Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011
Αιθίοπες
Το Βασίλειο της Αξώμης (Αξούμ) και οι μεγάλες εμπορικές αρτηρίες της περιοχής στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή.
Αἰθίοπες: Αρχαίος λαός της βορειοανατολικής Αφρικής, οι οποίοι ανήκαν, όπως και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, στον λεγόμενο Χαμιτικό κλάδο της Λευκής ή Καυκασίας φυλετικής ομάδας. Αργότερα θα αναμιχθούν με νεγρικά στοιχεία που διείσδυσαν από τα νοτιοδυτικά, καθώς και με Σημίτες που έφθασαν στην χώρα από την άλλη πλευρά της Ερυθράς Θάλασσας, από την Αραβική χερσόνησο, κυρίως μεταξύ του 2ου και 9ου αιώνα μ.Χ. (βλ. Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, στο λήμμα Αιθιοπία).
Στις αρχαιοελληνικές πηγές ο όρος αρχικά σήμαινε τους κατοίκους των περιοχών νοτίως της Αιγύπτου, ενώ ως χώρα (Αιθιοπία), κάλυπτε γεωγραφικώς όλες τις περιοχές μετά τον πρώτο καταρράκτη του Νείλου και αρκετά αόριστα ολόκληρο το αποκαλούμενο σήμερα «κέρας της Αφρικής» δηλ. τα σημερινά κράτη της Δημοκρατίας του Τζιμπουτί, της Σομαλίας, της Αιθιοπίας (Αβησσυνία παλαιότερα), της Ερυθραίας, αλλά και του Σουδάν. Βεβαίως, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν και τις γεωγραφικές αντιλήψεις εκείνης της εποχής. Αργότερα, θα χρησιμοποιηθούν ειδικότερες ονομασίες, για λίγο ή πολύ ακριβέστερα προσδιορισμένες περιοχές στον Νότο της Αιγύπτου, όπως η Νουβία (μεταξύ 1ου και 3ου καταρράκτη του Νείλου), το Κούς (Kush), η χώρα των Κουσιτών (μεταξύ 3ου και 5ου), καθώς και η σχεδόν μυθική χώρα του χρυσού, το Πούντ (Punt, πιθανολογείται ότι πρόκειται για την περιοχή της σημερινής Ερυθραίας).
Σύμφωνα με τις συγκεχυμένες και αόριστες αντιλήψεις των Ομηρικών Επών, οι Αιθίοπες περιγράφονται (Οδύσ. Α 22) ως «οι απώτατοι των ανθρώπων, έσχατοι των ανδρών», οι οποίοι κατοικούσαν άλλοι στην Ανατολή και άλλοι στην Δύση. Στην Ιλιάδα (Α 423) υπάρχει αναφορά στους άμεμπτους - «αμύμονες» - Αιθίοπες που κατοικούν στον Ωκεανό και οι οποίοι συντρώγουν με τον Δία και τους άλλους Θεούς σε συμπόσια και προσφέρουν πλούσιες θυσίες στους θεούς (Ψ 205-207).
Στον Ηρόδοτο, οι αναφορές στους Αιθίοπες είναι εντελώς συγκεχυμένες (Β΄ 146, Γ΄ 17-25 και 97, Ζ΄ 70). Επηρεασμένος προφανώς από τον Όμηρο, υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές φυλές, που διαφέρουν στην γλώσσα και στα μαλλιά (Ζ΄ 70), ενώ στην διήγησή του για την εκστρατεία του Καμβύση και την κατάκτηση της Αιγύπτου, αναφέρει μια άλλη εκστρατεία του Πέρση αυτοκράτορα εναντίον των «μακροβίων Αιθιόπων, που κατοικούν στην Λιβύη, κοντά στην νότια θάλασσα» (Γ΄ 17), για τους οποίους «λέγεται ότι είναι οι πιο υψηλόσωμοι και οι πιο όμορφοι απ’ όλους τους ανθρώπους» (Γ΄ 20).
Ο Στράβων, αφιερώνει ένα μικρό μέρος του ΙΖ΄ Βιβλίου των «Γεωγραφικών» του στην περιγραφή της Αιθιοπίας και των Αιθιόπων έχοντας ως πηγή κυρίως τον Ερατοσθένη (ΙΖ΄ Ι. 3). Διακρίνει τους Αιθίοπες από τους Νουβίους (που τους αποκαλεί Νούβες) και δίνει σε ένα άλλο σημείο, μια πολύ ασαφή εικόνα της χώρας και των κατοίκων της, που πιστεύει ότι δεν διαφέρουν μεταξύ τους (Β΄ ΙΙΙ. 8). Προσπαθεί μάλιστα να δικαιολογήσει τον Όμηρο που ανέφερε ότι οι Αιθίοπες κατοικούν άλλοι στην Δύση και άλλοι στην Ανατολή (Α΄ ΙΙ. 22-26). Μνημονεύει τέλος και διάφορους άλλους λαούς της χώρας όπως οι Βλέμμυες, οι Τρωγλοδύτες, οι Ιχθυοφάγοι κ.λ.π.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, αναφέρεται επίσης στους Αιθίοπες και στην Αιθιοπία, ιδίως στην Πρώτη Βίβλο της «Βιβλιοθήκης Ιστορικής», όχι όμως αυτοτελώς, αλλά σε σχέση πάντα με την Αίγυπτο, καθώς και στην Τρίτη Βίβλο, όπου περιγράφει διάφορους λαούς της Αιθιοπίας μεταφέροντας παραδοξολογίες άλλων συγγραφέων με αποτέλεσμα να μη περιλαμβάνεται τίποτε το σημαντικό ή το καινούριο, στα διασωθέντα τμήματα των κειμένων του.
Είναι πάντως γεγονός ότι στους Ελληνιστικούς, στους χρόνους της Ρωμαιοκρατίας, αλλά συχνά και σε νεώτερες εποχές, να υπάρχει μόνιμη σύγχυση με αποτέλεσμα η Νουβία (σημερινό βόρειο τμήμα του Σουδάν), αλλά και το Κους (το κεντρικό τμήμα) να αποκαλούνται Αιθιοπία και να ταυτίζονται μαζί της. Κλασσικό παράδειγμα αυτής αοριστίας και σύγχυσης αποτελεί και το γεγονός ότι η 25η Δυναστεία της Αιγύπτου, αποκαλείται Αιθιοπική από τον Μανέθωνα (Αιγύπτιος ιερέας και ιστορικός που έγραψε σε ελληνική γλώσσα, στην αυλή του Πτολεμαίου Β΄ του Φιλαδέλφου 285-247 π.Χ., τα περίφημα «Αιγυπτιακά», μια ιστορία της Αιγύπτου σε 3 βιβλία από τα μυθικά χρόνια μέχρι την τελευταία Δυναστεία της, την 30η), ενώ στην πραγματικότητα ήταν Κουσιτική.
Όπως διαπιστώθηκε από την νεώτερη έρευνα, η παλαιότερη ονομασία της Αιθιοπίας, Αβησσυνία, προέρχεται από το όνομα «Αβασάτ» με το οποίο αποκαλούσαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τους πραγματικούς Αιθίοπες (Π-Λ-Μπ).
Πέρα όμως από τις οποιεσδήποτε αρχαιοαιγυπτιακές επιδράσεις και πολιτιστικές επιρροές, η πραγματική Ιστορία αυτής της χώρας (της Αβησσυνίας, σημερ. Αιθιοπίας) αρχίζει ουσιαστικά τον 6ο αιώνα π.Χ. με την εμφάνιση ενός πολιτισμού, στενά συνδεδεμένου με τους ιθαγενείς πολιτισμούς της Νοτιοδυτικής Αραβίας, τον Μιναϊκό και τον Σαβαϊκό (=από τον όνομα της Βιβλικής χώρας του Σαβά). Τα χαρακτηριστικά του ήσαν η αστρική θρησκεία, η ιερή βασιλεία, διάφοροι ιδιόμορφοι κοινωνικοί θεσμοί, η εντατική καλλιέργεια της γης και μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και τέχνη (βλ. λήμμα Αιθιοπία, Π-Λ-Μπ).
Στην διάρκεια της Πτολεμαϊκής περιόδου της Αιγύπτου, η Αιθιοπία δέχτηκε σημαντικές ελληνιστικές επιδράσεις, που αντικατέστησαν τις νοτιοαραβικές (βλ. B. Davidson: Ιστορία της Αφρικής, σελ. 61). Τα πολυσύχναστα λιμάνια της Πτολεμαΐδος (που ιδρύθηκε από τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου) και της Αδούλης, εξυπηρετούσαν όλο το διαμετακομιστικό εμπόριο μεταξύ Μεσογείου, Ερυθράς θαλάσσης και Ινδικού Ωκεανού (βλ. Χάρτη παραπάνω).
Προς το τέλος όμως της 1ης χιλιετίας π.Χ. και μέχρι τις αρχές της Χριστιανικής περιόδου, Σημίτες μετανάστες από την Νοτιοδυτική Αραβία, θα εγκατασταθούν στην Αιθιοπία φέρνοντας μαζί τους, εκτός από την γλώσσα τους και μια μορφή της αλφαβητικής Σαβαϊκής γραφής (βλ. Εικόνα), το παλαιότερο κείμενο της οποίας χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. και κατατάσσεται στην ομάδα των Νότιων Αραβικών (συμφωνικών) αλφαβήτων.
Σαβαϊκή αλφαβητική (συμφωνική) γραφή
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η γλώσσα των αυτοχθόνων λαών της Αιθιοπίας δεν ήταν σημιτική, αλλά ανήκε στην λεγόμενη Κουσιτική ομάδα των Χαμιτικών γλωσσών. Στην σημερινή Αιθιοπία Κουσιτικές γλώσσες ομιλούνται από περίπου 15.000.000 κατοίκους της, με σπουδαιότερες γλώσσες την Γκαλίνυα (ή Ορόμο), την Σομαλική, την Σιντάμα και την Αφάρ-Σάχο.
Μεταξύ του 2ου και 9ου αιώνα μ.Χ. θα συντελεστεί η πλήρης συγχώνευση των μεταναστών με τους ιθαγενείς και θα έχει ως αποτέλεσμα την ακμή του περίφημου Βασιλείου της Αξώμης (Αξούμ, Axoum), με κέντρο την ομώνυμη πόλη στο οροπέδιο Τιγκράϊ, στο βόρειο άκρο του σημερινού κράτους της Αιθιοπίας, η ίδρυση του οποίου τοποθετείται λίγο μετά το 50 μ.Χ. Το Βασίλειο της Αξώμης θα περιλάβει στα δυτικά και περιοχές του αρχαίου Μεροϊτικού Βασιλείου (βλ. Νούβιοι), καθώς και (μεταξύ του 3ου – 6ου αιώνα μ.Χ.) τις εκτάσεις του νοτιοαραβικού Βασιλείου των Ιμυαριτών, που είχε προκύψει από την συγχώνευση των ηγεμονιών των Σαβαίων (βλ. λήμμα Ναβαταίοι) και Μιναίων (βλ. Χάρτη παραπάνω).
Αιθιοπική συλλαβική γραφή
(15ος αιώνας μ.Χ.)
Οι Σημίτες μετανάστες που προαναφέραμε, θα διαδώσουν στην Αιθιοπία την γλώσσα τους, που δεν είναι άλλη από την Γκιέζ (Ge’ez), την Μεσαιωνική επίσημη γλώσσα, η οποία σήμερα δεν ομιλείται, αλλά διαφυλάχθηκε από την Αιθιοπική Εκκλησία ως λειτουργική γλώσσα. Η σημερινή Αμχαρική, επίσημη γλώσσα του κράτους της Αιθιοπίας, πρωτοεμφανίσθηκε με γραπτά κείμενα τον 13ο αιώνα μ.Χ. και είναι απόγονος της Γκιέζ.
Η πρωϊμότερη ένδειξη για την ύπαρξη της Αιθιοπικής γραφής, προέρχεται από επιγραφές και νομίσματα του 4ου αιώνα μ.Χ., την εποχή του προσηλυτισμού της χώρας στον Χριστιανισμό, από Έλληνες ιεραποστόλους. Πάντως η γραφή εκείνης της περιόδου περιέχει ακόμη αρκετά στοιχεία της Σαβαϊκής γραφής, η οποία ήταν συμφωνική, όπως όλες οι Σημιτικές γραφές. Βαθμιαία, θα αναπτύξει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως νέα διάταξη των γραμμάτων, συστηματική και υποχρεωτική μορφή φωνηεντισμού, καθώς και φορά γραφής από τα αριστερά προς τα δεξιά, που αναμφίβολα οφείλεται σε ελληνική επίδραση.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της ελληνικής πολιτιστικής επιρροής στην περιοχή, είναι και η ύπαρξη της λεγόμενης «επιγραφής της Αδούλης» στα Ελληνικά, μιας αφήγησης των εκστρατειών (τον λεγόμενο Γ΄ Συριακό πόλεμο 246-241 π.Χ.) του Πτολεμαίου Γ΄ της Αιγύπτου (246-222 π.Χ.), που χρονολογείται στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Η ίδια η επιγραφή έχει χαθεί, αλλά ευτυχώς το κείμενό της διασώθηκε από τον Βυζαντινό έμπορο και στην συνέχεια μοναχό, Κοσμά τον Ινδικοπλεύστη, ο οποίος είχε αντιγράψει την επιγραφή, τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Ένας από τους σημαντικότερους αρχαίους βασιλιάδες της Αξώμης ήταν ο Εζάνα, ο οποίος ανήλθε στον θρόνο γύρω στο 325 μ.Χ. Στον αρχικό του τίτλο «Βασιλεύς της Αξώμης» πρόσθεσε μετά από τις κατακτήσεις του και τους τίτλους «Ηγεμών του Χιμυάρ και του Σαβά (περιοχές της ΝΔ Αραβίας), του Κους (Μερόης) και των Μπέζα (λαός της ερήμου που ζούσε μεταξύ Αιγύπτου και Αιθιοπίας)».
Ο Εζάνα ήταν αυτός που ολοκλήρωσε την κατάρρευση του κουσιτικού Βασιλείου της Μερόης (βλ. λήμματα Κουσίτες και Νούβιοι). Αφορμή για τον πόλεμο που κήρυξε ο Εζάνα εναντίον της Μερόης, όπως προκύπτει από σχετικές επιγραφές, υπήρξαν οι επιδρομές ενός λαού της ερήμου που είχε εγκατασταθεί πρόσφατα στο Κους. Στην περίφημη επιγραφή του Εζάνα, αποκαλούνται Νόμπα και κόκκινοι Νόμπα. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για τα τελευταία κύματα από Νούβιους, οι οποίοι εγκατέλειψαν οριστικά τις ξερές εκτάσεις της Σαχάρας.
Ο Εζάνα θα εισβάλει στην Μερόη ακολουθώντας τον ρου του παραπόταμου του Νείλου, Ατμπάρα (Atbara) και θα συντρίψει τους Νόμπα, λεηλατώντας και καταστρέφοντας ταυτόχρονα τις πόλεις της Μερόης, αλλά και την ίδια την Μερόη. Αυτή είναι και η τελευταία πληροφορία που έχουμε για το αρχαίο Κους.
Στην διάρκεια της βασιλείας του Εζάνα, η χώρα θα δεχθεί τον Χριστιανισμό, όπως προαναφέραμε, από δύο Έλληνες ιεραποστόλους, τον Αιδέσιο και τον Φρουμέντιο. Ο Φρουμέντιος μάλιστα, θα χειροτονηθεί γύρω στο 340 μ.Χ. από τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας, τον Μέγα Αθανάσιο, ως ο πρώτος Επίσκοπος της Αιθιοπίας.
Η παρακμή της Αξώμης θα αρχίσει τον 6ο αιώνα μ.Χ. κάτω από τα πλήγματα των Σασσανιδών Περσών (για την Δυναστεία των Σασσανιδών βλ. λήμμα Πέρσες) και των Αράβων, τα εμπορικά συμφέροντα των οποίων είχαν πληγεί σοβαρά από τους ικανούς ηγεμόνες της Αξώμης.
Γύρω στο 975 μ.Χ. το Βασίλειο της Αξώμης θα καταστραφεί από τους Γκάλα, έναν λαό κουσιτικής καταγωγής που ήταν εγκατεστημένος στις εκτάσεις γύρω από την λίμνη Αμπάγια (στις ΝΔ περιοχές του σημερινού κράτους της Αιθιοπίας) και οι οποίοι είχαν προσηλυτισθεί στο Ιουδαϊσμό. Στα τέλη του 10ου αιώνα μ.Χ. το Βασίλειο της Αξώμης έπαυσε να υπάρχει.
Από το Λεξικό των Λαών του Αρχαίου Κόσμου του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη και στο οποίο παραπέμπουν οι αναφορές σε λήμματα που γίνονται στο κείμενο.
Ετικέτες
Γλωσσολογία,
Γραφές,
Εθνολογία,
Ιστορία
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου