Ιστορικός λαός της ανατολικής Μικράς Ασίας, νοτίως του Καυκάσου, του οποίου η χώρα εγκατάστασης (Βλ. Χάρτη) πρωτοεμφανίζεται στις ιστορικές πηγές στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., στην περίφημη τρίγλωσση επιγραφή του Μπεχιστούν (Behistun, γύρω στα 80 χλμ. ΝΔ από την αρχαία πρωτεύουσα των Μήδων, τα Εκβάτανα - σημερινό Χαμαντάν. Βλ. Εικόνα στο λήμμα Πέρσες). Η επιγραφή (*) χαράχτηκε (μάλλον το 521 π.Χ.) με διαταγή του αυτοκράτορα των Περσών Δαρείου Ι (522-486 π.Χ.) στην αρχαία Περσική, την Ελαμιτική και την Βαβυλωνιακή διάλεκτο της Ακκαδικής γλώσσας (αρχαία σημιτική γλώσσα της Μεσοποταμίας, η οποία ανιχνεύεται μέχρι τον 27ο αιώνα π.Χ. και που για αιώνες χρησίμευε ως διπλωματική γλώσσα της Εγγύς Ανατολής) και μνημονεύει τον τρόπο που κατέκτησε τον θρόνο και αποκατέστησε την τάξη στην αυτοκρατορία. Εκεί μεταξύ των άλλων αναφέρει: «…κατέκτησα… τον Πόντο, την Αρμενία…». Στο κείμενο όμως της Ακκαδικής, η χώρα αναφέρεται με το αρχαίο όνομά της, Ουρασστού (Urashtu= Ουραρτού) και όχι Αρμίνα (Armina), όπως στο Περσικό.
______________________________________
(*) Μια αναλυτική περιγραφή της επιγραφής του Behistun/Bisutun [Βαγίστανον όρος, σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές πηγές (Kτησίας ο Κνίδιος), bagastana στην αρχ. Περσική=τόπος των θεών] με πλούσιες βιβλιογραφικές αναφορές υπάρχει στο αξιολογότατο βιβλίο του D. T. Potts: The Archaeology of Elam –“C. U. P.” Cambridge 1999 σελ. 314-317. Ο Potts ακολουθεί τον H. Luschey (“Studien zu dem Darius-Relief von Bisutun, 1968), που ήταν ο πρώτος που απέδειξε ότι η αρχική ελαμιτική επιγραφή (original elamite version) στο μνημείο προηγήθηκε της βαβυλωνιακής και περσικής και ο οποίος την χρονολογεί στο 519 π.Χ. Προσωπικά ακολουθώ τον κορυφαίο Ιρανολόγο Josef Wiesehofer: Ancient Persia – “I. B. Tauris” London 2006 (new ed. Repr.) σελ. 13-18 που τοποθετεί την έναρξη των εργασιών το 521/520 π.Χ. Η επιχειρηματολογία του είναι πιο πειστική.
Πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι οι όροι Αρμένιοι και Αρμενία ήσαν σε χρήση στους γειτονικούς λαούς, ενώ οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται με τις ονομασίες Χαΐ = Αρμένιος (Hay) – πληθ. Χαΐκ (Hayk) και Χαϊαστάν (Hayastan) =Αρμενία.
Οι Αρμένιοι μνημονεύονται αργότερα (μέσα 5ου αιώνα π.Χ. περίπου) και από τον Ηρόδοτο, ο οποίος κατέγραψε (Ε΄ 49) τις πληροφορίες του ηγεμόνα της Μιλήτου Αρισταγόρα ότι κατέχουν πολλά κοπάδια «…ούτοι εόντες πολυπρόβατοι…» και ότι είναι υπήκοοι της 13ης φορολογικής περιφέρειας της Περσικής αυτοκρατορίας (Γ΄ 93).
Οι Αρμένιοι θα πάρουν μέρος το 480 π.Χ. στην εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος και με αυτήν την αφορμή αναφέρονται (Ζ΄ 73) και πάλι, με την πρόσθετη πληροφορία ότι είχαν την ίδια στρατιωτική εξάρτηση με τους Φρύγες, διότι ήσαν άποικοί τους: «…εόντες Φρυγών άποικοι…». Η νεώτερη έρευνα έχει διαπιστώσει ότι η πληροφορία αυτή του Ηροδότου δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και αποτελεί προϊόν σύγχυσης και αδυναμίας σωστής αξιολόγησης εθνο-γλωσσικών σχέσεων και συγγενειών. Αποδείχθηκε έτσι, μετά από νεώτερες μελέτες αρχαιολογικών και ιστορικών ευρημάτων, ότι η διαίρεση των φορολογικών περιφερειών («νομοί») από τον Ηρόδοτο (την οποία πιθανόν είχε παραλάβει από τον Εκαταίο τον Μιλήσιο) και η αναφορά του στους λαούς που περιελάμβαναν, δεν ήσαν αξιόπιστες. Υποστηρίχθηκε λοιπόν (Herzfeld, 1968), ότι στην πραγματικότητα η 13η περιφέρεια που μνημονεύει ο Ηρόδοτος («…Πακτυϊκή, Αρμένιοι και γειτονικοί λαοί μέχρι τον Εύξεινο…»), μαζί με την 18η («…Ματιηνοί, Σάσπειρες και Αλαρόδιοι…»), καθώς και τμήμα της 19ης («…Μόσχοι, Τιβαρηνοί, Μάκρωνες, Μοσσύνοικοι και Μάρες…»), αποτελούσαν μια και μοναδική περιφέρεια που κάλυπτε περίπου τα όρια του αρχαίου Βασιλείου της Ουραρτού (βλ. λήμμα Ουράρτιοι στο Δ. Ε. Ευαγγελίδη: «Λεξικό των Λαών του Αρχαίου Κόσμου»=ΛΛΑΚ). Επίσης αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε χώρα Πακτυϊκή και ότι οι Πάκτυες ήσαν στην πραγματικότητα ένα φύλο που εντοπίζεται στην περιοχή ανατολικά της Καμπούλ, της πρωτεύουσας του σημερινού κράτους του Αφγανιστάν. Τέλος, η περιοχή της Ματιηνής φαίνεται ότι δεν ανήκε στην περιφέρεια αυτήν, αλλά μάλλον στην περιφέρεια της Μηδίας (Herzfeld, 1968).
Ένας άλλος αρχαίος γεωγράφος και μαθηματικός ο Εύδοξος ο Κνίδιος, στο έργο του «Γης περίοδος», αναφέρεται (μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.) στην σχέση μεταξύ Φρυγών και Αρμενίων, σύμφωνα με απόσπασμά του που παραθέτει ο Στέφανος Βυζάντιος στο σχετικό λήμμα: «…Αρμένιοι δε το μεν γένος εκ Φρυγίας και τη φωνή πολλά φρυγίζουσι…».
Για το θέμα όμως της καταγωγής των Αρμενίων και των συγγενειών τους με γειτονικούς λαούς θα επανέλθουμε στην συνέχεια.
Ο Στράβων τέλος, παρέχει ένα πλήθος πληροφοριών σχετικά με τους Αρμένιους και την χώρα τους, αφιερώνοντας ένα ολόκληρο Κεφάλαιο του Ενδέκατου Βιβλίου των «Γεωγραφικών» (ΙΑ΄ XIV. 1-16).
Αξιοπερίεργη είναι η αναφορά του στην «Αρχαιολογία» (=αρχαία ιστορία), της Αρμενίας όπου καταγράφονται οι ισχυρισμοί κάποιων Θεσσαλών (Μήδιος από την Λάρισα και Κυρσίλος από τα Φάρσαλα), που συμμετείχαν στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ότι η ονομασία της προήλθε από κάποιον Θεσσαλό (ή Ρόδιο, όπως αναφέρει ο Στεφ. Βυζ.) Άρμενο, ο οποίος «…συνεστράτευσεν Ιάσονι εις την Αρμενίαν…» και από αυτόν πήρε το όνομά της η χώρα. Οι ίδιες διηγήσεις υποστηρίζουν ότι από τους συντρόφους του Άρμενου, άλλοι κατοίκησαν στην Ακιλισηνή, που μέχρι τότε κατείχαν οι Σωφηνοί και άλλοι την Συσπιρίτιδα (ή Σασπειρίτιδα) χώρα (που κατοικούσαν οι Σάσπειρες του Ηροδότου), έως την Καλαχηνή και την Αδιαβηνή, έξω από τα όρια της Αρμενίας (βλ. Χάρτη). Επί πλέον αναφέρει και τον ισχυρισμό ότι τα ρούχα των Αρμενίων θεωρούνται επίσης Θεσσαλικής προέλευσης. Τέλος, μια άλλη αξιοπερίεργη αναφορά, είναι και η καταγραφή της παράδοσης που θέλει το όνομα του ποταμού Αράξη να προέρχεται από το παλαιότερο όνομα του Πηνειού της Θεσσαλίας, ο οποίος κατά τον Στράβωνα ονομαζόταν αρχικά Αράξης, που σημαίνει «σχίστης», επειδή διαχώρισε «…απαράξαι…» την Όσσα από τον Όλυμπο και το ρήγμα ονομάσθηκε Τέμπη.
Οι νεώτερες απόψεις σχετικά με την εθνογένεση και καταγωγή των Αρμενίων, έχουν πλέον ξεκαθαρίσει ότι η παλαιότερη θεωρία που πίστευε ότι αποτελούσαν ένα από τα Ιρανικά φύλα της περιοχής, πρέπει να απορριφθεί οριστικώς.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι ερευνητές έχουν καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα στο ακανθώδες και πολύπλοκο ζήτημα της εθνογένεσης του Αρμενικού λαού. Εκείνο που δυσκολεύει την έρευνα είναι ότι το οροπέδιο της Αρμενίας είχε κατοικηθεί πριν από την εμφάνιση των Πρωτο-Αρμενίων, από Χουρριτικά και Αριοευρωπαϊκά φύλα (Λούβιοι, Χετταίοι). Υπενθυμίζουμε ότι οι Χουρρίτες, ένας μη-Αριοευρωπαϊκός και μη-Σημιτικός λαός της Εγγύς Ανατολής, είχαν εγκατασταθεί, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, στις περιοχές νοτίως της λίμνης Βαν (Van, η Θωσπίτις των αρχαιοελληνικών πηγών), στα τέλη της 3ης χιλιετίας (2300 π.Χ.) και ίσως λίγο νωρίτερα. Θα προωθηθούν στην συνέχεια νοτιότερα, ακολουθώντας τον ρου του ποταμού Τίγρη και θα εξαπλωθούν σε ολόκληρη την βόρεια Μεσοποταμία στην διάρκεια της 2ης χιλιετίας. Από την αρχή σχεδόν αυτών των μετακινήσεων και εγκαταστάσεων, θα επηρεαστούν βαθύτατα από τον Σουμεριακό πολιτισμό (βλ. λήμμα Σουμέριοι στο Λ.Λ.Α.Κ.), καθώς και από τους Σημίτες Ακκάδιους, οι οποίοι κάτω από την ηγεσία του περίφημου Σαργών (Sargon, Sharru-kin) της Ακκάδ, θα κυριαρχήσουν σε ολόκληρη την Μεσοποταμία, αλλά και σε μεγάλο τμήμα της Μέσης Ανατολής (Ακκαδική Δυναστεία, 2371-2230 π.Χ.).
Οι Χουρρίτες θα διαδραματίσουν σοβαρότατο ρόλο στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. μεταδίδοντας πολιτιστικά στοιχεία στις περιοχές της Συρίας και της Μικράς Ασίας. Στο ισχυρό Βασίλειο του Μιταννί (με κέντρο την περιοχή στο τρίγωνο του άνω Χαμπούρ, παραπόταμου του Ευφράτη), που ιδρύθηκε τον 16ο αιώνα π.Χ. κάτω από μια Ινδοάρια Δυναστεία, θα αποτελέσουν την ηγετική και πιθανόν την πολυπληθέστερη ομάδα του πληθυσμού (βλ. Καταγ. Αρ. – Τομ. Α΄ τ. 1 Κεφ. 4 η΄). Το Βασίλειο του Μιταννί θα υποκύψει τελικά στην επιθετικότητα δύο ικανών Ασσυρίων αυτοκρατόρων, του Σσαλμανεσέρ Ι (Shalmaneser 1274-1245 π.Χ.) και του διαδόχου του, Τουκούλτι-Nινούρτα I (Tukulti-Ninurta 1244-1208 π.Χ.), αλλά η οριστική εξαφάνισή του θα σημειωθεί λίγο αργότερα, στο χάος που δημιούργησαν οι εκτεταμένες μετακινήσεις λαών γύρω στο 1200 π.Χ. σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο (βλ. Καταγ. Αρ. – Α΄ τ. 2 Κεφ. 6 «Οι Λαοί της Θάλασσας»).
Λίγο πριν από τα γεγονότα αυτά, στα μέσα περίπου του 13ου αιώνα π.Χ. και στην περιοχή δυτικά από την λίμνη Βαν μέχρι τις πηγές του Μεγάλου Ζαμπ, παραπόταμου του Τίγρη (βλ. Χάρτη), εμφανίζεται για πρώτη φορά η ονομασία μιας νέας χώρας στις ασσυριακές επιγραφές, της «Ουρουάτρι» (Redgate, 2000), την οποία ισχυρίζεται ότι κατέκτησε ο Σσαλμανεσέρ Ι. Όπως πιστεύουν ορισμένοι ερευνητές αυτή είναι η πρώτη ένδειξη ύπαρξης του λαού της Ουραρτού.
Η σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα και κυρίως οι μελέτες του μεγάλου Ρώσσου γλωσσολόγου Ιγκόρ Ντιακόνωφ (Igor M. Diakonoff), έδειξαν ότι η γλώσσα των Ουραρτίων και των Χουρριτών ήσαν στενά συγγενείς και σχετίζονται με τις σημερινές Καυκασιανές γλώσσες της Βορειο-ανατολικής Ομάδας (Veinakh group). Επί πλέον απεδείχθη ότι η Ουραρτιανή γλώσσα δεν υπήρξε μια νεώτερη συνέχεια της Χουρριτικής, αλλά οι δύο γλώσσες αποτελούν δύο ανεξάρτητους κλάδους που εξελίχθηκαν από μια προγονική γλώσσα (Πρωτο-Χουρριτο-Ουραρτιανή, Proto-Hurrian-Urartian), η οποία διασπάσθηκε στους δύο προαναφερθέντες κλάδους ήδη από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ.
Επανερχόμενοι στο ζήτημα της εθνογένεσης των Αρμενίων, θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι απόψεις των ερευνητών δεν είναι ξεκαθαρισμένες, όπως ήδη τονίσαμε. Όλοι όμως συμφωνούν ότι η εμφάνιση των Πρωτο-Αρμενίων στις περιοχές δυτικά από την λίμνη Βαν, συνδέεται με την μεγάλη Φρυγική μετανάστευση από την ΝΑ Ευρώπη στην Μικρά Ασία, η οποία χρονολογείται στα τέλη περίπου του 13ου αιώνα π.Χ. (βλ. λήμμα Φρύγες στο ΛΛΑΚ). Τα φρυγικά και θρακικά φύλα που πήραν μέρος στην εισβολή, φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Τρωάδα και στις γύρω περιοχές. Σύντομα όμως, ο κύριος όγκος των Φρυγών θα συνεχίσει προς τα ανατολικά, προκαλώντας (κατά την επικρατέστερη άποψη) ή απλώς επωφελούμενοι (κατά μία άλλη εκδοχή), από την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Χετταίων. Ένα μεγάλο μέρος των Φρυγών θα εγκατασταθεί στην περιοχή του ποταμού Σαγγάριου, όπου αργότερα η πόλη Γόρδιον θα αναδειχθεί σε πρωτεύουσα του Φρυγικού Βασιλείου. Η περιοχή θα ονομασθεί Φρυγία.
Φαίνεται όμως ότι ένα τμήμα των εισβολέων θα συνεχίσει την πορεία προς τα ανατολικά και στα μέσα περίπου του 12ου αιώνα π.Χ. θα φθάσει στα σύνορα της Ασσυριακής επικράτειας. Αυτό προκύπτει από τα ασσυριακά Αρχεία της εποχής, από τα οποία πληροφορούμαστε ότι (γύρω στο 1160 π.Χ.) ένας μεγάλος στρατός των Μούσκι (Mushki), προερχόμενος από την κατεύθυνση της Μ. Ασίας, αφού διασχίσει τα βουνά του Ταύρου, θα καταλάβει περιοχές της Ασσυριακής επικράτειας, όπου θα εγκατασταθούν. Οι ασσυριακές πηγές αναφέρουν συγκεκριμένα ότι οι εισβολείς κατέλαβαν τα υποτελή στους Ασσύριους βασίλεια του Άλζι (Alzi/Alshe) και Πουρουλούμζι (Purulumzi/Purukuzi), στα οποία εγκαταστάθηκαν (βλ. Χάρτη). Το βασίλειο του Άλζι γνωρίζουμε σήμερα ότι περιελάμβανε τις εκτάσεις δυτικά της λίμνης Βαν, στην συμβολή του άνω ρου του Ευφράτη με τον παραπόταμό του Αρσανία (σημερ. Murat Su).
Πενήντα χρόνια περίπου αργότερα, το έτος 1115 π.Χ. τα ασσυριακά στρατεύματα κάτω από την διοίκηση του νέου αυτοκράτορά τους, Τιγλάθ-Φαλασάρ Ι (Tiglath-pileser 1115-1077 π.Χ.), θα νικήσουν αποφασιστικά και θα ανακόψουν την επιδρομή μιας μεγάλης στρατιάς («20.000 άνδρες», αναφέρουν τα Αρχεία) Μούσκι σε μια θέση στην κοιλάδα του άνω ρου του ποταμού Τίγρη, ΒΔ της τότε ασσυριακής πρωτεύουσας Νινευΐ και θα συλληφθούν 6.000 αιχμάλωτοι, οι οποίοι θα μεταφερθούν πιθανόν στην ΒΑ Συρία (C.A.H. Vol. II part 2, σελ. 421 και 457-458).
Σύγχρονοι ερευνητές (Diakonoff 1984, Redgate 2000), υποστηρίζουν ότι στις μετακινήσεις των Μούσκι συμμετείχαν και ορισμένα φύλα που χαρακτηρίζονται ως «Πρωτο-Αρμένιοι», τα οποία όμως δεν είναι δυνατόν να ταυτιστούν με τα φρυγικά φύλα που αποτελούσαν τον κύριο όγκο των Μούσκι. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από νεώτερες γλωσσολογικές έρευνες οι οποίες απέδειξαν ότι:
α. Η αρχαία Αρμενική γλώσσα (Old Armenian) δεν σχετίζεται και είναι αδύνατον να προήλθε από την Φρυγική, λόγω σημαντικών γλωσσολογικών διαφορών. Παρ’ όλο που και οι δύο ανήκουν στις λεγόμενες «μη – Μικρασιατικές» Αριοευρωπαϊκές γλώσσες, ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες. Η Φρυγική είναι γλώσσα centum, όπως η Ελληνική, η Λατινική κ.λ.π. ενώ η Αρμενική ανήκει στις γλώσσες satem, όπως οι Ιρανικές και οι Ινδοάριες (Σανσκριτική κ.λ.π.) γλώσσες, καθώς και η αρχαία Θρακική.
β. Η Αρμενική δεν έχει σχέση με τις αρχαίες Μικρασιατικές Αριοευρωπαϊκές γλώσσες όπως η Χιττιτική, η Λουβική και η Παλαϊκή, ούτε βέβαια και με τις γλώσσες που προήλθαν από αυτές όπως η Λυκιακή, η Λυδική και η Καρική.
γ. Εικάζεται ότι η αρχαία Αρμενική ανήκε σε έναν κλάδο της Θρακικής ομάδας, αλλά λόγω των περιορισμένων γνώσεών μας για τις αρχαίες θρακικές διαλέκτους, είναι αδύνατον να καταλήξουμε σε οριστικά συμπεράσματα.
Ορισμένοι ερευνητές πίστευαν μέχρι σχετικώς πρόσφατα (βλ. Jean-Pierre Alem: Η Αρμενία 1973), ότι οι «Πρωτο-Αρμένιοι» συμμετείχαν μεν στην μεγάλη ομάδα των φρυγικών και θρακικών φύλων που εισέβαλαν στα τέλη του 13ου αιώνα στην Μικρά Ασία, αλλά παρέμειναν αρχικά κάπου στην δυτική ή κεντρική Μ. Ασία και από εκεί μετακινήθηκαν προς τις ανατολικές περιοχές της Μ. Ασίας, μόνον μετά την κατάρρευση του Φρυγικού Βασιλείου που προκλήθηκε από τις επιδρομές των Κιμμερίων, το πρώτο μισό του 7ου αιώνα π.Χ.
Σήμερα, οι απόψεις για την πρώϊμη εγκατάσταση πρωτο-αρμενικών φύλων στις βορειοανατολικές περιοχές της Μ. Ασίας είναι οι επικρατέστερες και όλα τα νεώτερα στοιχεία τείνουν να ενισχύσουν αυτήν την θεωρία. Επί πλέον κάποια ψήγματα αλήθειας, που ανταποκρίνονται μάλλον σε πραγματικά γεγονότα, ενυπάρχουν και στις αρχαιοελληνικές πηγές. Οι ερευνητές δέχονται ότι οι καταγραφές του Στράβωνος, για τις εγκαταστάσεις του Άρμενου και των συντρόφων του που προαναφέραμε, έχουν κάποια ιστορική βάση, εφ’ όσον βεβαίως προηγουμένως γίνει ένα προσεκτικό ξεκαθάρισμα από τα διάφορα μυθεύματα και τους ανυπόστατους ισχυρισμούς που περιέχονται στην διήγηση.
Έτσι, οι μνημονευόμενες εγκαταστάσεις στην Ακιλισηνή και την Συσπιρίτιδα θεωρούνται πλέον ότι επιβεβαιώνουν τις αναφορές των ασσυριακών πηγών για τους εισβολείς Μούσκι που κατέλαβαν τα υποτελή στους Ασσυρίους βασίλεια του Άλζι (Alzi/Alshe) και Πουρουλούμζι (Purulumzi) και στα οποία εγκαταστάθηκαν.
Πραγματικά, η Ακιλισηνή ήταν η περιοχή γύρω από την σημερινή πόλη του Ερζιντζάν (Erzincan) στο τελευταίο τμήμα του Ευφράτη μέχρι τις πηγές του (σημερ. Kara Su), όπου λίγο νοτιότερα, τοποθετείται από τους ερευνητές το βασίλειο του Άλζι, των ασσυριακών πηγών του 12ου αιώνα π.Χ. όπως σημειώσαμε. Η Συσπιρίτις χώρα, στα βορειοανατολικά της Ακιλησινής, αντιστοιχεί πιθανόν στο βασίλειο Πουρουλούμζι.
Δυστυχώς, για τους επόμενους δύο περίπου αιώνες, δεν διαθέτουμε πληροφορίες σχετικά με τις μετακινήσεις και εγκαταστάσεις των Πρωτο-Αρμενικών φύλων.
Τον 9ο αιώνα π.Χ. όμως, τα ασσυριακά Αρχεία καταγράφουν τις επιτυχημένες πολεμικές επιχειρήσεις του αυτοκράτορα Τουκούλτι-Νινούρτα ΙΙ (890-884 π.Χ.) εναντίον τους και τα λάφυρα που απέσπασε, καθώς και τον φόρο σε μέταλλα, ζώα, και κρασί που υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην συνέχεια στον διάδοχό του Ασσουρνασιρπάλ ΙΙ (883-859 π.Χ.).
Από τις πληροφορίες αυτές οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι τα Πρωτο-Αρμενικά φύλα έχουν πλέον εγκατασταθεί μόνιμα στην κοιλάδα του άνω ρου του ποταμού Τίγρη, μια περιοχή που μνημονεύεται με το όνομα Σουμπρία (Shubria). Στα ΒΑ αυτού του βασιλείου τοποθετείται η χώρα της Άρμε ή Ούρμε (Arme/Urme), ενώ στα ΒΔ η χώρα Άλζι (Alzi/Alshe) και το ομώνυμο βασίλειο στο οποίο είχαμε αναφερθεί παραπάνω (βλ. Χάρτη).
Νεώτερα όμως στοιχεία και πληροφορίες, υποδεικνύουν ότι η περιοχή όπου επίσης είχαν εγκατασταθεί ήδη Πρωτο-Αρμενικά φύλα, ήσαν και οι εκτάσεις στα δυτικά αυτών των χωρών, πέρα από τις δυτικές όχθες του άνω Ευφράτη και γύρω από την πόλη Μελίντ (Melid = Μελιτηνή, σημερ. Μαλατυά-Malatya) της Καππαδοκίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου Νεο-χιττιτικού κρατιδίου (βλ. Καταγ. Αρ. – τομ. Α΄ τ. 2 - Κεφ. 5, ια΄: Τα Νεοχιττιτικά Κράτη).
Οι κάτοικοι της περιοχής ήσαν Λούβιοι και θα συγχωνευθούν βαθμιαία με τα Πρωτο-Αρμενικά φύλα τους επόμενους αιώνες, στην διάρκεια των οποίων αυτές οι περιοχές θα αποτελέσουν τμήμα του περίφημου Βασιλείου της Ουραρτού (βλ. λήμμα Ουράρτιοι).
Στα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ. το βασίλειο του Άλζι θα κατακτηθεί από τον Ασσύριο αυτοκράτορα Σσαλμανεσέρ ΙΙΙ (858-824 π.Χ.), για να ενσωματωθεί στην συνέχεια από τον Βασιλέα της Ουραρτού Μενούα (810-786) στην επικράτειά του.
Στην διάρκεια της βασιλείας του Αργίσστη Ι (786-764 π.Χ.), από τις περιοχές της Μελιτηνής και Άλζι, θα μεταφερθούν 6600 αιχμάλωτοι από τα Πρωτο-Αρμενικά φύλα που ήσαν εγκατεστημένα εκεί, στην πόλη του Ερεμπουνί (Erebuni), μεταξύ της λίμνης Σεβάν και ενός παραπόταμου του Αράξη. Η πόλη αυτή θα εξελιχθεί αργότερα στην σημερινή πρωτεύουσα του κράτους της Αρμενίας, το Εριβάν.
Η περίοδος από την ίδρυση (μέσα του 9ου αιώνα π.Χ. περίπου) μέχρι την τελική πτώση και την μετέπειτα τελική κατάκτηση της περιοχής της Ουραρτού από τους Μήδους (590 π.Χ.), αποτελεί την σημαντικότερη φάση της Ιστορίας του Αρμενικού λαού από την άποψη της εθνολογικής του διαμόρφωσης. Η Ιστορία των Αρμενίων είναι συνυφασμένη απόλυτα αυτούς τους αιώνες με τις τύχες του Βασιλείου της Ουραρτού.
Ουσιαστικά ο Αρμενικός λαός διαμορφώθηκε από την συγχώνευση των Πρωτο-Αρμενικών φύλων με τους Χουρριτο-Ουράρτιους που ήσαν εγκατεστημένοι στις περιοχές γύρω από την λίμνη Βαν. Αν προσθέσουμε σε αυτούς και τα Χιττιτο-Λουβικά φύλα των γειτονικών περιοχών (π.χ. Μελιτηνή), που απορροφήθηκαν κατά καιρούς στην περίοδο των αρχικών εγκαταστάσεων, καθώς και κάποια φρυγικά στοιχεία ακόμη παλαιότερα, τότε θα έχουμε μια πλήρη εικόνα του ανθρωπολογικού μωσαϊκού από το οποίο προέκυψε ο Αρμενικός λαός.
Θα ήταν όμως σοβαρή παράλειψη εάν δεν προσθέταμε και τις σημαντικότατες επιδράσεις του Ιρανικού στοιχείου (Μήδοι, Πέρσες, Σκύθες, Πάρθοι κ.λ.π.) στην οριστική διαμόρφωση του Αρμενικού έθνους, όχι τόσο στο ανθρωπολογικό όσο στο πολιτιστικό και γλωσσικό επίπεδο, οι οποίες έλαβαν χώρα στην διάρκεια των αιώνων της Μηδικής και Περσικής κυριαρχίας στην Αρμενία, καθώς και της Παρθικής Δυναστείας (Αρσακίδες). Πρόσφατη σχετικά έρευνα (P. Considine, 1979 - αναφέρεται από την Α. Ε. Redgate, 2000), προσδιορίζει σε 1000 περίπου τις λέξεις στην Αρμενική γλώσσα, τόσο του καθημερινού λεξιλογίου, όσο και πιο εξειδικευμένες, που έχουν Ιρανική προέλευση (ειδικότερα από την Μέση Ιρανική). Σημαντικές επίσης γλωσσικές επιδράσεις θα δεχθεί η Αρμενική και από την Ελληνική, οι οποίες αρχίζουν από τους Ελληνιστικούς χρόνους και θα ενταθούν την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε και τα Πρωτο-Γεωργιανά φύλα που απορροφήθηκαν από τους Αρμένιους στην διάρκεια των Κλασσικών, Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων και τα οποία σύμφωνα με νεώτερα στοιχεία (Α. Ε. Redgate 2000, σελ. 57-58) ήσαν οι Μόσχοι, οι Μάκρωνες, οι Μοσσύνοικοι, οι Τιβαρηνοί και οι Σάσπειρες. (Βλ. λεπτομέρειες για τα φύλα αυτά στο Λ.Λ.Α.Κ.).
Στην διάρκεια των τριών περίπου αιώνων της Μηδικής και Περσικής κυριαρχίας, οι Αρμένιοι θα διαμορφώσουν βαθμιαία την ανθρωπολογική και εθνική τους φυσιογνωμία. Για την περίοδο αυτήν σημαντικές είναι οι πληροφορίες που κατέγραψε (γύρω στο 380 π.Χ.) ο Ξενοφών στην «Κύρου Ανάβαση» (Δ΄ ΙV. 1-22 και V. 1-36) για τους λαούς της περιοχής της ΒΑ Μικράς Ασίας, μεταξύ των οποίων μνημονεύονται και οι Αρμένιοι.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία των αρχαίων πηγών (κυρίως την Επιτομή του Ιουστίνου ΧΧΧVΙΙΙ vii. 2), φαίνεται ότι ο Μ. Αλέξανδρος δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την κατάκτηση της Αρμενίας με αποτέλεσμα η περιοχή να συνεχίσει να κυβερνάται από τους «Οροντίδες», τους απογόνους του Πέρση σατράπη της Αρμενίας Ορόντη (Orontes), οι οποίοι, από πατέρα σε γιο, θα εξακολουθήσουν να διοικούν την χώρα μέχρι τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. Πιθανολογείται (Redgate, 2000 σελ. 62) ότι ο Μ. Αλέξανδρος, του οποίου η γενική πολιτική ήταν να διορίζει Πέρσες ή Μήδους σατράπες στις περιοχές που κατακτούσε (και συνήθως τους ήδη υπάρχοντες, εφ’ όσον είχαν παραδοθεί και τον είχαν αναγνωρίσει ως Βασιλέα της χώρας), διόρισε ως σατράπη της Αρμενίας τον γιο του Ορόντη, τον Μιθράνη ή Μιθρήνη (Mithrenes). Ο Μιθρήνης αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αρμενίας μάλλον μετά την μάχη των Γαυγαμήλων (331 π.Χ.).
Η Αρμενία θα εμπλακεί μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου στις συγκρούσεις των Επιγόνων και τελικά το 301 π.Χ. μετά την μάχη της Ιψού, θα περάσει στην δικαιοδοσία του Βασιλείου των Σελευκιδών, οι οποίοι θα διοικούν την χώρα δια μέσου των Οροντιδών βασιλέων της. Ελάχιστες όμως πληροφορίες έχουν διασωθεί για τους βασιλείς αυτούς. Σποραδικά γνωρίζουμε ότι ο βασιλεύς Σάμος παρεχώρησε άσυλο στον Ζιήλα, τον μελλοντικό βασιλιά της Βιθυνίας γύρω στο 260 π.Χ. και ότι υπήρξε πιθανότατα ο ιδρυτής της περίφημης πόλεως της Κομμαγηνής, Σαμόσατα, πατρίδας του Λουκιανού. Επίσης, ότι ο βασιλεύς Αρσάμης περιέθαλψε τον Αντίοχο Ιέρακα, διεκδικητή του θρόνου των Σελευκιδών και αδελφό του Σελεύκου Β΄ (246-225 π.Χ.) και ότι υπήρξε ιδρυτής των πόλεων Αρσάμεια στην Κομμαγηνή και Αρσαμόσατα, στις όχθες του Αρσανία, παραπόταμου του Ευφράτη.
Γύρω στο 212 π.Χ. ο Σελευκίδης Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας (223-187 π.Χ.), θα εμπλακεί σε πόλεμο με τον βασιλιά Ξέρξη της Αρμενίας και θα τον πολιορκήσει στην πρωτεύουσά του, Αρσαμόσατα (βλ. λήμμα Πάρθοι). Λίγο αργότερα (190 π.Χ.) ο Αντίοχος Γ΄ θα εκθρονίσει τον τελευταίο Οροντίδη, τον Ορόντη IV και θα εγκαταστήσει ως διοικητές της, δύο στρατηγούς του, τον Αρταξία και τον Ζαρίαδρη, σύμφωνα με τον Στράβωνα (ΙΑ΄ XIV. 5), οι οποίοι ήσαν μάλλον Αρμένιοι (βλ. Redgate 2000, σελ. 65).
Θα πρέπει πάντως να τονίσουμε ότι η διάδοση του Ελληνισμού στην Αρμενία υπήρξε σε μεγάλο βαθμό έργο των Οροντιδών βασιλέων της, οι οποίοι υπήρξαν λάτρεις του Ελληνικού Πολιτισμού.Τα πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα που ακολούθησαν θα βοηθήσουν τους Αρταξία και Ζαρίαδρη να γίνουν ανεξάρτητοι ηγεμόνες. Στην σύγκρουση μεταξύ της Ρώμης και του Βασιλείου των Σελευκιδών θα πάρουν το μέρος των Ρωμαίων και μετά την ήττα του Αντιόχου Γ΄ στην Μαγνησία του Σιπύλου (190 π.Χ.) και την Συνθήκη της Απαμείας (189/188 π.Χ.), θα αναγνωρισθούν από την Ρώμη ως βασιλείς.
Ο Αρταξίας Ι (189-160 π.Χ.) θα ανακηρυχθεί βασιλεύς της Αρμενίας και θα περιλάβει στην επικράτειά του το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας, ενώ ο Ζαρίαδρης θα γίνει βασιλεύς της Σοφηνής (η περιοχή μεταξύ της ανατολικής όχθης του άνω ρου του Ευφράτη και του παραποτάμου του Αρσανία, σημερ. Murat Su), στην οποία θα συμπεριλάβει και την περιοχή της Μελιτηνής, καθώς και την Ακιλισηνή.
Πρωτεύουσα του Αρταξία Ι θα γίνουν τα Αρτάξατα, η πόλη πού ίδρυσε στην ανατολική πλευρά του ποταμού Αράξη, με την συμβουλή του Αννίβα, του μεγάλου Καρχηδόνιου στρατηλάτη, τον οποίο φιλοξενούσε (παράδοση που σήμερα αμφισβητείται).
(Συνεχίζεται)