Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Σλαβικές και Βουλγαρικές εγκαταστάσεις στα Βαλκάνια

Η βουλγαρική ήττα στον Σπερχειό 
(μικρογραφία από το περίφημο έργο του Ιωάννου Σκυλίτζη 
"Σύνοψις Ιστοριών" - ΙΑ΄ αιώνας)

Σλαβικές και Βουλγαρικές 
εγκαταστάσεις στα Βαλκάνια
Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη

Όπως είναι γνωστό* οι πρώτες εμφανίσεις (επιδρομές και όχι εγκαταστάσεις) Σλάβων στην Χερσόνησο του Αίμου χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα μ.Χ. επί Ιουστινιανού Α΄ (527-565) και επομένως οποιαδήποτε σχέση των τότε (άρα και των σημερινών Σλάβων) με τους αρχαίους Μακεδόνες και τον Μ. Αλέξανδρο είναι πρακτικά αδύνατη, αν αναλογισθούμε το χάσμα των 900 χρόνων που μεσολαβεί. Επομένως, οι ισχυρισμοί των Σκοπιανών μόνον ως ανέκδοτο μπορούν να αντιμετωπισθούν. Οι Σλάβοι της εποχής εκείνης ήσαν υποτελείς των Αβάρων, ενός ληστρικού νομαδικού λαού (πιθανόν πρωτοτουρκικής καταγωγής), προερχόμενου από την κεντρική Ασία, όπως οι Ούννοι του 4ου αιώνα μ.Χ., εγκατεστημένου ήδη στις πεδιάδες της Παννονίας (η μετέπειτα Ουγγαρία) και τους ακολουθούσαν ως βοηθητικά στρατεύματα.

Άβαροι


Οι Άβαροι, κύριοι της παννονικής πεδιάδας, το 582 κατέλαβαν – μετά από πολιορκία δύο ετών – και κατέστρεψαν το Σίρμιον (σημερ. Sremska Mitrovica, στην επαρχία της Βοϊβοδίνας – Vojvodina της βόρειας Σερβίας) ένα ισχυρό φρούριο στον παραπόταμο του Δούναβη, τον Σαύο (Sava), ενώ στην συνέχεια καταλαμβάνουν την γειτονική Σιγγιδόνα (Singidunum, το σημερινό Βελιγράδι). Με αυτόν τον τρόπο απέκτησαν εύκολη διάβαση του Δούναβη και πρόσβαση στις βυζαντινές επαρχίες της χερσονήσου του Αίμου και ιδιαίτερα στην περιοχή του Ιλλυρικού, αλλά και στην Άνω Μοισία (σημερινή Σερβία) και Κάτω Μοισία (η σημερινή βόρεια Βουλγαρία), τις οποίες άρχισαν να λεηλατούν και να καταστρέφουν συστηματικά.


Οι Άβαροι, μαζί με τους πρωτοεμφανιζόμενους για πρώτη φορά σε ελληνικά εδάφη Σλάβους υποτελείς τους (Σκλαβηνοί) επιχειρούν την Α΄ πολιορκία της Θεσσαλονίκης το 586 (ορισμένοι Ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αυτή πραγματοποιήθηκε αργότερα, το 597), χωρίς αποτέλεσμα.
Στο διάστημα των πενήντα περίπου χρόνων (585-635) τοποθετείται η μόνιμη και ομαδική εγκατάσταση των Σλάβων στην χερσόνησο του Αίμου, όχι στις ελληνικές περιοχές.
Οι ουσιαστικές εγκαταστάσεις Σλάβων στον ελλαδικό χώρο αρχίζουν από τον 7ο αιώνα, την εποχή του αιμοσταγούς και ανίκανου αυτοκράτορα Φωκά (602-612), όταν ολιγάριθμες ομάδες (πατριές) κτηνοτρόφων κυρίως Σλάβων, επωφελούμενες της αναταραχής στο βυζαντινό κράτος, εγκαθίστανται αρχικά σε κάποιες άγονες και δύσβατες περιοχές της Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Σύμφωνα με τις σπάνιες και ελάχιστες πηγές αυτής της περιόδου, οι περισσότεροι από αυτούς αφομοιώθηκαν βαθμιαία μέσα στον πολυάριθμο γενικό (ελληνικό) πληθυσμό.
Οι Άβαροι το έτος 626 μαζί με τους υποτελείς τους, Σλάβους και Γεπίδες (ένα γερμανικό φύλο) και σε συνεργασία με τους Σασσανίδες Πέρσες πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη, ενώ ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (610-641) απουσίαζε σε εκστρατεία στην Λαζική (η αρχαία Κολχίς), αλλά απέτυχαν και υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Η αποτυχία μπροστά στα τείχη της Κων/πολης υπήρξε η αρχή του τέλους για τους Αβάρους. Υποχώρησαν στην Παννονία εγκαταλείποντας την χερσόνησο του Αίμου στα σλαβικά φύλα. Το αβαρικό κράτος διαλύθηκε οριστικά την δεκαετία του 810 από τα συντριπτικά κτυπήματα που επέφεραν οι Φράγκοι του Καρλομάγνου και οι Βούλγαροι του Κρούμου.
Σύμφωνα με την Βυζαντινολόγο Καθηγήτρια Βαλκανικής Ιστορίας του Παν/μίου Ιωαννίνων Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου:
«...Οι σλαβικές εγκαταστάσεις στο Βαλκανικό χώρο έληξαν ουσιαστικά λίγα χρόνια μετά το 626 (δηλ. μετά τη μεγάλη ήττα των Αβαροσλάβων μπροστά στα τείχη της Βασιλεύουσας, ήττα που σήμανε την εξασθένιση και διάσπαση του Αβαρικού κράτους) και οπωσδήποτε πριν από το θάνατο του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641). Σ’ αυτό το διάστημα των πενήντα περίπου χρόνων (585-635) τοποθετείται η μόνιμη και ομαδική εγκατάσταση των Σλάβων στη χερσόνησο του Αίμου, γεγονός που άλλαξε την εθνολογική σύσταση του βορείου τμήματος της Βαλκανικής...».
Και παρακάτω:
«...Η διαδικασία της ένταξης ολοκληρώθηκε με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων και την οργάνωση της Εκκλησίας τους, γεγονός που συνέβαλε αποφασιστικά και στην αφομοίωσή τους. Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων εποίκων στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας έγινε σταδιακά και κατά τόπους, αλλά οπωσδήποτε είχε σε μεγάλο βαθμό συντελεστεί στις αρχές του 9ου αι. Επομένως προηγήθηκε κατά πολύ της επίσημης αποστολής του Κυρίλλου και του Μεθοδίου στη Μοραβία το 864 και είναι ανεξάρτητος από τον εκχριστιανισμό των εκτός των συνόρων της αυτοκρατορίας Σλάβων. [...] Η παρουσία ελληνικού πληθυσμού συνέβαλε αποφασιστικά στο έργο της αφομοίωσης. Γιατί, ενώ η υποταγή και η ένταξη προϋποθέτουν την επέμβαση του κράτους, μέτρα δηλ. «εκ των άνω», η αφομοίωση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συμμετοχή του γηγενούς πληθυσμού, χωρίς δηλ. την παρουσία ισχυρού ελληνικού στοιχείου, το οποίο βέβαια ενισχύθηκε, όπως αναφέραμε, και από τη μεταφορά πληθυσμών από τη Μ. Ασία.
Αυτός ο εξελληνισμός επιβεβαιώνεται και από τα τοπωνύμια. Πρόσφατη έρευνα (σημ. ΔΕΕ: του Γάλλου F. Brunet, 1985) βασισμένη κυρίως στη μελέτη των εγγράφων του 10ου-15ου αι. καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει σημαντική αύξηση των ελληνικών ή εξελληνισμένων τοπωνυμίων της Μακεδονίας σε σύγκριση με τα σλαβικά τοπωνύμια των ίδιων περιοχών των αμέσως προηγούμενων χρόνων. Και τούτο βέβαια υποδηλώνει τον εξελληνισμό των Σλάβων αυτού του χώρου υπό την επίδραση του ισχυρού ελληνικού στοιχείου.
Σύμφωνα με τον κατάλογο του Max Vasmer - τη μόνη ως τώρα παρά τις αδυναμίες της συνολική καταγραφή, τα σλαβικά μακροτοπωνύμια του ελληνικού χώρου είναι 2123 και κατανέμονται κατά περιοχές ως εξής: Μακεδονία 730, Θράκη 45, "Ήπειρος 412, Θεσσαλία 165, Αιτωλοακαρνανία 98, Ευρυτανία 48, Φθιώτιδα 55, Φωκίδα 45, Βοιωτία 22, Αττική 18, Πελοπόννησος 429, Νησιά του Ιονίου 16, Εύβοια 19, Νησιά του Αιγαίου 4, Κρήτη 17.
Ακόμη και αν δεν έχουν καταγραφεί όλα τα σλαβικά μακροτοπωνύμια του ελληνικού χώρου, ο αριθμός είναι πολύ μικρός σε σύγκριση με το σύνολο των δεκάδων χιλιάδων ελληνικών τοπωνυμίων. 
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο αριθμός αυτός δεν αντιπροσωπεύει απόλυτα την πραγματικότητα, γιατί α) περιέχει τοπωνύμια τα όποια εσφαλμένα θεωρούνται σλαβικά, ενώ μπορούν να εξηγηθούν από την ελληνική ή και την ιταλική γλώσσα, β) περιέχει σλαβικά τοπωνύμια πού μαρτυρούνται από μεσαιωνικές πηγές, αλλά δεν διασώθηκαν ως τή σύγχρονη εποχή και ταυτόχρονα τοπωνύμια σλαβικά πού εμφανίστηκαν σχετικά μεταγενέστερα και επέζησαν ως τις ημέρες μας. Ορισμένα σλαβικά τοπωνύμια δεν αποτελούν πρωτογενείς σλαβικές ονοματοθεσίες, άλλα οφείλονται σε δευτερογενείς σχηματισμούς, γιατί, παρόλο πού προέρχονται από λέξεις σλαβικές, δόθηκαν στο χώρο άπό τρίτους φορείς, Έλληνες, Βλάχους η Αλβανούς, και όχι από τούς ίδιους τους Σλάβους.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι τα σλαβικά τοπωνύμια δείχνουν ένα λαό γεωργικό, πού αγνοούσε τον αστικό βίο και δεν είχε αναπτυχθεί πολιτικό και πολιτιστικά: τα περισσότερα τοπωνύμια έχουν σχέση με την καθημερινή ζωή και τη φύση, με τον αγροτικό και ποιμενικό βίο- δεν μαρτυρούνται τοπωνύμια με αφηρημένες έννοιες η δηλωτικά τού δημόσιου βίου και τής θρησκευτικής ζωής, που θα υποδήλωναν κάποια εξελιγμένη πολιτικά και πολιτιστικά κοινωνία. Το μέγεθος των εγκαταστάσεων των Σλάβων στόν ελληνικό χώρο δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστή αριθμητικά. Ωστόσο, ο P. Charanis παρατηρεί ότι «δεν θα πρέπει να ήταν υπερβολικά πολυάριθμοι σε σύγκριση με τον γηγενή πληθυσμό [...] γιατί διαφορετικά δεν θα είχαν χάσει οι περισσότεροι από αυτούς την ταυτότητα τους»...".

(Σλαβικές εγκαταστάσεις στη Μεσαιωνική Ελλάδα «Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν» Αθήνα 1993)

Μέχρι τον 9ο αιώνα
Ένα άλλο στοιχείο που αγνοείται ή παραβλέπεται είναι ότι ο αρχικός πυρήνας των Βουλγάρων (Πρωτο-Βούλγαροι) που εγκαταστάθηκαν νοτίως του Δουνάβεως, στις θρακικές πεδιάδες και δημιούργησαν το πρώτο Βουλγαρικό κράτος (681), δεν ήσαν Σλάβοι. Προέρχονταν από την κεντρική Ασία και αρχικά, μεταξύ του 2ου αιώνα μ.Χ. και των μέσων του 7ου αιώνα, θα κυριαρχήσουν στην ποντική στέππα, δηλ. τις εκτάσεις της σημερινής νότιας Ρωσσίας και νότιας Ουκρανίας, βορείως του Ευξείνου Πόντου. Γύρω στο 655 θα συντριβούν από τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας των Χαζάρων (μια συνομοσπονδία φυλών, κυρίως τουρκικής καταγωγής και επομένως συγγενείς των Πρωτο-Βουλγάρων) και θα διασπαστούν σε δύο τμήματα. Το ένα θα εγκατασταθεί στην περιοχή του Βόλγα (Βούλγαροι του Βόλγα), ενώ το άλλο θα μετακινηθεί στην περιοχή του Δούναβη (Βούλγαροι του Δούναβη) και μετά την νίκη τους επί των Βυζαντινών θα ιδρύσουν το Βουλγαρικό κράτος, όπως προαναφέραμε. Οι υπόλοιποι, που παρέμειναν στην περιοχή της Αζοφικής, θα αφομοιωθούν από τους Χαζάρους.


Το πρώτο βουλγαρικό κράτος (Χανάτο)

Η γλώσσα τους (Πρωτο-Βουλγαρική), σύμφωνα με γλωσσολογικές έρευνες, ήταν συγγενής με την σημερινή Τσουβασική, μια γλώσσα της οικογένειας των Αλταϊκών γλωσσών (Μογγολικές, Τουρκικές, Μαντζουριανές-Τογγουσικές γλώσσες και διάλεκτοι). Οι Πρωτο-Βούλγαροι θα αφομοιώσουν βαθμιαία τα σλαβικά φύλα που ήσαν εγκατεστημένα στην Θράκη, καθώς και τους εκρωμαϊσμένους ή εξελληνισμένους απογόνους των αρχαίων Θρακών και έτσι θα προκύψει ο μετέπειτα βουλγαρικός λαός, ένα μείγμα των παραπάνω ανθρωπολογικών-φυλετικών στοιχείων. Στην διάρκεια αυτής της διαδικασίας, οι Πρωτο-Βούλγαροι θα χάσουν την αρχική τους γλώσσα και θα υιοθετήσουν την σλαβική γλώσσα των υποτελών τους, η οποία κατατάσσεται στην ομάδα των νοτίων Σλαβικών γλωσσών (Βουλγαρικά, Σερβικά, Κροατικά, Σλοβενικά).

ΔΕΕ

* Υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία για το θέμα. Περιορίζομαι σε έργα τριών Ιστορικών, τους οποίους θεωρώ ως τους πλέον γνωστούς και αξιόπιστους:

1. Α.Α.Vasiliev: History of Byzantine Empire σελ. 215-216

2. Ι. Α. Καραγιαννόπουλου: Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τόμ. Β΄ σελ. 39-40

3. John Julius Norwich: BYZANTIUM The early centuries, σελ. 260 κ.ε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish