Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Λόριγκ Ντάνφορθ: Ο ...εργολάβος των Σκοπίων

Loring M. Danforth

Ο κοινωνιολόγος Λ. Ντάνφορθ (Loring M. Danforth) μαζί με τον έτερο ...κολοσσό της επιστήμης, γλωσσολόγο Βίκτωρα Φρήντμαν (Victor Friedman), αποτελούν το ανεπανάληπτο "επιστημονικό" δίδυμο, που έχει αναλάβει διεθνώς να υποστηρίζει (με το αζημίωτο βέβαια) τις σκοπιανές θέσεις σε γλωσσολογικά και ιστορικά θέματα. Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι χρηματοδοτούνται και από το ...ελληνικό κράτος! Για τον πρώτο από αυτούς το άρθρο που ακολουθεί είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό.
ΔΕΕ

Ένας πολύ τυχερός άνθρωπος ή η λαμπρή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του Λ. Ντάνφορθ στην Ελλάδα

Μαρία Τσοσκούνογλου
Άρδην τ. 67 – Δεκέμβριος 2007

Ο Λόριγκ Ντάνφορθ (Loring Danforth) είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση διανοούμενου, ο οποίος κατόρθωσε να καθιερωθεί στην ακαδημαϊκή κοινότητα της Ελλάδας ως ο ειδικός για την ονομασία του κράτους των Σκοπίων, κυρίως μετά την έκδοση του βιβλίου του «Η Μακεδονική Διαμάχη», Αθήνα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια (1999). Σπούδασε ανθρωπολόγος στο πανεπιστήμιο Πρίνστον των Η.Π.Α. το 1978. Δίδαξε στο κολλέγιο Αθηνών, στο πανεπιστήμιο Πρίνστον, και από το 1991 είναι καθηγητής ανθρωπολογίας στο Μπέιτς Κόλετζ, στην πολιτεία Μέιν στις Η.Π.Α.
 

Με την Ελλάδα αρχίζει να ενδιαφέρεται από το 1982. Στην αρχή ασχολείται με «ανώδυνα» θέματα: Ταφικά έθιμα (The Death Rituals of Rural Greece, 1982), Πυροβασίες και αναστενάρηδες (Firewalking and Religious Healing: The Anastenaria of Greece 1989).
Όμως στις αρχές της δεκαετίας του 1990, και μεσούσης της κινητοποίησης των απανταχού Ελλήνων για το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων, που ο Ντάνφορθ «πέφτει στα …σκληρά»: Μετακομίζει στη Μελβούρνη της Αυστραλίας χάρη σε μια υποτροφία Φουλμπράιτ και πραγματοποιεί επιτόπια έρευνα στις κοινότητες των Σλαβομακεδόνων, από όπου και αντλεί υλικό για το βιβλίο του.
Στην Αμερική, η «Μακεδονική Διαμάχη» κυκλοφόρησε το 1995 και, σύμφωνα με τον συγγραφέα του, “ασχολείται με τους αντίπαλους ισχυρισμούς για τη μακεδονική ταυτότητα που προβάλλουν οι Έλληνες και οι Μακεδόνες”. Ο σκοπός του ήταν να παρουσιάσει το μακεδονικό ζήτημα από τη σκοπιά του κοινωνικού ανθρωπολόγου, αλλά και να ασκήσει κριτική στις εθνικιστικές τάσεις που εκφράστηκαν και από τις δύο πλευρές (καταλήγει όμως να ασκεί αποκλειστικά σχεδόν κριτική στην ελληνική πλευρά για το θέμα αυτό).

Το βιβλίο
Ο Λόρινγκ Ντάνφορθ ξεκινά από μια θεωρητική συζήτηση του εθνοτικού εθνικισμού και του τρόπου με τον οποίο κατασκευάζονται οι εθνικές ταυτότητες και οι εθνικοί πολιτισμοί. Εστιάζεται ιδιαίτερα στη διαδικασία της εθνογένεσης και στον ρόλο που παίζουν τα κράτη στην κατασκευή των εθνών.
Έτσι, στα ερωτήματα του τύπου, πώς γεννιέται ένα έθνος; Πώς συγκροτείται η εθνική ταυτότητα και ποια η σχέση της με προϋπάρχουσες πολιτιστικές δομές; Πώς μπορούμε να διακρίνουμε μια -εθνικιστική-διαδικασία εθνογένεσης, από ένα εθνικιστικό κίνημα που αναπτύσσεται στο εσωτερικό ενός ήδη συγκροτημένου κράτους-έθνους, δηλαδή από ένα αποσχιστικό κίνημα, τα οποία απασχολούν εκτός από την ιστορία, και την κοινωνιολογία ή την πολιτική επιστήμη, ο συγγραφέας προσπαθεί να δώσει απάντηση, ως κοινωνικός ανθρωπολόγος, κατά έναν τρόπο που να μην έχει επισημανθεί από τους άλλους συναδέλφους του.


Υποστηρίζει ότι στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο του ύστερου 20ού αιώνα, πρέπει να προσεγγίζουμε το θέμα του εθνοτικού εθνικισμού από υπερεθνική οπτική γωνία και ότι η μακεδονική διαμάχη δεν αφορά δύο βαλκανικά κράτη, την Ελλάδα και την FYROM, αλλά έναν «οικουμενικό πολιτισμικό πόλεμο» στον οποίον παίρνουν μέρος, εκτός από τα κράτη που αναφέραμε και εθνικές μειονότητες, κοινότητες της διασποράς, (Ελλήνων και σλαβόφωνων μεταναστών στην Αυστραλία, Καναδά και Η.Π.Α.) αλλά και διεθνείς οργανισμοί, όπως τα Ηνωμένα Έθνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε συζητήσεις με υπερήλικες μετανάστες στην Αυστραλία, ο Ντάνφορθ αποδίδει την ανάδυση μιας χωριστής εθνικής ταυτότητας μεταξύ των σλαβόφωνων Ελλήνων στην αντίσταση απέναντι στον βίαιο εξελληνισμό, τις διακρίσεις, την καταπίεση και την κοινωνική περιθωριοποίηση κατά την διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας. (σελ. 250, 260-5).

Τα αμφιλεγόμενα σημεία
1. Καταρχήν, από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου είναι προφανές ότι για τον Ντάνφορθ το ζήτημα της ονομασίας του κράτους της πΓΔΜ έχει λυθεί ήδη από το 1995: Στο βιβλίο του η «Μακεδονική Διαμάχη» υπάρχουν από τη μια μεριά οι «Μακεδόνες» και, από την άλλη, όλοι…οι άλλοι.
2. Στο Κεφάλαιο Β΄, και ενώ ο συγγραφέας έχει σκοπό να προσεγγίσει την ελληνική και σλαβομακεδονική ιστοριογραφία για το θέμα, μεροληπτεί υπέρ της μιας άποψης. Έτσι, ενώ παρουσιάζει την εθνικιστική και τη μετριοπαθή σλαβομακεδονική άποψη, για την Ελλάδα εμφανίζει μια ενιαία εθνικιστική άποψη, στη βάση κυρίως ημιεπίσημων πηγών και εφημερίδων ακροδεξιών φρονημάτων (όπως ο Στόχος).
3. Ο Ντάνφορθ θεωρεί ότι η ένταση γύρω από το Μακεδονικό οφείλεται στις ιστορικές διαφορές μεταξύ «Ελλήνων και Μακεδόνων» χωρίς να εξηγεί γιατί συμβαίνει αυτό, καθώς και ποιες είναι οι αιτίες της κρίσης. Ουσιαστικά, μια τέτοια αντιμετώπιση παρωδεί μια κατάσταση χωρίς να την εξηγεί. (σ.174-175) ενώ σε μισή σελίδα ο συγγραφέας ξεμπερδεύει με τον Μανόλη Ανδρόνικο, το αστέρι της Βεργίνας αλλά και με όλη την αρχαιολογία, καταλήγοντας: «Μολονότι οι περισσότεροι Έλληνες αρχαιολόγοι και μερικοί ξένοι μελετητές δέχονται πως ο τύμβος μέσα στον οποίο βρέθηκε η λάρνακα ήταν πράγματι του Φίλιππου του Μακεδόνα, πολλοί ξένοι αρχαιολόγοι και ιστορικοί της αρχαιότητας είναι περισσότερο σκεπτικοί και υποστηρίζουν πως ο τύμβος θα μπορούσε να ανήκει στον Φίλιππο Γ’ Αριδαίο, γιο του Φίλιππου του Μακεδόνα» (σελ. 174).
4. Ίσως επειδή ο Ευάγγελος Κωφός, ιστορικός, πρώην εμπειρογνώμονας του υπουργείου Εξωτερικών και σύμβουλος για βαλκανικά θέματα στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) αφιέρωσε όλη του την προσπάθεια στην εις βάθος αρχειακή μελέτη για την εξήγηση του βαλκανικού ζητήματος, ενός δηλαδή εξαιρετικά πολύπλοκου θέματος (αλλά και επειδή έχει σοβαρές αντιρρήσεις ως προς τους «μακεδονικούς» ισχυρισμούς), ο Ντάνφορθ εξαπολύει μια άνευ προηγουμένου επίθεση εναντίον του, συγκρίνοντάς τον με τον δικτάτορα Παπαδόπουλο (σελ.119 και σελ. 239) ή ακόμη κατηγορώντας τον για διαστρέβλωση της έννοιας «φαντασιακή κοινότητα» του Άντερσον (σελ. 41 σημ. 6). Και όλα αυτά γιατί, όπως επισημαίνει ο Στάθης Καλύβας, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Γέιλ, «ο Ντάνφορθ διαλέγει επιλεκτικά αποσπάσματα ενός ιστορικού με βαθιά γνώση του θέματος, η επιστημονική ενασχόληση του οποίου με το αντικείμενο ξεπερνά την τεσσαρακονταετία».1
5. Ο Ντάνφορθ παραδέχεται, στο Γ΄ Κεφάλαιο, «Η κατασκευή της Μακεδονικής Ταυτότητας» ότι: «Είναι δύσκολο να απαντηθεί αν υπήρχε πράγματι ένα μακεδονικό έθνος κατά τη δεκαετία του 1940, όταν αναγνώρισε την ύπαρξη αυτού του έθνους το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας» (σελ. 73) κι ότι ο Τίτο «κατασκεύασε» αυτό το ξεχωριστό «μακεδονικό έθνος» και το αναγνώρισε, προκειμένου να επεκτείνει τον γιουγκοσλαβικό έλεγχο στη βουλγαρική όσο και στην ελληνική Μακεδονία (σελ. 74). Τότε ήταν που μια νοτιοσλαβική διάλεκτος κωδικοποιήθηκε ως τυποποιημένη λόγια «μακεδονική γλώσσα», με κριτήρια πολιτικά μάλλον, παρά γλωσσολογικά (σελ. 75).
Κι εδώ, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η ανάλυση του Ντάνφορθ για την ανάδυση των «Μακεδόνων» μέσα στη Γιουγκοσλαβία σταματά.
6. Δεν βρίσκει κανένα κακό στη χρησιμοποίηση σλαβικών ονομάτων στην Ελλάδα σε χάρτες που τυπώνονται στα Σκόπια: Θεσσαλονίκη (Σόλουν), Φλώρινα (Λέριν), Καστοριά (Κόστουρ), Έδεσσα (Βόντεν), παρ’ όλο που αυτό αντιβαίνει στους διεθνείς νόμους. Αντιθέτως, κατηγορεί την Ελλάδα γιατί χρησιμοποιεί το όνομα Κωνσταντινούπολη, παραγνωρίζοντας ότι μέχρι το 1923 οι ίδιοι οι Τούρκοι την ονόμαζαν Konstantinye.
7. Όσον αφορά την περίπτωση της Αυστραλίας, αν και παραδέχεται ότι η μακεδονική κοινότητα έχει σημαντικά μικρό μέγεθος συγκρινόμενη με την ελληνική κοινότητα (σελ. 222), πλέκει, σε υπερβολικό βαθμό, το εγκώμιο της πολυπολιτισμικής Αυστραλίας χωρίς καμιά επιφύλαξη για το φαινόμενο. Υπάρχει μόνο μια μικρή υποσημείωση για την κριτική κατά της πολυπολιτισμικότητας, δηλαδή το πώς σε κοινωνίες τέτοιου τύπου καθίσταται ασήμαντη ή φολκλορική η έννοια του πολιτισμού, ενώ ταυτόχρονα, η κατίσχυση της πολιτισμικής διαφοράς συχνά συσκοτίζει ή αγνοεί –σκόπιμα τις περισσότερες φορές– και άλλου τύπου διαφορές (ταξικές, κοινωνικο-οικονομικής υπόστασης και πρόσβασης στην εξουσία), με αποτέλεσμα να μην αμφισβητούνται τα βαθύτερα όρια αποκλεισμού ή και εγκλεισμού των μειονοτικών εθνοτικών ομάδων (σελ. 219, σημ. 6).
8. Τέλος, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε πόσο τα συμπεράσματα του Λόριγκ Ντάνφορθ ταυτίζονται τόσο εμφανώς με την «προτροπή» του εκπροσώπου του υπουργείου των Εξωτερικών των Η.Π.Α.: «Η “Μακεδονία” αξίζει τον σεβασμό όλων και αξίζει να αποκαλείται με αυτή την ονομασία» (Ρίτσαρντ Μπάουτσερ, εκπρόσωπος Στέιτ Ντιπάρτμεντ, 29/11/2004).

Η κριτική
Για το βιβλίο, η Μαριλένα Κοππά (Σημ. ΔΕΕ: Η γνωστή "σύμβουλος" του Γιωργάκη Παπανδρέου), λέκτορας Βαλκανικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γράφει σχετικά:
«Είναι σαφές ότι η κοινωνική ανθρωπολογία έχει πολλά να προσφέρει στη μελέτη του ζητήματος οικοδόμησης εθνικής ταυτότητας. Η εθνική ταυτότητα δεν είναι κάτι ουδέτερο, υπερβατικό, το οποίο προϋπάρχει, αλλά είναι αποτέλεσμα μια κατασκευής, μιας συγκεκριμένης πολιτικής στρατηγικής. (Σημ. ΔΕΕ: !!!) 
Με τη στροφή στο ατομικό, στο προσωπικό, η κοινωνική ανθρωπολογία μπορεί να φωτίσει άγνωστες πτυχές της διαδικασίας αυτής. Εκεί όμως βρίσκονται και τα όριά της. Το βασικό πρόβλημα που έχουν οι μελετητές κοινωνικής ανθρωπολογίας είναι η έλλειψη ιστορικού βάθους. Το παρόν βιβλίο είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Κι αυτό καθίσταται σαφές όταν στο τρίτο κεφάλαιο ο συγγραφέας αντιπαραθέτει τη δική του εκδοχή για το Μακεδονικό, όπου η έλλειψη πηγών είναι καταφανής. Εδώ ο συγγραφέας προσπαθεί να παρουσιάσει ίσως το πιο σύνθετο βαλκανικό πρόβλημα στη βάση μιας δεκάδας βιβλίων, κινούμενος σε ένα πεδίο που δεν γνωρίζει καλά. Δυστυχώς ο Ντάνφορθ, για να στοιχειοθετήσει το επιχείρημά του, ακολουθεί μια προκρούστειο λογική, αφαιρώντας ή απλοποιώντας ό,τι δεν χωράει στο σχήμα του. Πολλοί μελετητές διατύπωσαν επιφυλάξεις για τις προσπάθειες των κοινωνικών ανθρωπολόγων να εμπλακούν στην ιστορική ανάλυση. Πριμοδοτώντας τη «βιωμένη εμπειρία», τις μνήμες, σίγουρα προσφέρουν μια νέα ματιά στην Ιστορία. Αυτό όμως μπορεί να αποβεί εις βάρος της ιστορικής έρευνας. Έτσι, εκτός από ιστορικά λάθη (βλ. σελ.35: «Οι ανταγωνιστικές διεκδικήσεις της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας σχετικά με τη Μακεδονία οδήγησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912», ή στη σελίδα 144, «Τον Νοέμβριο 1989 ήταν η πρώτη φορά από το τέλος του ελληνικού Εμφυλίου που η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση επανέφερε το μακεδονικό ζήτημα», ξεχνώντας το 1961), η ανάλυσή του δεν περιλαμβάνει την κρίσιμη περίοδο 1940-1990, για την οποία υπάρχει απόλυτο κενό». (εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 01/08/1999).

Επίσης στην εφημερίδα ΑΥΓΗ (01/09/1999), επισημαίνεται:
«Παρ’ όλα αυτά, και μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία που παρατίθεται, είναι δύσκολο να θεμελιωθεί η ύπαρξη μακεδονικού κράτους».

Παράλληλα με τις εντός Ελλάδος κριτικές για το βιβλίο του Ντάνφορθ, η “Μακεδονική Διαμάχη” έγινε αντικείμενο κριτικής και από ερευνητές πέραν του Ατλαντικού. Τέτοια είναι η περίπτωση του Ελληνοαμερικανού ιστορικού, Στάθη Βαΐτη, ο οποίος γράφει σχετικά στο περιοδικό Hellenic Literature Society Newsletter, στις 15/03/1996:

«…Ο Λόρινγκ Ντάνφορθ προσεγγίζει με επιφανειακό τρόπο τη μεταπολεμική ιστορία της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Φαίνεται δε να υποστηρίζει την ιδέα ότι η ιστορία ορίζεται με πολιτισμικούς όρους. Πιστεύει, λοιπόν, ότι μια κοινότητα που αναπτύσσει μια “μακεδονική” συνείδηση έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει για τον εαυτό της τον χώρο και την ιστορία της ευρύτερης Μακεδονίας. “Η Μακεδονική Διαμάχη” όχι μόνον δεν είναι μια μελέτη αμερόληπτη ή δίκαιη, αλλά μάλλον καλύπτει σε μια θεωρητική προσέγγιση τις απόψεις της “μακεδονικής” κυβέρνησης των Σκοπίων».
«…Τα τελευταία δέκα χρόνια, στα αμερικανικά πανεπιστήμια διάφορες ομάδες Αφροαμερικανών, φεμινιστριών και ομοφυλόφιλων ασκούν ισχυρές πιέσεις για τη διάδοση των θέσεών τους που αφορούν τον πολιτισμικό ντετερμινισμό. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, μπορούμε να χειριστούμε την ιστορία με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνει δυνατή η προβολή σύγχρονων κινήτρων στη μελέτη του παρελθόντος, χωρίς να μας ενδιαφέρει καθόλου πόσο αναξιόπιστη ή ανακριβής μπορεί να είναι μια τέτοια ανάλυση του παρελθόντος.
Η άποψη ότι η ιστορία ορίζεται πολιτισμικά και ότι κάθε ομάδα μπορεί να ξαναγράψει την ιστορία, για λόγους που έχουν να κάνουν με την εθνοτική συνοχή ή για την ενδυνάμωση του αισθήματος εθνικής υπερηφάνειας των μελών της, υπονομεύει σοβαρά τις ανθρωπιστικές σπουδές με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον. Το να δίνεται έμφαση σε πολιτισμικά κίνητρα ή δραστηριότητες έχει ως αποτέλεσμα να παρουσιάζεται η ιστορία ως μύθος, χωρίς θεμελίωση σε πραγματικά γεγονότα. Από πολλές απόψεις, το βιβλίο “Μακεδονική Διαμάχη” αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του τι σημαίνει πολιτισμικός ντετερμινισμός στην πράξη».

Οι υποστηρικτές και η ανοδική πορεία του Λόριγκ Ντάνφορθ στην ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα
Μετά την έκδοση της «Μακεδονικής Διαμάχης» το 1995, αρχίζει η ανοδική πορεία του Ντάνφορθ. Χρίζεται επίσημος θεωρητικός του κράτους των Σκοπίων2, η ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια Wikipedia τον αναγορεύει σε «εξέχοντα ειδικό στη διαμάχη για την ονομασία της Μακεδονίας»3, ενώ στα καθ’ ημάς αποτελεί την κατεξοχήν βιβλιογραφική πρόταση σε προπτυχιακά και μεταπτυχικά τμήματα σπουδών του ελληνικού πανεπιστημίου και αρκετοί πανεπιστημιακοί αναφέρονται σε αυτό με εξαιρετικά εγκωμιαστικά σχόλια4. (Σημ. ΔΕΕ: Οι γνωστοί "πανεπιστημιακοί" του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων δημοκρατικών δυνάμεων, Ρεπούση, Λιάκος, Δραγώνα, Κουλούρη και ό,τι εθνομηδενιστικό έχουν να παρουσιάσουν τα "ελληνικά" πανεπιστήμια).
Το 1997 τον βρίσκουμε συνεργάτη του ελληνικού υπουργείου Παιδείας στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, όπου συμμετέχει στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα με τίτλο: Ένταξη Τσιγγανοπαίδων στο Σχολείο.
Το 2005, νέα «επιστημονικά πεδία» ανοίγονται για τον Λ.Ντάνφορθ: «Ο Εμφύλιος και το Παιδομάζωμα». Στις 10 Μαϊου, στο πανεπιστήμιο Πρίνστον των Η.Π.Α., στο πλαίσιο ημερίδας με τίτλο, «Παιδιά-Πρόσφυγες από τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο στην Ανατολική Ευρώπη: Εκτόπιση, Αναμνήσεις και Φυσική Τάξη των Πραγμάτων», ο Λόριγκ Ντάνφορθ, μαζί με την καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας, Ρίκι Βαν Μπούσχοτεν, παρουσιάζουν μια διαφορετική εικόνα για το παιδομάζωμα, με την εισαγωγή νέας ορολογίας και την παρουσίαση φωτογραφικού υλικού. Κατά την διάρκεια των εισηγήσεών τους, οι δύο πανεπιστημιακοί εξήγησαν πως μελέτησαν από το 1988 150 περιπτώσεις παιδιών του παιδομαζώματος στην Ελλάδα, Ανατολική Ευρώπη και Καναδά. Το φωτογραφικό υλικό προερχόταν από την Ουγγαρία, απαθανατίζοντας μοντέρνους εφήβους, καλοντυμένους, καλοθρεμμένους, οι οποίοι επιδίδονταν στη μάθηση μπαλέτου, μουσικής, αθλητισμού κ.λπ.
Πολλοί ομογενείς πανεπιστημιακοί διαμαρτυρήθηκαν για την προσπάθεια ωραιοποίησης του παιδομαζώματος, που επιχείρησαν οι δύο εισηγητές στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον5.
Στις 6 και 7 Ιουλίου 2006, διοργανώνεται στην Καστοριά, από το Δίκτυο για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων, συνέδριο με θέμα: «Μνήμες των Εμφυλίων Πολέμων. Τόποι και Εργαλεία» (Στην αρχή ο δήμος Καστοριάς είχε αναλάβει τη στέγαση του συνεδρίου, προέκυψαν όμως αντιδράσεις από την τοπική κοινωνία κι έτσι το συνέδριο έλαβε χώρα στον δήμο Αγίων Αναργύρων, στην Κορησό).
Εκεί, εκτός από τις εισηγήσεις αυτών που προέβαλλαν τις αλλοιώτικες μνήμες, όπως του Τάσου Κωστόπουλου (Σημ. ΔΕΕ: Το γνωστό μέλος της ομάδας του διαβόητου Ιού της αλήστου μνήμης "Ελευθεροτυπίας"), υποψήφιου διδάκτορα του πανεπιστημίου Ιωαννίνων με θέμα, «Ο εμφύλιος μακεδονικός αγώνας (1904-1908): Εκδοχές του κρατικού μονοπωλίου της συλλογικής μνήμης», της Ρίκι Βαν Μπούσχοτεν, με θέμα: «Η εμφύλια βία ως επιτέλεση», και άλλων πανεπιστημιακών, συμμετέχει και ο Ντάνφορθ με την εισήγησή του: «Η μνήμη του παιδομαζώματος στην ελληνοαμερικανική διασπορά».(Χορηγοί του συνεδρίου, το Ίδρυμα Κόκκαλη και το περιοδικό Κλειώ).
Και φτάνουμε στο 2007. Στις 8 έως 11 Νοεμβρίου, ξαναβλέπουμε τον Λ. Ντάνφορθ παρέα με τη Ρίκι Βαν Μπουσχότεν να συζητούν για τις «πολιτικές της βίας» και τις «μνήμες του παιδομαζώματος», στο διεθνές επιστημονικό συμπόσιο με θέμα: «Αναθεωρήσεις του πολιτικού. Ανθρωπολογική και ιστορική έρευνα στην ελληνική κοινωνία», που πραγματοποιήθηκε στη Μυτιλήνη υπό την αιγίδα του πανεπιστήμιου Αιγαίου.
Περιμένοντας τη συνέχεια της εκπληκτικής, είναι αλήθεια, διαδρομής του κυρίου Ντάνφορθ στην ακαδημαϊκή μας ζωή, δεν μπορούμε παρά να του βγάλουμε το καπέλο και να συμφωνήσουμε με τον Γούντι Άλεν στην ταινία Match Point: «Δεν έχει σημασία να είσαι ικανός, άξιος και έντιμος. Σημασία έχει να είσαι τυχερός».

Σημειώσεις:
1. Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 5/12/2004
4. Ιός της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας 12/1/1997, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 03/01/1999
5. Δελτίο Τύπου της Παμμακεδονικής Ένωσης ΗΠΑ και Καναδά, 13/05/2005

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: