Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Ἡ μικρόνοια τοῦ νεοελληνικοῦ ἀστισμοῦ καί «ριζοσπ-αστισμοῦ»


Ἑλληνική γλῶσσα: Ἡ μικρόνοια τοῦ νεοελληνικοῦ ἀστισμοῦ καί «ριζοσπ-αστισμοῦ»

«Ἕνα ἀγωνιστικὸ αὐτοκίνητο στολισμένο μὲ μεγάλους σωλῆνες ὅμοιους μ᾿ ἑρπετὰ ποὺ ξερνοῦν τὴν ἐκρηκτική τους ἀνάσα – ἕνα βρυχώμενο αὐτοκίνητο ποὺ καλπάζει μαινόμενο εἶναι ὡραιότερο ἀπὸ τὴ Νίκη τῆς Σαμοθράκης.»

Filippo Tomaso Marinetti Ιταλός φουτουριστής (1876-1944)

Στό βιβλίο Νεοελληνική Γλώσσα τῆς Γ΄ Γυμνασίου, στήν 1η ἑνότητα, πού ἔχει στόχο, μεταξύ ἄλλων, νά «σκεφτούμε σχετικά με τις πολλές και συχνά αντιφατικές όψεις της Ελλάδας και τη θέση της στο σύγχρονο κόσμο», κάνει στήν σ. 10 τήν ἐμφάνισή του τό ποίημα τοῦ Ἐλύτη «H Alfa Romeo» (τηρῶ τήν ὀρθογραφία τοῦ βιβλίου καί ὄχι τοῦ Ἐλύτη):

«Θαύμασα τον Παρθενώνα
και στην κάθε του κολώνα
βρήκα τον χρυσό κανόνα.

Όμως σήμερα το λέω
βρίσκω το καλό κι ωραίο
σε μια σπορ ALFA ROMEO.

Καλοκαίρια και χειμώνες
νάναι γύρω μου ελαιώνες
πίσω μου όλ᾿ οι αιώνες.

Κι όπου μπρος μου ο δρόμος βγάζει
και σε πειρασμό με βάζει
δόστου να πατάω το γκάζι.

Με τη δύναμη του λιόντα
και με του πουλιού τα φόντα
πιάνω τα εκατόν ογδόντα.

Γεια σας θάλασσες και όρη
Γεια σας κι έχω βάλει πλώρη
για της Αστραπής την κόρη.

Οδυσσέας Ελύτης
Τα ρω του έρωτα,
εκδ. Ύψιλον, 1986»

Ἀντί τοῦ συνήθους ἐρωτήματος, «τί θέλει νά πῇ ὁ ποιητής», ἄς θέσουμε πρῶτα ἕνα ἄλλο ἐρώτημα πού ἔχει νά κάνῃ μέ τό «τί θέλει νά πῇ ἡ συγγραφική ὁμάδα» τοῦ ἐγχειριδίου, γιατί, βέβαια, ἡ ἐπιλογή τοῦ ποιήματος δέν μπορεῖ νά θεωρηθῇ τυχαία: πάει πολύ ἀπό τό ἑλληνολατρικό ἔργο τοῦ ποιητῆ πού γύρεψε νά ἀναχωνεύσῃ σέ μιάν ἀξεδιάλυτη ἑνότητα τίς «ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου» μέ τά «πρῶτα – πρῶτα Δόξα σοι» καί «τὰ πρῶτα λόγια τοῦ Ὕμνου» νά ἐπιλέγῃς μιά του φευγαλέα στιγμή -ἄν πρόκηται καί γι᾿ αὐτό- πού ἀκυρώνει ὅλη τήν πνευματική του στάση ἀπέναντι στήν σύγχρονη πραγματικότητα καί τήν πνευματική μας παράδοση.

Τίς προθέσεις τῆς συγγραφικῆς ὁμάδας ἀναλαμβάνει νά διερμηνεύσῃ ὁ εἰκονογράφος-σκιτσογράφος τοῦ βιβλίου: κάτω ἀπό τό ποίημα, ἕνας νεαρός μέ «καρφάκια», σπόρ γυαλιά ἡλίου καί φουλάρι, καβάλλα πάνω σέ μιά «γκαζωμένη» «σπόρ ALFA ROMEO», «ἀποχαιρετάει» μέ τό ἀριστερό χέρι τόν Παρθενώνα καί τόν γκρίζο βράχο τῆς Ἀκροπόλεως. Ἡ ὑπόδειξη εἶναι σαφής: στήν ἀντιπαραβολή μεταξύ τῆς «παρωχημένης» ἱστορικῆς διαχρονίας καί τῆς «(ἀερο)δυναμικῆς» συγχρονίας, τό βάρος πέφτει ἀναγκαστικά καί συντριπτικά ὑπέρ τῆς δεύτερης. Νά ἕνας ὡραῖος τρόπος νά σφάζῃς ὕπουλα τόν Ἐλύτη διά τοῦ Ἐλύτη καί νά ἐνσταλάζῃς –τό ἴδιο ὕπουλα, μέ βάση τεχνικές οἱονεί «τεχνοφασιστικῆς» προπαγάνδας- στίς ἀνυποψίαστες ψυχές τῶν Ἑλληνόπουλων τήν ἰδέα ὅτι ἡ σύγχρονη τεχνολογική ἐξέλιξη ἀκυρώνει ἀναγκαστικά καί ἰσοπεδωτικά τήν ἐπαφή μέ τά πολιτισμικά ἐπιτεύγματα τοῦ παρελθόντος.

Ἄς ἔρθουμε τώρα στόν Ἐλύτη. Δέν ἀποκλείεται, βέβαια, ὁλότελα, αὐτή ἡ σχηματική καί ἰσοπεδωτική ἀντιπαραβολή «συγχρονίας» – «διαχρονίας» νά ἀντιπροσωπεύῃ μιά «στιγμή» τῆς αἴσθησής του τοῦ κόσμου, ἀλλά, δεδομένης τῆς ὅλης πνευματικῆς του στάσης, εἶναι ἄδικο καί στρεβλωτικό τοῦ ὅλου ἔργου του νά ἐπιλέγῃς τό νῆμα μιᾶς «στιγμῆς» γιά νά ὑφάνῃς «ὁλόκληρο τό χρόνο» του, ὅπως θά ᾿λεγε ὁ Ρίτσος (: «Πῶς γίνεται μ᾿ ἐλάχιστα νήματα / κάποιων δικῶν μας στιγμῶν νὰ μᾶς ὑφαίνουν / ὁλόκληρο τὸ χρόνο μας, τραχὺ καὶ σκοτεινόν, ριγμένον / σὰν καλύπτρα ἀπ᾿ τὸ κεφάλι ὣς τὰ πόδια μας, σκεπάζοντας / ὁλόκληρο τὸ πρόσωπό μας…», «Ὀρέστης», Τέταρτη Διάσταση).

Ὅμως ὑπάρχει καί κάτι ἄλλο, πού διέφυγε τῆς προσοχῆς τῶν ἐπιλογέων, καί εἶναι ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτικό τῆς φύσης, ὄχι πιά τῆς «ἐπιστημονικῆς» τους ἀντίληψης, ἀλλά τῆς βαθύτατα ἀντιδραστικῆς τους ἰδεολογίας. Τό στοιχεῖο αὐτό εἶναι ἡ ὑποδόρια εἰρωνεία τοῦ Ἐλύτη γιά κάποιον ὁ ὁποῖος ἤδη στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα ἀρεσκόταν στήν ἀντιπαραβολή τοῦ κλασικοῦ πολιτισμοῦ ἀκριβῶς μέ ἕνα σύγχρονο αὐτοκίνητο, καί ἡ ἐπιλογή τῆς ἰταλικῆς «Alfa Romeo» δέν φαίνεται νά εἶναι ἄσχετη μέ τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν Ἰταλός. Πρόκειται γιά τόν ἰταλό ποιητή Μαρινέττι, ὁ ὁποῖος ἔγραψε: «Δηλώνουμε ὅτι ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ κόσμου πλουτίστηκε μ᾿ ἕνα νέο κάλλος: τὸ κάλλος τῆς ταχύτητας. Ἕνα ἀγωνιστικὸ αὐτοκίνητο στολισμένο μὲ μεγάλους σωλῆνες ὅμοιους μ᾿ ἑρπετὰ ποὺ ξερνοῦν τὴν ἐκρηκτική τους ἀνάσα – ἕνα βρυχώμενο αὐτοκίνητο ποὺ καλπάζει μαινόμενο εἶναι ὡραιότερο ἀπὸ τὴ Νίκη τῆς Σαμοθράκης. [...] Βρισκόμαστε στὸ ἔσχατο ἀκρωτήρι τῶν αἰώνων! Ποιὸς ὁ λόγος νὰ κοιτᾶμε πρὸς τὰ πίσω, ὅταν αὐτὸ ποὺ θέλουμε εἶναι νὰ σπάσουμε τὶς μυστηριώδεις πόρτες τοῦ Ἀδύνατου; Ὁ Χῶρος καὶ ὁ Χρόνος πέθαναν χθές. Ζοῦμε ἤδη στὸ ἀπόλυτο, διότι ἔχουμε δημιουργήσει τὴν αἰώνια, πανταχοῦ παροῦσα ταχύτητα.» (Ἀπό τό «Μανιφέστο τοῦ φουτουρισμοῦ», 1909, βλ. Τὰ τετράδια τοῦ Ἐλπήνορα, τ. 1ο, σ. 41, μετάφραση Γ. Μπέης – Κ. Κουτσουρέλης).

Μικρή λεπτομέρεια: ὁ Μαρινέττι ἦταν φασίστας. Ὅποιος εἶναι συνηθισμένος στήν εἰκόνα τοῦ ἀρχαιολατρικοῦ (καί, σ᾿ ὅ,τι ἀφορᾷ στήν γλῶσσα, καθαρεύοντος ἕως ἀττικίζοντος) ἐγχώριου φασισμοῦ θά ἐκπλαγῇ μέ αὐτή τήν «ριζοσπαστική» συνηγορία τοῦ ἰταλικοῦ φουτουριστικοῦ φασισμοῦ ὑπέρ τῆς «συγχρονίας» καί ἐναντίον τῆς «διαχρονίας». Εἰδικές τοπικές / ἱστορικές συνθῆκες δέν ἐπέτρεψαν στό παρελθόν τήν διάδοση στήν Ἑλλάδα τοῦ φασιστικῆς φύσεως εἰκονοκλαστικοῦ μένους πού γυρεύει νά «ρημάξει ὅλη τή χτίση / γιὰ νὰ τὴν ἐκπολιτίσει», ὁπότε τήν διεκπεραίωση τοῦ ἰσοπεδωτικοῦ «ἐκσυγχρονιστικοῦ» ὁράματος τοῦ ἀνανεωμένου ἀστισμοῦ τήν ἀνέλαβαν κατά κύριο λόγο οἱ ἐγχώριες «προοδευτικές» δυνάμεις.

Χωρίς νά ὑποστηρίζουμε ὅτι οἱ «ριζοσπάστες» αὐτοί εἶναι σέ ὅλα τους αὐθεντικοί φασίστες, θεωροῦμε, σέ ὅ, τι ἀφορᾷ στήν γλῶσσα, ὅτι ἡ ἀπόλυτη συνηγορία τους ὑπέρ τῆς συγχρονίας καί τό ἀπόλυτο μῖσος τους γιά τήν διαχρονία εἶναι τῆς ἴδιας τάξης μέ τίς ἰδεολογικές διακηρύξεις τοῦ Μαρινέττι. Οἱ ἐκλεκτικές ἄλλωστε συγγένειες ἑνός τμήματος τῆς «ἀριστερῆς» διανόησης μέ αὐτό τό εἶδος τοῦ ὑφέρποντος φασισμοῦ ἀναδεικνύονται τόσο ἀπό τήν δήλωση τοῦ μπολσεβίκου ὑπουργοῦ πολιτισμοῦ Λουνατσάρσκυ, ἐν ἔτει 1921, ὅτι «στήν Ἰταλία ὑπάρχει μόνο ἕνας ἐπαναστάτης διανοούμενος καί αὐτός εἶναι ὁ Filippo Tomaso Marinetti», ὅσο καί ἀπό τήν δήλωση Ρώσσων φουτουριστῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Μαγιακόφσκυ, ὅτι «Κάτω ἀπό τήν ὀνομασία “ρῶσοι φουτουριστές” συγκεντρώνεται ἕνας ἀριθμός ἀνθρώπων πού ἔχουν σάν κοινό τους στοιχείο τό μίσος γιά τό παρελθόν, εἶναι ὅμως διαφορετικοῦ ταμπεραμέντου καί διαφόρων χαρακτήρων…» (βλ. Πέπη Ρηγοπούλου, Ὁ Νάρκισσος, Στά ἴχνη τῆς εἰκόνας καί τοῦ μύθου, σ. 169 κ.ἑ.).

Τό ὄχημα μέσα ἀπό τό ὁποῖο ἐπιβλήθηκε ἡ ἀμιγῶς «συγχρονική» ἀντίληψη στήν γλῶσσα, αὐτό τό «μίσος γιά τό παρελθόν» καί ἡ ἀποθέωση τοῦ γλωσσικοῦ «παρόντος», ὑπῆρξε ἡ θεωρία τῆς δομικῆς γλωσσολογίας τοῦ Σωσσύρ –στήν ὁποία ὀμνύουν πίστη ὅλοι σχεδόν οἱ νεοέλληνες γλωσσολόγοι-, ὁ ὁποῖος διακήρυξε τήν προτεραιότητα τοῦ προφορικοῦ λόγου ἔναντι τοῦ γραπτοῦ καί τῆς συγχρονίας ἔναντι τῆς διαχρονίας, καί μάλιστα μέ ἕναν λόγο πού δέν κρύβει οὔτε κατ᾿ ἐλάχιστο τίς ἀκραῖα ἰσοπεδωτικές του προθέσεις:

«Γι᾿ αὐτό ὁ γλωσσολόγος, πού θέλει νά ἀντιληφθεῖ τήν κατάσταση αὐτή, ὀφείλει νά ἐξαλείψει ἐντελῶς καθετί πού τήν παρήγαγε καί ν᾿ ἀγνοήσει τή διαχρονία. Δέ μπορεῖ νά μπεῖ μέσα στή συνείδηση τῶν ὁμιλούντων παρά μόνο καταργώντας τό παρελθόν. Ἡ παρέμβαση τῆς ἱστορίας δέ μπορεῖ παρά νά κάνει ψεύτικη τήν κρίση του. Θά ἦταν ἀνόητο νά σχεδιάσουμε ἕνα πανόραμα τῶν Ἄλπεων παίρνοντάς το ταυτόχρονα ἀπό πολλές κορυφές τοῦ συγκροτήματος τοῦ Jura• ἕνα πανόραμα πρέπει νά παρθεῖ ἀπό ἕνα μόνο σημεῖο. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τή γλώσσα: δέ μποροῦμε οὔτε νά τήν περιγράψουμε οὔτε νά σταθεροποιήσουμε κανόνες γιά τη χρήση της παρά μόνο ὅταν τοποθετηθεί σέ μιά ὁρισμένη κατάσταση…» (Φ. ντέ Σωσσύρ, Μαθήματα Γενικῆς Γλωσσολογίας, σ. 117, βλ. καί Χ. Δάλκου, Τά ἰδεολογήματα τῆς νέας γλωσσολογίας, σ. 16 κ.ἑ.).

Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ πρεμούρα τῶν «ἐπιστημόνων» γλωσσολόγων μας νά μιλοῦν ἤδη ἀπ᾿ τό Δημοτικό γιά φθόγγους καί ὄχι γιά γράμματα, ἔτσι ἐξηγεῖται τό μῖσος τους γιά τήν ἱστορική ὀρθογραφία, ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ τάση τους νά ἀντικαθιστοῦν τόν ἀνθηρόν ἕλληνα λόγον τῆς μακρᾶς γλωσσικῆς / πνευματικῆς μας διαχρονίας μέ διαφημίσεις καί συνταγές μαγειρικῆς!

Ὅταν ὅμως αὐτά λέγωνται καί ἐφαρμόζωνται γιά μιά γλῶσσα μέ τεράστιο ἱστορικό βάθος, ὅπως ἡ ἑλληνική, τότε συνιστοῦν ἀκύρωση συγκριτικοῦ μας πλεονεκτήματος, πολύ μεγαλύτερου ἀπ᾿ αὐτό πού διαθέτουμε στήν ναυτιλία ἤ τόν τουρισμό, καί ἐγκληματικό ἀκρωτηριασμό τοῦ πνευματικοῦ μας πολιτισμοῦ πού γίνεται στό ὄνομα τῆς «ἐπιστήμης». Ἀλλά, μιᾶς καί μιλᾶμε γιά ἐπιστήμη, οἱ ἀριστεροί διανοούμενοι πού ὑποστηρίζουν μετά πάθους αὐτήν τήν ἐπίθεση τοῦ ἀνανεωμένου ἀστισμοῦ ἐνάντια στό παρελθόν καί τήν ἱστορία (ἔτσι θά ἔρθῃ τό διατυμπανιζόμενο «τέλος τῆς ἱστορίας»! Μέ λοβοτομή!), ἐξακολουθοῦν ἤ ὄχι νά ἀσπάζωνται τίς ἀρχές τοῦ ἱστορικοῦ (καί διαλεκτικοῦ) ὑλισμοῦ; Γιατί, ἄν δέν τό ἔχουν καταλάβει, τούς ἐπισημαίνουμε ὅτι αὐτή ἡ καρικατούρα ἰδεολογίας στήν ὁποία ἔχουν προσχωρήσει εἶναι αὐτό πού παλιά ἡ ἀριστερά ἀποκαλοῦσε «χυδαῖο ὑλισμό» καί πού, γιά νά δείξουμε τήν πλήρη στοίχισή του μέ τό πνεῦμα τῶν περιβόητων ἀγορῶν, θά μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε «ἀγοραῖο ὑλισμό».

Πῶς ἀλλοιῶς νά ὀνομάσῃς ἕνα κατασκεύασμα πού, ἀκολουθῶντας μέχρι κεραίας τό χρησιμοθηρικό πρόταγμα τοῦ μεταμοντέρνου καπιταλισμοῦ, συρρικνώνει τήν γλῶσσα στήν συγχρονική της διάσταση, καί αὐτήν πάλι, ἀκόμα στενότερα, στήν ἐπικοινωνιακή της καί μόνο λειτουργία; Κι ἔτσι, νά φλυαρῇς ἀκατάπαυστα περί τῆς ἀνάγκης νά μιλᾷς διαφορετικά στόν φίλο σου καί διαφορετικά στόν προϊστάμενο, καί νά λησμονᾷς τό μεγάλο δῶρο πού σοῦ δόθηκε νά συνομιλῇς μέ τούς αἰῶνες, χωρίς, βέβαια, νά παραμερίζῃς κατ᾿ ἀνάγκην τήν ἐπικοινωνία σου μέ τό σήμερα.

Ἡ μικρόνοια τοῦ παλαιοῦ ἑλληνικοῦ ἀστισμοῦ στάθηκε ὁ μονομερής του προσανατολισμός πρός τό «ἔνδοξον παρελθόν», τοῦ δέ νέου ἡ βλακώδης ἀκύρωση ἑνός ἀδιαμφισβήτητου συγκριτικοῦ μας πλεονεκτήματος, αὐτοῦ τῆς ἐπαφῆς ἀπό πρῶτο χέρι μέ τήν ἀχανῆ γραμματειακή μας παράδοση. Τό πρῶτο βῆμα ἔγινε μέ τήν χρησιμοθηρικῶν –δηλαδή γνήσια καπιταλιστικῶν- προθέσεων ἐπιβολή τοῦ μονοτονικοῦ, καί έλάχιστοι ἀπ᾿ τούς «ριζοσπάστες» μας, «πασοκοσυνδικαλιστικῆς» κατ᾿ οὐσίαν συνειδήσεως, σκέφτηκαν ὅτι μπορεῖ γιά τούς πολιτισμούς νά ἰσχύῃ ὅ,τι εἶχε πεῖ ὁ Μάο Τσέ Τούνγκ γιά τά ἀνθρώπινα κεφάλια: δέν εἶναι σάν τά πράσα πού ἅμα τά κόψῃς ξαναφυτρώνουν.

Δέν εἶμαι ἀττικιστής οὔτε καθαρευουσιάνος. Πιστεύω μάλιστα ὅτι ὁ ἀπόλυτος διαχωρισμός συγχρονίας – διαχρονίας εἶναι λανθασμένος ὄχι μόνο γιατί πολλά στοιχεῖα τῆς ἀρχαίας ἔχουν ἐνοφθαλμισθῆ στήν νέα ἑλληνική, ἀλλά καί ἐπειδή στίς γλῶσσες γενικά οἱ πρωτογενεῖς τύποι μπορεῖ νά συνυπάρχουν μέ τούς παραγόμενους, στό πλαίσιο μιᾶς οἱονεί «συναμφοτεροχρονίας» (πρβλ. τήν συνύπαρξη τοῦ «θέλω νά» μέ τό «θά», τοῦ «μωρέ» μέ τό «βρέ» καί τό «ρέ», τοῦ «κυλῶ» μέ τό «τσουλῶ» κ.λπ.). Αὐτό δείχνει τήν μεγάλη σημασία πού ἔχει ἡ νεοελληνική γλῶσσα γιά τήν μελέτη ὄχι μόνο τῆς ἴδιας ἀλλά καί τῆς ἀρχαίας καί –λόγῳ τοῦ ἱστορικοῦ βάθους τῆς γλώσσας μας- γενικῶς τοῦ γλωσσικοῦ φαινομένου (πρβλ. ν. ἑλλ. μεσημεριάζω > ἀρχ. ἑλλ. μεσημβριάζω). Θαύματα θά μπορούσαμε νά ἐπιτελέσουμε σ᾿ αὐτόν τόν τομέα, ἀρκεῖ μόνο νά ἀπαλλασσόμασταν ἀπό τήν μικρόνοια τοῦ νεοελληνικοῦ ἀστισμοῦ καί «ριζοσπ-αστισμοῦ» πού μᾶς κατατρύχει.

Ὅταν ὅμως ἀναμασᾶμε κακοχωνεμένες καί ξένες πρός τήν πολιτισμική μας ἰδιοσυστασία ἰδέες, μέ τήν αἴσθηση κιόλας πώς ὁ ὑποδόριος ὁλοκληρωτικός τους χαρακτήρας εἶναι ἡ τελευταία λέξη στόν τομέα τῆς ἐπιστήμης καί τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας, ἔ, τότε μή μᾶς φανῇ παράξενο ἄν μείνουμε στήν ἱστορία ὡς κραυγαλέα παραδείγματα ὄχι ἀνεπιστημοσύνης, οὔτε ὁλοκληρωτικῆς νοοτροπίας, ἀλλά ἀδιανόητης καί ἀσυγχώρητης μικρόνοιας.

Χρῖστος Δάλκος
καθηγητής φιλόλογος

3 σχόλια:

Kimon είπε...

Πολύ καλό!!

Βιβλιόφιλος είπε...

Πραγματικά! Πρόκειται για ένα εξαιρετικό κείμενο από τον παραγνωρισμένο Χρίστο Δάλκο, έναν λαμπρό φιλόλογο και πατριώτη.

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Διανοείσθε και μόνον τι σημαίνουν ή (και) τι 'μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά;Το να αφελληνισθούμε και να αποταυτοποιηθούμε,πλήρως,δηλαδή,μας...''συμβουλεύουν'' και...''παραινούν'',εδώ;Αυτό...μας...''ζητούν'';Αυτός...είναι ο μύχιος πόθος και ο κρυφός καημός των,'σε τελική ανάλυση των πραγμάτων και περί των πραγμάτων,δηλαδή(δυνατό και ερμηνευτικό και καταφατικό αυτό εδώ εξόχως...);