Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Η ψευδεπίγραφη "ρωμαϊκότητα" των Βυζαντινών (1)


Η διαχρονικότητα της Ελληνικής συνείδησης και η ψευδεπίγραφη "ρωμαϊκότητα" των Βυζαντινών

(Το βαρυσήμαντο αυτό άρθρο, μας το απέστειλε και το υπογράφει ο κ. Κυριάκος Κατσιμάνης Docteur d' Etat του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφιας του Πανεπιστημίου Αθηνών)

1. Η κυρίαρχη ελληνικότητα

Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν, ιδιαίτερα μέσω του διαδικτύου, ιστορικού περιεχομένου μελέτες και επισημάνσεις με αντικείμενο το Βυζάντιο, από την ανάγνωσή των οποίων προκύπτει η ακόλουθη διαπίστωση: άλλος είναι ο φαινομενικός σκοπός των συντακτών τους και αλλού κατατείνουν συνειδητά και εμπρόθετα χωρίς όμως να το ομολογούν. Ενώ δηλαδή η προβαλλόμενη επιδίωξή τους είναι να αποδείξουν ότι ο όρος «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» είναι ιστορικώς αδόκιμος, το κύριο βάρος της επιχειρηματολογίας τους επικεντρώνεται υπόρρητα στη θεμελίωση των ακόλουθων θέσεών τους:
1. Οι υπήκοοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως την πτώση της, τον 15ο αιώνα, ήταν ελληνόφωνοι Ρωμαίοι και τίποτα περισσότερο. Επομένως,
2. Η συνείδησή τους ήταν αποκλειστικά και μόνο ρωμαϊκή[1] .
Οι παραπάνω θέσεις –απόλυτα σεβαστές καθαυτές- εντάσσονται πιθανώς στις «παρενέργειες» του μεταμοντερνισμού και ενδεχομένως ευνοούνται από την υπερατλαντικής προέλευσης αντίθεση προς το εθνικό κράτος, καθώς και από την ταυτόχρονη προβολή του πολυεθνικού κρατικού «μοντέλου» made in USA. Οι θέσεις, λοιπόν, αυτές υιοθετούνται στη χώρα μας από τους εκπροσώπους του ιστοριογραφικού αναθεωρητισμού και παίρνουν κάποτε τη μορφή ενός ανιστόρητου ελληνομηδενισμού που θεμελιώνεται στις ακόλουθες δύο κυρίαρχες συνιστώσες:
1. Η δήθεν ελληνικότητα του Βυζαντίου πρέπει να απορριφθεί, άρα,
2. Η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού αποτελεί μύθο.
Δεν αγνοώ ότι οι παραπάνω ελληνομηδενιστικές τάσεις τροφοδοτούνται και διαιωνίζονται, εκτός των άλλων, και από την απογοήτευση που προκαλείται εξαιτίας της γενικευμένης και παρατεταμένης παρακμής –για να μην πω αποσύνθεσης-- της πατρίδας μας σε κοινωνικό, ηθικό, διοικητικό, κρατικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο, ούτε η αποκαρδιωτική αυτή διαπίστωση ούτε η διαχρονική ανεπάρκεια της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας έχουν σχέση με το θέμα που συζητάμε εδώ. Μπορεί αυτά όλα να ευνοούν μια τάση απαξίωσης παντός του ελληνικού, τα αίτια, όμως, της κακοδαιμονίας δεν τα αντιμετωπίζουμε ακρωτηριάζοντας το εθνικό παρελθόν μας με τον αποκλεισμό από αυτό της Αρχαίας Ελλάδας ούτε αμφισβητώντας την ιστορική «νομιμότητα» της παραδοχής ότι ο ελληνισμός επιβιώνει ως τις μέρες μας.
Η ριζική διαφωνία μου με τις παραπάνω θέσεις έγκειται στην επιμονή των εκπροσώπων τους (ή, καλύτερα, στον ένθεο ζήλο και στο «ιερό» πάθος τους) να ταυτίσουν στην προκειμένη περίπτωση την έννοια της μεταβολής με την έννοια της οριστικής ρήξης, με σκοπό να αποδείξουν πως η ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους δεν είναι παρά ένας μύθος και ένα ιδεολόγημα. [2] . Κατά τη γνώμη μου, η διαδρομή του ιστορικού χρόνου συνεπάγεται μεταβολές αλλά όχι πάντοτε και υποχρεωτικά ριζικές τομές. Ειδικότερα, πιστεύω πως η κάθε αλλαγή στην Ελληνική Ιστορία -και αυτό ισχύει και για τη Βυζαντινή περίοδο- εμπεριέχει και ενσωματώνει το παλιό συνθέτοντάς το με το καινούργιο σε μια σειρά διαδοχικών πραγματοποιήσεων, στις οποίες οι έννοιες της μεταβολής και της συνακόλουθης διαφοράς δεν είναι ασυμβίβαστες με την έννοια της συνέχειας. Χωρίς αμφιβολία, το ιστορικό γεγονός του εκχριστιανισμού των Βυζαντινών Ελλήνων, καθώς και η προβληματική συμβίωση του ελληνικού με το χριστιανικό στοιχείο δεν είναι δυνατόν να παραθεωρηθούν. Πιστεύω, όμως, πως η εξέλιξη του ελληνισμού από την αρχαιότητα ως τους τελευταίους Βυζαντινούς αιώνες και από εκεί και πέρα ως το 19. αιώνα ήταν αδιάσπαστη και, άρα, το να μιλάμε για διαφορετικές φάσεις του ίδιου λαού, όπως έδειξε πολύ εύστοχα ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος[3] , αποτελεί τεκμηριωμένη επιστημονική αλήθεια. Ειδικότερα, τους ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους η ελληνική συνείδηση κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήταν ανύπαρκτη και, επομένως, η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού είχε διακοπεί, τους θεωρώ επιστημονικώς αθεμελίωτους και ανυπόστατους για τους ακόλουθους λόγους:
1. Στην Ανατολική Αυτοκρατορία το κρατικά κυρίαρχο ρωμαϊκό στοιχείο βρισκόταν σε μεγάλη μειοψηφία, ενώ το στοιχείο που δημογραφικά/εθνολογικά υπερτερούσε κατά πολύ σε σύγκριση με αυτό ήταν το ελληνικό. Όσο για τις ζώνες πολιτιστικής επιρροής, μόνο βορείως της ιδεατής «Γραμμής Jirecek» (από το όνομα του Τσέχου ιστορικού Konstantin Jirecek), η οποία εκτείνεται από την πόλη Laçi της σημερινής Αλβανίας και περνώντας από τη Σόφια καταλήγει στον Εύξεινο Πόντο, έχουμε έντονη ρωμαϊκή παρουσία. Αντίθετα, νοτίως της γραμμής αυτής ο ελληνισμός επικρατεί από τον 4. κιόλας αιώνα. Ό,τι «ρωμαϊκό» είχε απομείνει στο Βυζάντιο ήταν η κρατική συγκρότηση, η οποία, όμως, όφειλε πολλά στα ελληνικά δάνεια, καθώς οι Ρωμαίοι Καίσαρες είχαν υποστεί μεγάλη επίδραση από τις ελληνιστικές μοναρχίες, στη βάση των οποίων υπήρχαν θεσμοί ελληνικοί[4] . Πέρα τούτου, η ρωμαϊκή παράδοση είχε αρχίσει από τον 7. κιόλας αιώνα να καταρρέει (εξαιτίας της de facto «εθνολογικής κάθαρσης» λόγω των αραβικών κατακτήσεων και, γενικότερα, του σταδιακού περιορισμού της Αυτοκρατορίας σε προαιώνια ελληνικά εδάφη) και να παραχωρεί πλέον τη θέση της στον Ελληνισμό και στην Εκκλησία, που θα συσπειρώσουν και θα ανασυγκροτήσουν όσα στοιχεία της Αυτοκρατορίας είχαν απομείνει[5] . Γράφει χαρακτηριστικά ο H. G. Wells: «Περί του Ανατολικού ή Βυζαντινού αυτού κράτους ομιλούν γενικώς ως εάν επρόκειτο περί συνεχίσεως της ρωμαϊκής παραδόσεως, ενώ εις την πραγματικότητα αυτό ήτο ανανέωσις της παραδόσεως του Αλεξάνδρου[6] . (…) Το Ανατολικόν κράτος, αφότου εχωρίσθη από το Δυτικόν, ωμιλούσε την ελληνικήν γλώσσαν, αποτελούσε δε συνέχειαν, αν και όχι εντελώς αγνήν, της ελληνικής παραδόσεως (…). Tο κράτος αυτό ήτο ελληνικόν και όχι λατινικόν. Oι Ρωμαίοι είχον έλθει και είχον φύγει πάλιν»[7] 2. Εξάλλου, η επίσημη γλώσσα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας ήταν από τον 7. κιόλας αιώνα η ελληνική, ενώ η κυριαρχία της είχε αναγνωριστεί έναν αιώνα νωρίτερα, όταν ο Ιουστινιανός, στο προοίμιο μιας «Νεαράς», ομολογούσε με βαριά καρδιά ότι η ελληνική προτιμήθηκε έναντι της λατινικής ως περισσότερο κατανοητή από τους υπηκόους (534 μ.Χ.)[8] . Τοποθετημένη ανάμεσα στην Ασία και την Ευρώπη, η Κωνσταντινούπολη ενσωματώνει και αφομοιώνει ετερόκλιτους τυχοδιώκτες από Δύση και Ανατολή, για να τους μεταμορφώσει μέσα σε λίγο χρόνο σε Έλληνες και να τους κάνει να εγκαταλείψουν τα βάρβαρα ιδιώματα τους, γράφει ο Α. Rambaud, ώστε να μιλήσουν την καλλιεργημένη και εξελιγμένη γλώσσα της Βασιλεύουσας[9] .
Η επικράτηση της ελληνικής δεν είναι απλή λεπτομέρεια, όπως επιμένουν να την παρουσιάζουν ορισμένοι… «Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου», σύμφωνα με τον Wittgenstein[10]. Με άλλα λόγια, η γλώσσα πλαισιοθετεί/οριοθετεί τον κόσμο του ομιλούντος, με την έννοια ότι η ιδιαιτερότητα, η λειτουργία και οι δυνατότητές της είναι ακριβώς τα μέσα και τα «σχήματα», χάρη στα οποία ο ομιλών, ως έλλογο ον, αντιλαμβάνεται, «ιδρύει», κατανοεί, μορφοποιεί και σημασιοδοτεί τον κόσμο που τον περιβάλλει. Αυτό κατά μείζονα λόγο ισχύει για την ελληνική, που υπήρξε ανέκαθεν το όργανο διαμόρφωσης, αφομοίωσης, διατήρησης και διάδοσης «της παιδεύσεως της ημετέρας», σύμφωνα με την έκφραση του Ισοκράτη[11], δηλαδή μιας τεράστιας πνευματικής παράδοσης και μιας υπέρτερης πολιτιστικής πρότασης, που δεν είχαν μόνο κατακτήσει τους Βυζαντινούς, αλλά και ασκούσαν ακατανίκητη έλξη στους λαούς και εκτός των συνόρων της Αυτοκρατορίας. Όσο για τη λατινική, αυτή μετά τους πρώτους αιώνες είχε τελείως εξαφανιστεί και το μόνο που της είχε απομείνει ήταν κάποιες στερεότυπες φράσεις, γραμμένες με ελληνικούς χαρακτήρες και ακατάληπτες από τους πάντας, αλλά εκφωνούμενες κατά την άφιξη των επισήμων στην εκκλησία για λόγους παράδοσης. Για παράδειγμα, «Κρίστους. Δέους. Νοστερ. κουμ. σερβετ. ιμπεριουμ. βεστρουμ. περ. μουλτοσαννος. ετ. βόνος» (=Christus Deus noster conservet imperium vestrum per multos annos et bonos) (Περί Βασιλείου Τάξεως, 10ος αιώνας μ.Χ.).[12] - Όσο αυτό το λατινο-greeklish είναι «ζωντανά» λατινικά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς με αρκετή, βέβαια, δόση υπερβολής, άλλο τόσο ο όρος «Ρωμαίοι» αποδίδει αυθεντικά τους Βυζαντινούς Έλληνες!
3. Και το πιο σημαντικό: όπως γράφει ο Διον Ζακυθηνός, «Τα ονόματα του Αριστοτέλους, του Πλάτωνος και του Ευκλείδου ήσαν γνώριμα εις ευρυτάτας μάζας του πληθυσμού του (Βυζαντίου ), η παιδεία του ήτο αποκλειστικώς ελληνική, όλαι δε αι πνευματικαί του εκδηλώσεις, ταπειναί ή γενναιότεραι, υπεβλήθησαν μονομερώς είς την πειθαρχίαν των Ελλήνων»[13]. Κατά τους Ν. H. Baynes-H.St.L.B. Moss «Η παιδεία του ελληνιστικού κόσμου που αναπτύχθηκε στα βασίλεια των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου συνεχίζεται και επηρεάζει βαθιά τα επιτεύγματα του Βυζαντίου. Γιατί οι Βυζαντινοί είναι χριστιανοί Αλεξανδρινοί. Στην τέχνη ακολουθούν τα ελληνιστικά πρότυπα˙ κληρονομούν τη ρητορική παράδοση, την φιλομάθεια, το θαυμασμό για το μεγάλο αιώνα της κλασσικής Ελλάδος, χαρακτηριστικά που διέκριναν τους μελετητές της εποχής του βασιλείου των Πτολεμαίων»[14].
Με αυτά τα δεδομένα, μόνο τυχαίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν οι τάσεις «μιας γενικευμένης ‘επιστροφής’ στους αρχαίους Έλληνες και την κλασική παιδεία, που ξεκινούν ήδη από την εποχή του Φωτίου και του Αρέθα και συστηματοποιούνται μετά τη δημιουργία του Πανεπιστημίου από τον Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο, το 1054, και την επίδραση του Μιχαήλ Ψελλού και του Ιωάννη Ιταλού κατά τον 11ο αιώνα. Μετα τον 13ο αιώνα, αναπτύσσεται η μεγάλη ‘Παλαιολόγεια Αναγέννηση’ στα γράμματα και τις τέχνες, ιδιαίτερα στη ζωγραφική και τη μουσική, που συνιστούν μια κατ’ εξοχήν ελληνική πνευματική Αναγέννηση, η οποία προηγείται και τροφοδοτεί την ιταλική, και η οποία θα ανακοπεί βίαια μετά τον 15ο αιώνα»[15]. 
Στα παραπάνω δεδομένα θα μπορούσε να προστεθεί η μαρτυρία του Δημητρίου Κυδώνη και του Νικόλαου Καβάσιλα, σύμφωνα με την οποία η Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 14ο αιώνα, φιλοδοξούσε να μιμηθεί την Αρχαία Αθήνα και αναδεικνυόταν κέντρο ελληνικών σπουδών, οι οποίες κατακτούσαν ευρύτατα στρώματα του λαού[16] .
Με την ευκαιρία, δυσκολεύομαι να κατανοήσω την αβασάνιστη απόρριψη των αναρίθμητων αναφορών στον ελληνικό χαρακτήρα του Βυζαντίου, στην οποία προβαίνουν οι ρωμαιολάτρες και οι λοιποί ελληνομηδενιστές, με την αιτιολογία ότι αυτές εντοπίζονται τάχα σε λόγια κείμενα. Οι λόγιοι, όμως, δε ζουν και δε δραστηριοποιούντα ερήμην του λαού. Ανήκουν σε αυτόν, προέρχονται από αυτόν και επηρεάζονται από αυτόν. Και επειδή οι διανοητικές «κεραίες» τους είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες και η παιδεία τους ευρύτερη και πιο βαθιά, επιστρέφουν στο λαό και, όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, γίνονται δικαιωματικά οι πνευματικοί ηγέτες του και καθοδηγητές του. Έχοντας αποκτήσει μάλιστα, χάρη στις ενοράσεις και την ακονισμένη κρίση τους, οξεία συνείδηση καταστάσεων, τολμούν κάποτε, αψηφώντας τους κινδύνους, να βροντοφωνάξουν τα πράγματα με το αληθινό τους όνομα. Όπως έκανε ο Ψελλός, όταν απάντησε στις επικρίσεις του παλιού φίλου του Ιωάννη Ξιφιλίνου, που καταμαρτυρούσε στον Ψελλό υπερβολική προσήλωση στον Πλάτωνα και ανεπίτρεπτη ελευθερία σκέψης. Στην απάντησή του, λοιπόν, αυτή, στην οποία υπολανθάνει ένα δύσκολα συγκαλυπτόμενο πνεύμα εξέγερσης, ο Ψελλός  θα διαδηλώσει την προσήλωσή του στον Αθηναίο φιλόσοφο («Εμός ο Πλάτων, αγιώτατε και σοφώτατε, εμός, ω γη και ήλιε»)[17] και θα υπεραμυνθεί της λογικής σκέψης ως  πολύτιμου οργάνου για την αναζήτηση και εύρεση της αλήθειας («το γαρ συλλογίζεσθαι, αδελφέ, ούτε δόγμα εστί της Εκκλησίας αλλότριον ούτε θέσις τις των κατά φιλοσοφίαν παράδοξος, αλλ' ή μόνον όργανον αληθείας και ζητουμένου πράγματος εύρεσις»)[18] . Είναι κάτι σαν ένα πρώιμο μανιφέστο ελληνικότητας, που σε μια περισσότερο απερίφραστη μορφή του θα το βρούμε στο «Εσμέν γαρ ουν (…) Έλληνες το γένος, ως ή τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»[19] του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα, μερικούς αιώνες αργότερα.


Είναι επιεικώς κουτοπόνηρο να θεωρούμε τη δυσφήμηση, το διασυρμό και ουσιαστικά την απαγόρευση του όρου «Έλληνας» στο Βυζάντιο κάτι το φυσιολογικό και το αποδεκτό και την ίδια στιγμή να «βυζαντινολογούμε» για το αν και κατά πόσο ο όρος «Έλληνας» ήταν σε χρήση στους βυζαντινούς ή τους μεταβυζαντινούς χρόνους, καθώς και για το αν ο όρος αυτός είχε στη γλώσσα του λαού εθνολογική υποδήλωση ή παρέπεμπε απλώς σε όντα με υπερφυσικές δυνάμεις και εξαιρετική γενναιότητα. Και είναι τουλάχιστον υποκριτικό να αντιπαρερχόμαστε τη «συνειδησιακή εθνοκάθαρση», στην οποία είχε υποβληθεί ο ελληνισμός επί σειρά αιώνων προκειμένου να ενστερνιστεί την καθεστωτική «ρωμαϊκότητα», και την ίδια στιγμή όχι μόνο να υπεραμυνόμαστε αυτής της «ρωμαϊκότητας» θεωρώντας την κάτι το λογικό, το αυτονόητο και το ιστορικά «καθαγιασμένο», όχι μόνο να αποσιωπούμε το ότι η εν λόγω ρωμαϊκότητα συγκάλυπτε απλώς την πανταχού παρούσα βυζαντινή ελληνικότητα, αλλά και με ένα μορφασμό βαθιάς περιφρόνησης να απορρίπτουμε ως «λόγιες» τις πάμπολλες μαρτυρίες, όπου διατρανώνεται η παρουσία και η συνέχεια της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Λες και είναι πρωτόγνωρο να φωτίζεται ένας λαός από τους πνευματικούς ηγέτες του, οι οποίοι οραματίζονται και επισπεύδουν τις εξελίξεις μόνο όταν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την ανατολή των καινούργιων ιδεών. Λες και οι εθνικές συνειδήσεις προκύπτουν δια παρθενογενέσεως και δεν απορρέουν από το υπόγειο ρεύμα πεποιθήσεων, παραδοχών, αξιών, ηθών και εθίμων, το οποίο παρακολουθεί ένα λαό στις διαδοχικές φάσεις της ιστορικής διαδρομής του!

2. «Ένα πουκάμισο αδειανό»


Αν, λοιπόν, μετά τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το ελληνικό στοιχείο εθνολογικά υπερτερούσε κατά πολύ, ενώ το ρωμαϊκό ήταν από ανύπαρκτο έως αμελητέο, αν η γλώσσα και η παιδεία αυτών των «χριστιανών Αλεξανδρινών» του Βυζαντίου ήταν, όπως είπαμε, αμιγώς ελληνικές, αν τα ήθη και τα έθιμά τους ήταν επίσης ακραιφνώς ελληνικά, αν ο πολιτισμός που τους διαπερνούσε είχε ως σταθερή βάση αναφοράς του την κλασική Ελλάδα και, επιπλέον: αν οι άνθρωποι αυτοί στην πολύ μεγάλη αν όχι και τη συντριπτική πλειονότητά τους (από την οποία πρέπει να εξαιρέσουμε ασφαλώς τους αυλικούς αγορητές και τους καθεστωτικούς «υμνωδούς»[20] ) δεν ήξεραν ούτε μια λέξη λατινική, δεν είχαν διαβάσει ποτέ τους ούτε ένα στίχο από Λατίνο συγγραφέα και --πιθανότατα-- δεν είχαν ακούσει το παραμικρό για Καρχηδονιακούς Πολέμους ή για κοινωνικούς αγώνες στη Ρώμη, τότε ποια ήταν επί τέλους εκείνα τα γνωρίσματα που τους έκαναν να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι»; Η ζωηρή ή η θολή ανάμνηση της μεταφοράς της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην παλαιά αποικία των Μεγαρέων Βυζάντιο (τη «Νέα Ρώμη») εκ μέρους του Μ. Κωνσταντίνου, το 330 μ.Χ., θα μπορούσε άραγε να αποτελέσει «αποχρώσα αιτία» ικανή να δημιουργήσει τη συνείδηση «ρωμαϊκότητας»;[21]
Πριν δοθεί απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, επιβάλλονται κάποιες διευκρινίσεις: ουδείς ασφαλώς θα διενοείτο να αμφισβητήσει το αυτονόητο και το πανθομολογούμενο, ότι δηλαδή η χριστιανική ρωμαϊκή ιδέα είχε κατακτήσει ευρύτατα πλήθη αποτελώντας ένα είδος κυρίαρχης ιδεολογίας, με αποτέλεσμα οι Βυζαντινοί Έλληνες να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι». Στη συνείδηση των υπηκόων/πιστών της Αυτοκρατορίας η ιδέα αυτή αποτελούσε μια μεγαλειώδη σύνθεση της ρωμαϊκής πολιτικο-στρατιωτικής οικουμενικότητας και της πανανθρώπινης εξ Αποκαλύψεως αλήθειας σχετικά με τον αληθινό Θεό – μια σύνθεση προορισμένη να παγιώσει την ειρήνη μεταξύ των εθνών και να οδηγήσει τους ανθρώπους στην ηθική αναγέννησή τους. Ωστόσο, εκείνο που υποστηρίζεται εδώ είναι το εξής: με αφετηρία την παραπάνω παραδοχή, δε «νομιμοποιείται» κανείς ιστορικά να συναγάγει ότι η ελληνική συνείδηση κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήταν ανύπαρκτη και ότι η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού είχε διασπαστεί. Το αντίθετο μάλιστα. Η ρωμαϊκότητα των Βυζαντινών μπορεί να ανταποκρινόταν αρχικά στα ιστορικά δεδομένα της εποχής και στη συνέχεια να διατηρήθηκε ακόμη και μετά την Άλωση, ωστόσο, μετά τους πρώτους αιώνες της Αυτοκρατορίας, είχε καταντήσει ένας απλός τύπος, ένας λόγος κενός. Οπότε «Ρωμαίος», στην πραγματικότητα, σήμαινε «Έλληνας»[22] .
Ας επιμείνουμε λίγο περισσότερο στο θέμα: ο προσδιορισμός των Ελλήνων ως «Ρωμαίων» τι ακριβώς θα μπορούσε να σημαίνει; Κατά τη γνώμη μου, ένα από τα τρία: είτε ότι οι Έλληνες ως έθνος ταυτίζονταν με τους Ρωμαίους είτε ότι ο όρος «Ρωμαίοι» δήλωνε απλώς υπηκοότητα και όχι εθνικότητα είτε, τέλος, ότι ο όρος «Ρωμαίοι» εχρησιμοποιείτο απλώς αντί του όρου «Έλληνες». Αν ίσχυε το πρώτο, τότε έχουμε παραβίαση της λογικής αρχής της ταυτότητας, σύμφωνα με την οποία κάθε έννοια ισούται με τον εαυτό της ή με το σύνολο των γνωρισμάτων της. Να σημειωθεί πως οι Έλληνες είχαν «ενιαία ιστορική παράδοση» και «συνολική πολιτισμική συνείδηση» όταν υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους[23] και ότι οι Ρωμαίοι έδωσαν, βέβαια, το 212 μ.Χ. στους Έλληνες τη ρωμαϊκή υπηκοότητα και την προσωνυμία «Ρωμαίοι» για λόγους φορολογικούς και στρατολογικούς, σεβάστηκαν, όμως, την ελληνική τους συνείδηση που ήταν αλληλένδετη με το εθνικό τους όνομα και δεν επιχείρησαν να την αλλοιώσουν.
Άλλωστε, η άρση των διωγμών κατά χριστιανών και, πολύ περισσότερο, η αρνητική νοηματική φόρτιση των λέξεων «Έλλην» / «ελληνισμός» λόγω της ταύτισής τους με την ειδωλολατρία θα συντελεσθούν αργότερα. Αν, πάλι, ίσχυε το δεύτερο, δηλαδή αν ο όρος «Ρωμαίοι» δήλωνε υπηκοότητα και όχι εθνικότητα και, άρα, οι Έλληνες δεν ταυτίζονταν ως έθνος με τους Ρωμαίους, τότε αναπόφευκτα οδηγούμαστε στην τρίτη και επικρατέστερη εκδοχή: από κάποια χρονική περίοδο και μετά, λόγω του ουσιαστικού εξελληνισμού της Αυτοκρατορίας, ο ήδη καθιερωμένος όρος «Ρωμαίοι» χρησιμοποιήθηκε στην πραγματικότητα ως ένας εύσχημος τρόπος για να πει κανείς «Έλληνες» χωρίς όμως να προφέρει την κακόσημη λέξη. Οπότε η «ρωμαϊκότητα» των Ελλήνων, ανεξαρτήτως των συνθηκών της προέλευσής της, κατέληξε να είναι στ’ αλήθεια μια ιδιότητα ψευδεπίγραφη. Όχι γιατί έλειπαν οι τυπικοί όροι της γνησιότητας (αυτοί υπήρχαν και με το παραπάνω), αλλά γιατί, λόγω της ριζικής αλλαγής των δεδομένων και συγκεκριμένα της de facto μετατροπής του κράτους σε ελληνικό μετά τους πρώτους αιώνες, οι ουσιαστικοί όροι της γνησιότητας ήταν πλέον ανύπαρκτοι.

Επομένως, αν, παρ’ όλα αυτά, οι Βυζαντινοί επέμεναν να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι, πρέπει να θεωρήσουμε την επιμονή αυτή ως το προϊόν της συστηματικής καθοδήγησης και «κατήχησης» -αν όχι και της «πλύσης εγκεφάλου»- στις οποίες το Κράτος και η Εκκλησία είχαν υποβάλει επί αιώνες τους υπηκόους/πιστούς για κάποιους από τους παρακάτω λόγους ή και για όλους μαζί:
1. Απέχθεια προς τον αρνητικά φορτισμένο όρο «Έλληνας». Σημειωτέον ότι το φόβητρο της «ειδωλολατρίας» δεν έπαψε ποτέ να κατατρύχει τους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Ακόμη και τον 18ο αιώνα θα βρούμε μια εξέχουσα φυσιογνωμία σαν τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό να διδάσκει τον απλό λαό: «Δεν είσθενε Έλληνες, δεν είσθενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είσθενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί». Αυτό που συνέβη στο Βυζάντιο και που το χαρακτηρίσαμε παραπάνω «συνειδησιακή εθνοκάθαρση» του ελληνισμού είναι στ’ αλήθεια κάτι το πρωτοφανές. Οι Βυζαντινοί (και ήδη χριστιανοί) Έλληνες να είναι από κάθε άποψη Έλληνες, αλλά να υποχρεώνονται να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι», επειδή το αληθινό τους όνομα είχε διασυρθεί σημασιολογικά, με αποτέλεσμα να δηλώνει το μη χριστιανό και συγκεκριμένα τον «ειδωλολάτρη»[24] . Για την ιστορία μάλιστα προσθέτω ότι στην Αρχαία Ελλάδα ποτέ δε λατρεύτηκαν είδωλα. Οι Έλληνες υπήρξαν ασφαλώς παγανιστές πριν εκχριστιανισθούν, δεν υπήρξαν, όμως, ποτέ ειδωλολάτρες[25] – τουλάχιστον περισσότερο ειδωλολάτρες από τους εικονολάτρες χριστιανούς και κατά τα άλλα, βέβαια, διώκτες των «ειδώλων» !...
2. Εξυπηρέτηση εξωτερικών σχέσεων και διπλωματικών σκοπιμοτήτων στο πλαίσιο της οικονομικοπολιτικής διαμάχης με το λατινικό στοιχείο και, παράλληλα, σκληρές αντιπαραθέσεις με τον παπισμό με αφετηρία τη δογματική διελκυστίνδα και τα υποκρυπτόμενα σ’ αυτήν κρατικά συμφέροντα. -- Πραγματικά, πίσω από την εμμονή στη «ρωμαϊκότητα» υπήρχαν θρησκευτικές σκοπιμότητες και κρατικά συμφέροντα που διαπλέκονταν μεταξύ τους και υποστηρίζονταν αμοιβαία. Σημείο, μάλιστα, σύγκλισής τους ήταν ο αδιάλλακτος αποκλεισμός του ονόματος «Έλλην» ως όρου που θα μπορούσε να υποκαταστήσει τον όρο «Ρωμαίος». Ο επίσκοπος Κρεμώνας Λιουτπράνδος διηγείται ότι κατά την πρεσβεία του προς τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά (963-969) του είχε μεταφέρει μια επιστολή του πάπα, στην οποία ο Νικηφόρος ονομαζόταν «Αυτοκράτωρ των Ελλήνων» και ο Όθων ο Α’ «Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων». Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί στο Βυζάντιο κάτι σαν νευρική κρίση. Οι «Γραικοί», γράφει ο Λιουτπράνδος, καταριόνταν τη θάλασσα, που, αντί να βυθίσει το πλοίο του πάπα, το άφησε να φτάσει σώο στην Κωνσταντινούπολη και να μεταφέρει τόση ανοσιότητα![26]. Πανικός, λοιπόν, στο Κράτος και στην Εκκλησία, επειδή, μεταξύ άλλων, οι Έλληνες ονομάστηκαν με το αληθινό τους όνομα και όχι «Ρωμαίοι» από τον πάπα, ο οποίος, ακόμη και αν εξυπηρετούσε σκοπιμότητες (και πιθανότατα εξυπηρετούσε), στήριξε αυτή την ονομασία σε ακλόνητη ιστορική βάση[27]. Σε επίσης ακλόνητη ιστορική βάση στηριζόταν και το περιεχόμενο της επιστολής του Αυτοκράτορα Λουδοβίκου του Β΄ στον Αυτοκράτορα Βασίλειο τον Α΄, έναν αιώνα νωρίτερα (το 871 μ.Χ.). Εκεί τονιζόταν ότι πραγματικός Ρωμαίος Αυτοκράτορας είναι όποιος κατέχει την παλαιά Ρώμη. Και ότι οι Έλληνες δεν είχαν το δικαίωμα να εμφανίζονται ως αυτοκράτορες της Ρώμης όχι μόνο γιατί ήταν κακόδοξοι, αλλά και γιατί: α) Εγκατέλειψαν την παλαιά Ρώμη. β) Αντικατέστησαν τη λατινική γλώσσα με κάποια άλλη (την ελληνική.). Και γ) Απεμπόλησαν τη ρωμαϊκή εθνικότητα και απέκτησαν μια εθνικότητα τελείως διαφορετική (την ελληνική)[28].
3. Ανάγκη διατήρησης και διεύρυνσης της ορθόδοξης χριστιανικής επιρροής μέσα από την προβολή μιας «ξεθυμασμένης», έστω, ρωμαϊκής οικουμενικότητας. Και, αντιστρόφως, αγώνας για διάσωση και ενίσχυση της ρωμαϊκής οικουμενικότητας με τη βοήθεια της χριστιανικής πίστης και της πνευματικής ακτινοβολίας της Εκκλησίας.-- Για τους Βυζαντινούς Έλληνες η αποκλειστική και καθολικώς αναγνωριζόμενη επίγεια βασιλεία είναι η εκχριστιανισθείσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία –- γι’ αυτό και ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, σε επιστολή του προς τον ηγεμόνα της Ρωσίας, το 1393, θα τονίσει το εξής: οποιοσδήποτε άλλος χριστιανός ηγεμόνας εκτός από το Βυζαντινό αυτοκράτορα αποδίδει στον εαυτό του την ιδιότητα του βασιλέα, ουσιαστικά προβαίνει σε ενέργεια βίαιη, παράνομη και αντίθετη προς τη φυσική τάξη των πραγμάτων[29]. Σε τελευταία ανάλυση, η περιφρούρηση της ρωμαϊκής οικουμενικότητας αποτέλεσε υπέρτατη κρατική προτεραιότητα, αφού μέσω αυτής είχαν επί αιώνες αναχαιτιστεί και τεθεί υπό έλεγχο κεντρόφυγες και διασπαστικές τάσεις στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας λόγω ιδεολογικών, εθνικών και θρησκευτικών αντιθέσεων. «Το γένος των Ρωμαίων ήταν μια αναλυτική κατηγορία που έχανε τη λειτουργικότητά της. Έμοιαζε με ψεύτικη ταυτότητα, ήταν μια δυσεξήγητη ονομασία. (…) Η πολιτική σκοπιμότητα της ψεύτικης καταγωγής μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση, όμως η προσωνυμία Ρωμαίοι διατηρήθηκε όσο και το Βυζαντινό Κράτος, χάρη στην ιδεολογία της οικουμένης»[30].
4. Αυτόβουλη και ολόψυχη ταύτιση του χριστιανισμού με την ανάμνηση του ρωμαϊκού imperium, χάρη στο οποίο η Εκκλησία, από θύμα διωγμών που ήταν αρχικά, είχε τελικά μετατραπεί σε διώκτη... -- Μακρύς και θλιβερός είναι ο κατάλογος των διωγμών που ασκήθηκαν από τη συντονισμένη δράση της Εκκλησίας και του κράτους εναντίον των υπολειμμάτων της αρχαίας θρησκείας. Από την εποχή του Θεοδοσιανού Κώδικα, τον 4. αιώνα, ως και τον 6. αιώνα τα στίφη των φανατισμένων πιστών, με την ανοχή ή και την ενθάρρυνση των μηχανισμών της εξουσίας, θα προβούν σε καταστροφές μνημείων και έργων τέχνης, ακόμη και σε θανατώσεις αντιφρονούντων[31] , ενώ το ελληνικό πνεύμα, ανεξαρτήτως ή και σε πείσμα των τιμών που απολάμβανε στο χώρο της παιδείας --και παρά τη συμβολή του χριστιανισμού στον εξελληνισμό της αυτοκρατορίας[32] -- θα αποτελέσει θύμα των παλινωδιών της εκκλησιαστικής αδιαλλαξίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα «αναθέματα» κατά της Ελληνικής Φιλοσοφίας που διαβάζονταν παλαιότερα την Κυριακή της Ορθοδοξίας και περιέχονται στο «Συνοδικό» της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787 μ.Χ.). Ενδεικτικά παραθέτω ένα από αυτά: «Τοις τα Ελληνικά διεξιούσι μαθήματα, και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις, και ως αληθέσι πιστεύουσι (…) Ανάθεμα». Και, τέλος,
5. Αδιάλλακτη προσκόλληση, λόγω κεκτημένης ταχύτητας και παράδοσης, σε ένα κενό περιεχομένου ρωμαϊκό γόητρο, στενά συνδεδεμένο με το στοιχείο της μεγαλομανίας και της ματαιοδοξίας, που είχαν αμετακίνητα εδραιωθεί στον εσώτατο ψυχισμό του διοικητικού και τού εκκλησιαστικού κατεστημένου. -- Εύγλωττα είναι όσα παρατηρούσε ο Κ. Κούμας για τους κληρονόμους και τους διαπρύσιους ζηλωτές της αντίληψης αυτής Φαναριώτες: «Ονομάσαντες εαυτούς περίβλεπτον γένος των Ρωμαίων (βλασφημίαν ήκουαν, αν τους ονόμαζέ τις Γραικούς ή Έλληνας) δεν ήθελαν να έχουν κοινωνίαν με τους αναξίους της συγγενείας των πραγματευτάς ή τεχνίτας»[33] . Γι’ αυτό και ο Φαναριώτης Καταρτζής θα διεξαγάγει αγώνα εναντίον του ονόματος «Έλλην», χαρακτηρίζοντας τη ροπή προς την «ελληνική παιδεία και γλώσσα που μερικοί σπουδαίοι μας ακολουθούν, ώστε που το’ χουν τιμή τους να επιγράφουνται κ’ Έλληνες, (…) ανάξιο πράγμα σ’ έναν Ρωμηό χριστιανό»[34]. Επομένως, η δήθεν ρωμαϊκή συνείδηση ήταν στην πραγματικότητα μια συνείδηση ελληνική με ρωμαϊκό όνομα - μια ελληνική συνείδηση που σιγόκαιγε και που, όταν το επέτρεψαν οι συνθήκες, έλαμψε με εκθαμβωτικό φως[35]. Το «Γένος Ρωμαίων» ήταν ένα γένος χωρίς Ρωμαίους, το οποίο είχε συγκροτηθεί… από Έλληνες! Ας το επαναλάβουμε: ο όρος «Ρωμαίος» μόνο κατά τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε ουσιαστικό νοηματικό περιεχόμενο. Αντίθετα, από κάποια χρονική περίοδο και μετά ο αυτοπροσδιορισμός ενός Βυζαντινού ως «Ρωμαίου» ήταν ένας τρόπος για να δηλώσει όχι τι είναι αλλά τι ΔΕΝ είναι, δεδομένου ότι η λέξη αυτή παρέπεμπε νοηματικά στη λέξη «Έλληνας» και ήταν ταυτόσημη με αυτήν. Τα γνωρίσματα της έννοιας του «Ρωμαίου» ήταν δάνεια που προέρχονταν από την ανάλυση της έννοιας του «Έλληνα» και αυτήν ακριβώς την έννοια του Έλληνα προσδιόριζαν κατά τρόπο καίριο και ολοσχερή. Σε τελευταία ανάλυση, δε θα ήταν υπερβολικό να υποστηριχτεί πως η «ρωμαϊκότητα» των Βυζαντινών ήταν απλώς μια ιδιότητα ψευδεπίγραφη, «ένα πουκάμισο αδειανό».- «Ο όρος Ρωμαίος (...) δεν σημαίνει ότι οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως απογόνους των Λατίνων. Αντιθέτως, είχαν απόλυτη συνείδηση της ελληνικής τους καταγωγής (…).Υπάρχουν (…) επιστήμονες που συνεχίζουν να υιοθετούν ακραίες απόψεις, υποστηρίζοντας ότι οι Βυζαντινοί ήταν μάλλον "ελληνόφωνοι Ρωμαίοι" (…). Προφανώς, αυτοί οι επιστήμονες δεν έχουν κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο ο όρος "Ρωμαίος" και τα παράγωγά του χρησιμοποιούνταν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία»[36].

(Συνέχεια και τέλος στην επόμενη ανάρτηση)

Δεν υπάρχουν σχόλια: