαχωρισμό σε ομάδες των υποταγμένων κατοίκων. Από την άλλη πλευρά, οι μη-Άριοι τεχνίτες και επαγγελματίες, συναθροίζονταν σε κλειστές ομάδες για να διαφυλάξουν τα μυστικά της τέχνης τους ή του επαγγέλματός τους. Οι επικεφαλής όμως αυτών των συντεχνιακών συσσωματώσεων, από ένα σημείο και μετά, άρχισαν να επεκτείνουν τον έλεγχό τους και πέραν των αυστηρώς επαγγελματικών υποχρεώσεων, εποπτεύοντας και καθορίζοντας επιπλέον και τις υπόλοιπες πλευρές της καθημερινής ζωής και συμπεριφοράς των μελών τους.
Το όλο σύστημα ενθαρρύνθηκε από τους Αρίους κατακτητές, δεδομένου ότι εξασφάλιζε, όπως προαναφέραμε, την ειρηνική συμβίωση των εισβολέων με τους υποταγμένους πληθυσμούς και την κοινωνική γαλήνη, με τον εκμηδενισμό των τυχαίων προστριβών και συγκρούσεων, που θα μπορούσαν να αναφυούν σε μια ελεύθερη και ανοικτή κοινωνία και οι οποίες θα έφθαναν στο ανώτατο δυνατό σημείο, δεδομένης της σύνθεσης και του μεγέθους της Ινδικής κοινωνίας.

Με το τέλος της μακροχρόνιας Βεδικής περιόδου (περίπου 1600/1500 π.Χ. – 600/500 π.Χ.) της Ινδικής ιστορίας, όταν πλέον οι Βραχμάνοι είχαν αναδειχθεί σε αδιαφιλονίκητους ρυθμιστές της ζωής της Ινδικής κοινωνίας, το έθιμο της ξεχωριστής διαβίωσης μιας ομάδας από τις γειτονικές της, ήδη βαθιά ριζωμένο, όπως είδαμε, στα παλαιότερα τμήματα του πληθυσμού, θα αρχίσει να γίνεται αποδεκτό, όχι μόνον από τους Ινδοαρίους, αλλά και από τους νεώτερους εισβολείς, οι οποίοι ταχύτατα αφομοιώνονται και εντάσσονται στο καθιερωμένο πλέον Σύστημα ξεχωριστής διαβίωσης. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελούν ασφαλώς οι απόγονοι των τρομερών εισβολέων του 6ο μ.Χ. αιώνα, τον διαβόητων «Λευκών Ούννων», οι οποίοι θα γίνουν γνωστοί ως Ρατζπούτοι (Rajputs = συγγενείς του βασιλέως). Οι απόγονοι αυτοί των εισβολέων από την Κεντρική Ασία, όχι μόνον θα ενταχθούν βαθμιαία στην Ινδική κοινωνία και θα δεσπόσουν στην Ινδική ιστορία, από τον 8ο μέχρι τον 12ο αιώνα μ.Χ., αλλά θα αποτελέσουν και το κλασικό παράδειγμα, το πρότυπο και την ενσάρκωση του πολεμιστή της τάξης των Ξατρίγια, δηλ. της τάξης του Συστήματος Βάρνα όπου ενσωματώθηκαν. Ταυτόχρονα, θα αποτελέσουν και μια ξεχωριστή κάστα στο Σύστημα Τζάτι.
Εν πάση περιπτώσει, οποιαδήποτε και αν υπήρξε η καταγωγή του συστήματος Τζάτι, γεγονός παραμένει ότι οι απαράβατες αρχές του και οι πλήρεις επικράτηση του, χαρακτηρίζουν μέχρι σήμερα και αγκαλιάζουν ολόκληρο το φάσμα της Ινδικής κοινωνίας. Θα πρέπει δε να τονισθεί ότι το Σύστημα αυτό επεκτείνεται όχι μόνο στις τέσσερις τάξεις του Συστήματος Βάρνα, αλλά και στους αποκλεισμένους από εκείνο το Σύστημα τους γνωστούς ως Παρίες ή Αθίκτους.
Τελικώς, οι αρχικές λίγες εκατοντάδες ξεχωριστές ομάδες, θα πολλαπλασιαστούν με την πάροδο των αιώνων στις αναρίθμητες σημερινές ομάδες – κάστες τις οποίες οι κοινωνιολόγοι υπολογίζουν σε πάνω από 3.000 (τρεις χιλιάδες)!
Ο πολλαπλασιασμός αυτός ήταν αναπόφευκτος, καθώς σημειώνονταν αργές μεν, αλλά σταθερές αλλαγές στον τρόπο ζωής, αλλά και στην τεχνολογική εξέλιξη. Έτσι, για παράδειγμα, τα δοκάρια στα οποία στερέωναν τις σκηνές τους οι αρχικά νομάδες Άριοι, όταν πρωτοεμφανίστηκαν στις Ινδίες, κατασκευάζονταν και επεξεργάζονταν αποκλειστικά από την κάστα των ξυλοκόπων. Όταν όμως αργότερα οι Ινδοάριοι άρχισαν να εγκαταλείπουν τον νομαδικό βίο και να εγκαθίστανται μονίμως σε διάφορες περιοχές, όπου έπρεπε να κατασκευαστούν κατοικίες, που απαιτούσαν ειδικευμένους και έμπειρους ξυλουργούς, τότε από την κάστα των ξυλοκόπων αποχωρίσθηκε μια υποκάστα ξυλουργών. Βαθμιαία, αυτή η υποκάστα, αναδείχθηκε σε τελείως ανεξάρτητη και διαφορετική κάστα από την αρχική των ξυλοκόπων.
Θα πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι ο κανόνας αυτός είχε και τις εξαιρέσεις του δεδομένου ότι υπήρχαν κάστες, που λόγου της φύσεως του επαγγέλματος που εξασκούσαν ήταν εύκολη η προσαρμογή τους σε νέες συνθήκες και καταστάσεις. Έτσι, τα μέλη π.χ. της κάστας Καγιάσθα (Kayastha), που ασκούσαν το επάγγελμα του γραφέως, παρέμειναν ανεπηρέαστα από τις αλλαγές που σημειώθηκαν στο πολιτικό προσκήνιο των Ινδιών. Μέλη αυτής της κάστας ανέλαβαν πιθανότητα την χάραξη των περίφημων Διαταγμάτων του Ασόκα, γύρω στο 200 π.Χ. στην Αυτοκρατορία των Μωρύα. Κρατούσαν πρακτικά στις Αυλές των ηγεμόνων του Βασιλιού των Γκούπτα, γύρω στο 350 μ.Χ. Υπήρξαν Γραμματείς των Μογγόλων Αυτοκρατόρων, γύρω στο 1550 και τέλος υπηρέτησαν ως υπάλληλοι της Βρετανικής Διοίκησης γύρω στο 1800. Σήμερα ένα νεαρό μέλος της κάστας Καγιάσθα συνήθως μεταβαίνει στις Η.Π.Α. για να σπουδάσει τηλεπικοινωνίες και ηλεκτρονικά!
Αλλά τα όρια μιας κάστας δεν καθορίζονται μόνον από την παραδοσιακή επαγγελματική ενασχόληση των μελών της. Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζουν και δύο άλλοι αποφασιστικοί παράγοντες : Ο ένας από αυτούς είναι η Γλώσσα και ο άλλος η περιοχή εγκατάστασης.
Έτσι, για παράδειγμα, ένας αγγειοπλάστης ανήκει σε διαφορετική κάστα από έναν ξυλουργό μέσα στο ίδιο χωριό. Αλλά ένας σιδηρουργός του Παντζάμπ, στην Β.Δ. Ινδία, είναι αδύνατο να ανήκει στην ίδια κάστα με έναν σιδηρουργό του κρατιδίου της Κεράλα, στην Ν. Ινδία, όπου όχι μόνον είναι μια διαφορετική περιοχή, αλλά ομιλούν και διαφορετική Γλώσσα.
Τέλος, το κυριότερο χαρακτηριστικό αυτού του συστήματος (που ισχύει βεβαίως εν μέρη και για το Σύστημα Βάρνα), είναι ασφαλώς η κληρονομική ένταξη σε κάθε κάστα και που εφαρμόζεται εξίσου σε άντρες και γυναίκες, από την στιγμή της γέννησης τους. Έτσι π.χ. η κόρη ενός κτίστη θα κληρονομήσει την κάστα του πατέρα της όπως και η αδερφέ της, αλλά και τα αδέρφια της. Η ορολογία επομένως που χρησιμοποιούν οι Ινδοί για το σύστημα αυτό (Τζάτι, jāti) είναι απολύτως δικαιολογημένη (jāti = γέννηση).
Από την άλλη μεριά, κάθε μια από τις χιλιάδες, όπως προαναφέραμε, ξεχωριστές ομάδες του Συστήματος Τζάτι, έχει τους δικούς της αποκλειστικούς κανόνες, που παραδοσιακά καθορίζουν το είδος της τροφής την οποία πρέπει να καταναλώνουν τα μέλη της, τον τρόπο παρασκευής της (μαγείρεμα), τα σχετικά με τον γάμο κάποιου μέλους της και φυσικά, πάνω από όλα, την εκμάθηση του επαγγέλματος που προσδιορίζει και την συγκεκριμένη κάστα.
Ολοκληρώνοντας την περιγραφή του Συστήματος Τζάτι θα ήταν παράλειψη αν δεν τονίζαμε την ύπαρξη μιας αυστηρότατης ιεράρχησης μέσα στο Σύστημα, καθώς επίσης αν δεν αναφερόμασταν στα κριτήρια αυτής της ιεράρχησης.
Βεβαίως, δεν υπάρχει (και ίσως δεν θα μπορούσε να υπάρξει) ένα πλήρες και γενικά αποδεκτό πλαίσιο, όπου θα μπορούσαν να ταξινομηθούν οι απειράριθμες υπαρκτές κάστες και οι υποδιαιρέσεις τους, έτσι ώστε να μπορεί να πραγματοποιηθεί η απόλυτη και πλήρης ιεράρχησή τους. Στην πράξη όμως, όπου σε μια συγκεκριμένη περιοχή (π.χ. σε ένα χωριό) υπάρχει ένας περιορισμένος αριθμός από κάστες, όλοι γνωρίζουν την θέση της κάθε τοπικής κάστας στην ιεραρχία.
Εκείνο πάντως που θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε είναι ότι η ιεράρχηση αυτή δεν παραμένει αναλλοίωτη ανά τους αιώνες. Η θέση μιας κάστας μπορεί να μεταβληθεί με τον χρόνο, αναλόγως των επιτυχιών η των αποτυχιών των μελών της συνολικά. Έτσι, μια κάστα ή ένα μεγάλο τμήμα της (αφού διαφοροποιηθεί, όπως περιγράψαμε παραπάνω), μπορεί βαθμιαία να ανέλθει στην ιεραρχία ή να ξεπέσει. Αυτό όμως που πρέπει να τονιστεί είναι, οτιδήποτε και να συμβεί, θα αφορά ολόκληρη την κάστα και όχι κάποιο μεμονωμένο μέλος της. Είναι αδιανόητο για κάποιον Ινδουιστή να πιστέψει ότι υπάρχει τρόπος να αλλάξει την κοινωνική του θέση π.χ. με γάμο ή με άλλον τρόπο. Η μοναδική περίπτωση αλλαγής, είναι η μετακίνηση ολόκληρης της κάστας στην οποία ανήκει είτε προς τα επάνω είτε προς κάποια υποδεέστερη θέση στην ιεραρχία.
Ως προς το θέμα τώρα του τρόπου ιεράρχησης και της τοποθέτησης μιας κάστας σε κάποιο ανώτερο ή κατώτερο σημείο της κλίμακας, θα πρέπει να τονιστεί ότι είναι κάτι που λίγη σχέση έχει με την οικονομική ευμάρεια της συγκεκριμένης κάστας.
Το πρωταρχικό στοιχείο που καθορίζει την τοποθέτηση μιας κάστας στην ιεραρχία είναι η έννοια της πνευματικής καθαρότητας (αγνότητας) ή αλλιώς το πόσο λιγότερο μολυσμένη (πνευματικά) θεωρείται κάποια κάστα σε σχέση με τις άλλες.
Στο σημείο αυτό εισερχόμαστε σε ένα άλλο τεράστιο θέμα ξεχωριστής σπουδαιότητας για την Ινδική κοινωνία, που αποτελεί ίσως και το βασικότερο στοιχείο αυτοκαθορισμού της αλλά και της ύπαρξης της και που μόνον επιφανειακά θα θίξουμε εδώ.
Το στοιχείο αυτό είναι η μέχρι παραλογισμού λεπτομερειακή προσήλωση στους κανόνες που καθορίζουν το τι είναι καθαρό και τι ακάθαρτο, τι είναι αγνό και τι μιασμένο. Η κάθε κίνηση το κάθε βήμα ενός Ινδουιστή στην καθημερινή του ζωή, ποτέ δεν είναι τυχαίο, αλλά υπαγορεύεται πάντοτε από τους αυστηρούς κανόνες που ρυθμίζουν την ζωή του μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια και που διέπονται όλοι από τον παθολογικό φόβο της μίανσης και την παρανοϊκή προσπάθεια αποφυγής της. Η μίανση όμως μπορεί να προέλθει από μια τεράστια ποικιλία καταστάσεων και απροβλέπτων πράξεων, ο δε εξαγνισμός του πιστού, απαιτεί μια σειρά ενεργειών, που ανάλογα με την σοβαρότητα της μίανσης, περιλαμβάνουν από απλή νηστεία ή τελετουργικά λουτρά, μέχρι πολύπλοκες ιεροτελεστίες που χρειάζονται την καθοδήγηση και παρουσία κάποιου Βραχμάνου ιερέα.
Η μη σωστή λήψη κάποιας τροφής ή ποτού, ο ακατάλληλος τρόπος παρασκευής ενός φαγητού που καταναλώθηκε, η απευθείας φυσική προσέγγιση με κάποιο πρόσωπο από μιασμένη κάστα, η επαφή με την πράξη της γέννησης, με τον θάνατο και χιλιάδες άλλες καταστάσεις, αποτελούν για τον Ινδουιστή πηγές μίανσης και ανεξάρτητα αν είναι εντελώς τυχαίες και ακούσιες απαιτούν όπως προαναφέραμε, εξαγνισμό με τους ανάλογους κατά περίπτωση τελετουργικούς καθαρμούς.
Με την ευκαιρία, θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι οι πλέον ειδεχθείς πράξεις, που συνιστούν θανάσιμα αμαρτήματα για κάθε Ινδουιστή και για να οποία δεν υπάρχει σωτηρία, είναι δύο: Η δολοφονία ενός Βραχμάνου και ο φόνος μιας αγελάδας, του ιερού ζώου των Ινδουιστών. Αυτό το τελευταίο είναι προφανώς ο απόηχος μιας άλλης εποχής, όταν τα κοπάδια των αγελάδων αποτελούσαν τον μεγαλύτερο πλούτο των Αρίων νομάδων, στα βάθη των αιώνων.
Αξίζει όμως να αναφερθεί εδώ, ότι όσο πολύτιμη θεωρείται η ζωή μιας αγελάδας εφόσον είναι ζωντανή, τόσο μιαρό θεωρείται το πτώμα της. Αποτέλεσμα αυτής της αντιλήψεως είναι ότι μόνον οι Άθικτοι μπορούν να ασχοληθούν με την νεκρή αγελάδα. Έτσι τα πλέον χαρακτηριστικά επαγγέλματα τον Αθίκτων, είναι όσα έχουν σχέση με την σφαγή των νεκρών ζώων, το γδάρσιμό τους και την βυρσοδεψία των αγελαδινών δερμάτων. Όλες αυτές οι εργασίες που έχουν σχέση με τα δέρματα των νεκρών πλέον αγελάδων, θεωρούνται από τις κατ’ εξοχήν ακάθαρτες και μιαρές για έναν Ινδουιστή. Αλλά και το απλό άγγιγμα ενός αγελαδοτόμαρου, θεωρείται επίσης μιαρό, ώστε να απαιτεί εξαγνισμό. Έτσι π.χ. οι τυμπανιστές στο κρατίδιο των Ταμίλ (Tamil Nadu) στην Ν. Ινδία, όπου σχεδόν κάθε χωριό διαθέτει την δικιά του κοινοτική μπάντα, προέρχονται αποκλειστικά από την κάστα Παρίγιαρ (Pariyar) των Αθίκτων, δεδομένου ότι οι μεμβράνες των τυμπάνων είναι κατασκευασμένες από δέρμα αγελάδας. Από την ονομασία αυτής της κάστας προήλθε και ο όρος Παρίας, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους Βρετανούς, για να εισέλθει αργότερα στις περισσότερες Ευρωπαϊκές γλώσσες.
Θα κλείσουμε αυτό το σημείωμα πάνω στην κοινωνική διάρθρωση των Ινδιών με μια προσπάθεια αποτίμησης του συστήματος της κάστας.
Το πρώτο που θα πρέπει να τονισθεί, σχετικά με την επίδραση του συστήματος των κλειστών ομάδων πάνω στην Ινδική κοινωνία, είναι η (απαραίτητη για την ομαλή συμβίωση της πανσπερμίας των διαφόρων λαών και φυλών των Ινδιών) κοινωνική ειρήνη που εξασφαλίζει. Η ύπαρξη αποκλειστικών επαγγελμάτων που ασκεί η κάθε κάστα και τα οποία παραμένουν αμετάβλητα στην πορεία του χρόνου (ή έστω που αλλάζουν με βραδύτατους ρυθμούς), δημιουργεί την ανάγκη της αλληλεξάρτησης μεταξύ των διαφόρων ομάδων γεγονός που συνεπάγεται την ανάπτυξη πνεύματος ανεκτικότητας μεταξύ γειτονικών πληθυσμών των οποίων τα ήθη και τα έθιμα είναι διαφορετικά και συχνά τελείως ασυμβίβαστα, σε σημείο που θα μπορούσαν να καταλήγουν σε αιματηρές συγκρούσεις.
Το δεύτερο σημείο της ανυπολόγιστης συνεισφοράς του συστήματος της κάστας στην Ινδική κοινωνία, αλλά και στην ίδια την ιστορία των Ινδιών, είναι το ισχυρό συναίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς που παρέχει στα μέλη της κάθε κλειστής ομάδας (κάστας). Και τούτο διότι η κάθε κάστα ως σύνολο, αναλαμβάνει πάντοτε την οικονομική ευθύνη για την υποστήριξη των μελών της, από το νεώτερο μέχρι το γηραιότερο. Αυτή η οικονομική στήριξη καλύπτει ποικιλία περιπτώσεων. Πολύ συχνά μάλιστα φθάνει μέχρι του σημείου να προστατεύει ακόμα και κάποιον αδιόρθωτα οκνηρό νεαρό στον οποίον τα μέλη της κάστας του θα παρέχουν στέγη, τροφή και ρουχισμό για απροσδιόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα. Παράλληλα, η κάθε κάστα έχει τον δικό της μηχανισμό τιμωρίας των παραβάσεων που διαπράττουν τα ίδια τα μέλη της εις βάρος της κάστας, αλλά ταυτόχρονα τα μέλη της κάστας ενεργούν συλλογικά για την προστασία της τιμής και των συμφερόντων του κάθε μέλους, αλλά και ολόκληρης της κάστας προς τα έξω.
Όλα τα παραπάνω, όπως η εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης με την ζωτικής σημασίας στενή αλληλεξάρτηση των διαφόρων κλειστών ομάδων της ινδικής κοινωνίας, το ισχυρό αίσθημα εξασφάλισης που παρέχει σε κάθε άτομο η ένταξή του σε κάποια κάστα και που υποκαθιστά με ιδιάζοντα τρόπο την έννοια της κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας και τέλος, το σύνολο των κοινωνικών αξιών και κανόνων που δημιούργησε η ύπαρξη των δύο μεγάλων Συστημάτων (Βάρνα και Τζάτι), υπήρξαν ασφαλώς τα σημαντικότερα από τα θετικά σημεία της συνεισφοράς τους στην ινδική κοινωνία. Πάνω από όλα όμως απετέλεσαν ένα ανυπολόγιστης αξίας σταθεροποιητικό παράγοντα στην ιστορική διαδρομή αυτής της χώρας.
Το τίμημα όμως της κοινωνικής σταθερότητας είναι πολλές φορές το βάλτωμα και η οπισθοδρόμηση ολόκληρης της κοινωνίας.


(συνέχεια και τέλος στην επόμενη ανάρτηση)

Δεν υπάρχουν σχόλια: