Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Αιγύπτιοι (6)

(Συνεχίζουμε από την προηγούμενη ανάρτηση)

Οι Λαοί της Θάλασσας


Τρία χρόνια αργότερα, τον 8ο χρόνο της βασιλείας του, ο Ραμσής ΙΙΙ θα αντιμετωπίσει μια ακόμη μεγαλύτερη απειλή, όχι πλέον από κάποια εχθρικά στρατεύματα, αλλά από ένα τεράστιο μεταναστευτικό ρεύμα, το οποίο αφού εξαφάνισε στο διάβα του την Χιττιτική αυτοκρατορία, ξεχύθηκε ακάθεκτο μέσα από την βόρεια Συρία και την Χαναάν προς τη Αίγυπτο. Σήμερα γνωρίζουμε ότι εκτός από τους μάχιμους άνδρες, που αποτελούσαν ένα επίφοβο σύνολο, υπήρχε και ένα πλήθος γυναικόπαιδα και το σημαντικότερο, ένας μεγάλος στόλος από πολεμικά και μεταγωγικά πλοία που περιέπλεαν τις ακτές ερημώνοντας τους παραλιακούς οικισμούς.
Όπως αναφέρει και ο καθηγητής Σπ. Ιακωβίδης (Ι.Ε.Ε. τόμος Α΄, σελ. 288): «…Η πολυποίκιλη αυτή ορδή παρέσυρε στο διάβα της ομάδες από διάφορους τυχοδιώκτες που επιθυμούσαν να επωφεληθούν από την αναταραχή και τις διαρπαγές, από λιποτάκτες των χιττιτικών δυνάμεων και των συμμάχων τους και από ξερριζωμένους κατοίκους, που είχαν να διαλέξουν μεταξύ λιμού στην κατεστραμμένη τους πατρίδα και προσχωρήσεως στην κατερχόμενη ανθρωποστιβάδα. Όταν τα στίφη αυτά έφθασαν στην Λυκία, η απειλή ήταν μεγαλύτερη από όσο μπορούσε πλέον να αντιμετωπίσει μόνο του το Χιττιτικό Κράτος και ο Μεγάλος Βασιλεύς (των Χετταίων σ.σ.) σπεύδει να ζητήσει βοήθεια από παντού, ακόμη και από τους υποτελείς του που δεν είχαν υποχρέωση να τον συνδράμουν στρατιωτικά, όπως η Ουγκαρίτ…
Ο κίνδυνος ήταν τόσο σοβαρός και τόσο εμφανής ώστε όλοι έσπευσαν να βοηθήσουν με όλες τις δυνάμεις τους και πρώτη η Ουγκαρίτ που έβλεπε ότι η σειρά της πλησίαζε. Οι πινακίδες των τελευταίων ημερών της δίνουν μια πολύ ζωηρή εικόνα της εξελίξεως των γεγονότων, όταν είχε αρχίσει να ανησυχεί ακόμη και η Αίγυπτος…»
Φαίνεται ότι ο στόλος των επιδρομέων συγκροτήθηκε στην Λυκία, η οποία κατελήφθη από τους εισβολείς και όπου θα συγκέντρωσαν για την περίπτωση κάθε είδους πλεούμενο. Ο στόλος αυτός θα νικήσει έξω από την Κύπρο τον ηγεμόνα της και αφού λεηλατήσει τα παράλια, ερημώνει το Κίτιο, την Έγκωμη, αλλά και ορισμένους οικισμούς του εσωτερικού. Στο μεταξύ ο συρφετός των εισβολέων, συνεχίζοντας την μετακίνησή του παραλιακώς από την στεριά, καταλαμβάνει και καταστρέφει την Μυρσίνη και την Ταρσό κατά την διέλευσή του από την Κιλικία. Στην περιοχή του όρους Αμανού, από την οποία διέρχονται όλοι οι δρόμοι επικοινωνίας μεταξύ Κιλικίας και βόρειας Συρίας, οι στρατιωτικές δυνάμεις των εισβολέων συντρίβουν τα στρατεύματα της Ουγκαρίτ και κάποιων υπολειμμάτων του χιττιτικού στρατού. Ο δρόμος προς την Συριακή πεδιάδα και την Χαναάν νοτιότερα είναι πλέον ανοικτός.
Σύντομα οι επιδρομείς φθάνουν στην ίδια την Ουγκαρίτ*1, την οποία καταστρέφουν τόσο ολοκληρωτικά, ώστε δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να ξεχαστεί ακόμη και η ακριβής τοποθεσία της.*2 Την ίδια τύχη θα έχουν και άλλες σημαντικότατες πόλεις της περιοχής, το Αλαλάκ, η Χάμαθ και το Καρχεμίς, αλλά με λιγότερο καταστροφικά αποτελέσματα.

_______________________________________
*1 Ουγκαρίτ (Ugarit, σημερινή Ras-Shamra) = Περίφημο εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο της Αρχαιότητος, κοντά στην σημερινή Λατάκια (Latakia, αρχαία Λαοδίκεια) της Συρίας. Η μακραίωνη ιστορία της ξεκινάει από την πρώϊμη Νεολιθική περίοδο, συνεχίζεται την Χαλκολιθική, ενώ η περίοδος της μεγάλης ακμής της σημειώνεται κατά την Εποχή του Χαλκού, μεταξύ 1500-1200 π.Χ.
Λόγω της επίκαιρης γεωγραφικής της θέσεως, αναδείχθηκε (όπως και το νοτιότερα τοποθετημένο, επίσης σπουδαίο εμπορικό κέντρο της Βύβλου, κοντά στην σημερινή Βυρηττό) σε ένα από τα μεγαλύτερα διαμετακομιστικά κέντρα της Εγγύς Ανατολής, σε μια πολυάσχολη κοσμοπολίτικη αγορά, μια εγγράμματη πόλη και στο σημαντικότερο σημείο επαφής του Αιγαιακού κόσμου με την Μέση Ανατολή. Οι επαφές αυτές φαίνεται ότι γίνονταν μέσω Κύπρου και γι’ αυτό δεν υπάρχουν αναφορές στα Αρχεία της για τις Μυκηναϊκές χώρες ή έστω για την Κρήτη. Παρ’ όλο που η Ουγκαρίτ δεν είχε λιμάνι διέθετε ένα προφυλαγμένο αγκυροβόλιο σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων. Θα συσσωρεύσει μεγάλα πλούτη από τις συναλλαγές της με την Αίγυπτο, τους Χετταίους, την κασσιτική Βαβυλώνα (βλ. Κασσίτες) και τον Μυκηναϊκό κόσμο.

*2 Σύμφωνα με νεώτερα στοιχεία και τις αναθεωρημένες απόψεις του αρχαιολόγου Μ. Σαίφερ (M. Schaeffer), ανασκαφέα της Ουγκαρίτ για περισσότερο από 40 χρόνια, η πόλη φαίνεται ότι έκανε συμφωνία με τους επιδρομείς και γλίτωσε την καταστροφή, πείθοντάς τους να προσπεράσουν δίνοντάς σε αντάλλαγμα τρόφιμα και άλλα εφόδια. Η καταστροφή της Ουγκαρίτ προήλθε όπως αποδείχθηκε από έναν ισχυρότατο σεισμό που κατέστρεψε ολοσχερώς την πόλη (βλ. C.A.H. Vol. II - part 2, σελ. 147-148).


Τα στίφη των εισβολέων θα διασχίσουν ολόκληρη την Χαναάν χωρίς αντίσταση, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους και θα φθάσουν όπως προαναφέραμε στα σύνορα της Αιγύπτου. Τελικώς, το 1180/1179 π.Χ. ο Φαραώ Ραμσής ΙΙΙ, θα καταφέρει να συντρίψει στην ξηρά την χερσαία εχθρική δύναμη σε μια κοσμοϊστορική ίσως μάχη, αν αναλογισθούμε την φοβερή οπισθοδρόμηση που θα σημειωνόταν εάν οι εισβολείς κατελάμβαναν την Αίγυπτο και τις επιπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο που θα προέκυπταν από ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Θα ακολουθήσει αμέσως μετά μια κρίσιμη ναυμαχία, μάλλον κοντά στο στόμιο μιας εκβολής του Νείλου, όπου ο στόλος των επιδρομέων θα παγιδευτεί από τα αιγυπτιακά πολεμικά πλοία και θα καταστραφεί ολοσχερώς.
Με την διπλή αυτήν επιτυχία, ο Ραμσής ΙΙΙ θα σώσει όχι μόνον την χώρα του, αλλά και τον πολιτισμό της εποχής. Μια επιγραφή με πανηγυρικό χαρακτήρα και θριαμβευτικό ύφος θα διαιωνίσει τις νίκες του. Στο κείμενο αυτό αναφέρονται και τα ονόματα των εισβολέων. Είναι και πάλι οι Σσεκελέςς (και πιθανόν οι Τέρεςς και οι Σσαρντάνα), αλλά και νέοι λαοί όπως οι Πελεσέτ (Peleset), οι Ντενυέν ή Ντανούνα (Denyen/Danuna), οι Τζέκ(κ)ερ (Tjeker/Tjekker) και τέλος οι Βασσάσσα ή Βεσσέςς (Washasha/Weshesh). Περιέργως, απουσιάζουν οι Λούκκα (Lukka) και οι Εκβέςς/Ακαβάσσα (Eqwesh/Aqawasha). Έχουν καταβληθεί σημαντικές και επίπονες προσπάθειες να ταυτισθούν αυτοί οι λαοί με κάποια συγκεκριμένα φύλα, αλλά οι ειδικοί δεν έχουν καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα, τουλάχιστον για κάποιους από αυτούς.
Παρά τις επιτυχίες του, ο Ραμσής ΙΙΙ δεν θα μπορέσει να αποτρέψει την εγκατάσταση δύο τουλάχιστον λαών στα παράλια της Χαναάν. Πρόκειται για τους Πελεσέτ, που δεν είναι άλλοι από τους γνωστούς μας από την Παλαιά Διαθήκη Φιλισταίους και τους Τζέκκερ, οι οποίοι συνδέονται από πολλούς ερευνητές με τους Τεύκρους της Τρωάδος (βλ. Τρώες) ή με τον Έλληνα ήρωα του Τρωϊκού πολέμου Τεύκρο, ετεροθαλή αδελφό του Αίαντα του Τελαμώνιου και μυθικό ιδρυτή της Σαλαμίνος της Κύπρου. Οι Πελεσέτ θα δώσουν μάλιστα το όνομά τους και στην χώρα, που από τότε θα ονομασθεί Παλαιστίνη. Οι Τζέκερ θα εγκατασταθούν στα βόρεια των Φιλισταίων, όπου εξακολουθούν να υπάρχουν έναν αιώνα αργότερα, γύρω στο 1100 π.Χ. σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία (βλ. σχετικά N. K. Sandars: The Sea Peoples, σελ. 170).
Από τους υπόλοιπους λαούς, οι Ντενυέν οι οποίοι θεωρούνται ως συγγενείς των Πρωτοελλήνων Δαναών, θα εγκατασταθούν κάπου στην βόρεια Χαναάν και σύμφωνα με μια άποψη (βλ. The Sea Peoples ό.π., σελ. 161-164), θα αποτελέσουν την φυλή του Δάν, μια από τις 12 φυλές του Ισραήλ.
Οι Βεσσέςς και οι Τερές ή Τούρσσα συνδέονται με τα τοπωνύμια Βιλούσα [Wilusa / Filusa  = Fίλιον (Βίλιον) = Ίλιον] και Ταρουΐσσα (Taruisha = Τροία) των χιττιτικών επιγραφών που τοποθετούνται επίσης στην περιοχή της Τρωάδος. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι οι Τούρσσα δεν είναι άλλοι από τους γνωστούς Τυρσηνούς ή Τυρρηνούς των αρχαιοελληνικών πηγών (βλ. Ετρούσκοι). Τέλος υποστηρίζεται ότι οι μεν Σσεκελέςς είναι οι πρόγονοι των Σικελών, ενός αριοευρωπαϊκού φύλου που βρήκαν εγκατεστημένο στο ανατολικό τμήμα της Σικελίας, οι πρώτοι Έλληνες άποικοι μερικούς αιώνες αργότερα, ενώ οι Σσερντέν ή Σσαρντάνα (βλ. Σαρδηνοί) φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην Κύπρο μετά την καταστροφή της Ουγκαρίτ (ό. π. σελίς 161) και στην συνέχεια μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν στο μεγάλο νησί της Δυτικής Μεσογείου, το οποίο πήρε από αυτούς το όνομά τους (Σαρδηνία).
Μετά από τα παραπάνω γεγονότα και αφού περάσουν δύο χρόνια ειρήνης, ο Ραμσής ΙΙΙ θα αντιμετωπίσει τον 11ο χρόνο της βασιλείας του και πάλι σοβαρά προβλήματα από τους Λίβυους και τους συμμάχους τους Μέσσβεςς (Meshwesh), γνωστούς ήδη από την εποχή του Φαραώ Μερνεφθά, καθώς και άλλα πέντε φύλα για τα οποία δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο. Φαίνεται ότι οι εισβολείς είχαν κάποιες αρχικές επιτυχίες, αλλά τελικώς θα συντριβούν από τα αιγυπτιακά στρατεύματα. Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι οι Μέσσβεςς σχετίζονται από την νεώτερη έρευνα με τους απογόνους των Τρώων (Ηρόδοτος Δ΄ 191), τους Μάξυες (βλ. C.A.H. Vol. II - part 2, σελ. 366).
Ο Ραμσής ΙΙΙ αφού καταφέρει να γλιτώσει από μια σοβαρή συνομωσία της Αυλής εναντίον της ζωής του (βλ. C.A.H. Vol. II - part 2, σελ. 246-247), θα αποβιώσει μετά από μια πολυτάραχη βασιλεία 32 ετών και στον θρόνο θα ανέλθει ένας από τους πολλούς γιους του, ο Ραμσής IV (1156-1150 π.Χ.), ο οποίος όχι μόνον θα διασφαλίσει τα προνόμια προς το ιερατείο που είχε παραχωρήσει ο πατέρας του, αλλά θα εκχωρήσει και ο ίδιος σημαντικά προνόμια και μεγάλες δωρεές σε γη και προσωπικό σε ναούς των Θηβών. Αποτέλεσμα όλων αυτών, καθώς και της ανάλογης πολιτικής των επόμενων Φαραώ ήταν να αποκτήσει το ιερατείο του Θεού Άμμωνα τεράστια ισχύ και οι αρχιερείς του (οι οποίοι προέρχονταν από την ίδια οικογένεια και αναλάμβαναν το αξίωμα κληρονομικά), να διοικούν στην ουσία την Αίγυπτο. Υπολογίζεται ότι αυτήν την περίοδο οι ναοί είχαν στην ιδιοκτησία τους το ένα πέμπτο του πληθυσμού της χώρας και το ένα τρίτο της συνολικής καλλιεργήσιμης έκτασης! (βλ. C.A.H. Vol. II - part 2, σελ. 626)
Οι επόμενοι Φαραώ, φέρουν όλοι το όνομα Ραμσής (Ραμσίδες) και ήσαν ασήμαντοι βασιλείς, στα χρόνια των οποίων εντείνεται η διείσδυση λιβυκών φύλων στην χώρα, τα οποία αναφέρονται ως Λίμπου (Libu) και Μέσσβεςς (Meshwesh, βλ. λήμμα Μάξυες). Ο τελευταίος Φαραώ της Δυναστείας, ο Ραμσής ΧΙ (1104-1075 π.Χ.), θα αναγκασθεί να καλέσει (πιθανώς τον 11ο χρόνο της βασιλείας του) τον Πίνεχας (Pinehas) ή Πανεχσύ (Panehsy), τον αιγύπτιο αντιβασιλέα του Κους (σημερινό νότιο Σουδάν. Βλ. λήμματα Κουσίτες, Νούβιοι) και τα στρατεύματα της Νουβίας, για να εκδιώξει τον παντοδύναμο κληρονομικό Αρχιερέα του Άμμωνα. Εικάζεται ότι ο αντιβασιλεύς αυτός θα κυριαρχήσει για κάποια χρόνια στις Θήβες, αλλά τελικώς θα εκδιωχθεί και θα αποσυρθεί στην Νουβία. Στο μεταξύ το αξίωμα του Μέγα Αρχιερέα του Άμμωνα θα αναλάβει, στον 19ο χρόνο της βασιλείας του Ραμσή ΧΙ κάποιος στρατιωτικός, ο Χεριχώρ (Herihor), ο οποίος θα αποκτήσει βαθμιαία μεγάλη δύναμη, ανώτερη και από του Φαραώ. Ο γιος και διάδοχός του, Πιάνχ (Pi’ankh), θα πραγματοποιήσει μια εκστρατεία στην Νουβία, η οποία είχε τελικώς καταστρεπτικά αποτελέσματα, αφού η Νουβία θα χαθεί οριστικά πλέον για την Αίγυπτο. Ο Πιάνχ πάντως εμφανίζεται ισότιμος με τον Φαραώ σε διάφορα μνημεία και παρ’ όλο που πέθανε πριν από τον Ραμσή ΧΙ, φαίνεται ότι η ουσιαστική διάσπαση της χώρας σε δυό επικράτειες ήταν από τότε γεγονός, αφού έχουμε πληροφορίες ότι ήδη υπήρχε άλλος κυβερνήτης στην Κάτω Αίγυπτο, στην πόλη Τάνιδα (Tanis), στο ανατολικό Δέλτα του Νείλου, λίγο βορειότερα από την Πι-Ραμσής, την παλιά πρωτεύουσα του Ραμσή ΙΙ και της 19ης Δυναστείας.

(Οι παραπομπές σε λήμματα διαφόρων λαών αναφέρονται στο έργο: Δημητρίου Ε. Ευαγγελίδη: Λεξικό των Λαών του Αρχαίου Κόσμου, Θεσσαλονίκη 2006)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish