29 Μαΐου 1453: Η Άλωση της Πόλης
Γράφει ο Γιάννης Σιατούφης
29 Μαΐου 1453, τη μοιραία Τρίτη, έπεσε η Πόλη στα χέρια των Οθωμανών, πράγμα που σήμαινε το τέλος της μεσαιωνικής ελληνικής αυτοκρατορίας. Για το συγκλονιστικό αυτό γεγονός πληροφορίες αντλεί κάποιος, εκτός από τους Έλληνες Ιστορικούς της Άλωσης Φραντζή, Δούκα, Χαλκοκονδύλη, Κριτόβουλο και από τις επιστολές του πατριάρχη Γεννάδιου Σχολάριου, και από Οθωμανούς, Βενετούς και Γενουάτες αυτόπτες μάρτυρες κι όχι μόνο.
Ξεκινώντας από τους Οθωμανούς Τούρκους ιστορικούς και χρονικογράφους μας κάνει εντύπωση ότι τα στοιχεία που παραθέτουν είναι συνοπτικά, που συχνά συσκοτίζουν και αντικρούουν την εικόνα της περιγραφής του κορυφαίου αυτού γεγονότος. Ο σημαντικότερος από τους Οθωμανούς χρονικογράφους, ο οποίος ήταν παρών στην Άλωση, ήταν ο Ασίκ Πασά Ζάντε (1400-1486). Όπως όλα τα πρώιμα οθωμανικά χρονικά, φέρει τον τίτλο«Τεβαρίχ-ι αλ –ι Οσμάν», δηλαδή Ιστορία του οίκου του Οσμάν, του ιδρυτή της δυναστείας. Μεταξύ άλλων ο Ασίκ αναφέρει ότι: «ήλθαν και στρατοπέδευσαν γύρω από τα τείχη της Ιστανμπούλ και την απέκλεισαν εντελώς και από τη γη και από τη θάλασσα με τα πλοία τους. Είχαν 400 πλοία στη θάλασσα και άλλα 70 που τα έφεραν από το Γαλατά ρυμουλκώντας τα πάνω στην ξηρά. Οι πολεμιστές ήταν πανέτοιμοι και ξεδίπλωσαν τις σημαίες τους. Κοντά στα θεμέλια των τειχών μπήκαν στη θάλασσα και έφτιαξαν γέφυρες κάνοντας επίθεση. Ο πόλεμος εξακολούθησε για 50 μερόνυχτα. Στην 51η μέρα ο σουλτάνος έδωσε άδεια για ελεύθερη λεηλασία. Έκαναν νέα μεγάλη επίθεση και στην 51ημέρα, μια Πέμπτη (!!) πήραν την ακρόπολη. Υπήρχαν πολλά πλούτη για λεηλασία: χρυσάφι, ασήμι, διαμαντικά και ωραία υφάσματα και άλλα ακριβά αντικείμενα τοποθετήθηκαν στην αγορά του στρατοπέδου. Μετά άρχισαν να τα πουλούν. Σκλάβωσαν τους κατοίκους της Πόλης, σκότωσαν τον αυτοκράτορά τους και οι γαζίδες (πολεμιστές) έβαλαν χέρι στα κορίτσια των χριστιανών. … την πρώτη Παρασκευή μετά την κατάκτηση έψαλαν τις ευχαριστίες τους στην Αγιά Σοφιά. Η ισλαμική παράκληση απαγγέλθηκε στο όνομα του σουλτάνου Μεχμέτ Χαν Γαζί. … η νίκη αυτή επιτελέστηκε από το σουλτάνο Μεχμέτ Χαν στο έτος Εγίρας 857».
Άλλος Οθωμανός χρονικογράφος και αυλικός αξιωματούχος ήταν ο Τουρσούν Μπέης(1425-1499/1500). Αυτός μεταξύ άλλων παρουσιάζει το βεζύρη του Μωάμεθ Β΄, Χαλίλ Πασά, να έχει πραγματοποιήσει μυστικές συνεννοήσεις με τους πολιορκημένους Βυζαντινούς πριν από την Άλωση, γι’ αυτό συνελήφθη. Κάνει λόγο για το θάνατο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, για τα πλούσια λάφυρα και για τη Αγιά Σοφιά, που του προξένησε μεγάλη εντύπωση.
Ο Ρούχι Εντιρνελί (από την Αδριανούπολη-Εντιρνέ) μας δίνει μια πληροφορία, που δεν υπάρχει αλλού, ότι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είχε αρνηθεί να παραδοθεί στον Οθωμανό πολιορκητή της Πόλης, έχοντας εμπιστοσύνη στα κείμενα των Ευαγγελίων περί του «άπαρτου» της Πόλης.
Ο Μεχμέτ Νεσρί Εφέντης, από τους σημαντικότερους Οθωμανούς ιστοριογράφους, δίνει λεπτομέρειες για τις κινήσεις του οθωμανικού στόλου, για τον αποκεφαλισμό του τελευταίου Παλαιολόγου (!) κατά την τελευταία επίθεση στις 29/5/1453, για το κατοπινό άγριο τέλος του μεγαδούκα Λουκά Νοταρά και για την εικαζόμενη διαφωνία μεταξύ των Λατίνων μισθοφόρων του Βυζαντίου και των Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και Λουκά Νοταρά, αφού οι τελευταίοι είχαν σκεφτεί να προχωρήσουν σε συνθηκολόγηση και παράδοση της Πόλης (!).
Ενδιαφέρον έχει η ανώνυμη χρονογραφία «Χρονικά του Μουράτ Β΄», γιατί αναφέρει την Κωνσταντινούπολη όχι ως «Ιστανμπούλ» αλλά ως «Κονσταντίν», από τον τύπο «Κουσταντινίγια» των Αράβων του Μεσαίωνα.
Ο Κεμάλ-Πασά-Ζάντε (1468-1534/36), κορυφαίος λόγιος αξιωματούχος, δίνει μια σημαντική πληροφορία, ότι ο Μωάμεθ Β΄ είχε κύριο στόχο την αναβίωση της «Αυτοκρατορίας των Ρουμ» υπό τα δικά του μουσουλμανικά σκήπτρα. Γι’ αυτό επιχείρησε να μην αφήσει κανέναν ανάμεσα στους υπόλοιπους «Ρουμ» να μπορεί να φέρει τον τίτλο του «τεκφούρ» (αυτοκράτορα).
Ο Εβλιγιά Τσελεμπί, έγραψε ότι σημαντικό τμήμα της Πόλης κατά την πολιορκία συνθηκολόγησε και παραδόθηκε στον Πορθητή, πράγμα το οποίο δεν επιβεβαιώνεται από πουθενά
Τέλος ο γνωστός Οθωμανός περιηγητής του 17ου αιώνα, ο Εβλιγιά Τσελεμπί, έγραψε ότι σημαντικό τμήμα της Πόλης κατά την πολιορκία συνθηκολόγησε και παραδόθηκε στον Πορθητή, πράγμα το οποίο δεν επιβεβαιώνεται από πουθενά, όπως αναφέρει και ο Στίβεν Ράνσιμαν.
Ας δούμε τώρα από Δυτικούς αυτόπτες μάρτυρες τις πληροφορίες για τη Άλωση. Και πρώτα ο Βενετός Νικολό Μπάρμπαρο, ο οποίος ήταν γιατρός σε γαλέρα και βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο του 1452 και κρατήθηκε στην Πόλη από τους Βενετούς για να συνδράμει στην άμυνα της Πόλης. Έτσι το ημερολόγιό του είναι από τις σημαντικότερες δυτικές πηγές, ο μόνος Βενετός που έλαβε μέρος στα γεγονότα και του οποίου η μαρτυρία σώζεται, αν και φαίνεται καθαρά η καχυποψία προς τους Έλληνες και η συμπάθεια προς τους ομοεθνείς του.
Μεταξύ άλλων περιγράφει την κατασκευή του Ρουμελί Χισάρ από τον Μωάμεθ Β΄ μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου 1452 και την εκτίμησή του ότι «ο μόνος λόγος που κατασκευάστηκε το φρούριο αυτό ήταν για να κυριευτεί η Κωνσταντινούπολη». Και για να επιβεβαιώσει την παραπάνω εκτίμηση περιγράφει την βύθιση του βενετικού πλοίου με κυβερνήτη τον Αντώνιο Ρίτζο στις 26 Δεκεμβρίου 1452. Συνεχίζει με τις προετοιμασίες Ελλήνων και ξένων για την πολιορκία, για την άφιξη στις 26 Ιανουαρίου 1453 του μικρού αλλά αξιόμαχου σώματος του Ιωάννη Ιουστινιάνη. Αναφέρει ένα κρίσιμο συμβούλιο της βενετικής παροικίας της Πόλης, στις 14-15 Δεκεμβρίου 1452, στο οποίο αποφασίστηκε η παραμονή στην Πόλη όλων των βενετικών πλοίων, τονίζοντας έτσι τη συμβολή των συμπατριωτών του στην άμυνα. Δε διστάζει όμως να μνημονεύσει την «απόδραση» του συμπατριώτη του Πέτρου Νταβάντσο με 7 πλοία και 700 άντρες το βράδυ της 26ηςΦεβρουαρίου 1453.
Ο Νικολό Μπάρμπαρο περιγράφει την κατασκευή του Ρουμελί Χισάρ από τον Μωάμεθ Β΄ μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου 1452 και την εκτίμησή του ότι «ο μόνος λόγος που κατασκευάστηκε το φρούριο αυτό ήταν για να κυριευτεί η Κωνσταντινούπολη»
Ο Μπάρμπαρο μας κάνει γνωστά τα ονόματα 4 βενετών αξιωματούχων, οι οποίοι ανέλαβαν τη φύλαξη 4 πυλών της Πόλης: ο Καταρίνο Κονταρίνι ανέλαβε η Χαρίσια Πύλη, Φαμπρούτσι Κορνέρ τη Δεύτερη, ο Νικολό Μοντσενίγο την Πύλη των Πηγών και ο Ντελφίνο Ντελφίν, που μετά αντικαταστάθηκε από τον Ιωάννη Λορεντάν, την Πύλη του Ξυλοκέρατου. Όλοι, τονίζει ο συγγραφέας, πλην του Ντελφίν, αιχμαλωτίστηκαν και εκτελέστηκαν από το σουλτάνο. Επίσης το Ανάκτορο των Βλαχερνών ανατέθηκε για φύλαξη στο Βενετό βάιλο Μινότο και τους άντρες του.
Για τους συμπατριώτες του, οι οποίοι επισκεύασαν μέρος από το κατεστραμμένο τείχος της Πόλης, ήταν εγκωμιαστικός. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι: «όπως σε όλα τα μέρη του κόσμου συμβαίνει να βρίσκει κανείς αξιόλογους άνδρες με ψυχή, πραγματικά βρέθηκαν μερικοί άξιοι και γενναίοι άνδρες και στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι ήταν Βενετοί ευγενείς και όχι Έλληνες. Οι Βενετοί λοιπόν αυτοί ξεκίνησαν να οχυρώσουν τα τείχη στα σημεία που είχαν καταστραφεί, με βαρέλια γεμάτα πέτρες και χώματα».
Σχέδιο της Αγίας Σοφίας το 1877
Επίσης για το «σπάσιμο» της πολιορκίας από τον Φλαντανελά με 3, από τα 4, γενοβέζικα πλοία αναφέρεται γενικά και αόριστα σε χριστιανικά πλοία και δεν κάνει καθόλου αναφορά στους θανάσιμους εχθρούς των Βενετών, τους Γενοβέζους, τους οποίους παρακάτω κατηγορεί ως «προδότες», «σκύλους», «εξωμότες της χριστιανικής πίστης και καταραμένους Γενοβέζους του Γαλατά, που προτίμησαν να προδώσουν τους χριστιανούς, για να φανούν φίλοι στον Τούρκο αυθέντη». Είναι τόσο σκληρός με τους Γενοβέζους, γιατί θεωρεί ότι αυτοί πρόδωσαν, προειδοποιώντας εγκαίρως τον Μωάμεθ, τη μοίρα βενετικών πλοίων που προσπάθησαν να βυθίσουν τα τουρκικά πλοία που είχαν περάσει στον Κεράτιο κόλπο.
Ακολούθως αποσιωπά την παρουσία του Ιωάννη Ιουστινιάνη και των στρατιωτών του στην Πύλη του Αγ. Ρωμανού: «Σ’ εκείνη την Πύλη, που ήταν πιο βασανισμένη από όλες τις άλλες, είχαμε τοποθετήσει για προστασία 300 άνδρες έτοιμους για μάχη και με καλό στρατιωτικό εξοπλισμό, οι οποίοι ήταν όλοι αλλοδαποί και κανένας Έλληνας, γιατί οι Έλληνες της Πόλης ήταν λιγόψυχοι …». Επιπλέον τους Έλληνες τους κατηγορεί για φιλαργυρία, γιατί αρνούνταν να μεταφέρουν στρατιωτικό εξοπλισμό στα τείχη χωρίς πληρωμή.
Ο Λεονάρδος καταλήγει με εκκλήσεις στον Πάπα να αναλάβει σταυροφορία για να εκδικηθεί τις συμφορές των χριστιανών, επειδή οι εχθροί έχουν φτάσει στο σημείο να κομπάζουν ότι θα περάσουν και την Αδριατική και θα επιτεθούν στην ίδια τη Ρώμη. Πάπας Νικόλαος Ε΄
Τελειώνω τις μαρτυρίες των ξένων για την Άλωση με την αναφορά του Λατίνου αρχιεπισκόπου Μυτιλήνης, του Λεονάρδου του Χίου. Ήταν Γενουάτης, γεννήθηκε στη Χίο και βρέθηκε στην Πόλη από τις 26 Οκτωβρίου 1452 ως μέλος της Παπικής πρεσβείας, που θα συζητούσε τις λεπτομέρειες για την ένωση των εκκλησιών. Έτσι έμεινε αποκλεισμένος στην πολιορκία της Πόλης, συνελήφθη στην Άλωση, αλλά κατόρθωσε να αποδράσει και να φτάσει στη Χίο. Από εκεί έστειλε αναφορά στον Πάπα Νικόλαο τον Ε΄ για τα τραγικά γεγονότα της Άλωσης, η οποία αναφορά μας διασώθηκε!
Ο Γενοβέζος ιερέας αποδίδει κι αυτός στους Έλληνες μειωτικούς χαρακτηρισμούς: «τους είχε κυριεύσει η ματαιοδοξία … ήταν αυθάδεις … είχαν περάσει πολλά χρόνια χωρίς πνευματική ζωή και παρέμεναν σκληρόκαρδοι …». Θεωρεί ότι η κύρια αιτία της Άλωσης ήταν το γεγονός ότι ουδέποτε έγινε ένωση των εκκλησιών, αλλά έγινε προσποιητή ένωση που οδήγησε στη μοιραία πτώση. Επιμένει ότι οι Έλληνες δεν πρέπει να μέμφονται κανέναν άλλον παρά αυτούς τους ίδιους, τους οποίους χαρακτηρίζει ως ισχυρογνώμονες και τους παραλληλίζει με τους Ιουδαίους, που αγνόησαν τις προειδοποιήσεις του Ιερεμία, αλλά και με τον Πρίαμο, που δεν έλαβε υπόψη τους χρησμούς της Κασσάνδρας.
Από την άλλη πλευρά κατηγορεί τους χριστιανούς που μάχονταν στο πλευρό του Μωάμεθ, τους οποίους αποκαλεί δορυφόρους του Αντίχριστου. Κατακρίνει τους συμπατριώτες του Γενουάτες του Πέραν, επειδή δεν τόλμησαν να κηρύξουν ανοιχτό πόλεμο εναντίον του Σουλτάνου.
Περιγράφει το μεγάλο κανόνι που έριχνε τεράστιες πέτρες στα τείχη. Αναφέρει τους Σέρβους «μιναδόρους» του Σουλτάνου από το Νοβόπροδον (Novo Brdo), που επιχείρησαν να υπονομεύσουν τα τείχη, αλλά εξουδετερώθηκαν χάρη στην εμπειρία του Γερμανού Γιόχανς Γκραντ. Περιγράφει την υπερνεώλκηση των τουρκικών πλοίων στον Κεράτιο κόλπο, τις θέσεις των υπερασπιστών και κρίνει ότι ήταν ολέθρια η εγκατάλειψη της θέσης του από τον Ιουστινιάνη, γιατί προκάλεσε πανικό. Στο τέλος περιλαμβάνει τις καταστροφές που προκάλεσαν οι κατακτητές και καταλήγει με εκκλήσεις στον Πάπα να αναλάβει σταυροφορία για να εκδικηθεί τις συμφορές των χριστιανών, επειδή οι εχθροί έχουν φτάσει στο σημείο να κομπάζουν ότι θα περάσουν και την Αδριατική και θα επιτεθούν στην ίδια τη Ρώμη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος larousse Britannica
“Η Άλωση με τα μάτια των ξένων, εφημ. Ελευθεροτυπία, Ιστορικά, 24 Μαΐου 2001″.
“Η Άλωση της Πόλης, εφημ. Ελευθεροτυπία, Ιστορικά, 25 Μαΐου 2000″.
Σ. Ράνσιμαν «Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως», Εκδόσεις Μπεργαδής, Αθήνα 1972.
http://maccunion.wordpress.com/2013/05/29/%CE%B7-%CE%AC%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CF%89%CE%BD%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%8D%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%AD%CF%83%CE%B1-%CE%B1%CF%80/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου