(Συνεχίζουμε από την προηγούμενη ανάρτηση)
Μέσο Βασίλειο και 2η Ενδιάμεση Περίοδος
(Από την 12η μέχρι την 17η Δυναστεία)
Με την άνοδο στον θρόνο του Φαραώ Αμμενέμη (Ammenemes) κατά Μανέθωνα ή Αμενεμχέτ I (Amenemhet) το 1991 π.Χ., αρχίζει η 12η Δυναστεία (1991-1783 π.Χ.) της Αιγύπτου, της οποίας γνωρίζουμε τις ακριβείς ημερομηνίες των πρώτων Φαραώ της, χάρη στην γνώση αστρονομικών στοιχείων της εποχής. Ένα από τα πλέον αξιοσημείωτα γεγονότα της βασιλείας του (1991-1962 π.Χ.), ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας από τις Θήβες (που θεωρήθηκε μάλλον πολύ απομακρυσμένη), κοντά στην Μέμφιδα, στην Ιτζταουΐ (Itjtawy), στα όρια της Άνω και Κάτω Αιγύπτου. Το δεύτερο σημαντικό διοικητικό γεγονός υπήρξε η υιοθέτηση του συστήματος της Συμβασιλείας. Έτσι το 1971 π.Χ. θα ανακηρυχθεί συμβασιλεύς ο γιος του, ο ικανότατος στρατηγός Σέσωστρις (Sesostris) κατά Μανέθωνα ή Σενβοσρέτ, ο οποίος με τις επιτυχημένες εκστρατείες του θα επεκτείνει τα νότια σύνορα της Αιγύπτου μέχρι τον δεύτερο καταρράκτη του Νείλου, στην Νουβία.
Ο Σέσωστρις Ι (Kheperkare Senwosret, 1971-1926 π.Χ.) θα είναι ο επόμενος Φαραώ, ο οποίος συνεχίζοντας τον νεωτερισμό του προκατόχου του, θα ανακηρύξει συμβασιλέα το 1929 π.Χ. τον Αμμενέμη ΙΙ (1929-1892 π.Χ.). Θα ακολουθήσει η βασιλεία του Φαραώ Σέσωστρι ΙΙ (1897-1878 π.Χ.), τον οποίον θα διαδεχθεί ο Σέσωστρις ΙΙΙ (Khakaure Senwosret 1878-1844 π.Χ.), ο ενδοξότερος Φαραώ αυτής της Δυναστείας. Στην διάρκεια της βασιλείας του, που χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτα γεγονότα, η Αίγυπτος θα ανέλθει σε ένα από τα μέγιστα σημεία ακμής και ευημερίας. Ως σημαντικότερο επίτευγμά του θεωρείται η εκστρατεία του στην Νουβία, όπου όχι μόνον θα επεκτείνει τις αιγυπτιακές κατακτήσεις των προηγουμένων Φαραώ, αλλά και θα τις κατοχυρώσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, με την ανέγερση μιας σειράς φρουρίων. Μια εκστρατεία στην Χαναάν, αποδεικνύει το ενδιαφέρον της Αιγύπτου για την περιοχή αυτήν, μέσα από την οποία περνούσαν οι εμπορικοί δρόμοι προς την Συρία και τις γύρω χώρες. Αξιοσημείωτες υπήρξαν και οι διοικητικές παρεμβάσεις του Σέσωστρι ΙΙΙ στο εσωτερικό της Αιγύπτου, όπου θα απογυμνώσει από κάθε εξουσία τους κυβερνήτες των επαρχιών. Εξ ίσου εντυπωσιακά υπήρξαν και τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα της περιόδου αυτής, με τις αλλαγές στην τεχνοτροπία και τα απαράμιλλα γλυπτά των βασιλικών μνημείων.
Θα ακολουθήσει η μακρά βασιλεία του Φαραώ Αμμενέμη ΙΙΙ (1844-1797 π.Χ.), η οποία μνημονεύεται ως περίοδος ειρήνης και ευημερίας και στην συνέχεια στον θρόνο θα ανέλθουν ο Αμμενέμης IV (1799-1787 π.Χ.) και τέλος η βασίλισσα Σεμπεκνοφρού (Sebeknofru, Shobkneferu 1787-1783 π.Χ.). Η άνοδος μιας γυναίκας στον θρόνο της Αιγύπτου, σύμφωνα με τους νεώτερους ερευνητές, αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη όχι μόνον απουσίας άρρενος διαδόχου, αλλά του γεγονότος ότι η βασιλική οικογένεια «έσβηνε» αμετάκλητα (βλ. Atlas of Ancient Egypt: The Historical Background - σελ. 34 και C.A.H. Vol. II part 1 - σελ. 43).
Πραγματικά, αμέσως μετά το τέλος της βασιλείας της Σομπκενεφερού, σημειώνεται αλλαγή Δυναστείας, που ταυτόχρονα σηματοδοτεί το τέλος μιας ένδοξης περιόδου για την Αίγυπτο και την έναρξη μιας εποχής παρακμής και πολιτικοστρατιωτικής οπισθοδρόμησης.
Η περίοδος της 13η Δυναστείας (1783-1640 π.Χ.), μολονότι εμφανίζει πλήρη αρχαιολογική συνέχεια με την προηγούμενη Δυναστεία, εν τούτοις δεν έχει καμία ομοιότητα στο πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, με τους ισχυρούς και συγκεντρωτικούς Φαραώ εκείνης. Σε διάστημα 150 ετών περίπου θα ανέβουν στον θρόνο των Φαραώ γύρω στους 60 βασιλείς, οι οποίοι ήσαν κάτω από τον έλεγχο μιας μακριάς σειράς πανίσχυρων «βεζύρηδων» (=ο ανώτατος αξιωματούχος της Αυλής), που ως φαίνεται είχαν όλη την εξουσία στα χέρια τους. Κατά μια άποψη, οι περισσότεροι Φαραώ αυτής της Δυναστείας διορίζονταν ή εκλέγονταν για περιορισμένο χρονικό διάστημα (C.A.H. Vol. II part 1, σελ. 44). Εν τούτοις δεν σημειώνεται σοβαρή απώλεια του κύρους της Αιγύπτου είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό, μέχρι τουλάχιστον την εποχή των Φαραώ Νεφερχοτέπ Ι (Kha’sekhemre Neferhotep, 1740-1730 π.Χ.) και Χανεφερρέ Σομπχοτπέ IV (Khaneferre Sobkhotpe, 1730-1720 π.Χ.). Μάλιστα σημειώνεται και κάποια άνοδος στην ευημερία της χώρας, όπως υποδεικνύουν και τα σχετικά ευρήματα. Η κατάρρευση όμως είναι κοντά. Οι αρχικές ενδείξεις προέρχονται από το γεγονός ότι στα πρώτα χρόνια ήδη της βασιλείας του Σομπχοτπέ IV, η αρχαία πόλη Άβαρις ή Αύαρις (περίπου 20 χλμ. νότια της Τάνιδος, στο ανατολικότερο τμήμα του Δέλτα του Νείλου), βρίσκεται στα χέρια Ασιατών. Ταυτόχρονα, αυτήν την περίοδο εμφανίζεται στην περιοχή του δυτικού Δέλτα, ένα μικρό αλλά ισχυρό βασίλειο με πρωτεύουσα την Ξόϊδα (Xois). Ο Μανέθων θεωρεί ότι αυτή η ομάδα των ασήμαντων κατά τα άλλα ιθαγενών ηγεμόνων, απετέλεσε την 14η Δυναστεία, η οποία σύμφωνα με την καταγραφή του, περιελάμβανε 76 Φαραώ που βασίλευσαν 184 χρόνια, χωρίς να έχει επιβεβαιωθεί πλήρως από την νεώτερη έρευνα. Μια ένδειξη αποτελεί και η καταγραφή του Ιουδαίου ιστορικού Αρτάπανου (2ος/1ος αιώνας π.Χ.) ότι «…ο Βασιλεύς Χενεφρής (=Khaneferre? σ.σ.) ήταν κυβερνήτης των περιοχών πάνω από την Μέμφιδα, επειδή υπήρχαν αρκετοί βασιλείς εκείνη την εποχή…». Με την 14η Δυναστεία πάντως, λήγει και η περίοδος του Μέσου Βασιλείου.
Η μεγάλη απειλή όμως για την Αίγυπτο προέρχεται από τα ανατολικά. Ήδη από τα τελευταία χρόνια της 12ης Δυναστείας, σημειώνονται εγκαταστάσεις ξένων νομαδικών φύλων στις περιοχές του ανατολικού Δέλτα του Νείλου, που θα συνεχιστούν εντονότερες στην διάρκεια της 13ης Δυναστείας, όπως προαναφέραμε. Οι εγκαταστάσεις αυτές ήσαν αποτέλεσμα διείσδυσης ή διήθησης (infiltration, όπως χαρακτηρίζεται, βλ. C.A.H. Vol. II part 1, σελ. 54), διαφόρων δυτικών ασιατικών ομάδων, που πιστεύεται ότι έγιναν με ειρηνικό τρόπο.
Οι φύλαρχοί τους αποκαλούνται στα αιγυπτιακά Hikau-khoswet = «Πρίγκηπες των Άνω χωρών της Ερήμου» ή «Κυβερνήτες των Ξένων Χωρών», απ’ όπου μάλλον προέκυψε παρεφθαρμένος ο περίφημος όρος «Υκσώς» του Μανέθωνα, με τον οποίον χαρακτηρίζονται συλλογικά όλα αυτά τα φύλα. Η κατάσταση θα επιδεινωθεί στην διάρκεια των χρόνων της παρακμής και εξασθένισης της κεντρικής εξουσίας που χαρακτηρίζουν την περίοδο της 13ης Δυναστείας. Παρ’ όλο που στα πρώτα 50 περίπου χρόνια αυτής της Δυναστείας οι Φαραώ φαίνεται ότι διατηρούσαν τον έλεγχο του μεγαλυτέρου μέρους της χώρας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μετά το 1725 π.Χ. περίπου και την κατάληψη της πόλης Άβαρις από τους Υκσώς, η εξουσία των Φαραώ εξασθενίζει γοργά.
Γύρω στο 1645 π.Χ. στην διάρκεια της βασιλείας του Φαραώ Ντουντιμοζέ Ι (Djedneferre Dudimose), που είχε έδρα τις Θήβες, η Μέμφις πέφτει στα χέρια των Υξώς και του ηγεμόνα τους Σάλιτις (Salitis). Σήμερα θεωρείται ότι ο Σάλιτις (=slt, μάλλον τίτλος και όχι πραγματικό όνομα) υπήρξε ο πρώτος Φαραώ Υκσώς, ο οποίος ιδιοποιήθηκε τα επίσημα εμβλήματα των Φαραώ της Αιγύπτου και χρησιμοποίησε τους αιγυπτιακούς βασιλικούς τίτλους. Θεωρείται ως εκ τούτου ο ιδρυτής της 15ης Δυναστείας (1645-1530 π.Χ.), ο «Μέγας Υκσώς». Όπως προκύπτει από ορισμένα στοιχεία φαίνεται ότι στην περιοχή του Δέλτα, εκτός από τον κυρίως βασιλικό κλάδο των Υκσώς, υπήρχε και δεύτερος κλάδος μικρότερων ηγεμόνων Υκσώς με κυριαρχία περιορισμένη σε κάποιες μικρές εκτάσεις, η 16η Δυναστεία, που υπήρξε παράλληλα με την προηγούμενη.
Με την 15η Δυναστεία πάντως, εγκαινιάζεται η λεγομένη 2η Ενδιάμεση Περίοδος (1645-1539 π.Χ.) της Ιστορίας της Αιγύπτου, μια εποχή παρακμής, διάλυσης και ξένης κυριαρχίας. Η ιθαγενής 13η Δυναστεία θα συνεχίσει να υπάρχει για λίγα χρόνια ακόμη, στην περιοχή των Θηβών στην Άνω Αίγυπτο, μέχρι το 1640 π.Χ. περίπου, αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία των Υκσώς βασιλέων.
Η ακμή της κυριαρχίας των Υκσώς θα σημειωθεί στην διάρκεια των βασιλέων Κυάν (Khyan, 1610;-1580 π.Χ.) και Άποφι (Awoserre Apophis, 1580-1540 π.Χ.). Φαίνεται μάλιστα ότι στην εποχή του Κυάν, οι Υκσώς θα δημιουργήσουν μια πραγματική Μεσανατολική αυτοκρατορία, η οποία περιελάμβανε εκτός από την Αίγυπτο και μεγάλα τμήματα των περιοχών που θα γίνουν γνωστά αργότερα ως Παλαιστίνη, Φοινίκη και Συρία.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι στις ανασκαφές της Κνωσού βρέθηκε στα θεμέλια του ανακτόρου ένα αλαβάστρινο δοχείο με το όνομα του βασιλιά Κυάν, όπως επίσης και ένα γρανιτένιο λεοντάρι στην Μεσοποταμία (Βαγδάτη) με το όνομά του, καθώς και διάφορα αντικείμενα στην περίφημη πρωτεύουσα των Χετταίων, την Χαττούσα, στοιχεία που μαρτυρούν την εξάπλωση των εμπορικών και πολιτιστικών ανταλλαγών, αλλά και της επιρροής της Αιγύπτου, αυτήν την περίοδο.
Η σημαντικότερη όμως συνέπεια της κυριαρχίας των Υκσώς υπήρξε ασφαλώς «…το γεγονός ότι δίδαξαν στους Αιγυπτίους να χρησιμοποιούν το άρμα με άλογο, νεωτερισμός που έφερε επανάσταση στην στρατιωτική τακτική και έκαμε κατορθωτή την (μετέπειτα) δημιουργία της αιγυπτιακής αυτοκρατορίας…» (Ιστ. Ανθρωπ. τόμος Α΄, σελ. 341).
Ήδη όμως στην Άνω Αίγυπτο αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της αντίδρασης στην ξένη κυριαρχία. Γύρω στο 1640 π.Χ. ένας νέος κλάδος τοπικών ηγεμόνων αναλαμβάνει την εξουσία στις Θήβες. Αυτή η νέα ιθαγενής, 17η Δυναστεία (1640-1539 π.Χ.), είναι που θα τοποθετήσει τα θεμέλια της εκδίωξης των Υκσώς από την Αίγυπτο. Η σύγκρουση θα ξεσπάσει τελικώς στην διάρκεια της βασιλείας του Φαραώ Σεκενρερέ Τα’ο ΙΙ (Seqenrere Ta’o), ο οποίος θα κηρύξει τον πόλεμο γύρω στο 1550 π.Χ. στον Υκσώς βασιλέα Άποφι. Φαίνεται ότι υπήρξαν κάποιες τοπικές επιτυχίες αρχικά, αλλά ο Φαραώ θα χάσει την ζωή του στην μάχη, αν κρίνουμε από τα τραύματα που αποκάλυψε η έρευνα στην μούμια του. Το έργο του, θα συνεχίσει ο γιος και διάδοχός του, Κάμωσις (Wadjkheperre Kamose, 1545-1539 π.Χ.), ο οποίος με αιφνιδιαστικές επιθέσεις θα περιορίσει τους Υκσώς σε τέτοιο σημείο, ώστε ο διάδοχός του, Άμωσις, θα επιτύχει εύκολα την οριστική εκδίωξή τους από την Αίγυπτο.
(Συνεχίζεται)
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish