Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Αιγύπτιοι (7)

(Συνεχίζουμε από την προηγούμενη ανάρτηση)

Τρίτη Ενδιάμεση Περίοδος (1075-712 π.Χ.)

Με τον θάνατο του Ραμσή ΧΙ, λήγει η περίοδος του Νέου Βασιλείου και αρχίζει η λεγομένη Τρίτη Ενδιάμεση Περίοδος (1075-712 π.Χ.). Στις Θήβες θα εξακολουθήσει να κυβερνά η νέα κληρονομική δυναστεία των Μεγάλων Αρχιερέων του Άμμωνα, απογόνων του Χριχώρ και Πιάνχ, ενώ στην πόλη Τάνιδα, ο κυβερνήτης της Κάτω Αιγύπτου o Νεσμπενεμπντέντ ή Σμένδης κατά Μανέθωνα (Nesbenebded/Smendes, 1075-1044 π.Χ.), πιθανόν από κάποιο παράπλευρο κλάδο των Φαραώ της 20ης Δυναστείας, θα ανακηρυχθεί Φαραώ, ιδρύοντας έτσι την 21η Δυναστεία (1075-945 π.Χ.) της Αιγύπτου. Ο Σμένδης θα επεκτείνει την εξουσία του αρχικά και στην Άνω Αίγυπτο και στην περιοχή των Θηβών, αλλά επί των διαδόχων του, η εξουσία αυτή θα καταστεί εντελώς σκιώδης, ενώ κάποιοι Αρχιερείς θα ανακηρυχθούν αργότερα τοπικοί βασιλείς με έδρα τις Θήβες. Η περίοδος της 21ης Δυναστείας αποτελεί εποχή παρακμής και εξασθένισης της χώρας, η οποία ήδη έχει χάσει τις Ασιατικές της κτήσεις, ενώ οι Λίβυοι αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη ισχύ, όχι μόνον στην περιοχή του Δέλτα, αλλά βαθμιαία και στις Θήβες, όπου έχουν διεισδύσει. Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο πέμπτος Φαραώ αυτής της Δυναστείας, που βασίλευσε για λίγα χρόνια, ο Οσοχώρ κατά Μανέθωνα ή Οσορχών, ήταν Λίβυος και θεωρείται ότι ήταν ουσιαστικά ο πρώτος Φαραώ της επόμενης, Λιβυκής Δυναστείας και ως εκ τούτου αναφέρεται από ορισμένους ως Οσορχών Ι (Sekhemkhepere Osorkhon, 984-978 π.Χ.). Θα ακολουθήσει η βασιλεία του Φαραώ Σιαμών (Siamun, 978-959 π.Χ.), ο Ψιναχής κατά Μανέθωνα και η Δυναστεία θα τελειώσει με την βασιλεία του Φαραώ Ψουσέννη ΙΙ (959-945 π.Χ.). Ο Ψουσέννης, αρχικά Μέγας Αρχιερεύς του Άμμωνα στις Θήβες, μετά τον θάνατο του Σιαμών θα αναλάβει την διακυβέρνηση όλης της χώρας, μεταφέροντας την έδρα του στην Τάνιδα και θα ενοποιήσει την διοίκηση των δύο περιοχών στο πρόσωπό του, αλλά όχι και την χώρα. Ο Ψουσέννης ΙΙ θα πεθάνει άτεκνος, έχοντας όμως παραχωρήσει πολλά προνόμια στον αρχηγό των Λίβυων Μεσσβές.
Τελικώς, ο «Μέγας Αρχηγός» των Μεσσβές (που ταυτίζονται από πολλούς με τους Μάξυες της αρχαιοελληνικής παράδοσης, όπως προαναφέραμε), ο Σωσέγκ ή Σεσώγκ, ο Σέσωγχις κατά Μανέθωνα (ανηψιός του Οσορχών Ι όπως διαπιστώθηκε μετά από πρόσφατες ανακαλύψεις C.A.H. Vol. III - part 1, σελ. 540), με την στρατιωτική υποστήριξη όλων των Λιβυκών φύλων θα καταλάβει την εξουσία και θα ανακηρυχθεί Φαραώ ως Σωσέγκ Ι (Shoshenk ή Sheshonq, 945-924 π.Χ.), ιδρύοντας έτσι την 22η Δυναστεία (945-712 π.Χ.) της Αιγύπτου. Η πρωτεύουσα πιθανώς μεταφέρθηκε στην πόλη του ανατολικού Δέλτα Βούβαστι (σημερινή Τελλ-Μπάστα), σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Μανέθωνα, αλλά τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν ότι η Τάνις εξακολουθούσε να είναι η έδρα των Φαραώ.
Οι πρώτοι Φαραώ αυτής της Δυναστείας θα αποκαταστήσουν εν μέρει την αιγυπτιακή ισχύ (ο Σωσέγκ Ι, θα εισβάλει στην Παλαιστίνη το 924 π.Χ. μετά τον θάνατο του Σολομώντα και θα λεηλατήσει την Ιερουσαλήμ), ενώ θα καλλιεργήσουν καλές σχέσεις με τις Θήβες και την οικογένεια των Αρχιερέων, συνάπτοντας γάμους πολιτικής σκοπιμότητας. Έτσι, ο γιος του Σωσέγκ Ι, ο Οσορχών, θα νυμφευθεί την κόρη του Ψουσέννη ΙΙ. Μετά τον θάνατο του πατέρα του θα ανακηρυχθεί Φαραώ (Οσορχών ΙΙ - Usermaatre Osorkhon, 924-909 π.Χ.), ο Οσορχών κατά Μανέθωνα και Οσορχών Ι με την παλαιότερη αρίθμηση. Οι Λίβυοι βασιλείς θα επιχειρήσουν επίσης να τερματίσουν την κληρονομική διαδοχή των ανώτατων ιερατικών αξιωμάτων, διορίζοντας τους γιους τους ή πολύ στενούς συγγενείς τους στην θέση του Αρχιερέα. Στην διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου του Οσορχών ΙΙ, του Τακελώτ Ι (Takeloth, 909-886 π.Χ.), ο Τακέλωθις κατά Μανέθωνα, ο οποίος ανακηρύχθηκε Φαραώ το 909 π.Χ. ο ανταγωνισμός για την κατάληψη της θέσης του Μέγα Αρχιερέα του Άμμωνα, θα καταλήξει σε εμφύλιο πόλεμο στις Θήβες. Η τάξη θα αποκατασταθεί και το αξίωμα θα καταλάβει τελικώς ο γιος του Φαραώ.
Μετά από έναν περίπου αιώνα ειρήνης, η Αίγυπτος θα εισέλθει σε μια ταραγμένη περίοδο συγκρούσεων και γοργής παρακμής, από την εποχή της βασιλείας του Φαραώ Τακελώτ ΙΙ (860-835 π.Χ.). Η κατάσταση θα χειροτερεύσει επί της βασιλείας του Σωσέγκ ΙΙΙ (835-783 π.Χ.), ο οποίος σφετερίσθηκε τον θρόνο από τον αδελφό του Οσορχών ΙΙΙ (Akheperre Osorkhon, 835), Μέγα Αρχιερέα του Άμμωνα και η χώρα θα διασπασθεί.
Ένας αντίπαλος του Σωσέγκ ΙΙΙ, ο Πετουβάτης ή Πετουβάστις κατά Μανέθωνα, θα ανακηρυχθεί Φαραώ το 828 π.Χ. (Pedubaste I, 828-803 π.Χ.) και θα αναγνωρισθεί στις Θήβες, στην Τάνιδα και σε άλλες περιοχές της χώρας, θεωρούμενος ως ιδρυτής της 23ης Δυναστείας (828-712 π.Χ.), που θα συνυπάρχει με την προηγούμενη, με ενιαία καταμέτρηση των Φαραώ. Η έδρα των Φαραώ αυτής της Δυναστείας θα γίνει η Λεοντόπολις (σημ. Τελλ ελ-Μουκντάμ, Tell el-Muqdam), περίπου 15 χλμ. νοτιοδυτικά από την Βούβαστι. Αυτήν την εποχή η πρωτεύουσα του ανατολικού Δέλτα, η Τάνις, θα χάσει την σημασία της και την θέση της θα καταλάβει η Σάϊς, σπουδαίο εμπορικό κέντρο στο δυτικό Δέλτα. Ήδη όμως, από το 770 π.Χ. η Αίγυπτος έχει εισέλθει στην δίνη σοβαρών εξελίξεων που σημειώθηκαν με την εισβολή και κατάληψη του νότιου τμήματος της χώρας από τους Κουσίτες (Σουδανούς), ο ηγεμόνας των οποίων Κάσστα, έχοντας κατακτήσει την Νουβία, θα καταλάβει και τις Θήβες (κάτι που σήμερα αμφισβητείται), για να επιστρέψει αργότερα στην πρωτεύουσά του και πρωτεύουσα του Κουσιτικού Βασιλείου, την περίφημη Ναπάτα, στον 4ο καταρράκτη του Νείλου.
Ο Κάσστα (Kashta, 770-750 π.Χ.), θεωρείται ιδρυτής της 25ης Δυναστείας της Αιγύπτου (που συχνά, αλλά λανθασμένα, χαρακτηρίζεται ως Αιθιοπική, ενώ ο σωστός προσδιορισμός είναι Κουσιτική), της οποίας η επικράτεια περιοριζόταν αρχικά στην Νουβία και την περιοχή των Θηβών (770-712 π.Χ.). Ο διάδοχός του, Πιύ (Piy, 750-712 π.Χ.), θα εισβάλει στην Μέση και Κάτω Αίγυπτο με αφορμή την διαμάχη που είχε ξεσπάσει από την επέκταση της κυριαρχίας των ηγεμόνων της Σάϊδος σε περιοχές του Δέλτα που ελέγχονταν μέχρι τότε από τους Φαραώ της 22ης και 23ης Δυναστείας. Ο Πυί θα νικήσει τους Λίβυους γύρω στο 730 π.Χ. και αφού δεχθεί την υποταγή τους, θα ξαναγυρίσει στον Νότο. Ένας Λίβυος φύλαρχος από την πόλη της Σάϊδος, ο Tεφναχτέ (Tefnakhte), ο Τέχνακτις του Πλουτάρχου (Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 8) και ο Τέφναχθον του Διοδώρου (Α΄ 45), επωφελούμενος από τα παραπάνω γεγονότα και μετά την αποχώρηση του Πιύ, θα ανακηρυχθεί Φαραώ το 724 π.Χ., θεωρούμενος ως ιδρυτής της 24ης Δυναστείας (724-712 π.Χ.). Θα τον διαδεχθεί ο γιος του, Μπακενρενέφ (Wahkare Bakenrenef, 717-712 π.Χ.), ο Βόκχωρις (Bocchoris) ή Βόχχωρις κατά Μανέθωνα. Ο αδελφός του Πιύ και διάδοχός του, ο Σσαμπάκα, θα εισβάλει το 712 π.Χ. στην Κάτω Αίγυπτο, θα συντρίψει την αντίσταση των Λίβυων Φαραώ και των διαφόρων Λίβυων φυλάρχων, οι οποίοι θα τον αναγνωρίσουν ως επικυρίαρχο. Θα καταλάβει την πόλη της Σάϊδος, όπου θα κάψει ζωντανό τον Βόκχωρι, σύμφωνα με την παράδοση, καταλαμβάνοντας τελικώς ολόκληρη την χώρα, καταλύοντας έτσι την 22η, την 23η και την 24η Δυναστεία.



Ύστερη ή Τελική περιόδος (712-332 π.Χ.)
Δυναστείες 25η - 30η

Ο Σσαμπάκα (Shabaka 712-698 π.Χ.), ο Σαβάκων κατά Μανέθωνα, συνεχίζοντας την 25η Δυναστεία, θα εγκατασταθεί στις Θήβες και θα ανακηρυχθεί Φαραώ ολόκληρης της Αιγύπτου, τερματίζοντας έτσι την 3η Ενδιάμεση Περίοδο και οριοθετώντας την αρχή της Ύστερης ή Τελικής περιόδου (712-332 π.Χ.) της αρχαίας Ιστορίας της Αιγύπτου. Τον Σαμπάκα θα διαδεχθεί ο ανιψιός του, Σεμπιτκού (Djedkaure Shebitku, 698-690 π.Χ.), για τα γεγονότα της βασιλείας του οποίου υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες.
Θα τον διαδεχθεί ένας άλλος ανιψιός του Σεμπιτκού, ο Ταχάρκα (Taharka, 690-664 π.Χ.), ο οποίος θα στεφθεί, σύμφωνα με τις λαμπρότερες παραδόσεις των αρχαίων Φαραώ, στην Μέμφιδα, που κατείχε ιδιαίτερη θέση από παλιά στις τελετές στέψεως των Βασιλέων της Αιγύπτου, πιθανόν για να τονίσει την προσήλωσή του και τον σεβασμό στους θεσμούς της χώρας. Η Μέμφις θα προτιμηθεί από τον Ταχάρκα ως έδρα και ως διοικητικό κέντρο, λόγω της μεγάλης στρατηγικής της θέσεως, εξαιρετικά βολικής για τον Κουσίτη Φαραώ, ο οποίος προφανώς θα ήταν ανήσυχος από την ολοένα αυξανόμενη δύναμη των πανίσχυρων ηγεμόνων της Νεο-Ασσυριακής Αυτοκρατορίας και τις συχνές εκστρατείες τους στην Παλαιστίνη και την Συρία. Ο Ταχάρκα θα συγκρουσθεί τελικά με τους Ασσυρίους και παρά τις αρχικές του επιτυχίες και την μεγάλη νίκη του επί των ασσυριακών στρατευμάτων το 674 π.Χ., που ανέκοψε την εισβολή τους στο αιγυπτιακό έδαφος, θα ηττηθεί από τον αυτοκράτορα Εσαρχαδδών το 671 π.Χ., η Μέμφις θα καταληφθεί και θα λεηλατηθεί (βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Ασσύριοι). Οι ασσυριακές πηγές μάλιστα, αναφέρουν ότι ανάμεσα στους αιχμαλώτους υπήρχαν και μέλη της οικογενείας του Φαραώ. Ο Εσαρχαδδών θα εκδιώξει από τις περιοχές που κατέλαβε τους Κουσίτες Διοικητές και Αξιωματούχους και θα τους αντικαταστήσει με Αιγυπτίους που ήσαν φιλικώς προσκείμενοι στους Ασσυρίους. Ο Ταχάρκα θα καταφύγει στις Θήβες και πιθανόν στην πρωτεύουσά του Ναπάτα, μια και τα ασσυριακά στρατεύματα δεν φαίνονταν διατεθειμένα να προελάσουν τόσο βαθιά στον Νότο. Ο Ταχάρκα μετά την αποχώρηση του Ασσύριου αυτοκράτορα, θα επιδιώξει να ξανακερδίσει τις περιοχές που είχαν καταληφθεί, κάτι που θα προκαλέσει μια νέα εκστρατεία το 669 π.Χ. εναντίον της Αιγύπτου.
Ο απροσδόκητος όμως θάνατος του Εσαρχαδδών καθ’ οδόν προς την Αίγυπτο και η άνοδος στον θρόνο της Ασσυρίας του Ασσουρμπανιπάλ (668-627 π.Χ.), θα επιτρέψουν στον Ταχάρκα να επιβάλει την εξουσία του στους πρίγκιπες της Κάτω Αιγύπτου και να καταλάβει την Μέμφιδα, πολιορκώντας την ασσυριακή φρουρά που είχε εγκαταστήσει εκεί ο Εσαρχαδδών. Οι ενέργειες αυτές θα προκαλέσουν την επέμβαση των Ασσυρίων και στην νέα εκστρατεία τους το 667/666 π.Χ., ο Ασσουρμπανιπάλ θα εισβάλει στην Αίγυπτο, όπου, αφού συμμαχήσει με τους Αιγυπτίους πρίγκιπες του Δέλτα, θα επαναληφθεί το ίδιο σκηνικό, με την συντριπτική ήττα του Ταχάρκα, την εγκατάλειψη της Μέμφιδος και την φυγή του στις Θήβες και τελικά στην Ναπάτα. Και πάλι ο Ασσύριος αυτοκράτορας θα εκδιώξει από τις περιοχές που κατέλαβε τους Κουσίτες Διοικητές και Αξιωματούχους και θα τους αντικαταστήσει με τους Αιγυπτίους συμμάχους του, οι οποίοι όμως σύντομα θα συνωμοτήσουν εναντίον του, αντιλαμβανόμενοι ότι η ασσυριακή κατοχή ήταν πολύ πιο καταπιεστική. Η συνωμοσία θα αποκαλυφθεί και οι πρωτεργάτες θα τιμωρηθούν σκληρά, με την εξαίρεση του ηγεμόνα της Σάϊδος, Νεχώ Ι (672-664 π. Χ.). Ο Νεχώ, όπως και ο γιος του, Ψαμμήτιχος, θα τιμηθούν ιδιαίτερα από τον Ασσύριο αυτοκράτορα και θα αποκτήσουν μεγάλη δύναμη. Με τον τρόπο αυτόν ο Ασσουρμπανιπάλ θα γίνει απροσδόκητα, ο ακούσιος ιδρυτής της νέας Δυναστείας της Αιγύπτου.
Στο μεταξύ, τον Ταχάρκα, που πέθανε το 664 π.Χ. έχοντας αποσυρθεί στην Ναπάτα, θα διαδεχθεί στις Θήβες ο εξάδελφός του, Τανουταμών ή Τανταμανί κατά τις ασσυριακές πηγές (Tanutamun / Tantamani, 664-657 π.Χ.), ο οποίος θα επιτεθεί στις ασσυριακές δυνάμεις και θα νικήσει μια συμμαχία πριγκίπων του Δέλτα που υποστήριζαν του Ασσυρίους. Ο Ασσουρμπανιπάλ θα αντιδράσει δυναμικά στην πρόκληση αυτήν, με μια εκστρατεία που θα προχωρήσει βαθιά στον Νότο, όπου θα συντρίψει τις δυνάμεις των Κουσιτών και θα λεηλατήσει τις Θήβες. Ο Τανουταμών θα αποσυρθεί μετά από αυτά τα γεγονότα οριστικά από την Αίγυπτο και αυτό ήταν το τέλος της 25ης Δυναστείας και της Κουσιτικής κυριαρχίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish