α. Η Παλαιολιθική και η Μεσολιθική Εποχή
Πριν ασχοληθούμε με το κυρίως θέμα αυτού του βιβλίου θεωρώ σκόπιμη και επιβεβλημένη μια σύντομη ανασκόπηση της Προϊστορίας της ευρύτερης περιοχής, δεδομένου ότι κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα σημειώθηκαν σημαντικότατες εξελίξεις στην αρχαιολογική έρευνα της Χερσονήσου του Αίμου, που είχαν ως αποτέλεσμα πολλές από τις παλαιότερες απόψεις και δοξασίες σχετικά με τις ανθρωπολογικές εξελίξεις, που συναντούμε σε παλαιότερα βιβλία, να χαρακτηρίζονται σήμερα αν όχι «γραφικές», σίγουρα «ξεπερασμένες».
Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτό το τμήμα της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, αναφερόμενο κατά το παρελθόν στην ελληνική (αλλά και στην ξένη) βιβλιογραφία ως «Ελληνική Χερσόνησος» (“Halbinsel Griechenland”, σύμφωνα με τον μεγάλο Γερμανό γεωγράφο Karl Ritter 1779-1859) ή «Χερσόνησος του Αίμου», από την ομώνυμη επιβλητική οροσειρά που δεσπόζει στην θρακική πεδιάδα, σήμερα αναφέρεται κυρίως ως «Βαλκανική χερσόνησος» από την τουρκική ονομασία Μπαλκάν (Balkan) της προαναφερθείσης οροσειράς, ενώ τελευταία χρησιμοποιείται ο πιο «κομψός» και εξ ίσου αόριστος όρος «Νοτιοανατολική Ευρώπη»!
Οι γνώσεις πάντως, που έχουν συσσωρευθεί από τις αρχαιολογικές ανασκαφές και τα σχετικά ευρήματα στην περιοχή, μας επιτρέπουν πλέον να ανασυνθέσουμε αρκετά αξιόπιστα το απώτερο παρελθόν της. Σύμφωνα λοιπόν με τις πιο πρόσφατες και έγκυρες απόψεις της πλειονότητας των επιστημόνων και ερευνητών διαφόρων συναφών κλάδων, η μεγάλη αυτή χερσόνησος κατοικήθηκε κατά τους προϊστορικούς χρόνους, όχι μόνον από τον σύγχρονο άνθρωπο (Homo sapiens) και το στενά συγγενικό είδος του «Ανθρώπου του Νεάντερταλ» (Homo neanderthalensis), αλλά ως φαίνεται και από ένα αρχαιότερο, προγονικό είδος των Νεαντερτάλιων, που είχε προηγηθεί, όπως αποδείχθηκε από την ανακάλυψη (στις 16 Σεπτεμβρίου 1960) ενός απολιθωμένου κρανίου στο σπήλαιο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής. Το κρανίο αυτό, ανήκε στο είδος «Άνθρωπος της Χαϊδελβέργης» (Homo heidelbergensis), όπως οριστικά και αναμφισβήτητα είναι πλέον γνωστό και χρονολογείται γύρω στις 200-250.000 χρόνια πριν από σήμερα.1
Αρκετά νεώτερα είναι τα ευρήματα απολιθωμένων ανθρωπίνων οστών από το σπήλαιο της Κραπίνα (Krapina cave) της βόρειας Κροατίας, ηλικίας 130.000 ετών περίπου και τα οποία ανήκαν σε ανθρώπους του Νεάντερταλ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα ανακαλυφθέντα (1899-1905) οστά βρέθηκαν σημάδια καννιβαλισμού2, γεγονός που έχει προκαλέσει πάμπολλες συζητήσεις και επιστημονικές αντιπαραθέσεις μέχρι σήμερα.
Οι συστηματικές λοιπόν αρχαιολογικές/ανθρωπολογικές ανασκαφές και έρευνες των τελευταίων δεκαετιών έχουν φέρει στο φως, όπως προαναφέραμε, σημαντικά στοιχεία για την Παλαιολιθική Εποχή στην χερσόνησο του Αίμου.
Θα ξεκινήσουμε τις αναφορές μας από τις ΒΑ περιοχές (σημερινή Ρουμανία), όπου η έρευνα αποκάλυψε την ύπαρξη Παλαιολιθικών εργαλειοτεχνιών (εργοτεχνίες ή λιθοτεχνίες), που χρονολογήθηκαν στην Μέση Παλαιολιθική (200.000 - 30.000) και ανήκουν στην λεγόμενη Μουστιαία ή Μουστέριο (Mousterian) περίοδο (σπήλαιο Ohaba Ponor της Τρανσυλβανίας, στην κεντροδυτική Ρουμανία). Η περίοδος αυτή ταυτίζεται με το χρονικό διάστημα της ύπαρξης ανθρώπων του Νεάντερταλ, οι οποίοι θεωρούνται και οι κατασκευαστές της προαναφερθείσης Μουστιαίας εργαλειοτεχνίας.
Απολιθώματα κρανίου και άλλων οστών της ίδιας περιόδου ανακαλύφθηκαν σε ένα άλλο σπήλαιο (Baia de Fier της Ολτένια - Oltenia, περίπου 70 χλμ. στα ΝΑ από το προηγούμενο) και παρά τις αρχικές επιφυλάξεις, σήμερα πιστεύεται ότι ανήκουν και αυτά σε Νεαντερτάλιους.3
Η επόμενη προϊστορική περίοδος ανήκει πλέον στην Ανώτερη (Νεώτερη) Παλαιολιθική, η οποία σχετίζεται με ευρήματα (λίθινα εργαλεία και απολιθωμένα οστά), τα οποία συνδέονται με τους σύγχρονους ανατομικά ανθρώπους του τύπου Κρο-Μανιόν (*), που ανήκαν στο είδος Homo sapiens και ως εκ τούτου ήσαν άμεσοι πρόγονοι των σημερινών ευρωπαϊκών πληθυσμών.
Η παλαιότερη εργαλειοτεχνία (βλ. Πίνακα 1) αυτής της περιόδου είναι γνωστή ως Ωρινιάκιος (Aurignacian, περίπου 32.000-27.000 π.Χ.) και η μόνη θέση όπου εργαλεία αυτού του τύπου βρέθηκαν μαζί με απολιθωμένα οστά (η μελέτη των οποίων έδειξε ότι ανήκαν σε γυναίκα ηλικίας 30-40 ετών), είναι ένα σπήλαιο στην περιοχή της Τρανσυλβανίας (Cioclovina cave), σε μικρή απόσταση από το σπήλαιο Ohaba Ponor που προαναφέραμε. Ωρινιάκια εργαλεία ανακαλύφθηκαν και σε αρκετές ακόμη τοποθεσίες, αλλά χωρίς να συνοδεύονται από ευρήματα απολιθωμάτων.
Πίνακας 1
Νεώτερη Παλαιολιθική
(Δυτική-Κεντρική Ευρώπη)
Φάση Διάρκεια Δημιουργός
Σατελπερρόνια
(Châtelperronian) 35.000 - 29.000 Homo neanderthalensis
(Μεταβατική φάση)
Ωρινιάκια
(Aurignacian) 32/30.000 - 27.000 Homo sapiens (Cro-Magnon)
Γκραβέττια
(Gravettian) 27.000 - 20.000 Homo sapiens
Σολουτραία
(Solutréan) 20.000 - 15.000 Homo sapiens
Μαγδαληναία
(Magdalenian) 15.000 - 8500 π.Χ. Homo sapiens
Πρέπει να διευκρινίσουμε στο σημείο αυτό ότι, σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες απόψεις των Παλαιοανθρωπολόγων, η Ωρινιάκιος εργοτεχνία δεν προήλθε από την εξέλιξη της Μουστιαίας, αλλά έφθασε στον Ευρωπαϊκό χώρο μαζί με τους φορείς της, οι οποίοι ήσαν σύγχρονοι ανατομικώς άνθρωποι (Homo sapiens), προερχόμενοι από την περιοχή της Μέσης Ανατολής (ευρήματα απολιθωμένων οστών στην Παλαιστίνη, σε σπήλαιο του όρους Κάρμηλος – Skhul cave – και σε έναν λόφο κοντά στην Ναζαρέτ – Jebel Qafzeh). Τα ευρήματα είχαν αρχικά χρονολογηθεί (μέσα δεκαετίας 1980) στα 40.000 χρόνια πριν από σήμερα, αλλά επαναχρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους και σήμερα η ηλικία τους προσδιορίζεται στα 100.000 - 90.000 έτη πριν από σήμερα.4
Ανάλογα ευρήματα Νεάντερταλ (σπήλαιο Tabun, Όρος Κάρμηλος) της ίδιας περίπου ηλικίας αποδεικνύουν αφ’ ενός μεν ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν κατάγονται από τους Νεάντερταλ και αφ’ ετέρου ότι τα δύο είδη έζησαν στην Παλαιστίνη το ένα δίπλα στο άλλο για τουλάχιστον 30.000 χρόνια, κάτι που επαναλήφθηκε και στην Ευρώπη, για μικρότερο βέβαια χρονικό διάστημα. Επί πλέον η ύπαρξη της λεγόμενης Σσατελπερρόνιας (Châtelperronian, 35.000-29.000 πριν από σήμερα) εργοτεχνίας στην δυτική Ευρώπη (Γαλλία-Ισπανία), που αποδίδεται σε Νεαντερτάλιους κατασκευαστές και η οποία λόγω των εξελιγμένων τεχνολογικά εργαλείων τοποθετείται στην αρχή της Νεώτερης Παλαιολιθικής, θεωρείται ως αποτέλεσμα πολιτιστικών επαφών μεταξύ πληθυσμών Νεάντερταλ και Homo sapiens.
Η Ωρινιάκιος εργοτεχνία, που χαρακτηρίζει το αποκαλούμενο «Ωρινιάκιο φαινόμενο», κάλυψε το μεγαλύτερο τμήμα της νότιας και κεντρικής Ευρώπης γύρω στο 30.000 π.Χ. και όπως έχει παρατηρηθεί: «…Η εκπληκτική ομοιομορφία αυτής της τεχνολογίας, που επεκτάθηκε σε μια απόσταση τουλάχιστον 4000 χλμ., ήταν πάντοτε δύσκολο να ερμηνευθεί από οποιοδήποτε πρότυπο τοπικής εξέλιξης σε τόσες πολλές και διαφορετικές περιοχές της Ευρασίας και συμφωνεί πολύ περισσότερο με την υπόθεση μιας ταχύτατης πληθυσμιακής διασποράς σε όλες αυτές τις περιοχές…».5
Επανερχόμενοι στις εξελίξεις στην περιοχή της σημερινής Ρουμανίας, η επόμενη φάση, χαρακτηρίζεται από την λεγόμενη Γκραβέττιο εργοτεχνία (Gravettian, περίπου 27/26.000-20.000 π.Χ.), η οποία ήταν ευρύτατα διαδεδομένη, κυρίως στην περιοχή της σημερινής Μολδαβίας. Είναι σήμερα βέβαιο ότι συνδέεται άμεσα με τους Γκραβέττιους πληθυσμούς του μέσου Δνείστερου (Dniester) και μέσω αυτών με τους πληθυσμούς της ρωσσικής πεδιάδας.6
______________________________
(*) Cro-Magnon, από την περίφημη ομώνυμη τοποθεσία της ΝΔ Γαλλίας όπου ανακαλύφθηκαν αρχικώς τα πρώτα, αλλά αρκετά νεώτερα – γύρω στο 30.000 π.Χ. – σε σύγκριση με τα ευρήματα της Παλαιστίνης, απολιθώματα αυτού του ανθρωπολογικού τύπου.
Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των Γκραβέττιων πληθυσμών της ευρωπαϊκής ηπείρου7:
α. Ο περίτεχνος τρόπος ταφής των νεκρών και
β. Τα ειδώλια ζώων και γυναικών
Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι τα παραπάνω, όπως και η λεγόμενη «τέχνη των σπηλαίων» δεν εμφανίσθηκαν ποτέ στην χερσόνησο του Αίμου, πιθανότατα λόγω διαφορετικών (ηπιότερων) κλιματολογικών συνθηκών, όπως έχει υποστηριχθεί.8 Στην δυτική Ευρώπη την Γκραβέττια φάση θα διαδεχθεί η Σολουτραία (20.000-15.000 π.Χ.) από την ομώνυμη γαλλική τοποθεσία Solutré) και στην συνέχεια η Μαγδαληναία (15.000-8.500 π.Χ. από την γαλλική τοποθεσία Μαντλέν - La Madaleine), ενώ στην Χερσόνησο του Αίμου δεν υπάρχουν αντίστοιχες πολιτιστικές βαθμίδες και ευρήματα με αποτέλεσμα να αναφερόμαστε απλώς σε μια Επιγκραβέττια φάση, η οποία θα κρατήσει μέχρι την έναρξη της Μεσολιθικής περιόδου* (γύρω στο 8.500 π.Χ.).
___________________________
(*) Όπως έχει υποστηριχθεί (Ι.Ε.Ε. τόμ. Α΄ σελ. 45-46), «…Πολιτιστικά η Μεσολιθική είναι η ίδια η τελική Παλαιολιθική προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες περιβάλλοντος […] Δεν είναι λοιπόν η Μεσολιθική μια χρονική περίοδος, αλλά μια πολιτιστική φάση, που η χρονική της διάρκεια είναι άνιση…».
Η Μεσολιθική (ή Επιπαλαιολιθική, βλ. Πίνακα 2) αντιπροσωπεύεται στην περιοχή της σημερινής Ρουμανίας από δύο πολιτιστικές ομάδες: Η πρώτη αποτελείτο από τοπικούς πολιτισμούς της Ανωτέρας Παλαιολιθικής που επιβίωσαν και στην μετα – παγετώδη περίοδο και η δεύτερη από επείσακτους πολιτισμούς που διείσδυσαν στην περιοχή της Ρουμανίας από διάφορες κατευθύνσεις.9
Πίνακας 2
Πολιτιστικές φάσεις της Μεσολιθικής
Δυτική Ευρώπη Έναρξη
Αζίλια (Azilian) 8300 π.Χ.
Σωβετέρρεια (Sauveterrian)
Ταρντενουάσια (Tardenoisian)
Βόρεια Ευρώπη
Μαγκλεμόσεια (Maglemosian) 7500 π.Χ.
Καρστενμίντε (Carstenminde)
Ερτεμπέλλε (Ertebolle)
Νοτιοανατολική Ευρώπη
(Χερσόνησος του Αίμου)
Επιπαλαιολιθική 8500 π.Χ.
Μετά το 6.500 π. Χ. σημειώνεται η έναρξη της Νεολιθικής περιόδου στην περιοχή της σημερινής Ρουμανίας και η οποία θα διαδοθεί ταχύτατα, όπως και στις γειτονικές της περιοχές.10 Όπως έχει επισημανθεί, οι αρχαιότερες πολιτιστικές ομάδες στα βόρεια του Δούναβη (Gura Baciului – Transylvania, Circea – Oltenia), εμπεριείχαν «Γραπτή κεραμική» (painted pottery) του ιδίου τύπου που χαρακτηρίζει και τον λεγόμενο πολιτισμό Πρωτο-Σέσκλο (Θεσσαλία), γεγονός που επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι αυτά τα πολιτιστικά στοιχεία μεταφέρθηκαν στην περιοχή του Δούναβη με την προώθηση προς βορειότερες περιοχές, πληθυσμιακών ομάδων από την Θεσσαλία, μια υπόθεση που επιβεβαιώθηκε από ανάλογα ευρήματα τόσο στις ΒΑ περιοχές της τέως Γιουγκοσλαβίας, όσο και στην περιοχή της σημερινής ΒΔ Βουλγαρίας. Στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε παρακάτω. Όπως αποδείχθηκε, ο προσανατολισμός κάποιων Μεσολιθικών–Επιπαλαιολιθικών ομάδων προς την νεολιθική οικονομία (παραγωγή τροφής και όχι συλλογή) διακόπηκε λόγω της εισόδου και νέων Νεολιθικών πληθυσμών από τον Νότο.11
Πριν όμως ασχοληθούμε με την Νεολιθική Εποχή, μια περίοδο δραματικών αλλαγών στην Χερσόνησο του Αίμου, θα πρέπει να παρουσιάσουμε και τα υπάρχοντα στοιχεία για την Παλαιολιθική και Μεσολιθική που έχει φέρει στο φως η έρευνα και από τις υπόλοιπες περιοχές.
Έτσι στην σημερινή Βουλγαρία υπάρχουν διάσπαρτα ευρήματα της Παλαιολιθικής Εποχής από ορισμένες περιοχές, κυρίως σπήλαια, τα οποία ανήκαν σε Αχίλιες (Acheulian) εργοτεχνίες (βλ. Εικόνα παρακάτω) της Kατώτερης Παλαιολιθικής. Υπενθυμίζουμε ότι κατά την περίοδο αυτή, που το τέλος της τοποθετείται πριν από 200.000 χρόνια περίπου, ζούσε το είδος Homo heidelbergensis, όπως έχουμε προαναφέρει.
Στο σπήλαιο Κρεμένιστε (Kremenište), στο ανατολικό τμήμα της Ροδόπης και σε υψόμετρο 1700 μέτρων ανακαλύφθηκαν λείψανα της Μουστιαίας περιόδου, η οποία ανήκει στην Μέση παλαιολιθική και ταυτίζεται με τους Νεαντερτάλιους (Homo neanderthalensis).
Γκραβέττιος εργοτεχνία της Νεώτερης Παλαιολιθικής ανακαλύφθηκε στο γνωστό και από ευρήματα νεώτερων εργοτεχνιών σπήλαιο της Temnata Dupka, καθώς και σε ορισμένες άλλες τοποθεσίες.12
Η πλέον σημαντική όμως προϊστορική θέση στην περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας είναι ασφαλώς το περίφημο σπήλαιο Bacho Kiro, στις βόρειες παρυφές της οροσειράς του Αίμου (Βουλγ. Stara Planina), κοντά στην κωμόπολη Ντρυάνοβο, περίπου 200 χλμ. ανατολικά της Σόφιας. Η σπουδαιότητα αυτής της αρχαιολογικής θέσης έγκειται στο γεγονός ότι ανακαλύφθηκε εκεί μια μακρά και αδιάσπαστη αλληλουχία 14 ανασκαφικών στρωμάτων, που χαρακτηρίζονται από ανάλογες εργοτεχνίες. Το βαθύτερα (άρα αρχαιότερα) στρώματα (14-12) ανήκαν στην Μέση Παλαιολιθική (Νεαντερτάλιοι, Homo neanderthalensis) και η αρχή τους χρονολογήθηκε γύρω στα 45.000 χρόνια π.Χ. Περιείχαν εργοτεχνίες του Λεβαλλουαζιανού (Levalloisian) – Μουστιαίου τύπου, ενώ τα ανώτερα (νεώτερα) ανήκαν στην Ανώτερη Παλαιολιθική (σύγχρονοι ανατομικά άνθρωποι, Homo sapiens) και περιείχαν Ωρινιάκια και Επιγκραβέττια εργοτεχνία (στρώματα 7-4) και έφθαναν μέχρι τις αρχές της Νεολιθικής περιόδου (στρώματα 2-1).
Ένα ιδιαίτερο γνώρισμα αυτής της προϊστορικής θέσης είναι ο προσδιορισμός στα ανασκαφικά στρώματα 11-7 μιας χαρακτηριστικής τοπικής εργοτεχνίας, που ονομάσθηκε Bachokirian, και η οποία ταυτοποιήθηκε ως μεταβατική από την Μέση προς την Νεώτερη Παλαιολιθική. Ένα αξιοσημείωτο γεγονός αυτής της εργοτεχνίας είναι οι εκπληκτική ομοιότητα με τα ευρήματα των κατώτερων ανασκαφικών στρωμάτων μιας άλλης προϊστορικής τοποθεσίας, στην σημερινή Ουγγαρία (Istàllösko) πάνω από 800 χλμ. μακριά, τα οποία χρονολογήθηκαν γύρω στο 42.000 π.Χ. περίπου, ηλικία συμβατή με την χρονολόγηση του στρώματος 11 (41.000 π.Χ.), όπου συναντούμε τα πρώτα ευρήματα της εργοτεχνίας Bachokirian.13
Τα τελευταία πάντως παλαιολιθικά ευρήματα προέρχονται από το προαναφερθέν σπήλαιο Temnata Dupka και χρονολογούνται στα 13.600 χρόνια πριν από σήμερα (περίπου 11.500 π.Χ.). Νεώτερα ευρήματα δεν έχουν επισημανθεί στην περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα χάσμα περίπου 5.500 ετών μέχρι την εμφάνιση των πρώτων Νεολιθικών ευρημάτων.
Ευρήματα της Μεσολιθικής Εποχής στην περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας εντοπίσθηκαν στην θέση Pobiti Kameni κοντά στην Βάρνα. Η θέση αυτή ήταν ένα είδος προϊστορικού λατομείου πυριτόλιθου, ενός ορυκτού που αποτελούσε μια ευρύτατα διαδεδομένη πρώτη ύλη για την κατασκευή κάθε είδους εργαλείων. Χρησιμοποιήθηκε ως πηγή προμήθειας πυριτόλιθου για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, από την Μέση και Νεώτερη Παλαιολιθική μέχρι το τέλος περίπου της Νεολιθικής. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι τα «Μεσολιθικά» ευρήματα αυτής της τοποθεσίας είναι αμφιλεγόμενα δεδομένου ότι δεν έχουμε απόλυτες χρονολογίες παρά μόνον σχετικές που προκύπτουν από την τυπολογική εξέταση ορισμένων ευρημάτων.
Φαίνεται λοιπόν ότι επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά η άποψη για την δημογραφική «κατάρρευση» της Νεώτερης Παλαιολιθικής, που αποκορυφώθηκε στην διάρκεια της Μεσολιθικής, όχι μόνον στην περιοχή αυτήν, αλλά και σε ολόκληρη την χερσόνησο του Αίμου, όπως προκύπτει και από την σπανιότητα ευρημάτων σε άλλες περιοχές, όπως π.χ. στον ελλαδικό χώρο.14 Στο ζήτημα αυτό όμως θα επανέλθουμε και παρακάτω.
Στο δυτικό τώρα τμήμα της χερσονήσου του Αίμου, που κάλυπτε η πρώην ενιαία Γιουγκοσλαβία, έχουμε ήδη αναφερθεί στα σημαντικά ευρήματα απολιθωμένων οστών ανθρώπων από το σπήλαιο της Κραπίνα (Krapina cave) της βόρειας Κροατίας, τα οποία ανήκουν στην Μέση Παλαιολιθική.
Τα πολυάριθμα (πάνω από 1000) όμως τεχνουργήματα (artifacts), που επίσης ανακαλύφθηκαν στις ανασκαφές του σπηλαίου δεν έχουν ακόμα αξιολογηθεί συνολικά, δεδομένου ότι έχουν μελετηθεί μόνο 150 περίπου από αυτά και τα οποία ανήκουν στην Μουστιαία εργοτεχνία.
Σε ορισμένα άλλα σπήλαια π.χ. στο σπήλαιο Vindija της βόρειας Κροατίας, στο σπήλαιο Ražanec κοντά στην πόλη Ζαντάρ (Zadar) των Δαλματικών ακτών κ.λπ. έχουν ανακαλυφθεί επίσης ευρήματα της Μουστιαίας φάσης. Στην περιοχή της Κροατίας γενικότερα, έχουν εντοπισθεί τοποθεσίες που απέδωσαν ευρήματα της Νεώτερης Παλαιολιθικής, από την Ωρινιάκιο και Γκραβέττιο περίοδο.
Ιδιαίτερα σημαντικού ενδιαφέροντος αποδείχθηκαν τα ευρήματα από μια άλλη τοποθεσία, το περίφημο σπήλαιο Crvena Stijena (=Κόκκινος Βράχος), στα σύνορα Μαυροβουνίου και Βοσνίας – Ερζεγοβίνης. Οι αποθέσεις εντός του σπηλαίου έχουν πάχος πάνω από 20 μέτρα και καλύπτουν χωρίς διακοπή το χρονικό διάστημα από την Ρίσσιο (Riss) παγετώδη περίοδο (200.000 έως 125.000 έτη πριν από σήμερα) μέχρι την αρχή της Ολοκαίνου (περίπου 10.000 π.Χ.). Γεωγραφικώς, η περιοχή ανήκει στην Αδριατική ζώνη, ένα γεγονός που είχε επιπτώσεις στον προϊστορικό «πολιτισμό»15 της Παλαιολιθικής και ιδιαίτερα στα πολιτιστικά στοιχεία της πρώϊμης Νεολιθικής.
Όπως προκύπτει από τα ευρήματα, αυτό το ενδιαίτημα των Παλαιολιθικών κυνηγών, είχε κατοικηθεί από την Μέση Παλαιολιθική, όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα εργοτεχνίας Λεβαλλουαζιανού (Levalloisian) τύπου, μέχρι την Ανώτερη Παλαιολιθική, με ευρήματα Γκραβέττιας εργοτεχνίας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ορισμένα ανασκαφικά στρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής είναι σαφώς διακριτά από τα επόμενα λόγω καταστροφικών πτώσεων υλικών από την οροφή του σπηλαίου.
Το σημαντικότερο πάντως χαρακτηριστικό αυτού του προϊστορικού «πολιτισμού» του σπηλαίου Crvena Stijena, είναι ότι (σε αντίθεση με ευρήματα από βορειότερες θέσεις της Βοσνίας, που είναι πλησιέστερα στα πολιτιστικά δεδομένα της Αλπικής Παλαιολιθικής) συνδέονται με Μεσογειακά πολιτιστικά στοιχεία αυτής της περιόδου και συγκεκριμένα με τα ευρήματα του σπηλαίου Σεϊντί της Βοιωτίας. 16
Ασφαλώς, η πλέον γνωστή προϊστορική τοποθεσία των κεντρικών περιοχών της χερσονήσου του Αίμου, είναι η πολυσυζητημένη θέση του Λεπένσκι Βιρ (Lepenski Vir), σε ένα σημείο της νότιας όχθης του Δούναβη κοντά στις «Σιδηρές Πύλες», στην ανατολική Σερβία, περίπου 120 χλμ. ανατολικώς του Βελιγραδίου.17
Οι πρώτες ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν το 1965 από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου Dragoslav Srejović (1931-1996), αλλά η σπουδαιότητα της θέσης αναγνωρίσθηκε πλήρως μόνον μετά το 1967, όταν ήλθαν στο φως τα πρώτα εκπληκτικά ιχθυόμορφα Μεσολιθικά γλυπτά (βλ. Εικόνες), κατασκευασμένα από ψαμμιτικές κροκάλες. Όπως αποκαλύφθηκε, υπήρχε ένας μεγάλος οικισμός με δέκα δορυφορικά «χωριά» γύρω από αυτόν. Τα ευρήματα πάντως από σπήλαια γειτονικών περιοχών υποδεικνύουν ότι η πρώτη ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας εκεί χρονολογείται από το 20.000 π.Χ. Η εγκατάσταση όμως του πρώτου οικισμού στο Λεπένσκι Βιρ προσδιορίζεται γύρω στο 7.000 π.Χ., όταν το κλίμα είχε αλλάξει ήδη προς το θερμότερο, ενώ η ακμή του «πολιτισμού» Λεπένσκι Βιρ σημειώθηκε μεταξύ 5300 και 4800 π.Χ.
Εικόνα 1
Χαρακτηριστικά ιχθυόμορφα γλυπτά
από τον Μεσολιθικό οικισμό Λεπένσκι Βιρ
Η κυρίως θέση αποτελείται από αρκετές αλληλοδιάδοχες αρχαιολογικές φάσεις, οι οποίες ξεκινούν από την αρχική φάση «Πρωτο-Λεπένσκι Βιρ». Ακολουθούν η φάση Ι με πέντε υποδιαιρέσεις (a-e), η φάση ΙΙ και η φάση ΙΙΙ, που εκτείνονται συνολικά από την Μεσολιθική (αρκετά καθυστερημένη σε σύγκριση με τις εξελίξεις της ευρύτερης περιοχής), μέχρι τις αρχές της Νεολιθικής.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι δημιουργοί του «πολιτισμού» Λεπένσκι Βιρ, ήσαν απόγονοι ενός πρώϊμου κεντροευρωπαϊκού πληθυσμού κυνηγών-τροφοσυλλεκτών του τέλους της Εποχής των Παγετώνων (9.000 π.Χ.).
Η ανάπτυξη του οικισμού επηρεάστηκε σημαντικά από την τοπογραφία της περιοχής, ένα στενό πλάτωμα στην όχθη του ποταμού, συμπιεσμένο μεταξύ των βράχων και της κοίτης του Δούναβη. Αυτή η διαμόρφωση της τοποθεσίας παρείχε πολύ περιορισμένες δυνατότητες τροφής, πρώτων υλών και ζωτικού χώρου, γεγονός που αντανακλάται στα ευρήματα των βαθύτερων (άρα αρχαιότερων) ανασκαφικών στρωμάτων. Ο οικισμός της φάσεως «Πρωτο-Λεπένσκι Βιρ» αντιπροσωπεύει μια μικρή εγκατάσταση, ίσως 4-5 οικογενειών (στην πραγματικότητα κάθε μία από αυτές αποτελούσε μια «διευρυμένη όμαιμη οικογένεια») με λιγότερα από 100 μέλη συνολικά. Η πρωταρχική πηγή τροφής αυτών των κατοίκων ήταν κατά πάσα πιθανότητα η αλιεία. Εξ άλλου αλιευτικές κοινότητες αυτού του τύπου ήσαν τυπικές στην ευρύτερη περιοχή του Δούναβη αυτήν την προϊστορική Εποχή.
Σε επόμενες φάσεις πάντως αυτού του «πολιτισμού» τα προβλήματα υπερπληθυσμού του αρχικού οικισμού γίνονται καταφανή, με αποτέλεσμα σημαντικές κοινωνικο-πολιτιστικές αλλαγές, οι οποίες αναδεικνύουν το Λεπένσκι Βιρ σε έναν εκπληκτικό «πολιτισμό» της Μεσολιθικής. Σύμφωνα με μια άποψη (αρκετά αμφιλεγόμενη) ο «πολιτισμός» αυτός μας παρέχει μια σπάνια ευκαιρία να παρατηρήσουμε την βαθμιαία μετάβαση από τον «κυνηγητικό-τροφοσυλλεκτικό» τρόπο ζωής των προϊστορικών ανθρώπων στην γεωργική οικονομία της Νεολιθικής. Από την στιγμή που τα γεωργικά προϊόντα αποτέλεσαν «κοινό αγαθό», ένας νέος τρόπος ζωής αντικατέστησε τις παλιές κοινωνικές δομές.
Τα εντελώς διακριτά χαρακτηριστικά του «πολιτισμού» Λεπένσκι Βιρ, όπως η ιδιόμορφη αρχιτεκτονική και η ιχθυόμορφη γλυπτική του, εξαφανίσθηκαν βαθμιαία, με αποτέλεσμα η τελευταία φάση (Λεπένσκι Βιρ ΙΙΙ) να αντιπροσωπεύει μια τυπική Νεολιθική προϊστορική τοποθεσία, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι ερευνητές, κάτι όμως που αμφισβητείται έντονα. Σύμφωνα μάλιστα με έναν από τους γνωστούς αρχαιολόγους της χερσονήσου της Αίμου και εξέχον μέλος της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών, τον Μιλούτιν Γκαρασάνιν (M. Garašanin, 1920-2002), ο οποίος είχε μελετήσει τα ευρήματα, δεν υπάρχουν αποδείξεις αγροτικών ενασχολήσεων στο Λεπένσκι Βιρ. Όπως μάλιστα τονίζει: «…Είναι ανακριβές να συμπεραίνουμε από την εξημέρωση του σκύλου (στον οικισμό, ότι έχουμε) την έναρξη Κτηνοτροφίας …» (σ.σ. άρα και νεολιθικό τρόπο ζωής).18
Παρ’ όλα αυτά, ο αρχικός ανασκαφέας (Dragoslav Srejović) και ορισμένοι άλλοι ερευνητές εξακολουθούν να ισχυρίζονται ότι οι ενδείξεις από τα ευρήματα υποδεικνύουν την αυτόχθονα εξέλιξη και όχι εξωτερική εισβολή, μια παλαιότερη θεωρία (Εξελικτισμός-Αυτοχθονισμός)19, την οποία σήμερα ελάχιστοι πλέον υποστηρίζουν. Είναι πάντως γεγονός ότι ο ακριβής μηχανισμός αυτής της μετάβασης στον υποτιθέμενο Νεολιθικό τρόπο ζωής παραμένει ακαθόριστος με αποτέλεσμα να εμφανίζονται διαφορετικές ερμηνείες.
Σύμφωνα πάντως με τις πλέον πρόσφατες εκτιμήσεις της πλειονότητας των αρχαιολόγων, ο ιδιόμορφος αυτός πολιτισμός του Λεπένσκι Βιρ και των άλλων οικισμών τροφοσυλλεκτών της περιοχής, αποτελεί κλασσικό πρότυπο μελέτης της αλληλεπίδρασης μεταξύ των μεσολιθικών τροφοσυλλεκτών και των πρώτων νεολιθικών γεωργών που εγκαταστάθηκαν στις γύρω περιοχές και μετέδωσαν τις γνώσεις τους στην τεχνική εξημέρωσης φυτών και ζώων.20
To πλέον εύστοχο πάντως σχόλιο και γενικώς αποδεκτό σήμερα συμπέρασμα από την πλειονότητα των ειδικών για τους περίεργους αυτούς μεσολιθικούς οικισμούς της κοιλάδας του Δούναβη, ανήκει στην Αγγλίδα αρχαιολόγο και Καθηγήτρια στο περίφημο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας Ρουθ Τρίγκαμ (Ruth Tringham):
«…υπήρχαν κυνηγοί-συλλέκτες στην Ν. Α. Ευρώπη, οι οποίοι ήδη είχαν υιοθετήσει τις πολυπλοκότητες του τρόπου ζωής μιας μόνιμης εγκατάστασης, αλλά αυτός ο τρόπος διαβίωσης αναστατώθηκε, αν δεν καταστράφηκε κιόλας, πολύ γρήγορα λόγω των άμεσων ή έμμεσων επαφών και της γειτονίας των γεωργών…».20α
Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι ανασκαφές διακόπηκαν οριστικά το 1971 και ο χώρος των ευρημάτων μεταφέρθηκε σε ένα κοντινό σημείο 30 μέτρα ψηλότερα, ώστε να διασωθεί από τα νερά που κατέκλυσαν την περιοχή μετά την κατασκευή ενός φράγματος και την δημιουργία τεχνητής λίμνης στην κοιλάδα των «Σιδηρών Πυλών».
Στον ελλαδικό χώρο τώρα, όπως ήδη έχει αναφερθεί, υπάρχουν στοιχεία παρουσίας Ανθρωπιδών (σπήλαιο Πετραλώνων και σπήλαιο Απήδημα21 Μάνης) από την Κατώτερη (Αρχαιότερη) Παλαιολιθική. Τα αρχαιολογικά και ανθρωπολογικά ευρήματα της περιόδου αυτής είναι εξαιρετικά αποσπασματικά, γεγονός που οφείλεται αφ’ ενός στην ελλιπή έρευνα και δημοσίευση του υλικού και αφ’ ετέρου στις γεωλογικές ανακατατάξεις του ελλαδικού χώρου, που είχαν ως συνέπεια την εξαφάνιση πολλών θέσεων. Τα αρχαιολογικά ευρήματα της Κατώτερης Παλαιολιθικής είναι κυρίως λίθινα εργαλεία, πελεκημένες κροκάλες (πυγμές, δίεδρα – bifaces) και χειροπελέκεις (hand-axes), που βρέθηκαν μεμονωμένα σε υπαίθριες θέσεις, γι' αυτό και είναι δύσκολο να χρονολογηθούν με ακρίβεια.
Ενδεικτικά αναφέρονται τα λίθινα εργαλεία της Αχίλιας (*) πολιτισμικής φάσης από την λιμνοθάλασσα Κορισίων της νότιας Κέρκυρας και την Ροδιά της Θεσσαλίας, που μπορούν να χρονολογηθούν μεταξύ 400 και 300 χιλιάδων χρόνων πριν από σήμερα, καθώς και ο λίθινος χειροπέλεκυς, ο οποίος εντοπίστηκε στην θέση «Παλαιόκαστρο» κοντά στην Σιάτιστα Κοζάνης το 1963. Είναι από πρασινωπό τραχύτη λίθο και έχει μήκος 15,3 εκ. και πλάτος 10 εκ. (Μουσείο Βέροιας). Τέλος, αξίζει να σημειωθούν τα εργαλεία του τέλους της Κατώτερης Παλαιολιθικής από τον Κοκκινόπηλο Ηπείρου, από το σπήλαιο στην θέση «Ασπροχάλικο» της Ηπείρου (κοντά στον Άγιο Γεώργιο Πρεβέζης) και το Μεγάλο Μοναστήρι Θεσσαλίας.
____________________________
(*) Acheulian, από την προϊστορική θέση St. Acheul της βόρειας Γαλλίας, η οποία κακώς μεταφράζεται συχνά ως Αχελαία, με αποτέλεσμα να συγχέεται με την προηγηθείσα, λιγότερο εξελιγμένη και κάπως ακατέργαστη, Χελλαία (Chelles) ή Αμπεβιλλιανή (Abbeville) εργοτεχνία χειροπελέκεων (hand-axes).
Εικόνα 2
Αχίλιοι χειροπελέκεις
Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δημοσιευμένα στοιχεία, η κατοίκηση της Κατώτερης Παλαιολιθικής εντοπίζεται σε σπήλαια, όπου βρέθηκαν και ίχνη φωτιάς (Πετράλωνα), σε βραχοσκεπές και σε υπαίθριες θέσεις. Πρόκειται για καταφύγια και πρόχειρα καταλύματα κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, που επιβίωναν με το κυνήγι αρκτιδών, ελαφοειδών και άλλων αγρίων ζώων και με τη συλλογή φυτών και καρπών της περιοχής τους.
Η Μέση Παλαιολιθική περίοδος στην Ελλάδα είναι γνωστή από πολλές υπαίθριες θέσεις, αρκετά ανασκαμμένα σπήλαια και βραχοσκεπές και καλύπτει το διάστημα 200.000-30.000 πριν από σήμερα.
Η Ελλάδα αποτέλεσε πιθανότατα το σταυροδρόμι της Μέσης Παλαιολιθικής, στο οποίο συνυπήρξαν για κάποιο χρονικό διάστημα δύο ανθρωπολογικοί τύποι: ο Homo sapiens και ο Homo neanderthalensis. Σκελετικά κατάλοιπα του ανθρωπολογικού τύπου του Νεάντερταλ βρέθηκαν στο σπήλαιο Καλαμάκια22 της Μάνης και χρονολογούνται 80.000 - 40.000 χρόνια πριν από σήμερα. Επιπλέον, στο σπήλαιο Θεόπετρα23 της Καλαμπάκας βρέθηκαν ίχνη από ανθρώπινα βήματα, χρονολογημένα περίπου στα 46.000 πριν από σήμερα.
Τα πλέον αξιόπιστα πάντως αρχαιολογικά δεδομένα για την εξεταζόμενη περίοδο προέρχονται από τα σπήλαια Αγγίτη Δράμας και Θεόπετρα Καλαμπάκας, τις βραχοσκεπές Ασπροχάλικο και Κοκκινόπηλο Ηπείρου, και τα σπήλαια Καλαμάκια και Λακωνίς24 Μάνης. Εξαιρετική σημασία έχουν, τέλος, τα σχετικά πρόσφατα ευρήματα από την Αλόνησο25 των Βορείων Σποράδων, τα οποία επιβεβαιώνουν την επέκταση της κατοίκησης, πέραν της ηπειρωτικής Ελλάδας και στο νησιωτικό Αιγαίο.
Στα σπήλαια και τις βραχοσκεπές που κατέλυσαν οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες της Μέσης Παλαιολιθικής βρέθηκαν απλές (Λακωνίς, Θεόπετρα) ή και λιθόκτιστες (Καλαμάκια) εστίες, που εξασφάλιζαν θέρμανση και δυνατότητα προετοιμασίας της τροφής, αλλά και πρόχειρα λιθόστρωτα (Καλαμάκια).
Το κυνήγι και την περαιτέρω επεξεργασία των θηραμάτων (εκδορά, τεμαχισμός) πραγματοποιούσαν, στην διάρκεια της Κατώτερης Παλαιολιθικής, κυρίως με λίθινα εργαλεία Λεβαλλουαζιανού (Levalloisian) τύπου, ενώ στην διάρκεια της Μέσης Παλαιολιθικής με εργαλεία Μουστιαίου τύπου. Η εργαλειοτεχνία αυτής της περιόδου περιλαμβάνει χειροπελέκεις και φολίδες (θραύσματα), τυπικές μουστιαίες αιχμές, μονά ή διπλά ξέστρα, εγκοπές, οδοντωτά και λεπίδες με φυσική ράχη.
Η μετάβαση πάντως από την Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική, καθώς και η άφιξη και επικράτηση του σημερινού ανθρωπολογικού τύπου (Homo sapiens) στον ελλαδικό χώρο, παραμένει λόγω της αποσπασματικότητας του υλικού όχι καλώς τεκμηριωμένη.
Η Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδος στον ελλαδικό χώρο καλύπτει το διάστημα από 35/30.000 χρόνια περίπου μέχρι 11.000 χρόνια πριν από σήμερα, δηλαδή μέχρι το τέλος του Πλειστοκαίνου. Ελάχιστα είναι μέχρι στιγμής τα στοιχεία για την μετάβαση από την Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική, την περίοδο δηλαδή κατά την οποία εκλείπει σταδιακά ο ανθρωπολογικός τύπος του Νεάντερταλ και επικρατεί ο ανατομικά σύγχρονος άνθρωπος (Homo sapiens). Έτσι, παραμένουν ακόμη ανοιχτά τα ερωτήματα σχετικά με τον ρόλο της Ελλάδας ως διαδρόμου πληθυσμιακών μετακινήσεων και εν γένει πολιτιστικών ανταλλαγών μεταξύ Ευρώπης και Εγγύς Ανατολής.
Η έλλειψη αρχαιολογικών και ανθρωπολογικών δεδομένων αφορά στην περίοδο 35.000-25.000 πριν από σήμερα. Αντίθετα, για την Προχωρημένη και την Τελική Ανώτερη Παλαιολιθική (25.000-11.000 πριν από σήμερα) παρέχονται ασφαλέστερα στοιχεία από ανασκαμμένες και στρωματογραφημένες θέσεις, όπως τα σπήλαια Θεόπετρα Θεσσαλίας και Φράγχθι26 Ερμιονίδος, οι βραχοσκεπές Μποΐλα, Κλειδί και Καστρίτσα Ηπείρου και η υπαίθρια θέση Λεπτός Γιαλός Αλονήσου.
Ανθρωπολογικά ευρήματα του Homo sapiens βρέθηκαν σε ταφές, στο προαναφερθέν σπήλαιο Απήδημα Μάνης (30.000 πριν από σήμερα) και στην Θεόπετρα (14.500 π.Χ.). Τα ευρήματα αυτά αποτελούν τις πρώτες βεβαιωμένες ενδείξεις σεβασμού και φροντίδας προς τους νεκρούς στον ελλαδικό χώρο.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα από τις παραπάνω θέσεις τεκμηριώνουν για πρώτη φορά την κατασκευή σκευών από ξύλο και πηλό (Θεόπετρα). Κυρίως όμως πιστοποιούν μεγαλύτερη ποικιλία στη λιθοτεχνία, που διαφαίνεται τόσο στην μορφή των εργαλείων, όσο και στην επιλογή της πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τους.
Στις λιθοτεχνίες του Κλειδιού και της Μποΐλας, χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, ένα είδος σκληρού πυριτόλιθου, η πηγή του οποίου εντοπίζεται πέρα από την κοιλάδα του ποταμού Βοϊδομάτη. Τα αντιπροσωπευτικότερα εργαλεία ήταν αιχμές βελών και δοράτων, φολίδες, ξέστρα, οπείς, λεπίδες και μικρολεπίδες.
Η εργαλειοτεχνία επεκτείνεται την περίοδο αυτή με την χρήση οργανικών υλικών, όπως οστών και ελαφοκέρατου. Αιχμές βελών, βελόνες, οπείς και σπάτουλες προστίθενται στον εργαλειακό εξοπλισμό των κυνηγών της περιόδου. Τέλος, σφήνες από ελαφοκέρατο χρησιμοποιούνται για την εξόρυξη κόκκινης ώχρας από κοιτάσματα αιματίτη στην Θάσο, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως χρωστική ύλη, ή για να εναποτεθεί σε ανθρώπινες ταφές.
Από την Προχωρημένη Ανώτερη Παλαιολιθική αρχίζουν και πληθαίνουν τα στοιχεία στολισμού και κατ’ επέκταση κοινωνικού συμβολισμού. Στην Θεόπετρα, στο Κλειδί και την Μποΐλα βρέθηκαν διάτρητα δόντια αρκούδας και ελαφιού, καθώς και οστό ζώου με εννέα εγχάρακτες, παράλληλες γραμμές. Πρόκειται για τα πρωιμότερα δείγματα παλαιολιθικής τέχνης στην Ελλάδα. Την πανίδα της εποχής αποτελούσαν λεοντάρια των σπηλαίων, λύγκες, λύκοι, ελαφοειδή, αιγαγροειδή, άγριοι ταύροι, χοίροι και όνοι, αλλά και μικρά θηλαστικά (όπως νυφίτσα, ασβός, κάστορας), τρωκτικά, καθώς και πτηνά, θαλάσσια και χερσαία γαστερόποδα.
Η κοιλάδα του ποταμού Βοϊδομάτη (Ήπειρος), παραπόταμου του Αώου, αποτελεί μοναδικό παλαιοπεριβάλλον για την μελέτη της εμβέλειας των παλαιολιθικών κυνηγών στις παράκτιες πεδινές εκτάσεις. Η τροφοσυλλογή περιλάμβανε την περίοδο αυτή μεταξύ άλλων φακή, βελανιδιά, σμέουρο, παπαρούνα, λαθούρι και λιθόσπερμο.
Η μετάβαση από την Τελική Ανώτερη Παλαιολιθική στην Μεσολιθική εποχή θέτει ακόμη πολλά ανεπίλυτα προβλήματα. Η έναρξη της Μεσολιθικής εποχής αντιστοιχεί με την αρχή της γεωλογικής περιόδου του Ολοκαίνου, η οποία χαρακτηρίζεται από σταθεροποίηση των γεωλογικών και κλιματολογικών συνθηκών, με άμεσες επιπτώσεις στην κατοίκηση και την οικονομία. Στον ελλαδικό χώρο η Μεσολιθική καλύπτει το χρονικό διάστημα από 11.000 χρόνια πριν από σήμερα (περίπου 8700 π.Χ.) μέχρι το 6900/6800 π.Χ. Οι λιγοστές, μέχρι στιγμής, γνωστές μεσολιθικές θέσεις είναι παράλια σπήλαια και υπαίθριες θέσεις. Η μελέτη και δημοσίευση ορισμένων ευρημάτων από τις παλαιότερα γνωστές (Φράγχθι, Σιδάρι, σπήλαιο Ulbrich, σπήλαιο Ζαΐμη) δεν επαρκούσαν για μια συνολική θεώρηση της μεσολιθικής κατοίκησης στην Ελλάδα. Όμως, οι επιφανειακές (φαράγγι Κλεισούρας, νομός Πρέβεζας) και ανασκαφικές (Θεόπετρα, Γιούρα, Αλόνησος, Μαρουλάς Κύθνου) έρευνες των τελευταίων δεκαπέντε ετών διεύρυναν σημαντικά τις γνώσεις μας για την κατοίκηση και την οικονομία της εποχής.
Το πέρασμα από την Ανώτερη Παλαιολιθική στην Μεσολιθική δεν σημειώνεται ταυτόχρονα στον ελλαδικό χώρο. Στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και στα νησιά του Αιγαίου εντοπίστηκαν αρχαιότερες μεσολιθικές θέσεις από εκείνες της δυτικής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι θέσεις της Μέσης ή της Ανώτερης Παλαιολιθικής κατοικήθηκαν και πάλι, μετά από διακοπή εκατοντάδων ετών, κατά την Μεσολιθική (Αλόνησος, Θεόπετρα, Φράγχθι). Οι αρχαιολογικές ενδείξεις κάνουν σαφή την προτίμηση των μεσολιθικών ανθρώπων στις παράλιες ανοιχτές θέσεις (Σιδάρι, Μαρουλάς της Κύθνου) και τα παράκτια σπήλαια (Φράγχθι), πράγμα που έχει εμφανή αποτελέσματα στις οικονομικές τους δραστηριότητες:
Συστηματική αλιεία, ναυσιπλοΐα στην ανοιχτή θάλασσα με στόχο την αλιεία τόνου και την εξόρυξη οψιανού της Μήλου για την κατασκευή ανθεκτικών εργαλείων, καθώς και μεταφορά ανδεσίτη από τα νησιά του Σαρωνικού στο σπήλαιο Φράγχθι για την κατασκευή μυλόλιθων, κατάλληλων για το άλεσμα καρπών.
Τέλος, η ανεύρεση λιθόκτιστων θεμελίων καταλυμάτων (Σιδάρι, Μαρουλάς) και η ύπαρξη νεκροταφείων ή και κάποιων μεμονωμένων ταφών έξω από σπήλαια (Φράγχθι) ή σε άμεση γειτνίαση με ανοιχτές θέσεις (Μαρουλάς Κύθνου) αποτελούν τις πρώτες ενδείξεις για εγκατάσταση των μεσολιθικών κυνηγών-ψαράδων σε μόνιμη βάση.
Κλείνουμε τις αναφορές μας για την Παλαιολιθική και Μεσολιθική περίοδο στην χερσόνησο του Αίμου με την περιοχή της σημερινής Αλβανίας, όπου δυστυχώς τα υπάρχοντα στοιχεία για τις προαναφερθείσες περιόδους είναι πολύ σπάνια.
Αυτό προκύπτει και από το σχετικό κείμενο (γραμμένο γύρω στο 1980) του θεωρούμενου ως «πατριάρχη» της Αλβανικής αρχαιολογίας Φράνο Πρέντι, στην παγκοσμίου κύρους «Αρχαία Ιστορία» του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ (Cambridge Ancient History), όπου τονίζει ότι: «…Πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά για τον Παλαιολιθικό πολιτισμό στην Αλβανία, επειδή αυτή η πρωτόγονη περίοδος δεν έχει ακόμα ενταχθεί σε κάποιο οργανικό σχήμα έρευνας…».
Στην συνέχεια αναφέρεται σε κάποια μεμονωμένα και αποσπασματικά ευρήματα από την Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική, για να καταλήξει υποστηρίζοντας ότι «…Η Μεσολιθική περίοδος είναι σχεδόν ολότελα άγνωστη…».27
Αυτή η κατάσταση όμως ευτυχώς άρχισε να ανατρέπεται χάρη στις πρωτοβουλίες που ανέλαβαν τα τελευταία χρόνια διεθνείς επιστημονικές ομάδες (όπως π.χ. το ICAA = Διεθνές Κέντρο Αλβανικής Αρχαιολογίας), οι οποίες έφεραν εις πέρας συγκεκριμένες ερευνητικές αποστολές.
Η πλέον αξιόλογη από αυτές τις προσπάθειες είναι ασφαλώς η διερεύνηση, μεταξύ των ετών 1992 – 1994, του σπηλαίου της Κονίσπολης (αγγλ. Κonispol Cave – αλβ. Shpella e Kërçmoit) στην περιοχή των ελληνοαλβανικών συνόρων, στο αλβανικό έδαφος (βλ. Χάρτη 1). Στις σχετικές ανασκαφές εντοπίσθηκαν επτά στρωματογραφικοί ορίζοντες (Konispol I – Konispol VII), που εκτείνονται από την Ανώτερη Παλαιολιθική (Konispol I) μέχρι τους ιστορικούς χρόνους (Konispol VII - Αρχαϊκοί χρόνοι-Ελληνιστική περίοδος). 28
Χάρτης 1
Ένα από τα ενδιαφέροντα συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι τα ευρεθέντα τεχνουργήματα (artifacts) από πυριτόλιθο, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία σχημάτων και χρήσεων, ανήκουν σε δύο ξεχωριστές ομάδες, που οι ερευνητές χαρακτήρισαν ως «Ανώτερο Σύνολο» (Upper Ensemble) και «Κατώτερο Σύνολο» (Lower Ensemble). Τα τεχνουργήματα του πρώτου Συνόλου ανήκουν στις αρχές της Νεολιθικής, αλλά η κατασκευή τους άρχισε σε παλαιότερη εποχή και ανήκουν σε έναν τύπο που μας είναι γνωστός από ευρήματα της τελικής Ανώτερης Παλαιολιθικής και Μεσολιθικής νοτιότερων περιοχών.
Στην Ελλάδα (ειδικότερα στο σπήλαιο Φράγχθι) αντίστοιχα τεχνουργήματα είναι χαρακτηριστικά της τελικής Επιπαλαιολιθικής (δηλ. μετά τα 13.000 χρόνια πριν από σήμερα) και της Μεσολιθικής, παρ’ όλο που συνεχίζονται και στην Νεολιθική.
Τα ευρήματα όμως του λεγομένου «Κατωτέρου Συνόλου» είναι τελείως διαφορετικά σε πολλά χαρακτηριστικά (χρώμα, ποιότητα, τεχνική κ.λπ.) από τα προηγούμενα. Όπως σημειώνεται στην Έκθεση «…δεν κατέστη ακόμη δυνατός ο συσχετισμός αυτού του συνόλου με κάποια συγκεκριμένη εργαλειοτεχνία…».
Οι ραδιοχρονολογήσεις πάντως από τα ανασκαφικά στρώματα που περιείχαν αυτά τα ευρήματα προσδιόρισαν ότι ανήκουν πιθανότατα στην περίοδο της τελικής Ανώτερης Παλαιολιθικής και σύμφωνα με τους ερευνητές:
«…μέχρι τώρα δεν έγινε δυνατή μια γόνιμη σύγκριση/αντιπαραβολή με ανάλογα ευρήματα από νοτιότερες περιοχές της Βαλκανικής, όπως π.χ. σπήλαιο Φράγχθι ή πλησιέστερα στην Κονίσπολη, από περιοχές στην ελληνική Ήπειρο, όπως Ασπροχάλικο, Καστρίτσα και Κλειδί. Η θεωρούμενη ως (πολιτιστική) απομόνωση (των κατοίκων) του σπηλαίου της Κονίσπολης έχει κάποια σημασία (για την περιοχή) της Ηπείρου …».29
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Κεφάλαιο 1
1. Το σπήλαιο «Κόκκινες Πέτρες» των Πετραλώνων βρίσκεται 46 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης, κοντά στον δρόμο που οδηγεί στην χερσόνησο της Κασσάνδρας, στην δυτική Χαλκιδική. Η ανακάλυψη του σπηλαίου το 1960 και η συστηματική ανασκαφική έρευνα που ακολούθησε, το ανέδειξαν ως τον πρώτο σημαντικό σταθμό για την μελέτη της Παλαιολιθικής στην Ελλάδα. Στο εσωτερικό του σπηλαίου ανακαλύφθηκε, μέσα σε σταλαγμιτική ύλη, απολιθωμένο ανθρώπινο κρανίο, που πιθανότατα ανήκε σε γυναίκα ηλικίας 25 ετών. Αρχικώς χρονολογήθηκε στα 70.000 έτη, ενώ στην συνέχεια του αποδόθηκε ηλικία 700.000 ετών! Nεώτερες και ακριβέστερες χρονολογήσεις, ανάγουν το κρανίο 200.000-250.000 χρόνια πριν από σήμερα (βλ. D. Johanson–B. Edgar: “From Lucy to Language” - New York 1996, σελ. 200). Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το θέμα υπάρχουν στο βιβλίο του Καθηγητή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Roger Lewin: Human Evolution, “Blackwell” London, 20055. Για τις μυθοπλασίες που αναπτύχθηκαν γύρω από αυτό, βλ. το πρόσφατο βιβλίο μου «Μη-συμβατικές θεωρίες»: Οι κερδοσκόποι του «ελληνισμού» και ο φενακισμός των αφελών, Θεσσαλονίκη 2007
2. Βλ. σχετικές αναφορές στο προαναφερθέν (σημείωση 1) εξαιρετικό έργο των Donald Johanson–Blake Edgar: “From Lucy to Language” - New York 1996, σελ. 93 - 96 και 211. Για περισσότερες λεπτομέρειες στο G. Clark-S. Piggot: Προϊστορικές Κοινωνίες – «Καρδαμίτσας» - Αθήναι 1980, σελ. 65
3. Βλ. λεπτομέρειες στην «Αρχαία Ιστορία» του Πανεπιστημίου Καίμπριτζ Cambridge Ancient History (C.A.H.) - Vol. III, part 1: “The Prehistory of Balkans” 19822
4. Bλ. Λεπτομέρειες στο Human Evolution, ό.π. σελ. 192-194
5. Βλ. B. Cunliffe: The Oxford Illustrated Prehistory of Europe – London, 1994, σελ. 55-56
6. Βλ. C.A.H. Vol. III part 1, ό.π. σελ. 11
7. Βλ. λεπτομέρειες στο G. Clark-S. Piggot: Προϊστορικές Κοινωνίες - ό.π. σελ. 86-95
8. Βλ. Douglass W. Bailey: Balkan Prehistory, 2000 – σελ. 18 και 22
9. Βλ. C.A.H. Vol. III part 1, ό.π. σελ. 11
10. Βλ. T. Douglas Price (ed.): Europe’s First Farmers – “Cambridge University Press” 2000 σελ. 9
11. Βλ. σχετικά C.A.H. Vol. III part 1, ό.π. σελ. 17
12. Βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω C.A.H. Vol. III part 1 – σελ 80
13. Βλ. λεπτομέρειες στο D. W. Bailey: Balkan Prehistory – ό.π. σελ. 15-17
14. Βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω στο D. W. Bailey: Balkan Prehistory – ό.π. σελ. 15-33, καθώς και στο εξαιρετικό βιβλίο της Καθηγήτριας του Τμήματος Εθνολογίας στο Πανεπιστήμιο «Παρίσι Χ» Catherine Perlès: «The Early Neolithic in Greece» (Κατρίν Περλέ: «Η πρώϊμη Νεολιθική στην Ελλάδα») – Cambridge University Press, 2001
15. Για την διάκριση μεταξύ των πρωτόγονων προϊστορικών «πολιτισμών» (cultures) και των μετέπειτα (μετά τα μέσα της 4ης χιλιετίας π.Χ.) ιστορικών «υψηλών» Πολιτισμών (civilization) βλ. την ενδιαφέρουσα και κατατοπιστική ανάλυση του αείμνηστου Δ. Θεοχάρη στο κλασσικό έργο του «Νεολιθικός Πολιτισμός» - Αθήνα 19933, Κεφάλαιο 4. Πολιτισμός και «πολιτισμοί» της Προϊστορίας σελ. 18-21
16. Βλ. C.A.H. Vol. III part 1, ό.π. σελ. 78-80
17. Βλ. C.A.H. Vol. III part 1, ό.π. σελ. 85-86
18. Βλ. C.A.H. Vol. III part 1, ό.π. σελ. 86
19. Βλ. Δημ. Ευαγγελίδη: «Μη-συμβατικές θεωρίες» ό.π. Κεφάλαιο 3 μέρος δ΄ «Αυτοχθονισμός» και «πολιτιστική διάδοση»
20. Βλ. το έξοχο άρθρο της Ρουθ Τρίγκαμ (Ruth Tringham) «Southeastern Europe in the transition to agriculture in Europe» στο συλλογικό έργο «Europe’s First Farmers» - Cambridge 2000, για την διαδικασία μετασχηματισμού του πολιτισμού Λεπένσκι Βιρ «…του πλουσιότερου και πλέον επιτυχημένου πολιτισμού κυνηγών-συλλεκτών της νότιας Ευρώπης…» (σελ. 50), όπως σημειώνει ή ίδια, σε ένα κακό αντίγραφο, κατά την τελική του φάση (ΙΙΙb), των νεολιθικών γεωργικών εγκαταστάσεων της ευρύτερης περιοχής Μοράβα-Δούναβη.
20α. Ρουθ Τρίγκαμ ό.π. σελ. 34
21. Το σπήλαιο Απήδημα βρίσκεται στην απόκρημνη παραλία της δυτικής Μάνης, δυτικά της Aρεόπολης. Η συστηματική έρευνα του σπηλαίου, που άρχισε το 1978 απέδωσε σημαντικότατα στοιχεία τόσο για την απώτατη Προϊστορία της Πελοποννήσου, όσο και για την Παλαιοανθρωπολογία του ελλαδικού χώρου γενικότερα. Η ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε σε τέσσερα καρστικά κοιλώματα, που βρίσκονται σε ύψος 4 έως 19 μέτρων από τη σημερινή θαλάσσια στάθμη. Bρέθηκαν αρχαιολογικά κατάλοιπα και σημαντικότατα ανθρωπολογικά ευρήματα, που ανήκουν σε έξι ή οκτώ άτομα, χρονολογημένα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές της Παλαιολιθικής εποχής. Σε μια μικρή εσοχή του ασβεστολιθικού τοιχώματος του σπηλαίου Α βρέθηκαν δύο κρανία, ενσωματωμένα σε πλειστοκαινικό στρώμα. Τα κρανία αυτά, χρονολογήθηκαν αρχικά μεταξύ 100.000 και 300.000 χρόνων πριν από σήμερα και αποδόθηκαν, με καθαρά μορφολογικά κριτήρια, στον ίδιο ανθρωπολογικό τύπο με το κρανίο των Πετραλώνων, στο είδος Homo heidelbergensis. Σε στρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής, ερευνήθηκαν απολιθωμένα ανθρώπινα σκελετικά υπολείμματα, αναγόμενα στον τύπο του Homo sapiens δηλαδή στον τύπο του σύγχρονου ανθρώπου. Το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα αποτελεί σκελετός, που βρέθηκε ενταφιασμένος σε στάση συνεσταλμένη, και ανήκει σε γυναίκα ηλικίας 20±3 ετών. O σκελετός αυτός χρονολογείται στα 30.000 χρόνια και παραβάλλεται με τον άνθρωπο του Cro Magnon.
22. «Η μεγάλη σπηλιά στα Kαλαμάκια» αποτελεί το μεγαλύτερο και μέχρι σήμερα καλύτερα μελετημένο σπήλαιο, από εκείνα που ερευνήθηκαν στην θέση "στα Καλαμάκια", στην απόκρημνη δυτική ακτή της Μάνης. Τα σπήλαια αυτά δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια του Πλειόκαινου ή τις αρχές του Πλειστόκαινου και ήσαν χερσαία ή υποθαλάσσια κατά τις παγετώδεις και μεταπαγετώδεις περιόδους του Πλειστόκαινου αντίστοιχα. Κατοικήθηκαν επομένως στις φάσεις εκείνες της Παλαιολιθικής εποχής, που η θαλάσσια στάθμη επέτρεπε στον άνθρωπο την πρόσβαση σε αυτά και τη χρήση τους ως καταφύγια. Tα αρχαιολογικά κατάλοιπα, πάχους περίπου τεσσάρων μέτρων, ανάγουν την πρώτη κατοίκηση του σπηλαίου αμέσως μετά την υποχώρηση της θάλασσας, 75.000-80.000 χρόνια πριν, από ανθρώπους του τύπου Νεάντερταλ και πιστοποιούν τη χρήση του μέχρι 40.000 χρόνια περίπου πριν από σήμερα, δηλαδή κατά τη διάρκεια της Μέσης Παλαιολιθικής. Το σπήλαιο στα Καλαμάκια δεν κατοικήθηκε μετά το 40.000 πριν από σήμερα, γιατί ένας σωρός από πέτρες σφράγισε την είσοδό του.
23. Στο δρόμο Τρικάλων-Καλαμπάκας, 3 χιλιόμετρα πριν από τα Μετέωρα, ορθώνεται πάνω από το χωριό Θεόπετρα ένας βραχώδης ασβεστολιθικός όγκος, στη βορειοανατολική πλευρά του οποίου βρίσκεται το ομώνυμο σπήλαιο.
Πρόκειται για τη δυτικότερη προϊστορική θέση της θεσσαλικής πεδιάδας, που βρίσκεται στους πρόποδες της οροσειράς Χάσια, η οποία αποτελεί και το φυσικό όριο μεταξύ Θεσσαλίας και Hπείρου. Tο σπήλαιο βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 100 μέτρα από την επιφάνεια της πεδιάδας και 280 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Η συστηματική ανασκαφική έρευνα κατέγραψε αφ’ ενός γεωλογικές επιχώσεις του Πλειστόκαινου και του Ολοκαίνου, αφετέρου ανθρωπογενείς επιχώσεις, συνολικού πάχους περίπου 6 μέτρων. Aυτές βεβαιώνουν την αδιάκοπη χρήση του σπηλαίου κατά την Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική, την Μεσολιθική και την Νεολιθική Εποχή.
Δείγματα (π.χ. κάρβουνο, ανθρώπινα οστά) προερχόμενα από τις επιχώσεις, που χρονολογήθηκαν, πιστοποιούν την κατοίκηση του σπηλαίου περίπου από το 50.000 μέχρι το 4000 π.X.
24. Στην παράκτια θέση Λακωνίς, που βρίσκεται στη νότια Πελοπόννησο, τρία χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Γυθείου, εντοπίστηκαν ίχνη κατοίκησης σε σύμπλεγμα πέντε σπηλαίων, που χρονολογούνται στην Μέση Παλαιολιθική περίοδο (200.000-30.000 πριν από σήμερα). Η ανθρώπινη παρουσία στην Mάνη ανάγεται, σύμφωνα με ανθρωπολογικά ευρήματα από το σπήλαιο Απήδημα (βλ. παραπάνω υποσημ. 21) της Aρεόπολης, στην Κατώτερη Παλαιολιθική (Homo heidelbergensis και Homo neanderthalensis) και τεκμηριώνεται και στην Aνώτερη Παλαιολιθική περίοδο (Homo sapiens). Όλα τα λίθινα τεχνουργήματα της Λακωνίδος κατασκευάστηκαν με την τεχνική Λεβαλλουά (Levallois), που χαρακτηρίζει τις εργαλειοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής περιόδου. Όμοια τεχνουργήματα προέρχονται και από το σπήλαιο Kαλαμάκια, στον όρμο του Oίτυλου της δυτικής Mάνης, τα οποία χρονολογούνται 80.000-75.000 πριν από σήμερα.
25. Η Αλόνησος ανήκει στο νησιωτικό σύμπλεγμα των βόρειων Σποράδων. Η συστηματική επιφανειακή έρευνα του νησιού οδήγησε στον εντοπισμό θέσεων κυρίως της Μέσης Παλαιολιθικής περιόδου και της Μεσολιθικής, ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις τεκμηριώνεται η Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδος. Τα αρχαιολογικά δεδομένα από την Αλόνησο και τα παρακείμενα μικρά νησιά Περιστέρα, Κυρά Παναγιά, Γράμμιζα, Γιούρα και Ψαθούρα τεκμηριώνουν την κατοίκηση του νησιωτικού περιβάλλοντος των βόρειων Σποράδων από το τέλος του Πλειστόκαινου. Η επικοινωνία των νησιών αυτών τόσο με την Μαγνησία, όσο και μεταξύ τους, μέσω των θαλάσσιων περασμάτων, υποδηλώνει τέλος την χρήση κάποιων πρώϊμων πλωτών μέσων.
26. Το περίφημο σπήλαιο Φράγχθι βρίσκεται στην ακτή της νότιας Αργολίδας, στον κόλπο της Κοιλάδας, σε υψόμετρο 12 μέτρων από τη σημερινή θαλάσσια στάθμη. Κατά την τελευταία Παγετώδη περίοδο (Βούρμιος – Würm) βρισκόταν επτά χιλιόμετρα από την θάλασσα, ενώ στις αρχές του Ολόκαινου απείχε μόλις ένα χιλιόμετρο από την ακτογραμμή. Το βάθος του σπηλαίου φτάνει περίπου τα 150 μέτρα. Η ανασκαφική έρευνα στο εσωτερικό του σπηλαίου βεβαιώνει την χρήση του κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική, την Μεσολιθική και την Νεολιθική Εποχή (περίπου 30.000-5000 πριν από σήμερα). Παρά τις διακοπές χρήσης, από 18.000-13.000 και 11.000-9500 πριν από σήμερα, το σπήλαιο Φράγχθι αποτελεί μια από τις ελάχιστες γνωστές θέσεις (όπως και η Θεόπετρα), που κατοικήθηκαν σε όλες τις φάσεις της εποχής του Λίθου.
27. Βλ. C.A.H. Vol. III part 1, ό.π. σελ. 189-190
28. Βλ. την ενδιαφέρουσα Έκθεση για τα αποτελέσματα των ερευνών που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Αλβανικής Ακαδημίας Επιστημών “Iliria”, vol. 26, nos. 1-2 (1996), σελ. 183-224
29. “Iliria” ό.π.
ΔΕΕ