Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Σχολική Γεωγραφία


Γεωγραφικά...

Από την σχολική Γεωγραφία (ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ ΔΙΑ ΤΗΝ Β´ ΤΑΞΙΝ ΕΞΑΤΑΞΙΩΝ ΓΥΜΝΑΣΙΩΝ - ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1962) του Παναγιώτη Γαβρεσέα και τι μάθαιναν οι μαθητές τότε. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο για την Αλβανία και ειδικώς η παράγραφος για τους κατοίκους.
ΔΕΕ

Α. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ῍Η ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ῍Η ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ

Κατέχει αὕτη τὸ ΝΑ. μέρος τῆς Εὐρώπης καὶ λέγεται Ἑλληνικὴ χερσόνησος . Λέγεται ἀκόμη καὶ Βαλκανικὴ χερσόνησος ἢ χερσόνησος τοῦ Αἵμου καὶ τὰ ἀποτελοῦντα ταύτην Κράτη Βαλκάνια , ἀπὸ τὴν ὀροσειρὰν τοῦ Αἵμου τὴν λεγομένην καὶ Βαλκάνια ὄρη . Ἡ Βαλκανικὴ χερσόνησος (ἀπὸ τὰ Α. καὶ τὰ ΝΑ. της βρέχεται ἀπὸ τὸν Εὔξεινον Πόντον, τὸν Βόσπορον, τὴν Προποντίδα καὶ τὸν ῾Ελλήσποντον καὶ ἀπὸ Δ. καὶ Ν. ἀπὸ τὴν Μεσόγειον θάλασσαν. Φθάνει πρὸς βορρᾶν μέχρι τοῦ ποταμοῦ Δουνάβεως καὶ τοῦ παραποτάμου του Σαύου (Χάρτ. 2) . Ἀνήκουν ἑπομένως εἰς τὴν χερσόνησον ταύτην ἡ Ἑλλάς, ἡ Ἀλβανία, ἡ Βουλγαρία, ἡ Εὐρωπαϊκὴ Τουρκία καὶ ἡ Γιουγκοσλαβία. Ἡ Γιουγκοσλαβία ὅμως ὄχι ὁλόκληρος, διότι τὸ βόρειον μέρος της (τὸ Β. τῶν ποταμῶν Σαύου καὶ Δουνάβεως) ἀνήκει εἰς τὴν Κεντρικὴν Εὐρώπην. ᾽Εξετάζεται ὅμως καὶ ἡ Γιουγκοσλαβία μὲ τὴν Βαλκανικὴν χερσόνησον, διότι τὸ μεγαλύτερον μέρος της ἀνήκει εἰς αὐτήν.

Ἀλβανία
῞Ορια. ῎Εκτασις. Ἡ Ἀλβανία κατέχει τὸ Δ. μέρος τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου πρὸς τὴν Ἀδριατικὴν θάλασσαν, αἱ πρὸς τὴν ὁποίαν ἀκταί της ἔχουν μῆκος 300 χιλιομ. Ἔχει πρὸς Δ. τὴν Ἀδριατικὴν θάλασσαν καὶ τὸν πορθμὸν τοῦ ᾽Οτράντο (τοῦ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ῾Υδροῦντος), διὰ τοῦ ὁποίου ἑνοῦται ἡ Ἀδριατικὴ καὶ τὸ Ἰόνιον Πέλαγος. Πρὸς τὰ Β. καὶ τὰ Α. ἔχει τὴν Γιουγκοσλαβίαν καὶ πρὸς τὰ ΝΑ. καὶ τὰ Ν. τὴν Ἑλλάδα. ῾Η ἔκτασίς της εἶναι 28.750 τετρ. χιλιομ., εἶναι δηλ. ὡς πρὸς τὴν ἔκτασιν σχεδὸν τὸ ⅕ τῆς Ἑλλάδος (ἔκτασις Ἑλλάδος 132.500 τ. χ.). Τὰ μετὰ τῆς Ἑλλάδος σύνορα τῆς Ἀλβανίας, φθάνουν εἰς μῆκος τὰ 250 χιλιομ. Ἀρχίζουν ἀπὸ τὸ μέσον τοῦ μικροῦ ὅρμου τῆς Φτελιᾶς , ὀλίγον νοτιώτερον τοῦ ἀκρωτηρίου Στῦλος , τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται πλησίον τῆς Ν. εἰσόδου τοῦ βορείου στενοῦ τῆς Κερκύρας (Χαρτ. 3) . Ἐκεῖθεν προχωροῦντα πρὸς τὰ Α. καὶ ἐν συνεχείᾳ πρὸς τὰ ΒΑ. φθάνουν εἰς τὴν λίμνην Μεγάλην Πρέσπαν, ὅπου συναντῶνται τὰ σύνορα Ἑλλάδος-Γιουγκοσλαβίας-Ἀλβανίας (τριεθνὲς σημεῖον).
Φυσικαὶ περιοχαί. Τὴν Ἀλβανίαν δυνάμεθα νὰ χωρίσωμεν εἰς δύο, σαφῶς διακρινομένας ἀπ’ ἀλλήλων, περιοχάς. Αὗται εἶναι ἡ πρὸς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς χώρας ὀρεινὴ Ἀλβανία καὶ ἡ δυτικῶς ταύτης παράκτιος, πρὸς τὴν Ἀδριατικήν, Ἀλβανία, ἡ ὁποία εἶναι κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον πεδινή. Τὰ ⅔ τῆς Ἀλβανίας εὑρίσκονται εἰς ὕψος ἄνω τῶν 1.000 μ.
᾽Εσωτερικὴ ὀρεινὴ Ἀλβανία. Ἡ Ἀλβανία εἶναι γενικῶς μία ἐκ τῶν πλέον ὀρεινῶν χωρῶν τῆς Εὐρώπης. Αἱ ὀροσειραὶ ἐκτεινόμεναι κατὰ μῆκος τῆς χώρας, ἀνατολικῶς τῆς παρακτίου πεδινῆς Ἀλβανίας, καλοῦνται Ἀλβανικαὶ ἢ Ἰλλυρικαὶ Ἄλπεις. Ἀποτελοῦν συνέχειαν τῶν Δειναρικῶν Ἄλπεων τῆς Γιουγκοσλαβίας καὶ ἐσχηματίσθησαν κατὰ τὴν λεγομένην Ἀλπικὴν πτύχωσιν . Ἀρχίζουν ἀπὸ τὰ βόρεια, πρὸς τὴν Γιουγκοσλαβίαν, σύνορα τῆς χώρας, κατὰ μῆκος τῶν ὁποίων ἀνευρίσκομεν τὰς Βορείους Ἀλβανικὰς Ἄλπεις (2.600 μ.). Αὗται διακοπτόμεναι ἀπὸ τὸν ποταμὸν Δρῖνον συνεχίζονται νοτιώτερον (Χαρτ. 3) μὲ τὰ ὄρη τῆς Μιρδιτίας (1.480 μ.) καὶ τὰ τοιαῦτα τῆς Κρόϊας (1.800 μ.), τὰ ὁποῖα φθάνουν μέχρι τοῦ ποταμοῦ Γενούσου ἢ Σκούμπι . Νοτίως τοῦ ποταμοῦ τούτου ἄρχεται ἡ Βόρειος Ἤπειρος , κακῶς λεγομένη καὶ Νότιος Ἀλβανία. Εἰς ταύτην αἱ Ἀλβανικαὶ ὀροσειραὶ συνεχίζονται μὲ τὰ ὄρη τὰ γνωστὰ ἐκ τοῦ πολέμου τοῦ 1940-41 πρὸς τὴν Ἰταλίαν διὰ τὰ ἡρωϊκὰ κατορθώματα καὶ τὰς νίκας εἰς αὐτὰ τῶν Ἑλληνικῶν στρατευμάτων. Εἶναι ταῦτα τά: Τόμαρος (2.401 μ.), Τρεμπεσίνα (1.923 μ.) καὶ Νεμέρτσικα (2.984 μ.) (τὰ ὄρη ταῦτα προεκτείνονται ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐδάφους διὰ τῶν ὀρέων Μιτσικελίου , Τύμφης καὶ Σμόλικα).
Εἰς τὰ ἀνατολικὰ τῆς χώρας ἐκτείνονται αἱ Ἀνατολικαὶ Ἀλβανικαὶ Ἄλπεις , (2.300 μ.) καὶ νοτίως τούτων ὁ Μόραβας καὶ ἡ Βορ. Πίνδος, συνεχιζομένη καὶ ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐδάφους. Βλέπομεν οὕτω ὅτι κατὰ μῆκος τῶν πρὸς τὴν Γιουγκοσλαβίαν συνόρων τῆς Ἀλβανίας καὶ παραλλήλως πρὸς αὐτὰ ἐκτείνονται ὑψηλὰ ὄρη, καθιστῶντα τὴν μεταξὺ τῶν δύο χωρῶν ἐπικοινωνίαν δύσκολον, διότι ἐλάχισται μόνον διαβάσεις ὑπάρχουν μεταξὺ τῶν ὀρέων τούτων. Ἀντιθέτως εἰς τὰ πρὸς τὴν Ἑλλάδα σύνορα αἱ ὀροσειραί, ἐρχόμεναι καθέτως πρὸς αὐτά, ἀφίνουν πλείστας διαβάσεις καὶ διὰ τοῦτο ἡ μεταξὺ Ἑλλάδος καὶ Ἀλβανίας ἐπικοινωνία εἶναι κατὰ πολὺ εὐκολωτέρα. Αἱ ὡς ἄνω ὀροσειραὶ διακόπτονται εἰς πολλὰ μέρη ἀπὸ βαχυτάτας καὶ στενὰς φάραγγας, διὰ τῶν ὁποίων ρέουν ὁρμητικοὶ ποταμοί, καθὼς καὶ ἀπὸ εὐφόρους κοιλάδας καὶ ὀροπέδια. Μεταξὺ τῶν μεγαλυτέρων καὶ εὐφορωτέρων κοιλάδων τῆς ὀρεινῆς Ἀλβανίας εἶναι τὸ λεκανοπέδιον τῆς Κορυτσᾶς , σχηματισθὲν ἀπὸ τοπικὴν καθίζησιν τοῦ ἐδάφους.
Παράκτιος Ἀλβανία. ῞Ολη ἡ πρὸς τὴν Ἀδριατικὴν παράκτιος περιοχὴ τῆς Ἀλβανίας, ἀπὸ τῶν βορείων πρὸς τὴν Γιουγκοσλαβίαν συνόρων μέχρι τοῦ Αὐλῶνος, εἶναι πεδινή˙ ἐγένετο ἀπὸ προσχώσεις ἄλλοτε ὑπαρχόντων ἐκεῖ κόλπων, μὲ τὰς ὕλας αἱ ὁποῖαι μετεφέρθησαν ὑπὸ τῶν ποταμῶν. Λόγῳ τῶν προσχώσεων δὲν ὑπάρχουν νησῖδες εἰς τὴν παραλίαν αὐτήν, διότι αἱ ἄλλοτε ὑπάρχουσαι ἐκεῖ τοιαῦται ἡνώθησαν μὲ τὴν ξηράν. Δὲν ὑπάρχουν ἐπίσης καὶ πολλοὶ φυσικοὶ λιμένες καὶ ἀγκυροβόλια, δύσκολος δὲ εἶναι, λόγῳ τῶν προσχώσεων καὶ ἡ δημιουργία τεχνητῶν λιμένων. Κυριώτεροι κόλποι εἶναι: τοῦ Δρίνου, τοῦ Δυρραχίου καὶ τοῦ Αὐλῶνος , ὅπου καὶ τὸ ἀκρωτήριον Γλῶσσα (εἰς τὸν πορθμὸν τοῦ ᾽Οτράντο).
Ἀρκεταὶ λιμνοθάλασσαι καὶ πλῆθος ἑλῶν εὑρίσκονται εἰς τὰ χα μηλότερα μέρη τῆς παραλίας αὐτῆς, καθιστῶντα τὴν ζωὴν ἀνθυγιεινὴν καὶ δύσκολον. Διὰ τοῦτο ἡ παραλιακὴ αὐτὴ ἔκτασις μένει κατὰ τὸ πλεῖστον ἀκατοίκητος. Παρουσιάζει τὸ μοναδικὸν φαινόμενον μεταξὺ ὅλων τῶν πρὸς τὴν Μεσόγειον παραλιων τῆς Εὐρώπης νὰ μὴ ἔχῃ τὸ πλῆθος τῶν χωρίων, τὸ ὁποῖον ἀνευρίσκομεν εἰς ὅλας τὰς ἄλλας Μεσογειακὰς ἀκτάς. Αἱ σπουδαιότεραι ἀπὸ τὰς σχηματιζομένας εἰς τὰ παράλια λιμνοθαλάσσας εἶναι ἡ λιμνοθάλασσα τῆς Κρεμαστῆς (ἢ Κραβαστᾶς), παρὰ τὰς ἐκβολὰς τοῦ ποταμοῦ Σεμένη καὶ ἡ λιμνοθάλασσα τοῦ Αὐλῶνος, παρὰ τὰς ἐκβολὰς τοῦ ποταμοῦ Ἀώου. Νοτίως τοῦ Αὐλῶνος , αἱ ὀροσειραὶ φθάνουν μέχρι τῆς ἀκτῆς, ἡ ὁποία παύει νὰ εἶναι χθαμαλὴ καὶ πεδινή· Οὕτω νοτίως τοῦ Αὐλῶνος τὰ Ἀκροκεραύνεια ὄρη φθάνουν μέχρι τῆς θαλάσσης σχηματίζοντα τὸ ἀκρωτήριον Γλῶσσα , προεκτεινόμενα δὲ καὶ πέρα τῆς ἀκτῆς σχηματίζουν, εἰς τὸ στόμιον τοῦ κόλπου τοῦ Αὐλῶνος, τὴν μικρὰν νησῖδα Σάσωνα . Ἡ νησὶς αὕτη, δεσπόζουσα τῶν θαλασσίων στενῶν τοῦ Ὀτράντο, ἔχει μεγάλην στρατηγικὴν σημασία.
Αἱ σπουδαιότεραι Ἀλβανικαὶ πεδιάδες εὑρίσκονται βορείως τοῦ Αὐλῶνος ἀρχίζουσαι ἀμέσως ἀπὸ τῆς θαλάσσης· εἶναι εὐφορώταται, διότι ἔχουν σχηματισθῆ διὰ προσχώσεων καὶ κατοικοῦνται πυκνῶς, πλὴν τῶν χαμηλῶν ἑλωδῶν τμημάτων των, διότι ταῦτα εἶναι ἀνθυγιεινά. Αἱ σπουδαιότεραι τῶν πεδιάδων τούτων εἶναι ἀπὸ βορρᾶ πρὸς νότον: Ἡ πεδιὰς ἡ διαρρεομένη ἀπὸ τοὺς ποταμοὺς Δρῖνον καὶ Μάτι . Ἡ πεδιὰς τῶν Τιράνων . Ἡ πεδιὰς ἡ διαρρεομένη ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ Γενούσου ἢ Σκούμπι καὶ νοτιώτερον ἡ πεδιὰς ἡ διαρρεομένη ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ Σεμένη καὶ ἡ πεδιὰς ἡ διαρρεομέννη ὑπὸ τοῦ Ἀώου ποτομοῦ.
Κλῖμα. Ἡ παραλιακὴ πεδινὴ χώρα καὶ αἱ κοιλάδες, αἱ ὁποῖαι τὴν συνεχίζουν πρὸς τὸ ἐσωτερικόν, ἔχουν τὸ τυπικὸν μεσογειακὸν κλῖμα: δηλαδὴ γλυκεῖς χειμῶνας, θέρη μὲ παρατεταμένην ἀνομβρίαν καὶ ὄχι θερμά, βροχὰς δὲ κατὰ τὸ φθινόπωρον καὶ τὸν χειμῶνα. Ὅσον ὅμως προχωρεῖ κανεὶς πρὸς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς χώρας, ἡ θερμοκρασία γίνεται χαμηλοτέρα καὶ αἱ βροχαὶ ἀφθονώτεραι, ἰδίως εἰς τὰς πρὸς τὴν θάλασσαν ἐστραμμένας πλευρὰς τῶν ὀρέων. Διότι οἱ ἐκ τῆς θαλάσσης πνέοντες καὶ πλήρεις ὑδρατμῶν ἄνεμοι ἀνυψούμενοι, καθὼς προσκρούουν εἰς τὰς πλευρὰς αὑτὰς τῶν ὀρέων, ψύχονται καὶ ἀφίνουν τοὺς ὑδρτμούς των ὡς βροχὴν ἐκεῖ. Ὅταν ὑπερβοῦν τὰ ὄρη καὶ φθάσουν εἰς τὸ ἐσωτερικόν, ἔχουν ἀποβάλει πλέον τοὺς περισσοτέρους ὑδρατμούς των καὶ διὰ τοῦτο, ὅσον προχωροῦμεν πρὸς τὸ ἐσωτερ ικόν, αἱ βροχαὶ εἶναι ὀλιγώτεραι˙ πάντως ὅμως καὶ ἐκεῖ αἱ βροχαὶ εἶναι ἀρκεταί, ὥστε τὰ ὄρη νὰ σκεπάζωνται ἀπὸ πυκνὰ δάση, ἰδίως τοιαῦτα ἐκ δρυῶν. Γενικῶς αἱ βροχαὶ εἰς τὴν Ἀλβανίαν δὲν εἶναι κανονικῶς κατανεμημέναι καθ’ ὅλον τὸ ἔτος καὶ πολλάκις εἶναι ραγδαῖαι. Τοῦτο κάμνει ὥστε οἱ ποταμοὶ της ἄλλοτε νὰ ἔχουν πολὺ ὕδωρ καὶ νὰ πλημμυρίζουν, καὶ ἄλλοτε, κατὰ τὰς θερινὰς ἀνομβρίας, τὸ ὕδωρ των νὰ ὀλιγοστεύῃ τόσον, ὥστε νὰ δύναται κανεὶς νὰ τοὺς διαβῇ ἀκόμη καὶ πεζῇ. Καθ’ ὅσον προχωροῦμεν πρὸς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς χώρας, τὸ κλῖμα γίνεται ἠπειρωτικόν: οἱ χειμῶνες δηλ. εἶναι πολὺ ψυχροὶ καὶ αἱ χιονοπτώσεις συχναί, ἐνῶ τὰ θέρη εἶναι θερμά, ἰδίως εἰς τὰς κοιλάδας.
Ποταμοί. Τὰ ὕδατα τὰ προερχόμενα ἀπὸ τὴν τῆξιν τῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων χιόνων, καθὼς καὶ ἀπὸ τὰς βροχὰς τοῦ φθινοπώρου καὶ τοῦ χειμῶνος σχηματίζουν ἀρκετοὺς ποταμοὺς εἰς τὴν Ἀλβανίαν. Οὗτοι, ρέοντες ὁρμητικῶς διὰ μέσου τοῦ ἀνωμάλου ἐδάφους τῆς χώρας, ἔχουν διανοίξει βαθυτάτας στενὰς χαράδρας, μερικῶν ἐκ τῶν ὁποίων τὸ βάθος ὑπερβαίνει τὰ 1.000 μ., ἐνῶ τὸ πλάτος των εἴς τινα σημεῖα δὲν φθάνει οὐδὲ τὰ 50 μ. Σπουδαιότεροι ἐκ τῶν ποταμῶν τῆς Ἀλβανίας εἶναι οἱ: Μέλας Δρῖνος· οὗτος πηγάζει ἀπὸ τὴν λίμνην τῆς ᾽Αχρίδος (ἐπὶ Γιουγκοσλαβικοῦ ἐδάφους). Εἰσέρχεται εἰς τὸ Ἀλβανικὸν ἔδαφος παρὰ τὴν πολίχνην Δίβρην (βλ. χάρτην) καὶ δέχεται ὡς παραπόταμον τὸν Λευκὸν Δρῖνον , προερχόμενον καὶ τοῦτον ἐκ τῆς Γιουγκοσλαβίας. ᾽Εκεῖθεν ὁ ποταμὸς φέρων τὸν ὀνομασίαν Δρῖνος , προχωρεῖ πρὸς τὰ δυτικὰ καὶ ἐκβάλει εἰς τὴν Ἀδριατικήν, εἰς τὸν κόλπον τοῦ Δρίνου.
Νοτιώτερον, εἰς τὴν Κεντρικὴν Ἀλβανίαν, εὑρίσκονται οἱ ποταμοί: Γενοῦσος ἢ Σκούμπι. Οὗτος πηγάζει ἀπὸ τὰς ἀνατολικὰς Ἀλβανικὰς ὀροσειρὰς καὶ ἐκβάλλει νοτίως τοῦ Δυρραχίου. Σεμένης , ὁ ὁποῖος προέρχεται ἀπὸ τὴν συμβολὴν δύο ποταμῶν: ἑνός, ὁ ὁποῖος πηγάζει ἀπὸ τὸ λεκανοπέδιον τῆς Κορυτσᾶς καὶ τὴν λίμνην Μαλὶκ καὶ λέγεται Δεβόλης , καὶ ἄλλου, ὁ ὁποῖος πηγάζει ἀπὸ τὴν Β. Πίνδον καὶ λέγεται Ἄψος ἢ Βερατινὸς (διότι διέρχεται διὰ τῆς πόλεως τοῦ Βερατίου). Ὁ ποταμὸς οὗτος ἐκβάλλει εἰς τὴν Ἀδριατικήν, σχηματίζων εἰς τὰς ἐκβολάς του λιμνοθαλάσσας καὶ ἐκτεταμένα ἕλη. Ἀῶος ἢ Βοϊοῦσα · οὗτος ἔχων τὰς πηγάς του ἐπὶ Ἑλληνικοῦ ἐδάφους (ὀρέων Τύμφης καὶ Σμόλικα) εἰσέρχεται εἰς τὴν Ἀλβανίαν μὲ κατεύθυνσιν πρὸς τὰ ΒΔ. καὶ διερχόμενος διὰ τῶν στενῶν τῆς Κλεισούρας διαρρέει τὴν εὔφορον πεδιάδα τῆς Μαλακάστρας καὶ χύνεται εἰς τὴν Ἀδριατικήν, βορείως τοῦ κόλπου τοῦ Αὐλῶνος.
Λίμναι. Εἰς τὰ ΝΑ. τῆς Ἀλβανίας εὑρίσκονται αἱ λίμναι: Μικρὰ Βρυγηΐς ἢ Μικρὰ Πρέσπα , τῆς ὁποίας μόνον τὸ ΝΔ. ἄκρον ἀνήκει εἰς τὴν Ἀλβανίαν (ἡ ὑπόλοιπος ἀνήκει εἰς τὴν ῾Ελλάδα). Ἡ Μεγάλη Βρυγηΐς ἢ Μεγάλη Πρέσπα, κατὰ πολὺ μεγαλυτέρα τῆς προηγουμένης· ταύτης μικρὸν τμῆμα πρὸς τὰ ΝΔ. ἀνήνει εἰς τὴν Ἀλβανίαν (μικρὸν τμῆμα πρὸς νότον ἀνήκει εἰς τὴν ῾Ελλάδα καὶ τὸ ὑπόλοιπον εἰς τὴν Γιουγκοσλαβίαν). Εὑρίσκονται ἀμφότεραι αἱ λίμναι αὗται εἰς ὕψος 853 μ. Ἡ λίμνη τῆς Ἀχρίδος (ἢ Ὀχρίδος)· καὶ ταύτης μικρὸν μόνον τμῆμα, τὸ νοτιοδυτικόν, ἀνήκει εἰς τὴν Ἀλβανίαν τὸ δὲ ὑπόλοιπον ἀνήκει εἰς τὴν Γιουγκοσλαβίαν. Δυτικῶς τῆς Μεγάλης Πρέσπας, εἰς τὸ λεκανοπέδιον τῆς Κορυτσᾶς εὑρίσκεται ἡ λίμνη Μαλίκη ἢ Μαλίκ . Τέλος εἰς τὰ ΒΔ. πρὸς τὴν Γιουγκοσλαβίαν σύνορα εὑρίσκεται ἡ λίμνη τοῦ Σκουτάρεως ἢ Σκόδρας, ἡ μεγαλυτέρα λίμνη τῶν Βαλκανίων ἀνήκουσα κατὰ τὸ μεγαλύτερον μέρος της εἰς τὴν Γιουγκοσλαβίαν καὶ κατὰ τὸ ὑπόλοιπον εἰς τὴν Ἀλβανίαν.
Γεωργία-Κτηνοτροφία. Ἡ Ἀλβανία εἶναι μία χώρα καθαρῶς γεωργοκτηνοτροφική. Ὑπολογίζεται ὅτι ἀπὸ τὸ ὅλον ἔδαφός της τὰ 13% εἶναι ἀγροὶ καλλιεργούμενοι, τὰ 29% βοσκότοποι, τα 35% δάση καὶ ὀπωροφόρα δένδρα καὶ τὰ ὑπόλοιπα 23% ἐκτάσεις ἄδενδροι καὶ ἀκαλλιέργητοι (Χάρτης 4) . Καλλιεργοῦνται δημητριακά, δηλαδὴ σῖτος, σίκαλις, βρώμη, κριθὴ καὶ κυρίως ἀραβόσιτος, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ εἰς πολλὰς περιφερείας τὴν βάσιν τῆς διατροφῆς τῶν κατοίκων˙ εἰς μέρη δυνάμενα νὰ κατακλυσθοῦν δι’ ὕδατος καλλιεργεῖται καὶ ὄρυζα. Καπνὸς καλλιεργεῖται παντοῦ, περισσότερον ὅμως εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ Ἐλμπασὰν καὶ τῆς Σκόδρας καὶ γίνεται ἐξαγωγή του εἰς τὸ Ἐξωτερικόν.Εἰς ἀρκετὰς ποσότητας καλλιεργοῦνται τὰ ὄσπρια (ἰδίως φασόλια), τὰ πεπόνια καὶ τὰ κρόμμυα καὶ εἰς μερικὰς περιοχάς, βάμβαξ καὶ λίνον.Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη ἤρχισε καὶ ἡ καλλιέργεια σακχαροτεύτλων διὰ τὴν παραγωγὴν σακχάρεως. Εἰς μέρη χαμηλὰ καὶ ἰδίως εἰς τὰ μὲ μεσογειακὸν κλῖμα παράλια, καλλιεργοῦνται ἡ ἐλαία καὶ ἡ ἄμπελος καὶ παράγεται ἀρκετὴ ποσότης ἐλαίου, ὥστε νὰ γίνεται καὶ ἐξαγωγή, καθὼς καὶ οἴνου. Ἀπὸ τὰ στέμφυλα καὶ ἀπὸ διαφόρους καρποὺς παράγεται τσίπουρο, τὸ ὁποῖον καταναλίσκεται πολὺ ἀπὸ τοὺς κατοίκους. Εἰς ὅλην τὴν Ἀλβανίαν καλλιεργοῦνται διάφορα ὀπωροφόρα δένδρα, εἰς δὲ τὰ προφυλαγμένα ἀπὸ τοὺς Βορείους ἀνέμους παράλια, ἰδίως τῆς Νοτίου Ἀλβανίας, καλλιεργοῦνται καὶ ἑσπεριδοειδῆ (λεμονοπορτοκαλέαι).
Ἡ Κτηνοτροφία εἶναι ἀρκετὰ ἀνεπτυγμένη. Εἰς τὰ πεδινὰ ἐπικρατεῖ ἡ διατροφὴ μεγάλων ζώων, βοοειδῶν κυρίως, καὶ εἰς τὰ ἑλώδη μέρη βουβάλων. Κυρίως ὅμως ἡ κτηνοτροφία κατέχει πρωτεύουσαν θέσιν εἰς τὰ ὀρεινά, μὲ διατροφὴν προβάτων καὶ αἰγῶν. Χοῖροι δὲν διατρέφονται παρὰ μόνον εἰς περιοχάς, ὅπου κατοικοῦν Χριστιανοί, μολονότι τὰ μεγάλα δάση τῶν δρυῶν μὲ τὰ ἐκ τούτων βελανίδια παρέχουν ἀνεξόδως ἄφθονον τροφὴν διὰ τοὺς χοίρους. Τοῦτο, διότι ἡ Μουσουλμανικὴ Θρη σκεία ἀπαγορεύει τὴν κατανάλωσιν κρέατος χοίρου, τὸ ½ δὲ τῶν κατοίκων τῆς Ἀλβανίας εἶναι Μουσουλμάνοι. Παράγεται ἀρκετὸς τυρὸς καὶ ἀρκετὰ ἔρια. Ταῦτα χρησιμοποιοῦνται κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπιτοπίως πρὸς κατασκευὴν χονδροειδῶν μαλλίνων ἐνδυμάτων, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τὴν ἐθνικὴν ἐνδυμασίαν τῶν Ἀλβανῶν.
Δάση. Ἡ Ἀλβανία ἔχει ἀρκετὰ δάση. Εἰς τὰ χαμηλὰ κυριαρχοῦν τοιαῦτα ἀπὸ πικροδάφνας, ἐρείκας, κομάρους (κουμαριές), ἀκανθοφόρους θάμνους, κλπ. Ὑψηλότερον ὑπάρχουν ἐκτεταμένα δάση ἀπὸ δρῦς, ὀξύας καὶ ἀγριοκαστανέας καὶ ἄνω τῶν 700 μ. δάση ἐλάτης καὶ πεύκης. Εἰς τὰ ἄδενδρα τμήματα τῶν δασῶν (ξέφωτα), καθὼς καὶ ὑψηλότερον τούτων, ὑπάρχουν ἐκτεταμένα φυσικὰ λειβάδια, χρησιμοποιούμενα διὰ τὴν βόσκησιν αἰγῶν καὶ προβάτων κατὰ τὸ θέρος (θερινοὶ βοσκότοποι). Λόγῳ ὅμως ἐλλείψεως συγκοινωνιῶν ἡ ἐκμετάλλευσις τοῦ δασικοῦ πλούτου τῆς χώρας δὲν εἶναι σημαντική.
᾽Ορυκτά. Ὑπάρχουν μεταλλεύματα σιδήρου εἰς πολλὰ μέρη τῆς Ἀλβανίας, τὰ τοιαῦτα δὲ τῆς Καμένιτσας (πλησίον τῆς λίμνης Μαλίκης) περιέχουν καὶ ὀλίγον χρυσόν. Μεταλλεῖα χαλκοῦ, εὑρισκόμε να ὑπὸ ἐκμετάλλευσιν, ὑπάρχουν νοτίως τῆς Σκόδρας. Ὑπάρχει ἐπίσης ἀμίαντος, τάλκης, γύψος κλπ.· τὸ σπουδαιότερον ὅμως ἐκ τῶν ὀρυκτῶν τῆς Ἀλβανίας εἶναι τὸ πετρέλαιον. Τοῦτο ὑπάρχει εἰς ἀρκετὰ μέρη της, ὅπως εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ Αὐλῶνος, εἰς τὴν πεδιάδα τῆς Μαλακάστρας, εἰς τὸ λεκανοπέδιον τῆς Κορυτσᾶς καὶ εἰς τὸ Κόσοβον, παρὰ τὸ Βεράτιον, ὁπόθεν ἀγωγοὶ τὸ μεταφέρουν μέχρι τῆς θαλάσσης. Ἡ παραγωγὴ πετρελαίου ὑπερέβη τοὺς 250.000 μετρικοὺς τόν κατὰ τὸ 1956.
Ἁλιεία. Εἰς τὰ παράλια τῆς Ἀλβανίας τὰς λιμνοθαλάσσας της καθὼς καὶ εἰς τοὺς ποταμοὺς καὶ τὰς λίμνας της ἀφθονοῦν οἱ ἰχθύες. Εἰς τὰς λίμνας Μαλίκην καὶ Ἀχρίδα ὑπάρχουν σημαντικὰ. ἰχθυοτροφεῖα, εἰδικῶς δὲ ἡ λίμνη Μαλίκη φημίζεται διὰ τὰ χέλια της καὶ ἡ Ἀχρὶς διὰ τὶς πέστροφές της. Ἡ ἁλιεία ὄμως διενεργεῖται μὲ πρωτόγονα μέσα καὶ διὰ τοῦτο ἡ ἀπόδοσις εἶναι μικρά.
Βιομηχανία. Ἡ Ἀλβανία, χώρα καθαρῶς γεωργοκτηνοτροφική, δὲν ἔχει ἀνεπτυγμένην Βιομηχανίαν, μολονότι ἔχει λιγνίτην, πετρέλαιον καὶ ἐσχάτως καὶ ἀρκετὴν παραγωγὴν ὑδροηλεκτρικῆς ἐνεργείας (ἠλεκτρικοῦ ρεύματος διὰ τῆς ἐκμεταλλεύσεως τῶν ὑδατοπτώσεων). Πρὸ τοῦ 1940 ἡ βιομηχανία ἐβασίζετο κυρίως εἰς πρώτας ὕλας προερχομένας ἀπὸ τὴν γεωργίαν καὶ τὴν κτηνοτροφίαν. Ὑπάρχουν ἀλευρόμυλοι, ἐλαιουργεῖα, οἰνοποιεῖα, ἐργοστάσια κατασκευῆς οὔζου ἀπὸ καρπούς, ζυμαρικῶν, πάγου, βυρσοδεψεῖα, ἐργοστάσια ἐπεξεργασίας καπνοῦ κατασκευῆς τσιμέντων, τυροκομεῖα, ξυλουργεῖα, εργοστάσια κατασκευῆς ταπήτων καὶ ὑφασμάτων. Ἡ κατασκευὴ μαλλίνων χονδροειδῶν ὑφασμάτων καὶ ταπήτων ἔχει ἀρκετὴν ἀνάπτυξιν καὶ ὡς οἰκοτεχνία. Καταβάλλονται σήμερον προσπάθειαι ἀναπτύξεως τῆς βιομηχανίας.
Συγκοινωνία. Εἰς τὸ ἐσωτερικὸν ὀρεινὸν τῆς χώρας εἶναι δύσκολος ἡ κατασκευὴ δρόμων, καὶ ἡ συγκοινωνία καὶ αἱ μεταφοραὶ διενεργοῦνται κυρίως μὲ ἡμιόνους καὶ ὄνους· ὑπάρχουν ὄμως καὶ ἀρκετοὶ δρόμοι, τοὺς ὁποίους κατεσκεύασαν οἱ Ἰταλοὶ κυρίως, διὰ στρατηγικοὺς σκοπούς ὅταν κατεῖχον τὴν Ἀλβανίαν. Αἱ σπουδαιότεραι Ἀλβανικαὶ πόλεις συνδέονται δι’ ὁδῶν, διὰ τῶν ὁποίων δύνανται νὰ κυκλοφοροῦν αὐτοκίνητα. Τὸ ὁλικὸν μῆκος τὠν ὁδῶν τούτων ὑπολογίζεται σήμερον ὅτι ὑπερβαίνει τὰ 2.500 χιλιομ. Ἁμαξιταὶ ὁδοὶ ἐκ τῶν Ἰωαννίνων καὶ τῆς περιοχῆς τῆς Καστοριᾶς ὁδηγοῦν εἰς Ἀλβανίαν.
Αἱ σιδηροδρομικαὶ γραμμαὶ μόλις φθάνουν εἰς μῆκος τὰ 100 χιλιομ. Συνδέουν τὸ Δυρράχιον μὲ τὸ Ἐλβασάν, μέσῳ τῆς πεδιάδος Καβάγιας, καὶ τὸ Δυρράχιον μὲ τὰ Τίρανα.
Ἀεροπορικὴ γραμμὴ συνδέει τὰ Τίρανα μὲ τὴν Μόσχαν καὶ τὰς πρωτευούσας τῆς Οὐγγαρίας, Τσεχοσλοβακίας καὶ Πολωνίας.
Ἐμπόριον. Πρὸ τοῦ Β´ Παγκοσμίου πολέμου τὸ ἐμπόριον τῆς Ἀλβανίας διεξήγετο κυρίως μὲ τὴν Ἰταλίαν καὶ τὴν Ἑλλάδα. Σήμερον τὸ ἐμπόριον μὲ τὰς χώρας αὐτὰς ἔχει σταματήσει τελείως· ἡ Ἀλβανία διατηρεῖ ἐμπορικὰς σχέσεις διὰ θαλάσσης μόνον μὲ τὴν Ρωσίαν καὶ τὰς ἄλλας κομμουνιστικὰς χώρας. Ἐξάγει γεωργικά, κτηνοτροφικὰ καὶ δασικὰ προϊόντα, δηλαδὴ καπνόν, ἔλαιον καὶ ἐλαίας, ζῶντα ζῶα, ἀκατέργαστα δέρματα καὶ ἀκατέργαστον ξυλείαν, τυρόν, ὄσπρια, πουλερικὰ καὶ πετρέλαιον. Εἰσάγει κυρίως μηχανὰς καὶ διάφορα μηχανήματα, φάρμακα καὶ χημικὰ προϊόντα, ὑφάσματα, κατειργασμένα δέρματα καὶ δερμάτινα εἴδη, χάρτην, βάμβακα καὶ νήματα.
Κάτοικοι. Πληθυσμὸς. Οἱ κάτοικοι τῆς Ἀλβανίας εἶναι οἱ Ἀλβανοί, λεγόμενοι ὑπὸ τῶν Τούρκων Ἀρναοῦται˙ οἱ ἴδιοι ὀνομάζουν ἑαυτοὺς ΣκιπτὰρΣκιπετάρ , τὸ ὁποῖον σημαίνει βραχόβιοι (διότι « σκὶπ » εἰς τὴν Ἀλβανικὴν σημαίνει βράχος). Εἶναι ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἰλλυριῶν, ἀλλὰ ἔχουν ὑποστῆ πλείστας ἐπιμιξίας, διότι ἡ χώρα των κατελήφθη ἀπὸ πλείστους λαούς. Διαιροῦνται εἰς τοὺς Γκέκηδες τῆς Βορείου ὀρεινῆς Ἀλβανίας (οἱ ὁποῖοι συχνὰ καλοῦνται καὶ Μαλισσόροι δηλ. ὀρεσίβιοι) καὶ εἰς τοὺς Τόσκηδες τῆς Ν. Ἀλβανίας (νοτίως τοῦ ποταμοῦ Γενούσου), οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὑποστῆ μεγαλυτέραν ἐπιμιξίαν. Εἰς τὴν νοτίως τοῦ ποταμοῦ Γενούσου Ἀλβανίαν ἢ Ν. Ἀλβανίαν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Ἑλληνικωτάτη Β. Ἤπειρος, κατοικεῖ ἀμιγὲς Ἑλληνικὸν στοιχεῖον, οἱ δὲ Ἕλληνες τοῦ Ἀργυροκάστρου, τῆς Κορυτσᾶς καὶ ἰδίως οἱ Χειμαρριῶται Ἕλληνες ἠγωνίσθησαν ἡρωϊκῶς ἀλλ’ εἰς μάτην διὰ νὰ κρατηθοῦν ἡνωμένοι μὲ τὴν μητέρα Ἑλλάδα. Ὑπολογίζονται πλέον τῶν 250.000 οἱ Ἕλληνες τῆς Β. Ἠπείρου. Ἡ Ἀλβανία ἀφοῦ διετέλεσεν ὑπὸ τοὺς ἀρχαίους ῞Ελληνας, τοὺς Ρωμαίους καὶ ἐν συνεχείᾳ ὑπὸ τὸ Βυζάντιον, τοὺς Ἑνετούς, τοὺς Σλάβους καὶ τοὺς Τούρκους, ἀνεγνωρίσθη ὡς αὐτόνομον Βασίλειον ἀπὸ τοῦ 1913 καὶ παρέμεινεν ὡς τοιοῦτον μέχρι τοῦ 1939, ὅτε κατελήφθη ἀπὸ τὰ Ἰταλικὰ στρατεύματα. Ἀπὸ τὴν Ἀλβανίαν καὶ μὲ τὴν σύμπραξιν τῶν Ἀλβανῶν ἡ Ἰταλία ἐξαπέλυσε κατὰ τῆς Ἑλλάδος τὴν ἀπρόκλητον ἐπίθεσίν της τὴν 28 Ὀκτωβρίου τοῦ 1940. Μετὰ τὸν Β′ Παγκόσμιον πόλεμον ἡ Ἀλβανία ἀνεκηρύχθη « Λαϊκὴ Δημοκρατία », δηλαδὴ κράτος κομμουνιστικόν.
Ὁ ὅλος πληθυσμὸς τῆς Ἀλβανίας ἀνέρχεται εἰς 1.500.000, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δίδει πυκνότητα 50 περίπου κατ. κατὰ τετραγ. χιλιομ. (ἡ Ἑλλὰς ἔχει πυκνότητα 63). Τὸ μεγαλύτερον μέρος τοῦ πληθυσμοῦ συγκεντροῦται εἰς τὰς κοιλάδας, τοὺς πρόποδας τῶν ὀρέων, τὰς λοφώδεις περιοχὰς καὶ τὸ ἐσωτερικὸν τῶν πεδιάδων.
Γλῶσσα καὶ Θρησκεία. Οἱ Ἀλβανοὶ ὁμιλοῦν ἰδίαν γλῶσσαν, τὴν Ἀλβανικήν, ἡ ὁποία ἀνήκει εἰς τὰς ᾽Ινδο-Εὐρωπαϊκὰς διαλέκτους, γράφουν δὲ μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρας. Ἡ γλῶσσα των ὅμως ἔχει πλείστας ξένας λέξεις (Ἑλληνικάς, Λατινικάς, Σλαβικάς, Ἰταλικάς, Τουρκικάς), διαφέρει δὲ ἀρκετὰ ἡ γλῶσσα ἡ ὁμιλουμένη ὑπὸ τῶν Γκέκηδων καὶ ἡ τοιαύτη ἡ ὁμιλουμένη ὑπὸ τῶν Τόσκηδων. ῾Ως πρὸς τὴν Θρησκείαν, τὸ ἥμισυ σχεδὸν τοῦ πληθυσμοῦ εἶναι Μουσουλμάνοι, προερχόμενοι κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπὸ Χριστιανοὺς ἐξισλαμισθέντας βιαίως μετὰ τὴν κατάληψιν τῆς χώρας ὑπὸ τῶν Τούρκων (Τουρκαλβανοί). Ἀρκετοὶ ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι αἱρετικοὶ Μουσουλμάνοι (δὲν ἔχουν τὴν πολυγαμίαν, δὲν τηροῦν τὴν Μουσουλμανικὴν νηστείαν, ἑρμηνεύουν φιλελευθέρως τὸ Κοράνιον κλπ.). Οἱ ὑπόλοιποι εἶναι Χριστιανοί, Καθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι. Οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι διπλάσιοι τῶνΚαθολικῶν. Καθολικοὶ εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον Γκέκηδες καὶ Ὀρθόδοξοι Τόσκηδες Ἀλβανοὶ καὶ οἱ Ἕλληνες. Εἰς τὴν Ἀλβανίαν ζοῦν καὶ ἀρκετοὶ Ἀθίγγανοι, ὑπολογιζόμενοι εἰς τὰ 5% τοῦ ὅλου πληθυσμοῦ, μερικοὶ Βόσνιοι εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Σκόδρας, καὶ Τοῦρκοι, εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Δίβρης καὶ τῆς Ἀχρίδος. Ἀντιθέτως ἀφέθησαν ἀρκετοὶ Ἀλβανοὶ εἰς τὴν Γιουγκοσλαβίαν (ὑπελογίζοντο τὸ 1914 εἰς 800.000). Νόμισμα εἶναι τὸ Λέκ, τὸ ὁποῖον ὑποδιαιρεῖται εἰς 100 κουϊντάρ .
Πόλεις. Σπουδαιότεραι πόλεις εἶναι αἱ ἀκόλουθοι: Εἰς τὴν παράκτιον πεδινὴν Ἀλβανίαν ὑπάρχουν ἀπὸ Β. πρὸς Ν. οἱ λιμένες: Ἅγ. ᾽Ιωάννης τῆς Μεδούης (3.500 κ.), βορείως τῶν ἐκβολῶν τοῦ ποταμοῦ Δρίνου. Τὸ Δυρράχιον (20.000 κ.), ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἤρχιζεν ἡ περίφημος «Ἐγνατία» ὁδός, ἄγουσα διὰ Θεσσαλονίκης εἰς Κων/λιν καὶ ἑνοῦσα τὸ Ἀνατολικὸν μὲ τὸ Δυτικὸν Ρωμαϊκὸν Κράτος. Ὁ Αὐλὼν (10.000 κ.)· οὗτος εὑρίσκεται εἰς τὸν μυχὸν τοῦ ὁμωνύμου κόλπου εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ ὁποίου κεῖται ἡ ὀχυρὰ νησὶς Σάσων . Ὁ Αὐλὼν εἶναι ἀπὸ τοὺς ἀσφαλέστατους Ἀλβανικοὺς λιμένας. Οἱ Ἅγιοι Σαράντα (3.500 κ.), ἀσφαλέστατος λιμὴν δυνάμενος νὰ δεχθῇ καὶ τὰ μεγαλύτερα πλοῖα. Μεταξὺ τῶν Ἁγ. Σαράντα καὶ τοῦ κόλπου τοῦ Αὐλῶνος εὑρίσκεται ἡ ῾Ελληνικωτάτη περιοχὴ τῆς Χειμάρρας .
Ἀνατολικῶς τῆς παρακτίου πεδινῆς περιοχῆς κυριώτεραι πόλεις εἶναι αἱ: Τίρανα (70.000 κ.) πρωτεύουσα τῆς Ἀλβανίας. Σκούταρι ἢ Σκόδρα (40.000 κ.) ἡ δευτέρα εἰς πληθυσμὸν πόλις τῆς Ἀλβανίας. Μὲ τὰ τεμένη (τζαμιά) της καὶ τοὺς στενούς της δρόμους ἔχει τὴν ὄψιν Τουρκικῆς πόλεως· οἱ περισσότεροι τῶν κατοίκων της εἶναι Μουσουλμάνοι τὸ θρήσκευμα. Δέλβινον (8.000 κ.) ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ᾽Ιωαννίνων -Ἁγ. Σαράντα.
Εἰς τὴν ἐσωτερικὴν ὀρεινὴν Ἀλβανίαν σπουδαιότεραι πόλεις αἱ : Βεράτιον (10.000 κ.) Κεῖται ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ Ἄψου ἢ Βερατινοῦ. Ἐλβασὰν (25.000 κ.) πλησίον τῆς δεξιᾶς ὄχθης τοῦ ποταμοῦ Γενούσου, εἰς ὀρεινὴν περιοχήν. Ἀργυρόκαστρον (10.000 κ.), οἱ περισσότεροι τῶν κατοίκων τοῦ ὁποίου εἶναι ῞Ελληνες. Κορυτσᾶ (30.000 κ.) μὲ ἀμιγῆ Ἑλληνικὸν πληθυσμόν. Ἡ Κορυτσᾶ εἶναι ἡ περισσότερον ἐξευρωπαϊσμένη ἐκ τῶν πόλεων τῆς Ἀλβανίας χάρις εἰς τοὺς ἐκεῖ Ἕλληνας, πολλοὶ τῶν ὁποίων ἔχουν ζήσει ἐπὶ μακρὸν ὡς μετανάσται εἰς τὴν Ἀμερικήν.

2 σχόλια:

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

'Στον κάτωθι σύνδεσμο 'μπορείτε να διακρίνετε(αγγλιστί)μεταξύ των άλλων σχολίων την εξόχως ενδιαφέρουσα επιστημονική άποψη και απόφανση του Ρωμανολόγου-Βαλκανολόγου καθηγητή κ.Λαζάρου περί της εθνολογικής/εθνοτικής προέλευσης και καταγωγής αλλά και ονομασίας των κατοίκων της τωρινής ''Αλβανίας''(βλ.Σκιπερίας>Shqipëri/Shqipëria ή Shqipnía):

http://www.youtube.com/watch?v=rmUY6bbj2Xk&feature=related

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Ο νεοφανής σκιπεταρικός σωβινισμός των αρχών του εικοστού αιώνα είναι φύσει και θέσει αδύνατο να έχη μέλλον,τόσο για τη διεκδίκηση μιας ισότιμης θέσης 'στην Ε.Ε. όσο και για τη μορφωτική και,εν γένει,πνευματική ανάπτυξη και πρόοδο και την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου αυτού του αγνώστων καταβολών και ταυτότητας και πολιτισμικού υποβάθρου λαού.Όσον αφορά την εθνοτική-εθνολογική-εθνοπολιτισμική καταγωγή και προέλευσή των,η ''προτεινόμενή των'' τοιαύτη (βλ.πανιλλυρισμός/παναλβανισμός)ούτε και έπεισε αλλά ούτε και πείθει τη διεθνή επιστημονική κοινότητα,η οποία δεν υπάρχει ουδεμία περίπτωση να συμβαδίση και να συντρέξη με την πολιτική λαθροχειρία και εκμετάλλευσή τους του θέματος ευκαίρως ακαίρως και η οποία έχει τα κατά το δυνατόν αντικειμενικά εργαλεία,εφόδια και κριτήρια της ο ρ ι σ τ ι κ ή ς και α μ ε τ ά κ λ η τ η ς απόφανσης επί τούτου.