Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

Πελασγοί (Pelasgians)

(Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το "Λεξικό των αρχαίων Ελληνικών και περι-ελλαδικών φύλων" του Δημητρίου Ε. Ευαγγελίδη - Β΄ Έκδοση συμπληρωμένη)
Κεντρική διάθεση: Βιβλιοπωλείο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ Ερμού 61 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ


Πελασγοί: Πανάρχαιος, προελληνικός λαός, αριοευρωπαϊκής καταγωγής, εντοπιζόμενος όχι μόνον στον ελλαδικό χώρο αλλά και σε γειτονικές περιοχές.
Αναφέρονται στην Ιλιάδα (Β 840) ως σύμμαχοι των Τρώων, με αρχηγό τον Ιππόθοο. Ο Ηρόδοτος (Α΄ 57) πάντως ξεκαθαρίζει με συγκεκριμένες αναφορές ότι οι Πελασγοί μιλούσαν βαρβαρική γλώσσα «…ήσαν οι Πελασγοί βάρβαρον γλώσσαν ιέντες…» και επομένως δεν ήσαν Έλληνες.
Αργότερα όμως επεκράτησε αρκετή σύγχυση μεταξύ των αρχαίων Ιστορικών όπως ο Έφορος (4ος αιώνας π.Χ.) τον οποίο μνημονεύει ο Στράβων (Ε΄ ΙΙ. 4) και ο οποίος θεωρούσε ότι ήσαν Αρκάδες. Ο ίδιος ο Στράβων (ό. π.) αναφέρει ότι «…όλοι συμφωνούν ότι οι Πελασγοί ήταν ένα αρχαίο φύλο σκορπισμένο σε όλη την Ελλάδα και μάλιστα στους Αιολείς της Θεσσαλίας … πολλοί ονομάζουν και τα Ηπειρωτικά γένη, Πελασγικά, επειδή οι Πελασγοί είχαν επεκτείνει την κυριαρχία τους μέχρι εκεί…». Ο Στράβων θεωρεί ως πηγή του Εφόρου, τον Ησίοδο, ο οποίος σε κάποιον στίχο του κατέγραψε την παράδοση που ήθελε τον Λυκάονα, τον μυθικό οικιστή πολλών αρκαδικών πόλεων, ως γιο του Πελασγού, του γενάρχη των Πελασγών.
Πρέπει να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό, ότι οι Αρκάδες, μετακινούμενοι νοτιότερα (γύρω στο 1900 π.Χ.) από την περιοχή της αρχικής τους εγκατάστασης (στην δυτική Μακεδονία), μετανάστευσαν στην κεντρική Πελοπόννησο, όπου και εγκαταστάθηκε τελικώς ο κύριος όγκος τους. Εκεί, οι Αρκάδες θα αφομοιώσουν τους παλαιότερους κατοίκους της κεντρικής Πελοποννήσου, που οι περισσότεροι ήσαν Πελασγοί. Με αυτόν τον τρόπο εμφανίσθηκαν αργότερα ως αρκαδικοί μύθοι οι διάφορες πελασγικές παραδόσεις για τον Πελασγό και πιστεύτηκε ότι οι Αρκάδες ήσαν εξελληνισμένοι Πελασγοί.
Εκτεταμένες αναφορές για τους Πελασγούς γίνονται και από τον όχι ιδιαίτερα αξιόπιστο (μια και ο στόχος του ιστορικού του έργου ήταν να αποδείξει ότι οι Ρωμαίοι ήσαν ελληνικής καταγωγής!) Διονύσιο Αλικαρνασσέα, ιστορικό του 1ου αιώνα π.Χ. Σύμφωνα λοιπόν με την εξιστόρησή του (Ρωμαϊκή αρχαιολογία, Α΄ XVII-ΧΧ), οι Πελασγοί κατάγονταν από την Πελοπόννησο, όπου ζούσαν στην περιοχή του Άργους, θεωρούμενοι αυτόχθονες και είχαν πάρει το όνομά τους από τον βασιλιά τους Πελασγό, γιο του Δία και της Νιόβης, κόρης του Φορωνέα. Μετά από έξη γενιές εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο και μετανάστευσαν στην Θεσσαλία, που τότε λεγόταν Αιμονία (από τους αρχαιότερους κατοίκους της, τους Αίμονες). Παρέμειναν εκεί για πέντε γενιές και στην διάρκεια της έκτης, εκδιώχθηκαν από τους Κουρήτες και τους Λέλεγες, οι οποίοι, κατά τον Διονύσιο, ονομάζονται πλέον Αιτωλοί και Λοκροί, καθώς και από πολλούς άλλους, που κατοικούσαν κοντά στον Παρνασσό. Επί κεφαλής όλων αυτών των εχθρών τους ήταν ο Δευκαλίων, ο γιος του Προμηθέα. Τελικώς οι Πελασγοί αναγκάστηκαν να διασκορπιστούν και κάποιοι πήγαν στην Κρήτη, άλλοι κατέλαβαν ορισμένα νησιά των Κυκλάδων, άλλοι εγκαταστάθηκαν κοντά στον Όλυμπο και την Όσσα, ενώ άλλοι πήγαν στην Βοιωτία, την Φωκίδα και την Εύβοια. Ορισμένοι πέρασαν στην Μ. Ασία και κατέλαβαν πολλές περιοχές στα παράλια του Ελλησπόντου και κοντινά νησιά, όπως η Λέσβος, όπου εγκαταστάθηκαν αρκετοί. Το μεγαλύτερο μέρος πάντως των Πελασγών κατέφυγε στο εσωτερικό και αναζήτησε καταφύγιο στην περιοχή της Δωδώνης, στους συγγενείς τους, αλλά επειδή η περιοχή δεν μπορούσε να τους θρέψει όλους, εγκατέλειψαν την χώρα και υπακούοντας σε κάποιον χρησμό κατευθύνθηκαν στην Ιταλία, που τότε ονομαζόταν Σατορνία.
Όπως έχει διαπιστωθεί από ειδικούς επιστήμονες-ερευνητές (βλ. Edith Hall: When a Myth is not a Myth? στο εξαιρετικό συλλογικό έργο “Black Athena Revisited” - «Η αναθεώρηση της Μαύρης Αθηνάς» – London 1996, σελ. 340), η «εφεύρεση» των Πελασγών προήλθε ουσιαστικά από ένα απόσπασμα του σπουδαίου Γεωγράφου και Ιστορικού του 6ου / 5ου αιώνα π.Χ. Εκαταίου του Μιλήσιου, ο οποίος πιθανόν ανέπτυξε διεξοδικότερα τις σχετικές ομηρικές αναφορές στους Πελασγούς (Ιλιάς, Β 681-684). Υπενθυμίζουμε ότι στην Ιλιάδα οι Πελασγοί ήσαν σύμμαχοι των Τρώων, άρα εχθροί των Ελλήνων.
Εκείνος όμως που διέδωσε την θεωρία περί «αυτοχθόνων» Πελασγών (κατά τον Ησίοδο, ο γενάρχης τους Πελασγός ήταν αυτόχθων – Απολλόδωρος, Β΄ 1.1) ήταν ο Ηρόδοτος, ο οποίος ανέφερε (Ιστοριών, Α΄ 57) ότι πρώτοι κάτοικοι της Ελλάδος ήσαν οι Πελασγοί, οι οποίοι δεν μιλούσαν ελληνικά και οι οποίοι εκτοπίσθηκαν στην συνέχεια από τα διάφορα ελληνικά φύλα, όπως π.χ. στην Σπάρτη όπου εκτοπίσθηκαν από τους Δωριείς, οι οποίοι ήσαν γνήσιοι Έλληνες (Α΄ 56). Στην συνέχεια, στον μεν κυρίως ελλαδικό χώρο, η ελληνική γλώσσα διαδόθηκε στους αυτόχθονες Πελασγούς, αλλά σε άλλες περιοχές, όπως ο Ελλήσποντος, η Θράκη, η Σαμοθράκη, η Λήμνος, η Ίμβρος και η Τρωάδα (Β΄ 51, Δ΄ 145, Ε΄ 26, Ζ΄ 42), οι Πελασγοί εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν την «βάρβαρη» γλώσσα τους. Επί πλέον σε έργα του Σοφοκλή και του Ελλάνικου οι «βάρβαροι» Πελασγοί ταυτίζονται με τους Τυρρηνούς / Τυρσηνούς (Ετρούσκους). Ένας μυθογράφος, ο Ακουσίλαος από το Άργος, σύγχρονος περίπου με τον Ηρόδοτο, ήταν ο πρώτος που νομιμοποίησε την παλαιότητα των Πελασγών αναφέροντας τον Πελασγό, τον γενάρχη των Πελασγών (αντίθετα από τον Ησίοδο), ως γιο του Δία και αδελφό του Άργου, μυθικού βασιλέα της πόλης, με στόχο να αποδείξει την αρχαιότητα του Άργους και των κατοίκων του. Έτσι, το Άργος αναφέρεται συχνά στις τραγωδίες ως «Πελασγικόν», ενώ οι Αρκάδες και οι Αθηναίοι για να αποδείξουν το «αυτόχθον» της προέλευσής τους ανήγαγαν την καταγωγή τους σε Πελασγούς προγόνους.
Αργότερα, ο κορυφαίος Ιστορικός της αρχαιότητος, ο Θουκυδίδης, υποστήριξε (Ιστορία, Α΄ 2) ότι η χώρα «η νυν Ελλάς καλουμένη» δεν ήταν μονίμως κατοικημένη εξ αρχής, αλλά υπήρχαν συχνές μεταναστεύσεις λαών και ότι (Α΄ 3) διάφοροι λαοί, όπως ο Πελασγικός, είχαν δώσει το όνομά τους σε μεγάλες περιοχές της χώρας, που αργότερα ονομάσθηκε Ελλάς, από τον Έλληνα, τον γιο του Δευκαλίωνος.
Τέλος, ο Ιστορικός Έφορος (400-330 π.Χ.) από την μικρασιατική Κύμη, ανέπτυξε μια θεωρία για τους Πελασγούς παρουσιάζοντάς τους ως έναν πολεμικό λαό, που ξεκίνησε από την «Πελασγική πατρίδα» για να κατακτήσει και αποικίσει όλες εκείνες τις περιοχές της Ελλάδος, στις οποίες προηγούμενοι συγγραφείς είχαν ανακαλύψει μνείες γι’ αυτούς, από την Δωδώνη μέχρι την Κρήτη και την Τρωάδα.
Η νομαδικότητα των Πελασγών υπήρξε αφορμή για παρετυμολογίες, όπως του Αθηναίου Φιλόχωρου (3ος αιώνας π.Χ.), ο οποίος, παίρνοντας αφορμή από την ονομασία «Πελαργοί», μια λαϊκή παρετυμολογία των Πελασγών, διατύπωσε την θεωρία ότι οι Πελασγοί μετακινούνταν εποχιακά, όπως οι πελαργοί.
Η σύγχυση πάντως μεταφέρθηκε και στους νεώτερους χρόνους με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται διάφορες, ανυπόστατες κατά κανόνα θεωρίες για την σχέση των Πελασγών με τους Έλληνες. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε λίγο την παραφιλολογία που έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια γύρω από το θέμα της ύπαρξης των Πελασγών και της σχέσης τους με τα ελληνικά φύλα της Αρχαιότητας.
Από τις διάφορες επιστημονικές υποθέσεις που διατυπώθηκαν κατά καιρούς για το ζήτημα, θα αναφέρουμε τις δύο νεώτερες :
Η πρώτη και επικρατέστερη μέχρι σήμερα, θεωρεί τους Πελασγούς ως ένα προελληνικό Ινδοευρωπαϊκό (Αριοευρωπαϊκό) λαό, ο οποίος εξαπλώθηκε βαθμιαία στα νότια της Χερσονήσου του Αίμου και στην Δυτική Μικρά Ασία για να συγχωνευθεί με την πάροδο του χρόνου με τους γηγενείς κατοίκους των περιοχών όπου εγκαταστάθηκε.
Υπολογίζεται ότι η εμφάνισή του στον Ελλαδικό χώρο πρέπει να έγινε στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής (γύρω στο 2900/2800 π.Χ.), την ίδια περίοδο με την εμφάνιση και εγκατάσταση και των υπόλοιπων προελληνικών Αριοευρωπαϊκών φύλων όπως οι Αίμονες, οι Καδμείοι, οι Δρύοπες, οι Άονες, οι Ύαντες, οι Τέμμικες, οι Καύκωνες κ.λ.π. Οι Πελασγοί μιλούσαν μια γλώσσα που διέφερε σαφώς από την Ελληνική. Οι Έλληνες της κλασσικής εποχής γνώρισαν Πελασγούς τον 5ο αιώνα π.Χ. εγκατεστημένους στην Κρηστωνία της ανατολικής Μακεδονίας (*) και στην Προποντίδα, ανατολικά από την Κύζικο (Πλακία και ΣκυλάκηΗρόδοτος Α΄ 57 και Ι.Ε.Ε. τόμ. Α΄, σελ. 360). Πρόσεξαν ότι οι δύο αυτοί λαοί παρά την μεγάλη απόσταση που τους χώριζε, μιλούσαν την ίδια γλώσσα η οποία μάλιστα διέφερε από τις γλώσσες των γειτονικών λαών, δηλαδή των Τυρσηνών (ή Τυρρηνών), των Θρακών και των Φρυγών.
____________________________________
(*) Παλαιότερα, οι ερμηνευτές και σχολιαστές του Ηροδότου, υποστήριζαν την άποψη ότι αναφερόταν στην πόλη Κρότωνα (καμιά σχέση με τον Κρότωνα της Μεγάλης Ελλάδος)/Κορτόνα (Cortona) της κεντρικής Ιταλίας, κοντά στην λίμνη Τρασιμένη. Βλ. σχετικές λεπτομέρειες στην υποσημείωση 125 στο τέλος του τόμου Ι, των «Ιστοριών» του Ηροδότου της έκδοσης «Γκοβόστη», Αθήνα 1964.

Βεβαίως οι Έλληνες είχαν γνωρίσει τους Πελασγούς, όχι μόνον την εποχή της καθόδου των Ελληνικών φύλων στον Ελλαδικό χώρο, αλλά και αργότερα, την περίοδο των αναστατώσεων της μεταβατικής περιόδου από την Χαλκοκρατία (=Εποχή του Ορειχάλκου) στην Εποχή του Σιδήρου (γύρω στο 1200 π.Χ.), όταν στίφη Θρακών και Πελασγών έφθασαν στην Νότια Ελλάδα προερχόμενα από την Θράκη. Τα παλαιότερα Πελασγικά φύλα στην Ηπειρωτική Ελλάδα είχαν απορροφηθεί μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής Εποχής (=τέλος της Χαλκοκρατίας). Επί πλέον, όπως προαναφέραμε, η Ομηρική παράδοση αναφέρει τους Πελασγούς ως συμμάχους των Τρώων, στους οποίους μάλιστα προσέφεραν και στρατιωτική βοήθεια εναντίον των Αχαιών στα γεγονότα του Τρωϊκού πολέμου και τοποθετεί την χώρα τους στα Θρακικά παράλια του Ευξείνου Πόντου.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η πρώτη υπόθεση για την προέλευση και εθνογλωσσική θέση των Πελασγών είναι και η πιο πειστική.
Η δεύτερη υπόθεση (μάλλον προϊόν Πανιλλυρικών απόψεων), συνδέει τους Πελασγούς με τους Ιλλυριούς και τους θεωρεί συγγενικό φύλο ή παρακλάδι των Ιλλυριών, αλλά σήμερα η επιστημονική κοινότητα και οι ειδικοί απορρίπτουν αυτήν την εκδοχή.
Κατά την άποψή μας, η πλέον σοβαρή και επιστημονική αντιμετώπιση του ζητήματος των Πελασγών έγινε από τον καθηγητή και Ακαδημαϊκό Μιχ. Σακελλαρίου (βλ. Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄, σ.358-360) ο οποίος υποστήριξε τα εξής:
«…Μόλις το 1958 συσχετίσθηκε το όνομα των Πελασγών με την «πελασγική γλώσσα», όταν δηλαδή διατυπώθηκε η υπόθεση ετυμολογίας του ονόματος από Ινδοευρωπαϊκές (Σημ. ΔΕΕ=αριοευρωπαϊκές) ρίζες σύμφωνα με φωνητικούς νόμους που είχαν ήδη διαπιστωθεί ως νόμοι της «πελασγικής». Αυτές οι ινδοευρωπαϊκές ρίζες είναι bhel – «ανθώ, ακμάζω» και osgho – «κλάδος».
Ένα σύνθετο bhel – osgho – s , που θα σήμαινε «ανθισμένο κλαδί», έγινε Πελασγός, με μια σειρά μεταβολών: έλλειψε η δασύτης από το bh γιατί ακολουθούσε το επίσης δασύ gh , το b εξελίχθηκε σε π, το gh έγινε γ, το ο μεταβλήθηκε σε α. Αυτή η ετυμολογία είναι απόλυτα ικανοποιητική από φωνητική άποψη: εξηγούνται όλες οι μεταβολές σύμφωνα με νόμους που δεν διατυπώθηκαν επίτηδες (πράγμα που, δυστυχώς, γίνεται αρκετά συχνά), αλλά είχαν ήδη παρατηρηθεί στα κατάλοιπα του προελληνικού ινδοευρωπαϊκού υποστρώματος…
…Το πρόβλημα της εθνικής θέσεως των Πελασγών μπορεί να προσεγγισθεί με αφετηρία ωρισμένα στοιχεία των παραδόσεων για τον ήρωα Πελασγό, επώνυμο του λαού. Σύμφωνα με μύθους της Αρκαδίας, του Άργους και της Θεσσαλίας, τριών διαφορετικών χωρών, που όμως είχαν κατοικηθεί από Πελασγούς, ο ήρωας Πελασγός συνδέεται με προόδους στη διατροφή των ανθρώπων: στο Άργος και στη Θεσσαλία με την καλλιέργεια των δημητριακών και την παρασκευή ψωμιού, στην Αρκαδία με την ανακάλυψη της θρεπτικής αξίας του καρπού της βαλανιδιάς. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχαία ελληνική λέξη για την βαλανιδιά, δρυς, παράγεται από μια ινδοευρωπαϊκή ρίζα που σήμαινε γενικότερα «δένδρο». Με αφετηρία αυτά τα στοιχεία μπορούμε να εικάσουμε ότι ο Πελασγός, πριν γίνει ήρωας, ήταν η προσωποποίηση ενός βλαστικού πνεύματος που έκανε δένδρα και στάχυα να παράγουν καρπούς. Ακόμη πιο παλαιά αυτό το πνεύμα θα ταυτιζόταν με κάθε δένδρο και φυτό.
Ένας πολύ αρχαίος ποιητής, ο Άσιος, μας λέει ότι η γη «ανέδωκε» τον Πελασγό στα βουνά τα σκεπασμένα από υψίκομα δένδρα. Η λέξη «ανέδωκε» φέρνει στο νου την εικόνα ενός φυτού που προβάλλει από την γη και η χρήση του πληθυντικού για τα βουνά μας εμποδίζει να αντιληφθούμε την γέννηση του Πελασγού ως γεγονός που έγινε μια μόνη φορά σε ωρισμένο τόπο και ωρισμένο χρόνο και εξυπακούει μάλλον την γένεση κάθε δένδρου.
Η σχέση του Πελασγού με την βλάστηση προκύπτει και έμμεσα: σύμφωνα με μια παράδοση, ίσως θεσσαλική, ο Πελασγός είχε ένα γιο που λεγόταν Χλωρός. Τέλος είναι χρήσιμη η μαρτυρία του Πλινίου ότι ένα είδος δάφνης λεγόταν pelasgum. Το πρώτο κέρδος που αποκομίζουμε από τα προηγούμενα είναι ένα στοιχείο της θρησκείας των Πελασγών. Το δεύτερο είναι η σύναψη των Πελασγών με το προελληνικό ινδοευρωπαϊκό (αριοευρωπαϊκό) υπόστρωμα, γιατί η παλαιά ιδιότης του Πελασγού ως βλαστικού πνεύματος ταιριάζει με τις σημασίες που εξυπακούονται από την αναγωγή του ονόματος Πελασγός στον τύπο bel – osgho -. Η ρίζα bel- δεν σημαίνει μόνον «ανθώ», αλλά και «βλαστάνω», «φουσκώνω», «πρασινίζω».
«Πελασγός» θα ήταν λοιπόν αρχικά το κλαδί την εποχή της φυλλοφορίας και της ανθοφορίας και έπειτα το πνεύμα που έκαμε τα κλαδιά να βγάζουν φύλλα και άνθη. «Πελασγοί» ήταν οι άνθρωποι που απένεμαν λατρεία σ’ αυτό το πνεύμα και πίστευαν ότι υπήρχαν χάρη σ’ αυτό…
…Διάφορες ελληνικές παραδόσεις τοποθετούν τους Πελασγούς αμέσως πριν από τους Αρκάδες στην Αρκαδία, από τους Δαναούς στο Άργος, από τους Ίωνες στην Β. Πελοπόννησο και στην Αττική, από διάφορα ελληνικά φύλα στην Θεσσαλία. Επειδή οι Δαναοί, έφθασαν στο τέλος της δευτέρας φάσεως της Πρωτοελλαδικής και τα άλλα ελληνόγλωσσα φύλα στο τέλος της τρίτης και από την άλλη μεριά, η Πρωτοελλαδική Εποχή παρουσιάζει μια ενότητα πολιτισμού σ’ όλη την διάρκεια της, είναι εύλογο να υποθέσει κάποιος ότι οι Πελασγοί εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα από την αρχή αυτής της εποχής, δηλαδή σύγχρονα ή σχεδόν σύγχρονα με τους Αίμονες
…».
Οι Πελασγοί θα αφομοιωθούν και θα εξαφανισθούν από τον ελλαδικό χώρο μέχρι τα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ.
Δ.Ε.Ε.

2 σχόλια:

john είπε...

ξερεται αν ηπηρχε αρια ομοεθνια και πελασγικη ομοεθνια

Βιβλιόφιλος είπε...

Είναι ορολογίες των αρχών του περασμένου αιώνα, μιας εποχής που οι επιστημονικές γνώσεις σε θέματα εθνολογίας, γλωσσολογίας, γενετικής ήσαν στα σπάργανα. Υπήρχε σύγχυση μεταξύ γλωσσικών ομάδων και εθνικών ομάδων. Ομοεθνίες "πελασγικές", "άριες" κλπ ουδέποτε υπήρξαν, όπως έδειξαν οι νεώτερες έρευνες. Άριοι (= ευγενείς) αυτοαποκαλούνταν οι αρχαίοι Ιρανοί (=Πέρσες, Μήδοι, Βακτριανοί κλπ) και Ινδοί (Ινδοάριοι).