Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι…
(Κωστής Παλαμάς)

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Σαρακατσάνοι


Οι Σαρακατσάνοι, γνωστοί και ως Καρακατσάνοι ή Σαρακατσαναίοι, είναι μια πανάρχαιη ελληνική νομαδική φυλή που βρίσκεται διασκορπισμένη σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα. Σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των Σαρακατσάνων έχει εγκαταλείψει το νομαδικό βίο και ζει μόνιμα στα χωριά όπου ασχολείται με την κτηνοτροφία, ενώ οι απόγονοί τους έχουν εγκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό στα μεγάλα αστικά κέντρα.
ΔΕΕ

Ποιοί είμαστε οι Σαρακατσαναίοι ή Σαρακατσάνοι 
ή Καρακατσάνοι ή Σαρακατσιαναίοι.

Είμαστε λαός με ιδιόμορφο πολιτισμό που εμπεριέχει ήθη και έθιμα χιλιετιών, κάποια εκ των οποίων είναι μοναδικά. Παράδειγμα γι' αυτό αποτελεί το «θεατρικό» που γίνεται κατά τη διάρκεια του σαρακατσάνικου γάμου (Δευτέρα στο ξεσάκιασμα των προικιών), στο οποίο συμμετέχουν μόνον άνδρες οι οποίοι ενσαρκώνουν και τους γυναικείους ρόλους φορώντας γυναικεία ρούχα όπως ακριβώς αυτό συνέβαινε στις κωμωδίες και τις τραγωδίες του Αριστοφάνη και του Αισχύλου. Το γεγονός αυτό προδίδει την αρχαιοελληνική καταγωγή μας. Ακόμη, το έθιμο της αποστολής χαιρετισμάτων μέσω τρίτου προσώπου, με ένα μήλο και ένα κέρμα καρφωμένο μέσα του. Αλλά και ο φλάμπουρας, αυτό το πλέον υποχρεωτικό στοιχείο του γάμου, που έχει τις ρίζες του στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, μαρτυρά την ορθόδοξη πίστη των Σαρακατσάνων. Η παρουσία του μαιάνδρου στα κεντήματα των γυναικών, και η φουστανέλα που φορούσαν οι άνδρες σε επίσημες περιστάσεις, π.χ. στους γάμους, μήπως είναι οι πλέον σαφείς αποδείξεις για την ελληνική καταγωγή μας;

Θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε συνοπτικά την ψυχολογία του λαού μας. Η παροιμιώδης εργατικότητα και η ειλικρίνεια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά μας. Γεννιόμασταν κατά τη διάρκεια της μετάβασης από το βουνό προς τον κάμπο και το αντίστροφο. Η Σαρακατσάνα γεννούσε στον κάμπο. Χρέη μαίας εκτελούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες οι οποίες τύλιγαν το μωρό και αμέσως μετά η μητέρα σηκωνόταν και συμμετείχε στο φόρτωμα των πραγμάτων πάνω στα άλογα και το καραβάνι συνέχιζε το δρόμο του. Με τον τρόπο αυτό η φύση έκανε την πιο εύστοχη διαλογή καθώς επιζούσαν μόνον οι υγιέστεροι. Αργότερα, όταν γινόταν συζήτηση για το πότε γεννήθηκε κάποιο παιδί, η Σαρακατσάνα μητέρα δεν χρησιμοποιούσε ποτέ τη λέξη «γέννησα». Έλεγε «γεννήθηκε» ή «βρέθηκε». Είμαστε λαός με γερή κράση, δεν υπήρχαν περιπτώσεις πολιομυελίτιδας, ούτε εγκεφαλικά επεισόδια.

Η παιδική ηλικία διαρκούσε το πολύ 5 χρόνια. Μετά τα αγόρια έπρεπε να μπουν στην παραγωγική διαδικασία, κυρίως βόσκοντας κοπάδια από πρόβατα, κατσίκια, άλογα κ.α.. Εκεί οι μεγαλύτεροι τους μάθαιναν γραφή και μελέτη, εκεί ήταν το «πανεπιστήμιό» τους. Ακούγοντας για τους ηρωισμούς παλαιών κλεφτών, εκεί λάμβαναν τη διαπαιδαγώγηση, εκεί διαμόρφωναν το χαρακτήρα τους που ήταν τόσο σημαντικός στην πάλη για την επιβίωση. Η βάπτιση και η στέψη γίνονταν πάντοτε στην εκκλησία, ενώ μόλις τα παιδιά έφθαναν σε ηλικία μονού αριθμού ετών – 3, 5, 7 ή 9 – οι νονοί τους δώριζαν μια ολοκαίνουργια φορεσιά και το έθιμο αυτό ονομαζόταν «φώτισμα».

Κάθε είδους επικοινωνία μεταξύ των νέων πριν από το γάμο, με πολύ μικρές εξαιρέσεις, θεωρούταν ταμπού. Τον κύριο ρόλο σχετικά με τη δημιουργία της νέας οικογένειας είχαν οι συμπέθεροι. Οι νεόνυμφοι ήταν οι τελευταίοι που είχαν δικαίωμα άποψης. Οι συνομιλίες μεταξύ των νεόνυμφων σε δημόσιους χώρους θεωρούταν σημάδι κακής αγωγής. Η λειτουργία της οικογένειας χαρακτηριζόταν από ένα αυστηρό πατριαρχικό καθεστώς που εγγυόταν την τάξη, τον σεβασμό και την ενότητα. Τα διαζύγια ήταν κάτι το άγνωστο. Η σαρακατσάνικη οικογένεια ήταν πολυπληθής, είχε τουλάχιστον 4 παιδιά και δυο ηλικιωμένους γονείς, οι οποίοι ασχολούνταν με την ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, καθώς η μητέρα συχνά βοηθούσε τον σύζυγό της στις εργασίες εκτός σπιτιού. Ο σεβασμός προς τους γονείς και τους ηλικιωμένους ήταν στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Επρόκειτο για μια κοινωνία με υψηλές ηθικές αξίες που άγγιζε τα όρια του ιδανικού. Ήταν ένας αξιοσημείωτος συνδυασμός της πάλης με τα στοιχεία της φύσης και των ατελείωτων τραγουδιών και χορών. Μια ζωή που εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη φύση, και την ίδια στιγμή, κυλούσε σε πλήρη αρμονία μαζί της!

Οι Σαρακατσάνοι μπορούσαν να προβλέψουν τον καιρό, γνώριζαν την ώρα χωρίς να χρησιμοποιούν ρολόι και έκαναν μαντείες εξετάζοντας τα πλευρά του σφαγίου. Η πίστη στο Θεό και η τήρηση των κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα. Η θυσία του νέου αρσενικού αμνού στη μνήμη των Αγίων της Εκκλησίας – του Αγ. Γεωργίου, του Προφήτη Ηλία, της Παναγίας, του Αγ. Δημητρίου κ.α. – ήταν κανόνας για κάθε σαρακατσάνικη οικογένεια. Αυτό, φυσικά, αποτελούσε και αφορμή για γλέντι. Μαζεύονταν όλοι σε ένα μέρος και έχοντας πιει πολύ λίγο αλκοόλ, το τραγούδι σαν να ανάβλυζε απευθείας από την ψυχή τους. Οι άνδρες ξεκινούσαν το τραγούδι και οι γυναίκες, που κάθονταν παραδίπλα, επαναλάμβαναν το στίχο. Το τραγούδι δεν συνοδευόταν από μουσικά όργανα, παρά μόνο από τους ήχους της τζαμάρας. Έχοντας μια πολύ πλούσια μουσική κληρονομιά, οι Σαρακατσάνοι αντιδρούσαν άμεσα στα γεγονότα της εποχής τους. Έτσι, υπάρχουν τραγούδια που αναφέρονται στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα του 1821, αλλά και στον Ρώσο – τουρκικό πόλεμο του 1878 και συγκεκριμένα στην πολιορκία της πόλης Πλέβεν. Είναι πολύ εύστοχη η έκφρασή μας που λέει πως όταν τραγουδάμε κλαίμε, και όταν κλαίμε τραγουδάμε. Είναι πραγματικά συγκλονιστική η εμπειρία του να παρακολουθήσει κανείς μια σαρακατσάνικη κηδεία, και ειδικά όταν κηδεύεται κάποιος νέος άνθρωπος. Το μοιρολόι, που είναι και αυτό τραγούδι, λέγεται με τόσο πόνο και είναι τέτοιος ο θρήνος που μπορεί να συγκινήσει και τον πιο σκληρό άνθρωπο. Υπάρχει μια αίσθηση αρχαίας τραγωδίας όπως σε εκείνες του Σοφοκλή. Ο πόνος για το χαμένο παιδί δεν χάνεται ποτέ και ακολουθεί τη δύστυχη μητέρα έως το τέλος της ζωής της. Στο παρελθόν οι Σαρακατσάνοι κήδευαν τους νεκρούς τους μόνο σε ορισμένα μέρη στην πλησιέστερη πόλη ή χωριό, κάτι που δεν είναι νομαδικό έθιμο.

Σήμερα, οι Σαρακατσάνοι ζούμε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον και προσπαθούμε να είμαστε αντάξιοι κληρονόμοι των προγόνων μας, προσφέροντας τη δική μας συμβολή στον πολιτισμό του τόπου που ζούμε και της Πατρίδας μας γενικότερα.



Δεν υπάρχουν σχόλια: