Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Σκοπιανές πλαστογραφίες

 φωτογραφία: Έλενα Ε. ©

Είχαμε αναφερθεί σε παλαιότερη ανάρτησή μας (Σκοπιανά Μαθήματα «Ιστορίας»… ) στις πλαστογραφίες της Ιστορίας, όχι μόνον της ελληνικής, αλλά και της βουλγαρικής, από τους Σκοπιανούς "ιστορικούς", αλλά και το επίσημο Σκοπιανό κράτος, μέσω διαφόρων "ινστιτούτων", "πανεπιστημίων", "Μ.Κ.Ο." κ.λπ.
Δυστυχώς, αυτή η τακτική φαίνεται ότι αποδίδει, κυρίως σε χώρες που οι πολίτες τους ελάχιστα ασχολούνται με ιστορικά ζητήματα ή τα τεκταινόμενα στα εξωτικά Βαλκάνια.
Αυτές τις μέρες, με την ευκαιρία των εορτών του Πάσχα, κεντρικό βιβλιοπωλείο της Γενεύης διακόσμησε την βιτρίνα του με βιβλία θρησκευτικού γενικά περιεχομένου, με βασικό θέμα την βυζαντινή θρησκευτική τέχνη: Εικόνες, αρχιτεκτονική, αγιογραφίες και τα σχετικά.
Στο κέντρο της βιτρίνας (βλ. παραπάνω φωτογραφία) φιγουράρει ένα πολυτελές λεύκωμα κάποιων σκοπιανών "πλαστογράφων" (Sacho Korunovski-Elizabeta Dimitrova) με τον εξωφρενικό τίτλο "Η Βυζαντινή Μακεδονία", εννοώντας βεβαίως την περιοχή των Σκοπίων. Ο υπότιτλος είναι αρκούντως διαφωτιστικός: Ιστορία της "μακεδονικής" (sic) τέχνης από τον 9ο έως τον 14ο αιώνα (!!!).
Υπενθυμίζουμε ότι η περίοδος αυτή περιλαμβάνει ακριβώς την εποχή του λεγομένου Α΄ Βουλγαρικού Βασιλείου (681-1018) και ειδικότερα μετά τον μαζικό εκχριστιανισμό των Βουλγάρων (864) από τον ηγεμόνα τους Βόρι Ι (852-888), ο οποίος αποδέχθηκε την υπαγωγή στην Βυζαντινή Εκκλησία και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, καθώς και την εποχή του Β΄ Βουλγαρικού Βασιλείου (1185-1393). Στα χρόνια εκείνα οι Βούλγαροι, παρ' όλες τις συγκρούσεις και τους πολέμους τους με το Βυζάντιο, είχαν αφομοιωθεί από τον βυζαντινό πολιτισμό (λογικό!) και είχαν επιδοθεί στην βυζαντινή τέχνη, με αξιολογότατα αποτελέσματα. Οι τοιχογραφίες στην περίφημη εκκλησία της Μπογιάνα, λίγο έξω από την Σόφια συμπεριλαμβάνονται στα ύψιστα καλλιτεχνικά επιτεύγματα του Σλαβικού κόσμου και ο ναός θεωρείται παγκόσμιο προστατευόμενο πολιτιστικό μνημείο από την UNESCO. Σπουδαία θρησκευτικά καλλιτεχνήματα Βουλγάρων αγιογράφων, τεχνιτών κλπ υπάρχουν στην σημερινή περιοχή των Σκοπίων (π.χ. Αχρίδα), χρονολογούμενα από εκείνην την περίοδο. Αυτά λοιπόν τα έργα τέχνης βαφτίστηκαν "μακεδονικά" και έτσι οι Σκοπιανοί απέκτησαν και βυζαντινές ρίζες, αλλά και βυζαντινή "μακεδονική" τέχνη!!!
Και μη χειρότερα...

ΔΕΕ

Αιγύπτιοι (8)


Η στήλη της Ροζέττας με τα τρία κείμενα: Στην αιγυπτιακή γλώσσα σε ιερογλυφική και δημοτική γραφή και το ελληνικό κείμενο (στο κάτω τμήμα της στήλης)

(Συνεχίζουμε από την προηγούμενη ανάρτηση)

Δυναστείες 26η έως 30η

Ήδη όμως στην Κάτω Αίγυπτο, ο γιος του Νεχώ, ο Ψαμμήτιχος Ι (664-610 π.Χ.), επωφελούμενος των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι Ασσύριοι στην χώρα τους, θα ανακηρυχθεί Φαραώ και θα επιτύχει σύντομα να ενοποιήσει την χώρα, ιδρύοντας την ιθαγενή 26η Δυναστεία (664-525 π.Χ.) της Αιγύπτου, την λεγόμενη Σαϊτική. Μεταξύ των ετών 664 και 657 ο Ψαμμήτιχος Ι, θα υποτάξει όλους τους τοπικούς ηγεμόνες στην Κάτω Αίγυπτο και θα τοποθετήσει την κόρη του στην θέση της Μεγάλης Ιέρειας στις Θήβες. Οι εκστρατείες του Ψαμμήτιχου Ι για την ενοποίηση της χώρας, ήσαν αξιοσημείωτες και από μια άλλη σκοπιά, διότι υπήρξε ο πρώτος Φαραώ που προσέλαβε Έλληνες (Ίωνες) και Κάρες μισθοφόρους. Αυτή η πράξη του Ψαμμήτιχου Ι θα γίνει κανόνας για τα επόμενα 300 χρόνια και πολλοί από αυτούς τους μισθοφόρους θα εγκατασταθούν με τις οικογένειές τους στην Αίγυπτο. Με αυτόν τον τρόπο θα δημιουργηθεί μια ελληνική παροικία στην χώρα, η οποία θα διαδραματίσει έναν δυσανάλογο προς το μέγεθός της ρόλο στην Ιστορία της Αιγύπτου, λόγω της εξειδίκευσής τους στο εμπόριο και τις πολεμικές τέχνες.
Στην διάρκεια της 26ης Δυναστείας η Αίγυπτος θα αποκτήσει βαθμιαία μεγάλο βάρος στις Διεθνείς σχέσεις της εποχής. Ο στόχος των Φαραώ αυτής της περιόδου ήταν να ξανακερδίσουν την Παλαιστίνη και την Συρία και με την επιδέξια διπλωματία τους να στρέφουν τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής εναντίον της πλέον ισχυρής και επικίνδυνης. Έτσι, ο Ψαμμήτιχος Ι, θα υποστηρίξει την Λυδία (βλ. λήμμα Λυδοί) και αργότερα την Βαβυλώνα εναντίον της Ασσυρίας, ενώ μετά την γοργή παρακμή της Ασσυρίας θα αλλάξει πολιτική υποστηρίζοντάς την, εναντίον των επεκτατικών Χαλδαίων ηγεμόνων της Νεο-Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας (626-556 π.Χ.) και των Μήδων της ανερχόμενης Μηδικής αυτοκρατορίας.
Οι διάδοχοι του Ψαμμήτιχου Ι, ο Νεχώ ΙΙ (610-595 π.Χ.), ο Ψαμμήτιχος ΙΙ (595-589 π.Χ.) και ο Απρίης (589-570 π.Χ.), θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τους εχθρούς της Νεο-Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας, μέχρι την εποχή που η Περσία άρχισε να αναδεικνύεται σε μεγάλη Δύναμη. Ο Φαραώ Απρίης, ακολουθώντας την πολιτική των προκατόχων του θα υποστηρίξει τα παλαιστινιακά κρατίδια εναντίον των Βαβυλωνίων, αλλά χωρίς επιτυχία, αφού επί της βασιλείας του θα πραγματοποιηθεί η δεύτερη άλωση της Ιερουσαλήμ και η καταστροφή της από τα στρατεύματα του Ναβουχοδονόσορα, καθώς και η γνωστή από την Γραφή «Βαβυλώνιος αιχμαλωσία» των Εβραίων. Οι αποτυχίες του Απρίη θα συνεχισθούν όταν το 570 π.Χ. θα αποφασίσει να υποστηρίξει κάποιον τοπικό Λίβυο ηγεμόνα της Κυρηναϊκής εναντίον των Ελλήνων αποίκων. Ένα εκστρατευτικό σώμα αποτελούμενο μόνον από Αιγυπτίους, θα αποσταλεί, αλλά θα ηττηθεί και θα στασιάσει. Ο Φαραώ θα στείλει τον στρατηγό του Άμασι να καταστείλει την ανταρσία, αλλά αυτός θα ενωθεί με τους στασιαστές, θα ανακηρυχθεί Φαραώ και θα εξαναγκάσει τον Απρίη να καταφύγει εξόριστος στην Βαβυλώνα. Το 567 π.Χ. ο Απρίης θα επανέλθει με ένα βαβυλωνιακό στρατό εισβολής που έστειλε ο ισχυρός αυτοκράτορας Νεμπουχαντρεζζάρ ΙΙ (Nebuchadrezzar = Nabu-kudurri-usur, 604-562 π.X.), ο Ναβουχοδονόσωρ των κλασσικών πηγών, αλλά οι Βαβυλώνιοι θα ηττηθούν και ο Απρίης θα χάσει την ζωή του.
Ο Φαραώ Άμασις (Amasis, 570-526 π.Χ.), θα επαινεθεί ιδιαίτερα από τις ελληνικές πηγές της εποχής (βλ. Ηρόδοτος, Β΄ 169-182), λόγω των σημαντικών προνομίων που παραχώρησε στην ελληνική παροικία που είχε κέντρο την πόλη του δυτικού Δέλτα Ναύκρατι, στα νοτιοδυτικά της Σάϊδος. Η βασιλεία του Άμασι αλλά και γενικότερα η περίοδος της Σαϊτικής Δυναστείας θεωρείται περίοδος ευημερίας και προσπάθειας αναβίωσης του ένδοξου παρελθόντος της χώρας. Τα τελευταία χρόνια της μακρόχρονης βασιλείας του θα επισκιασθούν από την αυξανόμενη άνοδο της Περσικής αυτοκρατορίας και της επεκτατικής πολιτικής των ηγεμόνων της, οι οποίοι επιδιώκουν συνεχώς νέες κατακτήσεις.
Ο διάδοχος του Άμασι, Ψαμμήτιχος ΙΙΙ (526-525 π.Χ.), θα υποστεί τις συνέπειες αυτής της πολιτικής και η Αίγυπτος θα κατακτηθεί από τον Πέρση αυτοκράτορα, Καμβύση ΙΙ (529-522 π.Χ.), με τρόπο αδίστακτο και ανόσιο, όπως υποστηρίζει ο Ηρόδοτος (Γ΄ 1-38, 61-66). Με τον θάνατο του Ψαμμήτιχου ΙΙΙ λήγει η 26η Δυναστεία, ενώ ο Καμβύσης ΙΙ, ο οποίος πήρε όλους τους τίτλους των Αιγυπτίων Φαραώ, θεωρείται ο ιδρυτής της 27ης Δυναστείας (Περσική, 525-404 π.Χ.).
Το 404 π.Χ. ο Αμυρταίος της Σάϊδος, επωφελούμενος από τον θάνατο του Δαρείου ΙΙ (424-404 π.Χ.), θα επαναστατήσει εναντίον της περσικής κυριαρχίας και αντίθετα με παρόμοιες απόπειρες που έγιναν στο παρελθόν θα καταφέρει να απελευθερώσει το Δέλτα και να ανακηρυχθεί Φαραώ. Ο Αμυρταίος (404-399 π.Χ.), θα αναγνωρισθεί και στην Άνω Αίγυπτο και μέχρι το 400 π.Χ. ολόκληρη η χώρα θα βρεθεί υπό την εξουσία του. Θα καταγραφεί από τον Μανέθωνα, ως ο μοναδικός Φαραώ της 28ης Δυναστείας. Το 399 π.Χ. ο Νεφερίτης, από την πλούσια πόλη Μένδη του ανατολικού Δέλτα, θα εκθρονίσει τον Αμυρταίο και θα ανακηρυχθεί Φαραώ (Νεφερίτης Ι, 399-393 π.Χ.), θεωρούμενος ιδρυτής της 29ης Δυναστείας της Αιγύπτου (393-380 π.Χ.).
Οι επόμενοι Φαραώ, Ψάμμουθις (393 π.Χ.) και Άχωρις (Hakoris 393-380 π.X.), θα επιδείξουν, ιδίως ο δεύτερος, αξιόλογη δραστηριότητα και η χώρα θα γνωρίσει μια περίοδο ευημερίας. Με την βοήθεια Ελλήνων μισθοφόρων που αποτελούσαν πλέον την πλειοψηφία του αιγυπτιακού στρατού, καθώς και Ελλήνων στρατηγών, θα αποκρουσθούν περσικές εισβολές μεταξύ των ετών 385-383 π.Χ. Ο γιος του Άχωρι, ο Νεφερίτης ΙΙ (380 π.Χ.), θα βασιλεύσει μόνον 4 μήνες και θα ανατραπεί από τον στρατηγό Νεκτανεβώ, ο οποίος θα ανακηρυχθεί Φαραώ.
Η καταγωγή του Νεκτανεβώ Ι (Nekhtnebef, 380/379-361/360 π.Χ.), ήταν από την πόλη Σεβέννυτο (15 χλμ. περίπου δυτικά της Μένδης), μια άλλη σημαντική πόλη του Δέλτα. Με την βασιλεία του αρχίζει η περίοδος της 30ης Δυναστείας, της τελευταίας ιθαγενούς Δυναστείας της Αιγύπτου (380-343 π.Χ.).
Το 373 π.Χ. θα σημειωθεί νέα περσική εισβολή στην διάρκεια της οποίας οι Αιγύπτιοι είχαν σημαντικές απώλειες, αλλά μια μεγάλη πλημμύρα του Δέλτα και η διαφωνία του Πέρση σατράπη Φαρνάβαζου με τον Έλληνα στρατηγό του, θα σώσουν την Αίγυπτο.
Στην διάρκεια της βασιλείας του γιου και διαδόχου του Νεκτανεβώ Ι, του Φαραώ Ταχώ (Tachos, 361/360-359/358 π.X.), ο Τεώς κατά Μανέθωνα, η Αίγυπτος θα ασκήσει μια επιθετική εξωτερική πολιτική. Ο Ταχώ, που διέθετε ισχυρό στρατό και στόλο, με την βοήθεια του Έλληνα (Αθηναίου) στρατηγού Χαβρία (που ανέλαβε τον στόλο) και του βασιλιά της Σπάρτης Αγησιλάου (που ανέλαβε την διοίκηση των χερσαίων δυνάμεων), θα εισβάλει στην Παλαιστίνη (βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Φοίνικες), αλλά στην διάρκεια της εκστρατείας, μια εξέγερση στην Αίγυπτο, προϊόν πολύπλοκων συνωμοσιών, θα τον ανατρέψει και στον θρόνο θα ανέλθει ο ανιψιός του, ο Νεκτανεβώ ΙΙ (359/358-343 π.Χ.). Ο νέος Φαραώ θα αντιμετωπίσει αρχικά με επιτυχία δυο νέες περσικές εισβολές, μία γύρω στο 354 π.Χ. και μια δεύτερη το 351/350 π.Χ., αλλά στην τρίτη εισβολή θα ηγηθεί ο ίδιος ο Αρταξέρξης ΙΙΙ Ώχος (358-338 π.Χ.), ο οποίος θα συντρίψει τις αιγυπτιακές δυνάμεις το 343 π.Χ. και θα ξανακερδίσει την Αίγυπτο, επαναφέροντάς την και πάλι στην Περσική Αυτοκρατορία (343-332 π.Χ.). Ο Νεκτανεβώ ΙΙ θα καταφύγει στην Νουβία και δεν γνωρίζουμε τίποτε για την τύχη του.
Στην διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αφού προηγήθηκαν οι νίκες του εναντίον των Περσών, η Αίγυπτος θα κατακτηθεί το 332 π.Χ. αμαχητί. Οι Αιγύπτιοι τον υποδέχθηκαν ως απελευθερωτή της χώρας, η οποία μέχρι το 305 π.Χ. συμπεριλαμβάνεται θεωρητικά στο Μακεδονικό Βασίλειο. Θα πρέπει να αναφερθεί στο σημείο αυτό η ίδρυση από τον Μ. Αλέξανδρο της Αλεξάνδρειας, η οποία θα αναδειχθεί σύντομα σε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα του Ελληνικού Πολιτισμού, επισκιάζοντας ακόμα και αυτήν την (τότε παρακμάζουσα βέβαια) Αθήνα. Ο φάρος της θα χαρακτηρισθεί ως ένα από τα 7 θαύματα του Αρχαίου Κόσμου και η περίφημη Βιβλιοθήκη της θα συγκεντρώσει το σύνολο σχεδόν της αρχαίας ελληνικής πνευματικής παραγωγής, με τους 700.000 παπύρους (!) που θα φθάσει να κατέχει. Λέγεται ότι με την καταστροφή της χάθηκαν τα ¾ της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. (*)
Το 305 π.Χ., ο ικανός στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου, Πτολεμαίος ο Λάγου, θα ανακηρυχθεί βασιλεύς της Αιγύπτου, της οποίας είχε αναλάβει την διοίκηση ήδη από το 322 π.Χ., ιδρύοντας την περίφημη ελληνιστική Δυναστεία των Πτολεμαίων ή Λαγιδών (305-30 π.Χ.), η οποία από ορισμένους Ιστορικούς, θεωρείται ως η 31η Δυναστεία της Αιγύπτου. Η Δυναστεία θα σβήσει με την αυτοκτονία της Βασίλισσας Κλεοπάτρας Ζ΄ και την ρωμαϊκή κατάκτηση.

__________________________________________
(*) Η πρώτη σημαντική καταστροφή που υπέστη η Βιβλιοθήκη συνέβη κατά την διάρκεια της κατάκτησης της Αιγύπτου από τον Ιούλιο Καίσαρα (48/47 π.Χ.), όταν η φωτιά από την πυρπόληση του ρωμαϊκού στόλου στον λιμένα της Αλεξανδρείας από τον Αχιλλά, στρατηγό του Πτολεμαίου ΙΒ΄, επεκτάθηκε και κατέκαψε το «Μουσείο» (τμήμα του οποίου αποτελούσε η Βιβλιοθήκη) και μέρος της Βιβλιοθήκης. Στην συνέχεια η Βιβλιοθήκη αποκαταστάθηκε και εμπλουτίσθηκε με πάνω από 200.000 τόμους, τους οποίους μετέφερε από την Βιβλιοθήκη της Περγάμου και δώρισε στην Κλεοπάτρα Ζ΄ ο Μάρκος Αντώνιος.
Η δεύτερη καταστροφή της Βιβλιοθήκης σημειώνεται στην διάρκεια των χρόνων του αυτοκράτορα Καρακάλλα (211-217 μ.Χ.), όταν δημεύθηκε η περιουσία του «Μουσείου» της Αλεξανδρείας και καταστράφηκε μεγάλο μέρος της Βιβλιοθήκης, η οποία αποκαταστάθηκε επί αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235 μ.Χ.).
Η οριστική καταστροφή της συντελέσθηκε το 390 μ.Χ. όταν με προτροπή του πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλου (385-412) ένας όχλος χριστιανών με επικεφαλής φανατισμένους καλόγερους πυρπόλησε την Βιβλιοθήκη. Η καταστροφή ολοκληρώθηκε το 415 επί πατριάρχη Κύριλλου (412-444), ο οποίος εξαπέστειλε μια ομάδα αποθηριωμένων καλογήρων για να καταστρέψουν ό,τι είχε απομείνει. Από τον ίδιο όχλο κατακρεουργήθηκε τότε και η περίφημη μαθηματικός και φιλόσοφος Υπατία, της οποίας ουσιαστικός δολοφόνος και ηθικός αυτουργός στην δολοφονία της υπήρξε ο ίδιος ο πατριάρχης Κύριλλος, που αργότερα ανακηρύχθηκε Άγιος (!).


Αυτή υπήρξε σε γενικές γραμμές η Προϊστορία και η Ιστορική διαδρομή των Αιγυπτίων, από την Νεολιθική Εποχή μέχρι την τελική κατάκτησή της από τους Ρωμαίους, μια μακρόχρονη διαδρομή 5000 ετών περίπου. Για τις πολιτιστικές σχέσεις Ελλάδος-Αιγύπτου, τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους και τις εξωφρενικές θεωρίες που διαδίδονται τελευταίως περί αιγυπτιακής καταγωγής του ελληνικού πολιτισμού βλ. Lefkowitz, Mary & Guy MacLean Rogers (ed.): Black Athena Revisited-The University of North Carolina Press, 1996.
Ως προς την αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα τώρα, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ανήκει στην ομάδα των λεγομένων «Χαμιτικών» γλωσσών, στην οποία ανήκουν και άλλες γλώσσες, εντοπιζόμενες στο βόρειο και ανατολικό τμήμα της Αφρικανικής Ηπείρου. Οι Χαμιτικές γλώσσες περιλαμβάνουν τον Αιγυπτιακό κλάδο, τον Βερβερικό ή Βερβερολιβυκό κλάδο (στον οποίον ανήκουν η γλώσσα των Τουαρέγκ της Σαχάρας, η Καβυλιανή των Βερβέρων της Αλγερίας και οι γλώσσες των Βερβέρων του Μαρόκου και της Μαυριτανίας) και τέλος τον Κουσιτικό κλάδο στον οποίον κατατάσσονται η γλώσσα των Γκάλα (Ορόμο) της Αθιοπίας, η Σομαλική, η γλώσσα Ντανκάλι ή Άφαρ (στην ΒΑ Αιθιοπία και στην Δημοκρατία του Τζιμπουτί) και η γλώσσα Σιντάμα (στην ΝΔ Αιθιοπία), καθώς και η ομάδα των γλωσσών Ομο στην ΝΔ Αιθιοπία.
Η Αιγυπτιακή είναι μια νεκρή γλώσσα σήμερα και η εξέλιξή της περιλαμβάνει τρία μεγάλα στάδια:

α. Αρχαία Αιγυπτιακή (μέχρι το 700 π.Χ. περίπου, διακρινόμενη σε Πρώϊμη, Μέση και Ύστερη Αρχαία Αιγυπτιακή)

β. Δημώδης Αιγυπτιακή (700 π.Χ. – 400 μ.Χ. περίπου) και

γ. Κοπτική (από τον 2ο αιώνα μ.Χ. μέχρι τον 17ο / 18ο αιώνα περίπου)

Η Αρχαία Αιγυπτιακή γλώσσα έχει καταγραφεί αρχικά σε επιγραφές μνημείων, που οι παλαιότερες χρονολογούνται γύρω στο 3000 π.Χ. στην λεγόμενη ιερογλυφική αιγυπτιακή γραφή. Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονται σήμερα ότι οι Αιγύπτιοι παρέλαβαν την ιδέα της γραφής από την Μεσοποταμία με την διαδικασία που είναι γνωστή στην Πολιτιστική Ανθρωπολογία ως «διάδοση ερεθίσματος» (stimulus diffusion).

Δείγμα ιερατικής γραφής

από την περίοδο της 20ης Δυναστείας


Η ιερογλυφική γραφή, που αρχικά ήταν γραφή λέξεων, ονομάσθηκε έτσι από τους αρχαίους Έλληνες (ιερογλυφικά γράμματα) γιατί οι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι τα χαραγμένα σημεία της ήσαν ιερά. Έφθασε στην ολοκλήρωσή της την περίοδο της 3ης Δυναστείας και δεν θα αλλάξει μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. οπότε έπαυσε να χρησιμοποιείται. Παράλληλα με την μνημειακή αυτήν γραφή οι Αιγύπτιοι ιερείς χρησιμοποιούσαν για την τρέχουσα χρήση και μια άλλη γραφή, που προέκυψε από την ιερογλυφική (γύρω στο 2900 π.Χ.), αλλά με σχέδιο πιο ελεύθερο και πιο ευκίνητο, που ονομάσθηκε ιερατική γραφή (από την ελληνική λέξη ιερατικός) και αργότερα την περισσότερο απλοποιημένη δημοτική (επίσης από την αντίστοιχη ελληνική λέξη), που χρησιμοποιήθηκε για να καταγράψει τις ανάγκες τις γλώσσας στην λεγόμενη Δημώδη περίοδο (βλ. παραπάνω). Στην εποχή των Πτολεμαίων η δημοτική γραφή χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Λογοτεχνία, αλλά και στην Διοίκηση. Η κοπτική γραφή, βασισμένη στο ελληνικό αλφάβητο με την προσθήκη επτά νέων χαρακτήρων προερχομένων από την δημοτική γραφή, χρησιμοποιήθηκε ως εκκλησιαστική γραφή της Κοπτικής Χριστιανικής Εκκλησίας της Αιγύπτου, μέχρι και σήμερα.
Οι προσπάθειες για την αποκρυπτογράφηση της ιερογλυφικής, αλλά και των άλλων τύπων γραφής της αρχαίας αιγυπτιακής γλώσσας, ξεκίνησαν ουσιαστικά τον 17ο αιώνα, όταν ο Ιησουΐτης καθηγητής ανατολικών γλωσσών Αθανάσιος Κίρχερ (Athanasius Kircher, 1601-1680) διατύπωσε το 1636 σε μια μελέτη του για την Κοπτική γλώσσα, την πεποίθηση, ότι η ζωντανή ακόμη τότε Κοπτική γλώσσα ήταν συνέχεια της αρχαίας αιγυπτιακής, αλλά γραμμένη σε αλφαβητική γραφή (το κοπτικό αλφάβητο). Θα περάσουν δυο αιώνες περίπου μέχρι το 1799, οπότε θα ανακαλυφθεί η περίφημη πλάκα από βασάλτη γνωστή ως «στήλη της Ροζέττας» (βλ. Εικόνα), από άνδρες του εκστρατευτικού σώματος του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Η στήλη, διαστάσεων 114 εκ. ύψος και 74 εκ. πλάτος, γραμμένη σε δυο γλώσσες (αρχαία αιγυπτιακά και ελληνικά) και τρεις γραφές (ιερογλυφική, δημοτική και μεγαλογράμματη ελληνική) αποτέλεσε το «κλειδί» για την λύση του μυστηρίου της ιερογλυφικής, αλλά την λύση θα δώσει μόλις το 1822 με την ανακοίνωσή του στην Ακαδημία των Παρισίων, ο μεγάλος Γάλλος Αιγυπτιολόγος Ιωάννης-Φραγκίσκος Σαμπογιόν (Jean-François Champollion).
Όπως αποδείχθηκε, το κείμενο αποτελούσε ένα είδος ψηφίσματος των ιερέων, πιθανόν της Μέμφιδος, με το οποίο ευχαριστούσαν τον Βασιλέα της Αιγύπτου Πτολεμαίο Ε΄ τον Επιφανή (205-180 π.Χ.), για τις ευεργεσίες του. Μια παρόμοια στήλη, ανάλογη με της Ροζέττας θα ανακαλυφθεί το 1866, με παρόμοιο περιεχόμενο, αλλά παλαιότερη. Το κείμενο, γνωστό ως «Ψήφισμα της Κανώπου» ή «Ψήφισμα της Μέμφιδος», όπως αργότερα επεκράτησε να ονομάζεται, είναι δίγλωσσο και σε τρεις γραφές (ιερογλυφική, δημοτική και ελληνική), αναφέρεται στις ευεργεσίες του Πτολεμαίου Γ΄ (246-222 π.Χ.) και της συζύγου του Βερενίκης. Θα μεταφρασθεί από μια ομάδα Γερμανών επιστημόνων, στην οποία συμμετείχε και ένας από τους μεγαλύτερους Αιγυπτιολόγους του 19ου αιώνα, ο Ριχάρδος Λέψιους (Richard Lepsius) και τότε μόνον η εργασία του Σαμπογιόν θα επιβεβαιωθεί οριστικά και πέρα από κάθε επιστημονική αμφισβήτηση.

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Αιγύπτιοι (7)

(Συνεχίζουμε από την προηγούμενη ανάρτηση)

Τρίτη Ενδιάμεση Περίοδος (1075-712 π.Χ.)

Με τον θάνατο του Ραμσή ΧΙ, λήγει η περίοδος του Νέου Βασιλείου και αρχίζει η λεγομένη Τρίτη Ενδιάμεση Περίοδος (1075-712 π.Χ.). Στις Θήβες θα εξακολουθήσει να κυβερνά η νέα κληρονομική δυναστεία των Μεγάλων Αρχιερέων του Άμμωνα, απογόνων του Χριχώρ και Πιάνχ, ενώ στην πόλη Τάνιδα, ο κυβερνήτης της Κάτω Αιγύπτου o Νεσμπενεμπντέντ ή Σμένδης κατά Μανέθωνα (Nesbenebded/Smendes, 1075-1044 π.Χ.), πιθανόν από κάποιο παράπλευρο κλάδο των Φαραώ της 20ης Δυναστείας, θα ανακηρυχθεί Φαραώ, ιδρύοντας έτσι την 21η Δυναστεία (1075-945 π.Χ.) της Αιγύπτου. Ο Σμένδης θα επεκτείνει την εξουσία του αρχικά και στην Άνω Αίγυπτο και στην περιοχή των Θηβών, αλλά επί των διαδόχων του, η εξουσία αυτή θα καταστεί εντελώς σκιώδης, ενώ κάποιοι Αρχιερείς θα ανακηρυχθούν αργότερα τοπικοί βασιλείς με έδρα τις Θήβες. Η περίοδος της 21ης Δυναστείας αποτελεί εποχή παρακμής και εξασθένισης της χώρας, η οποία ήδη έχει χάσει τις Ασιατικές της κτήσεις, ενώ οι Λίβυοι αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη ισχύ, όχι μόνον στην περιοχή του Δέλτα, αλλά βαθμιαία και στις Θήβες, όπου έχουν διεισδύσει. Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο πέμπτος Φαραώ αυτής της Δυναστείας, που βασίλευσε για λίγα χρόνια, ο Οσοχώρ κατά Μανέθωνα ή Οσορχών, ήταν Λίβυος και θεωρείται ότι ήταν ουσιαστικά ο πρώτος Φαραώ της επόμενης, Λιβυκής Δυναστείας και ως εκ τούτου αναφέρεται από ορισμένους ως Οσορχών Ι (Sekhemkhepere Osorkhon, 984-978 π.Χ.). Θα ακολουθήσει η βασιλεία του Φαραώ Σιαμών (Siamun, 978-959 π.Χ.), ο Ψιναχής κατά Μανέθωνα και η Δυναστεία θα τελειώσει με την βασιλεία του Φαραώ Ψουσέννη ΙΙ (959-945 π.Χ.). Ο Ψουσέννης, αρχικά Μέγας Αρχιερεύς του Άμμωνα στις Θήβες, μετά τον θάνατο του Σιαμών θα αναλάβει την διακυβέρνηση όλης της χώρας, μεταφέροντας την έδρα του στην Τάνιδα και θα ενοποιήσει την διοίκηση των δύο περιοχών στο πρόσωπό του, αλλά όχι και την χώρα. Ο Ψουσέννης ΙΙ θα πεθάνει άτεκνος, έχοντας όμως παραχωρήσει πολλά προνόμια στον αρχηγό των Λίβυων Μεσσβές.
Τελικώς, ο «Μέγας Αρχηγός» των Μεσσβές (που ταυτίζονται από πολλούς με τους Μάξυες της αρχαιοελληνικής παράδοσης, όπως προαναφέραμε), ο Σωσέγκ ή Σεσώγκ, ο Σέσωγχις κατά Μανέθωνα (ανηψιός του Οσορχών Ι όπως διαπιστώθηκε μετά από πρόσφατες ανακαλύψεις C.A.H. Vol. III - part 1, σελ. 540), με την στρατιωτική υποστήριξη όλων των Λιβυκών φύλων θα καταλάβει την εξουσία και θα ανακηρυχθεί Φαραώ ως Σωσέγκ Ι (Shoshenk ή Sheshonq, 945-924 π.Χ.), ιδρύοντας έτσι την 22η Δυναστεία (945-712 π.Χ.) της Αιγύπτου. Η πρωτεύουσα πιθανώς μεταφέρθηκε στην πόλη του ανατολικού Δέλτα Βούβαστι (σημερινή Τελλ-Μπάστα), σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Μανέθωνα, αλλά τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν ότι η Τάνις εξακολουθούσε να είναι η έδρα των Φαραώ.
Οι πρώτοι Φαραώ αυτής της Δυναστείας θα αποκαταστήσουν εν μέρει την αιγυπτιακή ισχύ (ο Σωσέγκ Ι, θα εισβάλει στην Παλαιστίνη το 924 π.Χ. μετά τον θάνατο του Σολομώντα και θα λεηλατήσει την Ιερουσαλήμ), ενώ θα καλλιεργήσουν καλές σχέσεις με τις Θήβες και την οικογένεια των Αρχιερέων, συνάπτοντας γάμους πολιτικής σκοπιμότητας. Έτσι, ο γιος του Σωσέγκ Ι, ο Οσορχών, θα νυμφευθεί την κόρη του Ψουσέννη ΙΙ. Μετά τον θάνατο του πατέρα του θα ανακηρυχθεί Φαραώ (Οσορχών ΙΙ - Usermaatre Osorkhon, 924-909 π.Χ.), ο Οσορχών κατά Μανέθωνα και Οσορχών Ι με την παλαιότερη αρίθμηση. Οι Λίβυοι βασιλείς θα επιχειρήσουν επίσης να τερματίσουν την κληρονομική διαδοχή των ανώτατων ιερατικών αξιωμάτων, διορίζοντας τους γιους τους ή πολύ στενούς συγγενείς τους στην θέση του Αρχιερέα. Στην διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου του Οσορχών ΙΙ, του Τακελώτ Ι (Takeloth, 909-886 π.Χ.), ο Τακέλωθις κατά Μανέθωνα, ο οποίος ανακηρύχθηκε Φαραώ το 909 π.Χ. ο ανταγωνισμός για την κατάληψη της θέσης του Μέγα Αρχιερέα του Άμμωνα, θα καταλήξει σε εμφύλιο πόλεμο στις Θήβες. Η τάξη θα αποκατασταθεί και το αξίωμα θα καταλάβει τελικώς ο γιος του Φαραώ.
Μετά από έναν περίπου αιώνα ειρήνης, η Αίγυπτος θα εισέλθει σε μια ταραγμένη περίοδο συγκρούσεων και γοργής παρακμής, από την εποχή της βασιλείας του Φαραώ Τακελώτ ΙΙ (860-835 π.Χ.). Η κατάσταση θα χειροτερεύσει επί της βασιλείας του Σωσέγκ ΙΙΙ (835-783 π.Χ.), ο οποίος σφετερίσθηκε τον θρόνο από τον αδελφό του Οσορχών ΙΙΙ (Akheperre Osorkhon, 835), Μέγα Αρχιερέα του Άμμωνα και η χώρα θα διασπασθεί.
Ένας αντίπαλος του Σωσέγκ ΙΙΙ, ο Πετουβάτης ή Πετουβάστις κατά Μανέθωνα, θα ανακηρυχθεί Φαραώ το 828 π.Χ. (Pedubaste I, 828-803 π.Χ.) και θα αναγνωρισθεί στις Θήβες, στην Τάνιδα και σε άλλες περιοχές της χώρας, θεωρούμενος ως ιδρυτής της 23ης Δυναστείας (828-712 π.Χ.), που θα συνυπάρχει με την προηγούμενη, με ενιαία καταμέτρηση των Φαραώ. Η έδρα των Φαραώ αυτής της Δυναστείας θα γίνει η Λεοντόπολις (σημ. Τελλ ελ-Μουκντάμ, Tell el-Muqdam), περίπου 15 χλμ. νοτιοδυτικά από την Βούβαστι. Αυτήν την εποχή η πρωτεύουσα του ανατολικού Δέλτα, η Τάνις, θα χάσει την σημασία της και την θέση της θα καταλάβει η Σάϊς, σπουδαίο εμπορικό κέντρο στο δυτικό Δέλτα. Ήδη όμως, από το 770 π.Χ. η Αίγυπτος έχει εισέλθει στην δίνη σοβαρών εξελίξεων που σημειώθηκαν με την εισβολή και κατάληψη του νότιου τμήματος της χώρας από τους Κουσίτες (Σουδανούς), ο ηγεμόνας των οποίων Κάσστα, έχοντας κατακτήσει την Νουβία, θα καταλάβει και τις Θήβες (κάτι που σήμερα αμφισβητείται), για να επιστρέψει αργότερα στην πρωτεύουσά του και πρωτεύουσα του Κουσιτικού Βασιλείου, την περίφημη Ναπάτα, στον 4ο καταρράκτη του Νείλου.
Ο Κάσστα (Kashta, 770-750 π.Χ.), θεωρείται ιδρυτής της 25ης Δυναστείας της Αιγύπτου (που συχνά, αλλά λανθασμένα, χαρακτηρίζεται ως Αιθιοπική, ενώ ο σωστός προσδιορισμός είναι Κουσιτική), της οποίας η επικράτεια περιοριζόταν αρχικά στην Νουβία και την περιοχή των Θηβών (770-712 π.Χ.). Ο διάδοχός του, Πιύ (Piy, 750-712 π.Χ.), θα εισβάλει στην Μέση και Κάτω Αίγυπτο με αφορμή την διαμάχη που είχε ξεσπάσει από την επέκταση της κυριαρχίας των ηγεμόνων της Σάϊδος σε περιοχές του Δέλτα που ελέγχονταν μέχρι τότε από τους Φαραώ της 22ης και 23ης Δυναστείας. Ο Πυί θα νικήσει τους Λίβυους γύρω στο 730 π.Χ. και αφού δεχθεί την υποταγή τους, θα ξαναγυρίσει στον Νότο. Ένας Λίβυος φύλαρχος από την πόλη της Σάϊδος, ο Tεφναχτέ (Tefnakhte), ο Τέχνακτις του Πλουτάρχου (Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 8) και ο Τέφναχθον του Διοδώρου (Α΄ 45), επωφελούμενος από τα παραπάνω γεγονότα και μετά την αποχώρηση του Πιύ, θα ανακηρυχθεί Φαραώ το 724 π.Χ., θεωρούμενος ως ιδρυτής της 24ης Δυναστείας (724-712 π.Χ.). Θα τον διαδεχθεί ο γιος του, Μπακενρενέφ (Wahkare Bakenrenef, 717-712 π.Χ.), ο Βόκχωρις (Bocchoris) ή Βόχχωρις κατά Μανέθωνα. Ο αδελφός του Πιύ και διάδοχός του, ο Σσαμπάκα, θα εισβάλει το 712 π.Χ. στην Κάτω Αίγυπτο, θα συντρίψει την αντίσταση των Λίβυων Φαραώ και των διαφόρων Λίβυων φυλάρχων, οι οποίοι θα τον αναγνωρίσουν ως επικυρίαρχο. Θα καταλάβει την πόλη της Σάϊδος, όπου θα κάψει ζωντανό τον Βόκχωρι, σύμφωνα με την παράδοση, καταλαμβάνοντας τελικώς ολόκληρη την χώρα, καταλύοντας έτσι την 22η, την 23η και την 24η Δυναστεία.



Ύστερη ή Τελική περιόδος (712-332 π.Χ.)
Δυναστείες 25η - 30η

Ο Σσαμπάκα (Shabaka 712-698 π.Χ.), ο Σαβάκων κατά Μανέθωνα, συνεχίζοντας την 25η Δυναστεία, θα εγκατασταθεί στις Θήβες και θα ανακηρυχθεί Φαραώ ολόκληρης της Αιγύπτου, τερματίζοντας έτσι την 3η Ενδιάμεση Περίοδο και οριοθετώντας την αρχή της Ύστερης ή Τελικής περιόδου (712-332 π.Χ.) της αρχαίας Ιστορίας της Αιγύπτου. Τον Σαμπάκα θα διαδεχθεί ο ανιψιός του, Σεμπιτκού (Djedkaure Shebitku, 698-690 π.Χ.), για τα γεγονότα της βασιλείας του οποίου υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες.
Θα τον διαδεχθεί ένας άλλος ανιψιός του Σεμπιτκού, ο Ταχάρκα (Taharka, 690-664 π.Χ.), ο οποίος θα στεφθεί, σύμφωνα με τις λαμπρότερες παραδόσεις των αρχαίων Φαραώ, στην Μέμφιδα, που κατείχε ιδιαίτερη θέση από παλιά στις τελετές στέψεως των Βασιλέων της Αιγύπτου, πιθανόν για να τονίσει την προσήλωσή του και τον σεβασμό στους θεσμούς της χώρας. Η Μέμφις θα προτιμηθεί από τον Ταχάρκα ως έδρα και ως διοικητικό κέντρο, λόγω της μεγάλης στρατηγικής της θέσεως, εξαιρετικά βολικής για τον Κουσίτη Φαραώ, ο οποίος προφανώς θα ήταν ανήσυχος από την ολοένα αυξανόμενη δύναμη των πανίσχυρων ηγεμόνων της Νεο-Ασσυριακής Αυτοκρατορίας και τις συχνές εκστρατείες τους στην Παλαιστίνη και την Συρία. Ο Ταχάρκα θα συγκρουσθεί τελικά με τους Ασσυρίους και παρά τις αρχικές του επιτυχίες και την μεγάλη νίκη του επί των ασσυριακών στρατευμάτων το 674 π.Χ., που ανέκοψε την εισβολή τους στο αιγυπτιακό έδαφος, θα ηττηθεί από τον αυτοκράτορα Εσαρχαδδών το 671 π.Χ., η Μέμφις θα καταληφθεί και θα λεηλατηθεί (βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Ασσύριοι). Οι ασσυριακές πηγές μάλιστα, αναφέρουν ότι ανάμεσα στους αιχμαλώτους υπήρχαν και μέλη της οικογενείας του Φαραώ. Ο Εσαρχαδδών θα εκδιώξει από τις περιοχές που κατέλαβε τους Κουσίτες Διοικητές και Αξιωματούχους και θα τους αντικαταστήσει με Αιγυπτίους που ήσαν φιλικώς προσκείμενοι στους Ασσυρίους. Ο Ταχάρκα θα καταφύγει στις Θήβες και πιθανόν στην πρωτεύουσά του Ναπάτα, μια και τα ασσυριακά στρατεύματα δεν φαίνονταν διατεθειμένα να προελάσουν τόσο βαθιά στον Νότο. Ο Ταχάρκα μετά την αποχώρηση του Ασσύριου αυτοκράτορα, θα επιδιώξει να ξανακερδίσει τις περιοχές που είχαν καταληφθεί, κάτι που θα προκαλέσει μια νέα εκστρατεία το 669 π.Χ. εναντίον της Αιγύπτου.
Ο απροσδόκητος όμως θάνατος του Εσαρχαδδών καθ’ οδόν προς την Αίγυπτο και η άνοδος στον θρόνο της Ασσυρίας του Ασσουρμπανιπάλ (668-627 π.Χ.), θα επιτρέψουν στον Ταχάρκα να επιβάλει την εξουσία του στους πρίγκιπες της Κάτω Αιγύπτου και να καταλάβει την Μέμφιδα, πολιορκώντας την ασσυριακή φρουρά που είχε εγκαταστήσει εκεί ο Εσαρχαδδών. Οι ενέργειες αυτές θα προκαλέσουν την επέμβαση των Ασσυρίων και στην νέα εκστρατεία τους το 667/666 π.Χ., ο Ασσουρμπανιπάλ θα εισβάλει στην Αίγυπτο, όπου, αφού συμμαχήσει με τους Αιγυπτίους πρίγκιπες του Δέλτα, θα επαναληφθεί το ίδιο σκηνικό, με την συντριπτική ήττα του Ταχάρκα, την εγκατάλειψη της Μέμφιδος και την φυγή του στις Θήβες και τελικά στην Ναπάτα. Και πάλι ο Ασσύριος αυτοκράτορας θα εκδιώξει από τις περιοχές που κατέλαβε τους Κουσίτες Διοικητές και Αξιωματούχους και θα τους αντικαταστήσει με τους Αιγυπτίους συμμάχους του, οι οποίοι όμως σύντομα θα συνωμοτήσουν εναντίον του, αντιλαμβανόμενοι ότι η ασσυριακή κατοχή ήταν πολύ πιο καταπιεστική. Η συνωμοσία θα αποκαλυφθεί και οι πρωτεργάτες θα τιμωρηθούν σκληρά, με την εξαίρεση του ηγεμόνα της Σάϊδος, Νεχώ Ι (672-664 π. Χ.). Ο Νεχώ, όπως και ο γιος του, Ψαμμήτιχος, θα τιμηθούν ιδιαίτερα από τον Ασσύριο αυτοκράτορα και θα αποκτήσουν μεγάλη δύναμη. Με τον τρόπο αυτόν ο Ασσουρμπανιπάλ θα γίνει απροσδόκητα, ο ακούσιος ιδρυτής της νέας Δυναστείας της Αιγύπτου.
Στο μεταξύ, τον Ταχάρκα, που πέθανε το 664 π.Χ. έχοντας αποσυρθεί στην Ναπάτα, θα διαδεχθεί στις Θήβες ο εξάδελφός του, Τανουταμών ή Τανταμανί κατά τις ασσυριακές πηγές (Tanutamun / Tantamani, 664-657 π.Χ.), ο οποίος θα επιτεθεί στις ασσυριακές δυνάμεις και θα νικήσει μια συμμαχία πριγκίπων του Δέλτα που υποστήριζαν του Ασσυρίους. Ο Ασσουρμπανιπάλ θα αντιδράσει δυναμικά στην πρόκληση αυτήν, με μια εκστρατεία που θα προχωρήσει βαθιά στον Νότο, όπου θα συντρίψει τις δυνάμεις των Κουσιτών και θα λεηλατήσει τις Θήβες. Ο Τανουταμών θα αποσυρθεί μετά από αυτά τα γεγονότα οριστικά από την Αίγυπτο και αυτό ήταν το τέλος της 25ης Δυναστείας και της Κουσιτικής κυριαρχίας.

Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Αιγύπτιοι (6)

(Συνεχίζουμε από την προηγούμενη ανάρτηση)

Οι Λαοί της Θάλασσας


Τρία χρόνια αργότερα, τον 8ο χρόνο της βασιλείας του, ο Ραμσής ΙΙΙ θα αντιμετωπίσει μια ακόμη μεγαλύτερη απειλή, όχι πλέον από κάποια εχθρικά στρατεύματα, αλλά από ένα τεράστιο μεταναστευτικό ρεύμα, το οποίο αφού εξαφάνισε στο διάβα του την Χιττιτική αυτοκρατορία, ξεχύθηκε ακάθεκτο μέσα από την βόρεια Συρία και την Χαναάν προς τη Αίγυπτο. Σήμερα γνωρίζουμε ότι εκτός από τους μάχιμους άνδρες, που αποτελούσαν ένα επίφοβο σύνολο, υπήρχε και ένα πλήθος γυναικόπαιδα και το σημαντικότερο, ένας μεγάλος στόλος από πολεμικά και μεταγωγικά πλοία που περιέπλεαν τις ακτές ερημώνοντας τους παραλιακούς οικισμούς.
Όπως αναφέρει και ο καθηγητής Σπ. Ιακωβίδης (Ι.Ε.Ε. τόμος Α΄, σελ. 288): «…Η πολυποίκιλη αυτή ορδή παρέσυρε στο διάβα της ομάδες από διάφορους τυχοδιώκτες που επιθυμούσαν να επωφεληθούν από την αναταραχή και τις διαρπαγές, από λιποτάκτες των χιττιτικών δυνάμεων και των συμμάχων τους και από ξερριζωμένους κατοίκους, που είχαν να διαλέξουν μεταξύ λιμού στην κατεστραμμένη τους πατρίδα και προσχωρήσεως στην κατερχόμενη ανθρωποστιβάδα. Όταν τα στίφη αυτά έφθασαν στην Λυκία, η απειλή ήταν μεγαλύτερη από όσο μπορούσε πλέον να αντιμετωπίσει μόνο του το Χιττιτικό Κράτος και ο Μεγάλος Βασιλεύς (των Χετταίων σ.σ.) σπεύδει να ζητήσει βοήθεια από παντού, ακόμη και από τους υποτελείς του που δεν είχαν υποχρέωση να τον συνδράμουν στρατιωτικά, όπως η Ουγκαρίτ…
Ο κίνδυνος ήταν τόσο σοβαρός και τόσο εμφανής ώστε όλοι έσπευσαν να βοηθήσουν με όλες τις δυνάμεις τους και πρώτη η Ουγκαρίτ που έβλεπε ότι η σειρά της πλησίαζε. Οι πινακίδες των τελευταίων ημερών της δίνουν μια πολύ ζωηρή εικόνα της εξελίξεως των γεγονότων, όταν είχε αρχίσει να ανησυχεί ακόμη και η Αίγυπτος…»
Φαίνεται ότι ο στόλος των επιδρομέων συγκροτήθηκε στην Λυκία, η οποία κατελήφθη από τους εισβολείς και όπου θα συγκέντρωσαν για την περίπτωση κάθε είδους πλεούμενο. Ο στόλος αυτός θα νικήσει έξω από την Κύπρο τον ηγεμόνα της και αφού λεηλατήσει τα παράλια, ερημώνει το Κίτιο, την Έγκωμη, αλλά και ορισμένους οικισμούς του εσωτερικού. Στο μεταξύ ο συρφετός των εισβολέων, συνεχίζοντας την μετακίνησή του παραλιακώς από την στεριά, καταλαμβάνει και καταστρέφει την Μυρσίνη και την Ταρσό κατά την διέλευσή του από την Κιλικία. Στην περιοχή του όρους Αμανού, από την οποία διέρχονται όλοι οι δρόμοι επικοινωνίας μεταξύ Κιλικίας και βόρειας Συρίας, οι στρατιωτικές δυνάμεις των εισβολέων συντρίβουν τα στρατεύματα της Ουγκαρίτ και κάποιων υπολειμμάτων του χιττιτικού στρατού. Ο δρόμος προς την Συριακή πεδιάδα και την Χαναάν νοτιότερα είναι πλέον ανοικτός.
Σύντομα οι επιδρομείς φθάνουν στην ίδια την Ουγκαρίτ*1, την οποία καταστρέφουν τόσο ολοκληρωτικά, ώστε δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να ξεχαστεί ακόμη και η ακριβής τοποθεσία της.*2 Την ίδια τύχη θα έχουν και άλλες σημαντικότατες πόλεις της περιοχής, το Αλαλάκ, η Χάμαθ και το Καρχεμίς, αλλά με λιγότερο καταστροφικά αποτελέσματα.

_______________________________________
*1 Ουγκαρίτ (Ugarit, σημερινή Ras-Shamra) = Περίφημο εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο της Αρχαιότητος, κοντά στην σημερινή Λατάκια (Latakia, αρχαία Λαοδίκεια) της Συρίας. Η μακραίωνη ιστορία της ξεκινάει από την πρώϊμη Νεολιθική περίοδο, συνεχίζεται την Χαλκολιθική, ενώ η περίοδος της μεγάλης ακμής της σημειώνεται κατά την Εποχή του Χαλκού, μεταξύ 1500-1200 π.Χ.
Λόγω της επίκαιρης γεωγραφικής της θέσεως, αναδείχθηκε (όπως και το νοτιότερα τοποθετημένο, επίσης σπουδαίο εμπορικό κέντρο της Βύβλου, κοντά στην σημερινή Βυρηττό) σε ένα από τα μεγαλύτερα διαμετακομιστικά κέντρα της Εγγύς Ανατολής, σε μια πολυάσχολη κοσμοπολίτικη αγορά, μια εγγράμματη πόλη και στο σημαντικότερο σημείο επαφής του Αιγαιακού κόσμου με την Μέση Ανατολή. Οι επαφές αυτές φαίνεται ότι γίνονταν μέσω Κύπρου και γι’ αυτό δεν υπάρχουν αναφορές στα Αρχεία της για τις Μυκηναϊκές χώρες ή έστω για την Κρήτη. Παρ’ όλο που η Ουγκαρίτ δεν είχε λιμάνι διέθετε ένα προφυλαγμένο αγκυροβόλιο σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων. Θα συσσωρεύσει μεγάλα πλούτη από τις συναλλαγές της με την Αίγυπτο, τους Χετταίους, την κασσιτική Βαβυλώνα (βλ. Κασσίτες) και τον Μυκηναϊκό κόσμο.

*2 Σύμφωνα με νεώτερα στοιχεία και τις αναθεωρημένες απόψεις του αρχαιολόγου Μ. Σαίφερ (M. Schaeffer), ανασκαφέα της Ουγκαρίτ για περισσότερο από 40 χρόνια, η πόλη φαίνεται ότι έκανε συμφωνία με τους επιδρομείς και γλίτωσε την καταστροφή, πείθοντάς τους να προσπεράσουν δίνοντάς σε αντάλλαγμα τρόφιμα και άλλα εφόδια. Η καταστροφή της Ουγκαρίτ προήλθε όπως αποδείχθηκε από έναν ισχυρότατο σεισμό που κατέστρεψε ολοσχερώς την πόλη (βλ. C.A.H. Vol. II - part 2, σελ. 147-148).


Τα στίφη των εισβολέων θα διασχίσουν ολόκληρη την Χαναάν χωρίς αντίσταση, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους και θα φθάσουν όπως προαναφέραμε στα σύνορα της Αιγύπτου. Τελικώς, το 1180/1179 π.Χ. ο Φαραώ Ραμσής ΙΙΙ, θα καταφέρει να συντρίψει στην ξηρά την χερσαία εχθρική δύναμη σε μια κοσμοϊστορική ίσως μάχη, αν αναλογισθούμε την φοβερή οπισθοδρόμηση που θα σημειωνόταν εάν οι εισβολείς κατελάμβαναν την Αίγυπτο και τις επιπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο που θα προέκυπταν από ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Θα ακολουθήσει αμέσως μετά μια κρίσιμη ναυμαχία, μάλλον κοντά στο στόμιο μιας εκβολής του Νείλου, όπου ο στόλος των επιδρομέων θα παγιδευτεί από τα αιγυπτιακά πολεμικά πλοία και θα καταστραφεί ολοσχερώς.
Με την διπλή αυτήν επιτυχία, ο Ραμσής ΙΙΙ θα σώσει όχι μόνον την χώρα του, αλλά και τον πολιτισμό της εποχής. Μια επιγραφή με πανηγυρικό χαρακτήρα και θριαμβευτικό ύφος θα διαιωνίσει τις νίκες του. Στο κείμενο αυτό αναφέρονται και τα ονόματα των εισβολέων. Είναι και πάλι οι Σσεκελέςς (και πιθανόν οι Τέρεςς και οι Σσαρντάνα), αλλά και νέοι λαοί όπως οι Πελεσέτ (Peleset), οι Ντενυέν ή Ντανούνα (Denyen/Danuna), οι Τζέκ(κ)ερ (Tjeker/Tjekker) και τέλος οι Βασσάσσα ή Βεσσέςς (Washasha/Weshesh). Περιέργως, απουσιάζουν οι Λούκκα (Lukka) και οι Εκβέςς/Ακαβάσσα (Eqwesh/Aqawasha). Έχουν καταβληθεί σημαντικές και επίπονες προσπάθειες να ταυτισθούν αυτοί οι λαοί με κάποια συγκεκριμένα φύλα, αλλά οι ειδικοί δεν έχουν καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα, τουλάχιστον για κάποιους από αυτούς.
Παρά τις επιτυχίες του, ο Ραμσής ΙΙΙ δεν θα μπορέσει να αποτρέψει την εγκατάσταση δύο τουλάχιστον λαών στα παράλια της Χαναάν. Πρόκειται για τους Πελεσέτ, που δεν είναι άλλοι από τους γνωστούς μας από την Παλαιά Διαθήκη Φιλισταίους και τους Τζέκκερ, οι οποίοι συνδέονται από πολλούς ερευνητές με τους Τεύκρους της Τρωάδος (βλ. Τρώες) ή με τον Έλληνα ήρωα του Τρωϊκού πολέμου Τεύκρο, ετεροθαλή αδελφό του Αίαντα του Τελαμώνιου και μυθικό ιδρυτή της Σαλαμίνος της Κύπρου. Οι Πελεσέτ θα δώσουν μάλιστα το όνομά τους και στην χώρα, που από τότε θα ονομασθεί Παλαιστίνη. Οι Τζέκερ θα εγκατασταθούν στα βόρεια των Φιλισταίων, όπου εξακολουθούν να υπάρχουν έναν αιώνα αργότερα, γύρω στο 1100 π.Χ. σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία (βλ. σχετικά N. K. Sandars: The Sea Peoples, σελ. 170).
Από τους υπόλοιπους λαούς, οι Ντενυέν οι οποίοι θεωρούνται ως συγγενείς των Πρωτοελλήνων Δαναών, θα εγκατασταθούν κάπου στην βόρεια Χαναάν και σύμφωνα με μια άποψη (βλ. The Sea Peoples ό.π., σελ. 161-164), θα αποτελέσουν την φυλή του Δάν, μια από τις 12 φυλές του Ισραήλ.
Οι Βεσσέςς και οι Τερές ή Τούρσσα συνδέονται με τα τοπωνύμια Βιλούσα [Wilusa / Filusa  = Fίλιον (Βίλιον) = Ίλιον] και Ταρουΐσσα (Taruisha = Τροία) των χιττιτικών επιγραφών που τοποθετούνται επίσης στην περιοχή της Τρωάδος. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι οι Τούρσσα δεν είναι άλλοι από τους γνωστούς Τυρσηνούς ή Τυρρηνούς των αρχαιοελληνικών πηγών (βλ. Ετρούσκοι). Τέλος υποστηρίζεται ότι οι μεν Σσεκελέςς είναι οι πρόγονοι των Σικελών, ενός αριοευρωπαϊκού φύλου που βρήκαν εγκατεστημένο στο ανατολικό τμήμα της Σικελίας, οι πρώτοι Έλληνες άποικοι μερικούς αιώνες αργότερα, ενώ οι Σσερντέν ή Σσαρντάνα (βλ. Σαρδηνοί) φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην Κύπρο μετά την καταστροφή της Ουγκαρίτ (ό. π. σελίς 161) και στην συνέχεια μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν στο μεγάλο νησί της Δυτικής Μεσογείου, το οποίο πήρε από αυτούς το όνομά τους (Σαρδηνία).
Μετά από τα παραπάνω γεγονότα και αφού περάσουν δύο χρόνια ειρήνης, ο Ραμσής ΙΙΙ θα αντιμετωπίσει τον 11ο χρόνο της βασιλείας του και πάλι σοβαρά προβλήματα από τους Λίβυους και τους συμμάχους τους Μέσσβεςς (Meshwesh), γνωστούς ήδη από την εποχή του Φαραώ Μερνεφθά, καθώς και άλλα πέντε φύλα για τα οποία δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο. Φαίνεται ότι οι εισβολείς είχαν κάποιες αρχικές επιτυχίες, αλλά τελικώς θα συντριβούν από τα αιγυπτιακά στρατεύματα. Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι οι Μέσσβεςς σχετίζονται από την νεώτερη έρευνα με τους απογόνους των Τρώων (Ηρόδοτος Δ΄ 191), τους Μάξυες (βλ. C.A.H. Vol. II - part 2, σελ. 366).
Ο Ραμσής ΙΙΙ αφού καταφέρει να γλιτώσει από μια σοβαρή συνομωσία της Αυλής εναντίον της ζωής του (βλ. C.A.H. Vol. II - part 2, σελ. 246-247), θα αποβιώσει μετά από μια πολυτάραχη βασιλεία 32 ετών και στον θρόνο θα ανέλθει ένας από τους πολλούς γιους του, ο Ραμσής IV (1156-1150 π.Χ.), ο οποίος όχι μόνον θα διασφαλίσει τα προνόμια προς το ιερατείο που είχε παραχωρήσει ο πατέρας του, αλλά θα εκχωρήσει και ο ίδιος σημαντικά προνόμια και μεγάλες δωρεές σε γη και προσωπικό σε ναούς των Θηβών. Αποτέλεσμα όλων αυτών, καθώς και της ανάλογης πολιτικής των επόμενων Φαραώ ήταν να αποκτήσει το ιερατείο του Θεού Άμμωνα τεράστια ισχύ και οι αρχιερείς του (οι οποίοι προέρχονταν από την ίδια οικογένεια και αναλάμβαναν το αξίωμα κληρονομικά), να διοικούν στην ουσία την Αίγυπτο. Υπολογίζεται ότι αυτήν την περίοδο οι ναοί είχαν στην ιδιοκτησία τους το ένα πέμπτο του πληθυσμού της χώρας και το ένα τρίτο της συνολικής καλλιεργήσιμης έκτασης! (βλ. C.A.H. Vol. II - part 2, σελ. 626)
Οι επόμενοι Φαραώ, φέρουν όλοι το όνομα Ραμσής (Ραμσίδες) και ήσαν ασήμαντοι βασιλείς, στα χρόνια των οποίων εντείνεται η διείσδυση λιβυκών φύλων στην χώρα, τα οποία αναφέρονται ως Λίμπου (Libu) και Μέσσβεςς (Meshwesh, βλ. λήμμα Μάξυες). Ο τελευταίος Φαραώ της Δυναστείας, ο Ραμσής ΧΙ (1104-1075 π.Χ.), θα αναγκασθεί να καλέσει (πιθανώς τον 11ο χρόνο της βασιλείας του) τον Πίνεχας (Pinehas) ή Πανεχσύ (Panehsy), τον αιγύπτιο αντιβασιλέα του Κους (σημερινό νότιο Σουδάν. Βλ. λήμματα Κουσίτες, Νούβιοι) και τα στρατεύματα της Νουβίας, για να εκδιώξει τον παντοδύναμο κληρονομικό Αρχιερέα του Άμμωνα. Εικάζεται ότι ο αντιβασιλεύς αυτός θα κυριαρχήσει για κάποια χρόνια στις Θήβες, αλλά τελικώς θα εκδιωχθεί και θα αποσυρθεί στην Νουβία. Στο μεταξύ το αξίωμα του Μέγα Αρχιερέα του Άμμωνα θα αναλάβει, στον 19ο χρόνο της βασιλείας του Ραμσή ΧΙ κάποιος στρατιωτικός, ο Χεριχώρ (Herihor), ο οποίος θα αποκτήσει βαθμιαία μεγάλη δύναμη, ανώτερη και από του Φαραώ. Ο γιος και διάδοχός του, Πιάνχ (Pi’ankh), θα πραγματοποιήσει μια εκστρατεία στην Νουβία, η οποία είχε τελικώς καταστρεπτικά αποτελέσματα, αφού η Νουβία θα χαθεί οριστικά πλέον για την Αίγυπτο. Ο Πιάνχ πάντως εμφανίζεται ισότιμος με τον Φαραώ σε διάφορα μνημεία και παρ’ όλο που πέθανε πριν από τον Ραμσή ΧΙ, φαίνεται ότι η ουσιαστική διάσπαση της χώρας σε δυό επικράτειες ήταν από τότε γεγονός, αφού έχουμε πληροφορίες ότι ήδη υπήρχε άλλος κυβερνήτης στην Κάτω Αίγυπτο, στην πόλη Τάνιδα (Tanis), στο ανατολικό Δέλτα του Νείλου, λίγο βορειότερα από την Πι-Ραμσής, την παλιά πρωτεύουσα του Ραμσή ΙΙ και της 19ης Δυναστείας.

(Οι παραπομπές σε λήμματα διαφόρων λαών αναφέρονται στο έργο: Δημητρίου Ε. Ευαγγελίδη: Λεξικό των Λαών του Αρχαίου Κόσμου, Θεσσαλονίκη 2006)


Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Αιγύπτιοι (5)

(Συνεχίζουμε από την προηγούμενη ανάρτηση)

Η 19η και η 20η Δυναστεία (Ραμσίδες)

Ο νέος Φαραώ Ραμσής Ι (Menpehtire Ramesses, 1292-1290 π.Χ.), ο ιδρυτής της 19ης Δυναστείας, προερχόταν από την περιοχή του ανατολικού Δέλτα, με αποτέλεσμα να σημειωθεί σημαντική αύξηση της πολιτικής επιρροής του Βορρά στην διάρκεια αυτής της Δυναστείας. Ο Ραμσής Ι, προφανώς μεγάλης ηλικίας, θα παραμείνει ελάχιστο χρονικό διάστημα στον θρόνο και μετά τον θάνατό του θα τον διαδεχθεί ο γιος του, ο Σέθως Ι (Menma’atre Sethos, 1290-1279 π.Χ.), ο οποίος θα αναλάβει το δύσκολο έργο να ανασυστήσει το ασιατικό τμήμα της αιγυπτιακής αυτοκρατορίας, που είχε χαθεί σχεδόν ολοκληρωτικά την περίοδο των εσωτερικών αναστατώσεων της χώρας.

Στην προσπάθειά του αυτήν ο Φαραώ Σέθως Ι είχε να αντιμετωπίσει ως σημαντικότερο αντίπαλο, την πανίσχυρη πλέον Χιττιτική αυτοκρατορία και τον ικανό ηγεμόνα της, Μουβατάλλις (Muwatallis, 1295-1270 π.Χ.). Σε πρώτη φάση θα εκστρατεύσει στην Χαναάν, όπου θα επαναφέρει στην αιγυπτιακή κυριαρχία τις πόλεις της περιοχής. Στην συνέχεια θα επιχειρήσει να υποτάξει τους Αμορρίτες πρίγκιπες της Συρίας και να εξασφαλίσει την κατάληψη των παραλιακών πόλεών της, που ήσαν ζωτικές για τις εμπορικές οδούς της Αιγύπτου. Στο μεταξύ Λίβυοι νομάδες είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται στις περιοχές του Δυτικού Δέλτα και να δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην χώρα. Ο Σέθως Ι με μια επιτυχημένη εκστρατεία θα εκμηδενίσει την Λιβυκή απειλή. Τέλος θα κηρύξει τον πόλεμο στους Χετταίους, τους οποίους φαίνεται ότι νίκησε αρχικά εξασφαλίζοντας τον έλεγχο της νότιας Συρίας και τα σύνορα μεταξύ των δύο Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής θα σταθεροποιηθούν νότια από την πόλη-κλειδί της περιοχής, το περίφημο Καντέςς (Kadesh, Qadesh), στον άνω ρου του ποταμού Ορόντη, κοντά στα σημερινά βόρεια σύνορα του Λιβάνου με την Συρία. Τελικά θα συνομολογηθεί μια συνθήκη ειρήνης μεταξύ του Φαραώ και του βασιλέα των Χετταίων Μουβατάλλις.
Τον Σέθως Ι θα διαδεχθεί ο γιος και διάδοχός του, Ραμσής ΙΙ (1279-1213 π.Χ.), ο οποίος τον 5ο χρόνο της βασιλείας θα προσπαθήσει να δώσει οριστική λύση στην διαμάχη με τους Χετταίους συγκεντρώνοντας ένα τεράστιο στράτευμα. Το «ξεκαθάρισμα των λογαριασμών» μεταξύ των δύο ισχυρότερων στρατιωτικών δυνάμεων της εποχής θα επιχειρηθεί στην περίφημη μάχη του Καντέςς. Οι αντίπαλοι, μαζί με όσους συμμάχους και μισθοφόρους (βλ. παρακάτω) κατάφερε να συγκεντρώσει ο καθένας, θα συναντηθούν στο πεδίο της μάχης την άνοιξη του 1275/1274 π.Χ. (με την «χαμηλή» χρονολογία, το 1286 π.Χ. σύμφωνα με την «μέση» και το 1300 π.Χ. σύμφωνα με την «υψηλή» χρονολόγηση). Στην φοβερή σύγκρουση που ακολούθησε, η πανουργία του Μουβατάλλις (ο οποίος στο Καντέςς κέρδισε την φήμη ενός ευφυέστατου και λαμπρού στρατιωτικού ηγέτη, αξεπέραστου στην πολεμική τακτική), εξισορροπήθηκε από την γενναιότητα (αλλά και την μεγάλη τύχη) του νεαρού Ραμσή ΙΙ. Θα πρέπει να τονισθεί ότι η μάχη του Καντέςς είναι από τις πρώτες στην Ιστορία για την οποία κατέχουμε πλήρη περιγραφή των αντιπάλων δυνάμεων και των στρατιωτικών τους ελιγμών κατά την διάρκεια των εχθροπραξιών. Τελικώς από την μάχη κανείς δεν αναδείχθηκε απόλυτος νικητής και οι δύο αντίπαλοι αποσύρθηκαν ισχυριζόμενοι, ο καθένας για λογαριασμό του, ότι είχαν συντρίψει τις δυνάμεις του εχθρού. Τα επόμενα χρόνια ο Ραμσής ΙΙ θα επιχειρήσει και άλλες εκστρατείες στην Συρία, αλλά η ανερχόμενη ισχύς της Ασσυρίας και πιθανόν η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι καμία από τις δύο χώρες δεν υπερείχε τόσο αποφασιστικά ώστε να υποτάξει την άλλη, ανάγκασε τους δύο ηγεμόνες τους να λογικευτούν και να σταματήσουν οποιαδήποτε σκέψη επιθετικής ενέργειας εις βάρος του άλλου. Τελικά, λίγα χρόνια μετά την ανάρρηση του νέου αυτοκράτορα των Χετταίων Χαττουσίλις ΙΙΙ (Khattusilis, 1262-1240 π.Χ.) στον θρόνο και 16 χρόνια μετά την μάχη του Καντές, ο Φαραώ Ραμσής ΙΙ και ο Αυτοκράτορας των Χετταίων, συμφωνούν το 1258 π.Χ. μετά από μακρές και προσεκτικές διαπραγματεύσεις, να συνάψουν «αιώνια ειρήνη».
Το κείμενό της μας είναι γνωστό από την σχετική επιγραφή που υπάρχει στον ναό του Καρνάκ στην Αίγυπτο, αλλά και από το αντίστοιχό της που ανακαλύφθηκε στις ανασκαφές της Χαττούσας - μια εκπληκτική αρχαιολογική συγκυρία. Με τον τρόπο αυτόν εγκαινιάζεται μια μακροχρόνια εποχή καλών σχέσεων ανάμεσα στους δυο λαούς. Οι δεσμοί μάλιστα μεταξύ των δύο βασιλικών οικογενειών, των Χετταίων και της Αιγύπτου, θα γίνουν στενότεροι όταν μετά από 13 χρόνια (το 1245 π.Χ.) ο Ραμσής ΙΙ θα πάρει ως σύζυγο την κόρη του Χαττουσίλις ΙΙΙ. Η ειρήνη μεταξύ των δύο Αυτοκρατοριών θα διατηρηθεί μέχρι την κατάλυση του Χιττιτικού κράτους.
Μετά από μακρόχρονη βασιλεία στην διάρκεια της οποίας θα ιδρυθεί νέα πρωτεύουσα, η Πι-Ραμσής (Pi-Ramesses=Οίκος του Ραμσή) δίπλα στην Άβαρι, ο Ραμσής ΙΙ (ο οποίος είχε δημιουργήσει μια τεράστια οικογένεια με τους αλλεπάλληλους γάμους του), θα αποβιώσει σε ηλικία 90 ετών περίπου, το 1213 π.Χ. ορίζοντας ως διάδοχό του τον 13ο γιο του, τον Μερνεφθά (Merneptah, 1213-1203 π.Χ.).
Ο νέος Φαραώ θα αναγκασθεί λίγο μετά την άνοδό του στον θρόνο, να πραγματοποιήσει μια εκστρατεία στην Παλαιστίνη, όπου είχε σημειωθεί μια εκτεταμένη εξέγερση, πιθανόν υποκινημένη από τους Χετταίους. Το πλέον όμως αξιοσημείωτο γεγονός της βασιλείας του είναι η απόκρουση μιας μεγάλης επίθεσης εναντίον των δυτικών περιοχών της Αιγύπτου που οργανώθηκε από τον βασιλιά της Λιβύης Μερυρύ (Meryry) και τους συμμάχους του, ένα πλήθος «βαρβάρων», οι οποίοι είχαν έλθει «πέρα από την θάλασσα».
Αυτοί οι «βάρβαροι» δεν ήσαν άλλοι από τους περίφημους «Λαούς της Θάλασσας» (βλ. για λεπτομέρειες στο Δημ. Ευαγγελίδη: Η Καταγωγή των Αριοευρωπαίων, Τόμος Α΄ Τεύχος 2 Κεφ. 6 - Οι «Λαοί της Θάλασσας», καθώς και στα λήμματα Σαρδηνοί, Φιλισταίοι του Λεξικού των Λαών του Αρχαίου Κόσμου), ορισμένοι από τους οποίους είχαν πάρει ήδη μέρος στην μάχη του Καντέςς. Μετά τον θάνατο του Μερνεφθά θα ξεσπάσουν έντονοι ανταγωνισμοί και διαμάχες μεταξύ των ισχυρών φατριών της Αυλής (οι οποίες είχαν δημιουργηθεί πιθανόν από τους διάφορους φιλόδοξους πρίγκιπες της τεράστιας οικογένειας του Ραμσή ΙΙ και είχαν ισχυροποιηθεί λόγω της ανεκτικότητας του Μερνεφθά). Στον θρόνο πάντως θα ανέλθει ο γιος του Μερνεφθά, Σέθως ΙΙ (1203-1198 π.Χ.), αλλά ένας σφετεριστής, ο Αμενμέσσης (Amenmesse 1202-1198 π.Χ.), θα επαναστατήσει και θα ανακηρυχθεί Φαραώ. Τελικώς, μετά τον θάνατο των δύο προηγουμένων Φαραώ, στον θρόνο θα ανέλθει (με την βοήθεια ενός Σύρου βασιλικού θαλαμηπόλου που είχε εξελιχθεί σε αρχιγραμματέα της Αιγύπτου), ο Σιπτάχ (Siptah 1198-1193 π.Χ.), ο οποίος θα πάρει ως σύζυγο την Τεβοσρέτ, χήρα του Σέθου ΙΙ. Ο Σιπτάχ θα πεθάνει σύντομα σε νεαρή σχετικά ηλικία και την βασιλική εξουσία θα ασκήσει η Βασίλισσα Τεβοσρέτ ή Ταουζέρτ (Tewosret/Tausert, 1193-1190 π.Χ.), η οποία αντικατέστησε το όνομα του Σιπτάχ από τις επιγραφές των μνημείων με το όνομα του πρώτου συζύγου της, Σέθου ΙΙ. Με τον θάνατό της θα δημιουργηθεί αναταραχή στην χώρα και την τάξη θα αποκαταστήσει ένας ισχυρός άνδρας αδιευκρίνιστης καταγωγής, ο Σεθναχτέ (Sethnakhte, 1190-1187 π.Χ.), ο οποίος θα ανακηρυχθεί Φαραώ και θα ιδρύσει μια νέα Δυναστεία, την 20η Δυναστεία της Αιγύπτου, με έδρα τις Θήβες. Μετά από σύντομη βασιλεία ο Σεθναχτέ θα αποβιώσει και στον θρόνο θα τον διαδεχθεί ο γιος του, Ραμσής ΙΙΙ (1187-1156 π.Χ.), ο τελευταίος μεγάλος Φαραώ της Αιγύπτου.
Η βασική πηγή πληροφοριών μας για τα γεγονότα που συνέβησαν στην διάρκεια της βασιλείας του Ραμσή ΙΙΙ (που σημάδεψαν την παγκόσμια Ιστορία), είναι οι επιγραφές στο νεκρικό συγκρότημα του τάφου του, απέναντι από τις Θήβες, στην άλλη (δυτική) όχθη του Νείλου, στην σημερινή τοποθεσία Μεντινέτ Αμπού (Medinet Habu).
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία αυτών των επιγραφών που διασταυρώθηκαν και από άλλες δευτερεύουσες πηγές, τον 5ο χρόνο της βασιλείας του (1183/82 π.Χ.), ο Ραμσής ΙΙΙ θα αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα στα δυτικά σύνορα της Αιγύπτου από μια μεγάλη εισβολή Λιβύων (Libu) τους οποίους θα νικήσει και θα κατασφάξει με την βοήθεια πιθανότατα μισθοφορικών στρατευμάτων από «Λαούς της Θάλασσας». Ανάμεσά τους αναφέρονται οι Σσερντέν ή Σσαρντάνα (SH-R-D-N =Sherden / Shardana), οι Σσεκελέςς ή Σσακάλσσα (SH-K-R-SH= Shekelesh / Shakalsha), οι Εκβέςς ή Ακαβάσσα (I-Q-W-SH = Eqwesh / Aqawasha) και τέλος οι Τερέςς ή Τούρσσα (T-R-SH = Teresh / Tursha), οι παλιοί επιδρομείς που είχε αντιμετωπίσει και κατανικήσει ο Φαραώ Μερνεφθά.

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Αιγύπτιοι (4)


(Συνεχίζουμε από την προηγούμενη ανάρτηση)

Νέο Βασίλειο
(Από την 18η έως και 20η Δυναστεία)

Η ένδοξη 18η Δυναστεία
Με την βασιλεία του Φαραώ Άμωσι (Ahmose 1539-1514 π.Χ.), λήγει η 2η Ενδιάμεση Περίοδος και εγκαινιάζεται η λεγομένη περίοδος του Νέου Βασιλείου (1539-1075 π.Χ. Βλ. Πίνακα ΙΙ στην σχετική ανάρτηση της 20ης Μαρτίου 2010), με την ίδρυση της ένδοξης 18ης Δυναστείας (1539-1292 π.Χ.). Από πολλούς η περίοδος αυτή θεωρείται η σημαντικότερη εποχή της Ιστορίας της Αιγύπτου. Η χώρα βγαίνει από την απομόνωσή της και εμφανίζεται δυναμικά στην Διεθνή σκηνή της εποχής εκείνης, ως μια μεγάλη και επίφοβη δύναμη, που προκαλεί τον σεβασμό σε όλους. Το εμπόριο αναπτύσσεται γοργά με πολλές ξένες χώρες, οι Τέχνες ανθίζουν και η στρατιωτική ισχύς των Φαραώ θα χαρίσει στην Αίγυπτο τεράστιες εκτάσεις και νέα εδάφη.
Ο διάδοχος του Άμωσι, Αμενχοτέπ Ι ή Αμένωφις κατά Μανέθωνα (Amenhotep 1514-1493 π.Χ.), θα στρέψει αρχικά την προσοχή του στον νότο, όπου θα επεκτείνει τα σύνορα της Αιγύπτου πέρα από τα όρια του Μέσου Βασιλείου. Στην συνέχεια θα εμπλακεί σε κάποιες αψιμαχίες στην Μέση Ανατολή με το νεοσύστατο Βασίλειο των Μιταννί (βλ. Χουρρίτες), το οποίο αποτελεί την σημαντικότερη απειλή για τα βορειοανατολικά σύνορα της Αιγύπτου. Τον Αμένωφι Ι (που δεν άφησε άμεσο διάδοχο), θα διαδεχθεί ο στρατηγός του, ο Τούθμωσις Ι (Akheperkare Tuthmosis, 1493-1483 π.Χ.), ο οποίος είχε πάρει ως σύζυγο την πριγκίπισσα και αρχιέρεια, Αμώση (Ahmose), νεώτερη αδελφή του Αμένωφι Ι. Η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από λαμπρές εκστρατείες στην Νουβία και την Συρία, καθώς και από εκτεταμένες δραστηριότητες ανέγερσης μνημείων.
Στην συνέχεια θα ανέλθει στον θρόνο ο Τούθμωσις ΙΙ (1482-1479 π.Χ.), γιος του προηγουμένου από μια δευτερεύουσα σύζυγο, ο οποίος θα ισχυροποιήσει τα δικαιώματά του στον θρόνο, παίρνοντας ως σύζυγο την αρχιέρεια Χατσεψούτ. Ο Τούθμωσις ΙΙ θα αποβιώσει αναπάντεχα (μάλλον από κάποια ασθένεια), μετά από σύντομη βασιλεία και χωρίς νόμιμο διάδοχο, εκτός από ένα δεκάχρονο αγόρι που είχε αποκτήσει από μια παλλακίδα και το οποίο όρισε ως διάδοχό του λίγο πριν πεθάνει.
Αυτό το παιδί θα ανακηρυχθεί τελικά Φαραώ, με αντιβασίλισσα την επίσημη σύζυγο του Τούθμωσι ΙΙ, την Χατσεψούτ. Πρόκειται για τον Τούθμωσι ΙΙΙ (1479-1426 π.Χ.), ο οποίος θα εξελιχθεί σε έναν ένδοξο στρατηλάτη και έναν από τους μεγαλύτερους Φαραώ της Αιγύπτου, δημιουργό μιας τεράστιας αυτοκρατορίας για τα μέτρα εκείνης της εποχής. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι εκτός από μεγάλος στρατηγός, έμπειρος πολιτικός και ικανότατος κυβερνήτης, ο Τούθμωσις ΙΙΙ ήταν ταυτόχρονα επιδέξιος τοξότης και ασυναγώνιστος ιππέας, αλλά και καλλιτέχνης για τον οποίον λέγεται ότι είχε σχεδιάσει όλη την εσωτερική διαμόρφωση και επίπλωση του ναού του θεού Άμμωνα (βλ. C.A.H. Vol. II - part 1, σελ. 319). Τα δύο πρώτα χρόνια της βασιλείας του ο Τούθμωσις ΙΙΙ ήταν τυπικά μόνον Φαραώ, ενώ την εξουσία ασκούσε η φιλόδοξη Χατσεψούτ. Τον δεύτερο χρόνο όμως της βασιλείας του Τούθμωσι ΙΙΙ, η Χατσεψούτ θα ανακηρυχθεί «θηλυκός» Φαραώ (Ma’atkare Hatshepsut, 1477-1458 π.Χ.), με πλήρη εξουσία, τίτλους και προνόμια, φορώντας το διπλό στέμμα της Άνω και Κάτω Αιγύπτου και τελετουργική γενειάδα, κάτι πρωτοφανές για την Ιστορία της χώρας, αλλά και τα ήθη και έθιμα της εποχής. Ο Τούθμωσις ΙΙΙ θα παραμείνει συμβασιλεύς, περνώντας τον ελεύθερο χρόνο του στον Στρατό, όπου εκπαιδευόταν στις στρατιωτικές τέχνες.
Τα 20 χρόνια διακυβέρνησης της Χατσεψούτ θα κυλήσουν μάλλον ειρηνικά, χωρίς πολέμους και σημαντικές εκστρατείες. Με τον θάνατό της, ο Τούθμωσις ΙΙΙ θα μείνει μόνος στον θρόνο και στα υπόλοιπα 32 περίπου χρόνια της βασιλείας του, με συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις, κυρίως στην Μέση Ανατολή, θα δημιουργήσει μια απέραντη αυτοκρατορία που θα φθάσει μέχρι τις όχθες του Ευφράτη. Το Βασίλειο του Μιταννί (βλ. λήμμα Χουρρίτες στο Λεξικό των Λαών του Αρχαίου Κόσμου) θα νικηθεί, παρ’ όλο που δεν θα υποταχθεί πλήρως και η δύναμή του θα περιορισθεί. Στον νότο θα σταθεροποιήσει τις αιγυπτιακές κατακτήσεις στην Νουβία, αλλά και νοτιότερα στην περιοχή του σημερινού βορείου Σουδάν (Κους).
Μετά τον θάνατο του Τούθμωσι ΙΙΙ, στον θρόνο των Φαραώ θα ανέλθει ο γιος του, Αμένοφις ΙΙ (1426-1400 π.Χ.), ο οποίος θα συνεχίσει το έργο του πατέρα του με εκστρατείες στην Συρία και στον νότο, όπου θα επεκτείνει τα σύνορα μέχρι την Ναπάτα, κοντά στον 4ο καταρράκτη του Νείλου (βλ. C.A.H. Vol. II part 1, σελ. 320).
Ο γιος του, Τούθμωσις IV (1400-1390 π.Χ.), θα τον διαδεχθεί στον θρόνο της Αιγύπτου, η ασιατική επικράτεια της οποίας θα διατηρήσει τα όριά της στην διάρκεια της βασιλείας του. Την περίοδο αυτήν πάντως σημειώνεται ισχυροποίηση του Βασιλείου του Μιταννί, οι ηγεμόνες του οποίου επωφελήθηκαν από την περίοδο αδυναμίας των Χετταίων, στην διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του λεγομένου Μέσου Χιττιτικού Βασιλείου, για να επεκτείνουν τα σύνορά τους. Ως φυσικό επακόλουθο αυτής της κατάστασης και στην προσπάθειά του να βρεθεί ειρηνική λύση, ο Τούθμωσις IV θα νυμφευθεί μια κόρη του βασιλέως του Μιταννί Αρτατάμα Ι, παραχωρώντας ταυτόχρονα και ορισμένες σημαντικές πόλεις της Συρίας στον έλεγχο των Μιταννί (βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Χουρρίτες ό.π.). Στην συνέχεια στον θρόνο θα ανέλθει ο Αμένωφις IΙΙ (Nebma’atre Amenhotep, 1390-1353 π.Χ.), γιος του Τούθμωσι IV, πιθανόν από την πριγκίπισσα του Μιταννί. Στην διάρκεια της μακρόχρονης και φιλειρηνικής βασιλείας του, μεγάλη ισχύ θα αποκτήσει η ταπεινής καταγωγής, αλλά ιδιαίτερα φιλόδοξη βασίλισσα Τάϊυ (Tiy).
Ο γιος της Τάϊυ, με την πλήρη υποστήριξη της μητέρας του, θα ανέλθει στον θρόνο της Αιγύπτου ως Αμένωφις IV (1352-1335 π.Χ.). Η περίοδος της βασιλείας του θεωρείται σταθμός όχι μόνον για την ίδια την χώρα του, αλλά και την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, λόγω των σημαντικότατων εξελίξεων που σημειώθηκαν αυτήν την εποχή. Ο Αμένωφις IV όμως θα μείνει στην Ιστορία κυρίως για τις επαναστατικές θρησκευτικές του αντιλήψεις, που επιχείρησε να επιβάλει στην Αίγυπτο, πρεσβεύοντας ένα είδος μονοθεϊσμού με την πίστη του στον θεό Άτωνα (=ηλιακός δίσκος), από τον οποίον εκπορεύονται όλοι οι άλλοι θεοί. Θα αλλάξει μάλιστα, στο 6ο έτος της βασιλείας του (C.A.H. Vol. II part 2 σελ. 59), το όνομά του από Αμένωφις (Amenhotep / Αmunhotpe = ειρήνη του Άμμωνα) σε Αχενατών (Akhenaten=ο εκλεκτός του Άτωνα) και τελικώς φέρνει την χώρα στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου λόγω της έντονης αντίδρασης του πανίσχυρου Ιερατείου του Άμμωνα. Αυτά τα γεγονότα στο εσωτερικό της Αιγύπτου πρέπει να συνδυασθούν με τις εξελίξεις στο Βασίλειο των Χετταίων, στον θρόνο του οποίου ήδη βρίσκεται ο Σουππιλουλιούμας Ι, (Suppiluliumas, 1350-1320 π.Χ.) ο ιδρυτής του λεγομένου Νέου Χιττιτικού Βασιλείου (Αυτοκρατορίας), που σύντομα θα μεταβάλει την γενική κατάσταση της χώρας του, την οποία θα αναδιοργανώσει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Εκπαιδευμένος στα στρατιωτικά από την εποχή που ακολουθούσε τον πατέρα του στις εκστρατείες εναντίον των πολυάριθμων και ποικίλων εχθρών του Χιττιτικού Βασιλείου, αποδεικνύεται πολύ γρήγορα ικανότατος ηγέτης και στρατιωτική ιδιοφυΐα. Αποτελεί έτσι το άκρον αντίθετο του θρησκόληπτου και ειρηνιστή Φαραώ Αμένωφι IV-Αχενατών.
Ο Σουππιλουλιούμας Ι, αφού τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες στην δυτική Μ. Ασία υποτάσσοντας εκ νέου την Αρζάβα, θα εκστρατεύσει εναντίον του Βασιλείου του Μιταννί, όπου θα νικήσει τις δυνάμεις του βασιλιά Τουσσράττα (Tushratta), που μάταια ζητάει βοήθεια από την Αίγυπτο. Όταν τελικά καταλάβει την πρωτεύουσά του Βασσουκκάνι (Washshukkani), θα το διαλύσει σε μικρές ανεξάρτητες ηγεμονίες, υποτελείς στους Χετταίους (βλ. λεπτομέρειες στα λήμματα Χετταίοι, Χουρρίτες ό.π.). Θα υποτάξει τέλος τα περισσότερα κρατίδια της Συρίας και του Λιβάνου και θα επιστρέψει θριαμβευτής στην Χαττούσας, χωρίς να έρθει σε άμεση σύγκρουση με την Αίγυπτο.
Στο διάστημα αυτό, ο Αχενατών ασχολείται με την ανέγερση και διακόσμηση της νέας του πρωτεύουσας στην ανατολική όχθη του Νείλου, στο μέσον περίπου της απόστασης μεταξύ Μέμφιδος και Θηβών, στην τοποθεσία που επιλέχθηκε προσωπικά από τον ίδιο τον Αχενατών και που είναι σήμερα γνωστή ως Τελλ ελ-Αμάρνα (Tell el-Amarna). Η νέα πόλη θα ονομασθεί Αχετατών (=ο Ορίζοντας του Άτωνα) και εκεί θα ανθίσει ένα νέο καλλιτεχνικό ρεύμα, απόλυτα νατουραλιστικό και ρεαλιστικό ως προς την τεχνοτροπία, χαρακτηριστικό όλης της περιόδου που θα μείνει στην Ιστορία ως «Εποχή της Αμάρνα» (για την λεγόμενη «Αλληλογραφία της Αμάρνα» βλ. σχετική υποσημείωση στο λήμμα Χουρρίτες ό.π.). Ο ασθενικός (μάλλον επιληπτικός) Αχενατών θα πεθάνει σχετικά νέος (η σύζυγός του, η περίφημη βασίλισσα Νεφερτίτι είχε αποβιώσει νωρίτερα), μετά από βασιλεία 18 ετών και θα τον διαδεχθεί ο γιος του από μια άσημη σύζυγο, ο Σμενχκαρέ (Smenkhkare, 1335-1333 π.Χ.), ο οποίος θα πάρει ως σύζυγο την μεγαλύτερη κόρη του Αχενατών από την Νεφερτίτι, για να εδραιώσει τα δικαιώματά στον θρόνο. Ο Σμενχκαρέ θα κυβερνήσει για μικρό διάστημα και μετά τον θάνατό του, στον θρόνο θα ανέλθει ο αδελφός του, ο ηλικίας μόλις 9 ετών Τουταγχατών, ο οποίος θα πάρει ως σύζυγο μια άλλη κόρη του Αχενατών και της Νεφερτίτι, την πριγκίπισσα Ανχεσπαατών (Ankhespaaten). Η κατάσταση όμως έχει αλλάξει δραματικά μετά τον θάνατο του Αχενατών. Οι παλιοί θεοί σύντομα θα αποκατασταθούν, ο Αχενατών θα θεωρηθεί «καταραμένος» και ο νεαρός Φαραώ θα αναγκασθεί να αλλάξει το όνομά του σε Τουταγχαμών (Tut’ankhamun, 1333-1323 π.Χ.), όπως και η βασίλισσά του σε Ανχεσεναμών (Ankhesenamun) . Η ανακάλυψη του ασύλητου τάφου του το 1922 θα προκαλέσει τον παγκόσμιο θαυμασμό από τον πλούτο των θησαυρών και των καλλιτεχνημάτων που περιείχε. Ο Τουταγχαμών θα πεθάνει χωρίς διάδοχο, σε ηλικία 19 ετών περίπου, από ένα τραύμα στο αριστερό του αυτί που διαπέρασε το κρανίο και προκάλεσε εγκεφαλική αιμορραγία, μάλλον από ατύχημα, όπως αποκάλυψε η επανεξέταση (1969) με σύγχρονα μέσα της μούμιας του. Τότε θα συμβεί ένα πρωτοφανές για την εποχή περιστατικό, όταν η χήρα του Τουταγχαμών, η βασίλισσα Ανχεσεναμών, θα στείλει αντιπροσωπεία στον βασιλέα των Χετταίων προτείνοντας να στείλει έναν από τους γιους του ως σύζυγό της.
Ο Σουππιλουλιούμας Ι ασφαλώς θα ενθουσιάσθηκε με την αναπάντεχη αυτή πρόταση, αλλά όντας υπερβολικά καχύποπτος δεν έσπευσε να επωφεληθεί αμέσως. Τελικώς, με σημαντική καθυστέρηση ειδοποίησε ότι στέλνει τον γιο του. Η αποστολή όμως θα καθυστερήσει στον δρόμο προς την Αιγυπτιακή πρωτεύουσα, όπου μετά από δολοπλοκίες της αυλής των Φαραώ, η βασίλισσα Ανχεσεναμών θα υποχρεωθεί να ματαιώσει το συνοικέσιο και να πάρει ως σύζυγο τον φιλόδοξο Αρχιερέα Άϊ (Ay, 1323-1319 π.Χ.), ο οποίος θα ανέλθει στον θρόνο των Φαραώ. Ο νεαρός πρίγκιπας των Χετταίων θα δολοφονηθεί με δηλητήριο.
Ο Σουππιλουλιούμας Ι εξαγριωμένος, θα επιτεθεί αμέσως στην βόρεια Συρία, θα συντρίψει τις αιγυπτιακές δυνάμεις συλλαμβάνοντας πλήθος αιχμαλώτων, αλλά δεν θα προλάβει να ολοκληρώσει την εκδίκησή του. Οι αιχμάλωτοι ήσαν μολυσμένοι με πανούκλα, την οποία θα μεταδώσουν στους Χετταίους. Ο ίδιος ο Σουππιλουλιούμας Ι, στην διάρκεια της προετοιμασίας μιας μεγάλης εκστρατείας αντιποίνων εναντίον της Αιγύπτου, θα προσβληθεί από πανούκλα και θα πεθάνει (C.A.H. Vol. II part 2, σελ. 85). Ο Φαραώ Άϊ, όντας μεγάλης ηλικίας, θα πεθάνει τον ίδιο χρόνο (1319 π.Χ.), ανοίγοντας έτσι τον δρόμο προς τον θρόνο στον ικανό στρατηγό Χορεμχέμπ (Horemheb, 1319-1292 π.Χ.), ο οποίος θα προσπαθήσει να αναδιοργανώσει την χώρα από την διάλυση και την παρακμή που είχε περιέλθει λόγω των θρησκευτικών ταραχών. Περίφημες θα γίνουν οι διοικητικές αλλαγές που επέβαλε στην Αυλή, στον Στρατό και κυρίως στο δικαστικό σύστημα της Αιγύπτου, που αναμόρφωσε πλήρως. Ο Χορεμχέμπ θα πεθάνει σε προχωρημένη ηλικία, χωρίς νόμιμο διάδοχο, αλλά είχε ορίσει να τον διαδεχθεί ο στρατηγός του, Ραμσής. Με τον θάνατο του Χορεμχέμπ λήγει και η 18η Δυναστεία.

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Για την 25η Μαρτίου


Παρουσιάζουμε με την ευκαιρία της εθνικής μας επετείου ένα αξιολογότατο κείμενο ενός προβληματισμένου συνέλληνα, με την προτροπή μας να μελετηθεί και όχι απλώς να διαβαστεί. Διατηρήσαμε χωρίς επεμβάσεις την ορθογραφία του πρωτοτύπου, λόγω της σκοπιμότητας των ορθογραφικών επιλογών του συγγραφέα και των όσων σημειολογικά υποκρύπτουν αυτές, με τις οποίες εξ άλλου συμφωνούμε απόλυτα.
ΔΕΕ

Προς μία διερεύνηση μίας άλλης 25ης Μαρτίου.


Είναι αποδεδειγμένο -κυρίως μέσα από πραγματιστικά κριτήρια-ότι η ιστορία δεν γίνεται και δεν μπορεί να προχωρήσει με το αν. Θα έλεγα όμως ότι αυτή η καθαρά εμπειρική θέση είναι άστοχη και πολύ πεζή-υλιστικά πεζή. Αν σκεφθούμε ότι η ιστορία είναι σύνολο απείρων θεωρητικών και πρακτικών παραμέτρων, μία μόνο εκ των οποίων είναι η εσχατολογική πρόοδος –βασικός παράγοντας θαυμασμού της ιστορίας-σε αυτή την περίπτωση μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι και οι σκέψεις μετά το γεγονός είναι ιστορία. Κυρίως αυτές οι μεταϋπάρχουσες σκέψεις μπορούν μελλοντικά να δημιουργήσουν μια νέα ιστορία η οποία σε πολλά θα είναι απαλλαγμένη από λάθη και χειρισμούς του παρελθόντος. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι απορρίπτει κανείς τα ήδη γεγονότα. Τουναντίον. Τα σέβεται και προσπαθεί να εκμαιεύσει μυστικές σκέψεις και νέες πράξεις που επειδή τότε δεν έγιναν τώρα μπορεί να δώσουν λύσεις σε σημαντικά ζητήματα που αναφύουν στο διάβα των αιώνων.
Ας διατυπώσουμε την παρακάτω θέση. Τι σημαίνει «είμαι σκλαβωμένος;» Τελικά οι Έλληνες ήμασταν σκλαβωμένοι στους τούρκους; Η απάντηση είναι όχι. Καλλίτερα. Εξωτερικά, ως καθημερινοί πολίτες μέσα σε μία πολιτεία συγκεκριμένων ενεργειών και δυνατοτήτων ήμασταν σκλαβωμένοι. Εσωτερικά όμως ο Ελληνισμός, η πηγή πολιτιστικής και ιστορικής ζωής για τους Έλληνες, ουδέποτε σκλαβώθηκε στους τούρκους για τον πολύ απλό λόγο ότι ο διαχρονικός καθαρά πνευματικός και αξιακός λόγος προχωρεί ως απόλυτη εσωτερικότητα, χωρίς να υπακούει στους κανόνες του χωροχρόνου και της ύλης. Αντιθέτως αναπτύσσει και αναπτύσσεται. Οι Έλληνες ,ως βασικός φορέας αυτού του λόγου, μέσα από νέες φόρμουλες και σε διαρκή σχέση με το φιλοσοφικό λόγο της δύσης, συνέχισαν να αναπτύσσουν την φιλοσοφική και πολιτιστική κληρονομιά. Από αυτή την πλευρά φυσικά –και δεν γινόταν αλλοιώς-ποτέ ο Ελληνισμός δεν σκλαβώθηκε στους τούρκους. Αυτή την υπερβατική δυνατότητα του Ελληνισμού ελεύθερος να πορεύεται στους αιώνες, αυτός να κατακτά με την κουλτούρα του έθνη και πολιτισμούς διακηρύσσει κατά περίφημο τρόπο ο Ευσέβιος, επίσκοπος Καισαρείας ο οποίος στην Ευαγγελική προπαρασκευή γράφει «μόνη γάρ η Ελλάς αψευδώς ανθρωπογονεί, φυτόν ουράνιον και βλάστημα θείον ηκριβωμένον, λογισμόν αποτίκτουσα οικοιούμενον επιστήμηι».
Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι το αξιακό τρίγωνο του Ελληνικού Λόγου –η Ιδέα εξωτερικεύεται στη Φύση (η φύση ας νοηθεί ως σύνολο δυνητικών ανθρωπίνων ιδιοτήτων)και δι’ αυτής εσωτερικεύεται στον άνθρωπο(ο οποίος πορεύεται με συγκεκριμένο σύστημα σκέψεων και αξιών)έθεσε τις βάσεις του ανθρωπίνου πολιτισμού μέσα από τρείς διάδοχες φάσεις και ιστορικές στιγμές. Η πρώτη στιγμή είναι το πέρασμα από την αφαιρετική μυθολογία προς τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, η δεύτερη η ανάλυση αυτής της στιγμής διά της εξωτερικής φύσεως και η τρίτη η εφαρμογή όλων αυτών στην ανθρώπινη προσωπικότητα. Βλέπουμε για παράδειγμα σήμερα την έντεχνη προσπάθεια ταύτισης του ανθρώπου με τον τρόπο της ηλεκτρονικής φύσης, σημείο το οποίο ίσως σηματοδοτήσει τη δυνατότητα ο άνθρωπος να ελέγξει πλήρως το ζωτικό του χώρο. Είναι όμως σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι αυτό το στάδιο είναι το έσχατο στάδιο του πλήρως διαστρεβλωμένου Ελληνικού Λόγου ο οποίος κατάντησε πλέον εργαλειακός –για να θυμηθούμε και τον Χόρκχάϊμερ- και τίποτε άλλο.
Συνειδητοποιούμε λοιπόν τις τεράστιες δυνατότητες του Ελληνικού κουτιού της Πανδώρας που φέρει τον τίτλο «Λόγος».Στις απαρχές της Αναγέννησης ,της Διαμαρτύρησης και του Διαφωτισμού από το κουτί αυτό εξήλθαν οι δυνάμεις εκείνες οι οποίες κατηύθυναν τη γένεση του δυτικού πολιτισμού (μέσω των παραπάνω σταδίων) μόλις και πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο εφευρέτης του Εγώ, ο Σωκράτης (εν οίδα ότι ουδέν οίδα) επανήλθε κάτω από την καρτεσιανή μορφή του παραπάνω ρητού, το οποίο τώρα διατυπώνεται και πάλι υποκειμενικά αλλά θετικά «εν οίδα ότι σκέφτομαι»,η στιγμή της καθαρά εγωϊστικής σύγχρονης ανθρώπινης λογικής όρθιας στάσης μόλις άρχισε και τις συνέπειές της τις βιώνουμε σήμερα.
Το ερώτημα είναι σαφές. Αυτή η διαχρονική δύναμη του Ελληνικού Λόγου τι δυνατότητες οικουμενικής εξάπλωσης και λογικής ένωσης των λαών είχε στο λυκαυγές του 18ου και 19ου αι; Μπορούμε να μιλήσουμε για μία παγκόσμια λογική κοινότητα σε μία εποχή όπου η Δύση απέκτησε για πρώτη φορά δύο πολύ ισχυρά όπλα. Ιδέες από την μία πλευρά και πλούτο μέσα από τη βιομηχανική επανάσταση από την άλλη.
Υποστηρίζουμε λοιπόν ότι ο Ελληνικός Λόγος, αυτός που όπως είδαμε και ξέρουμε κυριάρχησε στη Δύση είχε τη δυνατότητα θέσπισης μιάς οικουμενικής έλλογης κοινότητας η τουλάχιστον τη δυνατότητα μιάς υγιούς οικουμενικής έλλογης σύγκρισης. Αυτό όμως σίγουρα θα είχε μία αναπόφευκτη συνέπεια. Σαφώς την επανίδρυση του Ελληνικού κράτους, το οποίο με βάση την ιστορική συμμετοχή του στην παραπάνω οικουμενικότητα του λόγου θα ήταν και πάλι σε θέση να δώσει κρατική υπόσταση σε χαμένες αρχαιοελληνικές και βυζαντινές πατρίδες. Είμαστε στο 18 ο αι. μπροστά σε ένα Ελληνικό Έθνος που με τη σκέψη του κυβερνά τη Δύση-όλα τα συντάγματα των μεγάλων επαναστάσεων στηρίχθηκαν επάνω στα πολιτειακά γραπτά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη-άρα υπάρχει η δυνατότητα αυτό το έθνος να δώσει μία ανάλογη κρατική οντότητα. Η Οθωμανική αυτοκρατορία στηρίχθηκε στο Ελληνικό πολιτειακό μοντέλο, οι Έλληνες Φαναριώτες την κυβερνούν οι οποίοι την έχουν αρκετά ποτίσει με Ελληνικές ιδέες. Πολλαπλώς σαπισμένη και διαλυμένη ιστορικά θα καταπέσει και ο Ελληνισμός θα ξαναβγάλει στα ιστορικά του μέρη καρπούς. Αυτό το μοντέλο εξάλλου δοκιμάσθηκε με επιτυχία στη σημερινή Ευρώπη από τους άρχοντες του κόσμου αυτού. Δεν είχαμε καμμία επανάσταση μαρξιστικού τύπου, αλλά η κυβερνώσα ουσιαστικά τον κόσμο αριστερά σήμερα αλλοίωσε τα πάντα και τα παρέδωσε στον υλικό καιάδα.
Άρα το πέρασμα στην ανασύσταση του Νεοελληνικού κράτους, το οποίο θα έπαιρνε την ιστορική σκυτάλη σε πνεύμα και έκταση από το σημείο ακριβώς από το οποίο την άφησε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ήταν αδήριτη ιστορική διαδικαστική ανάγκη χωρίς τη μεσολάβηση καμμίας επανάστασης. Συζητάμε για μία εσωτερική πολιτιστική επανάσταση η οποία θα αναστήσει τη νέα μορφή του Ελληνισμού επάνω στις ρίζες των μεγάλων αυτοκρατοριών του Ελληνισμού. Η επανάσταση του λόγου θα αρκούσε ώστε η αυτοφυής πολιτισμική έλλειψη των οθωμανών να οδηγούσε στην πλήρη κατάληψη του κράτους από Έλληνες-η Ελληνική κουλτούρα εξάλλου δημιούργησε το οθωμανικό κράτος - οι οποίοι πλήρως στο μυαλό τους είχαν την ανασύσταση του Νεοελληνικού κράτους. Συζητάμε όμως για την ανασύσταση ενός ελληνικού κράτους το οποίο θα κάλυπτε κρατικά όλες τις περιοχές όπου εθνικά είχε σπαρεί ο Ελληνικός λόγος –το σενάριο αυτό τρομοκρατούσε τους Ευρωπαίους (αυτό περίτρανα αποδείχθηκε στην απέλπιδα προσπάθεια του πλήρως πολιτικοποιημένου Φαλμεράγιερ, ο οποίος ό,τι υποστήριξε το υποστήριξε στην πιο κατάλληλη για τους ταγμένους ανθέλληνες εποχή). Ο Ελληνισμός του 18 ου αι. είχε πολιτισμικά ,πολιτειακά και ιδεολογικά πλήρως κυριαρχήσει επάνω στους οθωμανούς ώστε το πέρασμα σε ένα μεταβυζαντινό νεοελληνικό κράτος-και με τη χρήση μιάς απλής πολιτειακής εξέγερσης η οποία θα αποκαθιστούσε την υγιή διαβίωση όλων κάτω από τις αιώνιες αξίες του Ελληνισμού ο οποίος θα έδινε και πάλι τη δική του ετικέτα στο νέο αυτό κράτος - τρομοκρατούσε τους ευρωπαϊκούς κύκλους οι οποίοι ξαφνικά έπρεπε να σκεφθούν ένα δρόμο προς την Ανατολή παντελώς ξεχασμένο-λόγω των οθομανών-διαμέσου των βαλκανίων, αλλά και ένα μεταβυζαντινό νεορθόδοξο τόξο Ελλήνων, Σλάβων και Ρώσων που θα έφερνε άλλες παντελώς ισορροπίες σε ένα κόσμο ο οποίος με βάση τη βιομηχανική επανάσταση θα περνούσε στις πολλαπλές γεωοπολιτικές ευκαιρίες ανάπτυξης με βάση την τεχνολογία. Δεν είναι τυχαίο ότι γρήγορα οι Έλληνες ελέγχθηκαν από τους βασιλείς της Ευρώπης και η Ρωσία από τους μπολσεβίκους.
Ας δούμε στα στενά όρια της εργασίας αυτής ,τεκμήρια πηγών για όσα εδώ υποστηρίζουμε. Οι πηγές λοιπόν ξεκάθαρα αναφέρουν ότι από τον 16ο έως τον 18ο αι οι οθωμανοί μέσα από επαχθείς για αυτούς διαπραγματεύσεις και διομολογήσεις παρέδωσαν σε Ευρωπαίους και ειδικά Γάλλους τα οικονομικά ηνία της αυτοκρατορίας τους. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι –διά των Ελλήνων-είχαν πλήρη πολιτειακή σύλληψη στο μυαλό τους σε αντίθεση με τους οθωμανούς. Εξάλλου τώρα το πολιτειακό μέρος των οθωμανών το ήλεγχαν οι φαναριώτες (γενικά κυβερνούσαν εξισλαμισμένοι Έλληνες, κρυπτοχριστιανοί, Φαναριώτες κ.λ.π). Επιβαλλόταν λοιπόν οι Ευρωπαίοι να αποδεχθούν τα αιώνια εθνικά δίκαια του Ελληνισμού στην περιοχή, ένα εκ των οποίων ήταν και η ανασύσταση του Νέου Ελληνικού κράτους.
Ο Ίων Δραγούμης είναι γνωστό ότι δεν είχε στο μυαλό του το γνωστό ικετευτικό προς τους Ευρωπαίους, μεταεπαναστατικό Νεοελληνικό κράτος, το οποίο σιγά-σιγά πήρε ό,τι πήρε και έχασε ό,τι έχασε-περιοχές που εθνολογικά άρα κρατικά είναι πάντα Ελληνικές (Ανατολική Θράκη, Μικρά Ασία, Βόρειος Ήπειρος.). Γι’ αυτό εξάλλου ήταν και φανατικός αντιβενιζελικός. Το όραμά του είναι γνωστό (μέσα από τα έργα του «Ελληνικός πολιτισμός», «Όσοι ζωντανοί»). Η πίστη του στον Ελληνικό κοινοτισμό είναι παράγοντας λησμονημένος μέσα στα χρόνια όσον αφορά τη σπουδαιότητά του. Οι κοινότητες διαφυλάσσουν τη σωστή μίξη έθνους και κράτους και δεν αφήνουν το δεύτερο να κατασπαράξει το πρώτο μέσα από το θάνατο των μικρών τόπων και της παράδοσης (γι’ αυτό και μανιωδώς οι σημερινοί κυβερνώντες του προτεκτοράτου που εξωτερικά έχει το όνομα Ελλάδα αγωνιωδώς πολεμούν για το τελικό κτύπημα του «Καλλικράτη»). Μέσα από τον κοινοτισμό και την Ορθοδοξία ο αιώνιος Ελληνικός Λόγος θα διαποτίζει και θα καθοδηγεί το μεγάλο σπίτι του Ελληνισμού αυτό που τελειοποιήθηκε μέσα από τη μετάδοση αυτού του Λόγου από το Μέγα Αλέξανδρο και την τελική του καλλιέργεια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Όλος αυτός ο χώρος και ο πολιτισμός θα μπορούσαν να στεγάσουν τη Νέα Ελληνική Πολιτεία ,η οποία θα αναβίωνε τα πραγματικά και πολιτιστικά όρια του Νέου Ελληνισμού. Είναι τέτοια η υπεροχή του Ελληνικού Λόγου ώστε αυτή η κατάληξη ενός τέτοιου κράτους θα ήταν νομοτελειακό ιστορικό γεγονός. Η μετάβαση σε ένα τέτοιο status quo θα μπορούσε να γίνει μέσα από τη συνύπαρξη όλων των λαών κάτω από την υπεροχή του Ελληνικού Λόγου. Ήδη ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός δεν είχε κάτι αντίστοιχο μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και μέσα από μία διαλεκτική με την φιλοσοφική και θεολογική παράδοση του Ελληνισμού θα μπορούσε να αναγεννήσει το νέο Ελληνικό κράτος της μεγάλης Ανατολής ,το οποίο θα έβγαινε μέσα από το αναπόφευκτο πέρας της εξωτερικής οθωμανικής κυριαρχίας, δυνατό και έτοιμο να αναλάβει τις ευθύνες της νέας του ιστορικής αποστολής. Η μετάβαση θα γινόταν κατά απόλυτα νομοτελειακό τρόπο διότι οι Έλληνες μέσα από την ανάπτυξη του πνεύματος και τη νέα συγκρητική σπορά του Λόγου ήταν έτοιμοι να ξανακυβερνήσουν ένα κράτος διάδοχο του Βυζαντινού. Οι οθωμανοί είχαν επιτελέσει την ιστορική τους αποστολή, δεν μπορούσαν να διαχειρισθούν ένα νέο κράτος μιάς ενωμένης Ανατολής, το οποίο πλέον ήταν μπροστά σε νέες προκλήσεις (οικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές γενικότερα). Πραγματικά θα ήμασταν μάρτυρες ενός εντυπωσιακού ιστορικού γεγονότος, οι οθωμανοί μόνοι τους θα παρέδιδαν διαχρονικά και σταδιακά την εξουσία του νέου μεγάλου Ελληνκού κράτους, διαδόχου του Βυζαντινού στους Έλληνες (το έκανε ο σουλτάνος με τους Άγγλους το 1920 περίπου)-δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρήγας παρέδωσε και μέσα από τους χάρτες του ολοκληρωμένο σχέδιο ενός Παμβαλκανικού κράτους όπου ο Ελληνικός Λόγος θα κυριαρχούσε και όλοι οι Έλληνες θα ήσαν ενωμένοι με όμορους λαούς κάτω από αυτόν, αυτό ήταν σε βάθος χρόνου νομοτελειακό στην τελική του έκβαση-όπως οι Ρωμαίοι το έκαναν με τον Κάμιλλο προκειμένου αυτός να επιστρέψει από την εξορία και να τους σώσει. Αυτό μπορεί δυστυχώς να μην έγινε με το νέο Ελληνικό κράτος το οποίο «απελευθερώθηκε»από τους Τούρκους προκειμένου να γίνει ευρωπαϊκό προτεκτοράτο, έγινε όμως μέσα στα σπλάχνα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο σουλτάνος, αιχμάλωτος και ευτελισμένος από τους ευρωπαίους, αργά και σταθερά έδωσε την εξουσία της πάλαι ποτέ οθωμανικής αυτοκρατορίας στον κεμάλ, τον οποίο χωρίς κανένα τελικά πρόβλημα αποδέχθηκαν οι σύμμαχοι-εννοείται ότι τελικά μόνο οι Έλληνες πολέμησαν μαζί του.
Η επανάσταση της 25ης Μαρτίου 1821, αποτελεί έναν απόλυτα χρυσό κρίκο στην διηνεκή Ελληνική αλυσίδα. Από εκεί και πέρα. Σε αυτή τη χρονική στιγμή αλλά και αργότερα. Όλες μα όλες οι δυνάμεις –όλων των ειδών και τύπων-του Ελληνικού έθνους δεν ήσαν ενωμένες μπροστά στη δημιουργία ενός Ελληνικού κράτους διαδόχου του Βυζαντινού-το οποίο τουλάχιστον από τους Μακεδόνες και μετά είχε εντονότατη Ελληνική συνείδηση. Η χρονική στιγμή για την οποία συζητάμε δεν βρήκε όλους τους Έλληνες με σταθερό σχέδιο το οποίο θα στηριζόταν στην μακραίωνη ελληνική παράδοση και το οποίο θα οδηγούσε σε ένα μεγάλο αποτέλεσμα-εκτός εάν θεωρούμε το κράτος της 3ης Φεβρουαρίου 1830 αντάξιο των Ελλήνων. Σε ένα μεγάλο αποτέλεσμα που θα επιφύλασσε μία Ελληνική συνέχεια ανάλογη της Αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου. Αναπόφευκτα λοιπόν θα ευχαριστήσουμε τους μεγάλους αγωνιστές για την περιφανή νίκη τους κατά των οθωμανών. Όμως θα μπορούσαμε να ευχαριστούμε ακόμη περισσότερους ανθρώπους για το ότι θα μπορούσε να επανιδρυθεί μία νέα Μεγάλη Ελλάδα. Χωρίς βέβαια να ακυρώνουμε τις μυστικές -ευρωπαϊκές στο όνομα- δυνάμεις που λυσσωδώς δεν άφησαν αυτούς τους Έλληνες ανθρώπους να αποδείξουν την αλήθεια των όσων σε αυτή την εργασία υποστηρίξαμε.

Β.Δ.Μακρυπούλιας.
Δρ.φιλοσοφίας.
http://users.sch.gr/makripulias


Αιγύπτιοι (3)


(Συνεχίζουμε από την προηγούμενη ανάρτηση)

 Μέσο Βασίλειο και 2η Ενδιάμεση Περίοδος
(Από την 12η μέχρι την 17η Δυναστεία)


Με την άνοδο στον θρόνο του Φαραώ Αμμενέμη (Ammenemes) κατά Μανέθωνα ή Αμενεμχέτ I (Amenemhet) το 1991 π.Χ., αρχίζει η 12η Δυναστεία (1991-1783 π.Χ.) της Αιγύπτου, της οποίας γνωρίζουμε τις ακριβείς ημερομηνίες των πρώτων Φαραώ της, χάρη στην γνώση αστρονομικών στοιχείων της εποχής. Ένα από τα πλέον αξιοσημείωτα γεγονότα της βασιλείας του (1991-1962 π.Χ.), ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας από τις Θήβες (που θεωρήθηκε μάλλον πολύ απομακρυσμένη), κοντά στην Μέμφιδα, στην Ιτζταουΐ (Itjtawy), στα όρια της Άνω και Κάτω Αιγύπτου. Το δεύτερο σημαντικό διοικητικό γεγονός υπήρξε η υιοθέτηση του συστήματος της Συμβασιλείας. Έτσι το 1971 π.Χ. θα ανακηρυχθεί συμβασιλεύς ο γιος του, ο ικανότατος στρατηγός Σέσωστρις (Sesostris) κατά Μανέθωνα ή Σενβοσρέτ, ο οποίος με τις επιτυχημένες εκστρατείες του θα επεκτείνει τα νότια σύνορα της Αιγύπτου μέχρι τον δεύτερο καταρράκτη του Νείλου, στην Νουβία.
Ο Σέσωστρις Ι (Kheperkare Senwosret, 1971-1926 π.Χ.) θα είναι ο επόμενος Φαραώ, ο οποίος συνεχίζοντας τον νεωτερισμό του προκατόχου του, θα ανακηρύξει συμβασιλέα το 1929 π.Χ. τον Αμμενέμη ΙΙ (1929-1892 π.Χ.). Θα ακολουθήσει η βασιλεία του Φαραώ Σέσωστρι ΙΙ (1897-1878 π.Χ.), τον οποίον θα διαδεχθεί ο Σέσωστρις ΙΙΙ (Khakaure Senwosret 1878-1844 π.Χ.), ο ενδοξότερος Φαραώ αυτής της Δυναστείας. Στην διάρκεια της βασιλείας του, που χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτα γεγονότα, η Αίγυπτος θα ανέλθει σε ένα από τα μέγιστα σημεία ακμής και ευημερίας. Ως σημαντικότερο επίτευγμά του θεωρείται η εκστρατεία του στην Νουβία, όπου όχι μόνον θα επεκτείνει τις αιγυπτιακές κατακτήσεις των προηγουμένων Φαραώ, αλλά και θα τις κατοχυρώσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, με την ανέγερση μιας σειράς φρουρίων. Μια εκστρατεία στην Χαναάν, αποδεικνύει το ενδιαφέρον της Αιγύπτου για την περιοχή αυτήν, μέσα από την οποία περνούσαν οι εμπορικοί δρόμοι προς την Συρία και τις γύρω χώρες. Αξιοσημείωτες υπήρξαν και οι διοικητικές παρεμβάσεις του Σέσωστρι ΙΙΙ στο εσωτερικό της Αιγύπτου, όπου θα απογυμνώσει από κάθε εξουσία τους κυβερνήτες των επαρχιών. Εξ ίσου εντυπωσιακά υπήρξαν και τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα της περιόδου αυτής, με τις αλλαγές στην τεχνοτροπία και τα απαράμιλλα γλυπτά των βασιλικών μνημείων.
Θα ακολουθήσει η μακρά βασιλεία του Φαραώ Αμμενέμη ΙΙΙ (1844-1797 π.Χ.), η οποία μνημονεύεται ως περίοδος ειρήνης και ευημερίας και στην συνέχεια στον θρόνο θα ανέλθουν ο Αμμενέμης IV (1799-1787 π.Χ.) και τέλος η βασίλισσα Σεμπεκνοφρού (Sebeknofru, Shobkneferu 1787-1783 π.Χ.). Η άνοδος μιας γυναίκας στον θρόνο της Αιγύπτου, σύμφωνα με τους νεώτερους ερευνητές, αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη όχι μόνον απουσίας άρρενος διαδόχου, αλλά του γεγονότος ότι η βασιλική οικογένεια «έσβηνε» αμετάκλητα (βλ. Atlas of Ancient Egypt: The Historical Background - σελ. 34 και C.A.H. Vol. II part 1 - σελ. 43).
Πραγματικά, αμέσως μετά το τέλος της βασιλείας της Σομπκενεφερού, σημειώνεται αλλαγή Δυναστείας, που ταυτόχρονα σηματοδοτεί το τέλος μιας ένδοξης περιόδου για την Αίγυπτο και την έναρξη μιας εποχής παρακμής και πολιτικοστρατιωτικής οπισθοδρόμησης.
Η περίοδος της 13η Δυναστείας (1783-1640 π.Χ.), μολονότι εμφανίζει πλήρη αρχαιολογική συνέχεια με την προηγούμενη Δυναστεία, εν τούτοις δεν έχει καμία ομοιότητα στο πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, με τους ισχυρούς και συγκεντρωτικούς Φαραώ εκείνης. Σε διάστημα 150 ετών περίπου θα ανέβουν στον θρόνο των Φαραώ γύρω στους 60 βασιλείς, οι οποίοι ήσαν κάτω από τον έλεγχο μιας μακριάς σειράς πανίσχυρων «βεζύρηδων» (=ο ανώτατος αξιωματούχος της Αυλής), που ως φαίνεται είχαν όλη την εξουσία στα χέρια τους. Κατά μια άποψη, οι περισσότεροι Φαραώ αυτής της Δυναστείας διορίζονταν ή εκλέγονταν για περιορισμένο χρονικό διάστημα (C.A.H. Vol. II part 1, σελ. 44). Εν τούτοις δεν σημειώνεται σοβαρή απώλεια του κύρους της Αιγύπτου είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό, μέχρι τουλάχιστον την εποχή των Φαραώ Νεφερχοτέπ Ι (Kha’sekhemre Neferhotep, 1740-1730 π.Χ.) και Χανεφερρέ Σομπχοτπέ IV (Khaneferre Sobkhotpe, 1730-1720 π.Χ.). Μάλιστα σημειώνεται και κάποια άνοδος στην ευημερία της χώρας, όπως υποδεικνύουν και τα σχετικά ευρήματα. Η κατάρρευση όμως είναι κοντά. Οι αρχικές ενδείξεις προέρχονται από το γεγονός ότι στα πρώτα χρόνια ήδη της βασιλείας του Σομπχοτπέ IV, η αρχαία πόλη Άβαρις ή Αύαρις (περίπου 20 χλμ. νότια της Τάνιδος, στο ανατολικότερο τμήμα του Δέλτα του Νείλου), βρίσκεται στα χέρια Ασιατών. Ταυτόχρονα, αυτήν την περίοδο εμφανίζεται στην περιοχή του δυτικού Δέλτα, ένα μικρό αλλά ισχυρό βασίλειο με πρωτεύουσα την Ξόϊδα (Xois). Ο Μανέθων θεωρεί ότι αυτή η ομάδα των ασήμαντων κατά τα άλλα ιθαγενών ηγεμόνων, απετέλεσε την 14η Δυναστεία, η οποία σύμφωνα με την καταγραφή του, περιελάμβανε 76 Φαραώ που βασίλευσαν 184 χρόνια, χωρίς να έχει επιβεβαιωθεί πλήρως από την νεώτερη έρευνα. Μια ένδειξη αποτελεί και η καταγραφή του Ιουδαίου ιστορικού Αρτάπανου (2ος/1ος αιώνας π.Χ.) ότι «…ο Βασιλεύς Χενεφρής (=Khaneferre? σ.σ.) ήταν κυβερνήτης των περιοχών πάνω από την Μέμφιδα, επειδή υπήρχαν αρκετοί βασιλείς εκείνη την εποχή…». Με την 14η Δυναστεία πάντως, λήγει και η περίοδος του Μέσου Βασιλείου.
Η μεγάλη απειλή όμως για την Αίγυπτο προέρχεται από τα ανατολικά. Ήδη από τα τελευταία χρόνια της 12ης Δυναστείας, σημειώνονται εγκαταστάσεις ξένων νομαδικών φύλων στις περιοχές του ανατολικού Δέλτα του Νείλου, που θα συνεχιστούν εντονότερες στην διάρκεια της 13ης Δυναστείας, όπως προαναφέραμε. Οι εγκαταστάσεις αυτές ήσαν αποτέλεσμα διείσδυσης ή διήθησης (infiltration, όπως χαρακτηρίζεται, βλ. C.A.H. Vol. II part 1, σελ. 54), διαφόρων δυτικών ασιατικών ομάδων, που πιστεύεται ότι έγιναν με ειρηνικό τρόπο.
Οι φύλαρχοί τους αποκαλούνται στα αιγυπτιακά Hikau-khoswet = «Πρίγκηπες των Άνω χωρών της Ερήμου» ή «Κυβερνήτες των Ξένων Χωρών», απ’ όπου μάλλον προέκυψε παρεφθαρμένος ο περίφημος όρος «Υκσώς» του Μανέθωνα, με τον οποίον χαρακτηρίζονται συλλογικά όλα αυτά τα φύλα. Η κατάσταση θα επιδεινωθεί στην διάρκεια των χρόνων της παρακμής και εξασθένισης της κεντρικής εξουσίας που χαρακτηρίζουν την περίοδο της 13ης Δυναστείας. Παρ’ όλο που στα πρώτα 50 περίπου χρόνια αυτής της Δυναστείας οι Φαραώ φαίνεται ότι διατηρούσαν τον έλεγχο του μεγαλυτέρου μέρους της χώρας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μετά το 1725 π.Χ. περίπου και την κατάληψη της πόλης Άβαρις από τους Υκσώς, η εξουσία των Φαραώ εξασθενίζει γοργά.
Γύρω στο 1645 π.Χ. στην διάρκεια της βασιλείας του Φαραώ Ντουντιμοζέ Ι (Djedneferre Dudimose), που είχε έδρα τις Θήβες, η Μέμφις πέφτει στα χέρια των Υξώς και του ηγεμόνα τους Σάλιτις (Salitis). Σήμερα θεωρείται ότι ο Σάλιτις (=slt, μάλλον τίτλος και όχι πραγματικό όνομα) υπήρξε ο πρώτος Φαραώ Υκσώς, ο οποίος ιδιοποιήθηκε τα επίσημα εμβλήματα των Φαραώ της Αιγύπτου και χρησιμοποίησε τους αιγυπτιακούς βασιλικούς τίτλους. Θεωρείται ως εκ τούτου ο ιδρυτής της 15ης Δυναστείας (1645-1530 π.Χ.), ο «Μέγας Υκσώς». Όπως προκύπτει από ορισμένα στοιχεία φαίνεται ότι στην περιοχή του Δέλτα, εκτός από τον κυρίως βασιλικό κλάδο των Υκσώς, υπήρχε και δεύτερος κλάδος μικρότερων ηγεμόνων Υκσώς με κυριαρχία περιορισμένη σε κάποιες μικρές εκτάσεις, η 16η Δυναστεία, που υπήρξε παράλληλα με την προηγούμενη.
Με την 15η Δυναστεία πάντως, εγκαινιάζεται η λεγομένη 2η Ενδιάμεση Περίοδος (1645-1539 π.Χ.) της Ιστορίας της Αιγύπτου, μια εποχή παρακμής, διάλυσης και ξένης κυριαρχίας. Η ιθαγενής 13η Δυναστεία θα συνεχίσει να υπάρχει για λίγα χρόνια ακόμη, στην περιοχή των Θηβών στην Άνω Αίγυπτο, μέχρι το 1640 π.Χ. περίπου, αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία των Υκσώς βασιλέων.
Η ακμή της κυριαρχίας των Υκσώς θα σημειωθεί στην διάρκεια των βασιλέων Κυάν (Khyan, 1610;-1580 π.Χ.) και Άποφι (Awoserre Apophis, 1580-1540 π.Χ.). Φαίνεται μάλιστα ότι στην εποχή του Κυάν, οι Υκσώς θα δημιουργήσουν μια πραγματική Μεσανατολική αυτοκρατορία, η οποία περιελάμβανε εκτός από την Αίγυπτο και μεγάλα τμήματα των περιοχών που θα γίνουν γνωστά αργότερα ως Παλαιστίνη, Φοινίκη και Συρία.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι στις ανασκαφές της Κνωσού βρέθηκε στα θεμέλια του ανακτόρου ένα αλαβάστρινο δοχείο με το όνομα του βασιλιά Κυάν, όπως επίσης και ένα γρανιτένιο λεοντάρι στην Μεσοποταμία (Βαγδάτη) με το όνομά του, καθώς και διάφορα αντικείμενα στην περίφημη πρωτεύουσα των Χετταίων, την Χαττούσα, στοιχεία που μαρτυρούν την εξάπλωση των εμπορικών και πολιτιστικών ανταλλαγών, αλλά και της επιρροής της Αιγύπτου, αυτήν την περίοδο.
Η σημαντικότερη όμως συνέπεια της κυριαρχίας των Υκσώς υπήρξε ασφαλώς «…το γεγονός ότι δίδαξαν στους Αιγυπτίους να χρησιμοποιούν το άρμα με άλογο, νεωτερισμός που έφερε επανάσταση στην στρατιωτική τακτική και έκαμε κατορθωτή την (μετέπειτα) δημιουργία της αιγυπτιακής αυτοκρατορίας…» (Ιστ. Ανθρωπ. τόμος Α΄, σελ. 341).
Ήδη όμως στην Άνω Αίγυπτο αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της αντίδρασης στην ξένη κυριαρχία. Γύρω στο 1640 π.Χ. ένας νέος κλάδος τοπικών ηγεμόνων αναλαμβάνει την εξουσία στις Θήβες. Αυτή η νέα ιθαγενής, 17η Δυναστεία (1640-1539 π.Χ.), είναι που θα τοποθετήσει τα θεμέλια της εκδίωξης των Υκσώς από την Αίγυπτο. Η σύγκρουση θα ξεσπάσει τελικώς στην διάρκεια της βασιλείας του Φαραώ Σεκενρερέ Τα’ο ΙΙ (Seqenrere Ta’o), ο οποίος θα κηρύξει τον πόλεμο γύρω στο 1550 π.Χ. στον Υκσώς βασιλέα Άποφι. Φαίνεται ότι υπήρξαν κάποιες τοπικές επιτυχίες αρχικά, αλλά ο Φαραώ θα χάσει την ζωή του στην μάχη, αν κρίνουμε από τα τραύματα που αποκάλυψε η έρευνα στην μούμια του. Το έργο του, θα συνεχίσει ο γιος και διάδοχός του, Κάμωσις (Wadjkheperre Kamose, 1545-1539 π.Χ.), ο οποίος με αιφνιδιαστικές επιθέσεις θα περιορίσει τους Υκσώς σε τέτοιο σημείο, ώστε ο διάδοχός του, Άμωσις, θα επιτύχει εύκολα την οριστική εκδίωξή τους από την Αίγυπτο.
(Συνεχίζεται)