"Το 1997 κυκλοφόρησε από τις
πανεπιστημιακές εκδόσεις του Πανεπιστημίου του Σικάγου ένα περίεργο βιβλίο,
γραμμένο στα πλαίσια της «μεταμοντέρνας» ιστοριογραφίας, δηλαδή της
στρατευμένης στην κατεύθυνση της παγκοσμιοποίησης και της αμερικανικής
εξωτερικής πολιτικής, νέας επιστημονικής ορθοδοξίας. Αναφέρομαι στο
διαβόητο «ιστορικό έργο» κάποιας Αναστασίας Καρακασίδου με τον τίτλο “Fields
of Wheat, Hills of Blood” («Χωράφια με σιτάρι, Λόφοι με αίμα»),
University of Chicago 1997, το οποίο κυκλοφόρησε πριν μερικά χρόνια και στα
ελληνικά με τον τίτλο «Μακεδονικές Ιστορίες και Πάθη»
(«Οδυσσέας», Αθήνα 2000).
Όπως έχω γράψει σε σχετικό άρθρο (βλ.
περιοδικό «Άρδην» τ. 66 - Αύγουστος-Οκτώβριος 2007): «…ήταν αναμενόμενο το ότι το συγκεκριμένο «έργο»
προβλήθηκε και διαφημίστηκε από γνωστούς «προοδευτικούς», «αριστερούς» και
«πολυπολιτισμικούς» κύκλους, ως το απαύγασμα της σύγχρονης ιστορικής ανάλυσης
και επιστημονικότητας! Συμβαίνει να είμαι δίγλωσσος Έλληνας της Μακεδονίας και
γνωρίζω καλά, όχι μόνον το ιδίωμα, αλλά και την ιστορία της ευρύτερης περιοχής
από προφορικές παραδόσεις και μελέτη ιστορικών στοιχείων. Ομολογώ ότι έφριξα
από τα λάθη, τις παρερμηνείες, τις σκόπιμες διαστρεβλώσεις και την
«επιστημονική» μεθοδολογία αυτού του ψευδοϊστορικού «πονήματος». Ούτε λίγο ούτε
πολύ η συγγραφεύς ισχυρίζεται ότι οι πληθυσμοί της Μακεδονίας είχαν ρευστή και
ασαφή εθνική συνείδηση, γεγονός που εκμεταλλεύθηκαν οι Έλληνες και οι
Βούλγαροι, για να τους επιβάλλουν εκ των υστέρων την ελληνική και βουλγαρική, κατά
κύριο λόγο με την βοήθεια της Εκκλησίας τους (Πατριαρχική-Εξαρχική) και των
σχολείων τους (ελληνικά-βουλγαρικά), αντίστοιχα…».
Όπως υποστηρίζει η κα Καρακασίδου, ο
«μακεδονικός αγώνας» των αρχών του 20ου αιώνα δεν ήταν τίποτε άλλο από το
αποκορύφωμα του ανταγωνισμού των ελληνικών και βουλγαρικών εθνικών ελίτ για την
διεύρυνση των εμπορικών τους συμφερόντων στην Μακεδονία (ό.π. σελ. 197):
«…Αυτές οι προσπάθειες ελλήνων και
πατριαρχικών αγωνιστών, που καθοδηγούνταν συνήθως από οικονομικά συμφέροντα,
οράματα αλυτρωτισμού ή θρησκευτικό ζήλο, υπήρξαν καθοριστικές για το
μετασχηματισμό ορισμένων χριστιανών κατοίκων της Μακεδονίας σε μαχητική
ελληνική ομάδα…» (ό.π. σελ. 180-181).
«…τα εμπορικά οικονομικά συμφέροντα
έδιναν το υπόβαθρο της σύγκρουσης για τη Μακεδονία…» (ό.π. σελ. 194).
«…οι πρώτες δεκαετίες του εικοστού
αιώνα ήταν μια περίοδος έντονης οικοδόμησης έθνους στη Μακεδονία…» (ό.π.
σελ. 198).
Επί πλέον η συγγραφέας απορρίπτει και
διαγράφει μονοκονδυλιά όλους τους ξεπερασμένους και οπισθοδρομικούς, κατά την
γνώμη της, Έλληνες ιστορικούς, τωρινούς και παλαιότερους, ισχυριζόμενη ότι:
«…Η ελληνική εθνική ιστοριογραφία
απέτυχε γενικά να αντιμετωπίσει το κρίσιμο ζήτημα του πώς αναδείχτηκε αρχικά η
ελληνική εθνική ή εθνοτική συνείδηση και με ποιο τρόπο μεταβιβάστηκε και
αναπαράχθηκε μέσα στο χρόνο…» (ό.π. σελ. 170).
Όσο για το τι είναι αυτή η «εθνοτική»
συνείδηση, σύμφωνα με τις μεταμοντέρνες σαπουνόφουσκες, είναι ένα προδρομικό
στάδιο για την δημιουργία εθνικής συνείδησης. Όπως μάλιστα αναφέρει η ίδια στην
Εισαγωγή: «…οι εθνοτικές ομάδες είναι βασικά ομάδες συμφερόντων…» (ό.π.
σελ. 63).
Με άλλα λόγια η εθνική συνείδηση δεν
είναι ένα πνευματικό γεγονός, αλλά ένα προϊόν οικονομικών διαδικασιών και
αποτέλεσμα υλικών επιδιώξεων!
Επί πλέον όλη η φαιδρή επιχειρηματολογία
των γνωστών εθνοφοβικών «προοδευτικών» κύκλων, που την λουστήκαμε κατά κόρον
τον τελευταίο καιρό με αφορμή το βιβλίο «ιστορίας» της ΣΤ΄ Δημοτικού, είναι
καταγεγραμμένη στο «πόνημα» αυτό (*). Έτσι, η εκτεταμένη αναφορά
της συγγραφέως στον "πατριάρχη" του εθνομηδενισμού καθηγητή κ. Α. Λιάκο για την
«βοήθειά» του (ό.π. Πρόλογος, σελ. 33) δεν με εξέπληξε.
______________________________
(*) Όπως π.χ.
ότι οι προύχοντες και ο ανώτερος κλήρος κατέφυγαν μετά την έκρηξη της
επανάστασης του 1821 στην Τριπολιτσά «όπου βρήκαν καταφύγιο υπό την προστασία
του τουρκικού στρατού (σελ. 164), ότι το Πατριαρχείο ήταν αντίθετο στον
ελληνικό αγώνα για την ανεξαρτησία (σελ. 167), ότι Πατριαρχείο και Φαναριώτες
αντιτάχθηκαν στην δημιουργία ανεξάρτητου Βασιλείου (σελ. 179), περί κρυφού
σχολειού ως θρύλου (σελ. 186-189), ότι «ο εθνικισμός δημιουργεί τα έθνη» (σελ.
72), ότι ο εθνικισμός είναι μια «σκοτεινή, στοιχειώδης, απρόβλεπτη δύναμη
αρχετυπικής φύσης, που απειλεί την γαλήνια ευταξία της πολιτισμένης ζωής (σελ.
173) και άπειρες τέτοιες μεταμοντέρνες και νεοταξίτικες ανοησίες.
Κάτω από το πρίσμα των πρόσφατων
εξελίξεων μπορώ μάλιστα να ισχυριστώ ότι η «έρευνα» και το βιβλίο της
Καρακασίδου (αναπληρώτριας καθηγήτριας πλέον στο Κολλέγιο Wellesley των Η.Π.Α.)
απετέλεσε μια δοκιμή για τις αντιδράσεις και κυρίως τις αντιστάσεις της
νεοελληνικής κοινωνίας στο οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης και της πνευματικής
/ πολιτισμικής πολτοποίησης των λαών, αλλά και των μεθόδων και των μέσων που
πρόκειται να χρησιμοποιηθούν..."
Η συχνή βιβλιογραφική αναφορά του πονήματος της
Καρακασίδου στο βιβλίο της Ρόμπου, δεν μας εντυπωσίασε, μια και ήταν αναμενόμενη.
Ίδιες στοχεύσεις, ίδιες ασυναρτησίες και ψευδο-επιστημονικά «κορακίστικα», ίδια
αυθαίρετα συμπεράσματα, ίδιες πορείες, ίδια κέντρα. Και μια και αναφέρθηκα σε «αυθαίρετα
συμπεράσματα» θα παραθέσουμε συγκεκριμένα παραδείγματα, ώστε να αποφύγουμε
εύκολες κατηγορίες για εμπάθεια προς το νέο αστέρι του εθνοφοβικού Πανθέου.
Επιλέγω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τα
πολυάριθμα που μπορεί να εντοπίσει ένας προσεκτικός και «υποψιασμένος»
αναγνώστης. Στην σελίδα 296 του «Παραρτήματος Α» στο τέλος του βιβλίου γράφονται
τα εξής απίθανα: «Οι ελληνικές πηγές,
ανταποκρινόμενες στην επίσημη αναγνώριση ενός βουλγαρικού μιλλέτ από την Πύλη
καθώς και την συνακόλουθη εσωτερική διάσπαση των σλαβόφωνων της Μακεδονίας κατά
τον 19ο αιώνα, χρησιμοποίησαν τους όρους Ελληνοβούλγαροι (για τους Πατριαρχικούς) και Βουλγαροσλάβοι (για τους Εξαρχικούς) προκειμένου να αναφερθούν στις
δύο διακριτές κατηγορίες γηγενών»! Αγνοώ από πού ξετρύπωσε αυτούς τους
φαιδρούς όρους η συγγραφέας και κυρίως ποιες είναι αυτές οι «ελληνικές πηγές»,
στις οποίες αναφέρεται γενικά και αόριστα. Πώς τα τεκμηριώνει αυτά; Πότε και
πού χρησιμοποιήθηκαν αυτοί οι όροι; Πρόκειται για κάποια επίσημα έγγραφα ή
απλώς δημοσιογραφικές καταγραφές καφενειακών συζητήσεων του τύπου «δεξιότερα
Κουροπάτκιν!»; Άγνωστον. Ισχυρίζομαι
λοιπόν ότι αυτοί οι ήκιστα σοβαροί «όροι» χρησιμοποιήθηκαν από κάποιον
ημιμαθή γραφειοκράτη κάποιου Υπουργείου είτε ακόμη χειρότερα από κάποιον ανόητο
πολιτικάντη προς επίδειξη γνώσεων και πρωτοτυπίας. Και τελικώς από ποιούς
«υιοθετήθηκαν» αυτοί οι όροι, όπως αναφέρει αμέσως παρακάτω από το απόσπασμα
που παρέθεσα και πώς αποδεικνύεται αυτή η «υιοθεσία»; Υπάρχει κάποιο κρατικό
έγγραφο; Κάποιο επίσημο κείμενο; Κάποια δήλωση ή τοποθέτηση στην Βουλή ή στις
εφημερίδες της εποχής; Τίποτε. Niente. Nada.
Προφανώς ο στόχος είναι η διακωμώδηση του ελλαδικού
κράτους και της εθνικής πολιτικής (αποτυχημένης ή όχι είναι μια άλλη μεγάλη
συζήτηση). Θα μπορούσε άραγε κάποιος σοβαρός επιστήμονας να περιγράψει μια
πληθυσμιακή ομάδα Καθολικών με διαφορετική εθνικότητα ως «Γερμανοκινέζους», ή
μια ομάδα Μουσουλμάνων ως «Γαλλοπακιστανούς»; Δεν θα γινόταν καταγέλαστος; Προς
τι λοιπόν αυτό το άσχετο και ατεκμηρίωτο υποκεφάλαιο;
Τα επόμενα υποκεφάλαια ανήκουν στην ίδια κατηγορία και επίπεδο με την διαφορά ότι σε αυτά υπάρχουν κάποιες παραπομπές, όχι βέβαια σε αξιόπιστες έρευνες και συγγράμματα, αλλά στο βιβλίο του …Κωστόπουλου.
Πρόκειται για το πολυδιαφημισμένο προπαγανδιστικό
κατασκεύασμα του γνωστού «Ιού» της αλήστου μνήμης «Ελευθεροτυπίας» Τάσου
Κωστόπουλου: «Η απαγορευμένη γλώσσα» (2000) που εξακολουθεί να αποτελεί το
«λάβαρο» των σκοπιανολάγνων, αλλά και όλου του συρφετού των εθνομηδενιστών,
αποτελώντας πια “must” για
οποιαδήποτε και οποιονδήποτε ασχολείται με αυτά τα ζητήματα και κυρίως για
εκείνες/εκείνους που κατέχονται από φοβικά σύνδρομα μήπως κατηγορηθούν ως
«εθνικιστές», «ακροδεξιοί» ή «φασίστες» από τους ασκούντες, εδώ και δεκαετίες, ιδεολογική τρομοκρατία «νέο-αριστερούς»
κάθε απόχρωσης και επιπέδου.
Βεβαίως ανάλογες επιλεκτικές παραπομπές
διανθίζουν ολόκληρο το βιβλίο, όπως στον αμφιλεγόμενο Λόριγκ Ντάνφορθ για τα …επιτεύγματα του οποίου υπάρχει το
εξαιρετικό άρθρο της Μαρίας Τσοσκούνογλου (περιοδικό Άρδην τ. 67 – Δεκέμβριος
2007) με τίτλο: Ένας πολύ τυχερός άνθρωπος ή η λαμπρή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία
του Λ. Ντάνφορθ στην Ελλάδα, καθώς και περισσότερες λεπτομέρειες στο αφιέρωμα
με τίτλο «Λόριγκ Ντάνφορθ: Ο ...εργολάβος των Σκοπίων» εδώ:
Εννοείται ότι δεν υπήρχε περίπτωση να λείπει και η επίσης γνωστή και μη εξαιρετέα Ολλανδέζα Βαν Μπουσχότεν, καθηγήτρια ελληνικού (!) πανεπιστημίου (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), την οποία πληρώνουν οι Έλληνες φορολογούμενοι για να υπονομεύει την χώρα μας και την εξωτερική της πολιτική.
Τελικώς, το ατυχές αυτό πόνημα για τις «Επιτηρούμενες ζωές», όχι μόνον δεν πρόσφερε κάτι ουσιαστικό στην έρευνα, αλλά δημιούργησε και πολλές παρενέργειες όταν έγινε αντιληπτό από τους κατοίκους των περιοχών όπου «εκτελέστηκε» η έρευνα, οι οποίοι έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι αυτά που είχαν αναφέρει στις συνεντεύξεις αλλοιώθηκαν στην καλύτερη περίπτωση ή διαστρεβλώθηκαν στην χειρότερη.
Παραθέτω απόσπασμα επιστολής διαμαρτυρίας (18 Ιανουαρίου 2017) του
τότε δημοδιδασκάλου στο χωριό Βαμβακόφυτο Σερρών κ. Γιώργου Καλίγκα όπου
αναφέρονται τα εξής αποκαλυπτικά για το είδος της «έρευνας» που
πραγματοποιήθηκε στις περιοχές της ανατολ. Μακεδονίας:
«…Εξεπλάγην όμως δυσάρεστα, και αυτός είναι ο
λόγος για τον οποίο γράφω αυτά, όταν είδα ότι εκεί υπάρχει αναφορά για
κάποιο γλωσσικό ιδίωμα, που χαρακτηρίζεται Σλαβομακεδόνικο, ότι η
χρήση του όρου ντόπιος γίνεται για προσδιορισμό μιας ιδιαίτερης
εθνοπολιτισμικής ομάδας, ότι τα σλάβικα ήταν η μητρική γλώσσα πολλών
κατοίκων κλπ, για την οποία αναφορά εγώ δεν ήμουν ενήμερος ότι θα
γινόταν, και εάν ήμουν, δε θα συμφωνούσα να συμμετέχω στο πρόγραμμα
σας. Στο κάτω κάτω, δε σας χρωστάω τίποτα και ούτε επιτρέπω σε κανέναν
να κάνει παιχνίδια χρησιμοποιώντας εμένα. Και γιατί, παρακαλώ, δε με
ενημέρωσε κανείς σας για την ύπαρξη αυτών των ιστοσελίδων; Δε νομίζετε
ότι είχατε ηθική υποχρέωση να το κάνετε; […]
Έρχεται
στη συνέχεια και η κ Μαρίκα Ρόμπου – Λεβίδη με το βιβλίο που εκδίδει το
Μάιο του 2016 από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» και που φέρει τον τίτλο
«Επιτηρούμενες Ζωές». Για τη συγγραφή του αντλεί στοιχεία από το epth,
αφού βρεθήκαμε στον ίδιο χώρο στις 24-2-2001. Στο βιβλίο της αυτό, εκτός
των άλλων, περιγράφει και έναν οργανοπαίκτη μας, που δεν έχει πάει ούτε
στο δημοτικό σχολείο και κάνει έναν σκληρό αγώνα για την επιβίωσή του, με
τρόπο υποτιμητικό θα έλεγα. Ακόμα, διαβάζοντάς το κανείς, αποκομίζει την
εντύπωση ότι, εμείς εδώ στις παραμεθόριες περιοχές, έχουμε στήσει
φάμπρικα και δεν κάνουμε κάτι άλλο, εκτός από το να μεταφράζουμε
τραγούδια από κάποια άλλη γλώσσα, στην Ελληνική! Έλεος! Έχουμε πιο σοβαρά
προβλήματα να ασχοληθούμε. Και πώς έγινε κ Ρούμπου και δεν μπορέσατε να
επικοινωνήσετε, όντας σε ένα χωριό, με το δάσκαλο στον οποίο αναφέρεστε
στη σελίδα 89, σημ. 30, του βιβλίου σας- «Μόνο σε μια κοινότητα –το
Βαμβακόφυτο Σερρών- η μετάφραση κάποιων τραγουδιών αποδόθηκε από τους
κατοίκους της σε άντρα που ήταν δάσκαλος στο τοπικό δημοτικό
σχολείο»- και να ενημερωθείτε από «πρώτο χέρι» γι αυτό που έγινε με τα
τραγούδια μας; Ο Παπάς, ο Πρόεδρος και ο δάσκαλος φαίνονται στο χωριό κι
όποιον κι αν ρωτούσατε θα σας βοηθούσε να τον βρείτε. Ή μήπως δε σας βόλευε να τον βρείτε;»
Όπως
πληροφορούμαι η υπόθεση θα έχει και συνέχεια μια και οι κάτοικοι των χωριών
έχουν ξεσηκωθεί και ετοιμάζονται για νομικές ενέργειες.
Στο «Δια ταύτα» λοιπόν η προσωπική μου
τοποθέτηση είναι η εξής: Το βιβλίο αυτό
απορρίπτεται «Επί της Αρχής, κατ’ άρθρον
και επί του συνόλου». Όσο για την συγγραφέα η απάντησή μου
είναι η ακόλουθη:
«Αυτά τα ισοπεδωτικά ιδεολογήματα που
παρήγαγε ο ξεπερασμένος μαρξιστικός διεθνισμός και παράγει ο νεοφιλελεύθερος
παγκοσμιοποιητικός κοσμοπολιτισμός, είναι επικίνδυνα για κάθε ευνομούμενη
Πολιτεία, από την σκοπιά της αναγκαίας κοινωνικής συνοχής και ομοψυχίας,
αποτελούν δε αφηγήματα, που καλλιεργούν διχαστικές λογικές και εθνοτικά μίση. Δυστυχώς,
όταν οι επιστήμες και οι επιστήμονες στρατεύονται σ’ αυτά ακυρώνουν και την όποια
επιστήμη τους και τον εαυτό τους».
Δ.Ε.Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου