Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Κυριακή 8 Μαΐου 2016

Το ολοκαύτωμα της Νάουσας το 1822 - Αφιέρωμα


Ο Δήμος της "ηρωικής πόλεως Νάουσας" όπως είναι η επίσημη ονομασία, τιμά σήμερα με εκδηλώσεις την θλιβερή επέτειο της καταστροφής  από τα στίφη των Τούρκων του Αμπντούλ Λουμπούτ την άνοιξη του 1822 και την θυσία των Ναουσαίων γυναικών στην Αράπιτσα. Κάποιοι τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να σβήσουν από την συλλογική μας μνήμη αυτά τα ιστορικά γεγονότα. Δεν πρέπει να το επιτρέψουμε.
ΔΕΕ


Το «άγνωστο» ολοκαύτωμα
Της Μαρίας Καραούλη

Το ολοκαύτωμα της Νάουσας είναι κυρίως γνωστό από τη θυσία των γυναικών που έπεσαν στην Αράπιτσα, κι αυτό εξαιτίας της μικρής αναφοράς που γίνεται στα μαθητικά εγχειρίδια του δημοτικού. Όμως η θυσία των Ναουσαίων και ο αγώνας τους για ελευθερία ήταν πολύ μεγαλύτερα, αφού, όπως καταγράφουν έγκριτοι ιστορικοί, στη σφαγή χιλιάδων κατοίκων της πόλης εκτός από τους Τούρκους «συνέβαλαν», και μάλιστα με πολλή αγριότητα, και οι Εβραίοι.

Χαρακτηριστικά, ο Σπυρίδων Τρικούπης γράφει: «Πάμπολλοι δε Εβραίοι ένοπλοι και πολύδιψοι χριστιανικού αίματος παρηκολούθουν τον τουρκικόν στρατόν ως εκούσιοι δήμιοι. Ούτοι έλκοντες έξω της πόλεως τους χριστιανούς τους ερροπάλιζαν κατακέφαλα, και πίπτοντας κατά γης τους έσφαζαν ως βόας». Στο πλαίσιο άμβλυνσης του αντισημιτισμού, το κεφάλαιο που αναφέρεται στις αγριότητες των Εβραίων απαλείφθηκε με παρέμβαση του Γιώργου Παπανδρέου, όταν ήταν υπουργός Παιδείας.

Το ιστορικό της σφαγής

Η Νάουσα στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης ήταν μια ευημερούσα πόλη με χίλιες οικογένειες, καθώς, όπως λέγεται, απολάμβανε ειδικά προνόμια που της εξασφάλισε η «βαλιντέ σουλτάνα» (βασιλομήτωρ). Παρόλα αυτά, ο λαός τής Νάουσας θα ξεσηκωθεί ενάντια στον τούρκο κατακτητή τον Φεβρουάριο του 1822, με ηγετικές μορφές τον Ζαφειράκη Λογοθέτη, τον Αναστάσιο Καρατάσο και τον Αγγελή Γάτσο.

Γρήγορα απελευθερώνουν τη Νάουσα και την γύρω περιοχή και φτάνουν μέχρι τη Βέροια. Παρότι οι Τούρκοι φεύγουν τρομοκρατημένοι, εν τούτοις οι Έλληνες δεν κυριεύουν την πόλη, καθώς μαθαίνουν πως ήδη εκστρατεύει εναντίον τους ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Mεχμέτ Eμίν πασάς, γνωστός και ως Αμπντούλ Eμπού Λουμπούτ (ο ροπαλοφόρος), με 15.000 στρατιώτες και 12 κανόνια. Το εκστρατευτικό σώμα το ακολουθούσαν και 600 Εβραίοι, οι οποίοι είχαν πληρώσει τους Τούρκους για την απόκτηση των δικαιωμάτων πάνω στους εν δυνάμει σκλάβους και την πώλησή τους στα σκλαβοπάζαρα της εποχής.

Στην πόλη της Νάουσας καταφθάνουν περί τις 5.000 χιλιάδες οικογένειες των γύρω περιοχών για να προστατευτούν από την επερχόμενη καταστροφή. Οι όροι όμως είναι άνισοι. Ο Αμπντούλ Εμπού, παρ’ όλη την αντίσταση που συναντά για περίπου έναν μήνα, θα φτάσει τελικά στη Νάουσα στις 11 Απριλίου 1822. Έπειτα από ολιγοήμερη αντίσταση περίπου 400 αγωνιστών και των συν αυτώ, η πόλη πέφτει στα χέρια των Οθωμανών στις 22 Απριλίου 1822.

Οι αγριότητες

Ακολουθούν σκηνές αλλοφροσύνης. Η πόλη επί πέντε ημέρες γίνεται πεδίο σφαγών και λεηλασιών από Τούρκους και Εβραίους. Μαζί με τη Νάουσα περίπου 120 χωριά πυρπολήθηκαν. Εκτιμήσεις υπολογίζουν τον αριθμό των θυμάτων έως περίπου 5.000, ενώ άλλοι τόσοι (κυρίως γυναικόπαιδα) αιχμαλωτίστηκαν για να πάρουν τον δρόμο των σκλαβοπάζαρων, αν και, σύμφωνα με τα τουρκικά αρχεία, τα θύματα ήταν μόνο 409 και άλλοι τόσοι περίπου οι αιχμάλωτοι.

Οι σύζυγοι των τριών οπλαρχηγών εστάλησαν ως δώρο στον βεζίρη της Θεσσαλονίκης, και όπως μας πληροφορεί ο Σπυρίδων Τρικούπης, «η μεν γυναίκα του Γάτσου ετούρκευσεν αποδειλιάσασα ενώπιον των βασάνων, αι δε δύο άλλαι μη αλλαξοπιστήσασαι προσηλώθησαν (σ.σ.: καρφώθηκαν) απέναντι αλλήλων όρθιαι επί του τοίχου μιας των αιθουσών του παλατίου του θηριώδους βεζίρη και απέθαναν πολυειδώς βασανιζόμεναι…». 
Άλλες γυναίκες, αναζητώντας έναν πιο έντιμο θάνατο, προτίμησαν να πνιγούν μαζί με τα παιδιά τους πέφτοντας στον καταρράκτη της Αράπιτσας στους «Στουμπάνους», ο οποίος κατέληγε στη λίμνη του Παλαιοπύργου, που έκτοτε ονομάστηκε «Μαύρο Νερό» (ή «Μαύρη Λίμνη»).

Ο Αμπντούλ Εμπού, όμως, είχε μεριμνήσει και για το δώρο του σουλτάνου αλλά και για τη δική του διασκέδαση. Έτσι, συγκέντρωσε εν μέσω των στρατιωτών του περίπου 1.500 αιχμάλωτους, άνδρες και γυναικόπαιδα, στην θέση Κιόσκι. Εκεί οι Εβραίοι ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο, και αφού τους έσφαξαν, τα κεφάλια τους ταριχεύτηκαν και στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη ως τεκμήριο της νίκης του Εμπού, ενώ τα πτώματά τους αφέθηκαν βορά στα ζώα και τα αρπακτικά πουλιά. Ο θρύλος λέει πως τόσο πολύ ήταν το αίμα που πότισε τη γη, ώστε για τα επόμενα πέντε χρόνια δεν φύτρωνε χορτάρι σε εκείνο το σημείο. Έκθεση ξένου προξενείου στη Θεσσαλονίκη περιγράφει τις δραματικές σκηνές που προηγήθηκαν της «διαλογής» των σκλάβων και έλαβαν χώρα πλάι στον τόπο των σφαγών: «Όλο το Κιόσκι είχε μετασχηματιστεί εις πανηγύρι κλαυθμώνος, ένθεν ανθρωπομακελείον, ένθεν αγοραπώλησις αιχμαλώτων, γυναικών, παιδιών, διηρημένον εις πωλητάς, διαφόρους, ένας έχων την μητέρα, άλλος τα τέκνα, έσκουζαν και τσίριζαν τα παιδιά διά τας μάνας των, αλλά αδύνατον, διότι άλλος είχε τους μεν, άλλος τους δε…».


Διαβάτη, στάσου με ευλάβεια στη μνήμη των νεκρών. Μέσα στο βάραθρο που ξανοίγεται μπροστά σου, βρήκαν ένδοξο και ηρωικό θάνατο οι γυναίκες και τα παιδιά της Νάουσας, για την ελευθερία και την ανεξαρτησία του Ελληνικού έθνους, στις 22 Απριλίου 1822.

Αφιέρωμα στο Ολοκαύτωμα της Νάουσας
Γράφει ο Μανώλης Βαλσαμίδης



Από άγνωστο στη Νάουσα μυθιστόρημα, με την ευκαιρία της επετείου του ολοκαυτώματος της πόλης, δημοσιεύω αυτούσιο απόσπασμα που αναφέρεται στα συνταραχτικά γεγονότα της κατάληψης και καταστροφής της πόλης από τον στρατό του Αμπού Λουμπούτ το 1822. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του γραπτού αυτού κειμένου βρίσκεται στο ότι γράφεται από μη Ναουσαίο, γράφεται στα χρόνια της Τουρκοκρατούμενης ακόμη Νάουσας, διεκτραγωδεί τα δεινά της καταστροφής της και κάνει έκκληση στις μεγάλες δυνάμεις για τη δικαίωση των αγώνων της γράφοντας τα εξής: [ελεύθερη απόδοση]

"Η ένδοξη και ιερή αυτή γη, ποτισμένη με τα αίματα των ευγενών τέκνων της, πόσες πολλές φορές αγιάσθηκε και εξαγνίστηκε και μένει ακόμη υπόδουλη! Ω μεγάλοι και ισχυροί της γης, βαρύ το πένθος της, βαρύς και αφόρητος ο ζυγός της σκλαβιάς της, της Τουρκικής. Στενάζει, γογγύζει, δακρυρροεί, πιεζόμενη από φοβερά δεσμά, από τραχιές και άθραυστες αλυσίδες".

Απευθυνόμενος ο συγγραφέας σε κάθε Ελληνίδα, που συγκινήθηκε διαβάζοντας τις σελίδες της περιγραφής της πτώσης και του θανάτου των ηρωίδων της Νάουσας στα αφρισμένα νερά της Αράπιτσας, γράφει:
"Μη κλαις, κράτησε τα δάκρυά σου. Πέφτοντας στο βάραθρο του ποταμού οι λεοντόθυμες ομόφυλές σου δεν πέθαναν. Η μνήμη τους μένει και θα μένει αθάνατη όσο θα ζει το Ελληνικό όνομα". 
Τέλος προσθέτει, για κάθε μια από τις αιδήμονες, όπως τις αποκαλεί, αναγνώστριές του τα εξής:
"Αν έχεις τέκνα, να τα εμπνεύσεις πλέον διακαή τον έρωτα προς την ελευθερία, εάν δε δεν έχεις, όταν αποκτήσεις, να τα θηλάσεις με γάλα γεμάτο μίσος και αποστροφή προς τον βαρβαρικό ζυγό, για την απελευθέρωση της ιερής αυτής χώρας".
Ολόκληρο το απόσπασμα, αυτούσιο έχει ως εξής:

Φάραγξ βαθυτάτη καὶ περικαλλὴς διὰ τὴν βλάστησιν αὐτῆς καὶ διὰ τὰ ὑψίκομα καὶ μεγαλοπρεπῆ δένδρα, ἃτινα τὴν περικοσμοῦσι, κεῖται δυτικῶς τῆς πόλεως Νιαούστης ἀπέχουσα πλέον τῆς μίας ὥρας αὐτῆς. Ἐκ τῆς φάραγγος ταύτης τῆς μητρὸς πολλῶν ρυακίων πηγάζει ὁ ποταμὸς Ἀράπιτσας ἔχων πλάτος δέκα πέντε μέχρι τριάκοντα μέτρων καὶ περιβάλλων ἀπὸ μεσημβρίας τὴν πόλιν χύνει τὰ ὕδατά του εἰς τὴν λίμνην τῶν Γενιτσῶν.
Εἰς τ μέλανα το ποταμο τούτου ρεύματα,τε μετ τν τταν κα τν ξοδον κ τς πόλεως περικαλλς κα νθηρ Νιάουστα κατέπεσεν ες ρείπια πυρποληθεσα π τν θωμανν, γέροντες δ κα παδες κα γυνακες μετ παρθένων περιφημισμένων δι τν λευκότητα κα βρότητα το προσώπου ατν ξ ν οἱ μν σπλάγχνως κατεσφάγησαν μ προλαβόντες ν φύγωσιν, α δ σύροντο ες αχμαλωσίαν π βεβήλων χειλέων δακνόμεναι κα μιαρν μιαινόμεναι δακτύλων πέβησαν θύματα οκτρά τς ποθουμένης λευθερίας, τότε κατ τν πολυδάκρυτον κα πολυθρήνητον κείνην σκηνὴν τν ξόχως κατανυκτικν κα κτάκτως τραγικν πλεσται παρθένοι κα γυνακες μετ τν τέκνων των, ς α ραι κα α Χάριτες φθόνως κα δαψιλς δι δελεαστικν το κάλλους θελγήτρων περιεκόσμουν ποστέρξασαι [αρνούμενες] ν πέσωσιν ες τς μυσαρς τνσιανν χερας, ποστρεφόμεναι εειδες κα αδήμονες τν καταισχύνην κα περιφρονοσαι τν θάνατον, γαλλόμεναι κα μειδισαι κατεπήδησαν κα πνίγησαν.
Τὰ πάγκαλα κα ρατειν τν εκλεν ρωίδων σώματα δατόστρωτος πεδέξατο τάφος, τ δ ρμητικά του βαθέος ποταμοῦ ρεύματα κατεκάλυψαν παρασύροντα ατά, ν α γγελικα τν μαρτύρων τούτων ψυχα δν σωτηρίας, τν δν τς τιμς κατ τν λίαν ακωβτον* θεωρήσασαι μετέβαινον ες τν μακαρίαν τς αωνιότητος διαμονήν, πως νωθσι μετ τν περιδόξων κείνων τοῦ Ζαλόγγου μαρτύρων κα δείξωσιν ες τν πλάστην τν σπιλον παρθενίαν των κα τ δίκαια δάκρυα.
άν, εαίσθητος λληνίς, συνεκινήθης κ τς τραγικωτάτης ταύτης σελίδος, μ κλαε, κράτησον τ δάκρυα. Καταποντισθεσαι α λεοντόθυμοι μόφυλοι μν δν πέθανον. μνήμη ατν διαμένει κα θ μέν θάνατος φ' σον ζ τ λληνικν νομα, φ' σον θάλλει δάφνη, ξ ς κατεσκευάσθη μάραντος ατν μαρτυρικς στέφανος, φ' σον α σκια θ παρακολουθσι τς ψικορύφους λάτας τν τερπνν κα μυριανθν τς Μακεδονίας ὀρέων κα μυρίπνους κα καλλικέλαδος ζέφυρος θ ψάλλ ες τ ερ κα βαθύσκια λση τ κλέος κα τν δόξαν των, α δ πηγα κα ο ποταμο θ κυλίωσι τ ρεύματά των βαφέντα π το νδόξου κα μαρτυρικο ατν αματος.
Οὐδεμία στορία οδενς λαοῦ ξιστορε τοιατα καταπληκτικ θελοθυσίας παραδείγματα ν τοιαύτ πληθύϊ κα τηλικούτ μεγαλεί κα μως νδοξος κα ερ ατη γ, τις τοσάκις γιάσθη ποτισθεσα κα ξαγνισθεσα κ το αματος τν εγενν τέκων της, δούλη τι μένει, μεγάλοι κα σχυροί της γής, στένουσα κα βαρυπενθοσα π τν βαρν κα φόρητον ζυγν τς Τουρκικς δεσποτείας, γογγύζουσα κα δακρυρροοσα πιεζομένη κ τν φοβερν δεσμν τν πηνν κα ρρήκτων λύσεων.
ν τ θλιβερ ταύτ τς Νιαούστης καταστροφ πρ τος ξακισχιλίους ἐφονεύθησαν. Μάκαρες κα τρς μάκαρες οτοι, ο μ πιζήσαντες κατ τν αχμαλωσίαν τν πλήρη φρίκης κα σατανικν βασανιστηρίων τν π το αμοχαρος Πασσ κα τν κολουθούντων ατ κουσίων δημίων παράτου βραϊκς φυλς πινοηθέντων.
κτς τν αχμαλωτισθέντων κατ τν πόλιν κα κ τν περ τ πέριξ το πύργου καταφυγόντων πλεστοι συνελήφθησαν κα κ τν φευγόντων, πολλν ππικν σωμάτων ποσταλέντων τδε κκεσε πρς σύλληψιν, διότι μανία κα δίψα το τέρατος κείνου πρξεν κόρεστος καὶ δυσώπητος.
Καὶ δη, αδμον ναγνώστρια, κλεσον τος φθαλμος κα παράδραμε τς λγεινς κα ποτροπαίους ταύτας σελίδας τς αχμαλωσίας, νάγνωθι μόνον τς παρακαταθησομένας γραμμς το φιλέλληνος στορικο Πουκεβίλ, να, ν χς τέκνα, μπνεύσς αὐτος τν πρς τν λευθερίαν ρωτα διακαέστερον, ἐὰν δ οχί, ταν ποκτήσς, θηλάσς ατ τ γάλα πλρες μίσους κα ποστροφς πρς τν βαρβαρικν ζυγν πρς λευθέρωσιν τς ερς ταύτης χώρας.


* Ο Ηλίας Ιακωβάτος γεννήθηκε το 1814 στην Κεφαλονιά. Σπούδασε Νομική στο πανεπιστήμιο της Πίζας. Ήταν από τους αρχηγούς του κόμματος των Ριζοσπαστών του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων. Εξέδιδε από το 1849 την εφημερίδα Φιλελεύθερος από όπου ασκούσε έντονη κριτική εναντίον των Άγγλων. Το 1850 εκλέχτηκε στην Ιόνιο Βουλή και υπερψήφισε το ενωτικό ψήφισμα. Οι Άγγλοι απάντησαν με διώξεις, εξορίες και κλείσιμο της εφημερίδος του. Ο ίδιος εξορίστηκε στα Αντικύθηρα. Το καλοκαίρι του 1864 έλαβε μέρος στην Β΄ Εθνική Συνέλευση στην Αθήνα ως πληρεξούσιος Κεφαλληνίας. 

Εκτός από πολιτικός, είχε και πλούσιο συγγραφικό και ποιητικό έργο. Δημοσίευσε ιστορικά, κοινωνικά και ηθικολογικά έργα, τρεις ποιητικές συλλογές και ένα δράμα, με τίτλο Ενάρετη. Πέθανε το 1894. 

Η αναφορά του "ανωνύμου" στον Ηλία Ιακωβάτο σημαίνει ότι ο Ιακωβάτος κάπου στο έργο του κάνει σημαντική αναφορά στην καταστροφή της Ναούσης. Θα ήταν ευχής έργο να βρεθεί το κείμενο αυτό.





Δεν υπάρχουν σχόλια: