Στην περίοδο των μέσων του 14ου αιώνα π.Χ. η λεγόμενη «αλληλογραφία της Αμάρνα» (βλ. υποσημείωση στο λήμμα Χουρρίτες) μεταξύ της αιγυπτιακής αυλής των Φαραώ Αμένωφη ΙΙΙ και Αμένωφη IV (Αχενατών) και των πόλεων των φοινικικών ακτών, αποκαλύπτει ότι η περιοχή της Συρίας-Παλαιστίνης συμπεριλαμβανόταν σε ένα χαλαρά καθορισμένο αιγυπτιακό διοικητικό πλαίσιο που περιλάμβανε τρεις περιοχές: Στην πρώτη διοικητική περιοχή ανήκαν η νότια φοινικική ακτή, από την Άκρα (Ακκώ, Akko – η ελληνιστική Πτολεμαΐς – ο μεσαιωνικός Άγιος Ιωάννης της Άκρας και σημερινό βοηθητικό λιμάνι της Χάϊφας του Ισραήλ) μέχρι την Βηρυτό βόρεια και ολόκληρη η Χαναάν, συμπεριλαμβανομένης και της παραλιακής της ζώνης μέχρι τα αιγυπτιακά σύνορα στις ακτές της χερσονήσου του Σινά. Στην δεύτερη διοικητική περιοχή (αιγυπτ. Apu) ανήκαν οι περιοχές του εσωτερικού, που σήμερα καλύπτουν το βόρειο τμήμα του κράτους του Ισραήλ και τον νότιο Λίβανο. Τέλος, στην τρίτη διοικητική περιοχή (αιγυπτ. Amurru) ανήκαν η βόρεια φοινικική ακτή, από την Βύβλο μέχρι την Άραδο και οι εκτάσεις του εσωτερικού μέχρι τον ποταμό Ορόντη (βλ. Χάρτη).
Επί πλέον, όπως προκύπτει από την «αλληλογραφία», οι νότιες φοινικικές πόλεις της Τύρου (φοινικ. Sor = βράχος), της Σιδώνος (φοινικ. Sdn = από το όνομα της θαλάσσιας θεότητας Sid) και της Βηρυτού (φοινικ. B’rt = πηγάδι) εμφανίζονται ως ανεπτυγμένες και ευημερούσες πολιτικές οντότητες με καθιερωμένους βασιλικούς οίκους και Δυναστείες, καθώς και εμπορικούς στόλους. Ο πλούτος των φοινικικών πόλεων αυξήθηκε σημαντικά από το προσοδοφόρο εμπόριό τους, που επωφελήθηκε ιδιαίτερα την περίοδο μετά την σύναψη ειρήνης και φιλικών σχέσεων μεταξύ Αιγύπτου και του Βασιλείου του Μιταννί (βλ. Χουρρίτες).
Θεωρούμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι αυτήν την περίοδο η ονομασία με την οποία αναφερόταν στις αιγυπτιακές πηγές η στενή παραλιακή πεδιάδα (που αργότερα ονομάσθηκε από τους Έλληνες Φοινίκη) ήταν Ντζαχύ (Djahy), ένας όρος που δεν εμφανίζεται πριν από την 18η Δυναστεία. Σε ορισμένες περιπτώσεις πάντως χρησιμοποιούσαν ακόμα την παλιά ονομασία «Η χώρα των Φενχού». Αντίστοιχα οι Συρο-Παλαιστινιακές περιοχές του εσωτερικού αναφέρονταν ως Ρετενού (Retenu) και ακριβέστερα «τα υψίπεδα της Ρετενού», κυρίως για το πλέον λοφώδες τμήμα της χώρας, μια και δεν υπήρξε ποτέ ένας όρος που να περιγράφει ενιαία ως πολιτική ή γεωγραφική ενότητα αυτές τις περιοχές, που ως έννοια και οντότητα υπήρξε μόνον στην σύγχρονη εποχή. Παράλληλα ο όρος Χαναάν (αιγυπτ. Kinahni-Κιναχνί) αναφέρεται συχνά στην «αλληλογραφία της Αμάρνα» για την παραλιακή ζώνη από την Γάζα μέχρι τα σημερινά σύνορα Ισραήλ-Λιβάνου (βλ. C.A.H. Vol. II part 1, σελ. 425-426). Από την εποχή όμως του Φαραώ Αμένωφη IV (Αχενατών) και των θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων που επιχείρησε να επιβάλει, η Αίγυπτος θα αντιμετωπίσει μεγάλες εσωτερικές αναταραχές, που την οδήγησαν σε μια περίοδο γοργής παρακμής και στρατιωτικής εξασθένισης (βλ. λήμμα Αιγύπτιοι). Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν να χαθεί ο έλεγχος των Αιγυπτίων επί της Συρίας και των παραλιακών περιοχών της, από την Ουγκαρίτ μέχρι την Βύβλο, οι οποίες πέρασαν στην κυριαρχία της Χιττιτικής αυτοκρατορίας. Αυτή η απώλεια είχε βαρύτατες οικονομικές επιπτώσεις στην Αίγυπτο. Επί πλέον ο έλεγχος επί της Παλαιστίνης εξασθένισε σύμφωνα με κάποιες ενδείξεις (μια και δεν διαθέτουμε ακριβείς πληροφορίες για αυτήν την περίοδο), ενώ οι πόλεις της νότιας φοινικικής ακτής φαίνεται ότι απέκτησαν έναν μεγάλο βαθμό αυτονομίας.
Αυτή η κατάσταση όμως δεν επρόκειτο να διαρκέσει για πολύ και με τις εκστρατείες του δεύτερου Φαραώ της νέας (19ης) Δυναστείας (Σέθως Ι, 1318-1304 με την υψηλή χρονολόγηση ή 1290–1279 π.Χ. με την χαμηλή), ο αιγυπτιακός έλεγχος θα αποκατασταθεί στην Παλαιστίνη και στην νότια παραλιακή ζώνη της Φοινίκης, από την Άκρα μέχρι τα βόρεια της Τύρου. Παρά τις προσπάθειες όμως του Σέθου Ι, αλλά και του διαδόχου του Ραμσή ΙΙ (1304-1237 ή 1279-1213 π.Χ.), οι Αιγύπτιοι δεν θα αποκτήσουν ποτέ πλέον τον έλεγχο του βορειότερου τμήματος της Φοινίκης, ο οποίος θα παραμείνει στα χέρια των Χετταίων αυτοκρατόρων.
Μετά την περίφημη μάχη του Καντές (μια στρατηγικής σημασίας πόλη στον άνω ρου του ποταμού Ορόντη, κοντά στα σημερινά ΒΑ σύνορα του Λίβανου με την Συρία) μεταξύ Αιγυπτίων και Χετταίων (1275/1274 π.Χ. με την «χαμηλή» χρονολογία, το 1286 π.Χ. σύμφωνα με την «μέση» και το 1300 π.Χ. σύμφωνα με την «υψηλή» χρονολόγηση) και την συμφωνία «Αιώνιας Ειρήνης» που επακολούθησε αργότερα (βλ. λεπτομέρειες στα λήμματα Αιγύπτιοι, Χετταίοι), οι βόρειες περιοχές της Φοινίκης καθώς η βόρεια Συρία θα παραμείνουν οριστικά στα χέρια των Χετταίων, οι οποίοι εξασφάλισαν με αυτόν τον τρόπο τις πολύτιμες εμπορικές οδούς προς την Μεσοποταμία.
Οι φοινικικές πόλεις της Βύβλου και της Αράδου θα επωφεληθούν σε μεγάλο βαθμό από αυτήν την κατάσταση που διαμορφώθηκε λόγω των εμπορικών πλεονεκτημάτων που απέκτησαν.
Νόμισμα Βύβλου
Ανάλογα πλεονεκτήματα απέκτησαν και οι νότιες φοινικικές πόλεις όταν στα μέσα περίπου του 13ου αιώνα π.Χ. οι Χετταίοι εφάρμοσαν εμπορικό αποκλεισμό στην Ασσυρία, με αποτέλεσμα οι Ασσύριοι έμποροι να βρουν διέξοδο μέσω Παλμύρας (σημερ. Tadmor, η μετέπειτα πρωτεύουσα της περίφημης βασίλισσας Ζηνοβίας των ρωμαϊκών χρόνων) και Δαμασκού προς αυτές τις πόλεις, οι οποίες εκμεταλλεύθηκαν εμπορικά αυτήν την στρατηγική τους θέση και τον χαλαρή αιγυπτιακή επικυριαρχία (βλ. Glenn E. Markoe: Phoenicians, σελ. 19-23).
Το τέλος της Ύστερης Εποχής του Ορειχάλκου (1200/1150 π.Χ.) στην περιοχή χαρακτηρίζεται γενικότερα από τις βαθύτατες εθνικές, πολιτικές και οικονομικές αναστατώσεις που συγκλόνισαν ολόκληρη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και που αποδίδονται στις επιδρομές και μετακινήσεις κάποιων λαών, που μας είναι γνωστές κυρίως από τις μνημειακές επιγραφές των Φαραώ της Αιγύπτου, εναντίον της οποίας στρέφονταν κατά κύριο λόγο οι επιδρομές αυτών των περιβόητων «Λαών της Θάλασσας», όπως συλλογικά τους αποκαλούσαν οι Αιγύπτιοι.
Όπως περιγράφει χαρακτηριστικά ένας σύγχρονος ερευνητής: «…Το τελευταίο τέταρτο του 13ου αιώνα και οι αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. σηματοδοτούν μια περίοδο πρωτοφανών αλλαγών για ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Πυροδοτημένες εν μέρει από τις επιδρομές κάποιων ξένων λαών που έγιναν γνωστοί με την συλλογική ονομασία «Λαοί της Θάλασσας», αυτή η εποχή έγινε μάρτυρας της κατάρρευσης της Μυκηναϊκής και Χιττιτικής αυτοκρατορίας, καθώς και της παρακμής τόσο της Ασσυρίας, όσο και της Αιγύπτου ως περιφερειακών δυνάμεων. Την περίοδο αυτήν επίσης μαρτυρείται η εμφάνιση κάποιων ημινομαδικών λαών, όπως οι Ισραηλίτες στην Παλαιστίνη και οι Αραμαίοι στην Συρία […] Οι εγκαταστάσεις των Φιλισταίων και άλλων «Λαών της Θάλασσας» (Σσέρντεν, Τζέκκερ) κατά μήκος των ακτών της Παλαιστίνης είχαν, χωρίς αμφιβολία, άσχημες αν όχι καταστροφικές επιπτώσεις στο εμπόριο της Αιγύπτου με την νότια Μ. Ασία και το Λεβάντε…» (βλ. Glenn E. Markoe: Phoenicians, σελ. 23-25, καθώς και τα λήμματα Αιγύπτιοι, Σαρδηνοί, Φιλισταίοι για τους «Λαούς της Θάλασσας»). Ο συνδυασμός αυτών των δυσμενών οικονομικών εξελίξεων και περιβαλλοντικών παραγόντων (περίοδος παρατεταμένης ξηρασίας) που έπληξαν την Αίγυπτο οδήγησαν σε σημαντική παρακμή τον βασικό εμπορικό εταίρο των φοινικικών πόλεων.
Την βασιλεία του Φαραώ Ραμσή ΙΙΙ (1187-1156 π.Χ. με την πλέον πρόσφατα χρησιμοποιούμενη «ενδιάμεση» χρονολόγηση ή 1198-1166 με την «υψηλή», 1194-1163 με την «μέση» και 1183-1152 με την «χαμηλή»), του τελευταίου μεγάλου Φαραώ της Αιγύπτου, θα ακολουθήσουν αναποτελεσματικοί Φαραώ και οι δυτικοασιατικές κτήσεις της Αιγύπτου θα απωλεσθούν αμετάκλητα. Στην διάρκεια μάλιστα της βασιλείας του Φαραώ Ραμσή VI (1145-1137 π.Χ. «ενδιάμεση» χρονολόγηση) το θαλάσσιο εμπόριο με την Φοινίκη, ήδη υποβαθμισμένο, θα διακοπεί εντελώς. Αξίζει ίσως να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με την παρακμή των φοινικικών πόλεων, η Κύπρος κατά τον 12ο αιώνα π.Χ. θα γνωρίσει μια δυναμική ανάκαμψη μετά το τέλος των επιδρομών των «Λαών της Θάλασσας» και ιδιαίτερα οι παράκτιες πόλεις του Κιτίου και της Έγκωμης.
Αντίστοιχη ανάπτυξη γνώρισαν στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα π.Χ. και οι παραλιακές πόλεις της Παλαιστίνης, από την Ασκάλωνα μέχρι την Άκρα, οι οποίες ανήκαν πλέον σε κάποιους από τους «Λαούς της Θάλασσας», που είχαν εγκατασταθεί εκεί: Στους Φιλισταίους, τους Ντενυέν (Δαναούς)και τους Τζέκκερ/Τιέκκερ (Τευκρούς). Μέχρι το τέλος αυτού του αιώνα οι κύριες πόλεις των Φιλισταίων (Ασκάλων, Άζωτος, Ακκαρών) θα εξελιχθούν σε σημαντικά και οχυρωμένα αστικά κέντρα με σπουδαία οικονομική ανάπτυξη, που σε μεγάλο μέρος οφειλόταν στο διευρυνόμενο στεριανό και θαλασσινό εμπόριό τους (βλ. Phoenicians, ό.π. σελ. 29). Υπενθυμίζουμε ότι στις αρχές περίπου του 13ου αιώνα π.Χ. τοποθετείται η είσοδος των Εβραίων στην «Γη Χαναάν» και η κατάληψη από αυτούς ουσιαστικά όλης της λοφώδους περιοχής της δυτικής Παλαιστίνης, καθώς και μεγάλου τμήματος της χώρας ΒΑ της λίμνης Τιβεριάδος/Γαλιλαίας, που αναφέρεται ως Μπασσάν (Bashan). Στην συνέχεια ορισμένοι από τους «Λαούς της Θάλασσας» κατέλαβαν όπως προαναφέραμε ολόκληρο το παραλιακό τμήμα της Παλαιστίνης. Εκείνη περίπου την εποχή άρχισαν και οι διεισδύσεις των Αραμαίων (βλ. παρακάτω), οι οποίοι θα εγκαταστήσουν τα βασίλειά τους στην ανατολική και βόρεια Συρία. Όλα αυτά βεβαίως σήμαιναν ότι μεταξύ των αρχών του 13ου αιώνα και των μέσων του 12ου αιώνα π.Χ. οι περιοχές που ήσαν εγκατεστημένοι οι Χανααναίοι ελαττώθηκαν δραματικά. Όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί:
«…αποτέλεσμα όλων αυτών (των εισβολών και εγκαταστάσεων άλλων λαών σημ. ΔΕΕ) ήταν να υποστούν οι Χαναανίτες την απώλεια των μισών παραλιακών τους εκτάσεων και να χάσουν πρακτικά όλη την ενδοχώρα εκτός από την περιοχή του Λιβάνου όπου αδιαπέραστα ορεινά δάση ανέκοψαν κάθε επίθεση από την ανατολή. Σε κάθε περίπτωση υπολογίζεται ότι απώλεσαν τα τρία τέταρτα της επικράτειάς τους και τα εννέα δέκατα της καλλιεργήσιμης γης τους…» (βλ. C.A.H. Vol. IΙΙ part 2, σελ. 516-517). Όσοι Χανααναίοι δεν υποτάχθηκαν θα αποτραβηχτούν στην περιοχή του σημερινού Λιβάνου, όπου θα συγχωνευθούν με τους ομοφύλους τους που κατοικούσαν εκεί και θα μετασχηματισθούν στους περίφημους έμπορους και θαλασσοπόρους Φοίνικες.
Οι απώλειες όμως αυτές που περιγράψαμε παραπάνω είχαν και ένα σημαντικό αντιστάθμισμα: Η κυρίως φοινικική ακτή αποτελούσε έναν ιδανικό φυσικό χώρο που αναδείχθηκε σύντομα σε πατρίδα ενός σπουδαίου θαλασσινού λαού. Είναι βέβαια γεγονός ότι υπήρχαν ελάχιστες τοποθεσίες κατάλληλες για ελλιμενισμό όπως π.χ. η Βηρυτός, αλλά την απλή εκείνη εποχή, με τα αναλόγων διαστάσεων σκάφη, αρκούσε ένα μικρό φυσικό λιμανάκι ή ένας πρόχειρος κυματοθραύστης για να αποτελέσει ικανοποιητικό καταφύγιο από κάποια μεγάλη θαλασσοταραχή (C.A.H. ό.π. σελ. 517).
Η έναρξη της ανασυγκρότησης των πόλεων της Φοινίκης, που τοποθετείται στα πρώτα χρόνια (μέσα του 12ου αιώνα π.Χ.) της Εποχής του Σιδήρου Ι (1150-1000 π.Χ.) εξακολουθεί να παραμένει αινιγματική, τόσο ιστορικώς, όσο και αρχαιολογικώς. Κάποιες ελάχιστες πληροφορίες έχουν διασωθεί σε μια επιγραφή του Ασσύριου αυτοκράτορα Τιγλάθ-πιλεσέρ Ι (Tiglath-pileser 1115-1077 π.Χ.), ο οποίος πραγματοποίησε μια εκστρατεία στις ακτές της Μεσογείου φθάνοντας μέχρι την Άραδο (Arwad), για να αποκτήσει πολύτιμη ξυλεία κέδρου και με την ευκαιρία έλαβε φόρο υποτελείας από τις πόλεις Βύβλο, Σιδώνα και Άραδο (Phoenicians ό.π. σελ. 26). Σε ένα αιγυπτιακό κείμενο (το «Ονομαστικόν» του γραφέα Amenemope), που χρονολογείται από την ίδια περίπου εποχή (γύρω στο 1100 π.Χ.), αναφέρονται διάφορα τοπωνύμια των Συρο-Παλαιστινιακών περιοχών, αλλά εκτός από την Βύβλο, καμία άλλη φοινικική πόλη δεν μνημονεύεται.
Στο συχνά αναφερόμενο αρχαιοαιγυπτιακό κείμενο «Οι περιπέτειες του Βεναμούν (Βεν-Αμμών)» των αρχών του 11ου αιώνα π.Χ. επί βασιλείας του Φαραώ Ραμσή ΧΙ (τελευταίου Φαραώ της 20ης Δυναστείας) περιέχονται πολυτιμότατες πληροφορίες για την σκοτεινή εκείνη εποχή σχετικά με την οικονομική, πολιτική και εθνοφυλετική κατάσταση που επικρατούσε στις περιοχές των φοινικικών και παλαιστινιακών ακτών (βλ. λεπτομέρειες για το κείμενο και το περιεχόμενό του στο Phoenicians ό.π. σελ. 26-28). Από τις πληροφορίες αυτού του κειμένου προκύπτει ότι το πρώτο μισό του 11ου αιώνα π.Χ. οι πόλεις της Φοινίκης είχαν εισέλθει σαφώς στην διαδικασία της ανάκαμψης από τις καταστροφικές συνέπειες και τις αναστατώσεις που δημιούργησαν στις Συρο-Παλαιστινιακές περιοχές οι «Λαοί της Θάλασσας».
Οι πρώτες πάντως πόλεις που φαίνεται ότι ανέκαμψαν ήσαν η Σιδών και η Βύβλος. Η πανάρχαια αντιπαλότητα μεταξύ Τύρου και Σιδώνος σημείωσε εκ των πραγμάτων μια προσωρινή αναστολή μετά από την καταστροφή και των δύο πόλεων. Ακολούθησε η ανοικοδόμηση της Τύρου από τους Σιδώνιους, με αποτέλεσμα να θεωρείται πλέον ως πόλη των Σιδωνίων. Η εξέλιξη αυτή δικαιολογεί και το γεγονός ότι τόσο στα Ομηρικά Έπη, όσο και στην Παλαιά Διαθήκη, όλοι οι κάτοικοι της Φοινίκης αναφέρονται ως «Σιδώνιοι» μέχρι τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η Τύρος και η Σιδών αποτελούσαν τμήματα ενός ενιαίου «Σιδώνιου κράτους», από τα μέσα του 12ου έως τις αρχές του 10ου αιώνα π.Χ. Παρομοίως θεωρείται πολύ πιθανόν ότι η Βηρυτός, η οποία ποτέ δεν μνημονεύεται στην Παλαιά Διαθήκη ή στις ασσυριακές επιγραφές της εποχής, αποτελούσε τμήμα ενός αντίστοιχου «Kράτους της Βύβλου». Η υπεροχή της Σιδώνος αποδίδεται (βλ. Phoenicians ό.π. σελ. 31) κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι κατείχε σημαντικά εδάφη, τα οποία παρήγαγαν πλούσιες σοδιές και κάλυπταν όλες τις ανάγκες της σε αγροτικά προϊόντα.
Ανακεφαλαιώνοντας, οι λόγοι που οδήγησαν στην ανάκαμψη των φοινικικών πόλεων μετά τα μέσα του 12ου αιώνα π.Χ. ήσαν οι ακόλουθοι:
α. Η κατάρρευση και εξαφάνιση της Χιττιτικής αυτοκρατορίας στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. έδωσε οριστικό τέλος στην απειλή από τον χώρο της Μ. Ασίας και άνοιξε την χώρα στο φοινικικό εμπόριο
β. Η ταχύτατη εξασθένιση της Αιγύπτου, η οποία έχει εισέλθει στην λεγόμενη 3η Ενδιάμεση Περίοδο (1075-712 π.Χ.), είχε ως αποτέλεσμα να παύσει να αποτελεί έναν εν δυνάμει ή πραγματικό κίνδυνο για τις πόλεις της Φοινίκης
γ. Από τις αρχές του 11ου αιώνα και τις δυναστικές διαμάχες που ξέσπασαν μετά τον θάνατο του Τιγλάθ-πιλεσέρ Ι, η Ασσυρία εισήλθε σε μια περίοδο έντονης παρακμής και θα περάσουν τουλάχιστον δύο αιώνες πριν η ασσυριακή ισχύς απειλήσει την Φοινίκη
δ. Η εξαφάνιση της «Μυκηναϊκής θαλασσοκρατορίας» από τις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. άφησε ελεύθερο το πεδίο στους Φοίνικες, οι οποίοι δεν είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν κάποιον σοβαρό ναυτικό αντίπαλο, με την εξαίρεση των μεμονωμένων απειλών από την δραστηριότητα κάποιων πειρατικών λαών της ανατολικής Μεσογείου.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου