Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Αρχαίοι λαοί της Μ. Ασίας (2)

Το αρχαίο Βασίλειο της Λυδίας

Λυδοί: Αρχαίος λαός της Μικράς Ασίας, τον οποίο οι Έλληνες των πόλεων της Μικράς Ασίας γνώριζαν καλά και με τον οποίον είχαν αναπτύξει πολλές σχέσεις. Για την χώρα (βλ. Χάρτη) υπήρχαν συγγράμματα πολλών αρχαίων γεωγράφων, ιστορικών κ.λ.π. όπως ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, ο Ελλάνικος ο Μυτιληναίος, ο Ξάνθος ο Λυδός και ο Αριστοτέλης (Πολιτεία Λυδικών πόλεων), από τα οποία δυστυχώς ελάχιστα αποσπάσματα έχουν διασωθεί.
Στον Όμηρο δεν υπάρχει αναφορά στους Λυδούς. Αντίθετα αναφέρονται (Ιλιάς, Β 864-867) οι Μαίονες (Μιήονες) με αρχηγούς τους γιους του Ταλαιμένη, Μέσθλη και Άντιφο, που κατοικούσαν στην περιοχή του όρους Τμώλος, στις βόρειες πλαγιές του οποίου υπήρχαν οι Σάρδεις (κοντά στον ξακουστό για την παραγωγή χρυσού ποταμό Πακτωλό, παραπόταμο του Έρμου), η μετέπειτα λαμπρή πρωτεύουσα του Λυδικού Βασιλείου.
Σύμφωνα με την παράδοση (Απολλοδωρος, VI. 3), ο Ηρακλής, προκειμένου να εξαγνισθεί από έναν φόνο, έλαβε χρησμό που όριζε να πουληθεί ως δούλος για τρία χρόνια και αυτή που τον αγόρασε ήταν η βασίλισσα της Λυδίας Ομφάλη. Η Ομφάλη ήταν κόρη του βασιλέως Ιάρδανου και σύζυγος του βασιλέως Τμώλου, που μετά τον θάνατό του στο βουνό, που πήρε από αυτόν το όνομά του, της άφησε τον θρόνο της Λυδίας. Ο Ηρακλής απέκτησε με την Ομφάλη τρεις γιους, ένας από τους οποίους ήταν ο Αγέλαος, πρόγονος της Δυναστείας των Μερμναδών, στην οποία ανήκε και ο τελευταίος βασιλιάς της Λυδίας πριν από την υποταγή της στους Πέρσες, ο περίφημος Κροίσος (Ηρόδοτος, Α΄ 6). Ο Ηρακλής όμως απέκτησε και έναν γιο, τον Αλκαίο, από την Μαλίδα, μια από τις ακολούθους της Ομφάλης. Ο Αλκαίος ήταν πρόγονος του Άγρωνος, ο οποίος θα γίνει ο πρώτος βασιλεύς της Δυναστείας των Ηρακλειδών, που θα κυβερνήσει την Λυδία επί 505 χρόνια (δηλ. μεταξύ 1200-700 π.Χ. περίπου), μέχρι την ανατροπή της από τον Γύγη, ιδρυτή της Δυναστείας των Μερμναδών, της οποίας τελευταίος βασιλεύς, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ο Κροίσος.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει επίσης (Α΄ 7) ότι πριν από την Δυναστεία των Ηρακλειδών είχε προϋπάρξει μια άλλη Δυναστεία, οι βασιλείς της οποίας ήσαν απόγονοι του Λυδού (=ο αδελφός του Τυρσηνού, γιοι και οι δύο του Άτυ), μυθικού γενάρχη των Λυδών, από τον οποίον πήραν το όνομά τους αυτοί που πριν ονομάζονταν Μαίονες. Στα χρόνια αυτής της Δυναστείας ο μισός πληθυσμός της χώρας με επικεφαλής τον Τυρσηνό μετανάστευσε στους Ομβρικούς (Όμβροι ή Ούμβροι), στην κεντρική Ιταλία, όπου άλλαξαν το όνομά τους σε Τυρσηνοί (Α΄ 94).
Φαίνεται ότι οι παραδόσεις που κατέγραψε ο Ηρόδοτος για τις παλαιότερες Δυναστείες των Λυδών απηχούσαν παμπάλαιες μνήμες που αντιστοιχούν σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Η Δυναστεία των απογόνων του Λυδού, γιου του Άτυ, ήταν κατά πάσα πιθανότητα η Λουβική Δυναστεία που κυβέρνησε την χώρα ως υποτελής των Χετταίων (ίσως εγκατεστημένη από αυτούς), μετά την κατάκτηση της περιοχής από τον Χετταίο αυτοκράτορα Τουνταλίγιας (Tudhaliyas) II, τον 15ο αιώνα π.Χ. (C.A.H. Vol. III part 2 - σελ. 644).
Στην συνέχεια, την εποχή των γεγονότων του Τρωϊκού πολέμου και μετά την άλωση της Τροίας γύρω στα 1200 π.Χ. την Λουβική Δυναστεία διαδέχθηκε με ειρηνικό τρόπο (Ηροδτ. Α΄ 7), μια νέα Δυναστεία, σχετιζόμενη ίσως με τους Αχαιούς (Μυκηναίους) κατακτητές της Τροίας. Η νέα Δυναστεία ήταν αυτή που ο Ηρόδοτος ονομάζει Δυναστεία των Ηρακλειδών και της οποίας ο τελευταίος βασιλιάς ονομαζόταν Κανδαύλης ή Μυρσίλος, γιος του Μύρσου. Το δεύτερο αυτό όνομα θυμίζει έντονα το όνομα Μουρσίλις που έφεραν οι Χετταίοι αυτοκράτορες. Στα χρόνια πάντως της ακμής του Βασιλείου των Φρυγών (9ος– 8ος αιώνας π.Χ.), οι Λυδοί ήσαν υποτελείς τους.
Συνδυάζοντας αυτές τις παραδόσεις με τα στοιχεία της νεώτερης έρευνας, προκύπτει ότι οι Μαίονες ήσαν ένα μεικτό γένος, απόγονοι των Αριοευρωπαίων Λουβίων που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή και αναμείχθηκαν στην συνέχεια με τον αρχικό ιθαγενή πληθυσμό που ανήκε στο «Μεσογειακό» υπόστρωμα και διατηρούσε μέχρι την άφιξη και κυριαρχία των Αριοευρωπαίων στην Μ. Ασία, τα δικά του ήθη και έθιμα και τις δικές του θρησκευτικές αντιλήψεις, στηριγμένες σε μητριαρχικούς θεσμούς. Φαίνεται ότι μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Χετταίους (στα χιττιτικά αρχεία η περιοχή ονομάζεται Masha, Μάσσα), το γνήσιο Λουβικό στοιχείο (= οι Λυδοί) θα αναδειχθεί και οι Λούβιοι-Λυδοί θα επιβάλουν τελικώς όχι μόνον την γλώσσα και το όνομά τους, αλλά και την εξουσία τους (η Δυναστεία που ίδρυσε ο γιος του Άτυ, Λυδός) στους Μαίονες, που είχαν ήδη παραλάβει πολλά γλωσσικά και πολιτιστικά στοιχεία από τον ιθαγενή πληθυσμό.
Μετά την πτώση της Τροίας και την Φρυγική εισβολή (γύρω στο 1200 π.Χ.) η Χιττιτική αυτοκρατορία θα διαλυθεί και πολυάριθμοι Χετταίοι πρόσφυγες κατέφυγαν στην περιοχή, σύμφωνα με κάποιες (κυρίως γλωσσολογικές) ενδείξεις.
Το Χιττιτικό στοιχείο θα επικρατήσει και θα αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας (Δυναστεία των Ηρακλειδών) σε συνεργασία («με την συγκατάθεσή τους», Ηρδτ. Α΄ 7) με το Λουβικό στοιχείο (Μαίονες) και πιθανόν με την βοήθεια των Μυκηναίων των Μικρασιατικών παραλίων (Μίλητος). Το γεγονός αυτό συνετέλεσε είτε στην εκδίωξη μέρους του ιθαγενούς «μεσογειακού» πληθυσμού είτε στην ταχύτερη αφομοίωσή του.
Η μετανάστευση λόγω μεγάλης σιτοδείας του μισού πληθυσμού της χώρας στην Ιταλία (Ετρουρία) με επικεφαλής τον Τυρσηνό, όπως προαναφέραμε, ίσως να συνέβη αυτήν την περίοδο και όχι στην περίοδο της προηγούμενης Δυναστείας των «απογόνων του Λυδού», όπως μάλλον λανθασμένα την τοποθετεί ο Ηρόδοτος (Α΄ 94). Αυτό συμφωνεί και με τα αρχαιολογικά δεδομένα που τοποθετούν την εμφάνιση των Ετρούσκων στην βόρεια Ιταλία τον 10ο αιώνα π.Χ.

Ημιστατήρ Λυδίας από ήλεκτρον, φυσικό μίγμα χρυσού και άργυρου
(μέσα 6ου αιώνα π.Χ.)


Η Δυναστεία των Ηρακλειδών και ο τελευταίος βασιλιάς της Κανδαύλης ή Μυρσίλος γιος του Μύρσου θα ανατραπεί, όπως γλαφυρά περιγράφει ο Ηρόδοτος (ό.π.) στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. από τον Γύγη (690/685-645), υιό του Δασκύλου (όνομα που υποδεικνύει σχέσεις με την Μυσία και Φρυγία), τον ιδρυτή της Δυναστείας των Μερμναδών, η οποία θα βασιλεύσει μέχρι το 546 π.Χ. Ουσιαστικά όμως, η καταστροφή του Φρυγικού Βασιλείου από τους Κιμμέριους είναι αυτή που έδωσε την ευκαιρία στους Λυδούς να καταστούν ανεξάρτητοι.
Ο Γύγης, αφού αναδιοργανώσει το Βασίλειό του, θα αρχίσει να το επεκτείνει προς τα παράλια του Αιγαίου, προσπαθώντας να αποκτήσει διέξοδο προς την θάλασσα, γεγονός που τον φέρνει σε άμεση σύγκρουση με τους Έλληνες των Ιωνικών πόλεων. Παρά τις αλλεπάλληλες εκστρατείες του όμως εναντίον της Μαγνησίας (του Έρμου), της Σμύρνης και της Μιλήτου, ο Γύγης θα αποτύχει να τις υποτάξει και τελικά το μόνο που θα αποκομίσει είναι η υποταγή της Κολοφώνος.
Γνωστές ήσαν οι σχέσεις το Γύγη με το Μαντείο των Δελφών, το οποίο επειδή αναγνώρισε την άνοδό του στον θρόνο της Λυδίας, ανταμείφθηκε με πλούσια αφιερώματα σε χρυσό και ασήμι (Ηρόδοτος, Α΄ 13-14).
Τα επεκτατικά σχέδια του Γύγη δεν θα έχουν συνέχεια λόγω της καταστροφής που θα πλήξει το Λυδικό Βασίλειο (γύρω στο 660 π.Χ.). Η καταστροφή θα προέλθει από την ανανέωση των επιδρομών των Κιμμερίων, οι οποίοι αυτήν την φορά είναι ενισχυμένοι και από θρακικά φύλα μεταξύ των οποίων δεσπόζουσα θέση κατέχουν οι Τρήρες. Ο Γύγης θα αναγκασθεί να ζητήσει την βοήθεια των Ασσυρίων και έτσι θα γίνει φόρου υποτελής στον Ασσύριο αυτοκράτορα Ασσουρμπανιπάλ (668-627 π.Χ.). Οι Κιμμέριοι θα αποκρουσθούν και η Λυδία σε πρώτη φάση θα προστατευθεί. Ο Γύγης θα διαπράξει τότε ένα σοβαρότατο διπλωματικό λάθος, προτιμώντας να συμμαχήσει με τον Φαραώ της Αιγύπτου Ψαμμήτιχο Ι, ο οποίος με την βοήθεια Καρών και Ιώνων μισθοφόρων, θα αποτινάξει οριστικά τον ζυγό των Ασσυρίων (656 π.Χ.) και θα γίνει ο ιδρυτής της Σαϊτικής (26ης) Δυναστείας της Αιγύπτου. Ο Γύγης με αυτόν τον τρόπο θα επανακτήσει μεν την πλήρη ανεξαρτησία του, αλλά οι Ασσύριοι σύντομα θα τον εκδικηθούν, αγνοώντας τις εκκλήσεις του για στρατιωτική βοήθεια, όταν οι Κιμμέριοι, σε μια δεύτερη επιδρομή, θα καταλάβουν την πόλη των Σάρδεων (645 π.Χ.), εκτός από την καλά οχυρωμένη ακρόπολη και θα την καταστρέψουν. Ο Γύγης, υπερασπιζόμενος την ακρόπολη της πρωτεύουσάς του, θα χάσει την ζωή του σε μια μάχη.
Ο γιος και διάδοχος του Γύγη, Άρδυς (645-615 π.Χ.), θα αποκαταστήσει τις σχέσεις με τον Ασσουρμπανιπάλ, προτιμώντας την (ούτως ή άλλως σκιώδη) επικυριαρχία των Ασσυρίων από τον κίνδυνο των Κιμμερίων. Έχοντας κατά κάποιο τρόπο εξασφαλισθεί, ο Άρδυς θα επαναλάβει τις επιθέσεις του εναντίον της Μιλήτου όπου απέτυχε μεν, αλλά θα καταφέρει να υποτάξει την γειτονική πόλη της Πριήνης. Ο Λυδός βασιλιάς δεν θα αποφύγει τελικά την εισβολή. Τρήρες και Κιμμέριοι θα εισβάλουν και θα δηώσουν την χώρα, καταλαμβάνοντας και τις Σάρδεις για δεύτερη φορά (640 π.Χ.), πριν προλάβουν οι Ασσύριοι να επέμβουν. Στην επιδρομή συμμετείχαν και στίφη Λυκίων από τα νότια (Στράβων, ΙΓ΄ IV. 8).
Τον Άρδυ θα διαδεχθεί ο γιος του, Σαδυάττης (615-610 π.Χ.), επί της βασιλείας του οποίου ανανεώθηκαν οι επιθέσεις εναντίον της Μιλήτου, τις οποίες θα συνεχίσει ο γιος και διάδοχός του Αλυάττης (610-560 π.Χ.).
Στην διάρκεια της μακρόχρονης παραμονής του Αλυάττη στον θρόνο, η Λυδία θα ευημερήσει και θα ανέλθει στο μέγιστο σημείο της πολιτικής και οικονομικής ακμής της. Τα περίφημα νομίσματά της από ήλεκτρο (φυσικό μίγμα χρυσού και αργύρου, που δεν πρέπει να συγχέεται με το κεχριμπάρι), τα οποία κατά την παράδοση έθεσε σε κυκλοφορία για πρώτη φορά ο Γύγης, διαδόθηκαν σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Ο Αλυάττης θα επιτύχει την κατάληψη της Σμύρνης γύρω στο 600/590 π.Χ. ενώ θα αποτύχει στις επιθέσεις του εναντίον της Μιλήτου και των Κλαζομενών. Παράλληλα με τις εκστρατείες του στα ανατολικά θα καταστήσει υποτελείς πολλές από τις περιοχές που παλαιότερα ανήκαν στο Φρυγικό Βασίλειο και τις οποίες κυβερνούσαν διάφοροι τοπικοί ηγεμόνες και πρίγκιπες.
Οι Λυδοί όμως θα αντιμετωπίσουν σύντομα την απειλή της νέας ανερχόμενης δύναμης της Ανατολής, της αυτοκρατορίας των Μήδων, οι οποίοι κάτω από την ικανή ηγεσία του ηγεμόνα τους Κυαξάρη, επεκτείνουν συνεχώς τα σύνορά τους και θα προωθηθούν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Οι δύο λαοί τελικώς θα συγκρουσθούν και ο πόλεμος θα διαρκέσει έξη χρόνια (Ηροδτ. Α΄ 73-74), μεταξύ των ετών 590-585 π.Χ.
Ένα αστρονομικό φαινόμενο όμως θα αλλάξει την ροή των γεγονότων και θα διακόψει την εξέλιξη της αποφασιστικής μάχης που επρόκειτο να δοθεί σε μια τοποθεσία κοντά στον ποταμό Άλυ και η οποία θα έκρινε τις τύχες κατά πάσα πιθανότητα ολόκληρης της Μ. Ασίας. Αναφερόμαστε στην ολική έκλειψη ηλίου (28 Μαΐου 585 π.Χ.) που συνέβη στην διάρκεια της μάχης και η οποία παρέλυσε τους αντιπάλους. Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι η έκλειψη είχε προβλεφθεί από τον Έλληνα σοφό Θαλή τον Μιλήσιο, αλλά οι νεώτεροι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο Θαλής δεν προέβλεψε, αλλά έδωσε την επιστημονική ερμηνεία του φαινομένου.
Οι εχθροπραξίες πάντως θα σταματήσουν, κάτω από την πίεση των δύο άλλων Μεγάλων Δυνάμεων της περιοχής και της εποχής, της Νεο-Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας και της Κιλικίας (η οποία εκείνη την περίοδο είχε αναδειχθεί σε ένα ισχυρό ανεξάρτητο κράτος). Οι Λυδοί και οι Μήδοι θα συνάψουν συμφωνία ειρήνης που θα επισφραγισθεί με τους γάμους της κόρης του Αλυάττη με τον γιό και διάδοχο του Κυαξάρη, τον Αστυάγη.
Ο Αλυάττης, μετά την σύναψη ειρήνης με τους Μήδους, θα στραφεί και πάλι προς τα δυτικά με στόχο την απόκτηση διεξόδου προς την θάλασσα και θα επαναλάβει τις επιθέσεις του εναντίον των ελληνικών πόλεων των παραλίων του Αιγαίου. Πρέπει να τονίσουμε ότι η παραδοσιακή αυτή πολιτική των Βασιλέων της Λυδίας δεν υπαγορευόταν από κάποια συναισθήματα εχθρότητας ή μίσους εναντίον των Ελλήνων, αλλά αποτελούσε ζωτική ανάγκη για το Λυδικό κράτος από καθαρά εμπορικούς και οικονομικούς (άρα γεωπολιτικούς) λόγους.
Τελικώς οι περισσότερες ελληνικές πόλεις θα υποκύψουν, εκτός από την ισχυρή Μίλητο, η οποία κάτω από την ικανή διακυβέρνηση του τυράννου (=κυβερνήτη) της, Θρασύβουλου, θα εξαναγκάσει τους Λυδούς να συνάψουν συμφωνία μαζί της.
Μετά τον θάνατο του Αλυάττη, στον θρόνο θα ανέλθει ο περίφημος Κροίσος (560-546 π.Χ.), ο τελευταίος βασιλεύς της Λυδίας όπως έχουμε προαναφέρει. Φημισμένος για τα πλούτη του (η λέξη κροίσος χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα όχι μόνον στα ελληνικά, αλλά και σε πολλές άλλες γλώσσες, για να δηλώσει κάποιον υπερβολικά πλούσιο), κατατάσσεται μαζί με τον βασιλέα των Φρυγών, Μίδα, στους ηγεμόνες της Ανατολής οι οποίοι είχαν προκαλέσει βαθιά εντύπωση στους Έλληνες της εποχής με αποτέλεσμα τα ονόματά τους να μείνουν θρυλικά.
Ο Κροίσος σχεδίαζε να καταλάβει και τα γειτονικά στα παράλια της Μ. Ασίας ελληνικά νησιά, αλλά η αυξανόμενη απειλή εκ μέρους των Περσών, που είχαν ήδη υποκαταστήσει τους Μήδους στην ηγεσία της αχανούς αυτοκρατορίας στα ανατολικά, τον έκαναν να αλλάξει γνώμη και να προτιμήσει να συμμαχήσει με τους νησιώτες, αλλά και την Σπάρτη.
Τα γεγονότα που μεσολάβησαν μέχρι την τελική σύγκρουση περιγράφει με αρκετές λεπτομέρειες ο Ηρόδοτος (Α΄ 75-91), ο οποίος αφηγείται και την τύχη του Κροίσου στα χέρια του νικητή αυτοκράτορα των Περσών Κύρου ΙΙ, που με την κατάληψη των Σάρδεων (546 π.Χ.), θα καταλύσει το Λυδικό Βασίλειο (Λεπτομέρειες για όλα τα παραπάνω βλ. και στο Δημ. Ευαγγελίδη: «Η καταγωγή των Αριοευρωπαίων» τόμος Α΄ τεύχος 2 - Κεφάλαιο 6, δ – Από την εισβολή των Κιμμερίων και την άνοδο του Λυδικού Βασιλείου, μέχρι την κατάκτηση της Μ. Ασίας από τους Πέρσες, περ. 700 – 546 π.Χ.).
Οι Λυδοί βαθμιαία θα χάσουν την γλώσσα τους και στην πλειονότητά τους θα αφομοιωθούν από τους Έλληνες των μικρασιατικών παραλίων, κυρίως κατά την περίοδο των Ελληνιστικών Βασιλείων. Ο Στράβων, τον 1ο αιώνα π.Χ. αναφέρει χαρακτηριστικά: «…Η Λυδική γλώσσα δεν διασώζεται καθόλου στην ίδια την Λυδία…» (Στρβ. ΙΓ΄ IV. 17).
Οι πρώτες συστηματικές έρευνες για την Λυδική γλώσσα πραγματοποιήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα με την μελέτη επιτύμβιων στηλών που βρέθηκαν σε τάφους της περιοχής των Σάρδεων. Οι στήλες ήσαν δίγλωσσες σε Λυδική και Αραμαϊκή γλώσσα και τα κείμενα αρκετά μεγάλα σε μήκος ώστε να είναι δυνατή η εξαγωγή γλωσσολογικών συμπερασμάτων. Η Αμερικανική αρχαιολογική αποστολή στις Σάρδεις έφερε στο φως νέες αξιόλογες επιγραφές που συμπλήρωσαν σημαντικά τις γνώσεις μας στην Λυδική γλώσσα.
Χρονολογικά, οι Λυδικές επιγραφές ανήκουν στην περίοδο μεταξύ των αρχών του 6ου αιώνα π.Χ. και τις αρχές της βασιλείας του Μ. Αλεξάνδρου (τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.). Υπάρχουν και αρκετές δίγλωσσες επιγραφές με Ελληνο-λυδικά κείμενα (βλ. παρακάτω εικόνα).

Ελληνο-Λυδική δίγλωσση επιγραφή του 4ου αιώνα π.Χ. από τις Σάρδεις
(Αφιέρωμα του Νάννα, γιου του Διονυσικλή, στην θεά Αρτέμιδα)
 
Το Λυδικό αλφάβητο προήλθε από το Ανατολικό ελληνικό πρωτότυπο και ήταν αριστερόστροφο. Ορισμένα ελληνικά γράμματα που δεν χρειάζονταν χρησιμοποιήθηκαν για να αποδώσουν κάποιους ειδικότερους φθόγγους της Λυδικής γλώσσας. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν και σύμβολα όπως το 8 = f, το οποίο χρησιμοποιήθηκε και στο Ετρουσκικό αλφάβητο, επιβεβαιώνοντας την παράδοση που αναφέρει ο Ηρόδοτος (Α΄ 94) για την Λυδική καταγωγή των Τυρρηνών (Ετρούσκων).
Οι μελέτες του Ιταλού γλωσσολόγου Onofrio Carruba θα αποδείξουν οριστικά (1959) ότι η Λυδική ανήκει στην ομάδα των αριοευρωπαϊκών Μικρασιατικών γλωσσών και όπως οι υπόλοιπες δεν έχουν ξεχωριστό θηλυκό γένος.
Η Λυδική φαίνεται ότι κατάγεται από την Λουβική (και συγκεκριμένα από την Δυτική Λουβική διάλεκτο) παρ’ όλο που σε ορισμένα σημεία παρουσιάζει ομοιότητες με την Χιττιτική και πιθανόν με την Παλαϊκή (βλ. C.A.H. Vol. II part 2 σελ. 438).
Οι αρχικές δυσκολίες κατάταξης της Λυδικής στην αριοευρωπαϊκή ομάδα γλωσσών ερμηνεύεται από την ιστορική διαδρομή των Λυδών οι οποίοι όπως έχουμε προαναφέρει είχαν αφομοιώσει πολλά γλωσσικά και πολιτιστικά στοιχεία από τους ιθαγενείς με τους οποίους αναμίχθηκαν και πιθανόν συνυπήρχαν επί πολλούς αιώνες.

Από το λήμμα Λυδοί του "Λεξικού των λαών του Αρχαίου Κόσμου" (Κυρομάνος, 2006) του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη.


Δεν υπάρχουν σχόλια: