Πηγή: Δ. Ε. Ευαγγελίδη: Οι Λαοί του Αρχαίου Κόσμου, Θεσσαλονίκη 2005
Τετάρτη 9 Μαΐου 2012
Μη-συμβατική «Ιστορία των Κούρδων»;
Το ενιαίο Κουρδιστάν (σύμφωνα με την κουρδική άποψη)
Μη-συμβατική «Ιστορία των Κούρδων»;
Από μια ιστοσελίδα Κούρδων στην Ελλάδα (http://kourdistan.blogspot.com/p/blog-page_378.html), προσκείμενων προφανώς στο Πε-Κα-Κα (PKK), διαβάζουμε τα εξής περίεργα, σε ένα κείμενο χωρίς όνομα συγγραφέα:
“Οι Κούρδοι ανήκουν στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς. Το 1000 π.Χ. οι φυλές των Κούρδων εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της Μεσοποταμίας, στην περιοχή μεταξύ των λιμνών Ουρμίγια και Βαν, στα οποία κατοικούν ακόμη και σήμερα. Αυτές οι φυλές το 700-800 π.χ. ονομάστηκαν Μήδες (σημ. ΔΕΕ: Εννοεί τους Μήδους). Από την εποχή αυτή και επί αιώνες ήταν αναγκασμένοι να πολεμούν ενάντια στους Πέρσες, που βρίσκονταν πλησιέστερα και από την άλλη ενάντια στους Ασσύριους, που είχαν εγκαταστήσει στη Μέση Ανατολή την πιο άγρια δουλοκτητική αυτοκρατορία.
Οι Μήδες για να προφυλαχθούν από τους Ασσύριους ίδρυσαν την ομοσπονδία των Μηδικών φυλών. Το 740 π.χ. με την καθοδήγηση του βασιλιά Διοκάσιου (σημ. ΔΕΕ: sic!) ίδρυσαν το Βασίλειο των Μήδων, και το 612 π.Χ. στις 21 Μαρτίου κατέλαβαν την πρωτεύουσα των Ασσυρίων Νινευή. Για 100 χρόνια οι Μήδες κυριαρχούσαν στην περιοχή όμως το 550 π.Χ. δεν άντεξαν στις επιθέσεις των Περσών και ηττήθηκαν. Στο Κουρδιστάν, τότε, μαζί με τους Πέρσες σχηματίσθηκαν πολλά αποικιοκρατικά κράτη. Έτσι αρχίζει για το Κουρδιστάν η περίοδος κατάληψης και κατοχής του...”.
Να με συγχωρούν οι φίλοι Κούρδοι, αλλά αυτά τα περί προγόνων που «ίδρυσαν το Βασίλειο των Μήδων» μου θυμίζουν τα περί αρχαιομακεδονικής καταγωγής των Σκοπιανών. Η πρώτη μάλιστα παράγραφος του παραπάνω κειμένου είναι επιεικώς απαράδεκτη, από εθνολογική και ιστορική άποψη:
"Οι Κούρδοι ανήκουν στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς. Το 1000 π.χ. οι φυλές των Κούρδων εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της Μεσοποταμίας, στην περιοχή μεταξύ των λιμνών Ουρμίγια και Βαν, στα οποία κατοικούν ακόμη και σήμερα. Αυτές οι φυλές το 700-800 π.χ. ονομάστηκαν Μήδες (sic!)".
Η πραγματικότητα όμως είναι τελείως διαφορετική. Η κύρια εθνοτική ομάδα που απετέλεσε το βασικό συστατικό στοιχείο των σημερινών Κούρδων ήσαν οι Χουρρίτες και οι συγγενείς τους Ουράρτιοι, πανάρχαιοι λαοί καυκασιανής καταγωγής. Οι εκτάσεις γύρω από την λίμνη Βαν (Van) είχαν κατοικηθεί από χουρριτικούς πληθυσμούς ήδη από τις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. Το ζήτημα της προέλευσης αυτών των πληθυσμών και η θεωρία για μια πιθανή μετανάστευσή τους από την άλλη πλευρά της Κασπίας στην διάρκεια των προϊστορικών χρόνων παραμένoυν ανοικτά μέχρις ότου νεώτερα ευρήματα έλθουν στο φως (βλ. Gernot Wilhelm: The Hurrians-1994, σελ. 7). Παράλληλα είναι γνωστό ότι στις περιοχές γύρω από την λίμνη Βαν εντοπίζονται γύρω στο 1000 π.Χ. οι Ουράρτιοι, τους οποίους παλαιότερα θεωρούσαν απογόνους των Χουρριτών. Η σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα όμως και κυρίως οι μελέτες του μεγάλου Ρώσσου γλωσσολόγου Ιγκόρ Ντιακόνωφ (Igor M. Diakonoff), έδειξαν ότι η γλώσσα των Ουραρτίων και των Χουρριτών ήσαν μεν στενά συγγενείς και σχετίζονταν με τις σημερινές Καυκασιανές γλώσσες της λεγόμενης Βορειο-ανατολικής Ομάδας (Veinakh group), αλλά αποδείχθηκε ότι η Ουραρτιανή γλώσσα δεν υπήρξε μια νεώτερη συνέχεια της Χουρριτικής. Οι δύο γλώσσες αποτελούσαν δύο ανεξάρτητους κλάδους που εξελίχθηκαν από μια προγονική γλώσσα (Πρωτο-Χουρριτο-Ουραρτιανή, Proto-Hurrian-Urartian), η οποία διασπάσθηκε στους δύο προαναφερθέντες κλάδους ήδη από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. (βλ. G. Wilhelm: The Hurrians, ό.π. σελ. 3-4 και Cambridge Ancient History - Vol. III part 1, σελ. 321).
Οι Χουρρίτες, που αργότερα θα ιδρύσουν το περίφημο Βασίλειο του Μιταννί (στα μέσα του 16ου αιώνα π.Χ. περίπου), προωθούμενοι προς τα νοτιοδυτικά, διέσχισαν τον Ευφράτη και άρχισαν τις διεισδύσεις τους στην Άνω (βόρεια) Συρία, η οποία βρισκόταν κάτω από την εξουσία των Αμορριτών, ενός βορειοσημιτικού φύλου. Τα όρια εξάπλωσης της χουρριτικής κυριαρχίας στην Βόρεια Συρία θα επεκταθούν μέχρι τις λοφώδεις εκτάσεις στις υπώρειες της οροσειράς του Αμανού (Amanus, στην ανατολική πλευρά του σημερινού κόλπου της Αλεξανδρέττας) και αυτή η διαίρεση μεταξύ της «χουρριτικής ζώνης» και της «αμορριτικής ζώνης» ανταποκρίνεται στην σημερινή διαίρεση μεταξύ των «κουρδικών περιοχών» και των «αραβόφωνων περιοχών» (βλ. C.A.H. ό.π. σελ. 23).
Το Βασίλειο του Μιταννί στο ύψιστο σημείο επέκτασής του
(περ. 1500 π.Χ.)
Το Βασίλειο του Μιταννί κάτω από την ηγεσία της στρατιωτικής αριστοκρατίας των Ινδοάριων επικυριάρχων του (βλ. για λεπτομέρειες Robert Drews: The Coming of the Greeks, σελ. 61 και 141) θα κατακτήσει μεγάλες εκτάσεις και θα διαδραματίσει σημαντικότατο ρόλο στις πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις της Δυτικής Ασίας στην διάρκεια του 15ου αιώνα π.Χ. οπότε σημειώθηκε και το ύψιστο της ακμής του. Θα καταρρεύσει και θα εξαφανιστεί γύρω στο 1200 π.Χ. στην διάρκεια των μεγάλων μετακινήσεων πληθυσμών (Λαοί της Θάλασσας, Φρύγες, πρωτο-Αρμενικά φύλα) και των τεράστιων πολιτικο-στρατιωτικών ανακατατάξεων που ακολούθησαν (εξαφάνιση των Μυκηναϊκών Βασιλείων και της θαλασσοκρατορίας τους, πτώση του Νέου Βασιλείου στην Αίγυπτο, κατάρρευση της Χιττιτικής αυτοκρατορίας, ανάδυση της Ασσυριακής στρατιωτικής ισχύος κλπ).
Λίγους αιώνες αργότερα, στην διάρκεια του β΄ τετάρτου του 13ου αιώνα π.Χ. και στην περιοχή νοτιοανατολικά από την λίμνη Βαν και μέχρι τις πηγές του Μεγάλου Ζαμπ (Great Zab – αρχαιοελλ. Ζαπάτας), παραπόταμου του Τίγρη, εμφανίζεται για πρώτη φορά η ονομασία μιας νέας χώρας στις ασσυριακές επιγραφές, της «Ουρουάτρι – Uruatri/Uratri», την οποία ισχυρίζεται ότι κατέκτησε ο Ασσύριος αυτοκράτορας Σσαλμανεσέρ Ι (Shalmaneser, 1274-1245 π.Χ.). Όπως πιστεύουν ορισμένοι ερευνητές (βλ. Redgate 1998, σελ. 27) αυτή είναι η πρώτη ιστορική αναφορά στην χώρα της Ουραρτού ή τουλάχιστον μια ονομασία από την οποία προέκυψε αργότερα το όνομα Ουραρτού (βλ. C.A.H Vol. III part 1, σελ. 329) των ασσυριακών αναφορών, η Αραράτ (Ararat) των εβραϊκών πηγών. Η Ουραρτού, μετά από επικές συγκρούσεις με την πανίσχυρη Ασσυριακή αυτοκρατορία, στην οποία έγινε φόρου υποτελής κατά διαστήματα, θα υποταχθεί τελικώς στους Μήδους και θα προσαρτηθεί στην Μηδική αυτοκρατορία, μάλλον το 585 π.Χ. την χρονιά που τα μηδικά στρατεύματα θα προελάσουν στην Μ. Ασία μέχρι τον ποταμό Άλυ για να συγκρουσθούν με το Βασίλειο της Λυδίας.
Το Βασίλειο της Ουραρτού (9ος-6ος αι. π.Χ.)
Ως προς τους Μήδους τώρα: Οι Μήδοι, όπως και οι στενά συγγενείς τους Πέρσες, εμφανίζονται για πρώτη φορά στην Ιστορία χάρη σε μια καταγραφή του αυτοκράτορα Σσαλμανεσέρ ΙΙΙ (Shalmaneser, 858-824 π.Χ.) στα ασσυριακά Αρχεία το 836 π.Χ. όπου αναφέρει ότι επέβαλε φόρο υποτελείας στους ηγεμόνες κάποιων λαών των χωρών στα βόρεια σύνορα της Ασσυρίας, φτάνοντας μέχρι την γη των «Μάντα» (Mada = Μήδοι). Ένας συνηθισμένος όρος πάντως με τον οποίον οι Ασσύριοι και οι Βαβυλώνιοι αποκαλούσαν τους Μήδους, ήταν η έκφραση «Umman-manda», ένας γενικός όρος των λαών της Μεσοποταμίας για τα βαρβαρικά φύλα του Ζάγρου, που χρησιμοποιήθηκε επίσης για τους Κιμμέριους και Σκύθες επιδρομείς (βλ. για τον όρο αυτόν την ενδιαφέρουσα ανάλυση στο Robert Drews: The Coming of the Greeks – Princeton University Press 1988, Appendix Two, σελ. 226-230).
Σύμφωνα με την παράδοση, δημιουργός της Μηδικής Αυτοκρατορίας ήταν ο Διηόκης (και όχι Διοκάσιος, που μου θυμίζει μάλλον παραφθορά του ονόματος Δίων Κάσσιος, του γνωστού ιστορικού του 2ου/3ου αι. μ.Χ. συγγραφέα της πολύτομης «Ρωμαϊκής Ιστορίας»). Κατά τους υπολογισμούς των ερευνητών (βλ. A. T. Olmstead: History of the Persian Empire, 1948 – ελληνική έκδοση «Οδυσσέας» 2002, σελ. 70) και βάσει των στοιχείων που αναφέρει ο Ηρόδοτος (Α΄ 96-101), ο Διηόκης κυβέρνησε από το 728 μέχρι το 675 π.Χ. και υπήρξε ο ιδρυτής των πρωτεύουσας των Μήδων, Εκβάτανα (σημερινό Χαμαντάν, Hamadan). Οι Μήδοι θα υποτάξουν τα φύλα της περιοχής και μεταξύ αυτών και τους προγόνους των Κούρδων, οι οποίοι έχασαν βαθμιαία την ουραρτιανή γλώσσα τους και έγιναν ιρανόφωνοι.
Η Μηδική αυτοκρατορία θα υποταχθεί το 550 π.Χ. στον Κύρο ΙΙ τον Μέγα, υποτελή μέχρι τότε των Μήδων και ουσιαστικού ιδρυτή της αυτοκρατορίας των Περσών, στενά συγγενών (εθνοφυλετικά και γλωσσικά) των Μήδων. Τελικώς οι Πέρσες αντικατέστησαν τους Μήδους ως ιθύνουσα τάξη χωρίς ιδιαίτερους κλυδωνισμούς και όπως προσφυώς αναφέρθηκε από κάποιον σύγχρονο ιστορικό (Josef Weisenhöfer: Ancient Persia, 2004), στην Αυτοκρατορία σημειώθηκε απλώς «αλλαγή Διευθύνσεως».
Η Μηδική αυτοκρατορία
Ένας άλλος λαός του δυτικού Ιράν, εντοπιζόμενος στις ΝΑ περιοχές της σημερινής λίμνης Ουρμία (Urmia, αρχ. Ματιηνή), υπήρξαν οι Μανναίοι, η εθνολογική κατάταξη του οποίου αποτελούσε αντικείμενο διχογνωμίας μεταξύ των ερευνητών, θεωρούμενος άλλοτε ως ένα Ιρανικό φύλο που διείσδυσε και εγκαταστάθηκε μαζί με τους Μήδους στα δυτικά εδάφη του ιρανικού οροπεδίου (βλ. Ann-Elizabeth Redgate: The Armenians – London, 2000 σελ. 58 και C.A.H. Vol. III part 2 σελ. 128) και άλλοτε ως ένας μη-Αριοευρωπαϊκός λαός, πιθανόν ένα από τα φύλα των Χουρριτών ή των Ουραρτίων (βλ. Frye, Richard N.: The Heritage of Central Asia, 1996 σελ. 31 και Roux, Georges: Ancient Iraq – London 1992 σελ. 303).
Οι Μανναίοι (Mannaeans), όπως σήμερα γίνεται αποδεκτό, υπήρξαν ένα από τα Ιρανικά φύλα που κατέκλυσαν τις Δυτικές περιοχές του ιρανικού οροπεδίου, στις αρχές της Εποχής του Σιδήρου (1400/1300 π.Χ.). Κέντρο τους και ίσως η πρωτεύουσά τους, υπήρξε ο αξιόλογος οικισμός του 9ου αιώνα π.Χ., ο οποίος ήλθε στο φώς με τις ανασκαφές στην τοποθεσία Χασανλού (Hasanlu). Θα πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι τα παλαιότερα ανασκαφικά στρώματα, έδειξαν ότι η τοποθεσία είχε κατοικηθεί από την 6η χιλιετία π.Χ. (βλ. Redgate, 2000 ό.π. σελ. 29). Εικάζεται ότι οι Μανναίοι αναμίχθηκαν με κάποια μη-Ινδοευρωπαϊκά φύλα των περιοχών της οροσειράς του Ζάγρου, το σπουδαιότερο από τα οποία ήσαν οι Γκούτοι (Gutians), χουρριτικής καταγωγής, γεγονός που δικαιολογεί την σύγχυση για την καταγωγή τους.
Οι πρώτες μνείες Μανναίων πάντως γίνονται σε επιγραφές των Ασσυρίων αυτοκρατόρων Ασσούρ-νασιρπάλ ΙΙ (883-859 π.Χ.), αλλά και του διαδόχου του, Σσαλμανεσέρ ΙΙΙ (Shalmaneser, 858-824 π.Χ.), οι οποίοι είχαν πραγματοποίησει εκστρατείες εναντίον κάποιων απειλητικών φύλων στα βόρεια της οροσειράς του Ζάγρου, όπου μνημονεύεται η χώρα Μάννα ή Μαννάϊ (Manna/Mannai), προφανώς η περιοχή εγκατάστασης των Μανναίων (βλ. Potts, D. T.: The Archaeology of Elam - Cambridge 1999, σελ. 263).
Προς τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. οι Μήδοι έχουν αναδιοργανωθεί πλήρως και είναι έτοιμοι να αμφισβητήσουν την κυριαρχία των Ασσυρίων. Πραγματικά, οι Μήδοι θα κηρύξουν τον πόλεμο εναντίον της Ασσυρίας (615 π.Χ.) και αφού καταστρέψουν την αρχαία Ασσυριακή πρωτεύουσα Ασσούρ (Ashur) και ορισμένες άλλες σημαντικές πόλεις, θα συμμαχήσουν με τον Χαλδαίο βασιλιά της Βαβυλώνος Ναμποπαλασσάρ, τον ιδρυτή της Νεο-Βαβυλωνιακής Αυτοκρατορίας. Το 612 π.Χ. η Νινευϊ θα κυριευθεί και θα καταστραφεί ενώ ο τελευταίος νόμιμος βασιλεύς των Ασσυρίων, Σιν-Σαρ-Ισκούν (Sin-Shar-Ishkun), θα βρει φρικτό θάνατο μέσα στο φλεγόμενο ανάκτορό του.
Κατά την διανομή των Ασσυριακών κτήσεων, οι Βαβυλώνιοι θα προσαρτήσουν όλες τις εκτάσεις που περιλαμβάνονται στο Γόνιμο Ημισέληνο, ενώ οι Μήδοι κατέλαβαν τις περιοχές των υψιπέδων, την Ουραρτού (στην οποία ήδη κυριαρχούσαν οι Αρμένιοι), καθώς και την ανατολική Μ. Ασία.
Σύμφωνα πάντως με τις πλέον πρόσφατες απόψεις, οι Μήδοι προσάρτησαν οριστικά την περιοχή των Μανναίων στο Βασίλειό τους, μεταξύ των ετών 609 και 585 π.Χ. (βλ. C.A.H. Vol. ΙΙΙ part 2 σελ. 567). Μετά το θάνατο του Κυαξάρη, στο θρόνο της Μηδικής Αυτοκρατορίας θα ανέλθει ο γιος του, Αστυάγης (βαβυλ. Ishtuwigu - περσ. Arshtiwaiga = ακοντιστής, 585-550 π.Χ.), ο οποίος θα κληρονομήσει ένα αχανές Κράτος που περιλαμβάνει εκτός από την ανατολική Μικρά Ασία (μέχρι τον ποταμό Άλυ), το Δυτικό Ιράν, την Περσίδα (Φαρς), καθώς και μεγάλες εκτάσεις προς τα ανατολικά του Ιρανικού οροπεδίου.
Όπως φαίνεται όμως, δεν επρόκειτο ακριβώς για ένα ενιαίο και ομογενές κράτος. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν νεότεροι ερευνητές, η Μηδική αυτοκρατορία ήταν ουσιαστικά μία ομοσπονδία χωρών και λαών είτε Ιρανικής είτε μη Ιρανικής καταγωγής, οι οποίοι όμως ανεγνώριζαν την επικυριαρχία του βασιλιά των Μήδων. Επιβεβαίωση αυτής της καταστάσεως στην δόμηση της αυτοκρατορίας, αποτελεί και το γεγονός ότι ο παραδοσιακός τίτλος των Ιρανών ηγεμόνων τον οποίον έφεραν όταν ανέβαιναν στον θρόνο της Αυτοκρατορίας ήταν: Βασιλεύς των Βασιλέων (Shahan-shah, Σαχάν-σαχ στα περσικά).
Οι Μανναίοι θα συγχωνευθούν βαθμιαία και θα απορροφηθούν στην πλειοψηφία τους από τους Μήδους. Οι τελευταίες πάντως αναφορές Μανναίων προέρχονται από Βαβυλωνιακές πηγές στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. (C.A.H. Vol. ΙV σελ. 21-22).
Λίγο αργότερα, την εποχή της Περσικής Αυτοκρατορίας, δυτικά και νότια της λίμνης Ματιηνής, (σημερινή Ουρμία, Urmia), αναφέρονται από τον Ηρόδοτο (Γ΄ 94 – ΣΤ΄ 104 – Ζ΄ 78) οι Ματιηνοί. Ο Ηρόδοτος μνημονεύει (Α΄ 189) και τα όρη των «Ματιηνών» (...Ματιηνοίσι...), απ’ όπου πηγάζει ο ποταμός Γύνδης (ο σημερ. Ντιγιάλα, Diyala), στην περιοχή της Σουσιανής.
Ο ιστορικός του 2ου αιώνα π.Χ. Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης τους αναφέρει πάντως ως Ματιανούς, καθώς και ότι ήσαν γείτονες με τους Ελυμαίους, τους Αναριάκες και τους Καδουσίους.
Ο Στράβων, στην περιγραφή των χωρών και λαών του Ιρανικού οροπεδίου, αναφέρει (ΙΑ΄ VII. 2 και ΧΙΙΙ. 2) την περιοχή ως Ματιανή και την εντοπίζει στα δυτικά της Ατροπατινής Μηδίας και ανατολικά της Αρμενίας, χωρίς κάποια πληροφορία για τους κατοίκους της, που λίγο παρακάτω αποκαλεί επίσης Ματιανούς (ΙΑ΄ VΙΙΙ. 8).
Οι Ματιηνοί/Ματιανοί, θεωρούνται απόγονοι των Μανναίων, που όπως προαναφέρθηκε, γνωρίζουμε ότι είχαν εγκατασταθεί σε αυτήν ακριβώς την περιοχή.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν:
α. Το σημαντικότερο φυλετικό στοιχείο στην εθνογένεση των σημερινών Κούρδων υπήρξαν οι καυκασιανής καταγωγής Χουρριτικοί-Ουραρτιανοί πληθυσμοί που είχαν εγκατασταθεί ήδη από της αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. στις εκτάσεις ανάμεσα στις λίμνες Βαν και Ουρμία και γύρω από αυτές, δηλ. στην καρδιά των σημερινών κουρδικών περιοχών.
β. Το Βασίλειο της Ουραρτού θα υποταχθεί σταδιακά στους Σημίτες Ασσυρίους της Νεο-Ασσυριακής αυτοκρατορίας μέχρι την τελική εξαφάνισή του. Ένα τμήμα του πληθυσμού του διασκορπίστηκε στις γύρω γειτονικές περιοχές και θα επανεμφανισθεί αργότερα με ονομασίες που γνωρίζουμε από τις αρχαιοελληνικές πηγές ως Αλαρόδιοι, Χάλδοι (δεν πρέπει να συγχέονται με τους Σημίτες Χαλδαίους της Βαβυλωνίας), Κύρτιοι και Καρδούχοι (οι μετέπειτα Γορδυαίοι).
γ. Οι Μήδοι, όπως και οι συγγενείς τους φυλετικά και γλωσσικά Μανναίοι (Mannaeans), υπήρξαν ένα από τα Ιρανικά φύλα που κατέκλυσαν τις Δυτικές περιοχές του ιρανικού οροπεδίου, στις αρχές της Εποχής του Σιδήρου (1400/1300 π.Χ.). Μερικούς αιώνες αργότερα, οι Μήδοι, θα δημιουργήσουν την πανίσχυρη Μηδική αυτοκρατορία, μια από τις τέσσερεις Μεγάλες Δυνάμεις του αρχαίου κόσμου (οι άλλες τρεις: Αίγυπτος, Λυδικό Βασίλειο, Νεο-Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία) των αρχών του 6ου αιώνα π.Χ.
δ. Τους Μήδους θα διαδεχθούν (μάλλον ειρηνικά) οι Πέρσες (ένα άλλο ιρανικό φύλο), στενά συγγενείς των Μήδων, στην διοίκηση της αυτοκρατορίας, την οποία αναπτύσσουν βαθμιαία σε μια αχανή και πανίσχυρη δύναμη, που θα κυριαρχήσει στον τότε αρχαίο κόσμο. Στην διάρκεια των αιώνων της Μηδικής και Περσικής αυτοκρατορίας, οι πρόγονοι των σημερινών Κούρδων, υπήκοοι των Μεγάλων Βασιλέων της Δυναστείας των Αχαιμενιδών, θα χάσουν σταδιακά την χουρριτο-ουραρτιανή γλώσσα τους (που θα εξαφανιστεί) και θα εξιρανιστούν γλωσσικά. Η σημερινή τους γλώσσα ανήκει στην ιρανική ομάδα του λεγομένου ανατολικού κλάδου της Ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών.
ε. Οι Κούρδοι, μετά την κατάλυση της Περσικής αυτοκρατορίας από τον Μ. Αλέξανδρο, θα περάσουν διαδοχικά κάτω από την κυριαρχία του ελληνιστικού Βασιλείου των Σελευκιδών, των Πάρθων της Δυναστείας των Αρσακιδών, των Ρωμαίων, της νεοπερσικής αυτοκρατορίας των Σασσανιδών και του Βυζαντίου, των Αράβων του ισλαμικού Χαλιφάτου, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των χωρών που προέκυψαν από την διάλυσή της, χωρίς να έχουν επιτύχει μέχρι σήμερα την δημιουργία ενός ανεξαρτήτου εθνικού κράτους.
Πηγή: Δ. Ε. Ευαγγελίδη: Οι Λαοί του Αρχαίου Κόσμου, Θεσσαλονίκη 2005
Ετικέτες
Γλωσσικές οικογένειες,
Εθνολογία,
Ιστορία,
Κουρδικό,
Μ. Ανατολή,
Μη-συμβατικές θεωρίες
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου