Κυριακή 27 Αυγούστου 2017
Ο Μονρόε, ο Ομπάμα και ο αμερικανικός απομονωτισμός
Ο 5ος πρόεδρος των ΗΠΑ Τζέιμς Μονρόε
Ένα παλαιότερο (2013) άρθρο-ανάλυση με μεγάλο ενδιαφέρον για τις εσωτερικές εξελίξεις στις ΗΠΑ, πάντα επίκαιρο, που πιστεύω ότι πρέπει να μελετηθεί προσεκτικά. Αν λάβουμε υπόψη τα όσα συνέβησαν το τελευταίο χρονικό διάστημα με τις προεκλογικές δεσμεύσεις του σημερινού Προέδρου Τραμπ και το που φαίνεται να καταλήγουν, το δόγμα Μονρόε μάλλον δεν πρόκειται να εφαρμοστεί, όσο τα αμερικάνικα οικονομικά συμφέροντα είναι απλωμένα σε όλον τον πλανήτη.
ΔΕΕ
Ο Μονρόε, ο Ομπάμα
και ο αμερικανικός απομονωτισμός
Μαλούχος Γεώργιος Π.
Ο Δεκέμβριος του 1823 υπήρξε καθοριστικός
για την θέση των ΗΠΑ στον κόσμο: ήταν όταν ο πέμπτος πρόεδρος της χώρας Τζέιμς
Μονρόε κήρυξε το λεγόμενο «Δόγμα του απομονωτισμού» της χώρας, η ουσία
του οποίου ήταν ότι η σχετικά νεαρή τότε συμπολιτεία δεν ενδιαφερόταν να
εμπλέκεται σε διεθνείς υποθέσεις, ιδίως δε με στρατιωτικά μέσα και, κυρίως, δεν
θα παίρνει θέση μεταξύ των μεγάλων ενδοευρωπαϊκών διενέξεων. Αυτό, δεν ήταν
κάτι παράδοξο: ο ίδιος ο Τζορτζ Ουάσιγκτον στο τέλος της
θητείας του είχε εν τέλει «συστήσει» στους συμπατριώτες του να αποφεύγουν να
εμπλέκονται με τα τεκταινόμενα σε άλλες χώρες – παρά το γεγονός ότι ο ίδιος
είχε παλιότερα οργανώσει το πρώτο εκστρατευτικό σώμα πεζοναυτών στη σύγχρονη
ιστορία με προορισμό τη σημερινή Λιβύη...
Άλλωστε, οι ΗΠΑ δεν ήταν τότε μεγάλη
δύναμη, ούτε καν μέση δύναμη δίπλα στους ευρωπαϊκούς κολοσσούς: ακόμα και στο
γύρισμα του 19ου προς τον 20ο αιώνα, η Ισπανία
που βρισκόταν σε διένεξη με την Ουάσιγκτον, την απειλούσε με ταπεινωτικά
τελεσίγραφα πολέμου.
Οι ΗΠΑ πορεύτηκαν με τη λογική του Δόγματος Μονρόε για το μεγαλύτερο μέρος
του 19ουαιώνα, αλλάζοντας ριζικά πορεία την ώρα που ο Πρώτος
Παγκόσμιος Πόλεμος φαινόταν ότι μπορούσε να κριθεί υπέρ της Γερμανίας – κι
αυτό, όχι τόσο επειδή η Ουάσιγκτον είχε ανησυχία μήπως το Βερολίνο νικήσει, όσο
επειδή το γερμανικό ναυτικό είχε επιτεθεί σε επιβατικά πλοία στον Ατλαντικό και
είχε στείλει αδιακρίτως στον υγρό τάφο και πολλούς Αμερικανούς πολίτες που
επέβαιναν σε αυτά: τότε γεννιέται μία αρχή που διέπει τις ΗΠΑ ακόμα και σήμερα
περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη δύναμη στον κόσμο και η οποία τέθηκε σε
εφαρμογή άλλοτε πραγματικά και άλλοτε προσχηματικά: αυτή της προστασίας των
πολιτών της όπου γης με στρατιωτικά, εν ανάγκη, μέσα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1916, με το
Μεγάλο Πόλεμο να μαίνεται, ο Ουίλσον κερδίζει τις εκλογές με το σύνθημα
«γλυτώσαμε τον πόλεμο». Όταν πια τον Ιούλιο του 1917 οι Αμερικανοί
αποβιβάζονταν στις γαλλικές ακτές για να μπουν στον πόλεμο και Γάλλοι και Άγγλοι
τους υποδέχονταν ως «μεσσίες», οι παλιές ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν ήδη περίπου
εξαντληθεί πολεμώντας από το 1914, ενώ, λίγο μετά, η Ρωσία θα γινόταν Σοβιετική
Ένωση, γεγονός που άλλαζε άρδην τις διεθνείς ισορροπίες: ήταν σαν η ιστορία να
«φωνάζει» στους Αμερικανούς να αναδειχθούν η ηγέτιδα δύναμη σε ένα νέο κόσμο
που γεννιόταν.
Κι όμως, δεν το έπραξαν, όσο τουλάχιστον θα το μπορούσαν:
τελικά, μόνον μετά την – πολύ καθυστερημένη – εμπλοκή τους στον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο και αφού πρώτα χτυπήθηκαν άνανδρα από την Ιαπωνική
αυτοκρατορία, οι ΗΠΑ απέκτησαν το ρόλο του μεγάλου παγκόσμιου «παίκτη»: κι αυτή
είναι η εποχή με την οποία η χώρα έχει καταγραφεί, από άλλους αρνητικά και από
άλλους όχι, εν προκειμένω δεν έχει σημασία, στην παγκόσμια συνείδηση. Είναι η
εποχή που κορυφώθηκε με τις θητείες των δύο προέδρων Μπους αλλά και του Μπιλ
Κλίντον και που υπάρχουν πλέον ισχυρές ενδείξεις ότι ίσως να κλείνει
ήδη με την πρώτη θητεία του Μπαράκ Ομπάμα – γι αυτό και ο
κόσμος βρέθηκε σε ένα είδος «σύγχυσης» όταν ο Αμερικανός πρόεδρος ξεκίνησε,
πριν από λίγες εβδομάδες, την προετοιμασία μίας εκστρατείας που, λογικά, ουδείς
περίμενε από αυτόν, καθώς, ως προς τη διεθνή δράση της Αμερικής, απεδείχθη ο
κοντινότερος από κάθε άλλο προκάτοχό του, στις αντιλήψεις του Μονρόε…
Ο Ομπάμα εξέπληξε γιατί είχε κάνει από την
αρχή σαφές ότι θέλει να σταματήσει την πολιτική των αμερικανικών παρεμβάσεων
στον κόσμο: η πρώτη πράξη που υπέγραψε ως πρόεδρος την πρώτη ημέρα της ανάληψης
των καθηκόντων του για πρώτη φορά στο Λευκό Οίκο, ήταν το χρονοδιάγραμμα της
αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ. Ακολούθησε και μία ουσιαστικής
κλίμακας αποχώρηση από το Αφγανιστάν, που, σε αντίθεση με εκείνη από το Ιράκ,
βρήκε πολλούς αντίθετους στη στρατιωτική και τη διπλωματική δομή της χώρας. Και
ίσως πολλοί δεν θυμούνται ότι όταν αργότερα η Αγγλία και η Γαλλία ξεκίνησαν την
υπόθεση της Λιβύης, οι ΗΠΑ, που τελικά «μπήκαν μπροστά», έδειχναν, αρχικά,
μάλλον απρόθυμες. Οσο για την πολιτική τους στη Βόρειο Αφρική συνολικά, τα
δείγματα της «απόσυρσης» έγιναν εμφανή από νωρίς και συνέβαλαν αποφασιστικά
στην πτώση καθεστώτων που είχαν αντέξει επί πολλές δεκαετίες και στην
αναδιάταξη της ισχύος σε σειρά από χώρες.
Σήμερα, ο χειρισμός της υπόθεσης της
Συρίας γεννά πολλά ερωτηματικά για το τι ακριβώς θέλει τελικά να κάνει ο Λευκός
Οίκος. Που και πώς προσανατολίζει το διεθνή ρόλο της χώρας. Όταν ο υπουργός
Εξωτερικών Τζον Κέρι κατέθεσε στην επιτροπή της Γερουσίας,
κατέστησε πολλάκις σαφές ότι, σε αυτή την υπόθεση, κρίνεται ο ευρύτερος ρόλος
των ΗΠΑ και της Δύσης, όπως ο ίδιος είπε, γενικότερα. Τελικά όμως, μέχρι αυτή
τη στιγμή, μετά τον εξαιρετικό διπλωματικό χειρισμό του Κρεμλίνου, δεν είναι η
Ουάσιγκτον αλλά η Μόσχα εκείνη που αναδεικνύεται ως πιο καθοριστικός «παίκτης»
στη διεθνή ισορροπία και συνείδηση: και, κάτι τέτοιο, δεν έχει συμβεί ξανά από
τα πρώιμα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Αυτή τη στιγμή, ουδείς γνωρίζει το πώς θα
εξελιχθούν τελικά τα πράγματα, εν μέσω ενός πρωτοφανούς διπλωματικού πυρετού
καθώς και μίας στάσης των αμερικανικών νομοθετικών σωμάτων που είναι δύσκολο να
προβλεφθεί και να αποκωδικοποιηθεί με ακρίβεια, την ώρα που η κοινή γνώμη της
χώρας τάσσεται σαφώς κατά ενός χτυπήματος. Την ίδια ώρα, πολύ δύσκολη είναι και
η αποκωδικοποίηση της θέσης των αμερικανικών γενικών επιτελείων των ενόπλων
δυνάμεων που, προφανώς, γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα ότι η θεωρεία πώς
απλώς μπορούν να πάνε, να χτυπήσουν και να φύγουν, κάθε άλλο παρά ευσταθεί: αν
γίνει ένα χτύπημα, ουδείς μπορεί να προβλέψει το που αυτό θα καταλήξει.
Σήμερα, παρά το γεγονός ότι η υπόθεση της
Συρίας είναι το πρώτο θέμα παγκοσμίως, οι «τόνοι» δεν είναι δραματικοί, όπως
ήταν όταν ο πρόεδρος Κένεντι αποφάσιζε να στείλει τον αμερικανικό στόλο να
περιμένει τα σοβιετικά φορτηγά με τους πυραύλους έξω από την Κούβα, όταν,
δηλαδή, «παίχτηκε» το μέλλον του κόσμου και της διεθνούς ηγεμονίας ανάμεσα στις
δύο τότε υπερδυνάμεις. Όμως, παρά την έλλειψη δραματικών τόνων, κατά κάποιο
τρόπο, αυτό που και σήμερα κρίνεται, είναι περίπου το ίδιο, σε ένα κόσμο που
έχει αλλάξει έκτοτε δραματικά και όπου, όπως πάντοτε στην ιστορία συμβαίνει,
δεν υπάρχει χώρος για… κενό, το οποίο σαφώς ευνοήθηκε από την πρώτη
θητεία Ομπάμα ενώ, ξαφνικά, υπό σαφώς δυσμενέστερους όρους, επιχειρήθηκε τώρα
να υπερκαλυφθεί. Το τι θα συμβεί τελικά, ενδεχομένως ακόμα και το τι πραγματικά
θέλουν να επιτύχουν, είναι προφανές ότι δεν το γνωρίζουν ακόμα με ακρίβεια ούτε
καν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές όλων αυτών των εξελίξεων. Όμως, το τοπίο της
Μέσης Ανατολής είναι σήμερα πιο σύνθετο από ποτέ και τα πραγματικά ζητήματα που
βρίσκονται πίσω από όλα αυτά, παραμένουν ανοικτά προς πάσα κατεύθυνση. Σε κάθε
περίπτωση, πάντως, δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί ότι η περί τη Συρία κρίση
αφορά αληθινά την υπόθεση των χημικών, που έχουν κοστίσει τη ζωή περίπου 2.000
ανθρώπων όταν τα συμβατικά όπλα στον ίδιο εμφύλιο πόλεμο έχουν σκοτώσει
100.000…
Η ουσία όλων αυτών είναι μία: ότι, για πρώτη φορά μετά τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο και περισσότερα από είκοσι χρόνια από το τέλος του Ψυχρού
Πολέμου και σε ένα διεθνές περιβάλλον που κυριαρχούν νέα δεδομένα, όπως τα
εσωτερικά οικονομικά αδιέξοδα, οι διεθνείς κρίσεις χρέους και η δήθεν
μετατόπιση του γεωπολιτικού επίκεντρου του κόσμου στον Ειρηνικό, ο Λευκός Οίκος ξεσκονίζει το πορτραίτο του
Μονρόε και αμφιταλαντεύεται για το που ακριβώς θα το κρεμάσει…
Ετικέτες
Διεθνείς σχέσεις,
Η.Π.Α.,
Προβληματισμοί
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου