Η δίγλωσση μειονοτική εκπαίδευση, στηριγμένη σε παρωχημένα ελληνοτουρκικά πρωτόκολλα έχει ξεπεραστεί σήμερα από την ίδια την πραγματικότητα και αποτελεί σήμερα ένα σύστημα αλλοίωσης της εθνοτικής ταυτότητας των μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών. Παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει στο χώρο της διαπολιτισμικής αγωγής τα τελευταία χρόνια, σημαντικά προβλήματα όπως η σχολική διαρροή και οι μαθησιακές δυσκολίες παραμένουν έντονα. Οι μαθησιακές δυσκολίες συχνά οφείλονται στη μη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας ή στην επίδραση της μητρικής γλώσσας σε περιπτώσεις που οι γραμματικές και συντακτικές δομές και το λεξιλόγιο της μητρικής διαφοροποιούνται από τη γλώσσα-στόχο. Η περιορισμένη ελληνομάθεια των μουσουλμάνων μαθητών σχετίζεται με τα υλικά και τη μέθοδο διδασκαλίας, τη στάση των διδασκόντων, την περιορισμένη χρήση της ελληνικής στο οικείο περιβάλλον των μαθητών, αλλά και με άλλους παράγοντες όπως η κοινωνικοοικονομική διαστρωμάτωση.
Ως προς την εκπαίδευση της μουσουλμανικής μειονότητας, το άρθρο 40 της Συνθήκης της Λωζάνης αναγνωρίζει στα μέλη της το δικαίωμα να ιδρύουν τα δικά τους εκπαιδευτήρια και σχολεία, να κάνουν ελεύθερη χρήση της μητρικής τους γλώσσας μέσα σε αυτά, ενώ το άρθρο 41 υποχρεώνει τις δυο χώρες να παρέχουν «ως προς την δημόσιαν εκπαίδευσιν, τας προσηκούσας ευκολίας προς εξασφάλισιν της εν τοις δημοτικοίς σχολείοις παροχής, εν τη ιδία αυτών γλώσση, της διδασκαλίας». Αυτό στην περίπτωση των μουσουλμάνων θα σήμαινε διδασκαλία των τουρκόφωνων στα τουρκικά, των Πομάκων στα πομακικά και των Ρομά στη ρομανί. Όμως η μόνη γλώσσα που τελικά χρησιμοποιήθηκε ήταν η τουρκική. Πώς έγινε αυτό; Η διείσδυση της τουρκικής γλώσσας και κουλτούρας στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου ήταν μια επιθυμητή προοπτική για την ελληνική και τη Νατοϊκή και φυσικά τουρκική πολιτική. Στη συνέχεια και μέχρι το 1974 οι εφήμερες ελληνοτουρκικές προσεγγίσεις λειτούργησαν απολύτως αρνητικά για τους Πομάκους αφού καμία ελληνική κυβέρνηση δεν ανακινούσε ένα θέμα που θα ενοχλούσε την τουρκική πλευρά, έστω και αν αφορούσε μια περιοχή μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους. Τα ελληνοτουρκικά μορφωτικά πρωτόκολλα (1951 και 1968) υπογράφηκαν μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα και επικύρωσαν τα όσα περί γλώσσας και τουρκικής εκπαίδευσης προβλέπονταν (ή υπονοούνταν) στα άρθρα της Συνθήκης που υπεγράφη στη Λοζάννη. Τα μέτρα αυτά πάρθηκαν σε μεγάλο βαθμό χάριν της συνοχής του ΝΑΤΟ και του καλού κλίματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και ενώπιον του κινδύνου του βουλγαρικού κομμουνισμού.
Στο ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής οτιδήποτε μουσουλμανικό μετονομάζεται σε τουρκικό. Στις 28-1-1954 ο Γενικός Διοικητής Θράκης Γ. Φεσσόπουλος διαβιβάζει προς τις κοινότητες και τους δήμους της Ροδόπης διαταγή του τότε πρωθυπουργού Στρατάρχη Παπάγου που έλεγε: «Κατόπιν διαταγής του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως, παρακαλούμεν όπως εφ’ εξής εις πάσαν περίπτωσιν γίνεται χρήσις του όρου "Τούρκος-τουρκικός" αντί του τοιούτου "Μουσουλμάνος-μουσουλμανικός". Επί τούτοις δέον να μεριμνήσετε διά την αντικατάστασιν των εν τη περιφερεία υμών διαφόρων επιγραφών, όπως "Μουσουλμανική Κοινότης, Μουσουλμανικόν Σχολείον κλπ" διά τοιάυτης "Τουρκικόν"».
Με τη Μορφωτική Συμφωνία της 20-4-1951 αποφασίστηκε η εκατέρωθεν ίδρυση μορφωτικών ινστιτούτων, η ανταλλαγή πανεπιστημιακού προσωπικού, καθηγητών, φοιτητών και επιστημονικών ερευνητών, η καθιέρωση υποτροφιών και του ισότιμου των εξετάσεων, η ανταλλαγή βιβλίων, περιοδικών, ραδιοφωνίας καθώς και η διδασκαλία της γλώσσας, της λογοτεχνίας και της ιστορίας κάθε χώρας στο έδαφος της άλλης. Αν και η συμφωνία αυτή δεν όριζε σε κανένα σημείο της ότι η επίσημη γλώσσα της μειονότητας είναι η τουρκική, στην πράξη εισήχθη τότε στα μειονοτικά σχολεία και άρχισε να ακολουθείται το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του τουρκικού Υπουργείου Παιδείας. Διεύρυνση της συμφωνίας του 1951 με ανάλογο προσανατολισμό αποτέλεσε το ελληνοτουρκικό μορφωτικό πρωτόκολλο που υπογράφηκε στις 20-12.1968.
Ο πλήρης εκτουρκισμός της μειονοτικής εκπαίδευσης συντελέστηκε με το μορφωτικό πρωτόκολλο της 20ης Δεκεμβρίου του 1968. Σύμφωνα με αυτό, αποφασίστηκε η εκατέρωθεν ανταλλαγή βιβλίων προς χρήση των μαθητών της μειονότητας. Έτσι, ενώ η ελληνική κυβέρνηση είχε χρησιμοποιήσει ειδικά μεταφρασμένα βιβλία για τα σχολεία της μειονότητας, τα απέσυρε, εισάγοντας στη θέση τους διδακτικά βιβλία που προέρχονταν από την Τουρκία. Στο πρωτόκολλο αυτό προβλέπονταν ότι τα μαθήματα που ως το 1968 διδάσκονταν στα ελληνικά θα εξακολουθούσαν να διδάσκονται έτσι, ενώ όλα τα υπόλοιπα συμφωνήθηκε να διδάσκονται στη γλώσσα της μειονότητας, θεωρώντας ως δεδομένο ότι αυτή ήταν η τουρκική. Το Ν.Δ. 3065/54 (ΦΕΚ 239.9/10/54) και η υπουργική απόφαση 149251/4/6/58 (ΦΕΚ 162/4/6/58) που ρυθμίζουν τα θέματα της μειονοτικής εκπαίδευσης, στηρίζονται σε διατάξεις διακρατικών συμφωνιών. Έτσι η τουρκική γλώσσα εισάγεται ως η μόνη μειονοτική γλώσσα, παρά το ότι αποτελεί τη μητρική γλώσσα μόνο του 50% της μειονότητας.
Η μειονοτική εκπαιδευτική πολιτική της ΕλλάδαςΤο μειονοτικό σχολείο αναφορικά με τους μουσουλμάνους, αποδείχθηκε στην πράξη αναποτελεσματικό τόσο ως προς την εκμάθηση των μητρικών γλωσσών των μουσουλμάνων όσο και ως προς τη διδασκαλία της ελληνικής. Συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι οι μαθησιακές δυσκολίες αλλά και η αναπαραγωγή συγκεκριμένων γλωσσικών στάσεων, όπως η αυτο-υποβάθμιση της μητρικής γλώσσας στην περίπτωση των Πομάκων και των Ρομά και η πολλαπλή λειτουργία της μητρικής γλώσσας σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Ως προς τουρκόφωνους μαθητές η μειονοτική εκπαίδευση φαίνεται να καλλιεργεί τάσεις αποκλεισμού και περιχαράκωσής τους στα όρια της εθνοτικής τους ομάδας μη-συμβάλλοντας στην ένταξή τους στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Όπως έχει επισημανθεί από πολλούς, πλειονοτικούς και μειονοτικούς, τα μειονοτικά σχολεία κατάντησαν να είναι σχολεία μειονεκτικά, σχολεία ημιμάθειας. Επίσης λειτούργησαν ρατσιστικά σε βάρος των μουσουλμάνων Ελλήνων μαθητών εφόσον δεν παρέχονταν προς αυτούς η ίδια εκπαίδευση που προσφέρεται προς τους υπόλοιπους πολίτες αυτής της χώρας. Το χειρότερο όμως ήταν ότι οι μουσουλμάνοι Έλληνες μαθητές, μέσα από τη μειονοτική εκπαίδευση, γκετοποιήθηκαν από την ευρύτερη κοινωνία καθώς η ελλιπής εκπαίδευση που τους παρέχεται δυσχεραίνει ακόμα και σήμερα τη σχολική τους απόδοση. Παρακάτω θα εξετάσουμε τα αίτια αυτής της κατάστασης αλλά θα κάνουμε και συγκεκριμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Πρώτα, όμως, πρέπει να επισημάνουμε πως οι μουσουλμάνοι Έλληνες γονείς συνειδητοποιούν πλέον το πρόβλημα και στρέφουν, όταν μπορούν τα παιδιά τους προς τα δημόσια σχολεία. Έτσι, η συμμετοχή των μουσουλμάνων στη δημόσια εκπαίδευση παρουσιάζει εντυπωσιακά αυξητικές τάσεις τα τελευταία χρόνια. Κατά το σχολικό έτος 1989-90 φοιτούσαν σε σχολεία της δευτεροβάθμιας υποχρεωτικής βαθμίδας στο νομό Ροδόπης 253 και στο νομό Ξάνθης 365, σύνολο 618 μουσουλμάνοι μαθητές ενώ το 2003 φοιτούσαν 3.048 στα σχολεία της αντίστοιχης βαθμίδας και 1.276 σε Λύκεια. Στη Ροδόπη το 52,34% και στην Ξάνθη το 73,1% των μουσουλμανοπαίδων ολοκληρώνει την υποχρεωτική δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επίσης, η φοίτηση των μουσουλμανοπαίδων σε δημόσια σχολεία είναι σχεδόν εξαπλάσια – 5,65 φορές – σε σχέση με το 1990. Το γεγονός αυτό δείχνει αυξημένη εμπιστοσύνη των μουσουλμάνων γονέων προς τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Στα πλαίσια της θεσμοθέτησης ειδικών θετικών διακρίσεων για τους μουσουλμάνους μαθητές θεσπίζεται το 1995 νόμος που προβλέπει τον καθορισμό χωριστού ποσοστού θέσεων για την εισαγωγή μουσουλμάνων μαθητών στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Στόχος του νόμου αυτού ήταν η διεύρυνση των εκπαιδευτικών ευκαιριών των μελών της μειονότητας, αλλά και η ανακοπή του ρεύματος διαρροής μουσουλμάνων της Θράκης προς πανεπιστημιακά ιδρύματα της Τουρκίας.
Ως προς τη διακοπή φοίτησης σημειώνουμε πως μέχρι πρόσφατα τα ποσοστά διαρροής μαθητών αλλά και σχολικής αποτυχίας για τους απόφοιτους των μειονοτικών σχολείων ήταν ιδιαίτερα υψηλά. Τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε αύξηση της συμμετοχής των μουσουλμάνων μαθητών στα δημόσια σχολεία και μεγαλύτερη συμμετοχή των κοριτσιών στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση. Είναι χαρακτηριστικό πως και ανάμεσα στους μειονοτικούς κύκλους συχνά επισημαίνεται ότι το μειονοτικό σχολείο αδυνατεί να παράσχει τα απαραίτητα εφόδια για τον εκσυγχρονισμό της παρεχόμενης εκπαίδευσης και ότι η βελτίωση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων δεν έχει επιφέρει την προσδοκώμενη βελτίωση στα εκπαιδευτικά ζητήματα.
Το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων Στα πλαίσια των προσπαθειών του ελληνικού κράτους για τη βελτίωση της παρεχόμενης προς τους μουσουλμάνους συμπολίτες μας εκπαίδευσης υλοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια αρκετά προγράμματα, άλλα βραχύβια κι άλλα μακροχρόνια. Από τα προγράμματα αυτά θα αναφερθούμε μόνο σε ένα, λόγω του μεγάλου οικονομικού κόστους του προγράμματος αυτού και λόγω του ότι, παρά κάποια θετικά βήματα, δεν απέφυγε μεγάλα πολιτικά και εκπαιδευτικά ατοπήματα.Από το 1996 το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων παρουσιάσθηκε ότι στοχεύει στην προώθηση της ελληνομάθειας προσπαθώντας να εφαρμόσει θεωρητικά διαπολιτισμικά μοντέλα που ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα στη Θράκη. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ως θετικά στοιχεία του προγράμματος μπορούμε να επισημάνουμε: τα βιβλία και το εποπτικό υλικό, την ενισχυτική διδασκαλία προς τους μουσουλμάνους μαθητές και τις επιμορφώσεις των εκπαιδευτικών. Να πούμε επίσης ότι ανάμεσα στους επιμορφωτές του προγράμματος υπήρξαν τόσο αξιόλογοι επιστήμονες, όσοι και άλλοι που απλώς έκαναν σεμιναριακό τουρισμό στη Θράκη αγνοώντας την τοπική εκπαιδευτική πραγματικότητα. Το πρόγραμμα «Φραγκουδάκη-Δραγώνα», όπως ορισμένοι το αποκαλούν, είχε και πολλά αρνητικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Κατ’ αρχάς και με τρόπο αυθαίρετο ως αποκλειστική γλώσσα στήριξης των μουσουλμανοπαίδων για την εκμάθηση της ελληνικής χρησιμοποιήθηκε η τουρκική. Έτσι εκδόθηκαν δίγλωσσα (ελληνικά-τουρκικά) ηλεκτρονικά λεξικά και προγράμματα και έγιναν σεμινάρια τουρκικής γλώσσας για τους εκπαιδευτικούς. Για σεμινάρια πομακικής ή ρομανί ούτε κουβέντα. Σεμινάρια πομακικής γλώσσας διοργανώθηκαν – και πολύ πετυχημένα - από το Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης από το 2003 και μετά καθώς και από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Πομάκων Ν. Ξάνθης από το 2009, αποδεικνύοντας ότι τα φληναφήματα αυτών που θεωρούν την πομακική «προφορική» γλώσσα είναι άτοπα και υποβολιμαία. Το πρόγραμμα «Φραγκουδάκη-Δραγώνα», σε θεωρητικό επίπεδο αντιμετώπισε ενιαία τους μουσουλμανόπαιδες ως τουρκόφωνους αγνοώντας πλήρως – κατά τρόπο απαράδεκτο - την ύπαρξη των πομακόφωνων και Ρομά μαθητών. Ο σεβασμός της γλωσσικής ετερότητας για το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων αφορούσε μόνο την τουρκική γλώσσα και όχι την πομακική και την ρομανί. Παράλληλα το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων επεχείρησε να αποδομήσει τις έννοιες του πατριωτισμού και του έθνους με έκδοση εγχειριδίων που αναφέρουν ως ξεπερασμένες τις ιδέες περί πατριωτισμού και ως ιδέες του 19ου αιώνα τις μορφές των Ελλήνων ηρώων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ένα από τα κείμενα της Α.Φραγκουδάκη στο επιμορφωτικό υλικό που διένειμε στη Θράκη:
«Οι έννοιες έθνος, πατρίδα, πατριωτισμός χρειάζεται να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις του παρόντος … ώστε από σύνθημα «ισότητα μέσα στην ποικιλία» να γίνει πραγματικότητα ο σεβασμός στις διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες των ευρωπαϊκών λαών».
«Οι πιο πολλές από τις εθνικές ιδέες τις οποίες σφυρηλάτησε ο 19ος αιώνας είναι ανεπίκαιρες… δεν ανταποκρίνονται στις αξίες της εποχής. Δεν είναι αρετή στις ευρωπαϊκές κοινωνίες του 21ου αιώνα ο ηρωισμός, δεν έχουν ιδεολογική νομιμότητα οι ιδέες του ηρωικού πάθους, του δίκαιου μίσους, του ιερού καθήκοντος της φυσικής εξόντωσης των εχθρών και της υποχρέωσης της θυσίας»
Δεν μπορεί ένα πρόγραμμα που καλείται να εφαρμόσει την επίσημη κρατική πολιτική μιας χώρας να διέπεται από τέτοιες ισοπεδωτικές ιδέες του σχετικισμού, και να επιχειρεί να αποδομήσει την ίδια την ελληνική εθνική ταυτότητα και ιστορία. Λαός δίχως ιστορία είναι λαός δίχως μέλλον. Και μόνο απάτριδες μπορεί να θέλουν να «αναπροσαρμόσουν» την έννοια της πατρίδας. Απάτριδες ή όσοι επιθυμούν να επιβάλλουν τις ιστορικές εκδοχές «μιας άλλης πατρίδας».
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει πως το πρόγραμμα Φραγκουδάκη-Δραγώνα αγνόησε τη γλώσσα των Πομάκων είναι η περίπτωση Λεσίτσα-Μάικα το 2003. Το ελληνόγλωσσο σχολικό εγχειρίδιο της Γ’ Δημοτικού της περιόδου 2003-2004 ονομάζονταν Λεσίτσα. Η λέξη «λεσίτσα» στη γλώσσα των Πομάκων σημαίνει «αλεπού». Στο ίδιο αναγνωστικό συμπεριλαμβάνονταν η λέξη «μάικα» που σημαίνει «μάνα» στην πομακική. Κάποιοι μειονοτικοί παράγοντες διαμαρτυρήθηκαν και άσκησαν πιέσεις θεωρώντας πως με τις λέξεις αυτές απειλείται η εθνική ενότητα των Τούρκων. Αντίθετα οι δάσκαλοι της μειονοτικής εκπαίδευσης υποστήριξαν το αναγνωστικό στέλνοντας σχετική επιστολή στην οποία μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Εμείς οι δάσκαλοι των μειονοτικών σχολείων δεν επιθυμούμε οποιαδήποτε παρέμβαση σ’ αυτό το εμπνευσμένο υλικό στο βωμό σκοταδιστικών αντιλήψεων που θεωρούν ότι το μεγάλο πρόβλημα της μειονότητας είναι η ύπαρξη των Πομάκων» (εφημερίδα Αντιφωνητής 7-7-2004).
Μετά τις κραυγές των δήθεν εκπροσώπων της μειονότητας η κυρία Φραγκουδάκη αποφάσισε να αποσύρει το αναγνωστικό της Γ’ τάξης των Μειονοτικού σχολείου (βιβλίου 2β) που περιείχε τις πομάκικες λέξεις λισίτσα (αλεπού) και μάικα (μάνα). Στην επόμενη έκδοσή του το αναγνωστικό δε λέγονταν πλέον «Η Λεσίτσα» αλλά «Η Λενίτσα». Κατά τα άλλα, σε θεωρητικό επίπεδο και στα «Κλειδιά και αντικλείδια» η υπεύθυνη του προγράμματος μιλούσε για τη μέγιστη σημασία της μητρικής γλώσσας, λέγοντας πως η υποτίμησή της οδηγεί τους μαθητές σε σχολική αποτυχία (Α.Φραγκουδάκη, Γλώσσα του σπιτιού και γλώσσα του σχολείου. Αθήνα 2003 σ. 35-40).
Στα αρνητικά του προγράμματος πρέπει να προστεθεί πως θεωρήθηκαν εκπρόσωποι της μειονότητας μισθωτοί της Άγκυρας στη Θράκη. Ως εκ τούτου στο Συνέδριο που έγινε για τα δεκάχρονα του προγράμματος στην Αθήνα στις 9-11 Φεβρουαρίου 2007 οι δήθεν εκπρόσωποι της μειονότητας ανέλαβαν να διαφημίσουν το έργο. Ο Σύλλογος Επιστημόνων Μειονότητας εξέδωσε μία διθυραμβική ανακοίνωση (βλ. εφ. Αγώνας 15/2/2007) με περιλήψεις των εισηγήσεων γνωστών μειονοτικών «δημοσιογράφων» που τους συναντάμε τη μια χρονιά να προεδρεύουν της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης», την επόμενη χρονιά να ηγούνται του ονομαζομένου «Συλλόγου Επιστημόνων Μειονότητας», την επόμενη χρονιά να σκορπούν ανθελληνικό μίσος και διχόνοια σε έντυπα που προπαγανδίζουν την ιδεολογία του σφαγέα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Άτομα που όλο και πιο συχνά κάνουν μυστικές συνεδριάσεις με το Γενικό Επιτελείο Στρατού της προς ανατολάς γείτονος χώρας, άτομα που καθημερινά υβρίζουν τους θεσμούς και την ιστορία της χώρας που γεννήθηκαν, της Ελλάδας, θεωρώντας κάποια άλλη χώρα ως μητέρα-πατρίδα τους.
Συνολικά θα μπορούσε να αποτιμηθεί ότι ο προσανατολισμός του προγράμματος ήταν ανθελληνικός και αντιπομακικός και ότι μόνο τις στοχεύσεις της Τουρκίας σταδιακά εξυπηρέτησε. Το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων, διαχειριζόμενο υπέρογκα χρηματικά κονδύλια παρήγαγε έργο δυσανάλογης αξίας σε σχέση με τον προϋπολογισμό του. Επιπλέον, όχι απλά δεν αμφισβήτησε, αλλά ενίσχυσε το ρόλο των μειονοτικών σχολείων ως κρατικών εκτουρκιστηρίων. Όμως αυτά τα κρατικοδίαιτα εκτουρκιστήρια-εκκοκιστήρια εθνοτικών ταυτοτήτων χρηματοδοτούνται παράνομα (ακόμα και σήμερα σε καιρούς κρίσης) από τον Έλληνα φορολογούμενο κατασκευάζοντας εδώ και δεκαετίες τουρκικές ταυτότητες για τους μουσουλμάνους Έλληνες πολίτες. Με τον τρόπο που συνεχίζουν να λειτουργούν, και υπό το επιστημονικό περίβλημα της ανοχής της ετερότητας, τα μειονοτικά σχολεία δυναμιτίζουν την ομαλή συνύπαρξη, καλλιεργούν το εθνοτικό μίσος του άλλου και αποδυναμώνουν τις προοπτικές ενσωμάτωσης των μουσουλμανοπαίδων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το πρόγραμμα εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων προσπάθησε να δώσει τονωτικές ενέσεις σε ένα σχολείο σκοταδιστικό και οπισθοδρομικό, ένα σχολείο που οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι της Θράκης, όταν μπορούν, το εγκαταλείπουν. Όμως δεν μπορούν πάντοτε να το εγκαταλείψουν, όταν σε πολλά χωριά δεν έχουν τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στο δημόσιο και το δίγλωσσο ελληνο-τουρκικό μειονοτικό σχολείο.
Το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων δε δικαιούται να καρπώνεται τη μείωση της σχολικής διαρροής και τη θεαματικά αυξανόμενη συμμετοχή μουσουλμάνων στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα (πρωτοβάθμια-δευτεροβάθμια-τριτοβάθμια). Αντίθετα, η αύξηση της συμμετοχής μουσουλμάνων στα δημόσια σχολεία καταδεικνύει την αποτυχία του μειονοτικού σχολείου: οι μουσουλμάνοι Έλληνες γονείς αντιλαμβάνονται ότι τα παιδιά τους, παρακολουθώντας το δίγλωσσο πρόγραμμα σπουδών, δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν ενταξιακά στις σύγχρονες απαιτήσεις της εργασίας και της επιστήμης και τα εγγράφουν πλέον στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου