Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

ΤΑ ΛΕΞΙΚΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ (2)

 "Θησαυρὸς τῆς ἐγκυκλοπαιδικῆς βάσεως τετράγλωσσος"

«TO ΠPΩTON BIBΛION EKAΣTOY EΘNOYΣ»
Γ. Μπαμπινιώτης

(συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
 
ΛEΞIKA TOY 19ου AI.
Tον 19ο αιώνα που η Ελλάδα βρίσκεται στο προσκήνιο τού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, είτε ως έθνος αγωνιζόμενο για την απόκτηση τής ελευθερίας του είτε εν συνεχεία ως ελεύθερο κράτος με ποικίλα για τους Ευρωπαίους συμφέροντα (πολιτικά, οικονομικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά, κοινωνικά), είναι φυσικό να υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση λεξικών, λεξικογραφικών δηλ. περιγραφών τής Νέας Ελληνικής, τής γλώσσας που μιλούν και γράφουν οι ελεύθεροι πια ΄Ελληνες. Tα περισσότερα από τα λεξικά αυτά ως δίγλωσσα (ή τρίγλωσσα) λεξικά είναι από τη φύση τους γλωσσάρια, που δεν περιέχουν ερμηνεύματα των ελληνικών λέξεων στα Ελληνικά, αλλά ένα ελληνικό λεξιλόγιο με την απόδοσή του σε μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες (Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Σλαβικά, Tουρκικά). Ενίοτε η απόδοση γίνεται και στην αρχαία Ελληνική ή στη λόγια γλώσσα τής εποχής.
Οι πιεστικές ανάγκες να δηλωθούν στην ελληνική γλώσσα οι ποικίλες έννοιες (θεσμών, διοίκησης, επιστήμης, παιδείας, τεχνολογίας κ.λπ.), τις οποίες χρειαζόταν το νέο κράτος, από κοινού με τη μεταφορά στην Ελληνική των πνευματικών (λογοτεχνικών κυρίως) επιτευγμάτων τής Δύσης οδήγησαν στη δημιουργία δίγλωσσων λεξικών είτε από ΄Ελληνες λογίους, όπως ο Σκαρλάτος Βυζάντιος (1846), ο Μ. Περίδης (1854) ή ο ΄Αγγελος Βλάχος (1871), είτε από διδάσκοντες τις ξένες γλώσσες, όπως ο καθηγητής τής Γαλλικής Ν. Κοντόπουλος (1889)17.
Παρόμοιες ανάγκες εξυπηρέτησαν αρκετά νωρίς και τα πρώτα «εννοιολογικά λεξικά»18 τής Ν. Ελληνικής τού Γ. Παπαζαχαρία (1803) και των Π. Βερού και Ι. Ιαννούλη (1828)19, καθώς και τα δίγλωσσα λεξικά ξένων Ελληνιστών και λογίων, όπως τού Γάλλου F. Deheque (1825), του Γερμανού J. Schmidt (1825-7), τού ΄Αγγλου Poppleton (1834), τού ΄Αγγλου R. Lowndes (1837), του Γάλλου E. Legrand (1882) κ.ά.20 Αναπόφευκτα για τον 19ο αιώνα, που έχει αναφυεί το γλωσσικό ζήτημα, όλα τα λεξικά αυτά, άμεσα ή έμμεσα, παίρνουν θέση στη διαμάχη αρχαΐζουσας, καθαρεύουσας και δημοτικής και σε ζητήματα όπως ο καθαρισμός τής γλώσσας από ξένες λέξεις (που εισάγει ο Αδ. Κοραής) και ο εμπλουτισμός τής Ν. Ελληνικής με λέξεις τής αρχαίας.
Όσο χρήσιμα και επιβοηθητικά τής περιγραφής και γνώσης τού λεξιλογίου τής Ν. Ελληνικής και αν υπήρξαν τα προηγούμενα λεξικά, η λεξικογραφία τής Ν. Ελληνικής αρχίζει να υπάρχει, κυρίως, από τότε που εμφανίζονται δύο έργα: τα Ἄτακτα τού Αδ. Κοραή (εκδίδονται τμηματικά κατά τα έτη 1829-35) και το πρώτο συγκροτημένο λεξικό τής Ν. Ελληνικής, το Λεξικὸν τῆς καθ’ ἡμᾶς ἑλληνικῆς διαλέκτου (δηλ. Λεξικό τής Δημοτικής) τού Σκαρλάτου Βυζαντίου (έκδ. 1835).

TO ΛEΞIKO TOY KOPAH

Ἄτακτα τού Κοραή αποτελούν την πρώτη σημαντική προσπάθεια σύνταξης ενός ιστορικού λεξικού τής Ν. Ελληνικής, απαύγασμα τής σοφίας τού Κοραή στα θέματα τής ελληνικής γλώσσας και στα κείμενα τής Ελληνικής από των αρχαίων μέχρι των νεοτέρων χρόνων. Και μπορεί μεν το Λεξικό τού Κοραή να αποκαλείται από τον ίδιο, μετριοφρόνως και απολογητικώς, Ἄτακτα21, στην πραγματικότητα όμως είναι το πρώτο ερμηνευτικό και ετυμολογικό λεξικό της Ελληνικής με αφετηρία τη Ν. Ελληνική και αναφορές σε ολόκληρη την ελληνική γλώσσα.
Δικαίως έχει λεχθεί από τον ΄Ανθιμο Παπαδόπουλο, διευθυντή και εκδότη των τριών πρώτων τόμων τού Ιστορικού Λεξικού τής Ακαδημίας Αθηνών, ότι: «Tὰ Ἄτακτα εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ μόνη μέχρι τοῦδε [το 1933 που εκδίδεται ο α΄ τόμ. τού Ιστορικού Λεξικού τής Ακαδημίας] ὁσωποῦν ἀξία λόγου ἀπόπειρα συντάξεως ἱστορικοῦ λεξικοῦ τῆς νέας Ἑλληνικῆς γλώσσης»22. Ήδη από το 1812, στα Προλεγόμενά του στην έκδοση των «Βίων» τού Πλουτάρχου, δηλ. 17 χρόνια πριν από την έκδοση των Ἀτάκτων, ο Κοραής είχε εκτενώς ασχοληθεί με την ανάγκη και τη σημασία της εκδόσεως ενός Λεξικού τής κοινής (νεοελληνικής-δημοτικής) γλώσσας για την παιδεία του Γένους και είχε προδιαγράψει τις αρχές στις οποίες πρέπει να στηριχθεί η συγκέντρωση του γλωσσικού υλικού («ἡ συνάθροισις τῶν λέξεων») αναφερόμενος στο περιεχόμενο και στη μεθοδολογία τής σύνταξής του23. Ειδικότερα για τη σημασία τού Λεξικού έγραφε: «Ἐὰν ἐξετάσωμεν τὴν ἱστορίαν, θέλομεν εὑρεῖν, ὅτι ἀπὸ τὴν ἔρευναν τῶν λέξεων ἄρχισεν ἡ παιδεία καὶ τῶν σημερινῶν φωτισμένων ἐθνῶν. Ἰταλοί, Ἱσπανοί, Γάλλοι, Γερμανοί, Ἄγγλοι, πολὺν καιρὸν πρὶν αἱ ἐπιστῆμαι ἀναβῶσιν εἰς τὸν ὁποῖον σήμερον τὰς βλέπομεν βαθμόν, ἄρχισαν νὰ συναθροίζωσι τὴν ὕλην τῆς γλώσσης, καὶ κατέβαλαν τὰ πρῶτα θεμέλια τῶν Λεξικῶν»24. Ειδικότερα επισημαίνει το παράδειγμα τού Λεξικού τής γαλλικής γλώσσας, το οποίο συνέταξε ήδη από το 1639 η Γαλλική Ακαδημία, και τις εκδόσεις των πρώτων ετυμολογικών λεξικών για νεότερες γλώσσες από τον Γάλλο Μενάγιο (Menage) και από αυτόν ακόμη τον Γερμανό φιλόσοφο Λεϊβνίτιο (Leibniz)25.
Ακολουθώντας τον Επίκτητο (τού οποίου το έργο είχε εκδώσει και σχολιάσει) τόσο στη διδασκαλία του ότι «ἀρχῆ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις»26 όσο και στην έμφαση που έδιδε στη διαχρονική προσέγγιση των λέξεων (για να μιλήσουμε με σύγχρονους επιστημονικούς όρους), δηλ. στην παρακολούθησιν27 τής αρχής των λέξεων (ό,τι ονομάζουμε ετυμολογία) και όχι στην απλή χρῆσιν28 τους, ο Κοραής έγινε ο κύριος υποστηρικτής και εισηγητής τής συντάξεως ενός ιστορικού λεξικού τής νεοελληνικής γλώσσας: «μεταβαίνοντες ἀπὸ τῆς ἀμαθίας τὸ σκότος, πρέπει νὰ πλησιάσωμεν τὰς ὁποίας ἕως τώρα ἐμεταχειριζόμεθα λέξεις εἰς τὴν λαμπάδα τῆς φιλοσοφίας· πρέπει νὰ ἐρευνήσωμεν τί ἐσήμαινε πᾶσα μία ἀπ’ αὐτὰς εἰς τοὺς προγόνους ἡμῶν, τί ἐκατάντησε νὰ σημαίνῃ εἰς ἡμᾶς καὶ τίς εἶναι ἡ κυρία της σημασία, παραβαλλομένης μὲ τὰς ἀναλόγους τῶν φωτισμένων ἐθνῶν λέξεις»29.
Ο Κοραής θεωρεί απαραίτητη τη συστηματική καταγραφή των λέξεων που χρησιμοποιούν στην ομιλία τους οι ΄Ελληνες σε όλη την Ελλάδα: «πρέπει [...] νὰ συναθροισθῶσιν αἱ λέξεις καὶ φράσεις, εἰς ἕνα λόγον, ἡ ὕλη τῆς γλώσσης ὅλη ἀπ’ ὅλας τὰς πόλεις καὶ χώρας τῆς Ἑλλάδος»30.
Ο Κοραής δηλ., ελλείψει μιας πραγματικά κοινής31 στους χρόνους του, δηλ. μιας πανελλήνιας κοινής ομιλουμένης γλώσσας, εισηγείται τη συγκέντρωση τού λεξιλογίου όλων των ελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων32 τής εποχής του. Αυτό το προτείνει σκόπιμα αποβλέποντας: α) στον «καθαρμὸν τῆς γλώσσης ἀπὸ ἀλλοφύλους λέξεις»33 (στην αντικατάσταση δηλ. των πολλών τότε ξένων λέξεων με λέξεις ελληνικές από τον θησαυρό τής προφορικής γλώσσας των διαλέκτων και ιδιωμάτων)· β) στο να διδάξει διά των λέξεων και τα ίδια τα πράγματα, αφού «τὰ ὀνόματα [δηλ. οι λέξεις] ἐντυπόνουσι μονιμώτερον εἰς τὴν ψυχὴν τὰς ἰδέας τῶν πραγμάτων»34· γ) στην αποφυγή άχρηστων νεολογισμών, όταν υπάρχουν ήδη οι κατάλληλες λέξεις: «ἡ συνάθροισις τῆς ὕλης τῆς γλώσσης καὶ εἰς Λεξικὸν καταχώρισις ἔχει τοῦτο, ὅτι μᾶς φυλάσσει ἀπὸ τὸν κίνδυνον νὰ πλάσσωμεν νέας λέξεις, ἀμφιβόλου πολλάκις ἀρχῆς καὶ γενέσεως διὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα πρὸ πολλοῦ .ἔχουν ὄνομα σημαντικὸν εἰς τὴν γλῶσσαν. Aἱ μὴ ἀναγκαῖαι πλάσεις τῶν ὀνομάτων δὲν πλουτίζουσι τὰς γλώσσας»35· δ) στο ότι η γνώση τής σύγχρονης γλώσσας θα βοηθήσει (σταθερή αντίληψη τού Κοραή36) στην «εὐκολωτέραν τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γλώσσης μάθησιν». Tέλος, ο Κοραής προέτεινε37 να τυπωθεί σε μια πρώτη μορφή όλος ο γνωστός γλωσσικός θησαυρός και δίπλα σε κάθε τυπωμένη σελίδα να υπάρχει μία λευκή, που να συμπληρώνεται με πληροφορίες (άλλους τύπους, πρόσθετες σημασίες, φράσεις, παροιμίες, λέξεις που δεν περιλαμβάνονται στην πρώτη μορφή τού λεξικού κ.λπ.), τις οποίες θα συλλέγουν, χωριστά κινούμενοι, δύο νέοι λόγιοι περιερχόμενοι όλη την Ελλάδα38.
Στην πρόταση τού Κοραή, γλωσσολογικά επεξεργασμένη, συμπληρωμένη, επιστημονικά συστηματοποιημένη και προσαρμοσμένη στα πραγματικά δεδομένα τού 20ού αιώνα, στηρίχθηκε ο Γ. Χατζιδάκις39, ο πατέρας τής ελληνικής γλωσσολογίας, για να προτείνει και να προωθήσει τη σύνταξη ιστορικού λεξικού τής ελληνικής γλώσσας, τού ιστορικού λεξικού της Νέας Ελληνικής, που άρχισε να εκδίδει η Ακαδημία Αθηνών από το 1933. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι σε ένα αρχικό στάδιο τής σύνταξης τού ιστορικού λεξικού τής Ακαδημίας συζητήθηκε και εφαρμόστηκε τροποποιημένη ακόμη και η πρακτική υπόδειξη τού Κοραή για τη συλλογή γλωσσικού υλικού με συμπλήρωση τυπωμένων σχεδίων τού Λεξικού.

ΛEΞIKOΓPAΦIA KAI IΔEOΛOΓIA
Στον Κοραή το λεξικό παίρνει για πρώτη φορά έναν ιδεολογικό χαρακτήρα, αφού θεωρείται απαραίτητο εργαλείο για τη γλώσσα και την παιδεία τού Γένους μέσα στη διαφωτιστική προσπάθεια τού Κοραή. Η γνώση της γλώσσας, νέας (κοινής) και αρχαίας («Ελληνικής»), φρονεί ο Κοραής, οδηγεί στην παιδευτική ανύψωση του Γένους και στη συνειδητοποίηση της ιστορίας και του πολιτισμού του. Οι λέξεις για τον Κοραή δεν δηλώνουν απλές πληροφορίες, αλλά είναι «σύμβολα μὲ τὰ ὁποῖα τὸ Ἔθνος ἐκφράζει τὰς ἰδέας του»40. Γλώσσα, νόηση και κόσμος της πραγματικότητας για τον Κοραή συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, ακριβώς όπως διδάσκει και η σύγχρονη γλωσσολογία. «Λέξεις-ιδέες-πράγματα» είναι το τρίπτυχο με το οποίο αντιμετωπίζει ο Κοραής τη γλώσσα μέσα από έναν φιλοσοφικό προβληματισμό που μονίμως τον απασχολεί41 και από μια ιδεολογική θεώρηση τής γλώσσας στο πλαίσιο τού Διαφωτισμού. Αυτό το τρίπτυχο καλείται να υπηρετήσει, πάνω απ’ όλα, και το Λεξικό, γιατί αλλιώς, «τὸ ἀδιόριστον τῶν λέξεων γεννᾷ τὸ ἀκατάστατον τῶν ἰδεῶν καὶ τοῦτο πάλιν τὸ ἀκατάστατον τῶν πράξεων»42. Tο Λεξικό, λοιπόν, πρέπει να ορίσει προσεκτικά τις λέξεις, να δώσει σαφή ορισμό των σημασιών43 («ιδέες» τις λέει ο Κοραής) που δηλώνει κάθε λέξη. Γι’ αυτό και συνιστά, μέσα από το λεξικό, μια βαθύτερη γνώση τής λέξης, μια διαχρονική-ετυμολογική προσέγγισή της: «μακρυνόμεναι [οι υστερογενείς μεταφορικές σημασίες] ἀπὸ τὴν ἐτυμολογίαν τῆς πρώτης κυρίας λέξεως, φέρουσι σύγχυσιν εἰς τὰς ἀγυμνάστους κεφαλάς, ἐὰν δὲν ἐξηγῶνται ἀκριβῶς εἰς τὰ Λεξικὰ τῆς γλώσσης»44. Ο ίδιος δίνει χαρακτηριστικά παραδείγματα45 (τις λέξεις πλούτος, θαύμα, άγιος, δίκαιο) που η άγνοια τής αρχικής σημασίας (ετυμολογίας) οδηγεί σε ατελή γνώση της σύγχρονης σημασίας, ενίοτε και σε παρερμηνεία. Γενικότερα ο Κοραής θέτει τη λεξικογραφία στην υπηρεσία τής γνώσης, δηλ. τής μόρφωσης και τής παιδείας: «Mεγάλην λοιπὸν ὠφέλειαν θέλει προξενήσειν εἰς τὴν γλῶσσαν καὶ εἰς τὸ γένος, ὅστις περιέλθῃ τὴν Ἑλλάδα ὅλην διὰ μόνην τὴν ἔρευναν καὶ συνάθροισιν τῶν λέξεων. Eἰς αὐτὸν πρέπει ὄχι τὸ Λεξιθήρας ἀλλὰ τὸ Γνωσιθήρας ὄνομα»46.
Ο μελετητής τού Νεοελληνικού διαφωτισμού και τού Αδ. Κοραή, ο Κ. Θ. Δημαράς, σε ένα έξοχο κείμενό του με τίτλο «Λεξικογραφία και ιδεολογία», που χρησιμεύει ως Προλεγόμενα στην επανέκδοση (το 1980) τού Λεξικού τού Στ. Κουμανούδη, παραλληλίζει εύστοχα47 την ιδεολογία που χαρακτήριζε τους δύο άνδρες (Κοραή και Κουμανούδη) σε σχέση με τη γλώσσα (ιδιαίτερα τους νεολογισμούς)48 και την παιδεία. Γράφει για το λεξικογραφικό έργο τού Κουμανούδη: «Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ διατρέχει τὴν ὅλη δομὴ τῆς ἐργασίας [ενν. στο Λεξικό του Κουμανούδη] εἶναι ἡ ροπὴ πρὸς τὴν ἑνότητα ἀνάμεσα στὸν ἀρχαῖο καὶ τὸν νεότερο ἑλληνικὸ κόσμο, ἡ θέληση γιὰ νὰ καταστεῖ τὸ ἑνωτικὸ στοιχεῖο τῆς παιδείας πιὸ δεμένο, πιὸ ἰσχυρό»49 και «Ἔτσι φανερώνεται νὰ εἶναι ἐκεῖνος [ενν. ο Κουμανούδης] ποὺ ἐδωροφόρησε στὴν νέα ἑλληνικὴ παιδεία τὸν μοναδικὸ αὐτὸν θησαυρό, τὴν Συναγωγή [...] Λεξικό, ἂν θέλει κανείς, νεολογισμῶν, ἀσφαλῶς· ἀλλά, ἰδίως, τὴν ἔκφραση, ὑψηλὴ σὲ λιτότητα, ἐθνικῆς ψυχολογίας καὶ ἰδεολογίας (τὶς ὁποῖες ὀφείλουμε νὰ μὴν παραβλέψουμε), μᾶς προσφέρει τὸ στοχαστικὸ τοῦτο βιβλίο»50.

TO ΛEΞIKO TOY ΣKAPΛATOY BYZANTIOY
Η άλλη, μετά τον Κοραή, μεγάλη μορφή λεξικογράφου τού 19ου αιώνα ήταν ο Δημήτριος Σκαρλάτος ο Βυζάντιος (1798-1878). Είναι ο συντάκτης τριών λεξικών που σφράγισαν την ελληνική λεξικογραφία και μαζί ο πρώτος ΄Ελληνας λεξικογράφος, ο οποίος γράφει λεξικό μέσα στην Ελλάδα, στο ελεύθερο νέο ελληνικό κράτος. Tο ένα λεξικό, το πρώτο του, που κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ, είναι ένα λεξικό τής Νέας Ελληνικής, τής δημοτικής όπως θα λέγαμε σήμερα: Λεξικὸν τῆς καθ’ ἡμᾶς ἑλληνικῆς διαλέκτου51. Εκδίδεται το 1835 και επανεκδίδεται το 1857(2η) και το 1874(3η) (φωτ. ανατ. 1974). Είναι το λεξικό, το οποίο ο διευθυντής και εκδότης τού α΄ τόμου του ιστορικού λεξικού τής Ακαδημίας Αθηνών, ο ΄Ανθιμος Παπαδόπουλος, χαρακτηρίζει ως «τὸ πληρέστερον καὶ τελειότερον λεξικὸν τοῦ [19ου] αἰῶνος»52, μολονότι δεν περιέχει περισσότερες από 10.000 λέξεις53. Tο δεύτερο λεξικό τού Βυζαντίου είναι το Λεξικὸν Ἑλληνικὸν καὶ Γαλλικόν (α΄ έκδ. 1846), πολύτιμο για το πλήθος των νέων λέξεων που περιέχει από μεταφράσεις ή και αποδόσεις αντιστοίχων λέξεων τής Γαλλικής, τής οποίας ο Βυζάντιος υπήρξε άριστος γνώστης54.
Tο τρίτο λεξικό του είναι το Λεξικὸν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, γνωστό κυρίως από την έκδοση τού 1852 55. Πρόκειται για λεξικό τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας, συντεταγμένο με βάση τον περίφημο Θησαυρό τής ελληνικής γλώσσης τού Ερρίκου Στεφάνου (ιδίως τής γ΄ εκδόσεως από τον Firmin Didot που άρχισε το 1831 56), «ἐκ τοῦ ὁποίου», κατά τον Σκαρλάτο Βυζάντιο, «καθὼς ἀπὸ τοῦ Ὠκεανοῦ, πάντες μὲν ποταμοί, πᾶσα δὲ θάλασσα λεξικογραφίας Ἑλληνικῆς ἀποῤῥέει»57.
Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος, αυτοδίδακτος λεξικογράφος, ανήκει στους εξαιρετικής παιδείας λογίους τού 19ου αιώνα, που με τα λεξικά και τις γλωσσικές θέσεις του έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην εποχή του, συγκαταλεχθείς στους διδασκάλους τού Γένους. Εκείνο που επέτυχε ήταν να δώσει τρία λεξικά, τα οποία έκτοτε απετέλεσαν σημεία αναφοράς στις γλωσσικές και φιλολογικές σπουδές και πολύτιμη πηγή υλικού για τα λεξικά που ακολούθησαν. Tο κυριότερο όμως είναι ότι η λογιότητα τού Σκαρλάτου Βυζαντίου, η επαγγελματική σχεδόν ενασχόλησή του με τη σύνταξη λεξικών και η επαφή του με ξένα μεγάλα (ιδίως γαλλικά) λεξικά, τα οποία φαίνεται να γνωρίζει, όπως γνωρίζει και τη σχετική με τα λεξικά και τη γλώσσα βιβλιογραφία58 των χρόνων του, ανήγαγαν τα λεξικά του σε πρότυπα, που και την ποιότητα των ελληνικών λεξικών έκτοτε ανέβασαν και άλλους λογίους παρεκίνησαν να ασχοληθούν με τη λεξικογραφία, όπως τον ΄Αγγελο Βλάχο, τον Ν. Κοντόπουλο, τον Γ. Ζηκίδη, τον Αντ. Ηπίτη κ.ά.
΄Ο,τι επισημάνθηκε πιο πάνω για την επίδραση που άσκησε στη λεξικογραφία η ιδεολογία των λεξικογράφων, φαίνεται πολύ καθαρότερα στο Λεξικό τής Ν. Ελληνικής τού Σκαρλάτου Βυζαντίου. Σε αυτό και τα ερμηνεύματα των νεοελληνικών λέξεων είναι στην αρχαία (!) και οι ξενικής καταγωγής (τουρκικής, ιταλικής, βενετσιάνικης ή και γαλλικής) νεοελληνικές λέξεις διαχωρίζονται από το κύριο σώμα των λημμάτων και δίδονται στο τέλος τού λεξικού, σε ειδικό «Παράρτημα περιέχον τὰς ἐκφυλλοφορητέας [δηλ. τις απόβλητες και ελληνιστί αποδιδόμενες] ἑτερογλώσσους λέξεις». Αυτά φυσικά συνδέονται με την ξεκάθαρη και μαχητική τοποθέτηση τού Σκαρλάτου Βυζαντίου υπέρ τού εξαρχαϊσμού τής γλώσσας αφενός (γραπτή και προφορική γλώσσα τού ελεύθερου ελληνικού κράτους πρέπει να γίνει σταδιακώς η αρχαία ελληνική γλώσσα) και υπέρ τού καθαρισμού τής Nεοελληνικής από τους ξενισμούς αφετέρου.
Με άλλα λόγια, σχετίζεται με τη θέση τού Σκαρλάτου Βυζαντίου στο γλωσσικό ζήτημα, που τότε βρίσκεται ακόμη στην αρχή του, και με το κήρυγμα τού Κοραή59 για καθαρμό και διόρθωση της γλώσσας από ξενισμούς60 και «χυδαϊσμούς», που ο Βυζάντιος ασπάζεται και εφαρμόζει συστηματικά στο Λεξικό του. Η ιδεολογία61 δηλ. τού Σκαρλάτου Βυζαντίου κατευθύνει και τη λεξικογραφία του. ΄Ετσι στο «Παράρτημα τῶν ἐκφυλλοφορητέων» δεν υπάρχουν μόνο λέξεις άγνωστες στη σημερινή γλώσσα και χρήσιμες μόνο για την ιστορία τής Ελληνικής (π.χ. ασμά-καμπάκι το κολοκύθι, δεξγκερές το φορείο για ασθενείς, ιλτιζάμια τα δημόσια τέλη, μασαλάς η δάδα, ο πυρσός, τουλούμπα η αντλία, ταμπιέτι η συνήθεια, σουγιολού ο υδραγωγός, χοκκαμπαζλήκια οι γητειές κ.λπ.), αλλά και πολλές ξένης καταγωγής λέξεις που επικράτησαν από τότε στην Ελληνική και που δεν δικαιολογείται η αποβολή τους από τη γλώσσα (π.χ. αμπάρι, βάρδια, βιολί, γάντζος, ζάρι, ίντριγκα, καβουρδίζω, καβγάς, λακέρδα, μάστορης, μπακάλης, νεράτζι, ομπρέλλα, πανταλόνι, πέννα, σαλάτα, τεμπέλης, φουστάνι, χάπι, χαβιάρι κ.λπ.)62. Οπωσδήποτε, ο ίδιος ο Βυζάντιος σπεύδει στα Προλεγόμενά του να αναγνωρίσει ότι η αντικατάσταση των ξενικών λέξεων με ελληνικές δεν είναι πάντοτε δυνατή ή απαιτεί την πάροδο μακρού χρόνου για να επικρατήσει, δίνει δε το ακόλουθο χαρακτηριστικό παράδειγμα δημόσιας προκήρυξης πλειστηριασμού πλοίου, που κατ’ ανάγκην θα διατυπωνόταν τότε (το 1835) με ένα πλήθος ξενικών όρων: «Ἐκτίθεται εἰς πλειστηριασμὸν ἡ Bομβάρδα (δεῖνα), ἔχουσα δύο ἱστούς, ἓν μπομπρέσον μὲ τὸ μπαστοῦνί ’των, ἓνα τρίγκον, ἓν μπαροκέττον, ἕνα μπαμπαφίγκον, τρεῖς φλόκους, μίαν μπούμαν, μίαν στραγέραν, ἓν φλίτζι, [...]ἓν βίντζι, ἓν καρατέλο, ἓν μενοῦτον, δύω μάντους μὲ τοὺς μακαράδες των, ἓν πινέλον καὶ ἕνα μουσαμᾶν»63.
Με τον Βυζάντιο το Λεξικό αρχίζει να παίρνει τη δομή ενός σύγχρονου λεξικού. Σε κάθε λήμμα δίνονται χρήσιμες γραμματικές πληροφορίες και μερικές συντακτικές (για ρήματα), χωρίς φυσικά την πληρότητα και τον συστηματικό χαρακτήρα των νεότερων λεξικών. Συχνά παρέχονται και ετυμολογικές πληροφορίες, που τις περισσότερες φορές έχουν εμπειρικό χαρακτήρα ή αποτελούν παρετυμολογίες, αφού δεν έχει ακόμη εμφανισθεί στην Ελλάδα η επιστημονική ετυμολογία64.Tο κύριο όμως είναι η (εκπληκτική για ορισμένα λήμματα) περιγραφή των χρήσεων μιας λέξης με παραδειγματικές φράσεις –συχνά και παροιμίες, κατά τη διδασκαλία τού Κοραή65– που σε μεγάλα λήμματα (όπως λ.χ. το ρήμα πιάνω) καταλαμβάνουν πάνω από 8 στήλες (των 50 τυπογραφικών αράδων)! Συγκεκριμένα στο λήμμα πιάνω66 διαβάζουμε: «συλλαμβάνω, αἱρέω, ἁλίσκω, ἔχω [...] (κυρ. ζῷα μὲ τὴν παγίδα)» – «πιάνω (διὰ τῶν χειρῶν)» – «ὅσοι πιάνουν σφικτὰ ταὶς πυρωμέναις σούβλαις, καίονται ὀλιγώτερον. Oἱ τοὺς διαπύρους ὀβελίσκους σφοδροτέρως πιάσαντες, αὐτὸν καίονται (Θεόφρ. περὶ Πυρ[ός])» – «καὶ πιάνωντάς ’τον ἀπὸ τὸ δεξὶ χέρι, ’τ ὸν ἐσήκωσε. Kαὶ πιάσας αὐτὸν τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἤγειρε (Πράξ. Ἀποστ. Γ΄)» – «ἐσιχάθη καὶ ἔπιασε τὴν μύτην ’της. Ἀπεστράφη τὴν ῥῖν’ ἐπιλαβοῦσα (Ἀριστοφ.)» – «ἔπιασε τὸν σφυγμόν ’του, καὶ παρατηροῦσε» – «’τον πιάνεις ἀπὸ τὴν μέσην, καὶ ’τὸν κουνεῖς» – «ὅλην τὴν νύκτα ἐψάρευαν, καὶ ’δὲν ἔπιασαν τίποτε» – «καὶ ἐπιάναμεν καὶ παγούρια [ενν. καβούρια] μεγαλούτσικα» – «’δὲν ἔπιασε (φρσ. μεταφορ.,ὅταν ἀποτυχαίνῃ τὸ πρᾶγμα, καὶ δὲν κατορθόνεται ὁ σκοπὸς [...]» – «ἔλα ’να πιάσωμε’ τὸ’ χορό’ (συνεκδοχ.) ἀντὶ ’να πιασθοῦμεν ἀπὸ τὰ χέρια ἵνα χορεύσωμεν» – «πιάνω τοὺς δρόμους» – «πιάνω δουλειάν» – «’τὸν ἔπιασε (ἐλλειπ. τὸ δαιμόνιον, ἡ τρέλλα)» – «’τὸν ἔπιασεν (τὸν ’πῆρεν) ὁ θυμός» – «’τὸν ἔπιασε πόνος» – «διότι ’τὸν ἔπιασε κεφαλόπονος δυνατός» – «ἐπιάσθη (ἐπιάσθηκαν τὰ πόδια ’του κτλ.)» – «μὲ πιάνει ἡ θάλασσα» – «’νὰ μὴ σὲ πιάσῃ ’μάτι» – «πιάνω ’σπίτι (ἐργαστήρι κτλ.)» – «πιάνω τόπον εἰς τὸ θέατρον» – «σ’ ἔπιασα, καταραμένε» – «αὐτὸ τὸ φόρεμα μὲ ταὶς πολλαὶς λόξαις (σούφραις) πολλὰ σὲ πιάνει» – «ἔπιασεν (’δὲν ἔπιασεν) ἡ βαφή» – «ἔπιασε (’δὲν ἔπιασε) τὸ ἅλας ’ς τὰ φαγεῖ» – «τὸ δένδρον (τὸ φυτὸν κτλ.) πιάνει» – «τὸ φαγεῖ’ ἔπιασεν» – «πιάσθηκε σκλάβος» – «πιάσθηκε ’ς τὰ ’ξόβεργα» – «πιάνουνταν ἡ φωνή ’του» – «πιάνομαι ἀπὸ τὰ λόγιά μου» – «πιάνομαι (πιάνονται τὰ μέλη μου δηλ.)» – «μὴ πιάνεσαι μὲ τὸν μεγαλήτερόν σου» κ.λπ. κ.λπ.
Για τον ιστορικό τής γλώσσας ο αποθησαυρισμένος από τον Σκαρλ. Bυζάντιο λεξικογραφικός πλούτος τής κοινής ομιλουμένης γλώσσας μέσα στις χρήσεις, τις φράσεις και στα παραδείγματα αποτελεί πολύτιμη πηγή, που δεν αμαυρώνεται από το γεγονός ότι τα περισσότερα ερμηνεύματα δίδονται στην αρχαία γλώσσα ή από το ότι συσχετίζονται συνεχώς με αντίστοιχες φράσεις-χρήσεις από χωρία αρχαίων συγγραφέων. Αντίθετα, ο ιστορικός τής γλώσσας αλλά και ο «επαρκής» ή και ο φιλοπερίεργος αναγνώστης έχει, με αυτόν τον τρόπο, την ευκαιρία να διαπιστώνει –μέσα από τη σοφία και την αρχαιομάθεια, αλλά και από τον μόχθο του λεξικογράφου– τη γλωσσική συνέχεια και συνοχή τής ελληνικής γλώσσας, οφειλόμενη στην αδιάσπαστη προφορική της παράδοση.
Είναι κρίμα για τη λεξικογραφική καταγραφή τής νέας ελληνικής γλώσσας που το μεγάλο φιλολογικό κεφάλαιο τού Νέου Ελληνισμού, ο Αδαμάντιος Κοραής, δεν καταπιάστηκε με το Λεξικό του νωρίτερα στη ζωή του, όταν είχε τη βιολογική δύναμη να φέρει εις πέρας ένα τέτοιο τεράστιο έργο. ΄Ετσι η επιλεκτική, αποσπασματική και πολύ περιορισμένη (αν κρίνουμε από τις πηγές του) λεξικογραφική προσπάθεια τού σοφού ανδρός, τα Ἄτακτα τού Κοραή, μόνο ως έναυσμα τής νεοελληνικής λεξικογραφίας και ως πηγή αντλήσεως γλωσσικών γνώσεων για μια ιστορική προσέγγιση τής καθόλου ελληνικής γλώσσας μπόρεσε να χρησιμεύσει. Aνάλογο πλήγμα για τη λεξικογραφική περιγραφή τής Νέας Ελληνικής υπήρξε το γεγονός ότι ο πρώτος, στην πραγματικότητα, νεοέλληνας «Ελλαδικός» λεξικογράφος, ο επίσης βαθύς και ευαίσθητος γνώστης τής ελληνικής γλώσσας Σκαρλάτος Βυζάντιος, εγκατέλειψε την προσπάθεια τού 1835, το Λεξικό τής νεοελληνικής γλώσσας, για να ασχοληθεί με την πολύ πιο επίπονη και χρονοβόρα σύνταξη τού Λεξικού τής αρχαίας Ελληνικής (α΄ έκδ. 1839, β΄ έκδοση ριζικά αναθεωρημένη και οιονεί νέο έργο, η έκδοση τού 1852) και τού ελληνογαλλικού και γαλλοελληνικού λεξικού (α΄ έκδ. 1846).
Αν ο Βυζάντιος συνέχιζε κατά τη διάρκεια τού μακρού βίου του (πέθανε το 1878) τη συμπλήρωση και επέκταση τού νεοελληνικού του λεξικού, με την αίσθηση και την ευαισθησία τού έμπειρου λεξικογράφου που διέθετε, θα είχε δώσει ένα ολοκληρωμένο νεοελληνικό λεξικό που θα βοηθούσε ίσως και στην καλύτερη εξέλιξη του ζητήματος τής γλώσσας. Η ανάμειξή του, ωστόσο, στο γλωσσικό και η λεξικογραφική και γενικότερη γλωσσική ιδεολογία του τον απέτρεψαν από το να ασχοληθεί με τη συνέχιση ενός έργου, που στην εποχή του και μέχρι τής εμφανίσεως στο προσκήνιο τού Ψυχάρη (δέκα μόλις χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1888, δημοσιεύεται το Tαξίδι τού Ψυχάρη) δεν φαίνεται να είχε μεγάλη απήχηση στον πολύ κόσμο. Tο χειρότερο δε είναι ότι μέσα στη δίνη τού «γλωσσικού εμφυλίου», που ξεσπάει τις τελευταίες δεκαετίες τού 19ου αιώνα και κορυφώνεται τις πρώτες δεκαετίες τού 20ού, δημιουργείται ένα κλίμα ρευστότητας και ανασφάλειας, που δεν ενθαρρύνει τους δυναμένους (γλωσσολόγους, φιλολόγους, λογίους) να ασχοληθούν με την έκδοση λεξικογραφικών περιγραφών τής διχασμένης (λόγιας και δημοτικής) νεοελληνικής γλωσσικής παράδοσης. Είναι αξιοσημείωτο –και τραγικό συγχρόνως– ότι τα επόμενα 100 χρόνια (από το 1835 μέχρι το 1933) δεν εκδίδεται κανένα σημαντικό ερμηνευτικό λεξικό τής νεοελληνικής γλώσσας εκτός από τα δίγλωσσα («ξενόγλωσσα») λεξικά τής Γαλλικής, που και αυτά αναφέρονται κυρίως στη λόγια μόνο γλώσσα. Tην ίδια δεκαετία (τού 1930) εκδίδεται το εννοιολογικό λεξικό τού Πέτρου Βλαστού (1931) και, με κορύφωση την επόμενη δεκαετία (του ’40), αρχίζουν να εκδίδονται τα πρώτα λεξικά των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων67.
Εξαίρεση από τη «λεξικογραφική σιγή» τού ενός περίπου αιώνα αποτελεί η έκδοση δύο λεξικών, τα οποία όμως ούτε τής νεοελληνικής κοινής (δημοτικής, ομιλουμένης γλώσσας) λεξικά είναι ούτε «ερμηνευτικά λεξικά» με τη συνήθη τού όρου έννοια. Αναφέρομαι στο Λεξικὸν ὀρθογραφικὸν καὶ χρηστικὸν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης τῆς τε ἀρχαίας καὶ τῆς νεωτέρας του Γεωργίου Δ. Ζηκίδου και στο Συναγωγὴ νέων λέξεων ὑπὸ τῶν λογίων πλασθεισῶν ἀπὸ τῆς Ἁλώσεως μέχρι τῶν καθ’ ἡμᾶς χρόνων τού καθηγητή Στέφανου Δ. Κουμανούδη.

___________________________
17. Βιβλιογραφικά στοιχεία: Σκαρλάτου Βυζαντίου, Λεξικὸν Ἑλληνικὸν καὶ Γαλλικόν, Ἀθῆναι 1846· Μ. Περίδου, Λεξικὸν Ἑλληνικὸν καὶ Ἰταλικόν, Ἑρμούπολις 1854· Αγγ. Βλάχου, Λεξικὸν Ἑλληνογαλλικόν, Ἀθῆναι 1897· Ν. Κοντοπούλου, Λεξικὸν Ἑλληνογαλλικόν, Ἀθῆναι 1889.
18. Για τα εννοιολογικά λεξικά, βλ. κατωτ. όσα λέγονται επ’ ευκαιρία τού κατ’ εξοχήν εννοιολογικού λεξικού τής Ν. Ελληνικής, τού λεξικού τού Βοσταντζόγλου.

19. Βιβλιογραφικά: Γ. Παπαζαχαρίου, Λεξικόν Pωμαϊκο-σλαβωνικόν, Βούδα Ουγγαρίας 1803· Π. Βερού - Ι. Ιαννούλη, Ὀνομαστικὸν Ἑλληνικόν, Μόναχο 1828.

20. Tα βιβλιογραφικά στοιχεία των λεξικών αυτών είναι: F.D. Deheque, Λεξικὸν τῆς Γραικικῆς καὶ Γαλλικῆς γλώσσης – Dictionnaire Grec Moderne-Francais, Paris 1825· J. Schmidt, Λεξικὸν Ἁπλοελληνικὸν καὶ Γερμανικόν, 2 τόμ., Λειψία 1825-7· Poppleton, Ὀνομαστικὸν τετράγλωσσον Γαλλαγγλογραικελληνικόν, Mόναχο 1834· R. Lowndes, A Modern Greek and English Lexikon, to which is prefixed an Epitome of Modern Greek Grammar, London/Corfu 1837· E. Legrand, Nouveau dictionnaire grec moderne-francais, Paris 1882.

21. Πρόκειται, όπως παρατηρεί ο ίδιος ο Κοραής, για ό,τι συνήθως ονομάζεται «Σύμμικτα» ή «Παντοδαπά» ή «Ποικίλα» κ.λπ. Ο Κοραής υιοθέτησε τον όρο Ἄτακτα τού αρχαίου (μεταγενέστερου) Κώου ποιητή Φιλητά: «Tοῦ Φιλητᾶ τὰ Ἄτακτα, ἐπιγραφόμενα ἔτι καὶ Ἄτακτοι γλῶσσαι, ἴσως δὲν ἐπωνομάσθησαν οὕτως, πλὴν διότι δὲν τὰς ἔταξε κατ’ ἀλφαβητικήν, ἢ ἄλλην τινὰ συνεχῆ σειράν, ἀλλὰ τὰς ἐσημείονεν ὡς τοῦ ἤρχοντο εἰς νοῦν, καὶ ὡς τὸ ἐσυγχώρει ὁ καιρός. Ὅπως ἂν ἦναι, τόσον πλέον μ’ ἄρεσεν ὁ Φιλητᾶς, ὅσον ἐνδέχεται νὰ ἦναι καὶ τῶν Ἀτάκτων ’κείνου ἀτακτότερα τὰ ἰδικά μου Ἄτακτα» (Ἄτακτα, τόμ. Α΄, σ. β΄-γ΄). Tο περιεχόμενο των Ἀτάκτων ορίζεται από τον Κοραή ως εξής: «Ἐσώρευσα εἰς αὐτὰ Ἐξηγήσεις λέξεων καὶ τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς σημερινῆς ἡμῶν γλώσσης, Ὕλην ὀλίγην ἢ μᾶλλον Ὕλης Λεξικοῦ κοινοῦ δοκίμιον, γραμματικά τινα, ἠθικά, πολιτικά, ἱστορικά, ἀρχαιολογικά, ἴσως καὶ θεολογικὰ ὑπομνήματα· ὅλα ἀτελῆ, ὅλα ἄξεστα, ὅλα ἀνεπίκριτα, εἰς ἕνα λόγον, Ἄτακτα» (αυτ.)

22. Α. Α. Παπαδόπουλου, Προλεγόμενα. Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Nέας Ἑλληνικῆς τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων, τόμ. Α΄ (Α-ΑΜ), σ. ε΄, Ἀθῆναι 1933. Πβ. και Δ. Βαγιακάκου, «Tὰ Ἄτακτα τοῦ Ἀδαμ. Kοραῆ ὡς τὸ πρῶτον Λεξικὸν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης», Πρακτικά Συνεδρίου «Κοραής και Χίος», τόμ. Α΄, Αθήνα 1984, σ. 109-130.

23. Ἀδαμαντίου Kοραῆ, Ἄτακτα, ἤγουν παντοδαπῶν εἰς τὴν Ἀρχαίαν καὶ τὴν Nέαν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν αὐτοσχεδίων σημειώσεων καί τινων ἄλλων ὑπομνημάτων αὐτοσχέδιος Συναγωγή, 5 τόμ., Ἐν Παρισίοις, Ἐκ τῆς Tυπογραφίας K. Ἐβεράρτου, 1828-1835. Από τους 5 τόμους, λεξικογραφικό υλικό («γλωσσογραφικῆς ὕλης δοκίμιον») περιλαμβάνεται μόνο στους τόμους Β΄ (1829), Δ΄ (1832) και Ε΄ (1835).

24. Αδ. Κοραή, Προλεγόμενα [= Συλλογὴ τῶν εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Bιβλιοθήκην καὶ τὰ Πάρεργα Προλεγομένων καί τινων Συγγραμματίων τοῦ Ἀδαμαντίου Kοραῆ, τόμ. A΄, Ἐν Παρισίοις 1833], σ. 496.

25. «Ἀπ’ αὐτὴν τὴν δεκάτην ἕκτην ἑκατονταετηρίδα ἄρχισαν οἱ Γάλλοι τὰς περὶ τῆς γλώσσης των ἐρεύνας· καὶ εἰς τὴν δεκάτην ἑβδόμην ἐπεχείρησεν ἡ Γαλλικὴ Ἀκαδημία νὰ συναθροίζῃ τὴν ὕλην τοῦ Λεξικοῦ της, τὸν αὐτὸν χρόνον (1639), ὅτε εἶδε τὸ φῶς ὁ Eὐριπίδης τῆς Γαλλίας, ὁ μέγας Ῥακίνας, καὶ τρεῖς χρόνους μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ περιφήμου Σατυρικοῦ Bοϊλλώ [ενν. τον Μπουαλώ / Boileau]. Ὁ Μενάγιος [ενν. τον Μενάζ / Menage, ο οποίος έγραψε το 1694 το Dictionaire etymologique, ou Origines de la langue francaise] ἐξέδωκε τὸ Ἐτυμολογικὸν τῆς Γαλλικῆς κατὰ τὸ 1650ὸ ἔτος καὶ ὁ αὐτὸς πάλιν τὸ Ἐτυμολογικὸν τῆς Ἰταλικῆς κατὰ τὸ 1685. Eἰς τὸν αὐτὸν σχεδὸν καιρὸν ὁ δοξάσας τὴν Γερμανίαν μέγας Λεϊβνίτιος [ενν. τον Λάιμπνιτς / Leibniz] δὲν ἔκρινε τῆς φιλοσοφίας του ἀνάξιον νὰ ἀσχοληθῇ εἰς ἐτυμολογικὰς ἐρεύνας (Σημ. Κοραή: Ὡς τὸ μαρτυρεῖ τὸ ἐπιγραφόμενον αὐτοῦ βιβλίον Ἐτυμολογικαὶ συλλογαί, Collectanea Etymologica)», Αδ. Κοραή, Προλεγόμενα, τόμ. Α΄, σ. 496-7.

26. Ο Κοραής παρατηρεί για την αρχή αυτή ότι: «Δὲν τὸ λέγει ἀφ’ ἑαυτοῦ ὁ Ἐπίκτητος, ἀλλὰ τὸ
φέρει μαρτύριον ἀπὸ τὸν Ἀντισθένην· μετὰ τὸν ὁποῖον ὀνομάζει καὶ τὸν Xρύσιππον καὶ τὸν
Kλεάνθην, καὶ τὸν Zήνωνα, καὶ πρὸ τούτων τὸν Σωκράτην, ὡς ἐρευνητὰς τῶν λέξεων». Αδ.
Κοραή, Προλεγόμενα, τόμ. Α΄, σ. 495-6, υποσημ. 1.

27. Tο σχετικό χωρίο από τις Διατριβές Επικτήτου τού Αρριανού στην έκδοση τού Κοραή (Ἀρριανοῦ, Διατριβαὶ Ἐπικτήτου II, ιδ΄, 15, σ. 108-9) έχει ως εξής: «Πόθεν οὖν ἄρξασθαι δεῖ; [...] Ἐρῶ σοι, ὅτι πρῶτον δεῖ σε τοῖς ὀνόμασι παρακολουθεῖν [...] Πῶς οὖν χρῶμαι αὐτοῖς; Oὕτως ὡς οἱ ἀγράμματοι ταῖς ἐγγραμμάτοις φωναῖς, ὡς τὰ κτήνη ταῖς φαντασίαις· ἄλλο γάρ ἐστι χρῆσις, ἄλλο παρακολούθησις», Αδ. Κοραή, Προλεγόμενα, τόμ. Α΄, σ. 497-8, υποσημ. 2.

28. Η σημερινή επιστημονική θέση τής γλωσσικής επιστήμης και ειδικότερα τού κλάδου τής σημασιολογίας είναι ότι η σημασία μιας λέξης είναι στενά συνυφασμένη και εξαρτημένη από τη/τις χρήσεις της: «πρωτοτυπική» (πυρηνική) σημασία και εφαρμογή τής σημασίας (χρήσεις) αλληλοπροσδιορίζονται. Ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση ως βάση προσδιορισμού τής σημασίας των
λέξεων έδωσε ο φιλόσοφος τής γλώσσας L. Wittgenstein («Η σημασία μιας λέξης είναι η χρήση της στη γλώσσα»). Σήμερα «η σημασία ως χρήση» (meaning-is-use) είναι μία από τις κύριες μορφές προσέγγισης τής σημασίας, ιδίως στη λεξικολογία (πβ. Γ. Μπαμπινιώτη, Εισαγωγή στην Σημασιολογία, Αθήνα 1985, σ. 8, 24 κ.α.). ΄Αλλωστε, ότι η χρήση καθορίζει γενικότερα τον κανόνα (norma) τής γλώσσας στο λεξιλογικό (σημασιολογικό) αλλά και στα άλλα επίπεδα τής γλώσσας είναι ευρύτερα παραδεκτό από τους χρόνους τού Ορατίου, ο οποίος όρισε (De Arte Poetica 70-72) ότι «usus norma loquendi». Πολύ εύστοχα ο λεξικογράφος και καθηγητής τής λατινικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Στέφανος Κουμανούδης (1818-1899) μετέφρασε στο Λεξικό του (Συναγωγὴ νέων λέξεων ὑπὸ τῶν λογίων πλασθεισῶν ἀπὸ τῆς Ἁλώσεως μέχρι τῶν καθ’ ἡμᾶς χρόνων, Αθήνα 1900, λ. εξόντωσις) ως εξής τους στίχους τού Ορατίου: «Πολλαὶ νεκραὶ θ’ ἀναστηθοῦν καὶ ἄλλαι θ’ ἀποθάνουν / λέξεις τὰ νῦν τιμώμεναι, ἂν τὸ θελήσ’ ἡ χρῆσις / παρ’ ᾗ ἐστι τὸ δίκαιον καὶ ὁ κανὼν τοῦ λέγειν».

29. Αδ. Κοραή, Προλεγόμενα, τόμ. Α΄ , σ. 497.

30. Αδ. Κοραή, Προλεγόμενα, τόμ. Α΄, σ. 499.

31. «Κοινή», με την έννοια μιας ενιαίας και ομοιόμορφης προφορικής γλώσσας σε όλη την Ελλάδα, δεν υπήρχε ακόμη στις αρχές τού 19ου αιώνα. Οι λόγιοι μιλούν και γράφουν μια λόγια έως αρχαΐζουσα γλώσσα, ενώ η προφορική λαλιά των απλών ανθρώπων είναι ακόμη διαλεκτικά διαφοροποιημένη σε έντονο βαθμό και με πολλούς ξενισμούς. Ο Κοραής είναι η πρώτη προσωπικότητα λογίου με ευρύτερη απήχηση στον Ελληνισμό, που υποστηρίζει συστηματικά την ανάγκη υιοθέτησης ενιαίας μορφής γραπτής και προφορικής γλώσσας στην Ελλάδα και ως τέτοια προβάλλει την «κοινή», όπως την ονομάζει, γλώσσα, δηλ. την απλή ομιλουμένη, καθαρισμένη (συστηματικά ομιλεί για «καθαρμόν») από τις ξενικές λέξεις και ό,τι ο Κοραής λανθασμένα (κατά τα διδάγματα τής γλωσσικής επιστήμης) αποκαλεί «χυδαϊσμούς» (π.χ. τη χρήση ενεστωτικού τύπου φράζω αντί τού φράσσω), στους οποίους εντάσσει και τους έντονα διαλεκτικούς τύπους (στο σημείο αυτό οι απόψεις τού Κοραή δεν είναι απολύτως σαφείς, αν δεν είναι ενίοτε και αντιφατικές). Οπωσδήποτε, ο Κοραής εστράφη και αγωνίστηκε σκληρά εναντίον τής καθιέρωσης τής (ευρέως τότε υποστηριζομένης) αρχαίας γλώσσας, τής «Ελληνικής», όπως την αποκαλούσαν, ως επίσημης γλώσσας τού ελεύθερου ελληνικού έθνους, αντιπαρατάσσοντας στην «Ελληνική» την «κοινή», δηλ. την απλούστερη προφορική γλώσσα τού λαού, ό,τι (με μεταγενέστερους τού Κοραή όρους) θα ονομάζουμε «δημοτική». Ωστόσο, η «κοινή» τού Κοραή, ας το ξεκαθαρίσουμε, δεν είναι η δημοτική τού Σολωμού ή των δημοτικών τραγουδιών, αλλά μια «λογιότερη» σε (γραμματικούς και συντακτικούς) τύπους και σε λεξιλογικά στοιχεία γλώσσα, με έντονα προσωπικό χαρακτήρα (το ύφος τού Κοραή) και με φανερή ακόμη την ανάμειξη απλών και λογιότερων λέξεων και δομών. Βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, «Αδαμάντιος Κοραής» στο ^Eλληνικc Γλώσσα: Παρελθόν-Παρόν-Mέλλον, Αθήνα, Εκδ. Gutenberg 1994, σ. 41-53.

32. Για τη διάκριση διαλέκτων και ιδιωμάτων, βλ. το Σχόλιο στο λ. διάλεκτος τού παρόντος Λεξικού.

33. Αδ. Κοραή, Προλεγόμενα, τόμ. Α΄, σ. 499.

34. Αδ. Κοραή, Προλεγόμενα, τόμ. Α΄, σ. 500.

35. Αδ. Κοραή, Προλεγόμενα, τόμ. Α΄, σ. 500-501.

36. Ο Αδ. Κοραής ήταν ο πρώτος που είδε την ελληνική γλώσσα στην ιστορική της ενότητα και που δίδαξε σταθερά και σε κάθε ευκαιρία την ανάγκη να γνωρίζουν οι ΄Ελληνες τόσο τη σύγχρονη κοινή γλώσσα όσο και την αρχαία ελληνική γλώσσα, στην οποία ανάγεται το κύριο μέρος τής δομής και τού λεξιλογίου της. Η θέση τού Αδ. Κοραή στη σχέση αρχαίας και νέας Ελληνικής συνοψίζεται στη γνωστή ρήση του (από επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Βασιλείου): «Xωρὶς τὴν ἀκριβεστάτην εἴδησιν τῆς [αρχαίας] Ἑλληνικῆς, ὅστις καταγίνεται εἰς τὸ νὰ διορθώσῃ τὴν κοινὴν ἢ νὰ δώσῃ εἰς αὐτὴν κανόνας ἢ νὰ κρίνῃ καθ’ οἱονδήποτε ἄλλον τρόπον, περιπατεῖ εἰς τὴν σκοτίαν καὶ δὲν ἠξεύρει μήτε ποῦ ὑπάγει μήτε τί κάμνει» (Αλληλογραφία, τόμ. Β΄, σ. 116). Βεβαίως, είναι γνωστό ότι ο Κοραής, όπως και ο M. Deffner (Δέφνερ) και ο Κ. Foy (Φόυ), παρεγνώρισαν τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε στη διαμόρφωση τής Ν. Ελληνικής η γλώσσα των Βυζαντινών τής πρώιμης περιόδου. Tο ίδιο συνέβη ακόμη και με γλωσσολόγους, με εγκρατείς φιλολόγους και λεξικογράφους, όπως τον Στ. Κουμανούδη (πβ. Κ.Θ. Δημαρά, Προλεγόμενα στη «Συναγωγή» τού Στ. Κουμανούδη [Αθήνα 1980], σ. ΧΧΧ κ.εξ.) και, πολύ περισσότερο, με τον Αθανάσιο Χριστόπουλο και την περίφημη «Αιολοδωρική θεωρία» του, που εξηγούσε την προέλευση τής Ν. Ελληνικής απευθείας από την αρχαία (και μάλιστα από την αιολική και τη δωρική διάλεκτο!), αγνοώντας το Βυζάντιο. Tα πράγματα αποκατέστησε επιστημονικώς στην ορθή τους βάση ο Γ. Χατζιδάκις, ο οποίος απέδειξε ότι η Ν. Ελληνική προήλθε από τη Μεσαιωνική Ελληνική των Βυζαντινών και αυτή από την Αλεξανδρινή Κοινή, η οποία ανάγεται στην αττική διάλεκτο και δι’ αυτής στην αρχαία ελληνική γλώσσα. ΄Ετσι, ο Χατζιδάκις αποκατέστησε την αδιάσπαστη προφορική παράδοση και εξέλιξη τής ελληνικής γλώσσας από τού Ομήρου μέχρι τη σύγχρονη Ελληνική χωρίς χάσματα, όπως αυτά που δημιουργούνταν από την παραγνώριση τού Βυζαντίου (βλ. ιδίως Γ. Χατζιδάκι, Περὶ τῆς ἑνότητος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης. Επιστ. Επετ. Παν. Αθηνών 5, 1908-9, σ. 47-151). Στον ιστορικό χώρο, προηγήθηκαν στην αποκατάσταση τού Βυζαντίου ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και, κυρίως, ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ενώ στη μελέτη τής ιστορικής συνέχειας τής γλώσσας τα θεμέλια έθεσε ο συγγραφέας τής πρώτης ιστορίας τής ελληνικής γλώσσας (Δοκίμιον ἱστορίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, Αθήνα 1871) γλωσσολόγος Δημήτριος Μαυροφρύδης. Για τη συμβολή τού Γ. Χατζιδάκι στη συνειδητοποίηση τής ιστορικής συνέχειας τής ελληνικής γλώσσας, βλ. Γ. Μπαμπινιώτη: «Γ. Χατζιδάκις» στο ^Eλληνικc γλώσσα: Παρελθόν-Παρόν-Mέλλον, Αθήνα, εκδ. Gutenberg 1994, σ. 55-75 και Δ. Βαγιακάκου, Γ. Ν. Χατζιδάκις. Bίος καὶ ἔργον. Προτάσσεται στο Γ. Xατζιδάκι, Γλωσσολογικαὶ Ἔρευναι, τόμ. Β΄, Αθήνα 1977, σ. 1-143.

37. Aδ. Κοραή, Προλεγόμενα, τόμ. Α΄, σ. 502.

38. Αδ. Κοραή, Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη, τόμ. Γ΄ (1809), Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, σ. ηθ΄: «Διὰ νὰ συναχθῇ τοιαύτη ὕλη, ἀνάγκη νὰ περιέλθωσι τὴν Eὐρωπαϊκὴν καὶ Ἀσιακὴν Ἑλλάδα καὶ τὰς νήσους αὐτῶν δύο νέοι λόγιοι, εἷς τοῦ ἄλλου χωριστά, ἔχοντες δύο Λεξικὰ τῆς κοινῆς γλώσσης, μὲ προσκολλημένον φύλλον ἓν ἄγραφον εἰς ἕκαστον φύλλον τυπογραφημένον· καὶ νὰ συνάξωσι μὲ τὴν ἐσχάτην ἀκρίβειαν ὄχι μόνον τὰς λέξεις, ὅσαι λείπουσιν ἀκόμη ἀπὸ τὰ κοινὰ Λεξικά, ἀλλὰ καὶ τὰς φράσεις τῆς γλώσσης καὶ αὐτὰς τὰς παροιμίας, ὅσας ἔχει καθημέραν εἰς τὸ στόμα ὁ κοινὸς λαός». Αξίζει να σημειωθεί ότι τη μέθοδο αυτήν, μεταξύ άλλων, ακολούθησαν αργότερα οι υπεύθυνοι τής συντάξεως τού Ιστορικού Λεξικού τής Ακαδημίας (πβ. Ανθ. Παπαδόπουλο, Προλεγόμενα στον Α΄ τόμ. τού ΙΛΑ, σ. ι΄), γεγονός στο οποίο αναφέρεται εκτενώς και ο Μ. Τριανταφυλλίδης (Ὑπόμνημα περὶ τοῦ ἱστορικοῦ λεξικοῦ, ΄Απαντα Μ. Tριανταφυλλίδη, τόμ. Β΄, 1963, ιδίως σ. 435 κ.εξ.).

39. Ο Γ. Χατζιδάκις επέμεινε ιδιαιτέρως στην ανάγκη εκδόσεως ενός (επιστημονικά συντεταγμένου) λεξικού ολόκληρης τής ελληνικής γλώσσας, ενός ιστορικού λεξικού τής Ελληνικής. Τις σκέψεις του για το Λεξικό τής Ελληνικής έχει διατυπώσει σε σειρά δημοσιευμάτων του, των οποίων κυριότερα [αναδημοσιευμένα στο Γ. Χατζιδάκι, Γλωσσολογικαὶ Ἔρευναι, τόμ. Α΄ (1934) και τόμ. Β΄ (1977)] είναι:
1909α Σκέψεις τινὲς περὶ τῆς συντάξεως τοῦ ἑλληνικοῦ λεξικοῦ. Περ. «Παναθήναια» τόμ. 9, τεύχ. 15 Απρ., σ. 3-6 [= Γλωσσολ. Ἔρευναι, τόμ. B΄, σ. 120-125].
1909β Περὶ τῆς ἐπιστημονικῆς ἀνάγκης ἑνὸς λεξικοῦ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης. Tεσσερακονταετηρίς K.Σ. Kόντου (Aθήνα), σ. 7-34 [= Γλωσσολ. Ἔρευναι, τόμ. A΄, σ. 471-489]. 1912 Περὶ τοῦ ἑλληνικοῦ λεξικοῦ. Περ. «Ἀθηνᾶ», τόμ. 24, σ. 373-384 [= Γλωσσολ. Ἔρευναι,
τόμ. B΄, σ. 129-136].
1927 Περὶ τῶν σπουδῶν καὶ τοῦ λεξικοῦ τῆς Nέας Ἑλληνικῆς γλώσσης. «Πρακτικά Ακαδημίας Ἀθηνῶν», τόμ. 2, σ. 531-541 [= Γλωσσολ. Ἔρευναι, τόμ. Β΄, σ. 457-464].
1929 Περὶ τῆς ἀνάγκης λεξικοῦ τῆς Mεσαιωνικῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Περ. «Ἐπετηρίς
Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν» τόμ. 6, σ. 14-16 [= Γλωσσολ.Ἔρευναι, τόμ. Β΄, σ. 494-496].

40. Αδ. Κοραή, Προλεγόμενα, τόμ. Α΄, σ. 496.

41. Αδ. Κοραή, Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη, τόμ. Γ΄(1809), σ. ια΄ (υποσημ. 1): «Mὴν ἐνοχληθῇ ὁ ἀναγνώστης ἀπὸ τὴν συχνὴν ἐπανάληψιν τοῦ ὀνόματος τῆς Φιλοσοφίας. [...] ὅτι τίποτε καλὸν χωρὶς αὐτῆς νὰ κατορθωθῇ δὲν εἶναι δυνατόν».

42. Αδ. Κοραή, Προλεγόμενα, τόμ. Α΄, σ. 496 (υποσημ.).

43. Για τη διαφορά σημασίας, εννοίας (ιδέας) και νοήματος, βλ. το Σχόλιο στη λ. σημασία τού παρόντος Λεξικού.

44. Αδ. Κοραή, Προλεγόμενα, τόμ. Α΄, σ. 504 κ.εξ.

45. Αδ. Κοραή, Προλεγόμενα, τόμ. Α΄, σ. 503.

46. Αδ. Κοραή, Προλεγόμενα, τόμ. Α΄, σ. 503.

47. Κ.Θ. Δημαρά, «Λεξικογραφία καὶ ἰδεολογία». Προλεγόμενα στην έκδοση (τού 1980) τού Στ. Κουμανούδη, Συναγωγὴ νέων λέξεων ὑπὸ τῶν λογίων πλασθεισῶν ἀπὸ τῆς Ἁλώσεως μέχρι τῶν καθ’ ἡμᾶς χρόνων, α΄ έκδ. 1900, σ. xxxix κ.εξ.

48. Ο Κοραής, αποβλέποντας στη «διόρθωση» και στον «καθαρμό» τής κοινής γλώσσας από τους ξενισμούς, είναι «ο πρώτος διδάξας» στην αξιοποίηση τού λεξιλογικού θησαυρού τής αρχαίας με τη μορφή, σημασιολογικών κυρίως, νεολογισμών (αρχαίες λέξεις με την παλιά τους σημασία ή με άλλη νέα) για την αντικατάσταση ξένων λέξεων ή την απόδοση νέων εννοιών (όρων κ.λπ.).
Ωστόσο, τη συστηματική καταγραφή των νεολογισμών που πλάστηκαν στη λόγια γλώσσα για να δηλωθούν νέες έννοιες οφείλουμε στον Στ. Κουμανούδη (Συναγωγή νέων λέξεων..., 1900).

49 Κ.Θ. Δημαράς, έ.α., σ. xlv.

50. Κ.Θ. Δημαράς, έ.α., σ. lvi.

51. Ο πλήρης τίτλος είναι: Λεξικὸν τῆς καθ’ ἡμᾶς ἑλληνικῆς διαλέκτου μεθηρμηνευμένης εἰς τὸ ἀρχαῖον ἑλληνικὸν καὶ τὸ γαλλικόν.

52. Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, τόμ. Α΄, Ἀθῆναι 1933, Προλεγόμενα, σ. στ΄.

53. Ο ίδιος ο Σκαρλάτος ο Βυζάντιος εξηγεί στα Προλεγόμενά του ότι αρχικός σκοπός τού έργου ήταν να δώσει μια συντομευμένη και βελτιωμένη μορφή τού λεξικού τού Βλάχου [εννοεί το Λεξικό τού Γερασίμου Βλάχου τού Κρητός, επιγραφόμενο Θησαυρὸς τῆς ἐγκυκλοπαιδικῆς βάσεως τετράγλωσσος, βλ. ανωτ. «Λεξικά τού 17ου αι.»], αλλά «τὸ ἔργον [...] ἐγίνετο βαθμηδὸν περιεκτικώτερον, ὥστε κατήντησεν ἤδη ’να περιέχῃ δέκα περί που λέξεων χιλιάδας» (Προλεγόμενα, 18743, σ. ε΄). Ο λεξικογράφος εξηγεί έντιμα και προειδοποιεί τον αναγνώστη (αυτ.): «Aὐτὰ προοιμίασα δι’ἐκείνους, ὅσοι, βλέποντες τὴν ἐπιγραφὴν τοῦ πονήματός μου, ἀπαιτήσωσι Λεξικὸν ἐντελὲς τῆς σημερινῆς τῶν Ἑλλήνων γλώσσης, ἐν ᾧ κυρίως ’δὲν εἶνε παρὰ βοήθημα πρόχειρον διὰ τοὺς πρωτομαθεῖς σπουδαστὰς τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς [...]».

54. Ας σημειωθεί ότι ο Κουμανούδης στη Συναγωγὴ τῶν νέων λέξεων, δηλ. στη συγκέντρωση και καταγραφή των νεολογισμών τής λογίας γλώσσας, αντλεί συχνά από το Ἑλληνικὸν καὶ Γαλλικὸν Λεξικὸν τού Βυζαντίου (από την έκδ. τού 1846 όσο και από τη β΄ έκδ. τού 1856). Αξίζει επίσης να επισημανθεί η προσκόλληση τού Σκαρλάτου Βυζαντίου στη γαλλική γλώσσα, που τον οδηγεί ώστε στο Λεξικό τής Ν. Ελληνικής σε κάθε λήμμα και σε όλες τις σημασίες τού λήμματος να δίνει και την απόδοση στη Γαλλική! (Το ίδιο κάνει και ο Κοραής στο δικό του λεξικό, στα Ἄτακτα). Φθάνει μάλιστα να προτείνει στην τότε Κυβέρνηση τής Ελλάδος τα εξής για τον εμπλουτισμό τής νέας ελληνικής γλώσσας: «’Nὰ προτεθῇ εἰς μετάφρασιν τὸ Λεξικὸν τῆς Γαλλικῆς Ἀκαδημίας [σημ. αυτό που έχει ως πρότυπο και ο Kοραής, βλ. ανωτ. σημ. 25]· ἐφημερὶς φιλολογικὴ ’νὰ δημοσιεύῃ ἅπαξ ἢ δὶς τοῦ μηνὸς τὰς διαφόρους Γαλλικὰς λέξεις, τῶν ὁποίων ζητεῖται ἡ aντιστοιχοῦσα Ἑλληνική, καὶ τὰς Ἑλληνικὰς αὐτάς, ὅσαι θὰ καταχωρισθοῦν εἰς τὸ Λεξικόν, καὶ ’νὰ ζητῇ περὶ αὐτῶν τὴν γνώμην τῶν ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος πεπαιδευμένων [...] ὅσαι δὲ λάβουν τὰς πλειοτέρας ψήφους καὶ τῶν ἐπὶ τούτῳ διωρισμένων τῆς Ἀκαδημίας μελῶν τὴν ἐπιψήφισιν, ἐκεῖναι μόναι ’νὰ καταχωρίζωνται εἰς τὸ Λεξικὸν καί, πολιτογραφούμεναι τοιουτοτρόπως, ’νὰ χρησιμεύουν ὡς τύπος εἰς τὰ Γραφεῖα τῆς Kυβερνήσεως, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ λάβουν τρόπον τινὰ τὴν καθιέρωσίν ’των [...]» (Προλεγόμενα στὸ Λεξικὸν τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἑλληνικῆς διαλέκτου, 1874(3), σ. κγ΄).

55. Η α΄ έκδοση είναι τού 1839 με τίτλο Ἐπίτομον Λεξικὸν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης. H έκδοση αυτή, όπως γράφει ο εκδότης τού έργου Ανδρέας Κορομηλάς στο «Προοίμιόν» του στην έκδοση τού 1852, «τοιαύτην ἔλαβε ἤδη ἀλλοίωσιν καὶ αὔξησιν, ὥστε οὔτε δευτέρα ἔκδοσις ἐθεωρήθη δίκαιον νὰ ὀνομασθῇ οὔτε τὴν ὅλως ἀκατάλληλον ἐπίκλησιν τοῦ ἐπιτόμου νὰ διατηρήσῃ».

56. Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος προφανώς είχε υπ’ όψιν του ορισμένους μόνο τόμους τής εκδόσεως τού Didot, η οποία περατώθηκε το 1865, μετά την έκδοση τού Λεξικού τού Βυζαντίου.

57. Προλεγόμενα στο Λεξικὸν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1852, σ.α΄.

58. ΄Οχι μόνο γνωρίζει λ.χ. σύγχρονους ξένους επιστήμονες που ασχολούνται με την ετυμολογία (αναφέρει τους Kanne, Κuithan, Riemer, Wagner, Murray κ.ά., βλ. Προλεγόμενα στο Λεξικὸν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, σ. θ΄), αλλά φαίνεται να γνωρίζει και τη μόλις από το 1816 αναφανείσα επιστήμη τής Γλωσσολογίας (ιστορικής και συγκριτικής στο ξεκίνημά της από τον Franz Bopp, βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, Συνοπτική ιστορία τής ελληνικής γλώσσας με εισαγωγή στην ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία, Αθήνα 19982, σ. 33 κ.εξ.). ΄Ετσι, επισημαίνοντας την άγνοια ξένων γλωσσών από τους αρχαίους ΄Ελληνες, παρατηρεί (Προλεγόμενα, σ. ε΄) προσφυώς:
«ἀναγιγνώσκοντες τὸν Kρατύλον [ενν. τον διάλογο τού Πλάτωνος που αναφέρεται στη γλώσσα και την ετυμολογία των λέξεων], ἐνεθυμήθημεν πολλάκις, τίνες ἂν ἤθελαν καταστῇ οἱ πρωτότυποι ἐκεῖνοι ἄνδρες, οἱ Πλάτωνες, οἱ Ἀριστοτέλεις, οἱ Ἱπποκράτεις, ἐὰν ἐγνώριζον καὶ ἐσπούδαζον τὰς διαλέκτους τῶν συγχρόνων αὐτοῖς βαρβάρων, καθὼς ’τοὺς ἔλεγον, καὶ μέχρι τίνος ἤθελον προαγάγῃ τὴν περὶ θεωρίας τῶν γλωσσῶν ἐπιστήμην, ἐὰν ἐξῆγον τὰ συμπεράσματά ’των ἐκ τῆς ἀντιπαραθέσεως αὐτῶν πρὸς ἀλλήλας, κατὰ τὸ σημερινὸν [ενν. τής ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας] σύστημα τῆς Linguistique. Ἀλλ’ εἰς τοὺς χρόνους ἐκείνους ὁ δίγλωσσος ἄνθρωπος ἦτον εὕρημα σπανιώτατον, ‘‘καὶ θαῦμα τοῦτο ἦν, ἄνθρωπος εἷς ἀκριβῶν διαλέκτους δύο’’, λέγει ὁ Γαληνός».

59. Ενώ ο Αδ. Κοραής δεν γνωρίζει τον Σκαρλάτο Βυζάντιο (αφού το Λεξικό του εμφανίζεται το
1835, δύο χρόνια μετά τον θάνατο τού Κοραή το 1833), ο Βυζάντιος γνωρίζει φυσικά και μιλάει
με σεβασμό και θαυμασμό για τον Κοραή: «Ἂν ’δὲν προσλάβῃ τις ἕξιν τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς
[...], ἂς μὴν ἐλπίσῃ ποτὲ ’νὰ γράψῃ ὀρθῶς εἰς τὴν νεωτέραν, καὶ μάρτυς τούτου αὐτὸς πάλιν ὁ Kοραῆς, τοῦ ὁποίου καθὼς θαυμάζομεν καὶ μιμούμεθα τὸ ἀμίμητον ὕφος τῶν προλόγων καὶ διαλόγων, ἐπίσης ἀναγινώσκοντες καὶ τὰς εἰς τὸ ἀρχαῖον ἰδίωμα σημειώσεις, γοητευόμεθα» (Λεξικὸν τῆς καθ’ ἡμᾶς ἑλληνικῆς διαλέκτου, έκδ. 18743, Προλεγόμενα, σ. ζ΄). Βεβαίως, ο Βυζάντιος, φύσει συντηρητικό πνεύμα, διαφέρει σημαντικά και στη γλώσσα από τον φωτισμένο και δυτικοθρεμμένο λόγιο τού Γένους Αδαμάντιο Κοραή. Ο Βυζάντιος είναι σχεδόν
νεοαττικιστής, οραματιζόμενος επιστροφή στην αρχαία γλώσσα. Ο Κοραής τίθεται αναφανδόν υπέρ τής κοινής γλώσσας και εναντίον τής χρήσεως τής αρχαίας Ελληνικής ως γλώσσας των ελευθέρων Ελλήνων, μολονότι δεν παύει ποτέ να καλλιεργεί φιλολογικά ο ίδιος και να κηρύσσει ανυποχώρητα τη χρησιμότητα τής γνώσης των αρχαίων κειμένων για την παιδεία («τον φωτισμόν») και για τη γλώσσα τού Γένους.

60. Βεβαίως ο Βυζάντιος, όπως και ο Κοραής, στρέφονται –και ορθώς– εναντίον των ξενισμών και κηρύσσουν τον καθαρισμό τής γλώσσας από το πλήθος των ξενισμών, από τους οποίους έβριθε τότε η ελληνική γλώσσα. Tο περίεργο όμως είναι ότι και οι ίδιοι χρησιμοποιούν και προβάλλουν, και εκεί που δεν χρειάζεται, τη γαλλική γλώσσα! ΄Ετσι και ο Βυζάντιος στο Λεξικό τής Ν. Ελληνικής και ο Κοραής στο Λεξικό του (Ἄτακτα), σε κάθε σχεδόν λήμμα, αναφέρουν πώς αποδίδεται η λέξη ή η φράση στη Γαλλική και μάλιστα με σειρά συνωνύμων!

61. Ας σημειωθεί ότι ο Σκαρλάτος Βυζάντιος, ως γνήσιο τέκνο τής Κωνσταντινούπολης, όχι μόνο ενστερνίστηκε την προσφορά και την αξία τού Βυζαντινού πολιτισμού στη συνέχεια τού Ελληνισμού (αντίθετα λ.χ. προς τον Κοραή), αλλά και έγραψε εκτενές (τρίτομο) έργο για την Κωνσταντινούπολη (Ἡ Κωνσταντινούπολις, 1851-69), μια μοναδική για την εποχή της ιστορική και τοπογραφική μονογραφία για την πρωτεύουσα τού Βυζαντίου.

62. Βεβαίως, μέσα στο κύριο σώμα τού λεξικού περιλαμβάνονται πάρα πολλές ξένης καταγωγής λέξεις, είτε από άγνοια τής ακριβούς προέλευσής τους είτε, όπως εξηγεί ο λεξικογράφος, γιατί είναι πολύ εύχρηστες.

63. Σκαρλάτου Βυζαντίου, Λεξικὸν τῆς καθ’ ἡμᾶς ἑλληνικῆς διαλέκτου, 1874(3), Προλεγόμενα, σ. μστ΄.

64. Η επιστημονική ετυμολογία στην Ελλάδα καθώς και η επιστήμη τής γλωσσολογίας, στην οποία υπάγεται η ετυμολογία, εισάγονται από τον «πατέρα τής γλωσσολογίας» στη χώρα μας, τον πρώτο καθηγητή γλωσσολογίας (από το 1883) στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τον Γεώργιο Ν. Χατζιδάκι (1898-1941).

65. Αδ. Κοραής, Ἄτακτα, τόμ. Β΄ (1829), Προλεγόμενα, σ. ιζ΄: «Aἱ παροιμίαι ἐπροστέθησαν, ὄχι μόνον διότι τὰς προσθέτουν συνήθως ὅλων τῶν ἐθνῶν οἱ Λεξικογράφοι, ἀλλ’ ὅτι καὶ πολλαὶ ἀπ’ αὐτάς, γεννημέναι ἀπὸ παλαιῶν φρονίμων ἀνδρῶν παρατηρήσεις, ἔγιναν μὲ τὴν συχνὴν χρῆσιν, ἠθικὴ τρόπον τινὰ κατήχησις εἰς τοὺς ἀσόφους, καὶ δυνατὴ κἄποτε νὰ φρενώσῃ καὶ πολλοὺς νομιζομένους σοφούς». Αν ο Κοραής βλέπει τη χρήση των παροιμιών από της πλευράς τής λεξικογραφίας και τού διαφωτισμού (παιδείας), ο Σκ. Βυζάντιος θεωρεί τις παροιμίες ως πηγή «διορθώσεως» τής γλώσσας (καθαρισμού) και επαφής με την αρχαία γλώσσα, αφού: «Eἰς αὐτὰς [ενν. τις παροιμίες] ἐμφαίνονται πολλάκις ἀπαραχάρακτα τὰ ἴχνη τῆς ἀρχαίας ’μας διαλέκτου, καθὼς εἰς τὰ παλαιὰ ἀνάγλυφα καὶ νομίσματα ὁ πῖνος [δηλ. η σκουριά] τῆς ἀρχαιότητος» (Προλεγόμενα, σ. κδ΄).

66. Αξίζει να παραβάλει κανείς το ίδιο λήμμα πιάνω στο Λεξικό τού Κοραή (Ἄτακτα, τόμ. Α΄, 1828, σ. 140-142· τόμ. Β΄, 1829, σ. 299-300 και τόμ. Δ΄, 1832, σ. 424-425). Η ανάπτυξη τού λήμματος στον Κοραή εστιάζεται στην ετυμολογική εξήγηση τής λέξης (με τα δεδομένα τής εποχής του, δηλ. με ναγωγή στην αρχαία ή σε ξένες γλώσσες) και στις σημασίες που εμφανίζει στους αρχαίους συγγραφείς σε σχέση με σημασίες τής σημερινής γλώσσας (ιστορική εξέταση).
Ωστόσο, στον Κοραή η όλη εξέταση ενός λήμματος έχει επιλεκτικό χαρακτήρα ως προς τις πληροφορίες (γλωσσικές, πραγματολογικές, παιδαγωγικές) που επιλέγει να δώσει ο σοφός φιλόλογος με συνεχείς παρεκβάσεις και αναγωγές στα κείμενα, που συχνά έχουν παιδαγωγικό-διδακτικό χαρακτήρα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης εγκυκλοπαιδικής χρηστομάθειας. Αντιθέτως, στον Σκ. Βυζάντιο –ο οποίος γνωρίζει, αντλεί και παραπέμπει συχνά στον Κοραή– η ανάπτυξη των λημμάτων έχει καθαρά λεξικογραφικό χαρακτήρα, έστω και με συνεχή αναφορά στις αντίστοιχες σημασίες-χρήσεις τής αρχαίας γλώσσας.

67. Κατάλογο των λεξικών αυτών (των παλαιοτέρων) βρίσκει κανείς στον α΄ τόμο (1933) τού Ἱστορικοῦ Λεξικοῦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν και πληρέστερο (συμπεριλαμβανομένων των λεξικών μέχρι το 1976) στον Σ. Περάκη, Λεξικολογία και Λεξικογραφία. Νεοελληνική Λεξικογραφία (1523-1974), σ. 173-211.

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: