Η στήλη της Ροζέττας με τα τρία κείμενα: Στην αιγυπτιακή γλώσσα σε ιερογλυφική και δημοτική γραφή και το ελληνικό κείμενο (στο κάτω τμήμα της στήλης)
(Συνεχίζουμε από την προηγούμενη ανάρτηση)
Δυναστείες 26η έως 30η
Ήδη όμως στην Κάτω Αίγυπτο, ο γιος του Νεχώ, ο Ψαμμήτιχος Ι (664-610 π.Χ.), επωφελούμενος των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι Ασσύριοι στην χώρα τους, θα ανακηρυχθεί Φαραώ και θα επιτύχει σύντομα να ενοποιήσει την χώρα, ιδρύοντας την ιθαγενή 26η Δυναστεία (664-525 π.Χ.) της Αιγύπτου, την λεγόμενη Σαϊτική. Μεταξύ των ετών 664 και 657 ο Ψαμμήτιχος Ι, θα υποτάξει όλους τους τοπικούς ηγεμόνες στην Κάτω Αίγυπτο και θα τοποθετήσει την κόρη του στην θέση της Μεγάλης Ιέρειας στις Θήβες. Οι εκστρατείες του Ψαμμήτιχου Ι για την ενοποίηση της χώρας, ήσαν αξιοσημείωτες και από μια άλλη σκοπιά, διότι υπήρξε ο πρώτος Φαραώ που προσέλαβε Έλληνες (Ίωνες) και Κάρες μισθοφόρους. Αυτή η πράξη του Ψαμμήτιχου Ι θα γίνει κανόνας για τα επόμενα 300 χρόνια και πολλοί από αυτούς τους μισθοφόρους θα εγκατασταθούν με τις οικογένειές τους στην Αίγυπτο. Με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργηθεί μια ελληνική παροικία στην χώρα, η οποία θα διαδραματίσει έναν δυσανάλογο προς το μέγεθός της ρόλο στην Ιστορία της Αιγύπτου, λόγω της εξειδίκευσής τους στο εμπόριο και τις πολεμικές τέχνες.
Στην διάρκεια της 26ης Δυναστείας η Αίγυπτος θα αποκτήσει βαθμιαία μεγάλο βάρος στις Διεθνείς σχέσεις της εποχής. Ο στόχος των Φαραώ αυτής της περιόδου ήταν να ξανακερδίσουν την Παλαιστίνη και την Συρία και με την επιδέξια διπλωματία τους να στρέφουν τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής εναντίον της πλέον ισχυρής και επικίνδυνης. Έτσι, ο Ψαμμήτιχος Ι, θα υποστηρίξει την Λυδία (βλ. λήμμα Λυδοί) και αργότερα την Βαβυλώνα εναντίον της Ασσυρίας, ενώ μετά την γοργή παρακμή της Ασσυρίας θα αλλάξει πολιτική υποστηρίζοντάς την, εναντίον των επεκτατικών Χαλδαίων ηγεμόνων της Νεο-Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας (626-556 π.Χ.) και των Μήδων της ανερχόμενης Μηδικής αυτοκρατορίας.
Οι διάδοχοι του Ψαμμήτιχου Ι, ο Νεχώ ΙΙ (610-595 π.Χ.), ο Ψαμμήτιχος ΙΙ (595-589 π.Χ.) και ο Απρίης (589-570 π.Χ.), θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τους εχθρούς της Νεο-Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας, μέχρι την εποχή που η Περσία άρχισε να αναδεικνύεται σε μεγάλη Δύναμη. Ο Φαραώ Απρίης, ακολουθώντας την πολιτική των προκατόχων του θα υποστηρίξει τα παλαιστινιακά κρατίδια εναντίον των Βαβυλωνίων, αλλά χωρίς επιτυχία, αφού επί της βασιλείας του θα πραγματοποιηθεί η δεύτερη άλωση της Ιερουσαλήμ και η καταστροφή της από τα στρατεύματα του Ναβουχοδονόσορα, καθώς και η γνωστή από την Γραφή «Βαβυλώνιος αιχμαλωσία» των Εβραίων. Οι αποτυχίες του Απρίη θα συνεχισθούν όταν το 570 π.Χ. θα αποφασίσει να υποστηρίξει κάποιον τοπικό Λίβυο ηγεμόνα της Κυρηναϊκής εναντίον των Ελλήνων αποίκων. Ένα εκστρατευτικό σώμα αποτελούμενο μόνον από Αιγυπτίους, θα αποσταλεί, αλλά θα ηττηθεί και θα στασιάσει. Ο Φαραώ θα στείλει τον στρατηγό του Άμασι να καταστείλει την ανταρσία, αλλά αυτός θα ενωθεί με τους στασιαστές, θα ανακηρυχθεί Φαραώ και θα εξαναγκάσει τον Απρίη να καταφύγει εξόριστος στην Βαβυλώνα. Το 567 π.Χ. ο Απρίης θα επανέλθει με ένα βαβυλωνιακό στρατό εισβολής που έστειλε ο ισχυρός αυτοκράτορας Νεμπουχαντρεζζάρ ΙΙ (Nebuchadrezzar = Nabu-kudurri-usur, 604-562 π.X.), ο Ναβουχοδονόσωρ των κλασσικών πηγών, αλλά οι Βαβυλώνιοι θα ηττηθούν και ο Απρίης θα χάσει την ζωή του.
Ο Φαραώ Άμασις (Amasis, 570-526 π.Χ.), θα επαινεθεί ιδιαίτερα από τις ελληνικές πηγές της εποχής (βλ. Ηρόδοτος, Β΄ 169-182), λόγω των σημαντικών προνομίων που παραχώρησε στην ελληνική παροικία που είχε κέντρο την πόλη του δυτικού Δέλτα Ναύκρατι, στα νοτιοδυτικά της Σάϊδος. Η βασιλεία του Άμασι αλλά και γενικότερα η περίοδος της Σαϊτικής Δυναστείας θεωρείται περίοδος ευημερίας και προσπάθειας αναβίωσης του ένδοξου παρελθόντος της χώρας. Τα τελευταία χρόνια της μακρόχρονης βασιλείας του θα επισκιασθούν από την αυξανόμενη άνοδο της Περσικής αυτοκρατορίας και της επεκτατικής πολιτικής των ηγεμόνων της, οι οποίοι επιδιώκουν συνεχώς νέες κατακτήσεις.
Ο διάδοχος του Άμασι, Ψαμμήτιχος ΙΙΙ (526-525 π.Χ.), θα υποστεί τις συνέπειες αυτής της πολιτικής και η Αίγυπτος θα κατακτηθεί από τον Πέρση αυτοκράτορα, Καμβύση ΙΙ (529-522 π.Χ.), με τρόπο αδίστακτο και ανόσιο, όπως υποστηρίζει ο Ηρόδοτος (Γ΄ 1-38, 61-66). Με τον θάνατο του Ψαμμήτιχου ΙΙΙ λήγει η 26η Δυναστεία, ενώ ο Καμβύσης ΙΙ, ο οποίος πήρε όλους τους τίτλους των Αιγυπτίων Φαραώ, θεωρείται ο ιδρυτής της 27ης Δυναστείας (Περσική, 525-404 π.Χ.).
Το 404 π.Χ. ο Αμυρταίος της Σάϊδος, επωφελούμενος από τον θάνατο του Δαρείου ΙΙ (424-404 π.Χ.), θα επαναστατήσει εναντίον της περσικής κυριαρχίας και αντίθετα με παρόμοιες απόπειρες που έγιναν στο παρελθόν θα καταφέρει να απελευθερώσει το Δέλτα και να ανακηρυχθεί Φαραώ. Ο Αμυρταίος (404-399 π.Χ.), θα αναγνωρισθεί και στην Άνω Αίγυπτο και μέχρι το 400 π.Χ. ολόκληρη η χώρα θα βρεθεί υπό την εξουσία του. Θα καταγραφεί από τον Μανέθωνα, ως ο μοναδικός Φαραώ της 28ης Δυναστείας. Το 399 π.Χ. ο Νεφερίτης, από την πλούσια πόλη Μένδη του ανατολικού Δέλτα, θα εκθρονίσει τον Αμυρταίο και θα ανακηρυχθεί Φαραώ (Νεφερίτης Ι, 399-393 π.Χ.), θεωρούμενος ιδρυτής της 29ης Δυναστείας της Αιγύπτου (393-380 π.Χ.).
Οι επόμενοι Φαραώ, Ψάμμουθις (393 π.Χ.) και Άχωρις (Hakoris 393-380 π.X.), θα επιδείξουν, ιδίως ο δεύτερος, αξιόλογη δραστηριότητα και η χώρα θα γνωρίσει μια περίοδο ευημερίας. Με την βοήθεια Ελλήνων μισθοφόρων που αποτελούσαν πλέον την πλειοψηφία του αιγυπτιακού στρατού, καθώς και Ελλήνων στρατηγών, θα αποκρουσθούν περσικές εισβολές μεταξύ των ετών 385-383 π.Χ. Ο γιος του Άχωρι, ο Νεφερίτης ΙΙ (380 π.Χ.), θα βασιλεύσει μόνον 4 μήνες και θα ανατραπεί από τον στρατηγό Νεκτανεβώ, ο οποίος θα ανακηρυχθεί Φαραώ.
Η καταγωγή του
Νεκτανεβώ Ι (Nekhtnebef, 380/379-361/360 π.Χ.), ήταν από την πόλη
Σεβέννυτο (15 χλμ. περίπου δυτικά της Μένδης), μια άλλη σημαντική πόλη του Δέλτα. Με την βασιλεία του αρχίζει η περίοδος της
30ης Δυναστείας, της τελευταίας ιθαγενούς Δυναστείας της Αιγύπτου (380-343 π.Χ.).
Το 373 π.Χ. θα σημειωθεί νέα περσική εισβολή στην διάρκεια της οποίας οι Αιγύπτιοι είχαν σημαντικές απώλειες, αλλά μια μεγάλη πλημμύρα του Δέλτα και η διαφωνία του Πέρση σατράπη Φαρνάβαζου με τον Έλληνα στρατηγό του, θα σώσουν την Αίγυπτο.
Στην διάρκεια της βασιλείας του γιου και διαδόχου του Νεκτανεβώ Ι, του Φαραώ Ταχώ (Tachos, 361/360-359/358 π.X.), ο Τεώς κατά Μανέθωνα, η Αίγυπτος θα ασκήσει μια επιθετική εξωτερική πολιτική. Ο Ταχώ, που διέθετε ισχυρό στρατό και στόλο, με την βοήθεια του Έλληνα (Αθηναίου) στρατηγού Χαβρία (που ανέλαβε τον στόλο) και του βασιλιά της Σπάρτης Αγησιλάου (που ανέλαβε την διοίκηση των χερσαίων δυνάμεων), θα εισβάλει στην Παλαιστίνη (βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Φοίνικες), αλλά στην διάρκεια της εκστρατείας, μια εξέγερση στην Αίγυπτο, προϊόν πολύπλοκων συνωμοσιών, θα τον ανατρέψει και στον θρόνο θα ανέλθει ο ανιψιός του, ο Νεκτανεβώ ΙΙ (359/358-343 π.Χ.). Ο νέος Φαραώ θα αντιμετωπίσει αρχικά με επιτυχία δυο νέες περσικές εισβολές, μία γύρω στο 354 π.Χ. και μια δεύτερη το 351/350 π.Χ., αλλά στην τρίτη εισβολή θα ηγηθεί ο ίδιος ο Αρταξέρξης ΙΙΙ Ώχος (358-338 π.Χ.), ο οποίος θα συντρίψει τις αιγυπτιακές δυνάμεις το 343 π.Χ. και θα ξανακερδίσει την Αίγυπτο, επαναφέροντάς την και πάλι στην Περσική Αυτοκρατορία (343-332 π.Χ.). Ο Νεκτανεβώ ΙΙ θα καταφύγει στην Νουβία και δεν γνωρίζουμε τίποτε για την τύχη του.
Στην διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αφού προηγήθηκαν οι νίκες του εναντίον των Περσών, η Αίγυπτος θα κατακτηθεί το 332 π.Χ. αμαχητί. Οι Αιγύπτιοι τον υποδέχθηκαν ως απελευθερωτή της χώρας, η οποία μέχρι το 305 π.Χ. συμπεριλαμβάνεται θεωρητικά στο Μακεδονικό Βασίλειο. Θα πρέπει να αναφερθεί στο σημείο αυτό η ίδρυση από τον Μ. Αλέξανδρο της Αλεξάνδρειας, η οποία θα αναδειχθεί σύντομα σε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα του Ελληνικού Πολιτισμού, επισκιάζοντας ακόμα και αυτήν την (τότε παρακμάζουσα βέβαια) Αθήνα. Ο φάρος της θα χαρακτηρισθεί ως ένα από τα 7 θαύματα του Αρχαίου Κόσμου και η περίφημη Βιβλιοθήκη της θα συγκεντρώσει το σύνολο σχεδόν της αρχαίας ελληνικής πνευματικής παραγωγής, με τους 700.000 παπύρους (!) που θα φθάσει να κατέχει. Λέγεται ότι με την καταστροφή της χάθηκαν τα ¾ της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. (*)
Το 305 π.Χ., ο ικανός στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου, Πτολεμαίος ο Λάγου, θα ανακηρυχθεί βασιλεύς της Αιγύπτου, της οποίας είχε αναλάβει την διοίκηση ήδη από το 322 π.Χ., ιδρύοντας την περίφημη ελληνιστική Δυναστεία των Πτολεμαίων ή Λαγιδών (305-30 π.Χ.), η οποία από ορισμένους Ιστορικούς, θεωρείται ως η 31η Δυναστεία της Αιγύπτου. Η Δυναστεία θα σβήσει με την αυτοκτονία της Βασίλισσας Κλεοπάτρας Ζ΄ και την ρωμαϊκή κατάκτηση.
__________________________________________
(*) Η πρώτη σημαντική καταστροφή που υπέστη η Βιβλιοθήκη συνέβη κατά την διάρκεια της κατάκτησης της Αιγύπτου από τον Ιούλιο Καίσαρα (48/47 π.Χ.), όταν η φωτιά από την πυρπόληση του ρωμαϊκού στόλου στον λιμένα της Αλεξανδρείας από τον Αχιλλά, στρατηγό του Πτολεμαίου ΙΒ΄, επεκτάθηκε και κατέκαψε το «Μουσείο» (τμήμα του οποίου αποτελούσε η Βιβλιοθήκη) και μέρος της Βιβλιοθήκης. Στην συνέχεια η Βιβλιοθήκη αποκαταστάθηκε και εμπλουτίσθηκε με πάνω από 200.000 τόμους, τους οποίους μετέφερε από την Βιβλιοθήκη της Περγάμου και δώρισε στην Κλεοπάτρα Ζ΄ ο Μάρκος Αντώνιος.
Η δεύτερη καταστροφή της Βιβλιοθήκης σημειώνεται στην διάρκεια των χρόνων του αυτοκράτορα Καρακάλλα (211-217 μ.Χ.), όταν δημεύθηκε η περιουσία του «Μουσείου» της Αλεξανδρείας και καταστράφηκε μεγάλο μέρος της Βιβλιοθήκης, η οποία αποκαταστάθηκε επί αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235 μ.Χ.).
Η οριστική καταστροφή της συντελέσθηκε το 390 μ.Χ. όταν με προτροπή του πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλου (385-412) ένας όχλος χριστιανών με επικεφαλής φανατισμένους καλόγερους πυρπόλησε την Βιβλιοθήκη. Η καταστροφή ολοκληρώθηκε το 415 επί πατριάρχη Κύριλλου (412-444), ο οποίος εξαπέστειλε μια ομάδα αποθηριωμένων καλογήρων για να καταστρέψουν ό,τι είχε απομείνει. Από τον ίδιο όχλο κατακρεουργήθηκε τότε και η περίφημη μαθηματικός και φιλόσοφος Υπατία, της οποίας ουσιαστικός δολοφόνος και ηθικός αυτουργός στην δολοφονία της υπήρξε ο ίδιος ο πατριάρχης Κύριλλος, που αργότερα ανακηρύχθηκε Άγιος (!).
Αυτή υπήρξε σε γενικές γραμμές η Προϊστορία και η Ιστορική διαδρομή των Αιγυπτίων, από την Νεολιθική Εποχή μέχρι την τελική κατάκτησή της από τους Ρωμαίους, μια μακρόχρονη διαδρομή 5000 ετών περίπου. Για τις πολιτιστικές σχέσεις Ελλάδος-Αιγύπτου, τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους και τις εξωφρενικές θεωρίες που διαδίδονται τελευταίως περί αιγυπτιακής καταγωγής του ελληνικού πολιτισμού βλ. Lefkowitz, Mary & Guy MacLean Rogers (ed.): Black Athena Revisited-The University of North Carolina Press, 1996.
Ως προς την αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα τώρα, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ανήκει στην ομάδα των λεγομένων «Χαμιτικών» γλωσσών, στην οποία ανήκουν και άλλες γλώσσες, εντοπιζόμενες στο βόρειο και ανατολικό τμήμα της Αφρικανικής Ηπείρου. Οι Χαμιτικές γλώσσες περιλαμβάνουν τον Αιγυπτιακό κλάδο, τον Βερβερικό ή Βερβερολιβυκό κλάδο (στον οποίον ανήκουν η γλώσσα των Τουαρέγκ της Σαχάρας, η Καβυλιανή των Βερβέρων της Αλγερίας και οι γλώσσες των Βερβέρων του Μαρόκου και της Μαυριτανίας) και τέλος τον Κουσιτικό κλάδο στον οποίον κατατάσσονται η γλώσσα των Γκάλα (Ορόμο) της Αθιοπίας, η Σομαλική, η γλώσσα Ντανκάλι ή Άφαρ (στην ΒΑ Αιθιοπία και στην Δημοκρατία του Τζιμπουτί) και η γλώσσα Σιντάμα (στην ΝΔ Αιθιοπία), καθώς και η ομάδα των γλωσσών Ομο στην ΝΔ Αιθιοπία.
Η Αιγυπτιακή είναι μια νεκρή γλώσσα σήμερα και η εξέλιξή της περιλαμβάνει τρία μεγάλα στάδια:
α.
Αρχαία Αιγυπτιακή (μέχρι το 700 π.Χ. περίπου, διακρινόμενη σε Πρώϊμη, Μέση και Ύστερη Αρχαία Αιγυπτιακή)
β.
Δημώδης Αιγυπτιακή (700 π.Χ. – 400 μ.Χ. περίπου) και
γ.
Κοπτική (από τον 2ο αιώνα μ.Χ. μέχρι τον 17ο / 18ο αιώνα περίπου)
Η Αρχαία Αιγυπτιακή γλώσσα έχει καταγραφεί αρχικά σε επιγραφές μνημείων, που οι παλαιότερες χρονολογούνται γύρω στο 3000 π.Χ. στην λεγόμενη ιερογλυφική αιγυπτιακή γραφή. Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονται σήμερα ότι οι Αιγύπτιοι παρέλαβαν την ιδέα της γραφής από την Μεσοποταμία με την διαδικασία που είναι γνωστή στην Πολιτιστική Ανθρωπολογία ως «διάδοση ερεθίσματος» (stimulus diffusion).
Δείγμα ιερατικής γραφής
από την περίοδο της 20ης Δυναστείας
Η ιερογλυφική γραφή, που αρχικά ήταν γραφή λέξεων, ονομάσθηκε έτσι από τους αρχαίους Έλληνες (ιερογλυφικά γράμματα) γιατί οι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι τα χαραγμένα σημεία της ήσαν ιερά. Έφθασε στην ολοκλήρωσή της την περίοδο της 3ης Δυναστείας και δεν θα αλλάξει μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. οπότε έπαυσε να χρησιμοποιείται. Παράλληλα με την μνημειακή αυτήν γραφή οι Αιγύπτιοι ιερείς χρησιμοποιούσαν για την τρέχουσα χρήση και μια άλλη γραφή, που προέκυψε από την ιερογλυφική (γύρω στο 2900 π.Χ.), αλλά με σχέδιο πιο ελεύθερο και πιο ευκίνητο, που ονομάσθηκε ιερατική γραφή (από την ελληνική λέξη ιερατικός) και αργότερα την περισσότερο απλοποιημένη δημοτική (επίσης από την αντίστοιχη ελληνική λέξη), που χρησιμοποιήθηκε για να καταγράψει τις ανάγκες τις γλώσσας στην λεγόμενη Δημώδη περίοδο (βλ. παραπάνω). Στην εποχή των Πτολεμαίων η δημοτική γραφή χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Λογοτεχνία, αλλά και στην Διοίκηση. Η κοπτική γραφή, βασισμένη στο ελληνικό αλφάβητο με την προσθήκη επτά νέων χαρακτήρων προερχομένων από την δημοτική γραφή, χρησιμοποιήθηκε ως εκκλησιαστική γραφή της Κοπτικής Χριστιανικής Εκκλησίας της Αιγύπτου, μέχρι και σήμερα.
Οι προσπάθειες για την αποκρυπτογράφηση της ιερογλυφικής, αλλά και των άλλων τύπων γραφής της αρχαίας αιγυπτιακής γλώσσας, ξεκίνησαν ουσιαστικά τον 17ο αιώνα, όταν ο Ιησουΐτης καθηγητής ανατολικών γλωσσών Αθανάσιος Κίρχερ (Athanasius Kircher, 1601-1680) διατύπωσε το 1636 σε μια μελέτη του για την Κοπτική γλώσσα, την πεποίθηση, ότι η ζωντανή ακόμη τότε Κοπτική γλώσσα ήταν συνέχεια της αρχαίας αιγυπτιακής, αλλά γραμμένη σε αλφαβητική γραφή (το κοπτικό αλφάβητο). Θα περάσουν δυο αιώνες περίπου μέχρι το 1799, οπότε θα ανακαλυφθεί η περίφημη πλάκα από βασάλτη γνωστή ως «στήλη της Ροζέττας» (βλ. Εικόνα), από άνδρες του εκστρατευτικού σώματος του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Η στήλη, διαστάσεων 114 εκ. ύψος και 74 εκ. πλάτος, γραμμένη σε δυο γλώσσες (αρχαία αιγυπτιακά και ελληνικά) και τρεις γραφές (ιερογλυφική, δημοτική και μεγαλογράμματη ελληνική) αποτέλεσε το «κλειδί» για την λύση του μυστηρίου της ιερογλυφικής, αλλά την λύση θα δώσει μόλις το 1822 με την ανακοίνωσή του στην Ακαδημία των Παρισίων, ο μεγάλος Γάλλος Αιγυπτιολόγος Ιωάννης-Φραγκίσκος Σαμπογιόν (Jean-François Champollion).
Όπως αποδείχθηκε, το κείμενο αποτελούσε ένα είδος ψηφίσματος των ιερέων, πιθανόν της Μέμφιδος, με το οποίο ευχαριστούσαν τον Βασιλέα της Αιγύπτου Πτολεμαίο Ε΄ τον Επιφανή (205-180 π.Χ.), για τις ευεργεσίες του. Μια παρόμοια στήλη, ανάλογη με της Ροζέττας θα ανακαλυφθεί το 1866, με παρόμοιο περιεχόμενο, αλλά παλαιότερη. Το κείμενο, γνωστό ως «Ψήφισμα της Κανώπου» ή «Ψήφισμα της Μέμφιδος», όπως αργότερα επεκράτησε να ονομάζεται, είναι δίγλωσσο και σε τρεις γραφές (ιερογλυφική, δημοτική και ελληνική), αναφέρεται στις ευεργεσίες του Πτολεμαίου Γ΄ (246-222 π.Χ.) και της συζύγου του Βερενίκης. Θα μεταφρασθεί από μια ομάδα Γερμανών επιστημόνων, στην οποία συμμετείχε και ένας από τους μεγαλύτερους Αιγυπτιολόγους του 19ου αιώνα, ο Ριχάρδος Λέψιους (Richard Lepsius) και τότε μόνον η εργασία του Σαμπογιόν θα επιβεβαιωθεί οριστικά και πέρα από κάθε επιστημονική αμφισβήτηση.