Η Ακκαδική Αυτοκρατορία
την 3η χιλιετία π.Χ.
Ἀκκάδιοι: Οι κάτοικοι του βορείου τμήματος της Κάτω (νότιας) Μεσοποταμίας. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι αρχικοί κάτοικοι της περιοχής ήσαν οι λεγόμενοι Ουμπαϊντινοί, οι δημιουργοί του ομώνυμου νεολιθικού πολιτισμού της Μεσοποταμίας (περίπου 4300-3600 π.Χ.), που πήρε το όνομά του από τα ευρήματα στο Τελλ (=γήλοφος) του Αλ-Ουμπαΐντ (Al-Ubaid) της νότιας όχθης του Ευφράτη, πολύ κοντά στην μετέπειτα περίφημη Σουμεριακή πόλη της Ουρ (Ur).
Τα αρχαιότερα ευρήματα του πολιτισμού Αλ-Ουμπαΐντ (βλ. Πίνακα παρακάτω) αποτελούν τις πρώτες μαρτυρίες για τον αποικισμό των βαλτότοπων που αποτελούσαν, στην μακρινή εκείνη εποχή, την κοιλάδα κοντά στο Δέλτα των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη. Οι δημιουργοί αυτού του πολιτισμού πέτυχαν να πραγματοποιήσουν έναν μοναδικό άθλο για εκείνα τα χρόνια: Να αποστραγγίσουν και στην συνέχεια να αρδεύσουν την κοιλάδα, εγχείρημα όχι μόνον βαρύ και δύσκολο, αλλά και επίτευγμα που προϋποθέτει οργάνωση, τεχνικές γνώσεις καθώς και ομαδική εργασία μεγάλων ανθρωπίνων συνόλων. Οι Ουμπαϊντινοί κατάφεραν να αναπτύξουν έτσι μια Γεωργία ικανή να συντηρεί ολοένα και μεγαλύτερους αριθμούς ατόμων, που είχε ως αποτέλεσμα ο επί πλέον πληθυσμός να αρχίσει βαθμιαία την επέκτασή του προς τα Βόρεια και Δυτικά της κοιλάδας.
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι
ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑ
Πολιτιστικές Φάσεις (Αρχαιολογικές ακολουθίες)
και Ιστορικές Δυναστείες
Μεσολιθική περίοδος 9000-7000 π.Χ.
Πολιτισμός Τζάρμο (Jarmo) 7000/6000 - 6750/5800
« Χασούνα (Hassuna) 6000/5400 - 5800-5200
« Χαλάφιος (Halaf) 5400/4500 - 5200/4300
« Ουμπαΐντ (Ubaid) 4500/3800 - 4300/3600
« Ουρούκ I-II-ΙΙΙ (Uruk) 3800/3200 - 3600/3150
« Tζαμντάτ-Νασρ (Jamdat-Nasr) 3200/2900 - 3150/2800
Πρώϊμη Δυναστική Ι 2900/2700 - 2800/2700
Πρώϊμη Δυναστική ΙΙ 2700/2600 - 2700/2500
Πρώϊμη Δυναστική ΙΙΙa 2600/2500 - 2500/2400
Πρώϊμη Δυναστική ΙIIb 2500/2371 - 2400/2230
Ακκαδική Δυναστεία 2371/2230 - 2230/2090
Γκούτοι 2230/2112 - 2090/2048
3η Δυναστεία της Ουρ 2112/2006 - 2047/1940
1η Δυναστεία της Ισίν 2006/1848 - 1940/1793
2η Βαβυλωνιακή Δυναστεία 1848/1750 - 1792/1595
(Χαμμουραμπί)
Σημείωση: Στην πρώτη στήλη οι χρονολογίες δίνονται με την υψηλή χρονολόγηση, ενώ στην δεύτερη με την χαμηλή. Σχετικά βλ. στο C.A.H. Vol. I parts 2A-2B (C.U.P. 1971) και Crawford, Harriet: Sumer and the Sumerians – C.U.P. Cambridge 1991, καθώς και στα G. Wilhelm: The Hurrians– “Aris & Phillips” Warminster – England, 1994 και Potts, D. T.: The Archaeology of Elam – “C. U. P.” Cambridge 1999.
Όλες οι ενδείξεις πάντως, μας οδηγούν να δεχθούμε ότι οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής προέρχονταν από τις βόρειες ορεινές περιοχές κατά μήκος του Τίγρη και εγκαταστάθηκαν αρχικά στις εκτάσεις του Δέλτα γύρω στο 4300 π.Χ. Στα επόμενα 700 χρόνια σημειώθηκε διήθηση νομάδων από την Αραβική και Συριακή έρημο, Σημιτικής καταγωγής, που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Από την συγχώνευση αυτών των δύο διαφορετικών φυλετικών στοιχείων προέκυψε τελικώς ο λαός του Αλ-Ουμπαΐντ, ο οποίος εξαπλώθηκε και αποίκησε σταδιακά ολόκληρο το νότιο τμήμα της χώρας (Κάτω Μεσοποταμία).
Τους αιώνες που ακολούθησαν σημειώθηκαν διαφορετικές εξελίξεις στο Βόρειο και στο Νότιο τμήμα της Κάτω Μεσοποταμίας: Στις περιοχές του Δέλτα χάθηκε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού από τον περίφημο «Κατακλυσμό», αλλά σύντομα θα κατοικηθεί από έναν νέο λαό, προερχόμενο από ΒΑ, από την κατεύθυνση της οροσειράς του Ζάγρου, ο οποίος σύντομα θα αφομοιώσει τα εναπομείναντα πληθυσμιακά στοιχεία που επέζησαν. Οι νεοφερμένοι ονομάσθηκαν λαός της Ουρούκ (Uruk), από την ομώνυμη Σουμεριακή πόλη, που όπως προκύπτει ιδρύθηκε την εποχή αυτήν (Περίοδος Ουρούκ, 3600-3150 π.Χ.).
Στην επόμενη πολιτιστική φάση (Περίοδος Τζαμντάτ-Νασρ, Jemdet /Jemdat /Jamdat-Nasr 3150-2800 ή 3200-2900 π.Χ.), η οποία αποτελεί συνέχεια, αλλά και το αποκορύφωμα της περιόδου Ουρούκ (αυτός είναι και ο λόγος που συχνά η φάση αυτή αποκαλείται Ουρούκ ΙΙΙ, εποχή σπουδαίων πολιτιστικών επιτευγμάτων, όπως η εφεύρεση της γραφής) θα σημειωθεί και νέα είσοδος πληθυσμιακών στοιχείων από τα ανατολικά με αποτέλεσμα να προκύψουν με αυτόν τον τρόπο (με την συγχώνευση των τριών προαναφερθέντων φυλετικών στοιχείων), οι περίφημοι Σουμέριοι. Από τότε το νότιο τμήμα της Κάτω Μεσοποταμίας, η περιοχή του Δέλτα, θα μείνει γνωστό στην Ιστορία ως Χώρα του Σουμέρ.
Αντίθετα, οι εξελίξεις ακολούθησαν άλλη πορεία στις βορειότερες περιοχές. Το Σημιτικό στοιχείο εξακολούθησε να επικρατεί ως κύριο στοιχείο του πληθυσμού, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι του βορείου τμήματος της Κάτω Μεσοποταμίας να αποκτήσουν άλλη φυσιογνωμία και χαρακτηριστικά, έτσι ώστε η περιοχή να γίνει γνωστή ως η Χώρα της Ακκάδ, ενώ ο λαός που προέκυψαν από την συγχώνευση των αρχικών Ουμπαϊντινών με τους Σημίτες που εγκαταστάθηκαν εδώ θα γίνουν γνωστοί ως Ακκάδιοι.
Βαθμιαία, θα πραγματοποιηθεί στους επόμενους αιώνες (στην διάρκεια της περιόδου που είναι γνωστή στους Ιστορικούς και Αρχαιολόγους ως Πρώϊμη Δυναστική περίοδος – Early Dynastic 2900/2800-2371 π.Χ.), μια διάχυση μεταξύ των κατοίκων της βορειότερης περιοχής με αυτούς του Νότου και θα επέλθει κάποια ομογενοποίηση, αλλά η δυαδικότητα που σημειώσαμε, θα χαρακτηρίζει για μεγάλο χρονικό διάστημα την χώρα, γεγονός που αποτυπώνεται στον χαρακτηρισμό της νότιας (Κάτω) Μεσοποταμίας ως «Γη του Σουμέρ και της Ακκάδ», που συχνά μνημονεύεται σε μετέπειτα χρόνους (βλ λεπτομέρειες για την Πρώϊμη Δυναστική περίοδο στο λήμμα Σουμέριοι).
Τα μέσα του 24ου αιώνα π.Χ. θεωρούνται ως μία από τις σπουδαιότερες περιόδους στην Ιστορία της Μεσοποταμίας, για αρκετούς και σοβαρούς λόγους. Η περίοδος αυτή σηματοδοτεί πριν απ’ όλα την ουσιαστική απομάκρυνση των Σουμερίων από την πρωτοπορία που διατηρούσαν μέχρι τότε στα ιστορικά και πολιτιστικά γεγονότα της ευρύτερης περιοχής. Χαρακτηρίζει επίσης την χρονική στιγμή που για πρώτη φορά στην Μεσοποταμία δημιουργείται μια μεγάλη και ισχυρή αυτοκρατορία. Τέλος αποτελεί την έναρξη μιας περιόδου που οι Ακκάδιοι θα κυριαρχήσουν όχι μόνον πολιτικά σε μια τεράστια έκταση, αλλά θα διαδώσουν και την Σουμερο-Ακκαδική σφηνοειδή γραφή σε όλες σχεδόν τις χώρες της Μέσης Ανατολής, είτε με τις κατακτήσεις τους είτε με τις εμπορικές συναλλαγές τους. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα για περισσότερα από 1000 χρόνια η Ακκαδική γλώσσα και γραφή να αποτελέσουν το επίσημο διπλωματικό όργανο επικοινωνίας των Μεγάλων Δυνάμεων της αρχαιότητος στην Δυτική Ασία.
Η αυτοκρατορία που προαναφέραμε υπήρξε δημιούργημα του περίφημου Σαργών της Ακκάδ (Sargon, Sharru-kin = «Ο βασιλιάς είναι δίκαιος»), μιας από τις σημαντικότερες μορφές της Ιστορίας της Μεσοποταμίας, ιδρυτή της ένδοξης Ακκαδικής Δυναστείας (2371-2230 π.Χ. σύμφωνα με την υψηλή χρονολόγηση που ακολουθούμε στο παρόν έργο).
Τα πρώτα βήματα της ζωής και της σταδιοδρομίας του Σαργών, του οποίου το πραγματικό όνομα αγνοούμε, περιβάλλονται από μυστήριο και από μια σειρά παράδοξων γεγονότων που σίγουρα ανήκουν στον χώρο της φαντασίας και του μύθου. Πιθανολογείται ότι οι περισσότερες από τις σχετικές καταγραφές που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, ανάγονται σε διαδόσεις της εποχής που καλλιεργήθηκαν έντεχνα από τον ίδιο, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση στους υπηκόους του ότι υπήρχε κάτι το θαυμαστό και μεταφυσικό στην όλη υπόθεση. Παρόμοιες ιστορίες για μεγάλους άνδρες, βασιλείς, θρησκευτικούς ηγέτες και ήρωες, που κινούνται μεταξύ πραγματικότητας και μύθου, συναντάμε στις παραδόσεις πολλών λαών και ίσως αποτελούν προϊόντα παρόμοιων μεθοδεύσεων. Έτσι, η παράδοση για την κρυφή γέννησή του σε κάποιο ασήμαντο χωριό στις όχθες του Ευφράτη, η τοποθέτησή του από την μητέρα του σε ένα καλάθι που εγκαταλείφθηκε στο ρεύμα του ποταμού, η τυχαία ανεύρεση και η θαυμαστή διάσωσή του από έναν χωρικό, είναι ταυτόσημη με την διήγηση της Βίβλου για τον νεογέννητο Μωϋσή. Σε ένα επόμενο στάδιο της ζωής του, ο άσημος και ταπεινής καταγωγής νεαρός, σύμφωνα με τις καταγραφές της εποχής, τέθηκε κάτω από την προστασία της θεάς Ιστάρ (Αστάρτη) και με την βοήθειά της, θα εισέλθει στην υπηρεσία του ηγεμόνα της σουμεριακής πόλης Κιςς (Kish). Η μετέπειτα σταδιοδρομία του δεν είναι επαρκώς γνωστή, αλλά και πάλι συνοδεύεται από παρόμοιες διηγήσεις, όπου εξιστορείται με ποιόν τρόπο κέρδισε την εύνοια του ύψιστου θεού των Βαβυλωνίων Μαρδούκ, παρακούοντας τις διαταγές του ανευλαβούς ηγεμόνα του Κις, ο οποίος σκόπιμα επεδίωξε να προσβάλει τον θεό. Τελικώς, με την βοήθεια του Μαρδούκ, ο Σαργών θα ιδρύσει την πόλη Αγάδη ή Ακκάδ (Agade, Αγκαντέ στα σουμεριακά – Akkadou, Ακκαντού στα ακκαδικά), η οποία θα γίνει η πρωτεύουσα του βασιλείου του.
Από αυτό το σημείο και πέρα, η ζωή και τα επιτεύγματα του Σαργών, ανήκουν πλέον στα ιστορικώς επιβεβαιωμένα γεγονότα, τα οποία ανταποκρίνονται σε πραγματικές ενέργειες και δραστηριότητες του ικανότατου ιδρυτή της Ακκαδικής Δυναστείας.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η πανίσχυρη αυτή Σημιτική δυναστεία θα διατηρηθεί στην εξουσία για περισσότερο από έναν αιώνα μετά τον θάνατο του Σαργών και η εποχή της, όπως προαναφέραμε, υπήρξε σταθμός για την Ιστορία της Μεσοποταμίας και των γειτονικών της χωρών.
Η πρώτη και σημαντικότερη σύγκρουση του Σαργών, θα τον φέρει αντιμέτωπο με μια εξ ίσου σημαντική προσωπικότητα της εποχής, με τον κυβερνήτη (ensi, στα σουμεριακά) της πόλης-κράτους της Ούμμα (Umma), τον Λουγκαλζαγκεσί (Lugalzaggesi), ο οποίος είχε αρχίσει επίσης να δημιουργεί την ίδια περίπου χρονική περίοδο, ένα εκτεταμένο Βασίλειο στην Σουμερία. Ο Λουγκαλζαγκεσί, θα ξεκινήσει τις κατακτήσεις του συντρίβοντας αρχικά τις δυνάμεις της Λαγκάςς (Lagash), μιας γειτονικής πόλης-κράτους, που είχε συχνά ταπεινώσει στρατιωτικά την Ούμμα, στις μεταξύ τους μεθοριακές διαμάχες. Ο Λουγκαλζαγκεσί, θα εκδικηθεί σκληρά την Λαγκάς για αυτές τις ταπεινώσεις του παρελθόντος, καταστρέφοντας βάρβαρα την ανταγωνίστρια πόλη.
Στην συνέχεια θα καταλάβει την σημαντικότατη σουμεριακή πόλη της Ουρούκ, όπου θα ανακηρυχθεί βασιλεύς, την περίφημη Ουρ, την Λάρσα (Larsa), καθώς και την Νιππούρ (Nippur), το σπουδαιότερο θρησκευτικό κέντρο των Σουμερίων. Ο Λουγκαλζαγκέζι θα ονομασθεί με όλες τις επίσημες τιμές «Βασιλεύς της Κιςς», λαμβάνοντας έτσι τον αρχαίο τίτλο της επικυριαρχίας (βλ. λεπτομέρειες για το θέμα αυτό στο λήμμα Σουμέριοι) επί των πόλεων της Σουμερίας (3η Δυναστεία της Ουρούκ).
Στην σύγκρουσή του όμως με τον Σαργών δεν θα μπορέσει να αντεπεξέλθει. Ο Σαργών θα καταλάβει αρχικά την ίδια την Ουρούκ με μια ξαφνική επίθεση και στην συνέχεια θα συντρίψει τις δυνάμεις του Λουγκαλζαγκέζι συλλαμβάνοντάς τον αιχμάλωτο. Οι υπόλοιπες πόλεις της Σουμερίας θα καταληφθούν η μία μετά την άλλη. Ο Σαργών θα πάρει τότε τον τίτλο «Βασιλεύς της Κιςς», ενοποιώντας έτσι για πρώτη φορά ολόκληρη την Κάτω Μεσοποταμία κάτω από μια συγκεντρωτική κυβέρνηση, ανάλογη με των Φαραώ της Αιγύπτου.
Σύντομα αρχίζει ο εκσημιτισμός της Σουμερίας που θα ενταθεί στους επόμενους αιώνες. Αυτό βέβαια δεν σήμανε και το τέλος του Σουμεριακού πολιτισμού, μια και οι Ακκάδιοι είχαν μυηθεί επί αιώνες σ’ αυτόν, γεγονός που δικαιολογεί και το γιατί τήρησαν πιστά τις παραδόσεις του ακόμη και μετά από την επικράτησή τους στην χώρα. Αλλά όπως παρατηρεί και ο μεγάλος Άγγλος αρχαιολόγος και ιστορικός της Μεσοποταμίας, Σερ Λέοναρντ Γούλλεϋ (Sir Leonard Woolley):
«…οι Ακκάδιοι, πολύ λίγο κατόρθωσαν να αναπτύξουν (τον Σουμεριακό πολιτισμό) και η ανάμειξη του Σημιτικού στοιχείου, καθώς και η τελική του επικράτηση, είχαν ως αποτέλεσμα την αποτελμάτωση του πολιτισμού…»
UNESCO : Ιστορία της Ανθρωπότητος – τόμος Α΄ σελ. 342 - Αθήνα 1966
Σε μια επόμενη φάση κατακτητικών δραστηριοτήτων, ο Σαργών με τις εκστρατείες του στις χώρες γύρω από τον Περσικό κόλπο θα ελέγξει σύντομα όλο το προσοδοφόρο εμπόριο με τις Ινδίες και τα πολύτιμα υλικά αυτών των περιοχών.
Τελικώς, με τις κατακτήσεις του στον Βορρά, όπου θα υποτάξει την Σουμπαρτού και θα εκτοπίσει τους αρχικούς Χουρρίτες κατοίκους της (βλ. C.A.H. Vol. I part 2B σελ. 733), στα ανατολικά (συντρίβοντας τις επίφοβες φυλές του Ζάγρου) και στην Δύση, όπου θα εκστρατεύσει πέρα από τον Ευφράτη και θα γίνει κύριος της «χώρας του Αμούρρου» δηλ. των περιοχών της σημερινής Συρίας, ο Σαργών θα δημιουργήσει μια απέραντη αυτοκρατορία για τα μέτρα εκείνης της εποχής, που η επιρροή της θα φθάσει μέχρι την Μικρά Ασία και την Μεσόγειο.
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι ο Σαργών παράλληλα με την τεράστια εδαφική επικράτεια που δημιούργησε με τις κατακτήσεις του, υπήρξε και ο ιδρυτής μιας απέραντης εμπορικής αυτοκρατορίας που οι δραστηριότητές της έφθαναν στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου. Εκτός από τις Ινδίες που προαναφέραμε, οι εμπορικές συναλλαγές της Ακκάδ, είχαν επεκταθεί στην Μικρά Ασία, στον Καύκασο, στην Αιθιοπία, αλλά και στην
Κρήτη, όπως φανερώνουν ορισμένα στοιχεία (βλ. C.A.H. Vol. I part 2Α, σελ. 429).
Οι κατακτήσεις του Σαργών
Τον Σαργών διαδέχθηκαν οι γιοι του, αρχικά ο νεώτερος Ριμούςς (Rimush, 2315-2307 π.Χ.) και στην συνέχεια μετά την δολοφονία του, ο πρεσβύτερος Μανισστουσσού (Manishtushu, 2306-2292 π.Χ.), ο οποίος επίσης δολοφονήθηκε μετά από μια ανακτορική συνωμοσία. Ο Ριμούςς θα αντιμετωπίσει μια γενικευμένη εξέγερση από τις υποτελείς χώρες, οι οποίες θεώρησαν ότι ο θάνατος του μεγάλου Σαργών, τους έδινε την δυνατότητα να ξανακερδίσουν την ανεξαρτησία τους.
Αρχικά, ο Ριμούςς θα στραφεί εναντίον των πόλεων της Σουμερίας και κυρίως εναντίον του ηγεμόνα της Ουρ, ο οποίος ως φαίνεται ηγήθηκε της σουμεριακής εξέγερσης. Ο Ριμούςς θα κατατροπώσει τον αντίπαλό του και θα διατάξει να κατεδαφισθούν τα τείχη της Ουρ. Στην συνέχεια θα υποτάξει και τις υπόλοιπες πόλεις της Σουμερίας, οπότε έχοντας φυλαγμένα τα νώτα του θα επιχειρήσει μια μεγάλη εκστρατεία στις ανατολικές περιοχές του Τίγρη και κυρίως στο Ελάμ. Οι επιτυχίες του Ριμούςς εναντίον των Ελαμιτών αποτελούν το μεγαλύτερο και πλέον ένδοξο επίτευγμα της βασιλείας του.
Ο Ριμούςς δολοφονήθηκε, όπως προαναφέραμε, από κάποιους αυλικούς, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν στην συνομωσία είχε αναμιχθεί και ο αδελφός του, ο οποίος τον διαδέχθηκε στον θρόνο της Ακκάδ.
Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Μανισστουσσού κύλησαν ειρηνικά, αλλά σύντομα θα αντιμετωπίσει και ο ίδιος μια μεγάλη εξέγερση, όπως περιγράφεται σε μια επιγραφή του: «…όλες οι χώρες…που άφησε ο πατέρας μου Σαργών, επαναστάτησαν με εχθρότητα και καμιά δεν έμεινε πιστή».
Ο Μανισστουσσού θα υποτάξει τελικά και πάλι τις επαναστατημένες χώρες στην εξουσία της Ακκάδ.
Μετά την δολοφονία του, στον θρόνο θα ανέλθει ο γιος του, ο ικανότατος Ναράμ-Σιν (Naram-Sin, 2291-2255 π.Χ.), ο οποίος θεωρείται από τους Ιστορικούς μια από τις μεγάλες μορφές της Ιστορίας της Μεσοποταμίας, ισάξιος του ενδόξου Σαργών.
Τα λαμπρά επιτεύγματα του Ναράμ-Σιν, παρομοιάζονταν σε μετέπειτα καταγραφές τόσο συχνά με αυτά του Σαργών, ώστε να θεωρείται γιος του και όχι εγγονός του, όπως είναι η πραγματικότητα.
Η διάσημη "Στήλη του Ναράμ-Σιν" (Μουσείο Λούβρου),
την οποία ανήγειρε σε ανάμνηση της νίκης του εναντίον
των βαρβάρων Λουλουβαίων της οροσειράς του Ζάγρου
Όπως και οι προκάτοχοί του ο Ναράμ-Σιν αντιμετώπισε εκτεταμένες εξεγέρσεις στην αρχή της βασιλείας του, που όχι μόνον κατέπνιξε με επιτυχία, αλλά με μια σειρά από εκστρατείες επαναβεβαίωσε τα όρια της αυτοκρατορίας μέχρι τις πλέον απομεμακρυσμένες περιοχές της, επεκτείνοντάς ’τα σε ορισμένες περιπτώσεις και πέρα από τα όρια της επικρατείας του Σαργών. Παρ’ όλο που τα υπάρχοντα στοιχεία για την εποχή του είναι σπάνια και συνήθως προέρχονται από μεταγενέστερες καταγραφές, δεν υπάρχει αμφισβήτηση πλέον για το γεγονός ότι η Ακκαδική αυτοκρατορία επεκτεινόταν από τον Περσικό κόλπο μέχρι τις ακτές της Μεσογείου και από τις ανατολικές παρυφές της Μ. Ασίας μέχρι τις νοτιότατες περιοχές της Μεσοποταμίας.
Το συνταρακτικότερο όμως γεγονός της βασιλείας του, ήταν η χρησιμοποίηση στις επιγραφές των μνημείων του, ενός προσδιοριστικού συμβόλου (dingir) της Σουμερο-Ακκαδικής σφηνοειδούς γραφής πριν από την αναγραφή του ονόματός του, που έμπαινε μέχρι τότε μόνον πριν από τα ονόματα των θεών! Αυτή η πράξη, που ασφαλώς θα θεωρήθηκε ως βλάσφημη, ιδίως από τους Σουμέριους υπηκόους του (οι παλαιοί ηγεμόνες-κυβερνήτες των σουμεριακών πόλεων θεωρούσαν μεγάλη τιμή τους να εμφανίζονται έστω και ως οι απλοί εκτελεστές της θέλησης του προστάτη-θεού της πόλης τους), ισοδυναμούσε με την θεοποίηση του Ναράμ-Σιν, ο οποίος ήθελε με αυτόν τον τρόπο να εμφανίζεται ως πολύ ανώτερος των τοπικών βασιλέων (λουγκάλ, lugal) και κυβερνητών (ενσί, ensi).
Μια άλλη ματαιόδοξη πρωτοτυπία, όχι όμως ιερόσυλη όπως η προηγούμενη, ήταν η χρήση του τίτλου «Κύριος των τεσσάρων περιοχών (της Γης)», με τον οποίο ο Ναράμ-Σιν προφανώς διεκδικούσε την παγκόσμια κυριαρχία!
Μετά από μια μακρά βασιλεία 37 ετών, ο Ναράμ-Σιν θα παραδώσει στον γιο και διάδοχό του Σσαρ-καλι-σσαρί (Shar-kali-sharri=«Βασιλεύς όλων των Βασιλέων», 2254-2230 π.Χ.), που θα ανέλθει στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, μια μεγάλη μεν σε έκταση αυτοκρατορία, αλλά με φανερά πλέον τα σημάδια της παρακμής της. Η Ακκάδ, όχι μόνον δεν έχει την πρωτοβουλία των επιθετικών ενεργειών, αλλά είναι αυτή που δέχεται τις επιδρομές και τις επιθέσεις βαρβάρων λαών από την Δύση και την Ανατολή, από τις οποίες προσπαθεί απεγνωσμένα να αμυνθεί. Στις επιδρομές των Αμορριτών από τα δυτικά, θα προστεθούν οι άγριες επιθέσεις των πολεμοχαρών φυλών του Ζάγρου από τα ανατολικά, που είναι και οι περισσότερο επικίνδυνες. Παρά τις επιτυχείς εκστρατείες αντιποίνων, η αυτοκρατορία αποσυντίθεται με γοργούς ρυθμούς. Ο τοποτηρητής (σουμερ. ensi) των Σούσων, ο Πουζούρ (Κουτίκ) – Ιν - Σσουσσινάκ (Puzur/Kutik-In-Shushinak), θα ανακηρυχθεί βασιλιάς του Ελάμ, παίρνοντας τον τίτλο «Βασιλεύς του Αουάν» (Awan), καθώς και τον φιλόδοξο τίτλο των άλλοτε επικυριάρχων του, αυτοκρατόρων της Ακκάδ «Κύριος των τεσσάρων περιοχών». Στην Ουρούκ ο τοπικός κυβερνήτης (ενσί) θα επαναστατήσει και θα πάρει τον τίτλο του βασιλιά (λουγκάλ), κηρύσσοντας την ανεξαρτησία της περιοχής. Η δολοφονία του Σσαρ-καλι-σσαρί θα δώσει την χαριστική βολή και θα σημάνει το οριστικό τέλος της Δυναστείας του Σαργών και της αυτοκρατορίας, αλλά όχι και της Ακκαδικής Δυναστείας, αφού αναφέρονται τέσσερεις ακόμη βασιλείς οι οποίοι ανήλθαν στον θρόνο μετά την αναρχία που επικράτησε, αφ’ ενός λόγω της δολοφονίας του νόμιμου βασιλιά, κυρίως όμως λόγω της κατάκτησης από τους βάρβαρους Γκούτι (Guti) που κατέκλυσαν την χώρα και θα κυβερνήσουν στο μεγαλύτερο μέρος της για περισσότερο από έναν αιώνα, σύμφωνα με την παράδοση. Η πρωτεύουσα Αγάδη θα λεηλατηθεί και θα καταστραφεί τόσο ολοκληρωτικά, ώστε μέχρι σήμερα οι αρχαιολόγοι να αδυνατούν να προσδιορίσουν την ακριβή τοποθεσία της. Αυτό υπήρξε και το ουσιαστικό τέλος της Ακκάδ.
Οι βίαιες μέθοδοι και η σκληρότητα του Σαργών και των διαδόχων του, άφησαν δυσάρεστες αναμνήσεις στην Κάτω Μεσοποταμία, δηλ. την μετέπειτα πλήρως εκσημιτισμένη Βαβυλωνία (βλ. Βαβυλώνιοι). Αντίθετα, στην Άνω (Βόρεια) Μεσοποταμία, στην μετέπειτα Ασσυρία (βλ. Ασσύριοι), η Ακκαδική Δυναστεία εξυμνήθηκε και απετέλεσε παράδειγμα μίμησης, όπως αποδεικνύει και το γεγονός ότι οι Ασσύριοι ηγεμόνες και τα μέλη της βασιλικής οικογενείας χρησιμοποίησαν τα ονόματα του Σαργών, του Ναράμ-Σιν και του Ριμούςς.
Η Ακκαδική γλώσσα είναι η αρχαιότερη από την οικογένεια των Σημιτικών γλωσσών και η πρώτη που αποσπάσθηκε από την κοινή σημιτική πρόγονο, αποτελεί μάλιστα το μόνο μέλος της Βόρειας Περιφερειακής Ομάδας ή Βορειοανατολικού κλάδου της. Η αρχή της τοποθετείται στα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ. και ίσως ακόμη παλαιότερα, αλλά γραπτές μαρτυρίες εμφανίζονται για πρώτη φορά στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. σε επιγραφές με την αποκαλούμενη Σουμερο-Ακκαδική σφηνοειδή γραφή, η οποία αποτελεί εξέλιξη της αρχικής σφηνοειδούς γραφής που είχαν εφεύρει οι Σουμέριοι γύρω στα μέσα της 4ης χιλιετίας π.Χ.
Η Ακκαδική παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα όλων των σημιτικών γλωσσών, αλλά διατήρησε ορισμένες ιδιομορφίες όπως η απουσία οριστικού άρθρου (που αναπτύχθηκε αργότερα στις υπόλοιπες εκτός από την Μεσαιωνική σημιτική γλώσσα της Αιθιοπίας, την Γκιέζ, που δεν ομιλείται σήμερα) και η χρήση των καταλήξεων που αρχικά χαρακτήριζαν τις τρεις υπάρχουσες πτώσεις των σημιτικών γλωσσών, κάτι που εξαφανίσθηκε βαθμιαία σε όλες τις άλλες πλην της Ακκαδικής (και της Κλασσικής Αραβικής).
Η περίοδος από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. μέχρι το 2000 π.Χ. περίπου, αποτελεί την εποχή της ακμής της Αρχαίας Ακκαδικής (Old Akkadian), με αποκορύφωμα την εποχή της Ακκαδικής Δυναστείας του Σαργών και των διαδόχων του.
Στις αρχές της 2ης χιλιετίας (γύρω στο 2000/1950 π.Χ.), η Ακκαδική θα διασπασθεί σε δύο διαλέκτους: Μια νότια διάλεκτο, την αποκαλούμενη Αρχαία Βαβυλωνιακή (Old Babylonian) και μια βόρεια, την ονομαζόμενη Αρχαία Ασσυριακή (Old Assyrian).
Η Αρχαία Βαβυλωνιακή, η οποία χρονικά καλύπτει τέσσερις αιώνες περίπου (1950-1530 π.Χ.), εμφανίζεται με τέσσερις τοπικές παραλλαγές: Την βόρεια Βαβυλωνιακή, την νότια Βαβυλωνιακή, την διάλεκτο του ανατολικού Τίγρη και την διάλεκτο της περιοχής του Μάρι (Mari), στον μέσο Ευφράτη.
Η Μέση Βαβυλωνιακή, η οποία αποτελεί εξέλιξη της Αρχαίας, καλύπτει την περίοδο 1530-1000 π.Χ. περίπου. Από αυτήν θα προκύψουν εξελικτικά δύο μορφές: Η λεγόμενη Φιλολογική Βαβυλωνιακή, μια επίσημη μορφή της γλώσσας που θα χρησιμοποιηθεί στις καταγραφές για φιλολογικούς, μνημειακούς και τεχνικούς σκοπούς μέχρι το 500 π.Χ. περίπου και η Νέο-Βαβυλωνιακή, που χρησιμοποιείται σε όλη την διάρκεια της 1ης χιλιετίας π.Χ. και είναι η καθομιλουμένη γλώσσα. Τέλος, αναφέρουμε και την Υστερο-Βαβυλωνιακή, που χρησιμοποιήθηκε από τους Χαλδαίους, τους Αχαιμενίδες Πέρσες, τους Σελευκίδες Έλληνες και τους Αρσακίδες Πάρθους.
Η Αρχαία Ασσυριακή καλύπτει δύο αιώνες περίπου (1950-1750 π.Χ.) και θα εξελιχθεί στην Μέση Ασσυριακή, που καλύπτει το χρονικό διάστημα 1750-1000 π.Χ. περίπου. Από αυτήν θα προκύψει η λεγόμενη Νεο-Ασσυριακή (1000-600 π.Χ.), της λαμπρής Νέο-Ασσυριακής αυτοκρατορίας, που μετά την κατάρρευσή της το 612 π.Χ. θα εξαφανισθεί σε σύντομο σχετικά διάστημα και θα αντικατασταθεί στην περιοχή από την Αραμαϊκή γλώσσα (βλ. Αραμαίοι).
(Από το "Λεξικό των Λαών του Αρχαίου Κόσμου" του Δ. Ε. Ευαγγελίδη)