Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015
Οι καλικάντζαροι του Δωδεκαημέρου
Όλο το χρόνο, οι Καλικάντζαροι ροκανίζουν
το γιγάντιο δένδρο που στηρίζει τη γη
Οι καλικάντζαροι του Δωδεκαημέρου
Δοξασίες και έθιμα
Στη μνήμη της γιαγιάς μου της Αθηνάς, που όταν ήμουνα παιδί μου ’λεγε ιστορίες για Καλικάντζαρους, Παγανά και Παρωρίτες.
Το Δωδεκαήμερο είναι γνωστός λαογραφικός όρος, που αναφέρεται στο διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην παραμονή των Χριστουγέννων και τα Φώτα.
Το Δωδεκαήμερο είναι έννοια χρονική και δεισιδαιμονική, που τη γνωρίζουν και τη χρησιμοποιούν οι Έλληνες από τα βυζαντινά χρόνια, αλλά και οι άλλοι χριστιανικοί λαοί της Ευρώπης από τα μεσαιωνικά. Δωδεκαήμερο, les Douze jours, i Dodici, giorni, The Twelve Days κ.λπ.
Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, στο διάστημα των ημερών αυτών παρατηρείται μια κυκλοφορία κακών πνευμάτων πάνω στη γη, που –κυρίως– τις νύχτες, αναγκάζουν τους ανθρώπους να περιορίζονται μέσα στα σπίτια τους, συγκεντρωμένοι γύρω από την προστατευτική φωτιά (σημ. 1), της οικογενειακής εστίας, που την τιμούν –σχεδόν– ειδωλολατρικά.
Η περίοδος του Δωδεκαημέρου θεωρείται επικίνδυνη, επειδή τις νύχτες, που είναι και οι μεγαλύτερες του έτους, κυκλοφορούν πάνω στη γη οι Kαλικάντζαροι.
Οι Καλικάντζαροι είναι δαιμόνια εύθυμα και άτακτα, που άφησαν για λίγο την κατοικία τους στα έγκατα της γης κι ανέβηκαν στην επιφάνεια για να πειράξουν τους ανθρώπους.
Μέρα και νύχτα, όλο το Δωδεκαήμερο, η φωτιά που κρατάει τους Καλικαντζάρους μακριά δεν σβήνει από την οικογενειακή εστία. Ο νοικοκύρης έχει επιλέξει ένα ξύλο χοντρό από δένδρο αγκαθερό, που ο λαός πιστεύει ότι τα αγκάθια διώχνουν τα δαιμόνια. Το ξύλο αυτό το λένε Χριστόξυλο ή Δωδεκαμερίτη ή Σκαρκάντζαλο.
Το Χριστόξυλο θα καίγεται μέρα-νύχτα, όλο το Δωδεκαήμερο. Πριν το ρίξουν στη φωτιά το ραίνουν με καταχύσματα, δηλαδή ξηρούς καρπούς.
Σε πολλά μέρη της Ελλάδας βάζουν δύο ή τρία ξύλα μαζί και κάνουν το «πάντρεμα της φωτιάς», το ένα από ίσιο, αρσενικό δένδρο, όπως ο κέδρος, που συμβολίζει τον νοικοκύρη του σπιτιού, το δεύτερο από θηλυκό, από αγριοκερασιά ή αχλαδιά, με παρακλάδια, που συμβολίζει τη νοικοκυρά και το τρίτο συμβολίζει τον κουμπάρο, πρόσωπο απαραίτητο σε κάθε γάμο.
Στη Λευκάδα ο νοικοκύρης του σπιτιού ρίχνει πάνω σ’ αυτά λάδι και κρασί, σαν να κάνει σπονδή. Σε άλλα μέρη της Ελλάδας ρίχνουν πάνω στη φωτιά φυτά που καιόμενα κάνουν κρότο, όπως οι σπαραγγιές. Οι κρότοι και ο καπνός, όπως πιστεύει ο λαός, διώχνουν μακριά τα φίδια και τα δαιμόνια.
Τα ξύλα που απομένουν από τη φωτιά του Δωδεκαημέρου, οι χωρικοί τα μπήγουν στα χωράφια τους για να καρπίζουν τα στάρια. Τη στάχτη τη σκορπίζουν στα τέσσερα σημεία του σπιτιού, στις αυλές, τους στάβλους, τα περιβόλια και τους κήπους, για να διώξουν μακριά κάθε κακό.
Στη Βόρεια Ελλάδα, στον Πόντο άλλοτε, κ.α. ανάβουν μεγάλες φωτιές στις πλατείες των χωριών και των κωμοπόλεων ή στο ψηλότερο σημείο τους. Μικροί και μεγάλοι τραγουδούν γύρω από τη φωτιά, κτυπώντας συγχρόνως κουδούνια. Έτσι με τη φωτιά και τους ήχους των κουδουνιών πιστεύουν ότι κρατούν μακριά τα δαιμόνια του Δωδεκαημέρου. Για τον ίδιο λόγο, τα παλιότερα χρόνια οι διαβάτες του ήταν υποχρεωμένοι να βγουν νυχτιάτικα έξω από τα σπίτια τους κρατούσαν στο χέρι τους ένα δαυλί αναμμένο.
Το έθιμο των μεταμφιέσεων, που παρατηρείται στον βορειοελλαδικό χώρο, Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία, φαίνεται πως έχει κάποια σχέση με τους Καλικάντζαρους. Τους μεταμφιεσμένους ονομάζουν Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια ή Μωμόγερους. Μεταμφιέζονται σε λύκους, τράγους, αρκούδες, φορώντας τα τομάρια τους. Τριγυρίζουν στις γειτονιές του χωριού τους, μπαίνουν στα σπίτια, τραγουδούν και μαζεύουν δώρα.
Υπάρχει η άποψη ότι οι μεταμφιέσεις αυτές συμβολίζουν το χειμώνα, αλλά και τις ψυχές των νεκρών, που έρχονται στον Απάνω Κόσμο τέτοια εποχή και ενοχλούν τους ζωντανούς. Αυτοί οι μεταμφιεσμένοι με τα καμώματά τους φόβιζαν τους ανθρώπους και ιδιαιτέρως τα παιδιά, τόσο στα βυζαντινά όσο και στα μετά την Άλωση χρόνια, γι’ αυτό η λαϊκή φαντασία τούς έδωσε υπόσταση και μορφή Καλικαντζάρων.
Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι η δημιουργία των Καλικαντζάρων οφείλεται στο φόβο των ζωντανών για τους νεκρούς. Σύμφωνα με τη λαϊκή λατρεία, οι πεθαμένοι, οι μνημοράτοι, κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου ανεβαίνουν στον Απάνω Κόσμο και ενοχλούν τους ζωντανούς, χωρίς όμως να τους προκαλούν κάποιο σημαντικό κακό.
Στην Κεφαλονιά, αλλά και στα άλλα νησιά του Ιονίου, τα δαιμονικά αυτά όντα τα λένε Παγανά. Η λέξη σχετίζεται με τον Παγανισμό και τη λαϊκή λατρεία των Αρχαίων Ελλήνων.
Οι Καλικάντζαροι, οι λυκάνθρωποι, οι δράκοι και οι μάγισσες, σε μας, αλλά και στους άλλους λαούς της Ευρώπης, είναι –κυρίως– πλάσματα της νύχτας και της υπαίθρου.
Γενικά οι δοξασίες αυτές προέρχονται από ρωμαϊκές λατρευτικές συνήθειες γύρω από τις χειμερινές τροπές του Ηλίου, τότε που γιόρταζαν τα Σατουρνάλια, τις Καλένδες, τα Βοτά κ.ά.
Οι άνθρωποι τότε πίστευαν ότι οι δυνάμεις του χειμώνα και του σκότους δεν ήθελαν να υποταχθούν στον «αήττητο Ήλιο». Εχθρός του Ήλιου είναι το σκοτάδι. Τα όντα που συμβολίζουν το σκοτάδι ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της γης και είναι εχθροί του Ήλιου, οι Καλικάντζαροι της λαϊκής μας παράδοσης.
Όλο το χρόνο, οι Καλικάντζαροι ροκανίζουν το γιγάντιο δένδρο που στηρίζει τη γη. Κι όταν δεν μένει παρά μόνον μια κλωστίτσα για να κοπεί το δένδρο και να καταστραφεί ο κόσμος, τότε έρχεται η Παραμονή των Χριστουγέννων, που ανεβαίνουν πάνω στη γη, όπου μένουν ως την Παραμονή των Φώτων.
Στο διάστημα που οι Καλικάντζαροι τριγυρίζουν στον Απάνω Κόσμο, το δένδρο ξαναγίνεται ακέραιο, όπως πρώτα. Αυτό το δένδρο είναι ο Ήλιος, που ζωογονεί τη φύση, μέσα στην οποία ζούμε. Μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, το σκοτάδι υποχωρεί και το φως κερδίζει τη μάχη. Φως σημαίνει ζωή, ελπίδα και χαρά.
Όλοι –σχεδόν– οι λαοί της Γης φαντάζονται στους μύθους τους τον Ήλιο να πολεμάει με τις δυνάμεις του χειμώνα και του σκότους του και να βγαίνει νικητής.
Η Χριστιανική Εκκλησία τοποθέτησε μέσα στις ημέρες αυτές, ως εξέχοντα λατρευτικά σημεία, τις δικές της γιορτές, των Χριστουγέννων, Αγίου Βασιλείου (Πρωτοχρονιά) και των Φώτων. Ο λαός προσαρμόστηκε στο νέο πνεύμα των εορτών, περιμένοντας να απαλλαγεί από τα «δαιμονικά» του Δωδεκαημέρου με τη γέννηση του Χριστού και τον Αγιασμό των Υδάτων.
Τα λαϊκά έθιμα που εντοπίζονται κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου εκφράζουν –τα περισσότερα– με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την έννοια του τέλους και της αρχής. Πρόκειται δηλαδή για διαβατήρια (σημ. 2) έθιμα που διερμηνεύουν την αγωνία που κατέχει τον άνθρωπο μπροστά στο τέλος μιας περιόδου της ζωής του, μιας χρονιάς που τελειώνει και μιας καινούργιας που αρχίζει ή τη μετάβαση από την εποχή του χειμώνα στην επερχόμενη άνοιξη.
Από τις διάφορες θεωρίες που διατυπώθηκαν σχετικά με την προέλευση των Καλικαντζάρων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν:
Α) Η άποψη των Ν.Γ. Πολίτη και Φ. Κουκουλέ ότι οι Καλικάντζαροι έμειναν στη μνήμη του λαού από τους μεταμφιεσμένους των βυζαντινών χρόνων, που κατά το Δωδεκαήμερο τριγύριζαν ελεύθεροι και ελευθεριάζοντες στους δρόμους πειράζοντας τους ανθρώπους.
Β) Η άποψη του Κ. Ρωμαίου και άλλων λαογράφων ότι οι Καλικάντζαροι συμβολίζουν τους νεκρικούς δαίμονες, τους νεκυδαίμονες, που κατά την περίοδο των χειμερινών τροπών του Ηλίου ανέβαιναν από τον Άδη στη γη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται από τις λαϊκές δοξασίες των Φαρασιωτών της Καππαδοκίας για τους μνημοράτους, δηλαδή τους πεθαμένους (σημ. 3). Πίστευαν οι Φαρασιώτες ότι το Δωδεκαήμερο οι νεκροί επέστρεφαν στον Απάνω Κόσμο, τριγύριζαν τις νύχτες στους δρόμους και έμπαιναν στα σπίτια από τις καμινάδες. Για να απομακρύνουν τους μνημοράτους, οι Φαρασιώτες έκαιγαν στη φωτιά του τζακιού τους λιβάνι.
Έτσι τα δαιμόνια του Δωδεκαημέρου, οι Καλικάντζαροι, δεν είναι άλλοι από τους Κήρες, δηλαδή τις ψυχές που κατοικούν στον Άδη. Κατά τη γιορτή των Ανθεστηρίων, που ο Άδης ήταν ανοιχτός, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Αθηναίοι, επέστρεφαν στον Απάνω Κόσμο και ενοχλούσαν, με διάφορους τρόπους, τους ανθρώπους.
Οι Αθηναίοι έπαιρναν βεβαίως μέτρα προφύλαξης περισχοινίζοντας τα ιερά τους, δηλαδή τα περιέζωναν με κόκκινο νήμα, δημιουργώντας έτσι έναν μαγικό κύκλο, που οι ψυχές δεν μπορούσαν να περάσουν. Άλειφαν επίσης τις πόρτες των σπιτιών και των ναών με πίσσα και μασούσαν από το πρωί έναν αγκαθωτό θάμνο, τον Ράμνο (σημ. 4), για να εμποδίσουν την είσοδο των ψυχών στους ναούς, τα σπίτια και τα σώματά τους.
Οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι οι νεκροί πρόγονοι επισκέπτονταν τους συγγενείς τους στο σπίτι. Ανάλογες ήταν και οι αντιλήψεις των μεσαιωνικών λαών της Ευρώπης, όπως των Πρώσων, των Νορμανδών, των Ιρλανδών και των Σκανδιναβών. Ιδιαιτέρως οι Σκανδιναβοί πίστευαν ότι οι νεκροί επέστρεφαν στις παλιές τους κατοικίες, γι’ αυτό τους ετοίμαζαν φαγητό και κλίνη.
«Οι λαϊκές συνήθειες σε όλες τις χώρες και τις εποχές είναι σχετικές» όπως γράφει ο Martin P. Nilsson (σημ. 5).
Ο φόβος για τους Καλικάντζαρους υπαγόρευε στους κατοίκους της αγροτικής –κυρίως– Ελλάδας κάποιες μεθόδους απομάκρυνσής τους. Κρεμούσαν πίσω από την πόρτα του σπιτιού ή μέσα στην καμινάδα ένα κατωσάγονο γουρουνιού, που έχει αποτρεπτική δύναμη.
Στη φωτιά του τζακιού έκαιγαν αλάτι ή παλιοπάπουτσο ή και τα δυο μαζί, επειδή πίστευαν ότι οι κρότοι από το αλάτι και η δυσωδία του καιόμενου υποδήματος έδιωχναν τους Καλικάντζαρους. Άλλοι πάλι προσπαθούσαν να τους εξαπατήσουν δένοντας στο χερούλι της πόρτας ένα σκουλί λινάρι, που ώσπου να ξεδιαλύνει και να μετρήσει τις ίνες του το παγανό, περνούσε η ώρα και λαλούσε ο πετεινός της αυγής, προάγγελος της μέρας, που διώχνει μακριά κι αλάργα όλα τα δαιμονικά της νύχτας.
Τα παλιότερα χρόνια στην Κεφαλονιά, το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων, που άναβαν τη φωτιά του Δωδεκαημέρου, έπαιρναν ένα κάρβουνο ή ένα δαυλί αναμμένο κι έγραφαν σταυρούς πάνω στις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού. Αυτό γινόταν για να μην τολμήσουν οι Καλικάντζαροι να μπουν μέσα στο σπίτι. Στο άνοιγμα της καμινάδας, οι παλιές νοικοκυρές έβαζαν ένα κόσκινο, μια κρισάρα.
Τα παγανά προσπαθούν να μετρήσουν τις τρύπες του κόσκινου, που στην Κίμωλο το λένε αλάργο (σημ. 6), μπερδεύονται, περνάει η ώρα, λαλεί ο πετεινός της αυγής και εξαφανίζονται. Το ίδιο τέχνασμα για την απασχόληση των καλικαντζάρων χρησιμοποιούσαν και οι μυλωνάδες των Κυκλάδων, που δεινοπαθούσαν από τις σκανταλιές τους.
Η προνοητική νοικοκυρά φρόντιζε να μην αφήνει έξω από το σπίτι τις νύχτες του Δωδεκαημέρου σκεύη, αγγεία, ενδύματα και μικροέπιπλα, για να μην τα μαγαρίσουν τα παγάνα.
Πίσω από αυτές τις δεισιδαιμονίες, είτε είναι ιστορικές είτε μεταφυσικές, κρύβεται ο αρχέγονος φόβος του ανθρώπου για το χειμώνα και το σκοτάδι του. Γι’ αυτό, όπως γράφει ο Δημήτρης Λουκάτος, η Κεφαλονίτισσα νοικοκυρά λέει, σαν ευχή ή σαν ξόρκι, όταν σημαδεύει με σταυρό τα πορτοπαράθυρα του σπιτιού της:
Χριστός γεννάται,
το φως αξαίνει
και το σκοτάδι μικραίνει!
Και καθώς το φως αυξάνεται με το μεγάλωμα της μέρας, μεγαλώνει και η ελπίδα για τη βλάστηση, την επερχόμενη άνοιξη και την παραγωγή, που την περιμένει ο αγροτικός κόσμος, για την κτηνοτροφία και τη σοδειά.
Από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, που ο Χριστός είναι αβάπτιστος, είναι και τα νερά αβάπτιστα, όπως πιστεύει ο λαός. Στο διάστημα αυτό οι Καλικάντζαροι (σημ. 7) τριγυρίζουν στους δρόμους, στην εξοχή, στους μύλους, στα αλώνια, μπαίνουν στα σπίτια από τις καμινάδες, όπου ανακατεύουν ό,τι βρουν μπροστά τους και –κυρίως– μαγαρίζουν τα φαγητά των ανθρώπων.
Τα ονόματα που τους έχει δώσει ο λαός ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Οι Βυζαντινοί τούς έλεγαν βαβουτσικάριους, όπως μας πληροφορεί ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078). Στα Φάρασα της Καππαδοκίας τούς έλεγαν μνημοράτους, πλανήταρους στην Κύπρο, καλλιβρούσηδες στην Άνδρο, κωλοβελόνηδες στην Αθήνα, λυκοκάντζαρα στην Τριφυλλία, παγανά στην Κεφαλονιά, αλλά και τσιλικρωτά, καλιοντζήδες, παρωρίτες, καψιούρηδες κ.ά.
Η λαϊκή φαντασία οργιάζει σχετικά με την εμφάνιση των Καλικαντζάρων. Μερικοί πιστεύουν ότι είναι σαν τους ανθρώπους, αλλά μαυριδεροί, πολύ ψηλοί, άσχημοι, ρακένδυτοι και φοράνε σιδεροπάπουτσα. Για άλλους είναι μαύροι σαν διάβολοι με μάτια κόκκινα, αιγίποδες (κατσικοπόδαροι) ή ονοπόδαροι (με πόδια σαν του γαϊδάρου), χέρια σαν της μαϊμούς και σώμα τριχωτό. Άλλοι τους φαντάζονται κουτσούς, στραβούς, μονόχειρες ή μονοπόδαρους, μονόφθαλμους και πολύ χαζούς. Οι Καλικάντζαροι, όποια μορφή κι αν έχουν, τρώνε φίδια, σκουλήκια, βατράχους, σαύρες, αλλά τους αρέσουν επίσης τα ξεροτήγανα, οι τηγανίτες και τα λουκάνικα.
Στην Αγχίαλο, τρεις ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, στις 22 Δεκεμβρίου που γιορτάζει η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια, φτιάχνουν κάτι γλυκά με στάρι, σταφίδες, καρύδια κι άλλους ξηρούς καρπούς, ζάχαρη, ξερά σύκα και λίγο αλεύρι, που τα μοιράζουν στα σπίτια. Πριν τα μοιράσουν αυτά τα γλυκά, πετούσαν τρεις κουταλιές κάτω από την καμινάδα, για να καλοπιάσουν τους Σκαρκάντζαλους.
Στην Κύπρο, την τελευταία ημέρα του Δωδεκαημέρου, που φεύγουν οι Πλανήταροι, τους κάνουν ξεροτήγανα, που τα ρίχνουν πάνω στις στέγες των σπιτιών για να τα φάνε.
Στη νεοελληνική λαϊκή λατρεία, η στέγη των σπιτιών θεωρείται έδρα δαιμόνων, ευμενών ή δυσμενών, αλλά οπωσδήποτε επικίνδυνων για τους ενοίκους.
Τα παγανά μπαίνουν στα σπίτια από την καπνοδόχο, καβαλικεύουν στους ώμους τους διαβάτες, τους πιάνουν στο χορό. Η νυχτερινή σύναξη των Καλικαντζάρων (σημ. 8) γίνεται στην εξοχή, στα τρίστρατα, σε απομακρυσμένους μύλους, στα αλώνια ή κάτω από γεφύρια.
Ο λαός πιστεύει ότι Καλικάντζαροι γίνονται τα παιδιά που γεννιούνται ανήμερα τα Χριστούγεννα. Για να εμποδίσουν ένα τέτοιο παιδί να γίνει Καλικάντζαρος, το έδεναν με μια σκορδοπλεξούδα ή με ψαθόσχοινο από το χέρι της μητέρας του. Έτσι –όπως πίστευαν– δεν μπορούσε να φύγει μαζί με τους Καλικαντζάρους. Άλλοτε πάλι έκαιγαν τα νύχια των ποδιών του ποδιού, γιατί δεν μπορεί να γίνει Καλικάντζαρος χωρίς νύχια.
Η τελευταία ημέρα του Δωδεκαήμερου, είναι η «Πρωτάγιαση», δηλαδή ο πρώτος Αγιασμός των Θεοφανείων, που γίνεται παραμονή της γιορτής στην εκκλησία. Ύστερα ο παπάς παίρνει με τη σειρά ένα ένα τα σπίτια με το Σταυρό στο χέρι και ραντίζει με ένα κλωνί βασιλικό όλους τους χώρους του σπιτιού. Την «Πρωτάγιαση» οι χωρικοί τη μεταφέρουν στις βρύσες του χωριού και στα κτήματά τους για να διώξουν τους Καλικαντζάρους που μαγαρίζουν ό,τι βρουν μπροστά τους.
Αυτή η τελευταία ημέρα του Δωδεκαημέρου είναι και η τελευταία ημέρα παραμονής των Καλικαντζάρων πάνω στη γη. Φεύγουν τρέχοντας, γιατί τους κυνηγάει η αγιαστούρα του παπά και καθώς απομακρύνονται τρέχοντας πανικόβλητοι, λένε μεταξύ τους:
Φεύγετε, να φεύγουμε
γιατί έφτασε ο ζουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του!
Φεύγοντας από τον Απάνω Κόσμο οι Καλικάντζαροι επιστρέφουν στα έγκατα της γης, όπου αρχίζουν πάλι να πριονίζουν το δένδρο που τη στηρίζει και που είχαν παρατήσει σχεδόν κομμένο, αλλά στο μεταξύ ξανάγινε ακέραιο.
Αφέντρα Γ. Μουτζάλη
Αρχαιολόγος
Γλωσσάρι
Αλάργος (ο): κόσκινο που χρησιμοποιούσαν για την απασχόληση των Καλικαντζάρων.
<αλάργα, επίρρ. ανοιχτά στο πέλαγος και γενικά απόμακρα. Φρ. Ο αλάργα και
Όξω από ‘δω, δηλαδή ο διάβολος.
Καλικ-άντζα-ρος (ο): Αυτός που φοράει καλίκιον (είδος υποδήματος) στην άντζα του (πέλμα, κνήμη,
πόδι) και το μεγεθυντικό επίθημα –ρος, όπως Μίμαρος, παίδαρος.
Μαγαρίζω=μολύνω. Πίστευαν ότι
οι Καλικάντζαροι κατουρούσαν πάνω στις τροφές, τα σκεύη και τα ρούχα των
ανθρώπων.
Ράμνος (η): αγκαθωτός θάμνος, το παλιούρι.
Σκουλί (το): τυλιγμένο νήμα, τούφα μαλλιών ή λιναριού.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κ. Ρωμαίος, Κοντά στις Ρίζες, εκδ. «Εστίας», Αθήνα
1980 (α' έκδ. 1959), σ. 24-28.
2. Τον όρο «διαβατήρια έθιμα» στην ελληνική λαογραφία
πρωτοχρησιμοποίησε το 1911 ο Αδαμάντιος Αδαμαντίου.
3. Δ. Λουκόπουλος-Πετρόπουλος, Η λαϊκή λατρεία των
Φαράσων, 1949, σ. 65.
4. Ράμνος (η), θάμνος με αγκάθια, κοινώς Παλιούρι (το).
Από τη Ράμνο πήρε το όνομά του ο Ραμνούς, αρχαίος δήμος και περιοχή της
Αττικής.
5. Martin P. Nilsson, Ελληνική λαϊκή Θρησκεία, μτφρ. Ι.Θ.
Κακριδής, εκδ. «Εστίας», Αθήνα 2000 (α' έκδ. 1979), σ. 32.
6. Δερμάτινο αλάργο για την απασχόληση των Καλικαντζάρων
από την Κίμωλο, βλ. στο βιβλίο των Ζαφείρη Βάου-Στέφανου Νομικού, Ο ανεμόμυλος
στις Κυκλάδες, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα χ.χ., εικ. με αριθμό 675.
7. Ένας Έλληνας λόγιος του 17ου αιώνα από τη Χίο, ο Λέων
Αλλάτιος, που ζούσε στη Ρώμη και εργαζόταν ως βιβλιοθηκάριος στη βιβλιοθήκη του
Βατικανού, έγραψε στα λατινικά πραγματείες με ελληνικό λαογραφικό περιεχόμενο,
αναφερόμενος σε φυλακτά, σπιτόφιδα, νεράιδες, Καλικάντζαρους κ.ά. Βλ. Κ.
Άμαντος, Λέων Αλλάτιος, στον τόμο «Εις μνήμην Σπυρίδωνος Λάμπρου», Αθήνα 1935,
σ. 557-566.
8. Οι ανθρωπόμορφοι Καλικάντζαροι, σύμφωνα με τις
σχετικές λαϊκές δοξασίες, είχαν οικογένεια, συζύγους και παιδιά! Ιδιαίτερη χαρά
τους προκαλούσε η απόκτηση αρσενικών παιδιών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·
Κουκουλές Φαίδων, «Καλικάντζαροι»,
Λαογραφία 7 (1923), σ. 315-328.
·
Κυριακίδου-Νέστορος Άλκη, 12 μήνες. Τα
λαογραφικά, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία 1986 (α' έκδ. 1982), σ. 17, 18 και 149.
·
Λουκάτος Δημήτρης Σ., Χριστουγεννιάτικα
και των Γιορτών, εκδ. Φιλιππότης, Αθήνα 1979.
·
Μέγας Γ.Α., Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα
λαϊκής λατρείας, με εισαγωγικό σημείωμα Μιχάλη Γ. Μερακλή, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα
1988 (α' έκδ. 1956), σ. 40-46.
·
Ρωμαίος Κ., Μικρά Μελετήματα,
Θεσσαλονίκη 1955, σ. 264-296.
Ετικέτες
Ελληνική παράδοση,
Λαογραφία
Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015
Το χειμερινό ηλιοστάσιο
Το χειμερινό ηλιοστάσιο φέρνει
την μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου
Αθήνα
Την Τρίτη το πρωί, 22 Δεκεμβρίου, στις 06:48 ώρα Ελλάδος, ξεκινά και αστρονομικά ο φετινός χειμώνας στο βόρειο ημισφαίριο, όπου ανήκει και η Ελλάδα, καθώς ο Ήλιος θα φθάσει στο σημείο της ετήσιας τροχιάς του στον ουρανό που ονομάζεται χειμερινό ηλιοστάσιο.
Η πρώτη «επίσημη» νύχτα του χειμώνα θα είναι και η μεγαλύτερη του έτους. Αντίστροφα, στο νότιο ημισφαίριο θα αρχίσει το καλοκαίρι, με τη διάρκεια της μέρας στο αποκορύφωμά της.
Λίγες ημέρες μετά, την Παρασκευή, η νύχτα των Χριστουγέννων θα είναι πραγματικά φωτισμένη, αφού θα υπάρχει και πανσέληνος στον ουρανό. Η πανσέληνος θα συμβεί, συγκεκριμένα, στις 13:11 ώρα Ελλάδος, στις 25 Δεκεμβρίου.
Είναι η πρώτη φορά που θα συμβεί αυτό μετά από σχεδόν 40 χρόνια (η τελευταία φορά ήταν το 1977). Στο μέλλον, τα Χριστούγεννα θα συμπίπτουν με πανσέληνο κάθε 19 χρόνια, δηλαδή το 2034, το 2053 και το 2072.
Στις 22 ή 23 Σεπτεμβρίου, όταν ο ήλιος φτάνει στο φθινοπωρινό ισημερινό σημείο του, η μέρα με τη νύχτα είναι σχεδόν ίσες, αλλά στη συνέχεια σταδιακά η νύχτα αυξάνεται σε βάρος της μέρας. Όταν ο Ήλιος φθάνει στο νοτιότερο σημείο της τροχιάς του, στο χειμερινό ηλιοστάσιο, αρχίζει και πάλι να σκαρφαλώνει κάθε μέρα όλο και ψηλότερα στον ουρανό, με αποτέλεσμα η μέρα να κερδίζει ξανά το χαμένο «έδαφος», έως ότου στην εαρινή ισημερία το φως και το σκοτάδι να έχουν πάλι σχεδόν ίση διάρκεια.
Ο ήλιος στην αρχαιότητα
Ο ήλιος λατρεύτηκε από τους αρχαίους σαν θεός και σχεδόν όλοι οι αρχαίοι λαοί καθιέρωσαν προς τιμή του διάφορες γιορτές, από τους Μάγια και τους Ίνκας μέχρι τους Σκανδιναβούς και τους Ιρανούς. Σχεδόν παντού, οι μεγαλύτερες γιορτές γίνονταν κατά την εποχή του χειμερινού ηλιοστασίου, που εθεωρείτο η γιορτή της γέννησης του ήλιου, η οποία σηματοδοτούσε και την έναρξη του νέου έτους. Προϊστορικά μνημεία, όπως το Στόουνχεvτζ στη Βρετανία, πιστεύεται ότι σχετίζονταν με την καταγραφή των κινήσεων του ήλιου στον ουρανό.
Για τους Ρωμαίους, μεγάλη σημασία είχε η γιορτή του «αήττητου Ηλίου» στις 25 Δεκεμβρίου, όταν εορταζόταν το «σκαρφάλωμα» του ήλιου στον ουρανό με αποτέλεσμα το μεγάλωμα της μέρας. Οι πρώτοι χριστιανοί στη Ρώμη, που κατέφευγαν κρυφά στις κατακόμβες τους, αποφάσισαν να γιορτάζουν τη γέννηση του Χριστού την ίδια ημερομηνία, στις 25 Δεκεμβρίου, όταν οι Ρωμαίοι ασχολούνταν με τις δικές τους γιορτές των Σατουρναλίων.
Το χειμερινό ηλιοστάσιο δεν «πέφτει» πάντα την ίδια ημερομηνία από ημερολογιακής πλευράς, αλλά κυμαίνεται μεταξύ της 20ής και της 23ης Δεκεμβρίου, με πιο πιθανές ημερομηνίες την 21η και την 22η. Την τελευταία φορά που το χειμερινό ηλιοστάσιο έπεσε στις 23 Δεκεμβρίου ήταν το 1903 και δεν θα ξανασυμβεί πριν το 2303. Αυτές οι ημερολογιακές διακυμάνσεις οφείλονται στο Γρηγοριανό Ημερολόγιο.
Συγκεκριμένα, το χειμερινό ηλιοστάσιο δεν συμβαίνει πια στις 25 Δεκεμβρίου, όπως στην εποχή του Χριστού, αλλά λίγο νωρίτερα, επειδή το παλαιότερο Ιουλιανό Ημερολόγιο, που είχε εισαγάγει ο Ιούλιος Καίσαρας από το 44 π.Χ. και το οποίο είχε θεσπίσει το χειμερινό ηλιοστάσιο στις 25 Δεκεμβρίου, αντικαταστάθηκε. Το ημερολόγιο αυτό, έχανε μία ημέρα κάθε 128 χρόνια. Το 1582, ο πάπαςΓρηγόριος ΙΓ' εισήγαγε ένα νέο ημερολόγιο, που πήρε το όνομά του (Γρηγοριανό) και το οποίο χάνει μόνο μία ημέρα ανά 4.000 χρόνια.
Εκδήλωση στο Πλανητάριο
Με την ψηφιακή πλανηταριακή παράσταση «Ένα Αθάνατο Τηλεσκόπιο: Η Ιστορία του Τηλεσκοπίου Newall», το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών και το Ίδρυμα Ευγενίδου θα γιορτάσουν απόψε την έναρξη του χειμερινού ηλιοστασίου, προσκαλώντας μικρούς και μεγάλους στο Νέο Ψηφιακό Πλανητάριο του Ιδρύματος Ευγενίδου.
Θα πραγματοποιηθούν τρεις παραστάσεις για το κοινό, στις 18:30, στις 19:30 και στις 20:30 με ελεύθερη είσοδο. Απαραίτητα είναι μόνο τα δελτία εισόδου, η διανομή των οποίων θα γίνει από το ταμείο του Πλανηταρίου σήμερα από τις 18:00.
Η ψηφιακή παράσταση, διαρκείας 25 λεπτών, δημιουργήθηκε από τον Φάνη Ματσόπουλο και είναι αφιερωμένη στην ιστορία και την επιστημονική συμβολή του τηλεσκοπίου Newall, το οποίο κάποτε ήταν το μεγαλύτερο διοπτρικό τηλεσκόπιο στον κόσμο, ενώ σήμερα είναι εγκατεστημένο και λειτουργεί στο Αστεροσκοπείο της Πεντέλης.
Παράλληλα, στον ισόγειο χώρο του Ιδρύματος θα φιλοξενείται η έκθεση φωτογραφίας του Φάνη Ματσόπουλου, η οποία είναι αφιερωμένη στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. Ταυτόχρονα, το Εργαστήριο Τεχνολογίας UTech Lab του Ιδρύματος Ευγενίδου θα δώσει την ευκαιρία σε όλους τους ενδιαφερόμενους να φωτογραφηθούν μέσα στα πλάνα της παράστασης.
Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ετικέτες
Επικαιρότητα,
Επιστὴμες
Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015
Ντόροθι Κινγκ : Θα προτιμούσα να είμαι μια Ελληνίδα πόρνη παρά Σκοπιανή
Ντόροθι Κινγκ : Θα προτιμούσα να είμαι
μια Ελληνίδα πόρνη
παρά Σκοπιανή*
*(για την ακρίβεια, έγραψε Skopjedonian, αμετάφραστο λογοπαίγνιο από την συνένωση των λέξεων σκοπιανή και"μακεδόνισσα")
«Ξέσπασε» στο Twitter κατά των Σκοπιανών η γνωστή Αμερικανίδα αρχαιολόγος Ντόροθι Κινγκ η οποία αποκάλυψε ότι δέχεται σκληρή επίθεση μέσα από τα social media από άτομα που την κατηγορούν, επειδή υποστηρίζει ότι τα Σκόπια «δεν ήταν ποτέ Μακεδονία».
«Ξέσπασε» στο Twitter κατά των Σκοπιανών η γνωστή Αμερικανίδα αρχαιολόγος Ντόροθι Κινγκ η οποία αποκάλυψε ότι δέχεται σκληρή επίθεση μέσα από τα social media από άτομα που την κατηγορούν, επειδή υποστηρίζει ότι τα Σκόπια «δεν ήταν ποτέ Μακεδονία».
«Σοβαρά τώρα; Μου στέλνουν απειλές επειδή είμαι μια “Ελληνίδα πόρνη” που κρύβει την αλήθεια για τα Σκόπια».
Αυτό ήταν το πρώτο σχόλιο που την Τρίτη η Κινγκ ανάρτησε στον γνωστό ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης, αλλά όχι και το τελευταίο, αφού προχώρησε σε άλλα δύο «τιτιβίσματα» αναφορικά με το θέμα, εξαπολύοντας η ίδια από την πλευρά της επίθεση στους Σκοπιανούς.
«Θα προτιμούσα να είμαι μια Ελληνίδα πόρνη παρά Σκοπιανή… Νομίζω θα ήταν πιο διασκεδαστικό», έγραψε και συνέχισε αναφέροντας ότι τις τελευταίες ημέρες έχει μπλοκάρει από το Twitter αρκετούς Σκοπιανούς, οι οποίοι της επιτίθενται για τα όσα υποστηρίζει και κυρίως, για την στήριξή της στην ελληνική πλευρά.
«Κρίμα που δεν χρησιμοποιούν την ενέργειά τους για να κάνουν κάτι πιο παραγωγικό», πρόσθεσε, σχολιάζοντας με ύφος ειρωνικό τα όσα πολλοί πολίτες των Σκοπίων της καταλογίζουν.
Αφορμή για τις αντιδράσεις στων Σκοπιανών είναι πιθανότητα οι αναρτήσεις που έχει κάνει το τελευταίο διάστημα η αρχαιολόγος στο ιστολόγιό της.
Πρόσφατα έγραψε πως τα Σκόπια είχαν διάφορες ονομασίες κατά την αρχαιότητα, αλλά το όνομα Μακεδονία δεν ήταν ποτέ καμία από αυτές, προσθέτοντας: «Ομολογουμένως οι αρχαίοι Μακεδόνες κατέκτησαν την περιοχή, όμως ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε επίσης το σύγχρονο Ιράν και το Αφγανιστάν και καμία από αυτές τις χώρες δεν ισχυρίστηκε ότι υπήρξε τμήμα της Αρχαίας Μακεδονίας!».
Κι ας μην ξεχνάμε ότι πριν από μερικές ημέρες χαρακτήρισε «γελοίους» τους ισχυρισμούς κάποιων Σκοπιανών ότι η Αμφίπολη δεν είναι ελληνική.
«Η Αμφίπολη είναι στη Μακεδονία, η Βεργίνα είναι στη Μακεδονία και η Μακεδονία είναι στην Ελλάδα. Το να υποστηρίζει κανείς το αντίθετο είναι τόσο γελοίο όσο το να υποστηρίζεις ότι ο Ιησούς πήγε στην Αμερική».
Αυτές ήταν μερικές από τις δηλώσεις της κυρίας Κινγκ που φαίνεται ότι «πυροδότησαν» την οργή των Σκοπιανών…
Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015
Η εκπαίδευση στα Βοδενά - Έδεσσα στα μέσα του 19ου αιώνα(1857-1865)
Η εκπαίδευση στα Βοδενά - Έδεσσα
στα μέσα του 19ου αιώνα(1857-1865)
(Άγνωστα στοιχεία από εφημερίδες της Κων/πόλεως)
Γιά την κατάσταση τής παιδείας γενικότερα καί τής έκπαιδεύσεως1 ειδικότερα στην Έδεσσα κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας πολλές καί ποικίλες είναι οί έργασίες πού έχουν γραφεί ως τώρα μέ ένδιαφέρουσες ειδήσεις2.
Οί περισσότερες από αυτές, στηριγμένες ή μιά στήν άλλη, κατά κανόνα επαναλαμβάνουν τά ίδια μέ διάφορες προσθαφαιρέσεις, χωρίς νά προσθέτουν περισσότερα στοιχεία, διαφωτιστικά γιά ορισμένα σημεία, πού οπωσδήποτε έχουν ανάγκη ορισμένων διευκρινήσεων.
Αρκετά βέβαια είναι τά στοιχεία πού έχουν γραφεί γιά τις άρχές τής παιδείας στήν Έδεσσα μέ τήν ίδρυση του πρώτου σχολείου στήν περίοδο τής τουρκοκρατίας (1782) καί πολύτιμες στόν τομέα αυτό είναι οί έργασίες του Γεωργίου Τουσίμη3 καί Κ. Γ. Σταλίδη4 στό έξαίρετο περιοδικό του Φιλοπρόοδου Συλλόγου «Μέγας Αλέξανδρος», Έδεσσαϊκά Χρονικά, το όποιο, με τις μελέτες που βρίσκονται αποθησαυρισμένες στις σελίδες του, έγραψε ιστορία, άφησε εποχή, γεγονός πού ευχόμαστε να συνεχίσουν νεότερα περιοδικά καί έντυπα τής περιοχής, όπως τα Ανάλεκτα καί ο Έδεσσηνός, τά όποια, παρ’ όλες τις προσδοκίες μας, έπαυσαν να εκδίδονται.
'Όσα όμως κι άν είναι τά στοιχεία πού έχουμε, ποτέ δέν είναι δυνατόν νά καλυφθεί ή ιστορία τής πόλεως καί πάντοτε θά βρίσκουμε καί κάτι καινούργιο, κάτι πού μας διέφυγε γιά πολλούς καί ποικίλους λόγους, άνεξάρτητους από τή θέλησή μας, έφόσον τά πάντα ρεί... πάντα χωρεί καί ουδέν μένει5, κατά τον Ηράκλειτο, τόν σκοτεινό τής Εφέσου φιλόσοφο.
Μέ την έργασία μας, λοιπόν, αυτή, συμπληρώνοντας ορισμένα κενά τής εκπαιδευτικής δραστηριότητας, πού παρατηρείται στήν Έδεσσα λίγο μετά τά μέσα τού IΘ αί., παρουσιάζουμε σχετικά δημοσιεύματα έφημερίδων τής Κων/πόλεως, άναφερόμενα τόσο στις ιδιαίτερες συνθήκες πού επικρατούσαν έκεί, όσο καί στό γενικότερο κλίμα καί την περιρρέουσα ατμόσφαιρα τής έποχής.
Από τα δημοσιεύματα αυτά, τέσσερα συνολικά, ένα ανάγεται στην εφημερίδα Τηλέγραφος τού Βοσπόρου και Βυζαντίς, άλλο στήν εφημερίδα 'Ομόνοια καί δύο άλλα στήν εφημερίδα Ανατολικός Αστήρ.
1. Μιά από τις αρχαιότερες εφημερίδες της Κων/πόλεως ήταν Ό τηλέγραφος τού Βοσπόρου, πού εκδόθηκε το 1843 από τον Κων/τίνο Αδοσίδη καί διατηρήθηκε ώς τό 1857, οπότε συνενώθηκε μέ την έφημερίδα Βυζαντίς καί έφερε από τότε τόν κοινό τίτλο Ο τηλέγραφος του Βοσπόρου και Βυζαντίς, έως ότου έμεινε μόνη ή Βυζαντίς, πεντήκοντα σχεδόν έτών βίον διανύσασα6.
Στό φύλλο, λοιπόν, 409 της 8ης Όκτωβρίου τού 1860 διαβάζουμε τά έξης:
Κύριε συντάκτα τής Βυζαντίδος
Καταχωρήσατε, παρακαλώ, εις τό προσεχές φύλλον τής άξιοτίμον υμων έφημερίδος την έξης διατριβήν μου.
Προ τριών περίπου ετών, διερχόμενος δια της εν Μακεδονία πολίχνης Βωδενών (sic), αφ’ ενός μέν ήσθάνθην ηδονήν ον σμικραν ιδών την φυσικήν καλλονήν αυτής διά τε την ωραίαν θέσιν έφ’ ής κείται, τό κατάφντον τών πέριξ αυτής καί τό δαψιλέστατον τών υδάτων, μή ποτίμων μέν, χρησίμων όμως πρός άρδευσιν τών έν πάση τή περιοχή τής πολίχνης ταύτης πολυειδών κτημάτων.
Έθαύμασα τή άληθεία την φυσικήν καλλονήν τών Βωδενών και έμακάρισα τούς έν αυτή ένοικούντας ένεκα τών ών άπολαύουσι σχετικώς υλικών άγαθών.
Άφ’ έτέρον όμως έλυπήθην εις ακρον πληροφορηθείς παρά τών έκεισε φίλων μου ότι έστερούντο τού κρατίστον τών άγαθών, τουτέστι τής έκπαιδεύσεως τών έαυτών τέκνων καί ότι υπήρχε μέν σχολείον, άλλ’ άνευ σχεδόν διδασκάλων και μαθητών.
Μητροπολίτης Νικόδημος
Βοδενών εκ Τενέδου (1824-1886) |
Κατά δέ την Κυριακήν τής 21 Αύγούστου έτους ένεστώτος διερχόμενος καί αύθις διά τής πολίχνης Βωδενών καί ένώ ευρισκόμην έν τώ ναώ τής Μητροπόλεως έκκλησιαζόμενος, αίφνης άκούω τόν άρχιερέα Άγιον Βωδενών κ. Νικόδημον προτρέποντα τόν λαόν από τού θρόνον του, όπως μετά την θείαν λειτουργίαν συνέλθωσιν άπαντες έν τώ σχολείω, ένθα τελεσθήσονται έτήσιαι έξετάσεις τών μαθητών τής τε έλληνικής καί αλληλοδιδακτικής σχολής.
Μετέβην λοιπόν κάγώ μετά τών άλλων έν τώ σχολείω, όπερ εύρον πλήρες μαθητών και ακροατών, μή άπολειπομένων μηδ’ αυτών τών τοπικών άρχών μεταξύ δέ τού θηρίπον (;) καί τών τού τόπου προυχόντων βλέπω σεβάσμιον αρχιερέα, έπί τού προσώπου τού οποίου ένεφαίνετο άπολάμπουσα χαρά και φαιδρό της, άμέσως άρξαμένον τής πρός τόν Ύψιστον δοξολογίας καί μετά δακρύων χαράς επικαλουμένον την έπιφοίτησιν τού Αγίου Πνεύματος έφ’ άπαν τό σύνολον τών τε διδασκόντων και διδασκόμενων και τών παρευρισκομένων άκροατών.
Άναβάς δέ μετά ταύτα ό σεβάσμιος ούτος ιεράρχης επί της έδρας έξεφώνησε λόγον καταλληλότατον, εκθέτων τήν κατάστασιν τού σχολείου και προτρέπων τούς πολίτας, ίνα φροντίζωσι περί τής τελειοτέρας έκπαιδεύσεως τών τέκνων των καί άναπληρώσωσι τα έλλείποντα υπό τήν σύντονον μέριμναν, ήν καταβάλλει ο ίδιος.
Είτα δ’ ήρξατο έξετάζων τούς τής άνωτέρας τάξεως τού ελληνικού σχολείου μαθητάς μαθήματα όμοια τών έν τοις προ πολλών ετών συστηθεισιν έλληνικοίς σχολείοις μαθημάτων και μετ’ ούκ ολίγης εύχαριστήσεώς μου ήκουσα τού άγιου Βωδενών προτείνοντος λεπτομερείς παρατηρήσεις γραμματικάς τε και συντακτικάς και προβλήματα άριθμητικής και γεωμετρίας καί τών άπό δύο ήδη ετών μαθητών άποκρινομένων τών πλείστων έτοίμως και εύστόχως πρός πάντα τά έρωτώμενα.
Ή έξέτασις τών μαθητών τούτων μέ παρεκίνησε καί τήν μετ’ αυτήν ν’ άπέρχωμαι εις τό σχολείον, ίνα ίδω καί τό τέλος τών εξετάσεων, άποβάν ώς αί ενάρξεις μετά πλείστης όσης επιτυχίας καί ευχαριστήσεως άπάντων τών κατοίκων, ούς συνεχάρην άπό καρδίας, άπελθών μετά ταύτα έν τη έμή πλήρης χαράς καί άγαλλιάσεως, διότι εύρον έν τη ρηθείση πολίχνη πραγματοποιηθέντα δύο μέγιστα διά τήν κοινωνίαν άγαθά.
Πρώτον μέν τήν όσον ένεστι καλλίστην πρόοδον άμφοτέρων τών σχολών, τής τε έλληνικής καί άλληλοδιδακτικής, τη άκαμάτω καί συνεχει έπισκέψει καί επιτηρήσει τού σεβασμίου άγιου Βοδενών καί τών μετά ζήλου εις πάν έπ’ άγαθώ τείνον τών κυρίων έφορων
δεύτερον δέ καί κοινωφελέστατον τη πόλει τών Βωδενών άγαθόν υπάρχει ή μετοχέτευσις ύδατος ποτίμου άπό άποστάσεως σχεδόν ώρας, τού όποιου ή στέρησις ήν έπαισθητοτάτη.
Ώς δέ σαφώς έβεβαιώθην παρά πολλών, αίτιος τού ν’ άπολαύση ή ρηθεισα πολίχνη τά, ώς είρηται, άγαθά, έγένετο ό νύν άγιος Βωδενών κ. Νικόδημος, όστις, ον μόνον έν Βωδενοίς άκαμάτως φροντίζει περί τής κοινής ώφελείας τού ποιμνίου του, άλλα καί άλλαχού επί τη επαρχία αύτού συνέστησε καταλλήλους διδασκάλους πρός έκπαίδευσιν τής νεολαίας.
Ευτυχείς αί έπαρχίαι, αί τυγχάνουσαι τοιούτων άρχιερέων.
Έν Βιτωλίοις τη 15 7/βρίου 1860
Εις τών συνδρομητών σας
Διαβάζοντας τήν έπιστολή αυτή καί αγνοώντας τό όνομα τού αποστολέα της, πρέπει νά λάβουμε ύπόψη μας ότι πολύ σπάνια οί δημοσιεύοντες παρόμοιες επιστολές υπέγραφαν μέ τό όνομά τους, άφού λίγα μόλις χρόνια είχαν περάσει άπό τήν έκδοση του Χάτι Χουμαγιούν (1856/7) καί ή έλευθεροτυπία καί κάθε άλλη κίνηση γιά τήν προβολή καί υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων, των χριστιανών κυρίως, βρισκόταν ακόμη στά σπάργανα καί πολλοί ήταν έκείνοι οι όποιοι δίσταζαν νά έκδηλώσουν τά φρονήματά τους διά τόν φόβον των Ιουδαίων.
'Οπωσδήποτε, όμως, άπό αυτήν άντλούμε άρκετά στοιχεία γιά τήν έκπαίδευση στήν Εδεσσα στά μέσα του ΙΘ' αί. καί συγκεκριμένα γιά τήν περίοδο 1857-1860, αφού, γραμμένη ή έπιστολή τό 1860, ρητώς αναφέρει ο,τι είχε δει ό άποστολέας της προ τριών περίπου ετών, δηλαδή τό 1857, όταν είχε ξαναπεράσει άπό τήν Έδεσσα μέ κατεύθυνση τά Βιτώλια τής Σερβίας, τό σημερινό δηλαδή Μοναστήρι.
Οί πληροφορίες του γιά τήν κατάσταση τής έκπαιδεύσεως τό 1857 δέν ήταν καί τόσο ευχάριστες, άφού, όπως γράφει, ένώ θαύμασε τήν τοποθεσία τής πόλεως μέ τίς φυσικές της καλλονές, λυπήθηκε, διότι οί Έλληνες κάτοικοι τής πόλεως είχαν βέβαια σχολείο γιά τά παιδιά τους άλλά ανευ σχεδόν διδασκάλων καί μαθητών.
Απεναντίας, τό 1860, όταν καί πάλι πέρασε άπό τήν Έδεσσα καί μάλιστα στις 21 Αύγούστου, Κυριακή, έκκλησιαζόμενος, διαπίστωσε ότι ή έκπαίδευση βρισκόταν σέ πολύ καλό σημείο, άφού, σύμφωνα μέ τά λεγόμενα του μητροπολίτη Νικοδήμου8, τήν ημέρα έκείνη έπρόκειτο νά γίνουν οί έτήσιες έξετάσεις9 τών μαθητών τής Ελληνικής10 καί Αλληλοδιδακτικής σχολής11, στις όποιες καί ό ίδιος παρέστη.
Βλέπουμε δηλαδή τή βελτίωση πού είχε γίνει στό τριετές διάστημα από τό 1857 ως τό 1860.
Δέν γνωρίζουμε τούς λόγους τής βελτιώσεως αυτής• μήπως ή κατάσταση τού 1857, όπως τήν περιγράφει ό ανώνυμος ταξιδιώτης, όφειλόταν σέ αβελτηρία τού τότε μητροπολίτη Άνθιμου (1848-1.2.1859);
Πιθανόν, διότι, όπως αναφέρει ό Γ. Τουσίμης κατατρυχόταν άπό τούς έπαρχιώτες τής μητροπόλεώς του12.
Ακριβή εικόνα τής έκπαιδευτικής καταστάσεως τής πόλεως στά χρόνια έκείνα παρέχει ό Γιώργος Φ. Ρουμελιώτης13, ό όποιος με στοιχεία ακλόνητα άποδεικνύει ότι ή γνώμη τού καθηγητή Στέφανου Παπαδόπουλου ότι το 1857 συστήθηκε το πρώτο έλληνικόν σχολείον14 δεν εύσταθεί, διότι καί πριν άπό τό 1857 γίνεται μνεία γιά έλληνικό σχολείο στήν Έδεσσα στον Κώδικα τής έν Βοδενοίς Μητροπόλεως και συγκεκριμένα γιά τις χρονιές 1836-1837 και 1844-1845 15.
Εκείνο πού δέν έχουμε γιά τή λειτουργία τών σχολείων αυτών είναι τό γεγονός ότι μας λείπει μιά μαρτυρία λεπτομερής γιά τόν τρόπο τής λειτουργίας των, ένα είδος έκθέσεως λειτουργίας τον, όπως περίπου γίνεται μέ τό γράμμα αυτό, πού δημοσιεύουμε γιά τό έτος 1857, σέ σύγκριση μέ τό 1860, καί τήν έξαγωγή τών ανάλογων συμπερασμάτων.
Ιδιαίτερη εντύπωση μας προκαλεί τό γεγονός ότι κατά τή διάρκεια τών έξετάσεων ό μητροπολίτης, μέ τις έρωτήσεις του γιά τήν επίδοση τών μαθητών όχι μονάχα στή γραμματική καί τό συντακτικό άλλά καί στήν άριθμητική καί τή γεωμετρία, προκάλεσε τό διαφέρον του παρεπίδημου έπισκέπτη του, ώστε νά τονίσει τή χαρά καί τήν αγαλλίαση πού είδε στά πρόσωπα άπάντων τών κατοίκων καί νά έπαινέσει τόν δεσπότη γιά τήν δλη του έργασία, διότι ον μόνον έν Βοδενοίς άκαμάτως φροντίζει περί τής κοινής ώφελείας τού ποιμνίου τον άλλα καί άλλαχού, δηλαδή γιά ολόκληρη τήν έπαρχία του, όπου ίδρυσε σχολεία μέ καταλλήλους διδασκάλους πρός έκπαίδευσιν τής νεολαίας.
Πως, λοιπόν, ήταν δυνατόν, ενθουσιασμένος άπό τό έργο αυτό, νά μήν άναφωνήσει ότι ευτυχισμένες είναι οι έπαρχίες έκεϊνες πού έχουν τέτοιους αρχιερείς;
Καί γιατί νά μήν είναι εύτυχισμένες, όταν ένδιαφέρονται όχι μονάχα γιά τά έκπαιδευτικά θέματα άλλά καί γιά κοινωνικά, όπως τό ενδιαφέρον πού έδειξε ό Νικόδημος γιά τή μεταφορά ποσίμου νερού στήν πόλη άπό μία απόσταση μακρινή, κάτι πού ήταν τόσο ζωτικό γιά τούς κατοίκους τής 'Έδεσσας;
2. Ένα χρόνο άργότερα, τό 1861, συναντούμε τό δεύτερο δημοσίευμά μας γιά τήν κατάσταση τής έκπαιδεύσεως στήν Έδεσσα, στήν έφημερίδα Ό Ανατολικός Άστήρ16, τήν έφημερίδα εκείνη πού έξέδιδαν οί τρεις διδάσκαλοι τής Μεγάλης τού Γένους Σχολής, ό Ιωάννης Φιλαλήθης, ό Κωνσταντίνος Φωτιάδης, ό όποιος άργότερα διορίσθηκε ηγεμόνας στή Σάμο, καί ό Βασίλειος Καλλίφρων.
Ή έφημερίδα αυτή μέ υπότιτλο Έφημερίς τής δημοσίας έκπαιδεύσεως, εκκλησιαστική, φιλολογική, εμπορική καί τών διαφόρων ειδήσεων κυκλοφορήθηκε στις 6 Όκτωβρίου 1861 καί στό 9ο φύλλο της (29.11.1861, σ. 3), μέ τίτλο Δημοσία έκπαίδενσις, άναφέρθηκε στήν Έδεσσα καί τά σχολεία της ώς έξής:
Μετά πολλής τής εύχαριστήσεως πληροφορούμεθα έπισήμως τόν περί τήν εθνικήν έκπαίδευσιν άξιέπαινον ζήλον τών Έδεσσηνών (κατοίκων τών Βοδενών).
Ούτοι, έκτος τών μέχρι τούδε ύπαρχουσών παρ’ αύτοΐς δύο σχολών, έλληνικής τε καίάλληλοδιδακτικής, έξ ών εις μέν τήν πρώτην διδάσκονται μαθηταί έπέκεινα τών πεντήκοντα υπό άξίον διδασκάλον, τού κύρίον Α. Μαργαρίτον, ουν μόνον τήν έλληνικήν γλώσσαν, άλλά καί τά λοιπά βοηθητικά μαθήματα, οίον άριθμητικήν, γεωμετρίαν, κατήχησιν, ιστορίαν, γεωγραφίαν, ώς καί άρχάς τής γαλλικής, εις δε τήν δευτέραν διδάσκονται τριακόσιοι μαθηταί, κατά τούς τύπους τών μεθοδικωτέρων σχολείων, υπό τού άλληλου διδασκάλου κ. Μπαϊνανίδου, άπεφάσισαν γενναίως, τή άξιεπαίνω προτροπή τού μουσοτραφούς αυτών Αρχιερέως, ενός τών τά μάλιστα τροφίμων τής καθ’ ημάς Θεολογικής έν Χάλκη Σχολής, ϊνα οίκοδομήσωσι καί άλλην λιθόκτιστον σχολίων 34 πήχεων μήκους καί 20 πλάτους, διώροφον, άνω μέν έλληνικήν, κάτω δε άλληλοδιδακτικήν, διά τό άνεπαρκές τών μέχρι τούδε δύο σχολείων ώς πρός τήν πληθύν τών μαθητών.
Ή νέα σχολή κείται έπί τής άκροτόμον, ύψους έκατόν πήχεων, εις τήν άνατολικήν άκραν τής πόλεως, εχουσα κάτωθεν μέν αυτής τήν κατάφυτον εκείνην κοιλάδα, έν ή, κατά τόν πατέρα τής ιστορίας Ηρόδοτον, ήσαν οί κήποι τού Μίδα μέ τά έξη κοντάφυλλα καί αυτοφυή ρόδα των, έν άπόπτω δέ τήν Θεσσαλονίκην καί τάς περί τόν Θερμαϊκόν κόλπον πεδιάδας.
Προβαίνει δέ τό έργον, καθ’ ας έχομεν πληροφορίας, διά τών αξιέπαινων προσπαθειών τού τε Άρχιερέως, τών έφορων, και άπάντων έν γένει τών πολιτών, κοινή σύμπνοια καί γνώμη.
Πεποίθαμεν ότι τούς άξιεπαίνους Βοδενιώτας θέλουσι μιμηθή καί οί Γενιτζιώται, οίτινες, δυστυχώς, έχουσι τήν σχολήν αυτών άνευ διδασκάλου πρό τίνος ήδη καιρού.
Αλλ’ έλπίζομεν ότι ανδρες, οιτινες άντέστησαν εις τήν άκάθεκτον ορμήν τού έπαπειλήσαντος αυτούς Ουνιτισμού, διατηρήσαντες άμώμητον τήν ίεράν έκ προγόνων παρακαταθήκην, τήν ορθόδοξον, λέγομεν, πίστιν, ουδέποτε θέλουσιν άνεχθή νά κατακλυσθώσιν υπό τού χειμάρρου τής άμαθείας, μή φροντίζοντες περί τής χριστιανικής, ηθικής καί διανοητικής μορφώσεως τών τέκνων αυτών καί προστρίβοντες ώς έκ τούτου μώμον έαυτοίς άνεξάλειπτον.
Ό «Ανατολικός Αστήρ» προθύμως θέλει δημοσιεύσει, έντός ολίγου ίσως, γενναίαν πράξιν καί τούτων τών καλών καί άγαθών χριστιανών πρός άμιλλαν καί άλλων.
Τό δημοσίευμα αυτό, προφανώς της διευθύνσεως της έφημερίδας, στηριζόμενο, όπως φαίνεται, σέ γράμμα αυθεντικό κάποιου επίσημου Έδεσσαίου άφού τονίζει ότι πληροφορούμεθα έπισήμως-, έρχεται υστέρα από ένα χρόνο μετά τό δημοσίευμα της έφημερίδας Ό τηλέγραφος τού Βοσπόρου καί Βυζαντίς νά μας ένημερώσει γιά τήν κατάσταση τής παιδείας στήν Έδεσσα τή χρονιά εκείνη (1861). Εκείνο πού οφείλουμε νά τονίσουμε είναι τό γεγονός ότι μας δίνει περισσότερα στοιχεία γιά τήν έκπαίδευση στήν πόλη, παραθέτοντας καί τό όνομα του δασκάλου τόσο τής Ελληνικής όσο καί τής Αλληλοδιδακτικής σχολής, καθώς καί τόν άριθμό τών φοιτώντων μαθητών καί τών μαθημάτων που διδάσκονταν. Έτσι μαθαίνουμε ότι διδάσκαλος στήν Ελληνική σχολή, ήταν ό Ά. Μαργαρίτης, ένώ στήν Αλληλοδιδακτική έδίδασκε κάποιος Μπαϊνανίδης, όνομα άγνωστο ως τώρα γιά μας άπό τις διάφορες πηγές17.
Ταυτοχρόνως μαθαίνουμε ότι, ένώ ή Ελληνική σχολή είχε παραπάνω άπό 50 μαθητές, οί όποιοι διδάσκονταν τήν έλληνική (γλώσσα), άριθμητική, γεωμετρία, κατήχηση, ιστορία, γεωγραφία καί τις άρχές τής γαλλικής, ή Αλληλοδιδακτική είχε 300 μαθητές οί όποιοι διδάσκονταν τά μαθήματα έκείνα πού καθορίζονταν σύμφωνα μέ τούς τύπους τών μεθοδικωτέρων σχολείων18.
Τό κυριότερο σημείο τού δημοσιεύματος αύτού είναι εκείνο πού άναφέρεται στήν ανέγερση μιας άλλης λιθόκτιστης σχολής, ή οποία, όπως φαίνεται άπό τά γραφόμενα, άρχισε νά χτίζεται τή χρονιά έκείνη, διώροφη, ώστε στό ισόγειο νά στεγάζεται ή Αλληλοδιδακτική σχολή καί στόν 1ο όροφο ή Ελληνική, ένέργεια πού άποδίδεται στήν πρωτοβουλία του μητροπολίτη Νικόδημου, τον όποιο καί έπαινεί γιά τις δραστηριότητες του, καθώς καί στούς έφορους τών σχολείων καί όλους τούς Έδεσσαίους οί όποιοι βοήθησαν τό εργο αυτό.
Άναφέροντας τό μήκος καί τό πλάτος τού νέου κτιρίου19, μάς καθορίζει καί τό άνατολικό σημείο τής πόλεως, όπου χτιζόταν ψηλά, πάνω στόν άπότομο βράχο πού δεσπόζει στήν πόλη, ώστε άπό τό σημείο εκείνο νά μπορεί νά άγναντεύει κανείς όχι μόνο τον θαυμάσιο κάμπο πού έκτείνεται στά πόδια τής πόλεως άλλά καί αύτήν άκόμα τή Θεσσαλονίκη καί τις πεδιάδες γύρω άπό τόν Θερμαϊκό κόλπο.
Τό σχολείο αυτό μέ τήν καταπληκτική πρός τόν κάμπο θέα, στό όποιο φοιτήσαμε κι εμείς τό καλοκαίρι τού 1941 (Ιούλιος), όταν άνοιξαν τά σχολεία, μετά τόν Έλληνοϊταλικό Πόλεμο, έπειδή τό περικαλλές κτίριο τού Γυμνασίου είχε καταληφθεί άπό τούς Γερμανούς καταχτητές, σήμερα δέν ύφίσταται, διότι κάηκε τό 1944 κατά τήν πυρπόλνση τής πόλεως άπό τούς Γερμανούς10.
Σέ ιδιαίτερη παράγραφο γίνεται λόγος καί γιά τήν πόλη τών Γενιτσών καί τούς κατοίκους της (Γενιτζώτες) οί όποιοι, δυστυχώς, έχουσι τήν σχολήν αυτών άνευ διδασκάλου καί μάλιστα άπό καιρό.
Έτσι μαθαίνουμε κάτι, πού ώς τώρα αγνοούσαμε, ότι δηλαδή στά Γιαννιτσά τό 1861 υπήρχε, βέβαια, σχολείο, άλλά δέν λειτουργούσε, διότι δέν υπήρχε δάσκαλος21.
Αγνοούμε τόν λόγο γιατί δέν λειτουργούσε.
Ή έφημερίδα πιστεύει ότι καί οί κάτοικοι τών Γενιτσών γρήγορα θά άποκαταστήσουν στό σημείο πού πρέπει τά εκπαιδευτικά τους ζητήματα, άφού μέ τόση γενναιότητα καί έμμονή στήν ορθοδοξία άντέστησαν εις τήν άκάθεκτον ορμήν τού έπαπειλήσαντος αύτούς ουνιτισμού, διατηρήσαντες άμώμητον τήν ίεράν εκ προγόνων παρακαταθήκην, τήν ορθόδοξη πίστη τους22, κάτι γιά τό όποιο καί τούς έπαινεί καταλλήλως.
3. Τό τρίτο δημοσίευμα, σταλμένο κι αυτό άπό κάποιον καί πάλι ανώνυμο συνδρομητή ώς είδος άνταποκρίσεως άπό τήν Έδεσσα στις 15 Ιουλίου τού έπόμενου έτους (1862) στήν έφημερίδα τής Κων/πόλεως 'Ομόνοια23, άναφέρεται κι αυτό στήν κατάσταση τής παιδείας καί μάλιστα στις σχολικές έξετάσεις τής χρονιάς έκείνης, ένα θέμα τόσο προσφιλές στό αναγνωστικό κοινό τό όποιο παρακολουθούσε μέ διαφέρον τήν πνευματική κίνηση τών έπαρχιών.
Στό φύλλο 23 τής 25ης Ιουλίου τοΰ 1862 (σ. 92) διαβάζουμε τά εξής:
Κύριε συντάκτα τής «Ομονοίας»
Πρό τινων ημερών, μεταβαίνων ενταύθα εις Βοδενά πρός σννάθροισιν του βομβυκοσπόρου, κατά τήν έκ Γενιτσών διάβασίν μου είδον τά ηράκλεια κατορθώματα τής Δυτικής προπαγάνδας, άπερ έξασκεί έπί τινων άτόμων έκ τού εσχάτου όχλου τής κωμοπόλεως ταύτης.
Έλυπήθην άληθώς διά τήν πάσχουσαν ταύτην κοινωνίαν καί έταλάνισα πλανώντας και πλανωμένους, τούς μέν ώς όνειροπολούντας παποκρατίαν έν τή συναθροίσει τών σκυβάλων έκ πάσης χριστιανικής κοινωνίας, τούς δέ ώς γενομένους ώνια ιδανικών ύλικών συμφερόντων και ως εν ακιζομένους υπό υποσχέσεων, τών όποιων ή πραγματοποίησις άντίκειται εις τήν τάξιν τών νόμων τής Σεβαστής Κυβερνήσεως άλλ’ ίσην θλίψιν έδοκίμασα εις Γενιτσά, τοσαύτης άπ’ έναντίας ψυχικής χαράς και ευφροσύνης ευτύχησα νά γίνω μέτοχος ένταύθα κατά τήν έπέτειον έορτήν τών άγίων Αποστόλων, καθ’ ήν ημέραν έτελέσθησαν δημοτελώς αί έξετάσεις τών 65 μαθητών τής Ελληνικής Σχολής και τών υπέρ τούς διακοσίους τής Αλληλοδιδακτικής.
Μετά τήν άρχιερατικήν θείαν λειτουργίαν συγκινητικώτατον θέαμα ήν νά βλέπει τις τό πλήθος τών μαθητών, λευκοφορούντων τινών, και πάντων άδόντων, μεταβαινον άπό τής παλαιάς Σχολής εις τήν νέαν περικαλλή καί πάντερπνον, τήν όποίαν ή τε φυσική θέσις και ή διά συνεργείας τού μουσοτραφούς άρχιερέως άγ. Βοδενών κυρίου Νικοδήμου άναπτυχθεισα φιλοκαλία και έλευθεριότης τών Έδεσσηνών έφιλοτιμήθησαν νά καταστήσωσιν άγλάϊσμα, ού μόνον τής Εδέσσης άλλά και πάσης τής Μακεδονίας.
Μετ’ όλίγας δέ στιγμάς κατείχεν ήδη ή Σχολή έντός αυτής τόν σεβάσμιον άρχιερέα, τόν πολλά ύπέρ αυτής μογήσαντα, παρακολουθούμενον ύπό τού ιερατείου, τών έφορων και τών προκρίτων, τών κατοίκων πάσης τάξεως και ήλικίας, τών παρεπιδήμων Ιταλών και Γάλλων έμπορων τού βομβυκοσπόρου και έπιτέλους τού συμβουλίου τής τοπικής Αρχής.
Δέν έχρειάζετο δέ λυγκεύς τις ή διορατικός οφθαλμός, ϊνα άνακαλύψει τήν χαράν τής συνειδήσεως τών Έδεσσηνών και τήν συναίσθησιν ότι διά τής γενναίας θυσίας τού όβολού των έξεπλήρωσαν πρώτιστον καί ίερώτατον καθήκον πολλοί δέ, καί πρό πάντων ό σεβάσμιος άρχιερεύς, δέν ήδύναντο νά κρατήσωσι τά δάκρυά των, έν δσω οί μέν μαθηταί έναρμονίως καθωμολόγουν δι’ άσμάτων τήν ευγνωμοσύνην των, ό δ’ έλλόγιμος διδάσκαλος κ. Α. Μαργαρίτης δι’ εύφραδούς άμα καί γοητευτικού λόγου, άκριβολογήσας πρώτον τήν άπό τού παρελθόντος έτους αχρι τής σήμερον κατάστασιν τής Σχολής, άπεδείκνυε διά τίνων θυσιών τών πατέρων κατασκευάζεται ή διανοητική καί ηθική διάπλασις τών τέκνων του.
Μετά ταύτα δέ, καί μετά τήν προηγηθείσαν τούτων δέησιν πρός Κύριον, ήρξαντο οί εξετάσεις καί έν διαστήματι δύο ήμερων έξετάσθησαν οί μαθηταί τών τεσσάρων τάξεων τού Ελληνικού, τής μέν πρώτης εις τόν Δημοσθένην μετά πλήρους εφαρμογής τού συντακτικού, εις τήν Ιεράν κατήχησιν, εις άρχάς τής γαλλικής γλώσσης, εις γεωμετρίαν, πολιτικήν ιστορίαν και φυσικήν γεωγραφίαν.
Της δέ β' εις Πλούταρχον και Λυσίαν, ιεράν κατήχησιν, ιστορίαν καί άριθμητικήν καί εφεξής τής τρίτης καί τετάρτης εις τά διδαχθέντα αύτοις μαθήματα.
Έν γένει δέ οί πλείονες τών μαθητών ενστόχως άπήντησαν εις τάς ερωτήσεις τού τε διδασκάλου καί τού άρχιερέως, έξ ού καταφαίνεται καί πρόοδος τών μαθητών ούκ ευκαταφρόνητος καί φιλοπονία τού ελληνοδιδασκάλου κ. Α. Μαργαρίτου άξιέπαινος τήν τρίτην δέ ημέραν έξετάσθησαν καί άπαντες οί ηλικιωμένοι μαθηταί τής Αλληλοδιδακτικής Σχολής ευδοκίμησαντες καί ούτοι, μάλιστα δέ οί 16 τόν άριθμόν προπαρασκευασθέντες νά μεταβώσιν εφέτος εις τήν Έλληνικήν, ώς κανονικώς άναγνώσαντες καί διδαχθέντες τάς άρχάς τής γραμματικής καί τά τέσσαρα τής άριθμητικής πάθη, διό καί δίκαιος έπαινος άποδίδεται τώ άλληλοδιδασκάλω κυρίω Γ. Μπαϊνανίδη.
*Έπαινος άληθώς μέγας όφείλεται εις τούς κατοίκους τής πόλεως τ αυτής, διότι έναρμονίως συζώντες μετά τού σεβαστού άρχιερέως των προ τριών ήδη έτών έπεχειρίσθησαν τήν πολυδάπανον μεταφοράν ποσίμου ύ ό ατό ς μακρόθεν, καί, μολονότι τού έργου φθάσαντος εις τό τέρμα του, δυστυχώς, τά ύδατα είτε έκ τής άνυδρίας είτε έξ άλλης άγνώστου αιτίας έξέλιπον έκ τής πηγής αυτής• δεν άπηύδησεν δμως ό κοινωφελής ζήλος αυτών.
Ιδού καί σχολείον έκ βάθρων, όποιον, άσυγκρίτφ λόγω μεγαλύτεραι πόλεις στερούνται, ώκοδόμησαν καί νοσοκομείον συνέστησαν καί ήδη σκέπτονται τήν παλαιάν Σχολήν εις Παρθεναγωγειον νά μεταποιήσωσιν.
Ας εύχηθώμεν βάσκανος οφθαλμός νά μην ίδη τούς άδελφούς τούτους.
Βοδενά τήν 15 Ιουλίου 1862
Εις τών συνδρομητών σας
Του γράμματος αύτού δέν γνωρίζουμε αν συντάκτης είναι ό ίδιος μέ τό δημοσιευμένο κείμενο στόν Τηλέγραφο τού Βοσπόρου καί Βυζαντίδα της 8ης Όκτωβρίου 1860, πριν άπό μιά διετία.
Τό κύριο στοιχείο της έπιστολης αυτής είναι ό ένθουσιασμός καί ή χαρά του συντάκτη της γιά τήν πρόοδο πού είδε στά σχολεία τής Έδεσσας, τόσο στήν Ελληνική όσο καί τήν Αλληλοδιδακτική σχολή καί προπάντων τό γεγονός τής μεταβάσεως τών μαθητών στό νέο περίλαμπρο διώροφο κτίριο καί τής έγκαταστάσεως των πλέον έκεί, ένα χαρμόσυνο γιά τήν Έδεσσα γεγονός πού τόση χαρά σκόρπισε σέ όλους, όσοι παραβρέθηκαν έκεί τήν ημέρα τών έξετάσεων τών σχολείων, γεγονός πού κατά κύριο λόγο όφειλόταν στις ένέργειες τού ρηξικέλευθου μητροπολίτη Νικοδήμου, ό όποιος πράγματι έμόχθησε νά φέρει σέ πέρας τό δύσκολο βέβαια αλλά καί τόσο ευχάριστο αυτό έργο.
Άπό τά γραφόμενα στήν άρχή τού γράμματος φαίνεται ότι ήταν έμπορος «βομβυκοσπόρου», τού σπόρου έκείνου πού δημιουργεί τούς μεταξοσκώληκες24, τά «κουκούλια»25 δηλαδή, γιά τήν παραγωγή καί βιομηχανική επεξεργασία τών οποίων άνέκαθεν φημιζόταν τόσο ή Έδεσσα καί τά Γιαννιτσά όσο καί ή Νάουσα26.
Τό γεγονός όμως εκείνο, τό όποιο ευθύς εξαρχής μας ξενίζει, ώστε νά προβληματιζόμαστε, είναι ή κατάσταση πού έπικρατούσε στά Γιαννιτσά σχετικά μέ τήν παπική προπαγάνδα καί τίς προσπάθειές της γιά προσηλυτισμό τών ορθοδόξων κατοίκων της.
Βλέποντας τήν κατάσταση αυτή ό συντάκτης τής έπιστολής εκφράζει τή λύπη του διά τήν πάσχουσαν ταύτην κοινωνίαν, όπως γράφει, καί κατηγορεί τόσο τούς προπαγανδιστές όσο καί τούς προπαγανδιζομένους, τούς όποιους θεωρούσε παρασυρμένους άπό τίς υποσχέσεις τών παπικών, άποκαλώντας τους ώνια (ψώνια) υλικών συμφερόντων και φενακιζομένους (άπατημένους).
Ευτυχώς, χάρη στις ενέργειες τών μητροπολιτών Βοδενών Νικοδήμου καί Θεσσαλονίκης Νεοφύτου27 άλλά καί τής άντιδράσεως τών ορθοδόξων Γενιτσιωτών οί προσπάθειες τών ουνιτών τελικά δέν είχαν κανένα άποτέλεσμα28.
Άναφερόμενος ειδικότερα στήν κατάσταση τής έκπαιδεύσεως θά τονίσει ότι οί μαθητές τής Ελληνικής σχολής ήταν 65, ενώ τό 1861 ήταν 50, καί θά παρουσιάσει μέ λεπτομέρεια καί τούς συγγραφείς τούς οποίους διδάσκονταν κατά τάξεις, καθώς καί τό ευχάριστο κλίμα πού επικράτησε σέ όλη τή διάρκεια των έξετάσεων μέ τις εύστοχες απαντήσεις τών μαθητών στις έρωτήσεις τού δεσπότη τους καί τήν ικανοποίηση τών γονέων τους καί τών άλλων ακροατών.
Εντύπωση μας προκαλεί τό γεγονός ότι στήν Α' τάξη τής σχολής διδασκόταν ό Δημοσθένης καί στή Β' ό Πλούταρχος καί ό Λυσίας, ένώ, κατά τή γνώμη μας, θά έπρεπε νά συμβαίνει τό αντίθετο, γιατί μεταξύ τών συγγραφέων αυτών ό Δημοσθένης θά έπρεπε νά διδάσκεται στή Β', ό λόγος του όποιου είναι πολυπλοκότερος καί πυκνότερος σέ νοήματα, ένώ ό Λυσίας καί ό Πλούταρχος διακρίνονται περισσότερο γιά τήν άπλότητά τους.
Σχετικά μέ τήν Αλληλοδιδακτική σχολή, εκείνο πού πρέπει νά σημειώσουμε είναι ή επισήμανση ότι σ’ αυτήν, έκτός άπό τά μικρά παιδιά τά όποια φοιτούσαν έκεί, υπήρχαν καί ήλικιωμένοι καί μάλιστα 16, γεγονός ευχάριστο γιά τή σχολή αυτή, ό κύκλος τής όποίας διευρυνόταν, άφού άγκάλιαζε μεγαλύτερες ήλικίες προσφέροντας τά φώτα τής παιδείας σέ μιά έποχή πού τόσο αναγκαία ήταν ή διάδοσή της.
Έκτός άπό τήν παιδεία θ’ άναφερθεί καί σέ άλλα θέματα καί μάλιστα τής ύδρεύσεως τής πόλεως, ένα θέμα πού είχε θίγει ήδη άπό τό 1860 μέ τό γράμμα τού έπιστολογράφου άπό τά Βιτώλια29, σημειώνοντας ότι πιθανώς λόγω τής άνυδρίας πού είχε παρατηρηθεί τή χρονιά έκείνη ή ίσως καί γιά άλλους λόγους ή παροχή νερού δέν είχε έπιτευχθεί άκόμα.
Μέ χαρά έπίσης θά άνακοινώσει ότι ή Έδεσσα άπέκτησε καί νοσοκομείο30, τόσο άναγκαίο καί άπαραίτητο γιά τήν πόλη καί τήν περιοχή όλη στούς χαλεπούς εκείνους καιρούς, πού ή υγειονομική περίθαλψη ήταν ένα σπανιότατο είδος, άπρόσιτο όνειρο.
4. Τέλος, ένα άκόμη δημοσίευμα τής έφημερίδας Ανατολικός Άστήρ φέρνουμε στό φώς (φ. 236/4.3.1865, σ. 466), σχετικό μέ τήν κατάσταση τής παιδείας ύστερα άπό τρία χρόνια, μέ τίτλο «Εκπαιδευτικά. Σχολεία Βοδενών», τό όποιο έχει ώς έξής:
Ή σχολή Βοδενών, διηρημένη είς Έλληνικήν και Αλληλοδιδακτικήν, περιέχει 300 μαθητάς, τεσσαράκοντα πέντε τών όποιων άνήκοντες εις τήν Έλληνικήν και τέσσαρας κλάσεις άποτελούντες, άκούουσιν οίμέν τής Α', έκ 5 μαθητών συνισταμένης, παρά τού Α' έλληνοδιδ(ασκάλου) Κ. Πατρικοπούλου Δημοσθένην, γεωμετρίαν, άλγεβραν, γαλλικά, γεωγραφίαν μαθη ματικήν, ίεράν κατήχησιν, γενικήν ιστορίαν και εκθέσεις ιδεών μετά θεμάτων οί δε τής Β', έκ 12 μαθητών συγκειμένης, παρά τού αύτού Πλούταρχον, συντακτικόν, γεωγραφίαν πολιτικήν, άριθμητικήν, έλληνικήν ιστορίαν, κατήχησιν και άρχάς γαλλικών εις δέ τήν Γ' έκ 13 μαθητών συνισταμένην, παραδίδονται υπό τού Β' έλληνοδ(ιδασκάλον) Ν. Παντελίδου τα έξής:
Ξενοφών, γραμμ(ατική), άριθμητικ(ή), κατήχησις και γεωγραφία• ώς και εις τήν Δ' έκ 15 μαθητών συνισταμένην, υπό τού αύτού, Λουκιανός, γραμμ(ατική), άριθμ(ητική), ιερά ιστορία και γεωγραφία.
Οί δέ άλληλοδιδασκόμενοι μαθηταί 255 διδάσκονται παρά τού δημοδιδασκάλου Δ. Πλαταρίδου γραφήν, άνάγνωσιν έπί διαφόρων ηθικών βιβλίων, γραμματικήν και άρίθμησιν.
Διατηρείται συν τούτοις έν Βοδενοίς καί Παρθεναγωγείον, έξ 70 μαθητριών συγκείμενον, καί διευθύνεται υπό τής κ. Μαρίας Δ. Κασσανδρείας, διδασκούσης τά τής γραφής, άριθμήσεως καί άναγνώσεως μαθήματα καί τινα χειροτεχνήματα.
Μέ τό δημοσίευμα αυτό (τό 1865) ή έφημερίδα προβαίνει σέ μιά τελική άπεικόνιση τής καταστάσεως τής παιδείας, παρουσιάζοντας:
α) τό μαθητικό δυναμικό κατά σχολείο,
β) τό διδακτικό προσωπικό,
γ) τά διδασκόμενα μαθήματα, τά όποια, άλλωστε, ήταν γνωστά καί άπό προηγούμενα γράμματα συνδρομητών (άνταποκριτών) τής έφημερίδας καί τέλος τή λειτουργία καί Παρθεναγωγείου31, ή έναρξη τού όποιου, όπως μαθαίνουμε άπό άλλες πηγές, έγινε τό 1863.
Ιδιαίτερο ένδιαφέρον παρουσιάζει τό κείμενο αυτό, διότι μας γνωρίζει νέα ονόματα δασκάλων, τά όποια μας ήταν ώς τώρα άγνωστα. Έτσι μαθαίνουμε ότι στήν Α' καί Β' τάξη τής Ελληνικής σχολής (Σχολείου) έδίδασκε ό έλληνοδιδάσκαλος Πατρικόπουλος, ό όποιος μάς γίνεται γνωστός μόνο μετά τό 1863 32 καί ό Ν. Παντελίδης, όνομα γιά πρώτη φορά έμφανιζόμενο εδώ, καθώς επίσης καί ή παρθεναγωγός Μαρία Δ. Κασσανδρεία.
Γιά πρώτη έπίσης φορά έμφανίζεται στό κείμενο αυτό καί ό δημοδιδάσκαλος Δ. Πλαταρίδης, ό όποιος σημαντικότατο θά διαδραματίσει ρόλο στή μετέπειτα πορεία καί έξέλιξη τής παιδείας33 έπί σειράν έτών προσφέροντας τις πολύτιμες υπηρεσίες του.
Γ. Επίλογος
Εξετάζοντας συνολικά τά τέσσερα αυτά δημοσιεύματα τών έφημερίδων τής Κων/πόλεως, παρατηρούμε ότι, ένώ τό 1857 ή κατάσταση τής παιδείας στήν Έδεσσα δέν ήταν ευνοϊκή, άφού υπήρχε βέβαια σχολείο, άλλά, όπως φαίνεται, λειτουργούσε υποτονικά (αν ευ σχεδόν διδασκάλων καί μαθητών), τό 1862 βελτιώθηκε σέ άφάνταστο βαθμό όχι μόνο μέ λειτουργία σχολείου κανονική άλλά κυρίως καί προπαντός μέ ανέγερση καινούργιου διδακτηρίου -καί τούτο χάρη στις ένέργειες τού νέου μητροπολίτη Νικοδήμου-, ένα γεγονός τό όποιο πρέπει νά έξαρθεί ιδιαιτέρως, άν λάβουμε ύπόψη μας ότι λίγες ήταν οί πόλεις τής Μακεδονίας πού θά μπορούσαν νά συναγωνισθούν τήν Έδεσσα στήν ένέργεια αυτή.
Τέλος μέ τό δημοσίευμα του 1865 παρατηρούμε ότι ή κατάσταση βελτιώθηκε άκόμη περισσότερο καί παγιώθηκε «έπί τά βελτίω», άφού, έν τώ μεταξύ, ιδρύθηκε καί Παρθεναγωγείο.
Έτσι οί Έδεσσαΐοι θά έπρεπε νά είναι περήφανοι γιά όλα, γιατί χάρη στήν έπιμονή τους καί τήν άπέραντη άγάπη τους πρός τήν παιδεία κατόρθωσαν νά ανυψώσουν τήν εκπαιδευτική στάθμη τής πόλεως σέ τέτοιο σημείο, ώστε νά παραμένει αξιοζήλευτη καί παράδειγμα πρός μίμηση γιά τήν άντιμετώπιση τών όποιωνδήποτε δυσκολιών πού μπορέϊ νά συναντήσει κανείς σέ παρόμοιες περιπτώσεις, σέ χαλεπούς δηλαδή καιρούς, όπως ήταν τά δίσεχτα έκείνα χρόνια τής τουρκοκρατίας.
Παραπομπές
1. Προβαίνουμε στή διάκριση αυτή, διότι οί όροι αυτοί δέν πρέπει νά
ταυτίζονται- ή «παιδεία» ώς ευρύτερη έννοια καλύπτει τήν ενσυνείδητον και
σκοπίμως ώργανωμένην κοινωνικήν λειτουργίαν τής διαμορφώσεως του άνθρώπου πάσης
ηλικίας ώς ατομικής προσωπικότητος καί ώς κοινωνικού όντος, ενώ ή «εκπαίδευση»
ώς στενότερη έννοια εκφράζει τήν διά του σχολείου ώργανωμένην παιδείαν, Ν.
Δενδρινού-Άντωνακάκη, άρθρο «Παιδεία», Μεγάλη Παιδαγωγική Εγκυκλοπαίδεια, τ.
Δ', Άθήναι, έκδ. Ελληνικά Γράμματα - Herder, 1964, σ. 338.
2. Άπό τό πλήθος τών εργασιών αυτών σημειώνουμε τις
κυριότερες:
α. Τρύφων Ε. Εύαγγελίδης,
Ή παιδεία επί τουρκοκρατίας, τ. Α', Άθήναι 1936, σσ. 107-109.
β. Ματθαίος Κ. Παρανίκας,
Σχεδίασμα περί τής εν τω έλληνικω εθνει καταστάσεως τών γραμμάτων άπό άλώσεως
Κωνσταντινουπόλεως..., Κων/πολις 1867, σ. 50.
γ. Στέφανος Ί.
Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του ελληνισμού τής
Μακεδονίας κατά τον τελευταίο αιώνα τής τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1970, σσ.
80-84 (μνημειώδες έργο).
δ. Έδεσσαίος, «Έδεσσα (τέως Βοδενά)», Μακεδονικόν
Ήμερολόγιον, (Άθήναι 1908) 213-223.
ε. Ευστάθιος Στουγιαννάκης,=Έδεσσα ή
Μακεδονική εν τη ιστορία, Θεσσαλονίκη 1932, Έδεσσα 2001 (άνατύπωση), σ. 242
κ.έ.
στ. Γεώργιος Τουσίμης, «Επισκοπικός κατάλογος Μητροπόλεως Εδέσσης», περ.
Έδεσσαϊκά Χρονικά, τχ. 2 / Μάϊος-Αύγουστος 1972, σσ. 5-17.
ζ. Γιώργος Φ.
Ρουμελιώτης, Ό νέος ελληνισμός στήν ’Έδεσσα (Βοδενά), "Εδεσσα 2000.
3. Ό Γεώργιος Τουσίμης (μακαρίτης τώρα πιά), χωρίς
πανεπιστημιακές περγαμηνές, φιλομαθής στό έπακρο καί εργασιομανής, όσο
ελάχιστοι σήμερα επιστήμονες, άναμόχλευσε τήν ιστορία τής πατρικής του κοιτίδας
καί μέ τίς έρευνες του έριξε φως σέ πλείστα όσα σκοτεινά σημεία καί μέ τά
δημοσιεύματα του επάξια μπορεί νά σταθεί δίπλα σέ επιστήμονες ιστορικούς οί
όποιοι, όσο κι άν κατέχουν τίτλους καί διπλώματα, δέν θά μπορούσαν νά
συγκριθούν μαζί του γιά τό άρτιο καί αξιοζήλευτο έργο του, ένα έργο πού
έπεκτείνεται σέ πολλούς ιστορικούς τομείς, τούς όποιους ερεύνησε καί σχολίασε
μέ μεγάλη προσοχή καί σχολαστικότητα (πρβλ. τίς εργασίες του στά περιοδικά
Έδεσσαϊκά Χρονικά, Ανάλεκτα, έφημερίδα Έδεσσαϊκή, τή συμμετοχή του σέ διάφορα
επιστημονικά συνέδρια μέ τήν πολυγλωσσία του κ.λπ.).
4. Ό Κ. Γ. Σταλίδης, φιλόλογος έξαίρετος μέ πολλές
ανησυχίες καί όραματισμούς ευγενικούς, πολυγραφότατος καί πολυτάλαντος όχι μόνο
ώς εκπαιδευτικός άλλά καί ώς συγγραφέας, δίκαια θά μπορούσε νά άποκληθεί ή ψυχή
τού εκλεκτού περιοδικού Έδεσσαϊκά Χρονικά, τό όποιο καί στήριξε πλουτίζοντάς το
μέ τίς θαυμάσιες έργασίες του, οί όποιες κάλλιστα θά μπορούσαν νά παραβληθούν
μέ τίς άξιόλογες μελέτες τού Γ. Τουσίμη, μέ τόν όποιο καί συνεργαζόταν
αρμονικά. Περιττεύει νά αναγράψουμε τίς πρωτότυπες καί (γιατί όχι;) βαρύγδουπες
μελέτες του γιά τήν Έδεσσα καί τήν περιοχή της, οί όποιες, κοντά στό κλασικό
έργο τού Ευσταθίου Στουγιαννάκη γιά τήν Έδεσσα, ένα έργο μοναδικό στήν
ιστοριογραφία τής πόλεως, ήρθαν νά καλύψουν τά κενά πού μέ τήν a posteriori
έρευνα παρατηρήθηκαν σέ προηγούμενα γιά τήν πόλη αύτή καί περιοχή βιβλία.
5. X. Θεοδωρίδης, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, Αθήνα 1955, σσ. 31 καί 291.
6. Λεπτομέρειες γιά τήν έφημερίδα αυτή βλ. Μανουήλ
Ίω. Γεδεών, Άποσημειώματα Χρονογράφου 1800-1913, Έν Άθήναις, Τύποις «Φοίνικος»
1932, σο. 41-49. Βλ. και Παναγιώτης Φ. Χριστόπουλος, Έφημερίδες άποκείμενες στη
Βιβλιοθήκη τής Βουλής 1789¬1970, Αθήνα 1994, σσ. 65, 326,452.
7. Πρόκειται γιά τό οθωμανικό αύτοκρατορικό
διάταγμα πού παραχωρούσε θρησκευτικές ελευθερίες, ισονομία καί ίσοπολιτεία
στους υπόδουλους χριστιανούς, παραχω¬ρήσεις δήθεν ευεργετικές πρός τούς
χριστιανούς, άφοΰ δέν τηρήθηκαν άπό τούς Τούρκους, οί όποιοι άλλα διακήρυτταν
καί άλλα έπρατταν, άπλώς γιά νά «ρίξουν στάχτη» στά μάτια των Μεγάλων Δυνάμεων.
Τό κείμενο του «'Υψηλού Φερμανιού (δ/τος)», βλ. Χαράλαμπος Κ. Παπαστάθης, Οί
κανονισμοί τών ορθοδόξων ελληνικών κοινοτήτων του οθωμανικού κράτους και
τής διασποράς, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 21-26.
8. Νικόδημος Κωνσταντινίδης• έχρημάτισε
μητροπολίτης Βοδενων άπό 8.2.1859 ώς τίς 2.4.1870. Καταγόταν άπό τήν Τένεδο.
Βλ. Τουσίμης, ό.π., σσ. 5-17. ’Άν λάβουμε ύπόψη μας ότι -σύμφωνα μ' έναν
κανονισμό, κατά τόν όποιο οί τελειόφοιτοι τής Θεολογικής Σχολής τής Χάλκης
είχαν δικαίωμα νά διδάσκουν-, αυτός ώς τελειόφοιτος καί μάλιστα διάκονος
έδίδαξε λατινικά τό άκαδημαϊκό έτος 1853-1854 στή Σχολή αυτή. συμπεραίνουμε ότι
ήταν καταρτισμένος ιεράρχης μέ μόρφωση εξαιρετική. Βλ. Βασίλειος Θ. Σταυρίδης, Ή ιερά Θεολογική Σχολή τής Χάλκης, 1844-1923, τ. Α', Άθήναι 1970, σσ. 142
καί 145, άπ’ όπου μαθαίνουμε ότι έτος άποπερατώσεως τών σπουδών του ήταν τό
1851. Στουγιαννάκης, ό.π., σ. 244 κ.έ.
9. "Οπως είναι γνωστό, στά χρόνια τής
τουρκοκρατίας, ακόμα καί στις άρχές τοΰ νεοελληνικού κράτους (1830) οί
έξετάσεις τών σχολείων γίνονταν μετά τό τέλος τών μαθημάτων, συνήθως τόν Ιούλιο
ή καί Αύγουστο μπροστά στό κοινό μέ έποπτεία τοΰ μητροπολίτη τής περιοχής ώς
είδος ένός -θά λέγαμε- σημερινού Γενικού Επιθεωρητή, ό όποιος καί υπέβαλλε
ερωτήσεις στους εξεταζόμενους μαθητές μέ παρουσία τών γονέων τους, τών τοπικών
αρχών καί άλλων πολιτών οί όποιοι τούς καλούσαν νά παραστούν καί νά
παρακολουθήσουν τή σχολική αύτή έκδήλωση. Βλ. Δ/γμα 1032/12.7.1830 (Χρ. Λέφας,
Ιστορία τής έκπαιδεύσεως, Άθήναι, ΟΕΣΒ, 1942, σ. 154).
10. «Ελληνική Σχολή» ή «Έλληνικόν Σχολείον» ήταν τό
σχολείο εκείνο τής κατώτερης βαθμίδας τής Μέσης Έκπαιδεύσεως πού ιδρύθηκε τό
1836 μέ τριετή ή καί διετή ακόμα φοίτηση καί πάντα άνάλογα μέ τίς τοπικές
συνθήκες πού επικρατούσαν στήν περιοχή τής λειτουργίας του. Σκοπός του σχολείου
αύτού ήταν νά προετοιμάζει τούς μαθητές του γιά τό γυμνάσιο (βλ. Σ. Δ.
Κορακίτης, άρθρο «Έλληνικόν σχολείον, ελληνοδιδάσκαλος». Μεγάλη Παιδαγωγική
Εγκυκλοπαίδεια, δ.π., τ. Β', σ. 475). Στις ύπόδουλες περιοχές όμως καί όπου δέν
υπήρχαν γυμνάσια, γιά νά συνεχίσουν τις σπουδές τους οι απόφοιτοι του Ελληνικού
σχολείου, λειτουργούσαν οί Αστικές Σχολές, τα σχολεία δηλαδή έκείνα πού είχαν 7
ή 8 τάξεις, άπό τις όποιες οί 6 πρώτες αντιστοιχούσαν μέ τό έξατάξιο σημερινό
Δημοτικό σχολείο, ενώ οί άλλες 2 μέ τό Έλληνικό σχολείο ή καί τις 2 πρώτες
γυμνασιακές τάξεις. Τις σχολές αυτές, όταν οί τρόφιμοί τους ήταν μαθήτριες, τις
άποκαλούσαν Παρθεναγωγεία ή Αστικές σχολές θηλέων (βλ. Π. Α. Βαλάκης, «Σχολαί
άστικαί», Μ.Ε.Ε., τ. ΚΒ', σ. 704).
11. Αλληλοδιδακτική σχολή ή Αλληλοδιδακτικό σχολείο
ονομαζόταν τό σχολείο έκείνο, στό όποιο ό δάσκαλος χώριζε τούς μαθητές σέ
ομάδες καί, άνάλογα μέ τήν ικανότητα του καθενός, ξεχώριζε τούς καλύτερους,
ώστε νά έκγυμνάζουν τούς άδύναμους καί νά προσέχουν γενικά όχι μόνο τήν επίδοσή
τους άλλά καί τήν ήσυχία καί ευπρέπεια μέσα στήν τάξη. Τό σχολείο αυτό
πρωτοϊδρύθηκε στό Ναύπλιο στις 8.11.1828 (βλ. Σ. Μ. Καλλιάφας,
«Αλληλοδιδακτική μέθοδος», Μ.Ε.Ε.,τ. Γ', σσ. 938-939. Επίσης Θ. Φωτεινόπουλος. Μεγάλη Παιδαγωγική Εγκυκλοπαίδεια, ό.π., τ. Α', σσ. 141-144• Λέφας, ό.π.,
σ. 128 κ.έ.).
12. Τουσίμης, ό.π., σ. 15.
13. Στό βιβλίο του Ό νέος ελληνισμός στήν5 Έδεσσα
(Βοδενά) του πρώτον μισού του ΙΘ' αιώνα, ό.π., σσ. 97-105.
14. Παπαδόπουλος, ό.π., σ. 81.
15. Ρουμελιώτης, ό.π., σσ. 98-100.
16. Βλ. Μανουήλ Ίω. Γεδεών, ό.π., σ. 16 κ.έ., όπου
πολλές λεπτομέρειες γιά τήν έκδοσή της, τήν πολιτική της καί τους γενικότερους
στόχους της. Βλ. καί Χριστόπουλος, ό.π., σσ. 45 καί 451.
17. Καί τούτο, διότι πράγματι ό Ά. Μαργαρίτης ώς
δάσκαλος είναι πρόσωπο γνωστό σ’ εμάς (βλ. Παπαδόπουλος, ό.π., σ. 81' Στουγιαννάκης, ό.π., σ. 244• Ρουμελιώτης, ό.π., σ. 103 κ.λπ.), ένώ τόν Μπαϊνανίδη γιά πρώτη
φορά τόν παρουσιάζουμε έμείς εδώ.
18. Τά μαθήματα αυτά τής «Αλληλοδιδακτικής σχολής»
δέν άναφέρονται ρητώς,ϊσως γιατί δεν ήταν πάγια καί διέφεραν άπό τόπο σέ τόπο
καί πάντοτε άνάλογα μέ τις συνθήκες πού επικρατούσαν σέ κάθε περιοχή.
'Οπωσδήποτε δμως άνάμεσά τους τόν κύριο λόγο κατείχαν ή ανάγνωση, ή γραφή καί
τά βασικά στοιχεία τής αριθμητικής, τά όποια καί δίδασκαν οί διαλεγμένοι άπό
τόν δάσκαλο καλύτεροι μαθητές (οί πρωτόσχολοι) στούς άλλους (βλ. Καλλιάφας,
δ.π.).
19. Πρβλ. καί Έδεσσαίος, ό.π., σ. 220, όπου τά εξής:
Κτίρια σχολειακά υπάρχουσι δύο- τό Παρθεναγωγείον, ένθα λειτουργεί καί τό
έτερον τών δύο Νηπιαγωγείων, κείμενον έπι τής θέσεως του αρχαίου καί μοναδικού
σχολείου τής πόλεως, και τό μεγαλόπρεπες και έπιβλητικόν σχολείον τών άρρένων,
άνεγερθεν τό 1862. 'Ομοίως, Στουγιαννάκης, ό.π., σ. 244, όπου τά εξής: Και
μέχρι μέν του 1850 οί νέοι τής Εδέσσης έδιδάσκοντο έν τή οικία του έκάστοτε
διδασκάλου- άπό του άνω όμως έτους έχρησιμοποιείτο κοινοτικόν τι μικρόν οίκημα
όπισθεν του ναού τής Μητροπόλεως, (ενθα τό 1877 άνηγέρθη τό Παρθεναγωγείον τής
πόλεως) μέχρι του έτους 1862, όπότε άρχιερατεύοντος του δραστήριου και
φιλομούσου Νικοδήμου του έκ Τενέδου άνηγέρθη εκ βάθρων επί θέσεως ρομαντικής, επί του ύπερκειμένου τής κάτω κοιλάδος βράχου περικαλλές και διώροφον
διδακτήριον, εύρύχωρον, εύάερον, φωτόλουστον, πληρούν πάντας τούς όρους τής
υγιεινής. Έν αύτώ δέ τό επόμενον έτος έγκατεστάθη τό τε Έλληνικόν σχολείον και
τό Δημοτικόν. Μάλιστα στό μεσαίο υπέρθυρο του κτιρίου ύπήρχε πλάκα μέ τήν εξής
ωραιότατη εμμετρη σέ 15σύλλαβο επιγραφή, αύτ., σ. 247:
Λοιπόν ή νυξ προέκοψε και
ήγγικε δευτέρα
μετά μακράν σκοτόμαιναν του φωτισμού ημέρα,
ώς εωσφόρος τηλαυγής
αισίως άνατέλλων
ό οίκος ούτος τών Μουσών, τεκμηριοί τό μέλλον.
Έγείρεσθε, εγείρεσθε, ώ
παίδες Μακεδόνων,
είσέρχεσθε, άρύεσθε του πλούτου τών προγόνων.
Φωτίζου, πόλις ’Έδεσσα,
φωτίζου χώρα γείτων
ούδέν γλυκύτερον φωτός, ούδέν σοφίας κρείττον.
Έν έτει σωτηρίω αωξβ'
Άρχιερατεύοντος Νικοδήμου του έκ Τενέδου.
20. Βλ. φωτογραφία του στά Έδεσσαϊκά Χρονικά, τχ. 1/’Ιανουάριος-Άπρίλιος 1972,
σ. 6.
21. Ό Τιμόθεος Ί. Τιμοθεάδης ό όποιος άσχολήθηκε μέ
τό θέμα αυτό (βλ. Ή παιδεία στον καζά Γιαννιτσών 1870-1912, Θεσσαλονίκη 1998)
δέν κάνει ιδιαίτερο λόγο γιά τήν κατάσταση πού επικρατούσε έκεί στά μέσα του ΙΘ' αίώνα• άπλώς, έξιστορώντας τά μετά τό 1873 γεγονότα, περιορίζεται νά θίξει
τό 1862 μόνο σέ σχέση μέ τήν ούνιτική προπαγάνδα. Μαρτυρία γιά τήν ύπαρξη
σχολείου στά Γιαννιτσά πριν άπό τό 1861 καί συγκεκριμένα στό έτος 1858 έχουμε
άπό τόν Βασίλη Δημητριάδη [«"Ενα φιρμάνι γιά τήν άνέγερση τής πρώτης
εκκλησίας τών Γενιτσών», Μακεδονικά Θ' (1969) 324-335 καί κυρίως στή σ. 332:
Ταυτόχρονα κτίσθηκε καί διώροφο σχολείο κοντά στην εκκλησία (ή όποια, όπως
άναφέρεται στό φιρμάνι, χτίσθηκε στά τέλη τοΰ 1858)].
22. Γιά τήν ούνιτική προπαγάνδα στά Γιαννιτσά βλ.
Τιμόθεος Ί. Τιμοθεάδης, Ή Ουνία Γιαννιτσών και ή πολιτική του Βατικανού χθες
και σήμερα, Γιαννιτσά 1992.
23. Ή 'Ομόνοια έκδόθηκε τήν Τετάρτη 9 Μαΐου 1862 άπό
τόν Δημήτριο Κατσελίδη έμπορο τής Σάμου καί ύποστήριζε τίς θέσεις του πατριάρχη
Ιωακείμ του Η'. Ή έφημερίδα ύστερα άπό διάφορες διακυμάνσεις ώς πρός τό σχήμα
της καί τή συνένωσή της μέ τήν περίφημη έφημερίδα Νεολόγος τής Κων/πόλεως έπαυσε
νά έκδίδεται τελικά τό 1870 [(βλ. Μανουήλ Ί. Γεδεών, δ.π., σσ. 18-19), μέ
διάφορες λεπτομέρειες• επίσης, Χριστόπουλος, δ.π., σσ. 263,452].
24. Ή λέξη δηλώνει τόν σπόρο του βόμβυκα (άρχ.
βόμβυξ = ό μεταξοσκώληκας). Όλως παραδόξως ή σύνθετη λέξη βομβυκόσπορος δέν
άπαντά στό Λεξικό Δημ. Δημητράκου ούτε καί στή Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια
τοΰ Π. Δρανδάκη• πολύ περισσότερο δέν βρίσκεται στό Λεξικό των Liddell καί
Scott, διότι σ’ αυτό περιέχονται κυρίως λέξεις τής άρχαίας έλληνικής, ένώ
άπαντα ή άπλή βόμβυξ. Ή λέξη άπαντά στό Λεξικόν τής νέας έλληνικής γλώσσης του Ίω. Σταματάκου, τ. Α', σ. 814 [βομβυκόσπορος (ό)• ό σπόρος του μεταξοσκώληκος].
25. Ό Κ. Γ. Σταλίδης (Οί συντεχνίες και τά
επαγγέλματα στήν ’Έδεσσα τήν περίοδο τής τουρκοκρατίας, Έδεσσα 1974, σ. 97),
άναφερόμενος στήν άνάπτυξη τής σηροτροφίας (επεξεργασία κουκουλιών) στήν
Έδεσσα, γράφει ότι ήταν αρκετά διαδεδομένη, χωρίς όμως νά καθορίζει καί άπό
πότε άκριβώς, ειδικότερα γιά τόν ΙΘ' αιώνα• άπλώς περιορίζεται νά γράψει άπό
πολύ παλιά χρόνια■ ήδη όμως μέ τό δημοσίευμά μας αύτό έχουμε σαφέστατη μαρτυρία ότι τό 1862
στήν Έδεσσα καί τά Γιαννιτσά τά κουκούλια άποτελούσαν ένα άπό τά κύρια προϊόντα τών άγροτών τής περιοχής• άλλωστε ή παραγωγή
κουκουλιών ήταν ανεπτυγμένη καί πιό μπροστά, άν λάβουμε ύπόψη μας ότι στήν
Ελλάδα ήδη τό 1855 είχαμε 2.560 τόνους κουκουλιών (βλ. Μ.Ε.Ε., τ. «Ελλάς», σ.
778β).
26. Βλ. Μ.Ε.Ε., τ. «Ελλάς», σ. 778α (ή σηροτροφία
... άσκείται έν Έλλάδι ... ώς οικιακή βιοτεχνία ... ιδίως εις πόλεις ώς ή
’Έδεσσα, Νάουσα ...).
27. Πρβλ. δσα γράφονται γι’ αυτόν ειδικά: χάρις και
ευγνωμοσύνη επίσης ισόβιος όφείλεται πρός τόν Σεβ. άγιον Θεσσαλονίκης, δστις
μετ’ αύταπαρνήσεως άντέστη εις τήν ίησουϊτικήν ταύτην βιαιοπραγίαν, έφ. Ό
Ανατολικός Αστήρ, φ. 30/24.4.1862, σ. 4. Γιά τό θέμα τής Ούνίας στά Γιαννιτσά
βλ. καί σημ. 22, δ.π.
28. Χάρις εις τούς άρχιεροπρεπεϊς άγώνας τοϋ άγιου
Βοδενών και εις τήν ευσέβειαν τών προϊσταμένων κατοίκων δύναμαι νά σάς
διαβεβαιώσω δτι ή Δυτική αν τη προπαγάνδα ούδέν σχεδόν έποίησεν (βλ. Παράρτημα
τοΰ Ανατολικού Αστέρος, φ. 23/7.3.1862, δπου γράμμα ένός ορθοδόξου, μετοίκου
Γενιτσών).
29. Βλ. στην παρούσα μελέτη Επιστολή 1η τής 15ης
Σεπτεμβρίου 1860, σσ. 177-178.
30. Γιά τή σύσταση Νοσοκομείου βλ. τό γράμμα πού
έστειλε «Ή έν Βοδενοϊς Αδελφότης τών νέων» στόν μητροπολίτη Νικόδημο στις 30
Ίανουαρίου 1862 καί τήν απάντηση τοϋ μητροπολίτη στις 7 Φεβρουάριου 1862, έφ. Ό
Ανατολικός Άστήρ, φ. 36/5 Ιουνίου 1862, σ. 3. Ό Κ. Γ. Σταλίδης (Έόεσσαϊκά, τχ.
1, σ. 15). δημοσιεύοντας φωτοτυπία του γράμματος τών νέων, παρέχει ώς
ημερομηνία τήν 3η Ίανουαρίου, ή οποία καί είναι ή ορθή, χωρίς όμως καί νά
δημοσιεύει τήν απάντηση του δεσπότη, γιά τήν οποία λέγει ότι γράφηκε τήν
επομένη, ένώ είναι ή 7.2.1862. Τήν άπάντηση του δεσπότη κρατούμε στό άρχείο
μας, άναδημοσιευμένη άπό τήν έν λόγω έφημερίδα.
31. Πρβλ. Παπαδόπουλος, δ.π., σ. 81 ("Από τό
1863 άρχισε νά λειτουργεί τό πρώτο Παρθεναγωγείο)• Έδεσσαίος, δ.π., 219 (ταύτα
<τά σχολεία θηλέων> λειτουργούσι μέν άπαύστως άπό τού 1863, άλλά δέν
άνταπεκρίθησαν εις τόν προορισμόν των, ουδέ άπέφε- ραν τά προσδοκώμενα
άποτελέσματα ...).
32. Πρβλ. Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης - Αντώνιος Δ.
Σατραζάνης, Πρακτικά του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου τής ’Έδεσσας (1872-1874), σ.
12, όπου λόγος γιά τόν Πατρι- κόπουλο ό όποιος δίδαξε άπό τό 1863-1867.
33. Βλ. Δημήτριος Πλαταρίδης, ’Έκθεσις τής κατά τήν
επαρχίαν Βοδενών διανοητικής άναπτύξεως. Έκ του γραφείου του Φιλεκπαιδευτικού
Συλλόγου Βοδενών, Κωνσταντινούπολή 1874.
Ετικέτες
Ελληνισμός,
Νεώτερη Ιστορία,
Παιδεία-Εκπαίδευση
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)