Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014
Οι αρβανιτόφωνοι Έλληνες
Κεφάλαιο 9
Μέρος β. Οι αρβανιτόφωνοι Έλληνες
Μετά από όσα αναφέρθηκαν στο πρώτο μέρος του παρόντος
Κεφαλαίου, αλλά και γενικά στα προηγούμενα Κεφάλαια, είμαστε πλέον σε θέση να
πραγματοποιήσουμε μια αποτίμηση της εθνολογικής σύστασης του πληθυσμού των
παλαιών ρωμαϊκών επαρχιών και της εξέλιξής της από τις αρχές του 5ου
αιώνα μ.Χ. μέχρι τον 13ο αιώνα.
Όπως
είχαμε τονίσει παραπάνω (σελ. 104-105):
«Η
Επαρχία της Δαλματίας (Dalmatia) παρέμεινε
ως είχε, εκτός από την ενδιαφέρουσα απόσπαση του νοτίου τμήματός της
(υπενθυμίζουμε ότι ο Διοκλητιανός καταγόταν από την Δαλματία και επομένως
γνώριζε καλά τους εθνοφυλετικούς συσχετισμούς της περιοχής) από το οποίο
δημιουργήθηκε η νέα Επαρχία της «Πραιβαλιτανίας» (Praevalitana), που αντιστοιχούσε περίπου στο παλιό ιλλυρικό βασίλειο των Αρδιαίων, με σπουδαιότερες πόλεις την Σκόδρα, την Λίσσο και την πρωτεύουσα Διοκλεία, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται κοντά στην
σημερινή πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, την Ποντγκόριτσα.
Δημιουργήθηκαν επίσης η Επαρχία της Δαρδανίας,
η οποία αποσπάστηκε από την Επαρχία Μοισίας, καθώς και η εξελληνισμένη πλέον
Επαρχία της «Νέας Ηπείρου» (Epirus Nova / Illyris Graeca), που αντιστοιχούσε στην παλιά Ιλλυρίδα,
γύρω από τις πόλεις της Απολλωνίας και της πρωτεύουσας Επιδάμνου (Dyrrhachium). Τις καθαρά
ελληνικές περιοχές κάλυπταν οι Επαρχίες της Παλαιάς Ηπείρου (Epirus Vetus) με πρωτεύουσα την Νικόπολη,
της Θεσσαλίας, της Αχαΐας και της Μακεδονίας.
Οι εναπομείναντες Ιλλυριοί βαθμιαία θα
συγχωνευθούν εθνοτικά και πολιτιστικά με τους Ρωμαίους αποίκους που εγκαταστάθηκαν
στην χώρα τους, καθώς θα χάσουν ακόμη και την γλώσσα τους, ενώ παράλληλα, στις
νότιες περιοχές που συνόρευαν με την Ήπειρο και την Μακεδονία, ένα σημαντικό
τμήμα τους εξελληνίσθηκε και συγχωνεύθηκε με τα γειτονικά ελληνικά φύλα. Θα
μετασχηματιστούν έτσι σταδιακά σε έναν ακαθόριστο
πληθυσμό Ιλλυριο-κελτο-λατινο-ελληνικής καταγωγής, τα μέλη του οποίου
ήσαν γενικά και αόριστα «Ρωμαίοι» πολίτες, μια εξέλιξη που επιτάχυνε το
περίφημο «Διάταγμα Καρακάλλα»
(Constitutio Antoniniana) του
212 μ.Χ. με το οποίο όλοι οι ελεύθεροι πολίτες που κατοικούσαν εντός των ορίων
της αυτοκρατορίας έλαβαν αυτομάτως την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Η διάδοση
του Χριστιανισμού και η επίσημη αναγνώρισή του από το ρωμαϊκό κράτος, επί της
βασιλείας του Κωνσταντίνου Α΄
(306-337), έναν αιώνα περίπου αργότερα από το Διάταγμα Καρακάλλα, εξάλειψαν
σχεδόν πλήρως ό,τι απέμεινε από τον αρχικό προσδιορισμό «Ιλλυριός».
Αρχαιολογικές και επιγραφικές ενδείξεις υποδεικνύουν ότι οι Ιλλυριοί εξαφανίστηκαν πλήρως ως εθνική οντότητα στην διάρκεια του 4ου
αιώνα μ.Χ.».
Στα εδάφη
λοιπόν των Επαρχιών της «Νέας Ηπείρου» (Epirus Nova / Illyris Graeca), που αντιστοιχούσε στην παλιά Ιλλυρίδα και της Παλαιάς
Ηπείρου (Epirus Vetus)
στην διάρκεια του 5ου αιώνα μ.Χ. (βλ. Χάρτη 37) ζούσαν στην μεν
Παλαιά Ήπειρο, αμιγείς, ελληνικής καταγωγής, πληθυσμοί, στην συντριπτική τους
πλειονότητα, ενώ στην Νέα Ήπειρο πληθυσμοί ελληνικής καταγωγής, αναμεμιγμένοι
με πληθυσμούς ελληνο-λατινο-ιλλυρικής καταγωγής, οι οποίοι αφομοιώνονταν
ταχύτατα, γλωσσικά, θρησκευτικά και πολιτισμικά, εντασσόμενοι ισότιμα στον
ελληνικό κόσμο της ανατολικής Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας, στο Βυζάντιο. Ο προσδιορισμός της Νέας Ηπείρου ως Illyris Greca
(=ελληνική Ιλλυρίδα) στις αρχές του 5ου αιώνα είναι όχι μόνον
ενδεικτικός, αλλά και χαρακτηριστικός. Δυστυχώς δεν υπάρχουν πληροφορίες, ούτε
καν ενδείξεις ώστε να μπορέσουμε να διατυπώσουμε μια εκτίμηση για τις αναλογίες
του καθαρά ελληνικού πληθυσμού της Νέας Ηπείρου προς τον μεικτής καταγωγής.
Χάρτης 37
Εικάζουμε
απλώς, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις γενικότερες συνθήκες εκείνης της εποχής στην συγκεκριμένη περιοχή, ότι πιθανότατα το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της κατά
τον 5ο αιώνα μ.Χ. ήταν ελληνικό ή εξελληνισμένο.
Οι βαρβαρικές
εισβολές και επιδρομές των Ούννων, Οστρογότθων και Βησιγότθων τον 4ο
αιώνα, που συνετάραξαν την Βυζαντινή αυτοκρατορία με αποκορύφωμα την
συντριπτική ήττα στην μάχη της
Αδριανουπόλεως το 378 που υπέστησαν τα ρωμαϊκά (βυζαντινά) στρατεύματα, δεν
είχαν ιδιαίτερες επιπτώσεις στην Ήπειρο. Και τούτο διότι με εξαίρεση την
διέλευση των Βησιγότθων του Αλάριχου
του 397 από την περιοχή και των Οστρογότθων
λίγα χρόνια αργότερα, δεν αναφέρονται βαρβαρικές (Γοτθικές) εγκαταστάσεις στην
περιοχή.
Εξ άλλου, η ύπαρξη της «Γραμμής Γίρετσεκ» στην οποία
έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενα Κεφάλαια επιβεβαιώνει έμμεσα τις παραπάνω
διαπιστώσεις, ότι η εθνολογική σύσταση της περιοχής δεν είχε αλλοιωθεί.
Ο 6ος
αιώνας μ.Χ. χαρακτηρίζεται από τις εισβολές και επιδρομές των Αβάρων και των υποτελών τους σλαβικών φύλων στην χερσόνησο του
Αίμου.
Η διασπορά των
Σλάβων στο νότιο τμήμα της χερσονήσου του Αίμου, μετά την ανεπιτυχή επίθεση των
Αβαροσλάβων το 586 κατά της Θεσσαλονίκης, είχε ως αποτέλεσμα την προώθησή τους
και εγκατάστασή τους στην Πραιβαλιτανία
και στις περιοχές νοτίως του ποταμού Γενούσου (σημερ. Shkumbin). Η εξέλιξη αυτή πιστοποιείται
από τα τοπωνύμια αυτών των περιοχών που είναι σλαβικής προέλευσης. Η αποτυχία
μπροστά στα τείχη της Κων/πολης (626) υπήρξε η αρχή του τέλους για τους
Αβάρους. Υποχώρησαν στην Παννονία
εγκαταλείποντας την χερσόνησο του Αίμου στα σλαβικά φύλα. Το αβαρικό κράτος
διαλύθηκε οριστικά την δεκαετία του 810. Οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στην
Πραιβαλιτανία (σημερ. Μαυροβούνιο) θα παραμείνουν μέχρι σήμερα στην περιοχή,
λίγο βορειότερα από τον ποταμό Δρίνο (Drin). Όσοι εγκαταστάθηκαν νοτιότερα θα εξελληνισθούν στην μεγάλη
τους πλειοψηφία, το αργότερο μέχρι την εποχή του αυτοκράτορος Βασιλείου Α΄ (867–886), του ιδρυτή της Μακεδονικής Δυναστείας.
Τα κοιμητήρια
της λεγόμενης ομάδας Κομάνι-Κρούγια (Komani-Kruja), στα οποία αναφερθήκαμε
λεπτομερώς στο Κεφάλαιο 3 και χρονολογούνται στην πρώιμη μεσαιωνική εποχή της
περιοχής της σημερινής Αλβανίας (από τα τέλη 6ου έως τα τέλη του 8ου
αιώνα), με τα κοσμήματα χαραγμένα με ελληνικές λέξεις και τς βυζαντινές
απομιμήσεις τους, αποτελούν, παρά τους ισχυρισμούς των Αλβανών αρχαιολόγων, μια καλή ένδειξη για την ύπαρξη ενός
ελληνοβυζαντινού πληθυσμού στην ευρύτερη περιοχή, όχι μόνον στις παράλιες
οχυρωμένες πόλεις, αλλά και σε απομονωμένα μέρη του εσωτερικού.
Ήδη όμως, όπως έχει περιγραφεί σε προηγούμενο Κεφάλαιο, μεταξύ 5ου και 6ου
αιώνα μ.Χ. έφθασαν στην Δαρδανία (Κοσσυφοπέδιο),
οι δακικής καταγωγής Κάρποι, που
εντοπίζονται εγκατεστημένοι τον 6ο αιώνα στην πεδιάδα του Λευκού Δρίνα (White Drin). Εκεί, πιθανότατα συνάντησαν κάποια υπολείμματα του
εκλατινισμένου πλέον ιλλυρικού φύλου των Σκιρτάρων
(Scirtari), τα οποία αφομοίωσαν και σύμφωνα με
κάποιες απόψεις, υιοθέτησαν παρεφθαρμένα την ονομασία τους ως εθνωνύμιό τους
(ενδωνύμιο) και έγιναν Σκιπτάροι.
Μετά τα μέσα του 6ου αιώνα και τις Αβαροσλαβικές επιδρομές βαθμιαία
υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν προς τα δυτικά και νοτιοδυτικά,
προς τα ορεινά, για να καταλήξουν τελικά στις
περιοχές γύρω από την λίμνη της Σκόδρας, όπου μέχρι τον 9ο-10ο
αιώνα θα διαμορφωθεί το φύλο των Γκέγκηδων,
οι πραγματικοί Αλβανοί.
Οι Τόσκηδες, στα νότια του ποταμού
Γενούσου, δεν ήσαν τίποτε άλλο από έναν ελληνικής καταγωγής πληθυσμό, ο οποίος
κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες αλβανοφώνησε, χωρίς να χάσει τα
υπόλοιπα εθνοτικά του χαρακτηριστικά (θρησκεία, ήθη και έθιμα, ανθρωπολογικά
χαρακτηριστικά). Όπως έχει τονισθεί:
«Η
διαφορά των Τόσκηδων από τους βόρειους Αλβανούς Γκέγκηδες ήταν χαρακτηριστική,
σε βαθμό που οι εθνολόγοι και οι γεωγράφοι του 19ου αιώνα δεν
διακρίνουν τους Τόσκηδες από τους Έλληνες. Συγκριτικές μελέτες του Άγγλου
γεωγράφου Στανφορντ για την γλώσσα, τον χαρακτήρα και τα έθιμα, το 1877,
αναφέρουν ότι είχαν αρχαία ελληνική καταγωγή».560
Παραθέτουμε επίσης
ένα ακόμα απόσπασμα από το βιβλίο του John Cameron Hobhouse, Βαρώνου του Broughton (1786-1869) με τις
εντυπώσεις του από το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη μέσω της Αλβανίας και
των άλλων βαλκανικών περιοχών υπό οθωμανική κατοχή που είχε κυκλοφορήσει το
1813 στην Μ. Βρετανία, στον οποίον αναφερθήκαμε και σε προηγούμενο Κεφάλαιο:
«...Σε ολόκληρη την περιοχή των Τόσκηδων είναι έντονη η ελληνική επίδραση
και είναι μάλλον δύσκολο να αποφανθεί κάποιος κατά πόσον η Ήπειρος είναι
ελληνική ή η ΒΔ Ελλάδα αλβανική. Αν και στις συζητήσεις χρησιμοποιείται η
νοτιοαλβανική διάλεκτος, τα ελληνικά είναι κατανοητά από όλους...».561α
Εξ άλλου, αναφορές περιηγητών στο τέλος του 19ου
αιώνα, όπως π.χ. των Γάλλων Γκιγερόν
και Μπεράρντ, που έγραφαν για τις ΒΑ
περιοχές της χώρας, ότι έως τον Γενούσο είναι απολύτως ελληνικές και ότι στα
πανδοχεία του Ελμπασάν και του Δυρραχίου υπήρχαν φωτογραφίες των Ελλήνων
βασιλέων και του πρωθυπουργού της Ελλάδος Χαριλάου Τρικούπη, προφανώς
αποδεικνύουν κάτι.561
Από τις
βορειότερες περιοχές της Νέας Ηπείρου* ξεκίνησε το μεταναστευτικό ρεύμα του 13ου
αιώνα, των αλβανόφωνων, βλαχόφωνων και ελληνόφωνων πληθυσμών, που
εξαναγκάσθηκαν να αποχωρήσουν λόγω των απάνθρωπων συνθηκών που επικρατούσαν
εκεί με τους ασταμάτητους πολέμους και την γενικευμένη ανασφάλεια, να
διασχίσουν τον ποταμό Γενούσο** και να
καταφύγουν αρχικά στο νότιο τμήμα της Νέας Ηπείρου και τελικά στην Παλαιά Ήπειρο. Από εκεί, παλιοί και
νέοι κάτοικοι, θα ξεκινήσουν τις μετακινήσεις τους προς την Θεσσαλία, όπου
πιθανόν να προσκλήθηκαν από τον Σεβαστοκράτορα Ιωάννη Α΄ Δούκα, νόθο γιο του Δεσπότου της Ηπείρου Μιχαηλ Β΄ Άγγελου, ο οποίος είχε
κληρονομήσει το 1268 την διοίκηση της Θεσσαλίας ή από τους γιους του, Κωνσταντίνο και Θεόδωρο, που τον διαδέχθηκαν γύρω στο 1289.
Το πρώτο μισό του 14ο αιώνα οι
πολεμικές επιχειρήσεις και κατακτήσεις του Σέρβου ηγεμόνα Στεφάνου Δουσάν, ο οποίος στις 16 Απριλίου 1346 είχε στεφθεί στα
Σκόπια «αυτοκράτωρ Σέρβων και Ελλήνων»,
στην Νέα Ήπειρο (1345) και στην Θεσσαλία (1348), σε συνδυασμό με τις
συγκρούσεις των Δεσποτών της Ηπείρου με τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες της
Κωνσταντινούπολης, στις οποίες μάλιστα είχαν εμπλακεί Φράγκοι και Λατίνοι της
Δύσης, πυροδότησαν νέα κύματα μεταναστεύσεων, αυτήν την φορά προς την
Αιτωλοακαρνανία, αλλά και προς την Θεσσαλία.
___________________________
(*) Τα όρια της Επαρχίας «Νέα Ήπειρος» (Epirus
nova or Illyria Graeca),
εκτείνονταν από τις εκβολές του ποταμού Δρίνα (Drin) βόρεια, μέχρι την χερσόνησο των Ακροκεραυνίων
(σημερ. Karaburun peninsula)
και στα ανατολικά εκτεινόταν λίγο ανατολικότερα των σημερινών συνόρων
Αλβανίας–Σκοπίων (βλ. Χάρτη 37). Στα βόρεια συνόρευε με την Επαρχία της Πραιβαλιτανίας (Praevalitana or Illyria barbara), ενώ στα νότια με την Παλαιά Ήπειρο (βλ. http://asciatopo.xoom.it/epirus.html#nova).
(*) Ο ποταμός Γενούσος
(αλβαν. Shkumbin) διχοτομεί την επικράτεια της σημερινής Αλβανίας. Σύμφωνα με
τον Αυστριακό γλωσσολόγο Ιούλιο Ποκόρνυ (Julius Pokorny (1887–1970)
ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα *g’enu- «γόνατο,
άρθρωση, κλείδωση» λόγω της μαιανδρικής πορείας του. Η ρίζα αυτή έχει
χαρακτηριστικά γλώσσας της ομάδας κέντουμ (centum) και επομένως η ετυμολογία της ονομασίας προέρχεται
από την ελληνική ή λιγότερο πιθανόν, από την ιλλυρική γλώσσα. Υπενθυμίζουμε ότι
αποτελούσε το όριο μεταξύ ιλλυρικών και ελληνικών φύλων από τις πανάρχαιες
εποχές (βλ. σελ. 67).
Η Θεσσαλία
περιήλθε το 1359 στην δικαιοδοσία του Σέρβου ηγεμόνα Συμεών Ούρεση, όπως προαναφέρθηκε και παρέμεινε σερβική μέχρι τον
θάνατό του το 1371. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Ιωάννης Ούρεσης, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα θα προτιμήσει την
μοναστική ζωή (μοναχός Ιωάσαφ) και την διοίκηση θα αναλάβει ένας Έλληνας, ο Αλέξιος Άγγελος, τον οποίο θα διαδεχθεί
ο καίσαρ Μανουήλ Άγγελος (γιος ή
αδελφός του Αλεξίου). Τα τελευταία χρόνια του 14ου αιώνα θα
καταληφθεί η Θεσσαλία από τους Οθωμανούς (1395).
Ο 15ος
αιώνας θα ξεκινήσει με την πλήρη εκδίωξη των αλβανοφώνων που είχαν εγκατασταθεί
στην Αιτωλοακαρνανία (1405), οι οποίοι θα καταλήξουν στην Αττικο-Βοιωτία. Τότε
πιθανότατα εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο 10.000
Αλβανοί με τις οικογένειές τους στα τελευταία χρόνια της ηγεμονίας του Θεοδώρου
Α΄ Παλαιολόγου (1383-1407), με την άδειά του. Το 1431 ο Σουλτάνος Μουράτ ΙΙ
κατέλαβε τα Ιωάννινα και το
1449 την Άρτα, ενώ το
1430 είχε ήδη καταληφθεί η Θεσσαλονίκη, μετά
από την πολυετή (1422-1430) δεύτερη πολιορκία της και
την τελική άλωση.
Το 1453
έπεσε η Κωνσταντινούπολη και παρά την ηρωϊκή αντίσταση του Γεωργίου Καστριώτη οι Οθωμανοί θα κατακτήσουν τελικώς ολόκληρο τον
ελλαδικό χώρο. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας θα σημειωθούν δύο ακόμη
μεταναστεύσεις αλβανοφώνων στην νότια Ελλάδα.
Η πρώτη έλαβε χώρα το 1715 από την Πελοπόννησο προς τα
νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Πόρο, ενώ η άλλη το 1770 όταν οι Μουσουλμάνοι Αλβανοί
της Πρέβεζας, της Δίβρης και της Μουζακιάς εγκαταστάθηκαν στον Λάλα και το
Μπαρδούνι στην Πελοπόννησο.
Χάρτης 39
Αρβανιτόφωνες περιοχές το 1890
Το ερώτημα που συχνά ανακύπτει είναι τι απέγιναν αυτοί οι
αρβανιτόφωνοι Έλληνες και κυρίως ποια είναι η σημερινή κατάσταση. Δυστυχώς, το
ανεπαρκές ελλαδικό κράτος στα θέματα αυτά επιδεικνύει μια μόνιμη ανικανότητα
και φοβικά σύνδρομα, μια κατάσταση που επιτρέπει να δραστηριοποιούνται στον
τομέα αυτόν ύποπτα άτομα και οργανώσεις, κατευθυνόμενα από ξένα κέντρα και
υπηρεσίες άλλων χωρών με στόχους όχι βέβαια υπέρ της προώθησης των ελληνικών
συμφερόντων. Απόδειξη για την υπάρχουσα κατάσταση είναι οι αλληλοσυγκρουόμενες στατιστικές
και η ανυπαρξία πρόσφατων επισήμων καταγραφών.
Σήμερα οι αρβανίτικες κοινότητες εντοπίζονται σε
μια ενιαία περιοχή που καλύπτει την ΝΑ Στερεά Ελλάδα και ειδικότερα την Αττική
(ιδίως το ανατολικό τμήμα), την νότια Βοιωτία, το νότιο τμήμα της Εύβοιας και
το βόρειο τμήμα της νήσου Άνδρου, ενώ στην Πελοπόννησο εντοπίζονται κυρίως στην
Αργολιδοκορινθία, σε μια περιορισμένη μάλλον έκταση στα σύνορα Αχαΐας και
Ηλείας, στην Τριφυλία, στην ανατολική Λακωνία, καθώς και σε ορισμένα νησιά του
Αργοσαρωνικού (Ύδρα, Σπέτσες, Σαλαμίνα, Αγγίστρι και Πόρος). Τέλος,
αρβανιτοχώρια υπάρχουν και στο νότιο τμήμα της Φθιώτιδας (Λοκρίδα). Τα
αρβανιτόφωνα χωριά της Μακεδονίας (Φλώρινα) και Θράκης (Έβρος) ακολούθησαν άλλη
πορεία και εξέλιξη και θεωρώ ότι δεν μπορούν να καταταγούν σε ένα ενιαίο σύνολο
με τα αρβανιτοχώρια της νότιας Ελλάδας.
Όπως προαναφέρθηκε, είναι δύσκολη η
αποτίμηση του συνολικού αριθμού της αρβανίτικης κοινότητας, ιδιαίτερα σήμερα,
όπου η αρβανίτικη γλώσσα φθίνει διαρκώς. Διαχρονικά, τα υπάρχοντα στοιχεία
είναι και πάλι ελάχιστα. Σύμφωνα με μια ενδιαφέρουσα απόπειρα καταγραφής:
«Μια Ενετική πηγή των μέσων του 15ου
αιώνα υπολογίζει ότι 30.000 Αλβανοί ζούσαν στην Πελοπόννησο εκείνη την εποχή.
Στα μέσα του 12ου αιώνα ο Ιωάννης Γεώργιος φον Χάαν υπολόγισε τον
αριθμό τους μεταξύ 173.000 και 200.000. Οι αριθμοί της τελευταίας επίσημης
απογραφής προέρχονται από το 1951. Από τότε οι υπολογισμοί του αριθμού των
Αρβανιτών κυμαίνονται από 25.000 μέχρι 200.000. Ακολουθεί μια σύνοψη αυτών των
υπολογισμών που αποκλίνουν σημαντικά μεταξύ τους:
·
Απογραφή του 1928 : 18.773 πολίτες αυτοπροσδιορίζονται ως
«αλβανόφωνοι» σε όλη την Ελλάδα
·
Απογραφή του 1951 : 22.736 «αλβανόφωνοι»
·
Φουρίκης (1934): υπολογίζει 70.000 Αρβανίτες μόνον στην
Αττική
·
Trudgill/Tzavaras (1976/77): υπολογίζουν 140.000 στην Αττική και στην
Βοιωτία μαζί
·
Sasse (1991): υπολογίζει 50.000 αρβανιτόφωνους ομιλητές σε όλη
την Ελλάδα
·
Ethnologue, 2000: 150.000 Αρβανίτες συνολικά που ζουν σε 300 χωριά
·
Federal Union of
European Nationalities, 1991: 95.000 "Αλβανοί στην Ελλάδα" (MRG 1991: 189)
·
Minority Rights Group International, 1997: 200.000 Αρβανίτες στην Ελλάδα
·
Jan Markusse (2001): 25.000 Αρβανίτες στην Ελλάδα»562
Ο Καθηγητής
Κοινωνιογλωσσολογίας Peter Trudgill (1943- ) έχει ασχοληθεί
συχνά με τα αρβανίτικα και τους Αρβανίτες. Στο βιβλίο του «Κοινωνιογλωσσολογική παραλλαγή
και αλλαγή» που κυκλοφόρησε το 2002 αναφέρει:
«...Ο αριθμός των ομιλητών είναι και πάλι
δύσκολο να καθοριστεί. Η απογραφή του 1951 δίνει έναν αριθμό 23.000 που είναι
σίγουρα πολύ μικρός. Υπάρχουν, προφανώς, περιπλοκές που οφείλονται στο γεγονός
ότι σχεδόν όλοι οι Αρβανίτες είναι τώρα δίγλωσσοι και ότι πολλά νεώτερα μέλη
της κοινότητας δεν ομιλούν πλέον την γλώσσα (Τσιτσιπής, 1983). Η δική μου όμως
έρευνα στην δεκαετία του 1970 μόνον στα χωριά της Αττικής και της Βοιωτίας
έδειξε έναν αριθμό τουλάχιστον 30.000 ομιλητών (βλ. Trudgill and Tzavaras 1975, 1977).
Ο Λούντεν (Lunden) το 1993 προτείνει 50.000 για το σύνολο της Ελλάδος».563
Και για να μη
παραμείνει έστω και η ελάχιστη αμφιβολία ότι ο αρβανίτικος πληθυσμός είναι
ανθρωπολογικά διαφορετικός από τον υπόλοιπο ελληνικό, θεωρούμε σκόπιμη την
παράθεση των συμπερασμάτων σχετικής έρευνας του Καθηγητή της Ιατρικής Σχολής
του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντή του Ανθρωπολογικού Μουσείου του Πανεπιστημίου
Αθηνών Θεόδωρου
Κ. Πίτσιου, ο οποίος διαπιστώνει:
«Η εξέταση αυτών των ομάδων (Αρβανιτοφώνων),
μία στη Μεσσηνία, μία στην Αργολίδα και δύο στην Κορινθία, έδειξε ότι σε καμία
περίπτωση δεν ξεχωρίζουν από το συνολικό πληθυσμό της Πελοποννήσου ή από τις
γειτονικές ομάδες. Σε κανέναν από τους ενενήκοντα χάρτες γνωρισμάτων που
σχεδιάστηκαν, δεν μοιάζουν μεταξύ τους περισσότερο από όσο με τις γειτονικές
τους γεωγραφικές ομάδες. Επίσης, στα στατιστικά δενδρογράμματα, ταυτόχρονης
σύγκρισης περισσοτέρων γνωρισμάτων, δεν διαχωρίζονται οι αρβανιτόφωνες ομάδες
από τις υπόλοιπες της Πελοποννήσου».564
Κλείνουμε
το Κεφάλαιο με ορισμένες παρατηρήσεις γύρω από το ευαίσθητο θέμα των δραστηριοτήτων ξένων κέντρων, που
επιχειρούν να δημιουργήσουν θέματα με την προώθηση απόψεων περί ταυτίσεως των
αρβανιτοφώνων Ελλήνων με τους Αλβανούς και επομένως να δημιουργηθεί ζήτημα
...«αλβανικής μειονότητας» στην Ελλάδα. Δυστυχώς, λόγω της υποτυπώδους
λειτουργίας των μηχανισμών του ελληνικού κράτους και κυρίως λόγω ανικανότητας
και ανεπάρκειας των πολιτικών ηγεσιών της χώρας μας στα θέματα αυτά, οι αλλόφωνοι Έλληνες καλούνται να
προστατεύσουν τις τοπικές πολιτιστικές τους ταυτότητες από ποικιλώνυμες
επιβουλές και πρόθυμους προστάτες. Μέχρι τώρα, οι αρβανιτόφωνοι,
βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι Έλληνες αγωνίζονται χωρίς καμιά βοήθεια, έχοντας συχνά
το ελλαδικό κράτος απέναντί τους ή στην καλύτερη περίπτωση να αδιαφορεί πλήρως.
Μια
τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση αναφέρει και ο Τίτος Γιοχάλας στην σημαντική μονογραφία του με τίτλο: «Αλβανολογία
και ερασιτεχνισμός».565
Όπως
τονίζει, σαφώς ενοχλημένος:
«Τελευταία έχει παρατηρηθεί ένα αυξημένο
ενδιαφέρον για τα Αρβανίτικα, τόσο από δικούς μας όσο και από ξένους. Δυστυχώς
οι “ερευνητές” αυτοί – με ελάχιστες εξαιρέσεις – όχι μόνον αγνοούν την
Αλβανική, αλλ’ έχουν πλημμελή γνώση της Ελληνικής, όσο και των Αρβανίτικων.
Αποτέλεσμα είναι να δημοσιεύονται κείμενα αρβανίτικα με πληθώρα από τραγικά
σφάλματα, δημιουργώντας έτσι σοβαρότατα προβλήματα στον ανυποψίαστο μελετητή,
που στηριζόμενος στα κείμενα αυτά, θα θελήσει να καταλήξει σε μερικά “γλωσσικά”
συμπεράσματα.
Στην μελέτη μας αυτή θα μας
απασχολήσει το αρβανίτικο υλικό, που δημοσίευσε μόνο ο Antonio Bellusci, Ιταλο-Αλβανός ουνίτης
κληρικός, από το χωριό Frascineto της Κ. Ιταλίας. Ο Bellusci, όπως ο ίδιος γράφει,
έχει πραγματοποιήσει από το έτος 1965 πολλαπλά ταξίδια στη χώρα μας. Στις
περιηγήσεις του αυτές έχει συγκεντρώσει από τα δικά μας “αλβανικά”, όπως τα
αποκαλεί, χωριά ποικίλο υλικό, που άρχισε συστηματικά να εκδίδει από το έτος
1980 σε δική του φυλλάδα με τον τίτλο Lidhja-Unione».
Στην συνέχεια παρουσιάζει πάμπολλα
παραδείγματα κακοποίησης της πραγματικότητας, όπου η άγνοια συναγωνίζεται με
την ημιμάθεια, η αμορφωσιά με την ασχετοσύνη και η κουτοπονηριά με το
πρακτοριλίκι:
«Για κανέναν άλλο επιστημονικό κλάδο δεν έχουν γραφεί τόσες εξωφρενικές
ανοησίες όσες από τον Bellusci για τα Αρβανίτικα. Τα σφάλματα και οι παρανοήσεις του εγγίζουν τα όρια
του κωμικοτραγικού, αφού λόγω άγνοιας της Αλβανικής και παρανοήσεων της
Αρβανίτικης ή της Ελληνικής, κατορθώνει να επινοήσει “αλβανόφωνο” νησί Hijo (=Χίο) στον Αργολικό
Κόλπο [παρανοώντας την λέξη hje
(=σκιά) του κειμένου], να εκλάβει την ελληνική λέξη ορυκτό ως “αλβανόφωνο”
χωριό της Εύβοιας με όνομα Rikto,
και να δημιουργήσει άλλο, “αλβανόφωνο” βεβαίως χωριό, αυτήν την φορά στην
Ανατολική Αττική με όνομα Komiri
(μη έχοντας αντιληφθεί ότι στο κείμενο πρόκειται για την ελληνική λέξη
κακομοίρη). Με τέτοια καταπληκτική ομολογουμένως επιστημονική προσφορά πώς να
μη εισπράξει τα δίκαια συγχαρητήρια Αλβανών ερευνητών, γιατί, λέει, ο Bellusci έγραψε την “γεωγραφία”
των αλβανόφωνων χωριών της Ελλάδας και γιατί με
τις “έρευνές” του βοήθησε να γνωρίσουμε “την εθνική πραγματικότητα των
Αρβανιτών της Ελλάδας».566
Εικόνα 34
Το περιοδικό του Μπελούσι
Η περίπτωση Μπελούσι δεν αποτελεί μεμονωμένο
γεγονός. Έρχεται να προστεθεί σε μια μακρόχρονη παράδοση ενεργειών ξένων
κέντρων τα οποία ενοχλεί η επιβίωση του ελληνισμού σε κάθε του μορφή,
βιολογική, πολιτιστική ή θρησκευτική. Όπως είχαμε επισημάνει σε προηγούμενο Κεφάλαιο:
«Εντυπωσιάζει πάντως το γεγονός ότι όλες αυτές οι ανυπόστατες
φαντασιώσεις περί Πελασγών διακινήθηκαν κατά βάση από άτομα (Μάσκι, Κρίσπι,
Ντόρσα κ.ά, με την φωτεινή εξαίρεση του Καμάρδα) στην υπηρεσία του Βατικανού
(αρβανιτόφωνοι από την Μεγάλη Ελλάδα, που προσυλητίστηκαν στην Ουνία), του
οποίου είναι γνωστή η επιθετικά εχθρική του στάση απέναντι στον ελληνισμό και
συστηματοποιήθηκαν από έναν πράκτορα των αυστριακών συμφερόντων όπως ο
φον Χάαν...».
Επιβάλλεται λοιπόν, σε
όσους επιμένουν να αγαπούν και να συμπάσχουν με αυτήν την χώρα και τον λαό της,
να αγωνίζονται και να επαγρυπνούν διαρκώς για την επιβίωση αρχικά και σταδιακά
για την θωράκισή τους και την αναγκαία εθνική ανασυγκρότηση. Οι
αρβανιτόφωνοι Έλληνες έχουν προσφέρει στο παρελθόν πάμπολλα σ’ αυτόν τον τόπο.
Καλούνται να το πράξουν για άλλη μια φορά...
Σημειώσεις
560. Σπύρος Κασελίμης: Αρβανίτες – «Μπατσιούλας» Αθήνα 2011 σελ. 25
561α. Sir Charles Eliot "Odysseus": Turkey in Europe–“E. Arnold”,
London, 1908
561. Κωνσταντίνος Άμαντος: Οι Βόρειοι
γείτονες της Ελλάδος–Αθήναι 1923 σελ. 179
562. Eleni Botsi: Die sprachliche Selbst- und Fremdkonstruktion am Beispiel eines
arvanitischen Dorfes Griechenlands: Eine soziolinguistische Studie ("Linguistic construction of
the self and the other in an Arvanitic village in Greece: A sociolinguistic
study"). PhD dissertation, University of Konstanz, 2003
563. Peter Trudgill: Sociolinguistic
variation and change – “Edinburgh University Press” 2002, σ. 136
564. Θεόδωρος Κ. Πίτσιος: Ανθρωπολογική
Μελέτη του Πληθυσμού της Πελοποννήσου – Η Καταγωγή των Πελοποννησίων.
Βιβλιοθήκη Ανθρωπολογικής Εταιρείας Ελλάδος Αρ. 2. Αθήνα, 1978
565. Τίτος
Π. Γιοχάλας: Αλβανολογία και
ερασιτεχνισμός – Αποκατάσταση αρβανίτικων κειμένων ό. π. σελ. 7-8.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μονογραφία αυτή είναι γραμμένη εξ ολοκλήρου στο
πολυτονικό.
566. Τίτος Π. Γιοχάλας ό.π. σελ. 9
ΔΕΕ
Ετικέτες
Αρβανιτόφωνοι,
Βορ. Ήπειρος,
Μεσαιωνική Ιστορία
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου