Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Τι συμβαίνει στο Κυπριακό;

O πρόεδρος Αναστασιάδης με τον κατοχικό ηγέτη, 
Μουσταφά Ακιντζί

Τα πονηρά λόγια του Ακιντζί και 
η «ψύχραιμη δύναμη» του Αναστασιάδη!

Γράφει ο Κρεσέντσιο Σαντζίλιο 

Κάθε φορά που ο Ακιντσί ανοίγει το στόμα του, τα λόγια του πρέπει να προβληματίζουν σφόδρα κάθε σκεπτόμενο Ελληνοκύπριο και ακόμη περισσότερο την ελληνοκυπριακή ηγεσία σε όλα τα επίπεδά της. 
Επ’ αυτού, ας πούμε με λόγια απλά και κατανοητά, ως συνήθως, πώς έχουν τα πράγματα και προς τα πού θέλουν να τα φέρουν. 
Κατ’ αρχήν είναι απολύτως απαράδεκτο και αδιανόητο να βγαίνει συνέχεια έξω ο Ακιντσί και με ύφος επιδεικτικό να προκαθορίζει, να ορίζει και να διατυμπανίζει διαδικασίες, χρονοδιαγράμματα, τρόπους και πορείες του ρου των «διαπραγματεύσεων» και από την άλλη ο Αναστασιάδης ή να σωπαίνει ή να λέει αοριστολογίες αντί να ανταπαντά με το ίδιο «αρχηγικό» ύφος, όχι μόνο για να διαψεύσει ριζικά τον «πολυπράγμονα» Τουρκοκύπριο του οποίου το κράτος δεν υπάρχει πουθενά, αλλά και να ορίσει, καθορίσει και διατυμπανίσει ο ίδιος, όπως έχει το δικαίωμα και υποχρεούται να κάνει, τον δικό του προσανατολισμό της προγραμματικής διαδικασίας. 
Είναι επίσης τελείως απαράδεκτο και αδιανόητο οι Τουρκοκύπριοι, ανύπαρκτοι σαν κράτος, να υπαγορεύουν τις καταστάσεις και τις προθεσμίες και τις δικές τους απαράβατες απαιτήσεις που θέλουν να επιβάλουν (βάρα, βάρα, κάτι θα μείνει στο μυαλό των τρίτων!) και οι Ελληνοκύπριοι, που είναι και το μόνο κυπριακό κράτος που υπάρχει, να μένουν παθητικοί ακροατές, σιωπηλοί ή σχεδόν, και να μην εκφράζουν τις δικές τους απαιτήσεις, καταστάσεις και προθεσμίες ώστε να τις εμπεδώσουν και όλοι οι τρίτοι! 
Η αλγεινή εντύπωση είναι πως αυτή τη στιγμή (και μακάρι να κάνουμε λάθος) ο Ακιντσί τον Αναστασιάδη τον έχει δεδομένο για μια λύση μέσα σε 90 μέρες, έως τέλη Δεκεμβρίου 2016. 
Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τα λόγια, το τουπέ, το ύφος και τη σιγουριά του Τουρκοκύπριου, όταν από την άλλη μεριά ο Αναστασιάδης δείχνει να παίζει σαν κομπάρσος, δευτερεύων ρόλος, ένα είδος υποτακτικού που πάντα ακολουθεί και ποτέ δεν ηγείται, δεν μπαίνει μπροστά! 
Ο Μπαν Κι Μουν κιόλας τώρα, πριν ακόμη από την τριμερή συνάντηση στις 25 του Σεπτέμβρη, θριαμβολογεί για την καλή πρόοδο που έγινε, όπως του ψιθύρισε στο αυτί ο Ακιντσί, με την «διευκόλυνση» του απερίγραπτου Νορβηγού Έιντε, και ήδη προετοιμάζεται («είμαστε έτοιμοι!») για την «πενταμερή»(άλλος ψίθυρος στο αυτί από Έιντε/Ακιντσί), επιδιώκοντας έτσι να προδιαθέσει τους πάντες, ειδικά το αφεντικό του, τις ΗΠΑ, ότι «φτάσαμε στο τέλος» και η λύση είναι στη τσέπη μας, με όλα όσα ξέρουμε και υποπτευόμαστε πως θα συμβούν με αυτό το «τέλος». 
Βεβαίως αυτοί οι μηδαμινοί κύριοι Μπαν Κι Μουν και Ομπάμα που κατά τη διάρκεια της θητείας τους τίποτα το σημαντικό δεν έκαναν (το αντίθετο!), καίγονται αφάνταστα τώρα, τρεις μήνες πριν να μας «αδειάσουν τη γωνιά», να «κάνουν κάτι το σπουδαίο» για να έχουν να λένε πως δεν χρεοκόπησαν και αυτοί, έστω κι αν αυτό το «σπουδαίο» είναι αρνητικό και σημαίνει εξαφάνιση του κυπριακού ελληνισμού. και καθόλου δεν τα παραλέμε. 
Και διερωτόμαστε, εμείς οι ανίδεοι: μα πώς είναι δυνατόν να λένε ο ΟΗΕ (Μπαν Κι Μουν, Έιντε), οι ΗΠΑ (Ομπάμα, Μπάιντεν), η ΕΕ (Γιούνκερ), Ακιντσί, και ποιος ξέρει πόσοι από το «κόμμα της όποιας λύσης» στην ίδια τη Κύπρο ότι είμαστε δυο βήματα πριν από τη (τούρκικη) λύση και να δοξολογούν τον εαυτό τους 
– όταν διαβάζουμε από σοβαρά κείμενα Κυπρίων πραγματικά αντικειμενικών και πατριωτών ότι υπάρχουν ακόμη 200 διαφωνίες (διαφορές, αποκλίσεις, εκκρεμότητες) που πρέπει να «λυθούν» 
– όταν υπάρχουν επιπλέον άλλα 103 «ανοικτά θέματα» που διαβίβασαν τα Ηνωμένα Έθνη και πρέπει κι αυτά να κλείσουν πριν από οποιαδήποτε συμφωνία ή «επικείμενη συμφωνία» ή «ελπίδα συμφωνίας» 
– όταν δηλαδή μέσα στις διαπραγματεύσεις ενυπάρχουν ακόμη τεράστιες διαφορές σχετικά με πρωταρχικά θέματα

Με όλα αυτά τα «αιωρούμενα» πώς τολμά ο παμπόνηρος και κατευθυνόμενος Ακιντσί να λέει σε όλους τους τόνους και παντού όπου πηγαίνει ότι μια συμφωνία πρέπει να επιτευχθεί εντός του 2016, γιατί το 2017 υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι(!), και δεν βγαίνει κανένας Ελληνοκύπριος – θα έπρεπε να είναι ο ίδιος ο Πρόεδρος – να του υπενθυμίσει τα 303 «προαπαιτούμενα» και να του επιβάλλει δημόσια και σταράτα να σωπάσει, όπως κάνει πάντα όταν βρίσκεται μπροστά στον «μπαμπά» Ερντογάν; 
Με ποιο «οδικό χάρτη» στο χέρι και με ποιον δημιουργό αυτού του χάρτη παρουσιάζεται ο Ακιντσί με αέρα παντογνώστη για να μας αραδιάσει και τους τέσσερις λόγους (τους οποίους αυτός βέβαια θεωρεί επιβεβλημένους μιας και από την απέναντι μεριά η σιωπή και ο λήθαργος δεν έχουν να πουν και δεν λένε τίποτα) που υποχρεώνουν σε συμφωνία πριν από το τέλος του 2016; 
Και ποιος είναι αυτός που ορίζει ότι «περουσιακό, εδαφικό και ασφάλεια θα αφεθούν για το τέλος της διαδικασίας» και μάλλον, έτσι όπως το πάει, εννοεί πως αυτά τα τρία θέματα θα είναι η «πενταμερής» που θα πρέπει να τα λύσει;
Μήπως αυτός ο ψευδο-τουρκοκύπριος λέει εκείνο που ο Αναστασιάδης ύπουλα κρύβει, όπως θα δούμε εδώ παρακάτω στη συνέχεια; 
Διότι με όλα αυτά τα «πυροτεχνήματα» του Ακιντσί ο Αναστασιάδης πού βρίσκεται; 
Δεν έχει τίποτα να του ανταπαντήσει (ας αφήσουμε τις «χλωμές» παρεμβάσεις του «χλωμού» Χριστοδουλίδη), όταν ο πανταχού παρόν τουρκοκύπριος «ηγέτης» απαριθμεί ένα-ένα τα «βήματα» που θα γίνουν (!) για τη λύση: πρώτα το «γενικό πλαίσιο», μετά «κάποιες εργασίες» όπως τα συντάγματα των δυο κρατιδίων, τα δημοψηφίσματα τον Μάρτη-Μάη; 
Και άλλα, και άλλα! 
Και τόση αδιαφορία στην ελληνοκυπριακή πλευρά που κανένας δεν βρήκε ποτέ την ευκαιρία να κλείσει το στόμα του τουρκόφιλου Έσπεν Μπαρθ Έιντα όταν «επιβραβεύει» τον Ακιντσί με το να επιβεβαιώνει «λύση» μέχρι τον Δεκέμβρη 2016 και όταν συνεχίζει να περιπαίζει τον κόσμο λέγοντας ότι «τέσσερα κεφάλαια (στα οποία) βλέπει το περίγραμμα μιας συμφωνίας (!) έχουν σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί», αλλά σε αυτά τα τέσσερα κεφάλαια όμως «υπάρχουν σοβαρά θέματα που απομένουν». 
Με ποια πρόφαση λοιπόν έρχεται ο Αναστασιάδης και μας λέει πως στη νέα «δημιουργική» ΔΔΟ που «πραγματεύεται» το κοινοτικό κεκτήμενο είναι εξ ολοκλήρου εξασφαλισμένο και μάλιστα ζητάει κιόλας αυτό να γίνεται «απ’ τη πρώτη μέρα»(!), τρομάρα του, όταν εμφανίζεται ο Ακιντσί και μας λέει πως, για όσο αφορά τις «τέσσερις ελευθερίες», δεν θα υπάρχει απόλυτη ελευθερία! Και πως στην άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων θα υπάρχει περιορισμός! 
Δηλαδή θα υπάρχουν εκείνοι που θα έχουν δικαιώματα και οι άλλοι – παιδιά ενός κατώτερου θεού, μάλλον Ελληνοκύπριοι – που δεν θα έχουν! 

Έτσι καταντάει το περίφημο «κοινοτικό κεκτημένο» στα χέρια του δίδυμου Ακιντσί/Ερντογάν. Και ποιος ξέρει σε πόσους άλλους τομείς της εκκολαπτόμενης ΔΔΟ αυτό το «κεκτημένο» θα είναι το μόνο πράγμα που δεν θα έχει «αποκτηθεί»! 
Και κάτι άλλο ακόμη που ασφαλώς είναι άξιο απορίας: πώς γίνεται η τουρκική πλευρά, σχετικά με το εδαφικό, και μέσα σε άλλα κριτήρια καθόλου ανώδυνα, να αναφέρεται πολύ φυσιολογικά σε ένα «νέο πρωτόκολλο της ΕΕ για μόνιμες παρεκκλίσεις» και, εάν αυτό αληθεύει, όπως φαίνεται, πώς συμβαίνει και ο κ. Αναστασιάδης δεν αντιδρά δημόσια και δυνατά όχι μόνο ενάντια στον Ακιντσί/τούρκο υποβολέα, αλλά ακόμη περισσότερο και δριμύτερα κατά την φαρισαϊκή και εγκληματική Ευρωπαϊκή Ένωση που δέχεται και κατεργάζεται τις παρεκκλίσεις στην νομοθεσία της με ξεδιάντροπο σκοπό να ευνοήσει τον Ερντογάν; 
Μετά από όλα αυτά και πολλά άλλα τοιαύτα, το συμπέρασμα είναι ένα: αν τυχόν, ο μη γένοιτο, ο Αναστασιάδης τελικά συμφωνήσει στην τουρκική ΔΔΟ, είναι αναμφισβήτητο πως το «κοινοτικό κεκτημένο» θα υπάρχει απλώς σαν μια περιπλανώμενη ιδέα! 
Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να εφαρμοστεί κανένα «κεκτημένο» της ΕΕ διότι έτσι όπως τα «μαγειρεύουν» Τουρκία και ΕΕ, το μόνο κεκτημένο που θα ισχύει θα είναι το κεκτημένο της τουρκικής βούλησης. Και θέλω να δω τί θα κάνουν μετά οι Ελληνοκύπριοι, όταν θα βρεθούν μέσα στη φάκα που τους ετοίμασε με υπομονή και τέχνη ο Πρόεδρός τους Αναστασιάδης ο οποίος τότε δεν θα υπάρχει πια (σήμερα διαβάζω πως το ταξίδι του στη Νέα Υόρκη αυτών την ημερών ίσως να είναι και το τελευταίο σαν Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας), θα έχει προλάβει να φύγει για να απολαύσει τους καρπούς των κόπων του, αυτός και η οικογένεια του που είναι κιόλας εν μέρει στο εξωτερικό.
 Άλλωστε θα φύγει ικανοποιημένος έχοντας καταφέρει επιτέλους(!) ό, τι δεν είχε καταφέρει το 2004! Τί δουλειά 12 ετών κι αυτή! Είπαμε στην αρχή ότι τα λόγια που προφέρει ο Ακιντσί πρέπει να προβληματίζουν τους σκεπτόμενους Ελληνοκύπριους. 
Ορίστε λοιπόν μια άλλη θεματολογία η οποία βάζει σε σκέψεις, σε πολύ μελανές σκέψεις. Και πάλι τάδε έφη Ακιντσί. Και τί είπε ο αθεόφοβος; Ότι ο Αναστασιάδης «καταβάλει προσπάθειες προετοιμασίας της ελληνοκυπριακής πλευράς να δεχθεί πιθανή λύση». Και επίσης, αναφερόμενος στις «συγκλίσεις», δηλώνει ότι στην παρούσα στιγμή (ο Αναστασιάδης) δεν μπορεί να δώσει λεπτομέρειες «εξαιτίας της ενδεχόμενης αντίδρασης της ελληνοκυπριακής πλευράς»! 
Όλοι αντιλαμβάνονται πως πρόκειται για δυο εκφράσεις βαρύτατες και άκρως επικίνδυνες οι οποίες μάλλον προϊδεάζουν ανεπιθύμητα, δυσάρεστα, εκμηδενιστικά γεγονότα για τους Ελληνοκύπριους. 
Και ο Αναστασιάδης παρουσιάζεται ωσάν να παρασκευάζει κάτι που δεν θα αρέσει καθόλου στους Ελληνοκύπριους, κάτι που θα τους έρθει κατακούτελα και όποιος αντέξει. 
Τί λένε στη Κύπρο; Διερωτήθηκε κανείς γιατί ο Ακιντσί μιλάει με τέτοιου είδους υπονοούμενα και αινίγματα; Μήπως, όπως μπορεί να είναι πιθανόν, κάτι επεξεργάζεται ο Αναστασιάδης για να τη φέρει (για να το πούμε λίγο χυδαία αλλά παραστατικά) στους Ελληνοκύπριους που είχαν την απερισκεψία να τον κάνουν Πρόεδρο; 
Διότι, δεν είναι δυνατόν: κάτι θα σημαίνουν τα λόγια του Ακιντσί. Μήπως είναι ένα αρκετά ηχηρό «καμπανάκι συναγερμού» που πρέπει να ακούσουμε τώρα αμέσως που είμαστε ακόμη έγκυροι (είμαστε;!) και ίσως μπορούμε να κινητοποιηθούμε έτσι ώστε να αναγκαστεί να εγκαταλείψει ό, τι κρύβει στο μυαλό του μιας και έχει «αποκαλυφθεί»; 
Και κάτι άλλο ακόμη, με βάσει πάλι τα λεγόμενα του Ακιντσί: ποια είναι η τόσο «πολύ τολμηρή δήλωση του Αναστασιάδη στο Facebook με την οποία εξέφρασε ζητήματα που δεν είχαν αναφερθεί πριν ούτε από τον ίδιο»; 
Για να περιμένει ο Ακιντσί να δει την «συνέχεια» αυτής της δήλωσης της «πολύ τολμηρής», σημαίνει πως αφορά μάλλον σε κάτι προς όφελος Τουρκίας/Τουρκοκυπρίων, γιατί θα ήταν σίγουρα απίθανο ο Ακιντσί/φερέφωνο του Ερντογάν να ενδιαφερόταν για κάτι το «τολμηρό» υπέρ των Ελληνοκυπρίων και να περίμενε και τη «συνέχεια»! 
Ιδού λοιπόν ακόμη μια άλλη ανησυχία των Ελληνοκυπρίων για τα «δρώμενα» του Προέδρου τους. Και δεν νομίζω πως θα ήταν φρόνιμο να την παραμελήσουν. 
Έτσι μπορεί και να εξηγηθεί η σαφής αδράνεια του Νίκου Αναστασιάδη στην ατελείωτη σειρά προκλήσεων πάσης φύσης από Τουρκία, ΗΠΑ, Αγγλία, ΟΗΕ, ΕΕ, Ακιντσί σχετικά με ποικίλες πτυχές του Κυπριακού. 
Και έτσι εξηγείται η δυνητική επικινδυνότητά του. Γι’ αυτό η αληθινή αντιπολίτευση (όχι ο ΑΚΕΛ, άξιος μόνο για τα σίδερα) θα πρέπει να είναι σε ετοιμότητα, μέσα στη Βουλή και έξω απ’ αυτή, για να αντικρούσει και εξουδετερώσει, και μέσω μιας παλλαϊκής ει δυνατόν αντίδρασης, τα σχέδια εξαπάτησης, ακύρωσης και τελικά εξόντωσης του ελληνοκυπριακού λαού προερχόμενα από εσωτερικό σε συνδυασμό με το εξωτερικό. 
Μαζί με τον Αναστασιάδη όμως και ο εκπρόσωπός του Νίκος Χριστοδουλίδης δεν είναι υποδεέστερος στο να μιλάει χωρίς να λέει τίποτα το ουσιαστικό, ενώ χρέος του είναι να επεξηγεί στους Ελληνοκύπριους, ενημερώνοντάς τους, ποια είναι η έννοια εκείνων που λένε οι διαπραγματευτές.
Εκτός από το απερίγραπτο «παρά πέντε της λύσης» για να γίνει «πολυμερής διάσκεψη», θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε σε λίγο, τα υπόλοιπα που είπε είναι αριστουργήματα της «εντυπωσιακής» κενότητας που δεν βοηθούν, νομίζω, την υπόθεση των Ελληνοκυπρίων. 
Λέει ότι δεν πρόκειται να υπάρξει επιδιαιτησία. Μα όλη η «δουλειά» και το άγχος επιτυχίας του Έιντε που πηγαινοέρχεται μεταξύ ΟΗΕ, Λευκωσίας και Άγκυρας μέσω ΕΕ πώς ονομάζεται; Μήπως είναι φιλικές συζητήσεις σε ταβέρνα; Λέει πως για «πρώτη φορά επιτυγχάνεται η διασφάλιση των βασικών ελευθεριών». 
Και ποιες είναι αυτές οι ελευθερίες, όταν έρχεται ο Ακιντσί και δηλώνει με έμφαση ότι «για τις τέσσερις ελευθερίες δεν υπάρχει απόλυτη ελευθερία»; 
Λέει πως για το θέμα του πρωτογενούς δικαίου, για το οποίο τόσο πολύ επιμένουν Τουρκία/Τουρκοκύπριοι, υπάρχει «μια διαφορετική προσέγγιση από την τουρκοκυπριακή πλευρά». Και σίγουρα αυτή η «διαφορετική» θα πρέπει να είναι αρκετά σημαντική για να την αναφέρει ο Χριστοδουλίδης.
Αλλά ποια είναι; Ο κόσμος δεν έχει το δικαίωμα να το μάθει; Θα το μάθουμε μόνο όταν θα εφαρμοστεί και θα είναι πια πολύ αργά; 
Λέει πως «ξεκαθάρισαν» τα θέματα της κυριαρχίας, ιθαγένειας και διεθνούς προσωπικότητας. Πες μας, χρυσόστομε, και πώς «ξεκαθαρίστηκε». Μπορούμε να το μάθουμε; Είναι κρατικό επτασφράγιστο μυστικό; Οι πληβείοι Ελληνοκύπριοι δεν πρέπει και δεν μπορούν να το ξέρουν;
 Λέει, τέλος, ο Χριστοδουλίδης ότι η θέση των Τουρκοκυπρίων είναι πως πρέπει να γίνουν ελάχιστες εδαφικές αναπροσαρμογές. Μπράβο του! αλλά, έλεος, πόσες και ποιες αναπροσαρμογές; Το «ελάχιστες» τί σημαίνει όταν καταφθάνει πάλι ο Ακιντσί και μας λέει με το ύφος που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις πως «η τ/κ πλευρά δεν πρόκειται να συζητήσει ποσοστά για το εδαφικό» διότι «οι Τουρκοκύπριοι δεν θα πρέπει να βρεθούν αντιμέτωποι με μεγάλα προβλήματα»!(τα μεγάλα προβλήματα, το ξέρουμε, είναι μόνο για τους Ελληνοκύπριους). 
Και με την ακτογραμμή πώς τα πάμε; Είναι κι αυτό ένα άλλο θέμα που άπτεται του εδαφικού και για το οποίο δεν ακούσαμε ποτέ τίποτα από τον Πρόεδρο Αναστασιάδη, σαν να μην υπάρχει πρόβλημα, όταν ο μικρότερος τ/κ Βορράς έχει πολύ μεγαλύτερη κλεμμένη ακτογραμμή από τον μεγαλύτερο ε/κ Νότο και ο Ακιντσί δηλώνει ευθαρσώς ότι «δεν πρέπει να υπάρξει σημαντική αλλαγή στην ακτογραμμή»! 
Όλα ετούτα σημαίνουν δυστυχώς πως οι Ελληνοκύπριοι δεν έχουν καμία ελπίδα περιμένοντας οι Τουρκοκύπριοι/Τουρκία να τους επιστρέψουν εδάφη και ακτογραμμή και δεν πρέπει ούτε να έχουν την αφέλεια να συνδέουν το μέγεθος του πληθυσμού με το μέγεθος του εδάφους, πράγμα που ευθύς εξαρχής θα έπρεπε να είναι μια από τις βασικές ελληνοκυπριακές διεκδικήσεις όχι μόνο μέσα σε οποιαδήποτε «συνομιλία», αλλά και σε όλα τα διεθνή fora. 
Επιστρέφοντας στις «διαπραγματεύσεις στο παρά πέντε» του αφελή Χριστοδουλίδη που θα επιτρέψουν την «πολυμερή» διάσκεψη, πρέπει να πούμε ειλικρινά ότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μιλάει μάλλον χωρίς να σκέφτεται: μια δήλωση αυτού του είδους μόνο ένα αθώο παιδάκι θα μπορούσε να την κάνει. 
Δεν υπάρχουν διαπραγματεύσεις στο παρά πέντε ή στο παρά τέσσερα ή στο παρά ένα: στην διαπραγμάτευση ή υπάρχει συμφωνία ή δεν υπάρχει, ή υπάρχει γενική/συνολική/αποδεκτή συμφωνία ή δεν υπάρχει συμφωνία. 
Και μόνο με μια «συμπληρωμένη» συμφωνία θα μπορούσε να γίνει διεθνής διάσκεψη για το Κυπριακό, σαν τελευταία διαδικαστική λύση. 
Απ’ την άλλη πλευρά, τί πάει να πει το «πολυμερής» του Χριστοδουλίδη στη θέση του «πενταμερής» του Ακιντσί; Και η «πενταμερής» είναι «πολυμερής»! Ή μήπως ο Χριστοδουλίδης εννοεί πως η «πολυμερής» είναι το ένα και αυτό με την «πενταμερή» του Ακιντσί; Η ασάφεια θα μας φάει! 
Και ακόμη, στην ορισμένη περίπτωση της Κύπρου, τί σόι διεθνής σύσκεψη για την «ίαση» της γάγγραινας που δημιουργήθηκε με την εισβολή της Τουρκίας θα ήταν εκείνη η σύσκεψη όπου θα λάμβανε μέρος και ο άμεσος φταίχτης της κατάστασης;! Για να κάνει τί; Να προσφέρει τί; Για να ζητήσει συγγνώμη ή να ζητήσει και τα ρέστα; Τί σόι σύσκεψη για τη «λύση» και «επανένωση» των δυο κοινοτήτων θα ήταν η σύσκεψη της οποίας μέρος ενεργό θα ήταν ή ίδια η Τουρκία-εισβολέας-κατοχική δύναμη η οποία: – κρατάει όμηρους τους Τουρκοκύπριους που αδυνατούν να τελείως να αντισταθούν – τους «αλλάζει τα φώτα» και τους μπασταρντεύει με μια τεράστια επιβολή Τούρκων εποίκων – δεν θέλει να φύγει με τον στρατό της από τη νησί ή επιμένει να μείνει και μετά από όποια λύση δήθεν σαν στρατιωτικό απόσπασμα, δηλαδή στην ουσία σαν τουρκική στρατιωτική βάση; 
Όλοι ξέρουν πως αυτή η Τουρκία δεν μπορεί να έχει κανένα δικαίωμα λόγου στην επιδιωκόμενη «γιατρειά» της κυπριακής «αρρώστιας» σε οποιαδήποτε ενδεχόμενη διεθνή σύσκεψη: δεν μπορεί ο θύτης να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με το θύμα του που συνεχίζει να είναι θύμα του και αυτό το θύμα να περιμένει την ελευθερία του από τον θύτη του ο οποίος αντίο να του τη δώσει επιδιώκει να γίνει και αφέντης του! 
Νομικά, ηθικά, ανθρωπιστικά, δεοντολογικά και όπως αλλιώς θέλουμε να το πούμε, δεν υπάρχει κανένα έρεισμα που να δικαιολογεί μια τουρκική παρουσία σε διεθνείς συζητήσεις για το Κυπριακό, ένα πρόβλημα καθαρά εισβολής, κατοχής και εποικισμού, τρία εγκλήματα «δημιουργός» των οποίων είναι η Τουρκία και μόνο η Τουρκία. 
Και για να μη μιλήσουμε για την επιβεβαίωση του «ποιού» της Τουρκίας με τα γεγονότα στο εσωτερικό της και στο εξωτερικό της τον τελευταίο χρόνο. 
Χωρίς την Τουρκία, χωρίς αυτή να χώνει τη μύτη της, οι δυο κοινότητες μπορούν κάλλιστα, δίχως η μια να θέλει να επιβληθεί στην άλλη, «να τα βρούν» και να τακτοποιήσουν τις διαφορές τους υπερβαίνοντας την παρουσία των παρείσακτων εποίκων, τους οποίους σίγουρα οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι ποτέ δεν προσκάλεσαν στη Κύπρο (!), αλλά οι «φίλοι» τους Τούρκοι  τους φόρτωσαν με έναν στυγνό και απάνθρωπο σκοπό που οι Τουρκοκύπριοι θα πρέπει πια να καταλάβουν και να βγάλουν τα συμπεράσματά τους αν έχουν λίγη αντίληψη. 
Δεν είναι διόλου απίθανο όλους αυτούς τους 140.000 Τούρκους εξ Ανατολίας να τους κουβάλησε η Τουρκία στη νησί για να αλλοιώσουν μέσα σε 10-15 χρόνια την εθνοτική φύση των Τουρκοκυπρίων, ώστε αυτοί πρώτα να γίνουν μειοψηφία, όπως ήδη έγιναν, και μετά, με τον ακάθεκτο πολλαπλασιασμό των εποίκων, να εξαφανιστούν κοινωνικά όταν οι έποικοι, με την προστατευτική σύμπραξη της «μητέρας πατρίδας», θα αλώσουν όλες τις ζωτικές δομές της χώρας και θα εξαπλωθούν, καθαρά ΤΟΥΡΚΟΙ πια, παραμερίζοντας τους, λίγους ή όχι, άοπλους και αδύναμους απομείναντες γηγενείς Τουρκοκύπριους δημιουργώντας την τουρκική επαρχία της Κύπρου. 
Οι Τουρκοκύπριοι δεν πρέπει να τρέφουν καμία αυταπάτη. Αν η Τουρκία κόπτεται τόσο πολύ για τη Κύπρο, μη νομίζουν πως είναι διότι τους αγαπάει επειδή δήθεν είναι καταδυναστευμένοι από τους Ελληνοκύπριους και θέλει να τους ελευθερώσει, αλλά πολύ πεζά και απάνθρωπα είναι γιατί τα σχέδια της προβλέπουν την κατάκτηση της Κύπρου, αυτού του «αβύθιστου αεροπλανοφόρου», πυρηνικός χώρος σε Μεσόγειο και Μέση Ανατολή και πηγή ισχύος και πλούτου. 
Οι Τουρκοκύπριοι είναι μόνο το πάμφθηνο «μέσο» για να πραγματοποιηθεί ο σκοπός του σχεδίου. Όταν αυτός θα επιτευχθεί, οι Τουρκοκύπριοι θα αφεθούν στα χέρια των εποίκων (γιατί γέμισαν τη βόρεια Κύπρο;!) οι οποίοι θα κάνουν την υπόλοιπη «δουλειά», υπονομεύοντας βαθιά την εξουθενωμένη τουρκο-κυπριακή εθνότητα και υπόστασή τους και, με το χρόνο, παραμερίζοντας την ανθρώπινη και κοινωνική παρουσία τους έως την άνωθεν επιβεβλημένη τελική συρρίκνωσή τους. 
Όλα αυτά όμως είναι μια άλλη υπόθεση, εδώ απλώς μια επισήμανση που χρειάζεται την κατάλληλη εμβάθυνση.
Τελειώνοντας, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε πάλι στα «προφορικά δρώμενα» του Προέδρου Αναστασιάδη ο οποίος, δίχως επεξηγήσεις, δογματικά, απαρίθμησε πριν από μερικούς μήνες, με εμφανή αισιοδοξία και υπερηφάνεια για το «κατόρθωμα» του «βελτιωμένου σχεδίου Ανάν» που είχε δήθεν πετύχει στις συνομιλίες, μερικά σημεία των «διαπραγματεύσεων» με ιδιαίτερη σημασία. 
Ας τα θυμηθούμε: – κατοχύρωση των ελευθεριών διακίνησης, εγκατάστασης, απόκτησης περιουσίας και άσκηση επαγγέλματος. 
Ήρθαν όμως μετά οι «προσδιορισμοί» του Ακιντσί που ακύρωσαν μεγάλο μέρος αυτών των «ελευθεριών». – οριστικός τερματισμός του εποικισμού. Μετά όμως που εγκαταστάθηκαν 140.000 τούρκοι ανατολίτες και τα τουρκο-κυπριακά διαβατήρια που τους δίνει η Τουρκία. – αναγνώριση του σεβασμού στο δικαίωμα περιουσίας του ιδιοκτήτη με «θεραπεία πέντε επιλογών». 
Ας πούμε όμως την άσχημη αλήθεια: πόσοι θα πάρουν πίσω τις περιουσίες τους; και πόσοι δεν θα τις πάρουν (μάλλον σχεδόν όλοι) και θα «πληρωθούν» όχι με τούρκικες αποζημιώσεις, αλλά με ελληνοκυπριακά λεφτά; – χωρίς αδιέξοδα στο σύστημα διακυβέρνησης. Απλά το λέμε δίχως εξηγήσεις: παίρνεις ή αφήνεις! 
Ποιο είναι όμως αυτό το σύστημα το θαυματουργό που θα μειώσει στο ελάχιστο (και ποιο είναι αυτό το «ελάχιστο»;) τους κινδύνους ρήξης από τα τόσα αδιέξοδα που ελλοχεύουν; – συμφωνία για εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου. 
Πιο πάνω είπαμε πώς οι Τούρκοι/τουρκοκύπριοι εννοούν αυτό το κεκτημένο. Αυτά και άλλα αναστασιαδικά φαιδρά. Αλλά το πιο φαιδρό υπήρξε η «ιστορική» του φράση που διαβάζουμε: «εκείνο που μετρά είναι τί καταθέτει η ελληνοκυπριακή πλευρά στο τραπέζι και όχι τί επιδιώκει η άλλη κοινότητα»! Μπαμ ηκούσθη στον αέρα! 
Αλλά εδώ εισέρχεται η λύπη για έναν Πρόεδρο Κράτους που δεν σέβεται τα όρια της κοροϊδίας, όρια που ο ίδιος ξεπερνά όταν υπερθεματίζει με το αξίωμα (!): γι΄ αυτό και λέω ότι η λύση θα εξαρτηθεί από το ποιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα! Τέτοια καινοτομία και κενότητα! 
Από έναν ηγέτη που αγαπά την πατρίδα του άλλα θα θέλαμε και άλλα περιμένουμε, ξεχνώντας προς στιγμή όλες τις αμαρτίες του ιδίου και επιφανών παραγόντων του κόμματός του που βγήκαν στο φως της ημέρας στον ιστότοπο wikileaks και παραπέμπουν σε πρακτικές πολύ κοντά στην εθνική προδοσία, οποιαδήποτε αντίθετη γνώμη θα μπορούσε κάποιος να έχει. 
Χωρίς κανένα προσωπικό λόγο προς ουδένα και απλούστατα για την αγάπη προς τη πολύπαθη Κύπρο υπαγορεύτηκαν όλες οι ως άνω διαπιστώσεις με την ελπίδα να διαψευστούν. Θα είναι το πιο ωραίο δώρο. 

Ο Κρεσέντσιο Σαντζίλιο είναι Συγγραφέας, Ελληνιστής

Πηγή: 
http://mignatiou.com/2016/09/ta-ponira-ke-thanatifora-logia-tou-akintzi-ke-i-psichremi-dinami-tou-anastasiadi/


Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Το Ισλαμικό Κράτος εκ των έσω


Ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο που δημοσιεύθηκε παλαιότερα και  προέρχεται από τις λεπτομερειακές αποκαλύψεις ενός υψηλόβαθμου στελέχους έγκλειστου σε φυλακή του Ιράκ σε δημοσιογράφο της βρετανικής εφημερίδας Guardian. Για τους αγγλόφωνους αναγνώστες μόνον διότι δεν έχω τον χρόνο να το μεταφράσω. Θα το επιχειρήσω πιθανότατα μόλις μπορέσω.
ΔΕΕ

Isis: the inside story
One of the Islamic State’s senior commanders reveals exclusive details of the terror group’s origins inside an Iraqi prison – right under the noses of their American jailers.
Report by Martin Chulov

In the summer of 2004, a young jihadist in shackles and chains was walked by his captors slowly into the Camp Bucca prison in southern Iraq. He was nervous as two American soldiers led him through three brightly-lit buildings and then a maze of wire corridors, into an open yard, where men with middle-distance stares, wearing brightly-coloured prison uniforms, stood back warily, watching him.
“I knew some of them straight away,” he told me last month. “I had feared Bucca all the way down on the plane. But when I got there, it was much better than I thought. In every way.”
The jihadist, who uses the nom de guerre Abu Ahmed, entered Camp Bucca as a young man a decade ago, and is now a senior official within Islamic State (Isis) – having risen through its ranks with many of the men who served time alongside him in prison. Like him, the other detainees had been snatched by US soldiers from Iraq’s towns and cities and flown to a place that had already become infamous: a foreboding desert fortress that would shape the legacy of the US presence in Iraq.
The other prisoners did not take long to warm to him, Abu Ahmed recalled. They had also been terrified of Bucca, but quickly realised that far from their worst fears, the US-run prison provided an extraordinary opportunity. “We could never have all got together like this in Baghdad, or anywhere else,” he told me. “It would have been impossibly dangerous. Here, we were not only safe, but we were only a few hundred metres away from the entire al-Qaida leadership.”
It was at Camp Bucca that Abu Ahmed first met Abu Bakr al-Baghdadi, the emir of Isis who is now frequently described as the world’s most dangerous terrorist leader. From the beginning, Abu Ahmed said, others in the camp seemed to defer to him. “Even then, he was Abu Bakr. But none of us knew he would ever end up as leader.”
Abu Ahmed was an essential member of the earliest incarnation of the group. He had been galvanised into militancy as a young man by an American occupation that he and many like him believed was trying to impose a power shift in Iraq, favouring the country’s larger Shia population at the expense of the dominant Sunnis. His early role in what would become Isis led naturally to the senior position he now occupies within a revitalised insurgency that has spilled across the border into Syria. Most of his colleagues regard the crumbling order in the region as a fulfilment of their ambitions in Iraq – which had remained unfinished business, until the war in Syria gave them a new arena.
He agreed to speak publicly after more than two years of discussions, over the course of which he revealed his own past as one of Iraq’s most formidable and connected militants – and shared his deepening worry about Isis and its vision for the region. With Iraq and Syria ablaze, and the Middle East apparently condemned to another generation of upheaval and bloodshed at the hands of his fellow ideologues, Abu Ahmed is having second thoughts. The brutality of Isis is increasingly at odds with his own views, which have mellowed with age as he has come to believe that the teachings of the Qur’an can be interpreted and not read literally.
His misgivings about what the Islamic State has become led him to speak to the Guardian in a series of expansive conversations, which offer unique insight into its enigmatic leader and the nascent days of the terror group – stretching from 2004, when he met Abu Bakr al-Baghdadi in Camp Bucca, to 2011, when the Iraqi insurgency crossed the border into Syria.
At the beginning, back in Bucca, the prisoner who would become the most wanted man in the world had already set himself apart from the other inmates, who saw him as aloof and opaque. But, Abu Ahmed recalled, the jailers had a very different impression of Baghdadi – they saw him as a conciliatory and calming influence in an environment short on certainty, and turned to him to help resolve conflicts among the inmates. “That was part of his act,” Abu Ahmed told me. “I got a feeling from him that he was hiding something inside, a darkness that he did not want to show other people. He was the opposite of other princes who were far easier to deal with. He was remote, far from us all.”

* * *

Baghdadi was born Ibrahim ibn Awwad al-Badri al-Samarrai in 1971, in the Iraqi city of Samarra. He was detained by US forces in Falluja, west of Baghdad, in February 2004, months after he had helped found a militant group, Jeish Ahl al-Sunnah al-Jamaah, which had taken root in the restive Sunni communities around his home city.
“He was caught at his friend’s house,” said Dr Hisham al-Hashimi, an analyst who advises the Iraqi government on Isis. “His friend’s name was Nasif Jasim Nasif. Then he was moved to Bucca. The Americans never knew who they had.” Most of Baghdadi’s fellow prisoners – some 24,000 men, divided into 24 camps – seem to have been equally unaware. The prison was run along strictly hierarchical lines, down to a Teletubbies-like uniform colour scheme which allowed jailers and captives alike to recognise each detainee’s place in the pecking order. “The colour of the clothes we wore reflected our status,” said Abu Ahmed. “If I remember things correctly, red was for people who had done things wrong while in prison, white was a prison chief, green was for a long sentence and yellow and orange were normal.”
When Baghdadi, aged 33, arrived at Bucca, the Sunni-led anti-US insurgency was gathering steam across central and western Iraq. An invasion that had been sold as a war of liberation had become a grinding occupation. Iraq’s Sunnis, disenfranchised by the overthrow of their patron, Saddam Hussein, were taking the fight to US forces – and starting to turn their guns towards the beneficiaries of Hussein’s overthrow, the country’s majority Shia population.
The small militant group that Baghdadi headed was one of dozens that sprouted from a broad Sunni revolt – many of which would soon come together under the flag of al-Qaida in Iraq, and then the Islamic State of Iraq. These were the precursors to the juggernaut now known simply as theIslamic State, which has, under Bagdhadi’s command, overrun much of the west and centre of the country and eastern Syria, and drawn the US military back to a deeply destabilised region less than three years after it left vowing never to return.
But at the time of his stay at Bucca, Baghdadi’s group was little-known, and he was a far less significant figure than the insurgency’s notional leader, the merciless Abu Musab al-Zarqawi, who came to represent the sum of all fears for many in Iraq, Europe and the US. Baghdadi, however, had a unique way to distinguish himself from the other aspiring leaders inside Bucca and outside on Iraq’s savage streets: a pedigree that allowed him to claim direct lineage to the Prophet Muhammad. He had also obtained a PhD in Islamic studies from the Islamic University of Baghdad, and would draw on both to legitimise his unprecedented claim to anoint himself caliph of the Islamic world in July 2014, which realised a sense of destiny evident in the prison yard a decade earlier.
“Baghdadi was a quiet person,” said Abu Ahmed. “He has a charisma. You could feel that he was someone important. But there were others who were more important. I honestly did not think he would get this far.”
Baghdadi also seemed to have a way with his captors. According to Abu Ahmed, and two other men who were jailed at Bucca in 2004, the Americans saw him as a fixer who could solve fractious disputes between competing factions and keep the camp quiet.
“But as time went on, every time there was a problem in the camp, he was at the centre of it,” Abu Ahmed recalled. “He wanted to be the head of the prison – and when I look back now, he was using a policy of conquer and divide to get what he wanted, which was status. And it worked.” By December 2004, Baghdadi was deemed by his jailers to pose no further risk and his release was authorised.
 “He was respected very much by the US army,” Abu Ahmed said. “If he wanted to visit people in another camp he could, but we couldn’t. And all the while, a new strategy, which he was leading, was rising under their noses, and that was to build the Islamic State. If there was no American prison in Iraq, there would be no IS now. Bucca was a factory. It made us all. It built our ideology.”
As Isis has rampaged through the region, it has been led by men who spent time in US detention centres during the American occupation of Iraq – in addition to Bucca, the US also ran Camp Cropper, near Baghdad airport, and, for an ill-fated 18 months early in the war, Abu Ghraib prison on the capital’s western outskirts. Many of those released from these prisons – and indeed, several senior American officers who ran detention operations – have admitted that the prisons had an incendiary effect on the insurgency.
“I went to plenty of meetings where guys would come through and tell us how well it was all going,” said Ali Khedery, a special aide to all US ambassadors who served in Iraq from 2003-11, and to three US military commanders. But eventually even top American officers came to believe they had “actually become radicalising elements. They were counterproductive in many ways. They were being used to plan and organise, to appoint leaders and launch operations.”
Abu Ahmed agreed. “In prison, all of the princes were meeting regularly. We became very close to those we were jailed with. We knew their capabilities. We knew what they could and couldn’t do, how to use them for whatever reason. The most important people in Bucca were those who had been close to Zarqawi. He was recognised in 2004 as being the leader of the jihad.
“We had so much time to sit and plan,” he continued. “It was the perfect environment. We all agreed to get together when we got out. The way to reconnect was easy. We wrote each other’s details on the elastic of our boxer shorts. When we got out, we called. Everyone who was important to me was written on white elastic. I had their phone numbers, their villages. By 2009, many of us were back doing what we did before we were caught. But this time we were doing it better.”
According to Hisham al-Hashimi, the Baghdad-based analyst, the Iraqi government estimates that 17 of the 25 most important Islamic State leaders running the war in Iraq and Syria spent time in US prisons between 2004 and 2011. Some were transferred from American custody to Iraqi prisons, where a series of jailbreaks in the last several years allowed many senior leaders to escape and rejoin the insurgent ranks.
Abu Ghraib was the scene of the biggest – and most damaging – breakout in 2013, with up to 500 inmates, many of them senior jihadists handed over by the departing US military, fleeing in July of that year after the prison was stormed by Islamic State forces, who launched a simultaneous, and equally successful, raid on nearby Taji prison.
Iraq’s government closed Abu Ghraib in April 2014 and it now stands empty, 15 miles from Baghdad’s western outskirts, near the frontline between Isis and Iraq’s security forces, who seem perennially under-prepared as they stare into the heat haze shimmering over the highway that leads towards the badlands of Falluja and Ramadi.
Parts of both cities have become a no-go zone for Iraq’s beleaguered troops, who have been battered and humiliated by Isis, a group of marauders unparalleled in Mesopotamia since the time of the Mongols. When I visited the abandoned prison late this summer, a group of disinterested Iraqi forces sat at a checkpoint on the main road to Baghdad, eating watermelon as the distant rumble of shellfire sounded in the distance. The imposing walls of Abu Ghraib were behind them, and their jihadist enemies were staked out further down the road. The revelation of abuses at Abu Ghraib had a radicalising effect on many Iraqis, who saw the purported civility of American occupation as little improvement on the tyranny of Saddam. While Bucca had few abuse complaints prior to its closure in 2009, it was seen by Iraqis as a potent symbol of an unjust policy, which swept up husbands, fathers, and sons – some of them non-combatants – in regular neighbourhood raids, and sent them away to prison for months or years.
At the time, the US military countered that its detention operations were valid, and that similar practices had been deployed by other forces against insurgencies – such as the British in Northern Ireland, the Israelis in Gaza and the West Bank, and the Syrian and Egyptian regimes.
Even now, five years after the US closed down Bucca, the Pentagon defends the camp as an example of lawful policy for a turbulent time. “During operations in Iraq from 2003 to 2011, US Forces held thousands of Law of War detainees,” said Lt Col Myles B Caggins III, a US Department of Defense spokesman for detainee policy. “These type of detentions are common practice during armed conflict. Detaining potentially dangerous people is the legal and humane method of providing security and stability for civilian populations.”

* * *

Some time after Baghdadi was released from Bucca, Abu Ahmed was also freed. After being flown to Baghdad airport, he was picked up by men he had met in Bucca. They took him to a home in the west of the capital, where he immediately rejoined the jihad, which had transformed from a fight against an occupying army into a vicious and unrestrained war against Iraqi Shia.
Death squads were by then roaming Baghdad and much of central Iraq, killing members of opposite sects with routine savagery and exiling residents from neighbourhoods they dominated. The capital had quickly become a very different place to the city Abu Ahmed had left a year earlier. But with the help of new arrivals at Bucca, those inside the prison had been able to monitor every new development in the unfolding sectarian war. Abu Ahmed knew the environment he was returning to. And his camp commanders had plans for him.
The first thing he did when he was safe in west Baghdad was to undress, then carefully take a pair of scissors to his underwear. “I cut the fabric from my boxers and all the numbers were there. We reconnected. And we got to work.” Across Iraq, other ex-inmates were doing the same. “It really was that simple,” Abu Ahmed said, smiling for the first time in our conversation as he recalled how his captors had been outwitted. “Boxers helped us win the war.”
Zarqawi wanted a 9/11 moment to escalate the conflict – something that would take the fight to the heart of the enemy, Abu Ahmed recalled. In Iraq, that meant one of two targets – a seat of Shia power or, even better, a defining religious symbol. In February 2006, and again two months later, Zarqawi’s bombers destroyed the Imam al-Askari shrine in Samarra, north of Baghdad. The sectarian war was fully ignited and Zarqawi’s ambitions realised.
Asked about the merits of this violent provocation, Abu Ahmed paused for the first time in our many conversations. “There was a reason for opening this war,” he said. “It was not because they are Shia, but because the Shia were pushing for it. The American army was facilitating the takeover of Iraq and giving the country to them. They were in cooperation with each other.”
He then reflected on the man who gave the orders. “Zarqawi was very smart. He was the best strategist that the Islamic State has had. Abu Omar [al-Baghdadi] was ruthless,” Abu Ahmed said, referring to Zarqawi’s successor, who was killed in a US-led raid in April 2010. “And Abu Bakr is the most bloodthirsty of all.
“After Zarqawi was killed, the people who liked killing even more than him became very important in the organisation. Their understanding of sharia and of humanity was very cheap. They don’t understand the Tawheed (the Qur’anic concept of God’s oneness) the way it was meant to be understood. The Tawheed should not have been forced by war.”
Despite reservations that were already starting to stir, by 2006, Abu Ahmed had become part of a killing machine that would operate at full speed for much of the following two years. Millions of citizens were displaced, neighbourhoods were cleansed along sectarian lines, and an entire population numbed by unchecked brutality.
That summer, the US finally caught up with Zarqawi, with the help of Jordanian intelligence, killing him in an airstrike north of Baghdad. From late 2006, the organisation was on the back foot – hampered by a tribal revolt that uprooted its leadership from Anbar and shrank its presence elsewhere in Iraq. But according to Abu Ahmed, the group used the opportunity to evolve, revealing a pragmatism in addition to its hardline ideology. For Isis, the relatively quiet years between 2008 and 2011 represented a lull, not a defeat.
By this time, Abu Bakr al-Baghdadi had risen steadily through the group to become a trusted aide to its leader, Abu Omar al-Baghdadi, and his deputy, the Egyptian jihadist Abu Ayub al-Masri. It was at this point, Abu Ahmed said, that Isis made an approach to the Ba’athist remnants of the old regime – ideological opponents who shared a common enemy in the US and the Shia-led government it backed.
Earlier incarnations of Isis had dabbled with the Ba’athists, who lost everything when Saddam was ousted, under the same premise that “my enemy’s enemy is my friend”. But by early 2008, Abu Ahmed and other sources said, these meetings had become far more frequent – and many of them were taking place in Syria.
Syria’s links to the Sunni insurgency in Iraq had been regularly raised by US officials in Baghdad and by the Iraqi government. Both were convinced that the Syrian president, Bashar al-Assad, allowed jihadists to fly into Damascus airport, where military officials would escort them to the border with Iraq. “All the foreigners I knew got into Iraq that way,” Abu Ahmed told me. “It was no secret.”

* * *

From 2008, when the US began to negotiate the transition of its powers to Iraq’s feeble security institutions – and therefore pave the way to its own exit – the Americans increasingly turned to only a few trusted figures in the Iraqi government. One of them was Major General Hussein Ali Kamal, the director of intelligence in the country’s Interior Ministry. A secular Kurd who had the trust of the Shia establishment, one of Kamal’s many duties was to secure Baghdad against terror attacks.
Like the Americans, General Kamal was convinced that Syria was destabilising Iraq, an assessment based on the interrogations of jihadists who had been captured by his troops. Throughout 2009, in a series of interviews, Kamal laid out his evidence, using maps that plotted the routes used by jihadists to cross the border into western Iraq, and confessions that linked their journeys to specific mid-ranking officers in Syrian military intelligence.
As Isis activity ebbed in Iraq, he had become increasingly obsessed with two meetings that had taken place in Syria early in 2009, which brought together Iraqi jihadists, Syrian officials and Ba’athists from both countries. (Kamal, who was diagnosed with a rare cancer in 2012, died earlier this year, and authorised me to publish details of our conversations. “Just tell the truth,” he said during our last interview in June 2014.)
When I first met him in 2009, he was poring over transcripts of recordings that had been made at two secret meetings in Zabadani, near Damascus, in the spring of that year. The attendees included senior Iraqi Ba’athists who had taken refuge in Damascus since their patron Saddam was ousted, Syrian military intelligence officers, and senior figures in what was then known as al-Qaida in Iraq. The Syrians had developed links to the jihadists since the earliest days of the anti-US insurgency and had used them to unsettle the Americans and their plans for Iraq.
“By early in 2004/05, Islamic elements, jihadists and disenfranchised Ba’athists were starting to get together,” said Ali Khedery, the former adviser to American ambassadors and senior commanders in Bagdhad. “They were naturally disciplined, well organised people who knew the lay of the land. And over time, some folks who were Ba’athists became more and more Islamist and the insurgency raged. By 2007, General [David] Petraeus was saying there was crystal clear intelligence of cooperation between Syrian military intelligence and the jihadists. Though the motivations never really aligned 100%.” In our conversations, Abu Ahmed emphasised the Syrian connection to Iraq’s insurgency. “The mujahideen all came through Syria,” he said. “I worked with many of them. Those in Bucca had flown to Damascus. A very small number had made it from Turkey, or Iran. But most came to Iraq with the help of the Syrians.”
The supply line was viewed by Iraqi officials as an existential threat to Iraq’s government and was the main source of the poisonous relationship between Nouri al-Maliki, then Iraq’s prime minister, and Bashar al-Assad. Maliki had become convinced early in the civil war that Assad was trying to undermine his regime as a way to embarrass the Americans, and the evidence he saw in 2009 from the meeting in Damascus took his loathing of the Syrian leader to a whole new level.
 “We had a source in the room wearing a wire,” at the meeting in Zabadani, General Kamal told me at the time. “He is the most sensitive source we have ever had. As far as we know, this is the first time there has been a strategic level meeting between all of these groups. It marks a new point in history.”
The Ba’athists present led the meeting. Their aim, according to General Kamal’s source, was to launch a series of spectacular attacks in Baghdad and thereby undermine Maliki’s Shia-majority government, which had for the first time begun to assert some order in post-civil war Iraq. Until then, al-Qaida in Iraq and the Ba’athists had been fierce ideological enemies, but the rising power of the Shias – and their backers in Iran – brought them together to plan a major strike on the capital.
By July 2009, the Interior Ministry had increased security at all checkpoints across the Tigris river into Baghdad, making a commute at any time of day even more insufferable than normal. And then General Kamal received a message from his source in Syria. The extra security at the bridges had been spotted by the attack plotters, he said. New targets were being chosen, but he didn’t know what they were, or when they would be hit. For the next two weeks, Kamal worked well into the evening in his fortified office in the southern suburb of Arasat, before being sped by armoured convoy across the July 14 Bridge – which had been a target only days earlier – to his home inside the Green Zone.
For the rest of the month, General Kamal spent several hours each scorching night sweating it out on a treadmill, hoping that the exercise would clear his head and get him ahead of the attackers. “I may be losing weight, but I’m not finding the terrorists,” he told me during our last conversation before the attackers finally struck. “I know they’re planning something big.”
On the morning of 19 August, the first of three flat-bed trucks carrying three large 1000-litre water tanks, each filled with explosives, detonated on an overpass outside the Finance Ministry in south-eastern Baghdad. The blast sent a rumble across the Emerald City, raising desert soil that caked homes brown, and sending thousands of pigeons scattering through the sky. Three minutes later, a second enormous bomb blew up outside the Foreign Ministry on the northern edge of the Green Zone. Shortly after that, a third blast hit a police convoy near the Finance Ministry. More than 101 people were killed and nearly 600 wounded; it was one of the deadliest attacks in the six-year-old Iraqi insurgency.

 “I failed,” Kamal told me that day. “We all failed.” Within hours, he was summoned to meet Maliki and his security chiefs. The prime minister was lived. “He told me to present what I had to the Syrians,” Kamal later said. “We arranged with Turkey to act as a mediator and I flew to Ankara to meet with them. I took this file” – he tapped a thick white folder on his desk – “and they could not argue with what we showed them. The case was completely solid and the Syrians knew it. Ali Mamlouk [the head of Syrian general security] was there. All he did was look at me smiling and say ‘I will not recognise any official from a country that is under US occupation’. It was a waste of time.” Iraq recalled its ambassador to Damascus, and Syria ordered its envoy to Baghdad home in retaliation. Throughout the rest of the year, and into early 2010, relations between Maliki and Assad remained toxic.
In March 2010, Iraqi forces, acting on a US tip, arrested an Islamic State leader named Munaf Abdul Rahim al-Rawi, who was revealed to be one of the group’s main commanders in Baghdad, and one of the very few people who had access to the group’s then leader, Abu Omar al-Baghdadi. Al-Rawi talked. And in a rare moment of collaboration, Iraq’s three main intelligence bodies, including General Kamal’s Intelligence Division, conspired to get a listening device and GPS location tracker in a flower box delivered to Abu Omar’s hideout.
After it was confirmed that Abu Omar and his deputy, Abu Ayub al-Masri, were present at a house six miles south-west of Tikrit, it was attacked in a US-led raid. Both men detonated suicide vests to avoid being captured. Messages to Osama bin Laden and Ayman al-Zawahiri were found on a computer inside the house. Much like Bin Laden’s safe house in Pakistan, where he would be killed a little more than a year later, Abu Omar’s hideout had no internet connections or telephone lines – all important messages were carried in and out by only three men. One of them was Abu Bakr al-Baghdadi.
“Abu Bakr was a messenger for Abu Omar,” Abu Ahmed told me. “He became the closest aide to him. The messages that got to Osama bin Laden were sometimes drafted by him and their journey always started with him. When Abu Omar was killed, Abu Bakr was made leader. That time we all had in Bucca became very important again.”
The deaths of Abu Omar al-Baghdadi and Abu Ayub al-Masri were a serious blow to Isis, but the roles they had vacated were quickly filled by the alumni of Camp Bucca – whose upper echelons had begun preparing for this moment since their time behind the wire of their jail in southern Iraq. “For us it was an academy,” Abu Ahmed said, “but for them” – the senior leaders – “it was a management school. There wasn’t a void at all, because so many people had been mentored in prison.
“When [the civil war in] Syria became serious,” he continued, “it wasn’t difficult to transfer all that expertise to a different battle zone. The Iraqis are the most important people on the military and Shura councils in Isis now, and that is because of all of those years preparing for such an event. I underestimated Baghdadi. And America underestimated the role it played in making him what he is.”
Abu Ahmed remains a member of Isis; he is active in the group’s operations in both Iraq and Syria. Throughout our discussions, he portrayed himself as a man reluctant to stay with the group, and yet unwilling to risk any attempt to leave.
Life with Isis means power, money, wives and status – all attractive lures for young firebrands with a cause - but it also means killing and dominating for a worldview in which he no longer believes so fervently. He said hundreds of young men like him, who were drawn to a Sunni jihad after the US invasion, do not believe that the latest manifestation of the decade-long war remains true to its origins.
“The biggest mistake I made is to join them,” Abu Ahmed said, but added that leaving the group would mean that he and his family would certainly be killed. Staying and enforcing the group’s brutal vision, despite partially disavowing it, does not trouble Abu Ahmed, who sees himself as having few other options.
 “It’s not that I don’t believe in Jihad,” he said. “I do,” he continued, his voice trailing away. “But what options do I have? If I leave, I am dead.”
The arc of his involvement with what is now the world’s most menacing terrorist group mirrors many others who now hold senior positions in the group: first a battle against an invading army, then a score to be settled with an ancient sectarian foe, and now, a war that could be acting out an end of days prophecy.
In the world of the Bucca alumni, there is little room for revisionism, or reflection. Abu Ahmed seems to feel himself swept along by events that are now far bigger than him, or anyone else.
“There are others who are not ideologues,” he said, referring to senior Isis members close to Baghdadi. “People who started out in Bucca, like me. And then it got bigger than any of us. This can’t be stopped now. This is out of the control of any man. Not Baghdadi, or anyone else in his circle.”

Martin Chulov covers the Middle East for the Guardian. He has reported from the region since 2005. Additional reporting by Salaam Riazk
Thursday 11 December 2014




Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Ένα Όραμα για τον Ελληνισμό της παρακμής


Ένα Όραμα για τον Ελληνισμό της παρακμής

Του Γιώργου Καραμπελιά
Επαναλαμβάνω αδιάκοπα -ad nauseam- πως ποτέ άλλοτε ο ελληνισμός, από την άποψη του συνόλου των μεγεθών του, -δημογραφία, οικονομική και πνευματική παραγωγή, ρόλος στο παγκόσμιο γίγνεσθαι- δεν βρισκόταν σε κατώτερο σημείο από σήμερα. 
Πράγματι το ελληνικό κράτος κινδυνεύει πλέον να μη διαθέτει τα απαραίτητα μεγέθη για την αναπαραγωγή του ως αυτόνομο ιστορικό υποκείμενο. Γιατί αν, επί παραδείγματι, μετά την Άλωση του 1453 χάσαμε και κράτος και πληθυσμούς, ωστόσο ο ελληνισμός παρέμεινε αποφασιστικός πνευματικός παράγοντας για την ίδια τη δυτική Αναγέννηση και μέχρι το 1922 αποτελούσε καθοριστικό οικονομικό και γεωπολιτικό παράγοντα της καθ’ ημάς Ανατολής, σε αντίθεση με τη σημερινή δραματική συρρίκνωση μας. Και παρά το ότι έχουμε ιστορία 3.000 ή 4.000 χρόνων, κανείς δεν έχει κερδίσει την ιστορική αθανασία, ιδιαίτερα σε ένα, γεωπολιτικό σταυροδρόμι όπου η παραμικρή υποχώρηση πληρώνεται με ακριβό αντίτιμο.

Καλούμαστε, λοιπόν, να απαντήσουμε σε μια τιτάνια πρόκληση. Να βάλουμε, έστω ως ένα μικρό έθνος πλέον, τέλος σε μια μακρά καθοδική πορεία. Και η πρόκληση εμφανίζεται τόσο «ασήκωτη» ώστε κάποτε φαντάζει τελεσίδικο εκείνο το finis Greciae -του Χρήστου Γιανναρά- σε πολλούς και ίσως τους πλέον σκεπτόμενους συμπολίτες μας. Από πού να αντλήσουμε κουράγιο και αισιοδοξία, αν το ιστορικό διακύβευμα είναι τόσο επισφαλές ή η έκβαση προδιαγεγραμμένη;

Παρότι δεν τρέφουμε αυταπάτες και αντικρίζουμε κατάματα την πραγματικότητα, επειδή γνωρίζουμε τον βαθμό αποσύνθεσης των ελίτ και την βαθειά παρακμή του ίδιου του λαϊκού σώματος, επειδή ξέρουμε πως είμαστε «πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα», ωστόσο, ισχυριζόμαστε πως ακόμα και σήμερα ο αγώνας δεν είναι χαμένος. Αρκεί να αποκτήσουμε επί τέλους ένα συνεκτικό όραμα και μέσα από έναν «εκσυγχρονισμό της παράδοσής» μας, να διασώσουμε την πρόταση πολιτισμού που φέρει ακόμα αυτή η παράδοση για τον σύγχρονο κόσμο.

Η ιστορία του 20ου αιώνα σφραγίστηκε από μια πολλαπλή αποτυχία, την αποτυχία του δυτικού εργαλειακού λόγου, που θα καταλήξει στο Άουσβιτς και την Χιροσίμα, ή θα πνιγεί στους παγωμένους βάλτους του Γκουλάγκ. Και η ανθρωπότητα έμεινε κυριολεκτικώς χωρίς κανέναν όραμα πέρα από την απλή επιβίωσή της «μέσα στην ευρωστία της σαρκός». Ως εκ τούτου ανοίγεται εκ νέου μια περίοδος αναζήτησης για τον ανθρώπινο πολιτισμό και την πορεία του. Σε μια τέτοια αναζήτηση, ο «ελληνικός δρόμος», της σύνθεσης συναισθήματος και διανοίας, – που είχε εκφραστεί τόσο στην αρχαία Ελλάδα, όσο σε ένα κατ’ εξοχήν ελληνικό δημιούργημα, τον χριστιανισμό-, εμφανίζεται και πάλι ως η μοναδική απάντηση πέραν της δυτικής νοησιαρχίας και του ανατολικού ανορθολογισμού.

Συχνά, η γραμμική αντίληψη, την οποία μας κληροδότησε ο καπιταλισμός, ο δυτικός ρωμαιο-διαφωτιστικός λόγος, και η μαρξιστική τους παραλλαγή, μας εμποδίζουν να αντιληφθούμε πως οι «πολιτισμικοί» δρόμοι, δεν ταυτίζονται ούτε περιορίζονται στις ιστορικές μορφές με τις οποίες εμφανίζονται. Δηλαδή, παρά την εναλλαγή των παραγωγικών συστημάτων και των κοινωνικών μορφών, από την αρχαία Αίγυπτο, την Περσία, την αρχαία Ελλάδα ή την Ρώμη και την Κίνα, μέχρι σήμερα, οι μεγάλοι πολιτισμοί αφήνουν το «ίχνος» τους πάνω στις διαδοχικές ιστορικές μορφές για χιλιάδες χρόνια. Ο «ελληνικός δρόμος» συνεθλίβη μεν ανάμεσα στη ρωμαϊκή εργαλειακή αποτελεσματικότητα και την ανατολική θεοκρατία, ωστόσο εξακολουθεί να επιβιώνει ως ο κατ’ εξοχήν αιμοδότης των δημοκρατικών θεσμών, του χριστιανισμού, της φιλοσοφίας του 20ου αιώνα, από τον Χάϊντεγκερ έως τον Καστοριάδη και τον Παπαϊωάννου…

Και οι σύγχρονοι Έλληνες, παρότι στο επίπεδο της κουλτούρας, των παραγωγικών δομών, της φιλοσοφικής επεξεργασίας, των εκπαιδευτικών δομών, των γνώσεων, βρίσκονται όντως σε κατώτερο επίπεδο από άλλους κληρονόμους της ελληνορωμαϊκής παράδοσης, δηλαδή τους δυτικούς, εντούτοις ως προς την «αυθόρμητη ιδεολογία» τους, τον τρόπο του βίου, τον ψυχισμό τους, βρίσκονται πιο κοντά από οποιονδήποτε άλλον με τον «ελληνικό δρόμο». Γι’ αυτό και η προτίμηση στις μικροϊδιοκτητικές δομές, στο εμπόριο και τη ναυτοσύνη· η άρνηση της νοησιαρχίας και του άτεγκτου εβραϊκού προφητισμού, η εμμονή στη σύνθεση νόησης και συναισθήματος, φύσης και πνεύματος, η ισορροπία μεταξύ μυστικισμού και ορθολογισμού, η «σωματική» σχέση με τη δημοκρατία, από την αρχαιότητα μέχρι τις κοινότητες, η απόρριψη του ολοκληρωτισμού, κ.λπ. κ.λπ.

Σήμερα, καθώς ο δυτικός δρόμος οδηγεί στον βαθμό μηδέν του πολιτισμού του μετανθρώπου και του… Γιαν Φαμπρ και ο ανατολικός στο Ισλαμικό Κράτος, η ελληνική σύνθεση αποκτά μια δραματική επικαιρότητα για την ίδια τη διάσωση του πλανήτη και του ανθρώπινου πολιτισμού.

Προφανώς, δεν ισχυριζόμαστε πως αυτός ο δρόμος μπορεί να «εκπροσωπηθεί» από την Ελλάδα αποκλειστικά, που δεν διαθέτει ούτε τα μεγέθη, ούτε τα μέσα για έναν τέτοιο ρόλο, παρά μόνο μαγικο-απατεωνίστικα αλά Αρτέμη Σώρρα. Αυτός ο δρόμος προσλαμβάνει πολλαπλές μορφές και συσσωματώσεις, σε όλο τον πλανήτη, στην οικολογική μέριμνα, σε κοινωνικά κινήματα, χώρες και περιοχές, φιλοσοφικά και πνευματικά ρεύματα, κ.ο.κ. Η Ελλάδα όμως ως η ζωντανή έκφραση μιας συνέχειας θα μπορούσε να αποκτήσει ένα όραμα στα μεγέθη μιας κυριολεκτικά παγκοσμίας «αποστολής», να μεταβληθεί σήμερα σε ένα σημείο πύκνωσης μια πρότασης με παγκόσμιες διαστάσεις και σημασία, να περάσει από το σημερινό ναδίρ της καταισχύνης σε μια νέα ακμή.

Η Ελλάδα όμως ως η ζωντανή έκφραση μιας συνέχειας θα μπορούσε να αποκτήσει ένα όραμα στα μεγέθη μιας κυριολεκτικά παγκοσμίας «αποστολής», να μεταβληθεί σήμερα σε ένα σημείο πύκνωσης μια πρότασης με παγκόσμιες διαστάσεις και σημασία, να περάσει από το σημερινό ναδίρ της καταισχύνης σε μια νέα ακμή.

Γιατί άραγε έρχονται εκατομμύρια προσκυνητές στους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, αν όχι για να έρθουν σε μια άμεση επαφή με την κοιτίδα του ευρωπαϊκού και του σύγχρονου πολιτισμού; Γιατί η Ολυμπιακή φλόγα εγκαινιάζει κάθε τέσσερα χρόνια το ταξίδι της από τη Ολυμπία και οι Έλληνες αθλητές παρελαύνουν πρώτοι κατά την έναρξη των αγώνων; Για ποιο λόγο εκατοντάδες χιλιάδες προσκυνητές, ο ίδιος ο Πούτιν και ο πατριάρχης της Μόσχας ταξιδεύουν στο ιερό όρος του Άθω αν όχι για να κοινωνήσουν με μια ζωντανή ακόμα και σήμερα πνευματική παράδοση;

Μπορούμε άραγε να συστηματοποιήσουμε αυτή την υπαρκτή παράδοση και να τη μεταβάλλουμε σε πρόταγμα για τη σημερινή Ελλάδα ως υλοποίηση αυτού του «εκσυγχρονισμού της παράδοσης» που ευαγγελιζόμαστε;

Η νεοελληνική Αναγέννηση (1700-1922) έθετε ως αίτημα της την ανασύσταση, στην Ευρώπη, ενός κράτους συνεχιστή του Βυζαντίου («πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ΄ναι») με ένα κράτος αρκετά ισχυρό ώστε να ηγεμονεύσει πολιτισμικά και πολιτικά στον ιστορικό χώρο δράσης του ελληνισμού. Σε περίπτωση επιτυχίας αυτού του εγχειρήματος ο νεώτερος ελληνισμός θα μπορούσε να ξαναστείλει «στην Κόκκινη Μηλιά» τους παρείσακτους Οθωμανούς και να συνεχίσει από εκεί που είχε μείνει η ελληνική ιστορία το 1204. Ο «ελληνικός δρόμος» θα αποκτούσε μια ισχυρή οικονομική και πολιτειακή βάση και θα μπορούσε να τοποθετηθεί, ως ο κληρονόμος του ιστορικού και βυζαντινού ελληνισμού, ισότιμα με τις άλλες δυνάμεις στην ευρωπαϊκή κονίστρα.

Η Μικρασιατική Καταστροφή έθεσε τέλος σε μια τέτοια αξίωση. Το ελληνικό κράτος δεν απέκτησε τα μεγέθη και τις προϋποθέσεις για να λειτουργήσει ως αυτόνομος γεωπολιτικός και πολιτισμικός πόλος. Και οι ιστορικές περιπέτειες που ακολούθησαν, η Κατοχή, ο Εμφύλιος και η απώλεια της Κύπρου, επιδείνωσαν αυτή την γεωπολιτική αδυναμία. Έτσι ο ελληνισμός που ως τα 1922 ζούσε με την «Μεγάλη Ιδέα», βρέθηκε πια χωρίς ουσιαστικά νέο όραμα και εν συνεχεία θα περιπέσει σε μια ατελείωτη διελκυστίνδα εσωτερικών διενέξεων και εμφυλίων συγκρούσεων.


Ο Πόλεμος του 1940 και ο Εμφύλιος που ακολούθησαν, έθεσαν στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης όχι πλέον τη διαμόρφωση ενός ελληνοκεντρικού οράματος, αλλά την επιλογή στρατοπέδου (αμερικανική Δύση ή σοβιετική Ανατολή) και την εσωτερική παραταξιακή και ταξική αντιπαράθεση. Έτσι για εβδομήντα χρόνια, μέχρι την μεγάλη κρίση του 2010, θα πάψει να υπάρχει κάποιο συνεκτικό και καθολικό όραμα μεγάλης πνοής, για τον ελληνικό λαό, η δε «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» θα ιδωθεί με τρόπο παρασιτικό και επομένως χωρίς καθολικότητα. Αντίθετα θα κυριαρχούν οι αποκλίνουσες κατευθύνσεις και οράματα στενά, «παραταξιακά».

Το αποτέλεσμα είναι πως σήμερα, μετά από έναν μεγάλο ιστορικό κύκλο, κατεξοχήν εμφυλιοπολεμικού χαρακτήρα, αντιμετωπίζουμε για πρώτη φορά τον κίνδυνο της οριστικής έκπτωσης. Γι’ αυτό και η γενίκευση της απογοήτευσης, η εθνική κατάθλιψη, η φυγή στον ανορθολογισμό ή τον παρασιτικό εκσυγχρονισμό.

Σε αυτή την ιστορική στιγμή κατά την οποία οι Έλληνες κινδυνεύουν να απολέσουν την δυνατότητα της συγκρότησης ενός στοιχειωδώς ανεξάρτητου κρατικού πολιτικού υποκειμένου, ξαναμπαίνει και πάλι , ίσως για τελευταία φορά, το ζήτημα της διαμόρφωσης ενός καθολικού οράματος ικανού να επανενώσει τους Έλληνες. Και σε αυτό δώσαμε τον γενικό ορισμό «εκσυγχρονισμός της παράδοσης». Δηλαδή ανατρέχοντας στην μακρά ιστορική παράδοσή μας να διατυπώσουμε μία σύγχρονη πρόταση για το σήμερα η οποία να διαθέτει μια όντως πλανητική εμβέλεια και να επιτρέψει μια ισότιμη παρουσία στην Ευρώπη.

Για εβδομήντα χρόνια, μέχρι την μεγάλη κρίση του 2010, θα πάψει να υπάρχει κάποιο συνεκτικό και καθολικό όραμα μεγάλης πνοής, για τον ελληνικό λαό, η δε «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» θα ιδωθεί με τρόπο παρασιτικό και επομένως χωρίς καθολικότητα. Αντίθετα θα κυριαρχούν οι αποκλίνουσες κατευθύνσεις και οράματα στενά, «παραταξιακά».

Πράγματι ο «ελληνικός δρόμος», ως σύνθεση ανάμεσα στην τεχνόσφαιρα και τη φύση, ανάμεσα στον νου και την καρδιά, μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση μιας πρότασης για τα αδιέξοδα του σημερινού κόσμου. Και επειδή οι Έλληνες δεν διαθέτουν τα μεγέθη, όπως η Κίνα π.χ., για να εκφράσουν αυτή την πρόταση αυτόνομα, είναι υποχρεωμένοι να το πράξουν ως κατεξοχήν πολιτισμικό υποκείμενο – και δεν έχουν τίποτα άλλο να πράξουν επί ποινή εξαφανίσεως.

Εξηγήσαμε ήδη πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να το κάνουμε μόνοι μας, αλλά αποτελεί μία κίνηση με παγκόσμιες διαστάσεις, η οποία εκφράζεται μέσα από οικολογικά κινήματα, οικονομικές προτάσεις για την χαλιναγώγηση και επανένταξη της οικονομικής διάστασης στην κοινωνία, κ.λπ, κ.λπ. Απλώς, εμείς μπορούμε και πρέπει να μεταβληθούμε σε ένα εργαστήρι αυτού του δρόμου. Πράγμα που σημαίνει για παράδειγμα τη δημιουργία μιας Διεθνούς Φιλοσοφικής Περιπατητικής Σχολής στην πατρίδα του Αριστοτέλη στα Στάγειρα, ενός Παγκόσμιου Ιατρικού συνεδριακού κέντρου στην πατρίδα του Ιπποκράτη την Κω. Ένα Ορθόδοξο Διεθνές Πανεπιστήμιο θα έπρεπε να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη συνδεδεμένο με το Άγιο Όρος, και να διαδραματίζει για τις Ορθόδοξες σπουδές έναν ρόλο ανάλογο με αυτόν που είχε άλλοτε το Ινστιτούτο του Αγίου Σέργιου στο Παρίσι. Για τι όχι η δημιουργία ενός κέντρου για την συνεταιριστική ιδέα στα Αμπελάκια, για τη ναυτοσύνη στην Ύδρα ή τον Πειραιά, για την μηχανουργία και τη ναυπηγική στην Ερμούπολη, για την οικολογική αρχιτεκτονική στα Ζαγοροχώρια κ.λπ…


Κάτι τέτοιο προϋποθέτει βεβαίως την ανάδειξη της παιδείας σε κύρια μέριμνα του ελληνικού κράτους (αντ’ αυτού τα ελληνικά Πανεπιστήμια έχουν μεταβληθεί σε αχούρια, και οι Έλληνες φοιτητές συνεχίζουν να φεύγουν στο εξωτερικό αντί η Ελλάδα να συγκεντρώνει φοιτητές από όλα τα Βαλκάνια και τη Μ. Ανατολή). Σημαίνει έναν διαφορετικό προσανατολισμό της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, όπου το επίκεντρο μπαίνει στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ειδίκευσης και όχι βέβαια στην παραγωγή προϊόντων με ανειδίκευτο εισαγόμενο εργατικό προσωπικό.

Σε μια τέτοια κατεύθυνση είναι δυνατό να αναδιαμορφωθεί ριζικά ακόμα και ένας τομέας τόσο εξωστρεφής και εξαρτώμενος από την διεθνή συγκυρία, όπως ο τουρισμός, εάν συνδεθεί αποφασιστικά με την ιστορική παράδοση της χώρας από την Κνωσό έως το Άγιον Όρος όπως ήδη γίνεται εμβρυακά, και έτσι να μετασχηματιστεί σ’ έναν πολλαπλασιαστή της πολιτισμικής πυκνότητας. Δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα, η Ζάκυνθος, -που κάποτε είχε το υψηλότερο πολιτισμικό επίπεδο της Ελλάδας, πατρίδα του Σολωμού και του Κάλβου-, να είναι σήμερα μια πολιτισμική έρημος και ο τουρισμός να συνίσταται σε μεθυσμένες αγέλες νεαρών και κραυγαλέα μπιτς μπαρ.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μας έμεινε καμία άλλη δυνατότητα, αλλά ήδη αυτή είναι τεράστιας σημασίας. Προϋπόθεση όμως είναι να ξεφύγουμε από τον στενό οικονομισμό και τον ψευδοταξικισμό της ιδεολογίας της μεταπολίτευσης, κατ’ εξοχήν της αριστεράς, και να κατανοήσουμε πως ο εκσυγχρονισμός της παράδοσής μας, αποτελεί εγχείρημα όχι απλώς εγχώριο αλλά διεθνές. Ίσως αυτό εκφράζουν με διεστραμμένο και ανορθολογικό τρόπο οι Έλληνες που καταφεύγουν στο κλέος των προγόνων, ακολουθώντας ακόμα και απατεώνες όπως ο Σώρρας. Το ζητούμενο είναι να μετατρέψουμε το ανορθολογικό σε όραμα και ρεαλιστική πρόταση.

Αυτή η πρόταση είναι όντως ρεαλιστική, δεν απαιτεί τεράστιες δαπάνες και πόρους, δεν απαιτεί καν να έχουμε ξεφύγει από την εποχή των μνημονίων, απαιτεί απλώς (sic!)…έναν αναπροσανατολισμό του φαντασιακού των Ελλήνων, οι οποίοι θα πρέπει να επιβάλουν και σε θεσμούς και κόμματα αυτόν τον νέο προσανατολισμό. Απαιτεί δηλαδή μια Πολιτιστική Επανάσταση μεγάλης κλίμακας που θα στραφεί πριν απ’ όλα ενάντια στο εμφυλιοπολεμικό υπόστρωμα του νέου ελληνισμού, που μετά το 1915 καθίσταται κυρίαρχο και ακυρώνει κάθε μεγάλη συλλογική προσπάθεια.

Εξάλλου στην ύστερη μεταπολιτευτική περίοδο, από τη δεκαετία του 1990, η εμφύλια διαμάχη καθίσταται ουσιαστικά άνευ αντικειμένου και διακυβεύματος, μετά την αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού, τη σύγκλιση σοσιαλδημοκρατίας και δεξιάς στην Ευρώπη και την διασφάλιση, ακόμα και μέσω της Πασοκικής κοινωνικοποίησης της διαφθοράς, της… ισότητας αριστεράς και δεξιάς στην Ελλάδα! Γι’ αυτό και η εμφυλιοπολεμική ροπή επιβιώνει πλέον αποκλειστικά ως μηδενισμός. Προνομιακός χώρος εκδήλωσής του η κυριαρχία των κάθε είδους μηδενιστικών ρευμάτων στη νεολαία και η μεταβολή του εθνομηδενισμού σε κυρίαρχη ιδεολογία των ελίτ.

Μιαν κατεξοχήν μηδενιστική εξέγερση, εκείνη του Δεκεμβρίου του 2008, θα την ακολουθήσει και η εξίσου μηδενιστικού χαρακτήρα υποστροφή του κινήματος των «αγανακτισμένων». Οι ενυπάρχουσες σε αυτό το κίνημα δυνατότητες μιας επανεδαφικοποίησης της ελληνικής -κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής- πραγματικότητας, κατακλύστηκαν από τον κυρίαρχο μηδενισμό που ανέδειξε στο πολιτικό προσκήνιο την Χρυσή Αυγή, τον Πάνο Καμμένο, ή τον… Βασίλη Λεβέντη και, προπαντός, επέτρεψαν στον ΣΥΡΙΖΑ να αναρριχηθεί στην κυβέρνηση.


Σήμερα λοιπόν, μετά την ολοκλήρωση ενός ιστορικού κύκλου, πραγματικά και φαντασιακά, μια και όλες οι παρατάξεις του εμφυλίου βρέθηκαν στην εξουσία κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, με γλίσχρο απολογισμό, η δε αριστερά απεδείχθη η χειρότερη απ’ όλες, πιστεύουμε πως ο εμφυλιοπολεμικός μηδενισμός έχει εξαντλήσει την όποια δυναμική διέθετε. Το δημοψήφισμα αποτέλεσε, κυριολεκτικώς, το κύκνειο άσμα του και έκτοτε αρχίζει η άμπωτις. Και τα πρώτα συμπτώματά της είναι η αποστράτευση, ο στρουθοκαμηλισμός, η κατάθλιψη. Δεν ξεφορτώνεσαι εύκολα μνήμες ή έστω φαντασιώσεις, για τους νεωτέρους, συμπεριφορές, αυτοματισμούς, που σφράγισαν τα τελευταία εκατό χρόνια της εθνικής ζωής. Πόσο μάλλον, δε, να αναζητήσεις ή να ενστερνιστείς μια νέα οραματική πρόταση για τον ελληνισμό που βρίσκεται σε κατατονία.

Και όμως δεν υπάρχει καμία άλλη διέξοδος καμία άλλη προοπτική. «Ή όλα ή τίποτε». Είτε θα σβήσουμε ως αυτόνομο πολιτειακό υποκείμενο είτε θα συνεχίσουμε δημιουργικά, με έναν νέο ρόλο, την μεγάλη παράδοση του ελληνισμού.

*Προδημοσίευση από το βιβλίο «Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, η Υπέρβαση» που θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο (Εναλλακτικές Εκδόσεις)