Ο φρικτός θάνατος του Καντάφι...
του Βέρνερ Ρουφ *
από το Άρδην τ. 107-8 που κυκλοφορεί
Τον Δεκέμβριο του 2007, ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί υποδέχτηκε με μεγάλη λαμπρότητα στο Παρίσι τον Μουαμάρ Καντάφι: μια τεράστια έκταση μπροστά στα Ηλύσια Πεδία εκκενώθηκε, έτσι ώστε ο Λίβυος δεσπότης να μπορέσει να στήσει τη «λαογραφική» σκηνή της ερήμου στην καρδιά του Παρισιού. Στα ΜΜΕ παρουσιάστηκε μια φαινομενικά άθραυστη φιλία μεταξύ ανδρών, που θεμελιώθηκε κατόπιν με μια πολύ εγκάρδια επίσκεψη του Σαρκοζί στη Τρίπολη.
Σχεδόν 4 χρόνια αργότερα, η Γαλλία μετατράπηκε σε ακραίο υποστηρικτή του πολέμου κατά του Λίβυου ηγέτη: Στις 16/2/2011 ξεκίνησε η εξέγερση στη Βεγγάζη. Ήδη, στις 10 Μαρτίου, ο Σαρκοζί υποδέχτηκε στο Παρίσι εκπροσώπους του «Εθνικού Μεταβατικού Συμβουλίου» που είχε σχηματιστεί στη Βεγγάζη, και το ανεγνώρισε ως τον μοναδικό εκπρόσωπο του λαού της Λιβύης, αν και τα περισσότερα μέλη του ήταν άγνωστα, ενώ ήταν άγνωστο και το ποιον εκπροσωπούσαν. Την ίδια στιγμή, η Γαλλία προσπάθησε να πάρει εντολή από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη δημιουργία ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στη Λιβύη, κάτι που απέρριψαν τα υπόλοιπα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ. Παράλληλα, κάλεσε το ΝΑΤΟ να επέμβει, το οποίο όμως απέρριψε, με το επιχείρημα ότι για κάτι τέτοιο χρειαζόταν μια απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, καθώς και την πρόσκληση από την περιφερειακή οργάνωση του Αραβικού Συνδέσμου. Αμέσως, στις 11 Μαρτίου, ο Αραβικός Σύνδεσμος, που κυριαρχούνταν από τις χώρες του Κόλπου, παρείχε την απαραίτητη απόφαση. Χωρίς χρονοτριβή, στις 17 Μαρτίου, μετά την έγκριση του ψηφίσματος 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η οποία θέσπισε μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, η Γαλλία ξεκίνησε (μαζί με τη Μ. Βρετανία) τον μαζικό βομβαρδισμό λιβυκών στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Στις 20 Οκτωβρίου, ο Καντάφι συνελήφθη και σκοτώθηκε.
Σίγουρα θα ήταν υπεραπλουστευμένο να πιστέψει κανείς ότι ο Σαρκοζί ήθελε με τον παραμερισμό του Καντάφι, να σβήσει τα ίχνη των 50 εκατομμυρίων δολαρίων που φέρεται να έλαβε από αυτόν για την εκλογική του εκστρατεία για την προεδρία. Επίσης, η Λιβύη ήταν παραδοσιακά ένας σημαντικός εισαγωγέας όπλων από τη Γαλλία. Μόνο κατά τα έτη 2005-2009, τα κράτη μέλη της ΕΕ προμήθευσαν τη Λιβύη με όπλα αξίας περίπου ενός δισεκατομμυρίου ευρώ. Στην κορυφή των εξαγωγέων βρίσκονταν η Ιταλία με 287 εκατομμύρια, στη δεύτερη θέση η Γαλλία, η οποία ήδη στη δεκαετία του 1970 είχε παραδώσει 110 πολεμικά αεροσκάφη Μιράζ στη Λιβύη, με 210 εκατομμύρια, ακολουθούμενη από τη Βρετανία με 119 εκατομμύρια και τη Γερμανία με 83 εκατομμύρια. Στοιχεία για τα προηγούμενα χρόνια δεν είναι διαθέσιμα, καθώς το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ επέβαλε, από το 1986 έως το 2004, εμπάργκο στις εξαγωγές όπλων προς τη Λιβύη.
Το αφρικανικό όνειρο του Καντάφι
Ο Καντάφι, από τότε που ανέλαβε την εξουσία, είχε δει στην πολιτική της ενοποίησης την ευκαιρία να μεγεθύνει την επιρροή των πρώην αποικιών (και ιδιαίτερα της Λιβύης!) στην παγκόσμια πολιτική. Μετά την αποτυχία πολλών προσπαθειών συγχώνευσης με αραβικές χώρες, στράφηκε, κατά τα τελευταία έτη, ιδιαίτερα στην Αφρική, κάνοντας κεντρική πλατφόρμα της πολιτικής του την Αφρικανική Ένωση. Συγχρόνως, χρησιμοποίησε με συνέπεια τους τεράστιους οικονομικούς πόρους της αραιοκατοικημένης χώρας του για τη στήριξη των φτωχών αφρικανικών «αδελφών».
Ένα συγκεκριμένο εργαλείο της πολιτικής για την Αφρική του Καντάφι ήταν το σχέδιο για έναν αφρικανικό δορυφόρο επικοινωνιών (AFSAT), το οποίο θα υλοποιούνταν από κοινού με τον Αφρικανικό Οργανισμό για Δορυφορικές Επικοινωνίες και θα χρηματοδοτούνταν κατά κύριο λόγο από τη Λιβύη. Σχέδιο που θα κόστιζε μόνο 400 εκατομμύρια δολάρια. Μέχρι τότε, τα κράτη της Αφρικής έπρεπε να πληρώνουν ετησίως το ποσό των 500 εκατομμυρίων δολαρίων για τη χρήση ενός ευρωπαϊκού δορυφόρου. Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο πρόγραμμα όμως ήταν η υλοποίηση μιας αφρικανικής νομισματικής ένωσης, η οποία επρόκειτο να γίνει άμεσα: Από το 2011, θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί μέσω τριών θεσμικών οργάνων:
α) Ίδρυση της Αφρικανικής Τράπεζας Επενδύσεων, με έδρα τη Σύρτη (Λιβύη).
β) Δημιουργία ενός Αφρικανικού Νομισματικού Ταμείου, με έδρα τη Γιαουντέ (Καμερούν), με κεφάλαια ύψους 42 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
γ) Ίδρυση της Αφρικανικής Κεντρικής Τράπεζας στην Αμπούγια (Νιγηρία), για τη θέσπιση ενός αφρικανικού νομίσματος.
Για την κεφαλαιοποίηση αυτών των ιδρυμάτων θα χρησιμοποιούνταν τα περιουσιακά στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Λιβύης, περίπου τριάντα δισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία είχε παγώσει η κυβέρνηση Ομπάμα. Επίσης, γι ‘αυτό το γιγάντιο πρόγραμμα ήταν διαθέσιμοι και 144 τόνοι χρυσού, αξίας έξι δισεκατομμυρίων δολαρίων, καθώς και τα αποθέματα αργύρου περίπου της ίδιας αξίας, που είχε συσσωρεύσει ο Καντάφι, όπως είχε αναφέρει το 2011 το BBC, επικαλούμενο στοιχεία του ΔΝΤ.
Στο Foreign Policy Journal, ο Χοφ διερεύνησε για ποιο λόγο η Δύση και ειδικότερα η Χίλαρι Κλίντον, επιδόθηκαν στην ανατροπή του Καντάφι. Μέχρι την παραμονή της υιοθέτησης του ψηφίσματος 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η κυβέρνηση των ΗΠΑ και ιδιαίτερα ο υπουργός Άμυνας, Ρόμπερτ Γκέιτς, ήταν κατά της ένοπλης επέμβασης. Όμως, η Χίλαρι Κλίντον και η πρέσβειρα των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, Σούζαν Ράις, κατάφεραν να μεταπείσουν τον Ομπάμα. Από την ανάλυση των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προκύπτει ότι: Η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ αποδέχτηκε σιωπηρά ότι οι αντάρτες διαπράττουν εγκλήματα πολέμου, ότι οι Αμερικανοί στρατιωτικοί εκπαιδευτές θα αποσταλούν στη Λιβύη και ότι η Αλ Κάιντα θα συμπεριληφθεί στην αντιπολίτευση. Επίσης, υποστηρίχτηκαν οι ισχυρισμοί για το βιάγκρα και οι μαζικοί βιασμοί. Επιπλέον, κάποιοι ανησυχούσαν και για τα αποθέματα του Καντάφι σε χρυσό και ασήμι.
Επίσης, τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου επιβεβαιώνουν ότι η Κλίντον γνώριζε ότι δεκάδες χιλιάδες Αφρικανοί εργαζόμενοι στη Λιβύη βασανίστηκαν από τους αντάρτες και δολοφονήθηκαν σε εθνοκαθάρσεις. Επιπλέον, εκφράστηκε σαφώς το κίνητρο της Γαλλίας. Ο Χοφ επικαλείται αποσπάσματα από τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: «Αυτός ο χρυσός […] θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία ενός παναφρικανικού νομίσματος, το οποίο βασιζόταν στο λιβυκό χρυσό δηνάριο. Αυτό το σχέδιο [Καντάφι, WR] θα παρείχε στις γαλλόφωνες αφρικανικές χώρες μια εναλλακτική λύση ως προς το αφρικανικό γαλλικό φράγκο (CFA). «Με την καταστροφή της κρατικής υπόστασης της Λιβύης εξαφανίστηκε, χωρίς κανένα ίχνος, ο γιγαντιαίος θησαυρός σε χρυσό και ασήμι».
Η ισχύς της Γαλλίας στην Αφρική
Το φράγκο CFA, όπως ονομάζεται το έγκυρο νόμισμα στις πρώην γαλλικές αποικίες, είναι αποτέλεσμα της διάσκεψης του Μπρέτον Γουντς, στην οποία αναδιοργανώθηκε το 1944 το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα. Με τη δημιουργία μιας ειδικής νομισματικής ζώνης, της Communauté Financière d’Afrique (CFA), η Γαλλία κατόρθωσε να δέσει στο άρμα της τις πρώην αποικίες της: το φράγκο CFA στηρίζεται και ελέγχεται από την Κεντρική Τράπεζας της Γαλλίας, στην οποία έχει κατατεθεί το 85% των αποθεμάτων. Αποφάσεις σχετικά με την αλλαγή της ισοτιμίας λαμβάνονται στο Παρίσι χωρίς διαβούλευση με τους Αφρικανούς εταίρους, όπως κατά την υποτίμηση του φράγκου CFA το 1994. Εξασφαλισμένη είναι και η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων μεταξύ του γαλλικού φράγκου και του χώρου του φράγκου CFA.
Με τη δημιουργία της ευρωζώνης το σύστημα αυτό παρέμεινε: Η Γαλλία ήταν υποχρεωμένη απλώς να ενημερώνει την ΕΕ σχετικά με τις αλλαγές στις υφιστάμενες συμφωνίες. Θεωρητικά υπάρχουν δύο CFA, το φράγκο BCEAO, που περιλαμβάνει την πρώην γαλλική Δυτική Αφρική, δηλαδή τις χώρες του Μπενίν, Μπουρκίνα Φάσο, Ακτή Ελεφαντοστού, Γουινέα-Μπισάου, Μάλι, Νίγηρα, Σενεγάλη και Τόγκο, και το φράγκο BEAC, το οποίο εμπεριέχει την πρώην γαλλική Κεντρική Αφρική (Ισημερινή Γουινέα, Γκαμπόν, Καμερούν, Δημοκρατία του Κονγκό, Τσαντ και Κεντροαφρικανική Δημοκρατία). Αυτή η διάκριση δεν μεταβάλλει τη μετατρεψιμότητα των νομισμάτων. Στην πραγματικότητα, αυτό το σύστημα εγγυάται την απρόσκοπτη πρόσβαση της Γαλλίας στις αφρικανικές αγορές και έναν ασφαλή εφοδιασμό με φθηνές και στρατηγικά σημαντικές πρώτες ύλες (πετρέλαιο, ουράνιο, διαμάντια, χρυσό). Η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων διευκολύνει τον ανεμπόδιστο επαναπατρισμό των κερδών και του μαύρου χρήματος από τη διαφθορά.
Το καθεστώς του CFA αποτελεί σημαντική βάση για τη δημιουργία του λεγόμενου «Françafrique», δηλαδή του συστήματος λεηλασίας της Αφρικής, των εγκληματικών πρακτικών των γαλλικών ομίλων επιχειρήσεων (πλαισιωμένων από την πολιτική), που φθάνουν από τη διαφθορά μέχρι το λαθρεμπόριο όπλων και τις δολοφονίες. Η κυριαρχία της Γαλλίας εξασφαλίζεται μέσω στρατιωτικών βάσεων σε πολλές από τις πρώην αποικίες της, όπως το Τζιμπουτί, Ακτή Ελεφαντοστού, Γκαμπόν, Καμερούν, Σενεγάλη, Τόγκο, Τσαντ, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Οι συμφωνίες αυτές συνήθως προέρχονται από την εποχή της ανεξαρτησίας (1960), το περιεχόμενο των οποίων είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό μυστικό. Το ότι η Γαλλία χρησιμοποιεί τον στρατό της απλόχερα για να εξασφαλίζει την κυριαρχία της αποδεικνύεται από το γεγονός ότι από την εποχή της ανεξαρτησίας των χωρών αυτών, έγιναν περισσότερες από πενήντα στρατιωτικές επεμβάσεις – κατά μέσο όρο, δηλαδή, μία φορά τον χρόνο.
Το τέλος του Καντάφι
Γεγονός αναμφισβήτητο θα μπορούσε να είναι ότι η Γαλλία, μαζί με τη Μεγάλη Βρετανία, υποστηριζόμενες μαζικά από τον Αραβικό Σύνδεσμο, που στο μεταξύ κυριαρχείται από τα κράτη του Κόλπου, δεν ήθελαν μόνο αυτόν τον πόλεμο, αλλά επίσης και μια αλλαγή καθεστώτος. Η αφρικανική πολιτική του Καντάφι, κυρίως η ιδέα της δημιουργίας ενός αφρικανικού νομίσματος, έκρυβαν τον κίνδυνο της καταστροφής της μεταποικιακής γαλλικής αυτοκρατορίας. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι χώρες της Αφρικής ήταν εκείνες που, μέχρι τελευταία, επέμειναν σε έναν πολιτικό διακανονισμό κατόπιν διαπραγματεύσεων:
Στις 10 Μαρτίου 2011, κι ενώ ο Νικολά Σαρκοζί, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ πίεζαν για μια στρατιωτική επέμβαση και επτά ημέρες πριν από την έκδοση της απόφασης 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Αφρικανική Ένωση υπέβαλε ένα σχέδιο, το οποίο απαιτούσε την άμεση κατάπαυση του πυρός, τον διάλογο για μια «συναινετική μετάβαση» και μια δημοκρατική κρατική δομή. Ο Καντάφι είχε αποδεχτεί αυτό το σχέδιο, όπως και το ψήφισμα 1973, και κάλεσε στη Λιβύη παρατηρητές του ΟΗΕ να ελέγξουν την τήρηση της κατάπαυσης του πυρός. Αντί για την εκμετάλλευση αυτού του διπλωματικού ανοίγματος, ακολούθησαν οι βόμβες. Περίπου 2.000 πολιτοφυλακές ήταν καθ’ οδόν στη χώρα, από τις συμμορίες ληστών μέχρι και τον τακτικό στρατό, με χιλιάδες μαχητές, συμπεριλαμβανομένου και του Ισλαμικού Χαλιφάτου. Ξένες δυνάμεις, όπως η Γαλλία, η Βρετανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες δρούσαν στη χώρα με ειδικές δυνάμεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αίγυπτος βομβάρδισαν με αεροσκάφη και μη επανδρωμένα αεροσκάφη.
Χάος στη Λιβύη
Η διαχρονικά επισφαλής, μικρής διάρκειας, κρατική υπόσταση της Λιβύης έχει καταστραφεί. Στην Τρίπολη έχει την έδρα της μια «κυβέρνηση» υποστηριζόμενη από ισλαμικές-τζιχαντιστικές δυνάμεις, οι οποία δεν μπορεί να ασκήσει καμία κεντρική εξουσία. Αυτό ισχύει και για τη μη ισλαμική «κυβέρνηση» του Τομπρούκ, η οποία είχε αναγνωρισθεί από τη Δύση ως νόμιμη. Από τον Οκτώβριο του 2015, η ΕΕ και τα Ηνωμένα Έθνη προσπαθούν να δημιουργήσουν μια «κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης», η οποία όμως, συνήθως για λόγους ασφαλείας, συνεδριάζει σε ξενοδοχεία στην Τυνησία. Τέλος, στρατιωτικά και πολιτικά ενεργοποιείται ο στρατηγός Καλίφα Χαφτάρ, ένας, από το 1990, λιποτάκτης ανώτερος αξιωματικός του Καντάφι. Αυτός διοικεί τον «Εθνικό Λιβυκό Στρατό», που επισήμως τελεί υπό την κυβέρνηση Τομπρούκ, αλλά ντε φάκτο ακολουθεί τους δικούς του στόχους ή αυτούς του Χαφτάρ.
Μετά την καταστροφή του κράτους της Λιβύης, η χώρα βυθίζεται όλο και βαθύτερα στο χάος και τη βία. Οι τρομοκρατικές ένοπλες ομάδες επιβιώνουν με λεηλασίες, εκβιασμούς και τα έσοδα από την εξαγωγή του πετρελαίου, από τα οποία πληρώνουν για τα όπλα, τον εξοπλισμό και τις αμοιβές των μαχητών τους. Η ΕΕ και η Δύση δεν επιβάλλουν εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου, από το οποίο χρηματοδοτούνται οι ένοπλες ομάδες, αλλά συνεχίζουν να στηρίζουν την «κυβέρνηση εθνικής συνεννόησης» που δημιουργήθηκε υπό την πίεση τους και που όπως φαίνεται από μόνη της δεν βρίσκει καμία νομιμότητα στη Λιβύη.
Ο εν ενεργεία πρόεδρος της Λιβύης, Σαράζ, προσπαθεί, με δυτική υποστήριξη, να ανατρέψει υπέρ του τα δεδομένα, όπως με την επίσκεψή του στην Ανώτατη Διοίκηση των ΗΠΑ Africa Command (Africom) στην Στουτγάρδη, τον Αύγουστο του 2016. Η υπόθεση εκεί αφορούσε στη δημιουργία μιας εταιρικής σχέσης στον τομέα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, της αεροπορικής υποστήριξης των ΗΠΑ και τον εξοπλισμό και την εκπαίδευση ενός πιστού στην κυβέρνηση του Σαράζ στρατού. Και το πιο σημαντικό – αυτό είναι το κύριο μέλημα της ΕΕ – την οικοδόμηση μιας αποτελεσματικής ακτοφυλακής. Οι προσπάθειες του ειδικού εκπροσώπου των Ηνωμένων Εθνών, του Γερμανού διπλωμάτη Μάρτιν Κόμπλερ, είναι, λόγω του πολιτικού χάους στη χώρα, από μόνη της καταδικασμένη σε αποτυχία.
Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, δεν θα επιτευχθεί και ο κύριος στόχος της ΕΕ, να επιβληθεί επιτέλους μια εθνική αρχή σε όλη τη Λιβύη, η οποία, ανεξάρτητα από το ποιο θα είναι το κόστος, θα αποτρέπει αποτελεσματικά το ρεύμα των προσφύγων προς τη Μεσόγειο. Η ανατροπή και η δολοφονία του Καντάφι έχει βάλει ισχυρό φραγμό στη χειραφέτηση των αφρικανικών κρατών. Ο πόλεμος στο Μάλι και η ανάπτυξη πρόσθετων γαλλικών στρατευμάτων στην Μπουρκίνα Φάσο εξασφαλίζουν περαιτέρω την κυριαρχία της Γαλλίας στις πρώην αποικίες της και θα πρέπει να θεωρηθούν ως ένδειξη ότι η Γαλλία θα κάνει, όπως και στο παρελθόν, τα πάντα για να εξασφαλίσει τις τοπικές πρώτες ύλες και να κρατήσει στην εξουσία φιλικά καθεστώτα.
* Ο Werner Ruf είναι Δρ. Φιλοσοφίας, καθηγητής διεθνών σχέσεων και συγγραφέας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό WeltTrends (τχ. 127 – Μάιος 2017).
Μετάφραση: Βασίλης Στοϊλόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου