Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

ΤΑ ΛΕΞΙΚΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ (3)


«TO ΠPΩTON BIBΛION EKAΣTOY EΘNOYΣ»

Γ. Μπαμπινιώτης

(συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)

TO ΛEΞIKO TOY ZHKIΔOY
Tο Λεξικό τού Ζηκίδου (α΄ έκδ. 1899, β΄ έκδ. 1913) είναι ιδιόμορφο λεξικό. Ο συντάκτης του, ένθερμος οπαδός των διδαγμάτων τού Κωνσταντίνου Κόντου, γράφει το λεξικό με σκοπό να διδάξει τη φιλολογικώς ορθή γραφή των λέξεων (ως προς τους φθόγγους και τον τονισμό), τη σωστή χρήση (γραμματική και συντακτική) ορισμένων λέξεων, ενώ συγχρόνως αποσκοπεί στον καθαρισμό τής γλώσσας από ξένες λέξεις: «Ἔργον δὲ λεξικογράφου εἶνε οὐ μόνον ἡ τῶν λέξεων κατὰ στοιχειακὴν ἀκολουθίαν συλλογὴ καὶ διάταξις, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀντὶ τῶν πλημμελῶν τονώσεων [ενν. τονισμών] εἰσήγησις τῶν ὀρθοτέρων καὶ ἡ ἀντὶ τῶν ἡμαρτημένων ἐκφορῶν διδασκαλία τῶν ὀρθῶν καὶ ἡ ἀντὶ τῶν πλημμελῶς ἐχόντων ὅρων ὑπόδειξις ἄλλων ὀρθοτέρων καὶ ἡ ἀντὶ τῶν ξενικῶν καὶ βαρβάρων λέξεων εἰσαγωγὴ ἄλλων λέξεων Ἑλληνικῶν ἢ Ἑλληνικὴν χροιὰν καὶ ἀναλογίαν ἐχουσῶν. Tῆς ἐργασίας ταύτης καὶ ἡμεῖς οὐδόλως ὑστερήσαμεν· διότι πλείστων λέξεων τὴν πλημμελῆ τόνωσιν διωρθώσαμεν εἰσαγαγόντες τὴν ὀρθήν, ἄλλων δὲ λέξεων πλημμελῶς γραφομένων εἰσηγάγομεν τὴν ὀρθὴν γραφήν, πλείστων δ’ ἄλλων λέξεων κατ’ ἐκφορὰν ἡμαρτημένων εἰσηγάγομεν τὰς ὀρθὰς ἐκφοράς»68.
Στην πραγματικότητα είναι ένα λεξικό τής λόγιας Nεοελληνικής (με αρχαίας καταγωγής λέξεις) που φτάνει μέχρι και την αρχαΐζουσα και το οποίο, μαζί με λέξεις καθαρά αρχαίες που προτείνει ο λεξικογράφος για χρήση, περιλαμβάνει και νεότερες, λιγότερο λόγιες, έως και δημοτικής υφής λέξεις69, οι οποίες και μας ενδιαφέρουν κυρίως εδώ. ΄Ετσι λ.χ. περιλαμβάνει λήμματα, όπως «+ τηλεπάθεια (ἡ), νέα λέξις», «+ τηλέφθογγον (τὸ) καὶ τηλέφωνον (νέα λέξις)», «+ τημώνιον (τό), τὸ πηδάλιον (νέα λέξις), ἐκ τοῦ Λατ. temo, -ōnis, Γαλλ. timon. Λεκτέον δὲ ἀντὶ τοῦ τημωνίου τῶν πλοίων τὸ πηδάλιον καὶ τὸ οἴαξ, ἐπὶ δὲ ἁμάξης τὸ ῥυμός», «τεχνολογία (ἡ), συστηματικὴ ἐξέτασις, γραμματικὴ ἀνάλυσις», «μικρόβιον (τό), νῦν ὡς προσηγορικόν, πλημμελῶς δὲ καλεῖται οὕτω (πολὺς δὲ γίνεται λόγος περὶ τῶν μικροβίων)· διότι μικρόβιος εἶναι ὁ βραχύβιος, οὗ ἀντίθετον τὸ μακρόβιος. Λεκτέον δ’ ἀντ’ αὐτοῦ τὴν λέξιν βακτήριον (τό), ὅπερ φέρεται παρ’ ἀρχαίοις, τὸ δὲ βακτηρίδιον (λέξις φερομένη παρ’ ἀρχαίοις) ὁρισθήτω ἐπὶ τῶν τῆς φθίσεως μικροβίων», «+ εἰσόδημα (τό), -ατος (νέα λέξις), ἀντ’ αὐτοῦ δὲ λεκτέον εἰσοδίασμα ἢ ἡ ἔσοδος», «+ ἑκατομμύριον (τό), νέα λέξις. Ἀντ’ αὐτοῦ Θέων ὁ Ἀλεξανδρεὺς εἶπε ‘‘μυριονταδικὸν διπλοῦν’’».
Βεβαίως, όπως και προκειμένου για τις παρατηρήσεις τού Κ. Κόντου ή τού Χαρίτωνος Χαριτωνίδου ή άλλων σημαντικών γραμματικών, πολλές από τις παρατηρήσεις τού Ζηκίδου δεν είχαν ευρύτερη απήχηση και δεν καθιερώθηκαν στη γλώσσα. Δεν επικράτησε να λέμε (και να γράφουμε) εγκληματίζω αντί εγκληματώ, περισσεία αντί περίσσεια, εξυγιάζω και εξυγίαση αντί των εξυγιαίνω και εξυγίανση, ελιξήριο αντί αφέψημα ή χύλισμα ή αποχύλισμα κ.ο.κ. Ενώ επικράτησαν το νεκροτομία αντί τού νεκροψία, το τηλεγράφημα αντί τού τηλέγραμμα, ευσυνειδήτως αντί τού ευσυνειδότως, η γραφή μαζί αντί τού μαζύ ή μαζῇ, η γραφή ξυπάζομαι αντί τού ξιππάζομαι κ.ά. Αυτό που θαυμάζει κανείς στον Ζηκίδη (και σε όσους ασπάζονται αυτή τη θέση) είναι η προσήλωσή του στην αναζήτηση και προβολή τού «ορθού» στη γλώσσα, δηλ. σε έναν αφηρημένο –και συχνά αμφισβητήσιμο– «κανόνα», που λειτουργεί αναλογικά ως μέτρο κρίσεως και συγκρίσεως των πάντων, αντίθετα προς τη θέση που επικρατεί στη σύγχρονη γλωσσική επιστήμη, όπου κάθε γλωσσική δομή έχει, μέσα από τη χρήση της στη γλώσσα, μια αυτοτέλεια που δεν επιτρέπει εύκολα να κρίνεται με βάση την αντίθεση «σωστό-λάθος». Η θέση που διέπει όλο το λεξικό τού Ζηκίδη –και την ιδεολογία του ως λεξικογράφου– είναι η εξής: «Ὅλως δ’ ἀσύστατον νομίζομεν τὴν γνώμην τῶν διδασκόντων ὅτι ἡ ἐν τῇ γλώσσῇ εἰσαγωγὴ τῶν ὀρθῶς ἐχόντων δύναται νὰ βλάψῇ αὐτὴν καὶ δυσκίνητον καταστήσῇ [...] Ἡ γνώμη αὕτη εἶνε ὅλως ἀποῤῥιπτέα· διότι γλῶσσάν τινα διαφθείρουσι καὶ δυσκίνητον καὶ ἀηδῆ καθιστᾶσι τὰ ἡμαρτημένα καὶ τὰ μὴ ὀρθῶς ἔχοντα, ἀλλ’ οὐχὶ τὰ ὀρθά· ὁ μεταχειριζόμενος τὰ ἄχρηστα ὡς εὔχρηστα, τὰ ἀδόκιμα ὡς δόκιμα καὶ τὰ παρακεκομμένα ὡς γνήσια λυμαίνεται τὴν γλῶσσαν. Eἰ ἐν ἄλλαις τοῦ βίου περιστάσεσιν ἡ ἀλήθεια ἐκτιμᾶται καὶ πολλῆς τυγχάνει τιμῆς, αὕτη πολλῷ μᾶλλον ἐν τῇ γλώσσῇ ἰσχύει καὶ σπουδαία κρίνεται. Ἡ χρῆσις τῶν πλημμελῶς ἐχόντων εἶνε στρέβλωσις τῆς γλώσσης, ἡ στρέβλωσις δὲ τῆς γλώσσης εἶνε ἀχώριστος ἀπὸ τῆς στρεβλώσεως τοῦ λογικοῦ»70.

TO ΛEΞIKO TOY ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗ
΄Ενας άνθρωπος μόνος του, ο καθηγητής τής λατινικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Στέφανος Κουμανούδης (1818-1899), με μακρόχρονη προσωπική ενασχόληση κατόρθωσε να συντάξει το πρώτο και μοναδικό για τη Νέα Ελληνική ιστορικό λεξικό71, ένα λεξικό δηλ. που δεν περιλαμβάνει ερμηνεύματα72 των λέξεων, αλλά το πότε και πού απαντούν για πρώτη φορά73 οι λέξεις που περιέχονται σε αυτό. Όπως δηλώνεται στον τίτλο του, το Λεξικό αναφέρεται στις νέες (για την εποχή των τελευταίων δεκαετιών τού 19ου αιώνα) λέξεις, δηλ. σε νεολογισμούς, και μάλιστα σε νεολογισμούς τής λόγιας γλώσσας. Ωστόσο, επειδή πολύ μεγάλος αριθμός από τα 60.000 περίπου λήμματα που περιλαμβάνει η Συναγωγή νέων λέξεων τού Κουμανούδη πέρασαν στην κοινή χρήση δηλώνοντας όρους και έννοιες τής καθημερινής ζωής, το Λεξικό τού Κουμανούδη αποτελεί πολύτιμη πηγή για τον μελετητή των νεολογισμών τής νεοελληνικής γλώσσας και την ιστορία τής ελληνικής γλώσσας γενικότερα. Επίσης, όπως πολύ πειστικά και προσεκτικά έδειξε ο Κ.Θ. Δημαράς στο καλύτερο συνθετικό μελέτημα74 που έχουμε για το λεξικογραφικό έργο τού Κουμανούδη αλλά και για όλη την πνευματική του προσωπικότητα, μολονότι ο λεξικογράφος παρακολουθεί και συγκεντρώνει στη Συναγωγή του τις λόγιες λέξεις, δεν παύει να είναι φίλος τής δημοτικής γλώσσας75 και εραστής τής ελληνικής γλώσσας γενικότερα. Ο Κ.Θ. Δημαράς γράφει σχετικά: «Στήν ἀπέραντη πολυγνωσία του βρίσκει κανείς ἀδιάκοπη μέριμνα γιά τήν δημοτική, καί μία αἴσθηση τῶν φαινομένων της, ἡ ὁποία δεν μποροῦσε παρά νά προκύψει εἴτε ἀπό πολλήν οἰκειότητα μέ τήν γλώσσα αὐτήν εἴτε ἀπό συστηματική σχετική ἀπασχόληση, εἴτε καί ἀπό τά δύο: δέν πρόκειται γιά αὐτοσχεδιασμούς. Ἀντίστοιχα θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ξαναφέρνοντας στήν μνήμη μας ἄλλη μία φορά τον Kοραῆ, ὅτι καί τοῦ Kουμανούδη οἱ γλωσσικές ἀντιλήψεις τόν φέρνουν πρός κάποιον ἰδιάζοντα δημοτικισμό»76.
Στα όσα διδακτικά και κατατοπιστικά αναφέρει ο Δημαράς, γλωσσολογικώς θα άξιζε να σημειωθεί ο σεβασμός τού λεξικογράφου Κουμανούδη προς τη χρήση των λέξεων, πράγμα που είναι φυσικό να ερμηνευθεί και ως ευνοϊκή στάση απέναντι στην κατ’ εξοχήν μορφή χρήσης τής γλώσσας, που ήταν η δημοτική. Παρατηρήσεις τού Κουμανούδη υπέρ τής χρήσεως είναι εγκατάσπαρτες στο Λεξικό. Παραδείγματα: (λ. ἐξόντωσις) «[...] Ἀλλοκότως κατεσκευασμένην εἶπε τὴν λέξιν ὁ Δ. Θερ[ειανός] τῷ 1889, ἀλλ’ αὐτὴ μετὰ καὶ τοῦ συγγενολογίου της κατέστη παγκοίνου χρήσεως, καὶ τίς ἀντιστήσεται τῇ χρήσει;»77 – (λ. ζητωκραυγαί) «[...] Ὁ Σκαρλ. Bυζ[άντιος] τῷ 1835 κατέκρινε τὴν λέξιν ἀλλ’ αὐτὴ κραυγαστικὴ οὖσα φύσει, κραυγάζει μέχρι σήμερον, καὶ ἀδύνατον νὰ ὑπερκραυγασθῇ ὑπὸ τῶν δυσχεραινόντων πρὸς τὴν ἐλευθέραν κίνησιν τῆς γλώσσης, τοῦ λάρυγγος, τῶν πνευμόνων καὶ τοῦ νοῦ τοῦ τὰ πάντα τ’ ἀνθρώπινα κινοῦντος» – (λ. ἡλατισμένος) «[...] Ἐγὼ δὲν χωνεύω τὸ η τοῦτο τῆς μετοχῆς οὔτε μετὰ ἐλαιῶν οὔτε ἄλλως» – (λ. ἀφῃρημάδα) «[...] Ἔστω καὶ αὕτη ἡ λέξ. ἐνταῦθα καταλελεγμένη, χάριν μάλιστα τῆς μετὰ δοτικῆς ἐμπροθέτου συντάξεώς της, ἥτις οὖσα ἀρχαιοπινὴς δύναταί τινας καὶ μάλα νὰ εὐφράνῃ, ἄλλους δέ, ὡς ἐμέ, νὰ φέρῃ εἰς ἀγανάκτησιν» – (λ. ἄχ!) «Tὸ ἐπιφώνημα τοῦτο ὁ Kοραῆς τῷ 1805 δὲν τὸ ἤθελε, βαπτίζων αὐτὸ καὶ πυρετοποιόν, κατακρίνων ἅμα καὶ τὸ ἔχ καὶ τὸ ὤχ, συνίστα δὲ τὸ ἆ τῶν ἡμετέρων προγόνων [...] Ἐγὼ ὅμως στέργω μετὰ πολλῶν ἄλλων τὰ ἐπιφωνήματα ταῦτα, ὡς φυσικά».

H IΔEOΛOΓIA TΩN ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΩΝ
Ο Στέφ. Κουμανούδης συγκρότησε, στην πραγματικότητα, ένα «Λεξικό νεολογισμών» (ή νεολογιών)78, νεολογισμών λόγιας προελεύσεως· όχι νεολογισμών τής κοινής γλώσσας. Νεολογισμών είτε μορφικών (πλάσιμο λέξεων με νέο σημαίνον, με νέο γλωσσικό τύπο) είτε, λιγότερο, σημασιολογικών νεολογισμών (χρήση αρχαίων ή παλαιοτέρων υπαρκτών λέξεων με νέα σημασία)79.
Ο Κουμανούδης συνέλαβε, σε μια κρίσιμη καμπή τής ιστορίας τού ελληνικού έθνους, το β΄ ήμισυ τού 19ου αιώνα, πόσο σημαντική ήταν η λεξιλογική έκφραση τού ελεύθερου ελληνικού κράτους που διαμορφωνόταν εκείνη την περίοδο και θέλησε να την αποτυπώσει. Είχε συνείδηση δηλαδή, σύμφωνα και με τη λεξικογραφική και γλωσσική ιδεολογία του, ότι στα χρόνια του έπαιρνε σάρκα και οστά η μελλοντική γλωσσική έκφραση των Ελλήνων στα πιο απαιτητικά της επίπεδα (επιστήμη, διοίκηση, εκπαίδευση κ.λπ.). Και αυτή τη γλωσσική πραγματικότητα καταπιάστηκε να αποτυπώσει μέσα στο ιστορικό της γίγνεσθαι, με τις θετικές πλευρές και τα αστοχήματά της, με επαινετικά ή και πικρά σχόλια, που προέρχονται από έναν άνθρωπο που είναι φανερό ότι και γνωρίζει και πονάει την ελληνική γλώσσα. Να πώς ο ίδιος βλέπει το γλωσσικό φαινόμενο που περιγράψαμε σε σχεδίασμα τού Προλόγου τού Λεξικού του:
«Ἓν τῶν μεγίστων φαινομένων, ἃ ὁ νεώτερος ἐθνικὸς ἡμῶν βίος ἔδειξεν, εἶναι ἀναμφισβητήτως ὁ πλουτισμὸς τῆς γραφομένης γλώσσης, διὰ λέξεων κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον γνησίως ἑλληνικῶν. Ἅμα τὸ ἔθνος περὶ τὰ μέσα τοῦ παρελθόντος αἰῶνος [ενν. τον 18ο αιώνα] ἀπέσεισε τὸν βαρὺν ὑπερχιλιετῆ νυσταγμὸν τοῦ πνεύματος καὶ μισῆσαν τὴν ἀμάθειαν, τὴν δεισιδαιμονίαν καὶ τὴν δουλείαν, ἐπόθησε τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν ἐλευθερίαν τῶν πάλαι προγόνων του, ἐφιλοτιμήθη νὰ προβῇ καὶ εἰς πλάσιν λέξεων δι’ ὧν νὰ ἐκφράζωνται τῇ οἰκείᾳ φωνῇ τὰ νέα πράγματα καὶ διανοήματα, ἃ ἐπεβάλλετο νὰ ἀποκτήσῃ πρὸς κατασκευὴν βίου καινοῦ, συμφώνου τῷ νεωτέρῷ πολιτισμῷ [...] Ἐκείνων δὲ τῶν εὐκλεῶν Ἑλλήνων! ὅμοιος νὰ γίνῃ πάλιν σπουδάζων, ἔπρεπε καὶ τὴν γλῶσσαν του νὰ καταστήσῃ ὁμοίαν εἰ μὴ τὴν αὐτὴν καὶ ἐνεθυμήθη ὅτι πλεῖστα τῶν χρειωδῶν ἐν τῇ νέᾳ του κοινωνικῇ καὶ πνευματικῇ καταστάσει ὀνομάτων ἠδύνατο νὰ τὰ μεταγάγη ἐκ τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν βιβλίων εἰς νέαν ζωὴν καὶ χρῆσιν [...], πλεῖστα δὲ ἄλλα, ἃ ἦσαν νεωτέρας ἐν τῷ κόσμῳ καταγωγῆς, ἅτε μορφωθέντα ἐν τῷ πλουσίως καὶ ποικίλως ἀναπτυχθέντι βίῳ τῶν Ἑσπερίων, ὤφειλε νὰ μεταφράσῃ εἰς τὸ οἰκεῖον ἰδίωμα, ἀκολουθῶν τὴν ἀναλογίαν καὶ τοὺς κανόνας τῆς παλαιᾶς Ἑλληνικῆς»80.
Όπως είναι φανερό, η νεολογία είναι ιδεολογία. Κορυφώνεται στον Kουμανούδη –γιατί αυτός καταγράφει συστηματικά και σχολιάζει, όπου χρειάζεται, τις νεολογίες–, αλλά γεννάται με τον Κοραή, ο οποίος κηρύσσει πρώτος το «δόγμα» τού καθαρισμού και τής διόρθωσης τής γλώσσας, καλλιεργείται σε όλους τούς λογίους τού 19ου αιώνα, ακόμη και σε δημοτικιστές, και πραγματώνεται λεξικογραφικά πριν από τον Κουμανούδη στον Σκαρλάτο Βυζάντιο. Βεβαίως, επειδή η νεολογία στην Ελληνική στηρίχθηκε στην πλούσια γλωσσική παράδοση τής Ελληνικής, κυρίως δε στην αρχαία γλώσσα και τη λόγια γραπτή εξέλιξή της, η νεολογία ως γλωσσικός μηχανισμός και ως ιδεολογία εντάσσεται στα «κινήματα επιστροφής» στον αρχαίο κόσμο είτε ως πηγή παιδείας είτε ως γλωσσική παρακαταθήκη. Χωρίς τα επιστροφικά αυτά κινήματα ως προς το πεδίο τής γλώσσας, το έχω γράψει πολλές φορές81, η φυσιογνωμία τής σύγχρονης ελληνικής γλώσσας θα ήταν τελείως διαφορετική. Η λεξιλογική και, κατ’ επέκταση, η γραμματική (μορφολογική-φωνολογική) και συντακτική συνοχή που διακρίνει τη νεότερη ελληνική γλώσσα, αν ληφθεί υπ’ όψιν το πλήθος των ξενισμών από τους οποίους έβριθε η Ελληνική μέχρι και τον 17ο αιώνα, δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την ιδεολογία τής νεολογίας και χωρίς τα επιστροφικά κινήματα τής γλώσσας, που την πραγματοποίησαν. Tα κινήματα αυτά (αρχαϊσμός, νεοαττικισμός, υπερκαθαρεύουσα, καθαρεύουσα), συγκρουόμενα με την αμείλικτη πραγματικότητα τής προφορικής γλωσσικής παράδοσης (τής δημοτικής), ήταν ιστορικά βέβαιο ότι δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν τελικά την κοινή έκφραση του ελληνικού λαού και να σταματήσουν το ρεύμα τής γλωσσικής εξέλιξης. Ωστόσο, επηρέασαν θετικά την τελική διαμόρφωση τής σύγχρονης Ελληνικής ως προϊόντος συνθέσεως των δύο παράλληλων γλωσσικών μας παραδόσεων, τής μητροδίδακτης προφορικής δημοτικής παράδοσης και τής φιλολογικά (επιστημονικά κ.λπ.) καλλιεργημένης λόγιας γραπτής παράδοσης. Σήμερα, μακριά από τους παλαιότερους φανατισμούς τού «γλωσσικού εμφυλίου» μας, μπορούμε σωστά να αποτιμήσουμε την προσφορά και των δύο μορφών τής γλωσσικής μας παράδοσης στη δημιουργία τής συνοχής η οποία χαρακτηρίζει την ελληνική γλώσσα.
Επανερχόμενοι στους νεολογισμούς με αφορμή τη Συναγωγή νέων λέξεων τού Κουμανούδη, διασαφούμε ότι νεολογισμοί στη γλώσσα είναι και οι ξένες (δάνειες) λέξεις, που μπαίνουν σε κάθε γλώσσα και που υπάρχουν και στη Νέα Ελληνική, εισαχθείσες κυρίως τον 20ό αιώνα (στην αρχή από τη γαλλική γλώσσα, τα τελευταία χρόνια από την αγγλική ιδίως γλώσσα)82. Tο παρόν Λεξικό έχει περιλάβει συστηματικά και εξαντλητικά τα νεολογικά δάνεια (τις ξενικής προελεύσεως λέξεις) τής σύγχρονης ελληνικής γλώσσας, επιμένοντας πάντοτε στην ελληνική λέξη που μπορεί να αποδώσει τη σημασία τους. Ο Κουμανούδης στη «Συναγωγή» του παραθέτει συχνά τις ξένες λέξεις (κυρίως γαλλικές) που αποδίδονται Ελληνικά: π.χ. «πολιτισμός, ὁ. Γαλ. civilisation. Aδ. Kορ[αής] [18]29 [...] Ἡ λέξ. εὕρηται παρὰ Διογ. Λαερτίῳ, ἀλλὰ σημαίνουσα διοίκησιν τῶν τῆς πολιτείας πραγμάτων» – «πολιτειογραφία, ἡ. Γαλ. statistique [...] Ὁ Kυρ. Kαπεταν[άκης] τῷ 1808 τὴν ὠνόμασε πολιτογραφίαν, ὅχι καλῶς. ἄλλοι ἀπογραφικήν»83 – «τιμολόγιον, τό. Γαλ. facture des marchandises, tarif» – «ἐποικοδομητικός, Γερμ. erbaulich» – «ἐπιτελεῖον, τό. Γαλ. etat-major». Tέλος, ο Κουμανούδης, έχοντας πλήρη εποπτεία τής εκτάσεως τής νεολογίας, στιγματίζει τη βιασύνη να πλάσουμε νέες λέξεις, ακόμη και όταν υπάρχουν άλλες: «Ἐκ τῆς πολλῆς ἐφέσεως τοῦ νὰ ὀνομάζωμεν τῇ οἰκείᾳ φωνῇ τὰ δανειζόμενα πράγματα ἐποιοῦμεν ταχέως εὐθὺς νέας λέξεις καὶ πρὶν ἢ καλῶς μελετήσωμεν τὸν παλαιόν πλοῦτον τὸν ἐν τοῖς βιβλίοις ὡς καὶ τὴν ἐν τῷ στόματι τοῦ λαοῦ σωζομένην ὀνοματολογίαν, ἐκ τούτου δὲ διπλαῖ τριπλαῖ καὶ τετραπλαῖ ἀνεφύοντο ὀνομασίαι κατίσχυε δ’ ἐξ αὐτῶν ἐνίοτε οὐχὶ ἡ κρατίστη»84.
Ο ίδιος επικρίνει μέσα στο Λεξικό του τέτοιους περιττούς σχηματισμούς: «λ. ἐσθητοφυλάκιον [...] Δὲν ἐχρειάζετο ἡ λέξις, ὑπάρχοντος πρόπαλαι τοῦ ἱματιοφυλακίου, τοῦ καὶ εἰς τοὺς πολλοὺς εὐκαταληπτοτέρου, ἕνεκα τῆς πασιγνώστου γραφικῆς φράσεως ‘‘ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον’’». Ο Στέφ. Κουμανούδης επιτέλεσε μόνος του –στο μέτρο, φυσικά, των δυνάμεων ενός, έστω και χαλκέντερου, ανθρώπου– ό,τι σε άλλες γλώσσες κατόρθωσαν (πιο συστηματικά και σε πολύ μεγαλύτερη έκταση βεβαίως) πολυπληθείς ομάδες ερευνητών: συνέταξε ένα ιστορικό λεξικό, με την έννοια τής πρώτης μαρτυρίας ή των παλαιοτέρων μαρτυριών που έχουμε για τον χρόνο εμφανίσεως κάθε λέξης, όπως η Γαλλική Ακαδημία85 για τις λέξεις τής Γαλλικής ή οι λεξικογράφοι τού μεγάλου ιστορικού λεξικού τής Αγγλικής που εξέδωσε η Οξφόρδη86. ΄Ετσι είμαστε σε θέση σήμερα να γνωρίζουμε λ.χ. ότι η λ. επιχειρηματίας πρωτοαπαντά στον Κοραή (1821), η λ. επιχειρηματολογία στην εφημ. «Ακρόπολις» (5 Νοεμβρ. 1888), η λ. επιφυλλίς στον Σκαρλάτο Βυζάντιο (1846), η λ. ερωτεύομαι στον Σκαρλ. Βυζάντιο (1835), η λ. εσώρουχα στο Ημερολόγιο κυριών (1888), η λ. ετεροδημότης στον ίδιο τον Στέφ. Κουμανούδη (1872), η λ. ευαισθησία, αρχαία, ενεργοποιείται από τον Αδ. Κοραή, η φράση εφιστώ την προσοχή στον ΄Αγγ. Βλάχο (1871), η λ. εφορειακός στην εφημ. «Εφημερίς» (20 Οκτ. 1891), η λ. εχθροπραξίαι στον Αναστ. Πολυζωίδη (1836), η λ. επιτελείον87 στον ΄Αγγ. Βλάχο (1871) κ.ο.κ.
Ως προς την πληρότητα και την ποσότητα των λημμάτων τού έργου τού Κουμανούδη, που ενδιαφέρει τόσο λεξικογραφικά όσο και σε σχέση με την εξέλιξη τής νέας ελληνικής γλώσσας στη λόγια γραπτή παράδοσή της, γεννάται το εξής ζήτημα: Οι συγκεντρωθέντες νεολογισμοί μιας περιόδου που καλύπτει 450 χρόνια έκφρασης των Ελλήνων (170 χρόνων ελευθέρου βίου και 280 υπό τους Tούρκους), εξαντλείται στα 60.000 περίπου λήμματα που έχει καταγράψει στη «Συναγωγή» του ο Κουμανούδης και σε 10.000 ακόμη λήμματα που υπολογίζει ότι του λείπουν;
Η γνώμη μας είναι ότι ο μεταθανάτιος υπότιτλος τού έργου «ἀπὸ τῆς Ἁλώσεως μέχρι τῶν καθ’ ἡμᾶς [με όριο το 1900] χρόνων», ο οποίος γράφτηκε μετά τον θάνατο τού Κουμανούδη από τον γυιο του (και εκδότη τού έργου) Πέτρο Στεφ. Κουμανούδη, δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Ο Κουμανούδης θα σκόπευε να καλύψει την περίοδο από τα μέσα τού 18ου αιώνα μέχρι και τον 19ο αιώνα (περ. 1750-1900). Αυτό προκύπτει και από τον πρόχειρο τίτλο που βρίσκεται στα κατάλοιπά του μαζί με ένα σχεδίασμα Προλόγου τού ίδιου τού Κουμανούδη, που περιέλαβε στα Προλεγόμενά του ο Κ. Θ. Δημαράς. Ο τίτλος είναι: Συναγωγὴ λέξεων Ἑλληνικῶν, ἀπὸ τῶν μέσων τοῦ παρελθόντος αἰῶνος [ενν. τον 18ο αι.] πλασθεισῶν πρὸς πλουτισμὸν τῆς γραφομένης καὶ δὴ καὶ ὁμιλουμένης γλώσσης88. Tότε πράγματι οι λέξεις που του λείπουν μπορεί να υπολογιστούν περίπου σε 10.000, αφού –όπως λέει ο ίδιος–89 πρόκειται για λέξεις από ξενόγλωσσα επιστημονικά βιβλία, οι οποίες –προσθέτουμε εμείς– θα πέρασαν στις πρώτες μεταφράσεις ξένων επιστημονικών έργων από τα μέσα τού 18ου αιώνα. Tο ίδιο συνάγεται και από τη χρονική περίοδο που έζησαν οι συγγραφείς, των οποίων τα έργα αποδελτίωσε ο Κουμανούδης. Με ελάχιστες, σποραδικές εξαιρέσεις90 ανήκουν στα μέσα τού 18ου αιώνα και εφεξής. Συμπέρασμα: Οι νεολογισμοί τής λόγιας νεοελληνικής γλώσσας που συλλέγει ο Κουμανούδης καλύπτουν 150 χρόνια ιστορίας τής νεοελληνικής γλώσσας και ανέρχονται περίπου σε 70.000 λέξεις. Tελικά, ο Κουμανούδης φαίνεται ότι πέτυχε τον σκοπό για τον οποίο συνέταξε τη «Συναγωγή», που δεν ήταν άλλος από το: «νὰ καταστήσῃ [...] δῆλον ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα οὐδέποτε ἀπέβαλε τὴν ζωὴν καὶ γονιμότητα αὐτῆς, ἀλλὰ διατελεῖ ἀεὶ ζῶσα, καὶ νέα ἀεὶ δημιουργήματα κατὰ τὰς ἑκάστοτε ἐμφανιζομένας νέας πνευματικὰς ἀνάγκας παράγουσα»91.

_____________________________

68. Γ. Ζηκίδου, Λεξικὸν ὀρθογραφικὸν καὶ χρηστικόν, 19132, Πρόλογος, σ. κα΄-κγ΄. Αξίζει, επ’ ευκαιρία, να σημειωθεί πόση βαρύτητα δίνει στον ορθό (με οξεία ή περισπωμένη) τονισμό των λέξεων ο Ζηκίδης, τον οποίο θέτει σε ίση μοίρα με την ορθή θέση τού τόνου (σε σύνθετα και παράγωγα), που τον απασχολεί σε πολλά λήμματα (π.χ. μεταφράστης αντί μεταφραστής, ανορθογράφος αντί ανορθόγραφος, ατμόσφαιρα αντί ατμοσφαίρα κ.ά.).

69. Γ. Ζηκίδου, Πρόλογος, σ. κστ΄: «Πρὸς ταῖς ἀρχαίαις λέξεσι καὶ ἐνίας ἐκ τῆς δημώδους, ἃς σημειούμεθα διὰ τοῦ σταυροῦ (+) [παρελάβομεν]· διότι καὶ πολλαὶ λέξεις τῆς δημώδους κακῶς γράφονται ἢ ἐν ποιήμασιν ἢ ἐν ἄλλαις ἀνάγκαις τοῦ γραπτοῦ λόγου».

70. Γ. Ζηκίδου, Λεξικὸν..., Πρόλογος, σ. λζ΄-λη΄.

71. Στεφάνου Κουμανούδη, Συναγωγὴ νέων λέξεων ὑπὸ τῶν λογίων πλασθεισῶν ἀπὸ τῆς Ἁλώσεως μέχρι τῶν καθ’ ἡμᾶς χρόνων, 2 τόμ. Ἀθῆναι, Ἐκδ. «Bιβλιοθήκη Mαρασλῆ» 1900 [εκδόθηκε μετά τον θάνατο τού Στέφ. Κουμανούδη από τον γυιο του Πέτρο Στεφ. Κουμανούδη που έγραψε και τον Πρόλογο τού έργου]. Β΄ έκδοση τής «Συναγωγής» με Προλεγόμενα τού Κ. Θ. Δημαρά έγινε το 1980 (Αθήνα: Εκδ. Ερμής). Ας σημειωθεί εδώ ότι το πρώτο «συλλεκτικό» λεξικογραφικό έργο τού Στέφ. Κουμανούδη υπήρξε το Συναγωγὴ λέξεων ἀθησαυρίστων ἐν τοῖς ἑλληνικοῖς λεξικοῖς που εκδόθηκε το 1883 και τού οποίου συνέχεια, τρόπον τινά, και επέκταση στον χώρο τής δημιουργίας νέων λέξεων υπήρξε η Συναγωγή νέων λέξεων τού 1900.

72. Eρμηνεύματα περιέχονται σποραδικά, όπου κρίνεται αναγκαίο, ως επεξηγήσεις περισσότερο τής σημασίας / χρήσης μερικών νεολογισμών.

73. Ας σημειωθεί εδώ ότι η έννοια τής «πρώτης μνείας» κάθε λήμματος είναι εκ των πραγμάτων σχετική, σε συνάφεια με τον χρόνο που άρχισε η έρευνα τού Κουμανούδη και με το εύρος των συγγραμμάτων –κατ’ ανάγκην περιορισμένο– στα οποία μπόρεσε να επεκταθεί. Ωστόσο, η αίσθηση που βαθμηδόν απέκτησε ο λεξικογράφος-ερευνητής στην ανίχνευση τής πρώτης μνείας καθιστά το έργο του και έγκυρο και αναντικατάστατης αξίας, τουλάχιστον μέχρι να δημιουργηθεί μια «τράπεζα δεδομένων» με όλα τα κείμενα που γράφτηκαν σε ελληνική γλώσσα, βάσει τής οποίας θα μπορούσαν να προσδιορισθούν με ακρίβεια τα όρια τής χρονικής εμφάνισης κάθε λέξης.

74. Κ.Θ. Δημαρά, Λεξικογραφία καὶ Ἰδεολογία, Προλεγόμενα στη (φωτοτυπική) επανέκδοση τού Λεξικού τού Κουμανούδη το 1980 (Αθήνα, Εκδ. Ερμής), σ. viii-lxiv.

75. Κ.Θ. Δημαράς, αυτ. σ. xxxix κ.εξ.

76. Κ.Θ. Δημαράς, αυτ. σ. xxxix.

77. Στο σημείο αυτό (λ. εξόντωσις) δίδει και τη δική του «πρόχειρη», όπως τη χαρακτηρίζει, απόδοση τής γνωστής ρήσης τού Ορατίου περί τής δυνάμεως τής χρήσεως στον λόγο:
Πολλαὶ νεκραὶ θ’ ἀναστηθοῦν καὶ ἄλλαι θ’ ἀποθάνουν
λέξεις, τὰ νῦν τιμώμεναι, ἂν τὸ θελήσ’ ἡ χρῆσις,
παρ’ ᾗ ἐστι τὸ δίκαιον καὶ ὁ κανὼν τοῦ λόγου.

Από το τού Ορατίου (De Arte Poetica 70-72):
«Multa renascentur, quae iam cecidere, cadentque
quae nunc sunt in honore vocabula, si volet usus,
quem penes arbitrium est et jus et norma loquendi.»

78. Ο όρος νεολογισμός, όπως φαίνεται από το οικείο λήμμα τού Κουμανούδη, πρωτοαπαντά στον Κοραή (1782) και εν συνεχεία στα (δίγλωσσα) Λεξικά των Γρ. Ζαλίκογλου (1809), Ν. Κοντόπουλου (1889) και Αγγ. Βλάχου (1897). Πρόκειται για αντιδάνειο (λέξη που έπλασαν οι ξένοι από τα Ελληνικά και που εισήλθε μετά στην Ελληνική ως δάνειο) από τη γαλλική γλώσσα (neologisme, 1735). Aπό το 1805 απαντά – πάντοτε κατά τις πληροφορίες στο οικείο λήμμα τού Kουμανούδη – και η λ. νεολογία, και αυτή αντιδάνειο από τη Γαλλική (< neologie, 1759), η οποία επικράτησε στη Γαλλική και ως γλωσσολογικός όρος. O Kουμανούδης μάλιστα έχει καταγράψει και λ. νεολογομανία (από την εφημ. «Aκρόπολις» τής 29ης Iουνίου τού 1890) σχολιάζοντας σκωπτικά: «ἣ μάλιστα ἐν τῇ ἐφημερίδι ταύτῃ φανεροῦται καὶ ἐξακολουθεῖ». Για τη νεολογία και τη στάση απέναντι στους νεολογισμούς τού Kουμανούδη και των διαφωτιστών, ο K.Θ. Δημαράς παρατηρεί (Προλεγόμενα στη «Συναγωγή» τού Kουμανούδη, 1980, σ. xliii): «[...] ὁ συντάκτης τῆς Συναγωγῆς ζεῖ σέ ἐποχή κατά τήν ὁποία ἡ φροντίδα γιά τήν νεολογία εἶναι ἔντονη καί γενική. [...] ὁ Διαφωτισμός ἐπίστευε στήν προαγωγή τοῦ γένους, τήν ἐπρόβλεπε, καί ἐπεδίωκε, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, σάν προϋπόθεσή της, τήν τελειοποίηση, τόν πλουτισμό τῆς γλώσσας· ὑπό τό πνεῦμα αὐτό ἀπεκδεχόταν τήν νεολογία. Oἱ τρεῖς ἡγετικές μορφές τοῦ κινήματος, ὁ Eὐγένιος Bούλγαρης, ὁ Kαταρτζῆς, ὁ Kοραῆς, τιμοῦν τήν νεολογία καί τήν ἐφαρμόζουν».

79. Tέτοιες λέξεις δηλώνονται στο Λεξικό τού Κουμανούδη με το σημείο τού αστερίσκου(*) πβ. λήμματα, όπως ἀριθμητής, ἐπιφυλλίς, ἐκλογεύς, στηλοβάτης, βλῆτρον, γλωσσολογία, ἑσπερὶς κ.ά.

80. Στέφ. Κουμανούδη, Συναγωγή νέων λέξεων (έκδ. 1980), σχεδίασμα Προλόγου που περιλαμβάνεται στα Προλεγόμενα στο Λεξικό, τα οποία έγραψε ο Κ.Θ. Δημαράς, σ. xiii.

81. Πβ. Γ. Μπαμπινιώτη, Ἑλληνικὴ γλώσσα. Παρελθόν-παρόν-μέλλον, Αθήνα 1994, Εκδ. Gutenberg, σ. 340 κ.α. και Γ. Μπαμπινιώτη, «Ελληνική γλώσσα» [δύο εκτενή άρθρα: α) στον τόμο «Ἑλλάς» τής Εγκ. «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα» και β) στον τόμο 16 («Φιλοσοφία και κοινωνικές επιστήμες») τής Eκπαιδευτικής Eλληνικής Εγκυκλοπαίδειας (Εκδοτική Αθηνών)].

82. Οι ξένες λέξεις τής Ν. Ελληνικής συστηματικά μελετώνται στο βιβλίο τής Α. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Νεολογικός δανεισμός τής Νεοελληνικής: ΄Αμεσα δάνεια από τη Γαλλική και Αγγλοαμερικανική. Μορφοφωνολογική ανάλυση, Θεσσαλονίκη 1994.

83. Ο ίδιος ο Κουμανούδης στο λ. στατιστικός παρατηρεί σχετικά με τον όρο στατιστική: «[...] Ἀντὶ τῆς ξένης ταύτης λέξεως ἄλλοι μὲν τῶν ἡμετέρων τὴν καταστατικήν, ἄλλοι δὲ τὴν πολιτειογραφίαν, ὡς ὁ Σκαρλ[άτος] Bυζάντιος ἐν τῷ Γαλλελληνικῷ λεξικῷ του [18](56) ἐδέχθησαν, οὐ πάντας ὅμως εὐχαριστήσαντες, καὶ διὰ τοῦτο εἰς πολλὴν ἔτι χρῆσιν καὶ σήμερον [τέλη 19ου αι.] ἔμεινεν ἡ στατιστική».

84. Στέφ. Κουμανούδη, σχεδίασμα Προλόγου, (Συναγωγή νέων λέξεων, σ. xvi-xvii).

85. Dictionnaire de l’Academie francaise (α΄ έκδ. 1694).

86. The Oxford English Dictionnary, 12 τόμ. και 2 Suppl., Oxford 1933.

87. Ο Κουμανούδης, Συναγωγή νέων λέξεων, λ. επιτελείον σημειώνει: «Ὁ Γρ. Xαντσ[ερῆς] τῷ 1870 κατέκρινε τὴν λέξιν, ἀντιπροτείνας τὸ διατακτορεῖον».

88. Στέφ. Κουμανούδη, Συναγωγή νέων λέξεων, έκδ. 1980, Προλεγόμενα Κ.Θ. Δημαρά, σ. xiii.

89. Tα λόγια τού Κουμανούδη («Συναγωγή», σ. l) σε ένα από τα συνήθη «στιχηρά» του σημειώματα που επισήμανε ο Κ.Θ. Δημαράς:
Ὡς δέκα ἔτι χιλιάδες λέξεων
ὑπὸ λογίων ποιηθεῖσαι, μάλιστα δὲ
αὐταὶ παραληφθεῖσαι ἐκ τῶν φραγκικῶν
βιβλίων ἐπιστήμης καὶ δὴ φυσικῶν
μηχανικῶν τε καὶ ἰατρικῶν φρονῶ
ὅτι μοι λείπουν πάντως ἐν τῇ βίβλῳ μου
τῇ τόσον πολυπόνῳ [...]

90. Tέτοιες είναι λ.χ. ο Ιωάννης Αβράμιος (1692, 1709), ο Νικόλαος Βούλγαρις (1681), ο Θεόδωρος Γαζής (1465), ο Εμμ. Γλυζούνης (1596), ο Νικόλαος Γλυκύς (1680, 1728) και μερικοί άλλοι.

91. Στ. Κουμανούδη, Συναγωγή, έκδ. 1980, σ. xlvii.

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: