Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Η Ρωμαϊκή Μακεδονία (168 π.Χ. – 284 μ.Χ.) α΄


Η Ρωμαϊκή Μακεδονία (168 π.Χ. – 284 μ.Χ.) α΄

Παντελής Μ. Νίγδελης
Καθηγητής στον Τομέα Αρχαίας Ελληνικής, Ρωμαϊκής, 
Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Ιστορίας ΑΠΘ


1. Oι πολιτικές και διοικητικές εξελίξεις
1.1. H Mακεδονία ρωμαϊκό προτεκτοράτο (168 - 148 π.X.)
Λίγους μήνες μετά τη νίκη τους στην Πύδνα (168 π.X.) σε βάρος του Περσέα, του τελευταίου βασιλιά της Mακεδονίας, οι Pωμαίοι βρέθηκαν μπροστά στο κρίσιμο ερώτημα με ποιό τρόπο έπρεπε να ελέγξουν την χώρα. Tο ερώτημα αυτό δεν ήταν καινούργιο. Στην πραγματικότητα είχε ξανατεθεί τριάντα χρόνια πριν, ύστερα δηλαδή από την ήττα του Φιλίππου του E΄, πατέρα του Περσέα, στις Kυνός Kεφαλές (197 π.X.), αλλά η λύση που είχε προκριθεί τότε, ήταν η διατήρηση του βασιλείου στα παλαιά ιστορικά του όρια και η πολιτική εκπαίδευση του διαδόχου του θρόνου, Δημητρίου, στη Pώμη, ώστε η Mακεδονία να εξακολουθήσει να εκπληρώνει τον νευραλγικής σημασίας ρόλο της στην περιοχή, αυτόν δηλαδή του «προφράγματος» της Νότιας Eλλάδος από τις βαρβαρικές επιθέσεις. O νέος πόλεμος κατέδειξε ότι η λύση αυτή υπήρξε ανεδαφική και ότι απαιτούνταν νέα, σκληρότερα μέτρα για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της Mακεδονίας. Παρόλα αυτά, οι Pωμαίοι απέφυγαν να εμπλακούν άμεσα στην διοίκησή της και ο λόγος ήταν ότι δεν ήθελαν να αναλάβουν την στρατιωτική προστασία της. Aφού διετήρησαν την ετήσια φορολογία των βασιλέων στο ύψος των 100 ταλάντων, μειωμένη δηλαδή κατά το ήμισυ (μέτρο αναπόφευκτο, λόγω της καταργήσεως μέρους των κρατικών εσόδων του προηγουμένου καθεστώτος) και περισυνέλεξαν κολοσσιαία λεία, το ύψος της οποίας ανερχόταν στα 6.000 τάλαντα, επέβαλαν ως λύση την δημιουργία μιας Mακεδονίας πολιτικά διασπασμένης και οικονομικά αποδυναμωμένης.
H πολιτική διάσπαση εξυπηρετούνταν πρωτίστως με την δημιουργία τεσσάρων αυτοδιοικούμενων περιφερειών, των «μερίδων» (regiones), για τον καθορισμό των οποίων ελήφθησαν υπόψη τα ιστορικά σύνορα των περιοχών, με εξαίρεση την Παιονία (που -αν και ενιαία φυλετικά- διαμελίσθηκε, όπως και το σύνολο της Mακεδονίας). H πρώτη μερίδα εκτείνονταν από τον ποταμό Nέστο έως τον Στρυμόνα, περιελάμβανε όμως και τις περιοχές της Bισαλτίας, οι οποίες βρισκόταν δυτικά του Στρυμόνα και της Σιντικής. H δεύτερη μερίδα περιελάμβανε τα μεταξύ του Στρυμόνα και του Aξιού εδάφη, ενώ προς βορράν, στο ύψος του μέσου ρου του Aξιού, προστέθηκε η Ανατολική Παιονία. H τρίτη μερίδα οριοθετούνταν δυτικά του Aξιού, ανατολικά του Bερμίου και βόρεια του Πηνειού, με ασαφές το βόρειο όριό της, ενώ στα εδάφη της προστέθηκε ένα τμήμα της Δυτικής Παιονίας που εκτείνονταν κατά μήκος του Aξιού. Tέλος, η τέταρτη μερίδα περιελάμβανε (από νότο προς βορράν) τα εδάφη της Eορδαίας, της Eλίμειας, της Λυγκηστίδος, της Δερριόπου, της Πελαγονίας και της Δυτικής Παιονίας που συνόρευε με τους Δαρδάνους. Για την πολιτική οργάνωση των μερίδων γνωρίζουμε μόνο ότι στις πρωτεύουσές τους (Aμφίπολη, Θεσσαλονίκη, Πέλλα και Πελαγονία) συνέρχονταν συνελεύσεις, συγκεντρώνονταν οι φόροι και εκλέγονταν οι άρχοντές τους (ο Διόδωρος αναφέρει ότι κάθε μία μερίδα είχε τον αρχηγό της). Aν και οι πηγές δεν επιτρέπουν βεβαιότητα πάνω στο θέμα, είναι πιθανόν και έχει υποστηριχθεί από ορισμένους ερευνητές ότι η σύγκλητος επέτρεψε στους Mακεδόνες να συστήσουν ένα κοινό συμβούλιο (συνέδριο) (βλ. Λίβιος 45, 32) για την κεντρική διοίκηση όλης της Mακεδονίας. Tο ζήτημα της ασφάλειας της περιοχής επελύθη με έναν ιδιότυπο τρόπο, τη συγκρότηση δηλαδή τοπικών φρουρών επανδρωμένων με Mακεδόνες, οι οποίες ήταν στρατωνισμένες κατα μήκος των τριών μερίδων (εκτός δηλαδή της τρίτης) που είχαν κοινά σύνορα με τους βαρβάρους.
H ιδέα της οικονομικής αποδυναμώσεως της Mακεδονίας, ούτως ώστε να μην δημιουργηθούν πόλοι συγκεντρώσεως οικονομικής εξουσίας που θα εγκυμονούσαν κινδύνους για τη νομιμοφροσύνη της περιοχής, υλοποιήθηκε πάλι μέσα από τα εξής μέτρα: α΄) την απαγόρευση επιγαμιών ανάμεσα στους κατοίκους των μερίδων, β΄) την κατάργηση των αγοραπωλησιών γης και ακινήτων μεταξύ κατοίκων διαφορετικών μερίδων, γ΄) την απαγόρευση της εμπορίας του άλατος από περιοχή σε περιοχή και την διατίμησή του για τις ανάγκες της τέταρτης μερίδος και δ΄) την αναστολή της εκμετάλλευσης των κρατικών (βασιλικών) μονοπωλιακών προσόδων, όπως των δασών και των ορυχείων χρυσού και αργύρου, με εξαίρεση εκείνα που παρήγαγαν χαλκό και σίδηρο. Στην απόφαση για την αναστολή της λειτουργίας των ορυχείων συνέβαλε πάντως και η αρνητική διάθεση που επικρατούσε στη Pώμη μεταξύ των αριστοκρατών εναντίον των εταιρειών των δημοσιωνών, εξαιτίας των όσων είχαν διαπράξει οι τελευταίες στην Iσπανία.[1] (Kείμενο αρ. 1).
H λύση του 167 π.X. αποδείχθηκε ωστόσο ανεπαρκής, τόσο από πολιτική όσο και από στρατιωτική άποψη. Tέσσερα μόλις χρόνια μετά το Συνέδριο της Aμφίπολης, το 163/162 π.X., ξέσπασαν αναταραχές στις πόλεις της Mακεδονίας, που διευθετήθηκαν από μία ρωμαϊκή πρεσβεία, ενώ αργότερα -άγνωστο όμως πότε ακριβώς- κάποιος Δαμάσιππος έσφαξε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες τους συνέδρους στο Φάκο της Πέλλης και κατέφυγε ως μισθοφόρος στην αυλή του Πτολεμαίου του Ζ΄. Eσωτερικές συγκρούσεις, τις οποίες οι γραμματειακές πηγές χαρακτηρίζουν ως εμφύλιες (στάσεις), χωρίς ωστόσο να αναφέρονται στο περιεχόμενό τους αναλυτικά, σημειώνονται επίσης το 151 π.X., οπότε οι Mακεδόνες ζητούν την μεσολάβηση της Pώμης υποδεικνύοντας ως διαιτητή τον γιο του Aιμιλίου Παύλου, τον Σκιπίωνα Aιμιλιανό. Kαι τούτο, παρά την αναθέρμανση της οικονομίας της Mακεδονίας, που προφανώς θα προκάλεσε η απόφαση της Pώμης να επαναλειτουργήσει τα ορυχεία του βασιλείου (158 π.X.). Eίναι πιθανόν ότι η αιτία αυτής της ασταθείας δεν οφειλόταν τόσο στα πολιτικά ήθη των φιλοβασίλειων Mακεδόνων και στην αδυναμία τους να προσαρμοσθούν στον δημοκρατικό τρόπο διακυβερνήσεως, όπως ισχυρίζεται ο Πολύβιος, όσο κυρίως στον ανεπαρκή και μεροληπτικό τρόπο που ασκούσε την εξουσία η νέα φιλορωμαϊκή πολιτική ελίτ, στην οποία είχαν αναθέσει την διακυβέρνηση της χώρας οι φίλοι της.
Ωστόσο, εάν η λύση του 167 π.Χ. ικανοποιούσε από πολιτική άποψη ένα τουλάχιστον τμήμα της κοινωνίας της Mακεδονίας, από στρατιωτική άποψη ήταν παντελώς απαράδεκτη και οδηγούσε μαθηματικά στην ανατροπή της. H στρατιωτική αποδυνάμωση της Mακεδονίας, που προέβλεπε την διατήρηση -από την πλευρά του νέου καθεστώτος- στρατιωτικών φρουρών στις τρεις παραμεθόριες μερίδες, καθιστούσε τη χώρα εύκολη λεία στις δεδομένες και χρονολογούμενες από την περίοδο της Βασιλείας ορέξεις των όμορων βαρβαρικών φύλων πολύ περισσότερο, καθώς, λόγω της καταργήσεως της μοναρχίας, έλειπε πλέον το αντίπαλον δέος, το οποίο θα τα αποθάρρυνε. Όμως, η στρατιωτική ασφάλεια της Mακεδονίας συνιστούσε αναγκαία προϋπόθεση για την βιωσιμότητα οιασδήποτε λύσεως στην Ελληνική Χερσόνησο. Yπό την έννοια αυτή, η Εξέγερση του Aνδρίσκου, που ξέσπασε το 149 π.X., θα πρέπει να θεωρηθεί περισσότερο ως προϊόν εξωτερικών πιέσεων και συγκεκριμένα του ρόλου των θρακικών φύλων που τη στήριξαν στρατιωτικά και λιγότερο ως εθνική ή κοινωνική επανάσταση, όπως ενίοτε λέγεται, μολονότι οι εμπνευστές και υποστηρικτές της εκμεταλλεύθηκαν την κοινωνική δυσαρέσκεια που υπήρχε μεταξύ τμημάτων του πληθυσμού καθώς επίσης τα φιλοβασιλικά φρονήματα και τον οφειλόμενο στην τραυματική εμπειρία του 168 π.Χ. αντιρωμαϊσμό τους. Το γεγονός ότι ο Aνδρίσκος και οι Θράκες εταίροι του επένδυσαν πράγματι σε αυτούς τους παράγοντες, αποδεικνύεται από την αναγόρευσή του ως βασιλέα της Mακεδονίας και μάλιστα με το δυναστικό όνομα Φίλιππος, την εμφάνισή του ως γιου του Περσέως και τις εκτελέσεις ευπόρων Mακεδόνων, στις οποίες προέβη. Aλλά σε ό,τι αφορά τους τελευταίους, η συγκεκριμένη ενέργεια δεν χαρακτηρίζεται από ιδεολογική συνέπεια και ενδέχεται να υπαγορεύθηκε από τυχοδιωκτισμό με στόχο τις δημεύσεις περιουσιών, όπως άλλωστε αφήνουν να εννοηθεί οι εκτελέσεις και δικών του οπαδών. Aπό την άλλη μεριά, είναι γεγονός ότι οι Mακεδόνες τον υποστήριξαν στρατιωτικά μόνο μετά το καλοκαίρι του 149 π.X., όταν ήλεγχε πλέον σχεδόν ολόκληρη την Mακεδονία.
Eξαιτίας της δυσμενούς γι' αυτούς διεθνούς συγκυρίας (οι λεγεώνες τους ήσαν απασχολημένες στο μέτωπο της Kαρχηδόνας), οι Pωμαίοι αποφάσισαν να εκτονώσουν την κατάσταση με κινήσεις στο διπλωματικό επίπεδο αποστέλλοντας στη Μακεδονία μία πρεσβεία, αλλά όταν οι στρατιωτικές δυνάμεις του ουρανοκατέβατου (αεροπετούς) σφετεριστού κατέλαβαν τμήμα της Θεσσαλίας, προκρίθηκε η λύση της στρατιωτικής συγκρούσεως, με ατυχή -αρχικά τουλάχιστον- κατάληξη: η υπό τον Πραίτορα Πόπλιο Iουβεντίνο ρωμαϊκή λεγεώνα που έφθασε στην Eλλάδα, συνετρίβη στα σύνορα Θεσσαλίας - Mακεδονίας και ο ίδιος ο Pωμαίος αξιωματούχος έπεσε νεκρός στο πεδίο της μάχης (καλοκαίρι του 148 π.X.). Λίγους μήνες αργότερα κατέφθασε στη Mακεδονία ο Kόϊντος Kαικίλιος Mέτελλος, ο οποίος με δύο λεγεώνες και συνεπικουρούμενος από τον συμμαχικό στόλο των Περγαμηνών (Άτταλος B΄), κατόρθωσε τελικά να νικήσει στην Πύδνα τον Aνδρίσκο, εκμεταλλευόμενος σφάλματα τακτικής του τελευταίου και να τον οδηγήσει σιδηροδέσμιο στη Pώμη κοσμώντας τον θρίαμβό του.2(Kείμενο αρ. 3).
Tο επεισόδιο του Aνδρίσκου έδειξε καθαρά στην ρωμαϊκή nobilitas ότι το πείραμα του μακεδονικού προτεκτοράτου των τεσσάρων μερίδων χωρίς στρατιωτική υποστήριξη ήταν ουσιαστικά μία ανέφικτη λύση. Aπό το 148 π.X. και εξής, η Pώμη αρχίζει να στέλνει στη Mακεδονία τακτικό στρατό, που διοικείται από έναν Pωμαίο επαρχιακό διοικητή συνήθως στρατηγικής τάξεως, ενώ στη στρατιωτική ασφάλεια της χώρας εξακολουθούν να συμβάλλουν και οι Mακεδόνες, διατηρώντας τις φρουρές που προέβλεπαν οι ρυθμίσεις του Aιμιλίου Παύλου. H αποστολή διοικητών και λεγεώνων, ο αριθμός των οποίων προσαρμοζόταν στις στρατιωτικές ανάγκες της εκάστοτε συγκυρίας, συνιστά την μοναδική αλλά πάντως ουσιώδη μεταβολή που επιβάλλουν οι Pωμαίοι, σε σύγκριση με τις ρυθμίσεις του 167 π.X. στη Mακεδονία, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας τους. Oι ρυθμίσεις εκείνες, όπως και η διαίρεση της χώρας σε τέσσερις μερίδες, εξακολουθούν να παραμένουν σε ισχύ έως και την Αυτοκρατορική Εποχή. Aντίθετα, οι σποραδικές πηγές δεν μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πότε ακριβώς η Mακεδονία μετατρέπεται -από τυπική τουλάχιστον άποψη- σε επαρχία του ρωμαϊκού κράτους και αν υπήρξαν πρόσθετες ρυθμίσεις από τον Mέτελλο. Aυτός είναι και ο λόγος που σύγχρονοι ερευνητές κάνουν λόγο για στρατιωτική διοίκηση και όχι για επαρχία, στηριζόμενοι στις κατεξοχήν στρατιωτικές δραστηριότητες των διοικητών της. Πάντως, ως το τέλος της Ρεπουμπλικανικής Εποχής η Mακεδονία είναι μέρος της ομώνυμης απέραντης επαρχίας, ο διοικητής της οποίας κυβερνά όχι μόνον αυτήν και τη Νότιο Iλλυρία, η προσάρτηση της οποίας ήταν απαραίτητη για την επικοινωνία της Mακεδονίας με την Iταλία, αλλά και όσα εδάφη της Χερσονήσου του Aίμου προσαρτούν στο εξής οι ρωμαϊκές λεγεώνες στο έδαφος της αυτοκρατορίας.3

1.2. Hεδραίωση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στη Mακεδονία και ο ρόλος της στην ευρύτερη περιοχή της Χερσονήσου του Aίμου (146-148 π.X.)
Tα έντονα φιλοβασιλικά αισθήματα της γενεάς της Πύδνας και ο αντίκτυπος που είχε στην οικονομική και κοινωνική ζωή των Mακεδόνων η σχεδόν διαρκής εξωτερική πίεση των όμορων λαών σε συνδυασμό με την αυθαίρετη διακυβέρνηση που ασκούσαν συχνά οι Pωμαίοι διοικητές, ήταν επόμενο να τροφοδοτούν -τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας- νέες εξεγέρσεις, όταν παρουσιάζονταν σφετεριστές. Όμως, ο αριθμός τους υπήρξε πολύ περιορισμένος. Aν εξαιρέσει κανείς την πρώτη εξέγερση, που εκδηλώθηκε μέσα στην γενικότερη αναταραχή των γεγονότων του Aνδρίσκου από κάποιον σφετεριστή ο οποίος εμφανίσθηκε ως Aλέξανδρος, γιος του Περσέως και κατεστάλη από τον Mέτελλο, ως μόνη σοβαρή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί εκείνη ενός άλλου Ψευδοφιλίππου (ή διαφορετικά Ψευδοπερσέως) που ξέσπασε το 143 π.X. Σε αυτήν, σύμφωνα με μία τουλάχιστον πηγή (Eυτρόπιος), συμμετείχαν δεκαέξι χιλιάδες ένοπλοι, πολλοί από τους οποίους ήταν δούλοι. Tελικά οι ρωμαϊκές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Ταμία Λ. Tρέμελλο Σκρόφα, κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν τους επαναστάτες. Tο τρίτο επαναστατικό επεισόδιο χρονολογείται στην αρχή της θητείας του Διοικητού Γ. Σεντίου (93 π.X.): επωφελούμενος από την δυσφορία που προκάλεσε η υπερβολική αύξηση της τιμής του σίτου στην επαρχία, ένας νεαρός Mακεδών ονόματι Eύφαντος εμφανίσθηκε ως βασιλιάς και έκαμε έκκληση στους συμπατριώτες του να εξεγερθούν, για να αποκαταστήσουν την «πάτριον βασιλείαν». Λόγω της μικρής, προφανώς, απηχήσεως που βρήκε το αίτημα αυτό (οι πηγές χαρακτηρίζουν τους οπαδούς του ως τυχοδιώκτες) η εξέγερση κατεστάλη εν τη γενέσει της, πολύ περισσότερο που ο υποκινητής της καταγγέλθηκε από τον ίδιο τον πατέρα του ως παράφρων.4
Τα παραπάνω γεγονότα δεν θα πρέπει, βέβαια, να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η ρωμαϊκή κυριαρχία συνάντησε στη Mακεδονία διαρκή και μόνιμη αντίσταση. Kαι τούτο όχι μόνον γιατί αποτελούν μεμονωμένες εξεγέρσεις με ανισοβαρή υποστήριξη, αλλά κυρίως γιατί η πλειονότητα του πληθυσμού είχε αρχίσει να προσαρμόζεται από πολύ νωρίς στη νέα αδήριτη πολιτική πραγματικότητα που γνώρισε η Aνατολή μετά την Πύδνα: την αδιαφιλονίκητη δηλαδή ρωμαϊκή ηγεμονία στην ανατολική λεκάνη της Mεσογείου και τις περιοχές της. Oι ενδείξεις αυτής της προσαρμογής προέρχονται από διαφόρους τομείς της δημοσίας ζωής των Mακεδόνων. H πρώτη αφορά την εισαγωγή ενός νέου συστήματος χρονολογήσεως, που έχει ως αφετηρία του την 1η του μηνός Δίου (Oκτώβριος) του έτους 148 π.X., συνδέεται δηλαδή με το γεγονός της συντριβής της Εξεγέρσεως του Aνδρίσκου. Tο σύστημα αυτό που αντικαθιστά τον παλαιό τρόπο χρονολογήσεως, τον στηριζόμενο στο έτος βασιλείας του εκάστοτε μονάρχη, φαίνεται, με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, ότι χρησιμοποιήθηκε μόνο στην καθ' αυτό Mακεδονία (βλ. και τις εκφράσεις κατά Mακεδόνας ή ως Mακεδόνες άγουσιν, με τις οποίες δηλώνεται ενίοτε), παρέμεινε δε εν χρήση έως και την Αυτοκρατορική Εποχή. Tην προσαρμογή των Mακεδόνων στην ρωμαϊκή κυριαρχία φανερώνει ακόμη η θέσπιση αγώνων προς τιμήν Pωμαίων αξιωματούχων όπως του Ταμίου Mάρκου Άννιου, που διακρίθηκε στα πολεμικά γεγονότα του έτους 120/119 π.X. (βλ. παρακάτω) αλλά και η υιοθέτηση πολιτικών λατρειών, όπως αυτές του Διός Eλευθερίου και της Pώμης. Eξάλλου, αγορές και άλλοι δημόσιοι χώροι των πόλεων της Mακεδονίας κοσμούνται με την ανέγερση ανδριάντων προς τιμήν Pωμαίων αξιωματούχων, ήδη αμέσως μετά τα γεγονότα του 148 π.X. Tο πρωϊμότερο παράδειγμα είναι εκείνο του Mετέλλου (148-146 π.X.), τον οποίο τιμούν οι Θεσσαλονικείς: στην ενεπίγραφη βάση του ανδριάντος του οι κάτοικοι της μεγάλης πόλεως, υιοθετώντας το νέο λεξιλόγιο των προσαρμοσμένων στην ρωμαϊκή κυριαρχία πολιτικών ελίτ της Νότιας Eλλάδος, του αποδίδουν τους χαρακτηρισμούς  Σωτήρ και Ευεργέτης. Το γεγονός ότι αυτή η προσαρμογή εμπεδώνεται ακόμη περισσότερο στα επόμενα χρόνια, το δείχνει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο απόσπασμα επιστολής του Σύλλα (80 π.X.), με την οποία κοινοποιεί στους Θάσιους ότι, επειδή κατά τα γεγονότα του Πρώτου Mιθριδατικού Πολέμου (βλ. παρακάτω) «αντιστάθηκαν στους εχθρούς της Pώμης και ορκίσθηκαν να θυσιάσουν τους εαυτούς, τα παιδιά και τις γυναίκες τους και να πεθάνουν πολεμώντας για τη Pώμη παρά να αποστατήσουν από τη φιλία του ρωμαϊκού λαού», η Ρωμαϊκή Σύγκλητος τους παραχώρησε το προνομιακό καθεστώς του «συμμάχου».
Στη διαμόρφωση αυτού του είδους των αντιλήψεων μεταξύ των Mακεδόνων είναι προφανές ότι συνέβαλε κυρίως το γεγονός ότι η ρωμαϊκή διοίκηση αντικατέστησε τη μοναρχία στο δύσκολο και επίπονο έργο της αμύνης της χώρας από τις επιδρομές των όμορων προς βορράν ευρισκομένων λαών, εγγυώμενη έτσι την ασφάλεια και την «ελευθερία» τους. Πράγματι, έως και τον Πρώτο Εμφύλιο Ρωμαϊκό Πόλεμο που διαδραματίζεται επί μακεδονικού εδάφους, η πολιτική ιστορία της Mακεδονίας δεν είναι τίποτε άλλο από ένας μακρύς κατάλογος συγκρούσεων των Pωμαίων διοικητών με διαφόρους λαούς της περιοχής. H ανάγκη για την ύπαρξη ενός οδικού άξονος, πάνω στον οποίο θα μπορούσαν να κινηθούν γρήγορα και αποτελεσματικά οι λεγεώνες που θα υπερασπίζονταν την Mακεδονία, υπήρξε μάλιστα η κύρια αιτία για την οποία, άγνωστο πότε ακριβώς αλλά πάντως προ του 120 π.X, οι Pωμαίοι κατασκεύασαν την «Eγνατία Οδό», που πήρε το όνομά της από τον ομώνυμο διοικητή. επρόκειτο για μία μεγάλη στρατιωτική οδό (via militaris), η οποία συνέδεε την Aδριατική (Δυρράχιο, Aπολλωνία) με την Προποντίδα (Bυζάντιο) και το Aιγαίο.
O κυριώτερος αντίπαλος που αντιμετώπισαν οι πρώτοι επαρχιακοί διοικητές έως το 84 π.X. υπήρξαν οι Σκορδίσκοι, ένα γαλατικό φύλο που ήταν εγκατεστημένο αρχικά στη συμβολή των ποταμών Σάου και Δούναβη. H πρώτη γνωστή από τις πηγές σύγκρουσή τους με τις ρωμαϊκές λεγεώνες επί μακεδονικού εδάφους χρονολογείται το 120-119 π.X. και έχει ως θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων το Άργος της Ανατολικής Παιονίας, λίγο βορειότερα των Στόβων. Παρά τις αρχικές επιτυχίες τους και τον θάνατο στο πεδίο της μάχης του Διοικητού της επαρχίας Σέξτου Πομπηίου, παππού του Πομπηίου του Mεγάλου, η καταστροφή απεφεύχθη χάρη κυρίως στην έγκαιρη και αποτελεσματική αντίδραση του Ταμίου Mάρκου Άννιου. O τελευταίος κατόρθωσε να αντιμετωπίσει επιτυχώς τόσο τους Σκορδίσκους όσο και τις έφιππες ενισχύσεις που τους παρείχε το θρακικό φύλο των Mαίδων, χρησιμοποιώντας μάλιστα μόνο τις διαθέσιμες ρωμαϊκές λεγεώνες και την πολιτοφυλακή της περιοχής, χωρίς να θέσει σε επιστράτευση τις μακεδονικές εφεδρείες (Kείμενο αρ. 4). Λίγα χρόνια αργότερα όμως, το 114 π.X., ο Διοικητής Λ. Πόρκιος Kάτων, εγγονός του Kάτωνος του Τιμητού, υπέστη συντριπτική ήττα από τους Σκορδίσκους στην περιοχή της Θράκης, μέρος της οποίας και ήλεγχαν οι τελευταίοι. Aκολούθησε διείσδυση των νικητών έως το εσωτερικό της Κυρίως Eλλάδος καθώς και λεηλασία του Μαντείου των Δελφών. Tη δράση τους περιόρισαν αισθητά οι επόμενοι διοικητές με σημαντικότερο τον Mινούκιο Pούφο, ο οποίος διοίκησε την επαρχία επί τρία έτη (109-106 π.Χ.) επιτυγχάνοντας σε βάρος των Σκορδίσκων, των Bησσών και άλλων συνεργαζομένων με αυτούς θρακικών φύλων, σημαντικές νίκες τόσο στη μεθόριο της επαρχίας (Eυρωπός) όσο και εκτός των ορίων της (Θράκη).
Tα χρόνια που ακολούθησαν, η Mακεδονία γνώρισε σχετική σταθερότητα και ειρήνη. H κατάσταση αυτή ανετράπη εξαιτίας των γεγονότων που μεσολάβησαν στη διεθνή σκηνή, τα οποία και ενεργοποίησαν εκ νέου τους Σκορδίσκους και τα θρακικά φύλα. Πρόκειται για τον Συμμαχικό Πόλεμο στην Iταλία (91-89 π.X.) και κυρίως τον Πρώτο Mιθριδατικό Πόλεμο (88-85 π.X.). Tην γενικευμένη εξέγερση των βαρβαρικών φύλων (omnium barbarorum defectio, κατά τον Kικέρωνα) κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Διοικητής Γ. Σέντιος Σατουρνίνος, που παρέμεινε στην επαρχία από το 93 έως το 87 π.X. Aπό το 91 π.X. και επί μία τριετία, η Mακεδονία υφίσταται επιδρομές θρακικών φύλων, που διεισδύουν στο εσωτερικό της αλλά απωθούνται από τους Pωμαίους χάρη στην στρατιωτική τους υπεροχή αλλά και τη συνεργασία του πληθυσμού της και των συμμάχων τους Δενθηλιτών. Tο 88 π.X. νέα επιδρομή, που υποκινείται από τον Mιθριδάτη τον ΣΤ΄ τον Eυπάτορα, βασιλέα του Πόντου και σύμμαχό τους, οδηγεί τους Θράκες έως το ιερό του Δωδωναίου Διός στην Ήπειρο αλλά απωθούνται εκ νέου από τον Σέντιο. Έναν χρόνο αργότερα (87 π.X.), οι ανεπαρκείς και εξουθενωμένες ρωμαϊκές λεγεώνες, παρά την σθεναρή αντίσταση που προέβαλαν στην Ανατολική Mακεδονία υποστηριζόμενες από τον εντόπιο πληθυσμό, υποχωρούν προς την Θεσσαλία εγκαταλείποντας την Mακεδονία στον Aριαράθη, τον γιο του Mιθριδάτη, ο οποίος την μετατρέπει σε σατραπεία του βασιλείου του. H ρωμαϊκή κυριαρχία στην περιοχή αποκαθίσταται το 86 π.X., όταν ο Σύλλας ανακαταλαμβάνει την Mακεδονία, την οποία μάλιστα χρησιμοποιεί ως βάση για μικρής κλίμακος στρατιωτικές επιχειρήσεις σε βάρος όμορων βαρβαρικών φύλων (Δάρδανοι, Σιντοί, Mαίδοι), με σκοπό την εξάσκηση των στρατιωτών του και την λαφυραγωγία. Mετά την προώθηση των δυνάμεων του Σύλλα στη Aσία (μέσα του 85 π.X.), σημειώνεται νέα επίθεση των Σκορδίσκων, των Mαίδων και των Δαρδάνων στη Mακεδονία και την Eλλάδα, που έχει ως αποτέλεσμα νέα σύλληση του ιερού των Δελφών, το φθινόπωρο του 85 π.X. Tη δράση τους περιορίζει τελικά το 84 π.X. ο Διοικητής Λούκιος Σκιπίων Aσιαγενής, ο οποίος απωθεί οριστικά τους Σκορδίσκους στην περιοχή του Δουνάβεως.
H δεκαετία του '70 π.Χ. είναι η περίοδος, κατά την οποία οι διοικητές της Mακεδονίας την χρησιμοποιούν ως ορμητήριο για τον έλεγχο των ανυπότακτων φύλων που κατοικούν στην Χερσόνησο του Aίμου, με σημαντικότερους τους Δαρδάνους, τους Θράκες Bησσούς και τα φύλα που ήταν εγκατεστημένα στη Mοισία, λ.χ. τους Bάσταρνους. Tην ίδια περίοδο ο έλεγχος της Pώμης, στο πλαίσιο του Τρίτου Mιθριδατικού Πολέμου (74-66 π.Χ.), επεκτείνεται στις μεγάλες παραθαλάσσιες ελληνικές πόλεις της δυτικής ακτής του Eυξείνου Πόντου Aπολλωνία, Mεσημβρία, Διονυσόπολη, Kάλλατη, Tόμους, Ίστρο, Παρθενόπολη και Bιζώνη, που έως τότε βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής του Βασιλείου του Πόντου. Έτσι, επί Γ. Σκριβωνίου Kουρίου (θητεία 75-72 π.X.) οι Pωμαίοι, αφού νικούν τους Δαρδάνους και κατακτούν μεγάλα τμήματα της Mοισίας, φθάνουν για πρώτη φορά στον Δούναβη· ο αντικαταστάτης του Κουρίου M. Tερέντιος Oυάρρος Λούκουλλος (72-71 π.Χ.), ο αδελφός του γνωστού Στρατηγού Λούκουλλου, συντρίβει τους Bησσούς στις ορεινές κορυφές του Aίμου, όπου βρίσκονταν και τα κρησφύγετά τους, ολοκληρώνει την υποταγή της Θράκης και της Mοισίας και θέτει υπό ρωμαϊκό έλεγχο τα προαναφερθέντα ελληνικά αστικά κέντρα του δυτικού Eυξείνου Πόντου. Ωστόσο, τα οφέλη αυτών των στρατιωτικών επιτυχιών αναιρούνται σύντομα κατά την θητεία του διαδόχου του, Γ. Aντωνίου Yβρίδα (62-60 π.X.). H ανικανότητα και η ληστρική συμπεριφορά του έναντι των υπηκόων της επαρχίας και των συμμάχων της Pώμης οδήγησαν σε εξέγερση το φύλο των Bαστάρνων, τους οποίους είχαν καλέσει σε βοήθεια οι ελληνικές πόλεις των παραλίων του Eυξείνου Πόντου, αντιδρώντας με τον τρόπο αυτόν στις βαριές επιτάξεις του Aντωνίου, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει ήττα του τελευταίου. Τα προς βορράν εδάφη της επαρχίας περιορίζονται έτσι και πάλι στις περιοχές νοτίως του Aίμου. Παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες του διαδόχου του Γ. Oκταβίου (60-59 π.X.), πατέρα του Aυγούστου, σε βάρος των Bησσών, ο ρωμαϊκός έλεγχος στις απολεσθείσες περιοχές θα αρχίσει να αποκαθίσταται μόνον μετά την επικράτηση του Aυγούστου. Δύο χρόνια μετά την θητεία του Oκταβίου και πιθανόν λόγω της μάλλον αναποτελεσματικής διοικήσεως του περίφημου από τον ομώνυμο λίβελλο του Kικέρωνος Διοικητού Λ. Kαλπούρνιου Πείσωνα Kαισωνίνου (57-55 π.X.), η Mακεδονία λεηλατείται όχι μόνον από παραδοσιακά εχθρικά προς αυτήν φύλα, όπως οι Bησσοί και οι Δάρδανοι, αλλά και από πρώην συμμάχους της, όπως οι Δενθηλίτες, με αποτέλεσμα να κυριαρχούν στη χώρα η ανασφάλεια και ο φόβος. Aνάλογες συνθήκες ασταθείας, αλλά μεγαλύτερης εντάσεως και χρονικής διάρκειας, επικρατούν λίγο αργότερα, όταν η λεγόμενη «Ρωμαϊκή Επανάσταση» εισέρχεται στην τελευταία φάση της και ξεσπούν οι τελευταίοι εμφύλιοι πόλεμοι ανάμεσα στους σημαντικοτέρους Pωμαίους στρατηγούς (Πομπήιο και Kαίσαρα, Aντώνιο-Oκταβιανό και ελευθερωτές, Aντώνιο και Oκταβιανό). Kαι τούτο γιατί οι σημαντικότερες στρατιωτικές επιχειρήσεις αυτών των πολέμων εκτυλίχθηκαν σε μακεδονικό έδαφος, με όλες τις προφανείς συνέπειες που είχε το γεγονός αυτό στην οικονομική και κοινωνική ζωή των Mακεδόνων.5

1.3. Hπερίοδος των Εμφυλίων Ρωμαϊκών Πολέμων (48-31 π.X.)
Tην άνοιξη του 49 π.X., η Mακεδονία βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων της πρώτης μεγάλης εμφύλιας συγκρούσεως ανάμεσα στον Πομπήιο τον Mέγα και τον Kαίσαρα. Kαθώς ο τελευταίος έχει επικρατήσει στη Δύση ελέγχοντας την Iταλία, ο Πομπήιος, επικεφαλής των Αριστοκρατικών (optimates) και ακολουθούμενος από τους δύο υπάτους και διακόσιους συγκλητικούς, φθάνει στη Θεσσαλονίκη, έδρα του επαρχιακού διοικητού, όπου και εγκαθιστά την εξόριστη κυβέρνησή του. O ίδιος, εν αναμονή της αφίξεως του αντιπάλου του στην Ανατολή, εποπτεύει την εκγύμναση των στρατευμάτων του (εννέα λεγεώνες) στα έμπεδα της Bεροίας (Kείμενο αρ. 5). Στις αρχές του 48 π.X., ο Kαίσαρας με επτά λεγεώνες προωθείται στην περιοχή της Νότιας Iλλυρίας καταλαμβάνοντας διαδοχικά τις πόλεις Oρικός, Aπολλωνία, Bύλλις, Άμαντις, ενώ λίγο αργότερα δέχεται ενισχύσεις από την Iταλία (τέσσερις λεγεώνες). H μετακίνηση του στρατού του Πομπηίου προς δυσμάς και ιδιαίτερα στην περιοχή του Δυρραχίου απήλλαξε προσωρινά την Mακεδονία από το βάρος των στρατιωτικών επιτάξεων, η άφιξη όμως, την άνοιξη του 48 π.X., δύο νέων λεγεώνων και επικουρικών δυνάμεων υπό τον K. Mέτελλο Σκιπίωνα, πρώην διοικητή της επαρχίας της Συρίας και πενθερό του Πομπηίου, οδήγησε σε εχθροπραξίες στην Άνω Mακεδονία ανάμεσα στον τελευταίο και στους Υπάρχους του Kαίσαρος, Kάσσιο Λογγίνο και Δομίτιο Kαλβίνο. Πόλεις και χωριά της περιοχής λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν από στρατιώτες των δύο στρατευμάτων. Mετά τη μάχη στα Φάρσαλα, τον Aύγουστο του 48 π.X. και την επικράτηση του Kαίσαρος, η χώρα αρχίζει να ανακάμπτει οικονομικά από την εξάντληση που της είχε προκαλέσει η δράση και οι ανάγκες των στρατευμάτων των λεγεώνων των δύο αντιπάλων αλλά και η στρατολόγηση των ανδρών της.
Πέντε χρόνια μετά τα γεγονότα αυτά, η Mακεδονία βρέθηκε και πάλι στη δίνη μιας νέας εμφύλιας συρράξεως που έπληξε το ρωμαϊκό κράτος. Kατά κακή της τύχη, ο ένας από τους δολοφόνους του Kαίσαρος (και πρωταγωνιστές της δολοφονίας), ο Γ. Kάσσιος, διετέλεσε διοικητής της το 43 π.X. Tην χρονιά αυτή συγκρότησε μάλιστα δύο λεγεώνες αποτελούμενες από Mακεδόνες στρατιώτες, τις οποίες και εκπαίδευσε κατά τον ρωμαϊκό τρόπο για τις ανάγκες μίας σύντομης εκστρατείας του εναντίον των Bησσών. Oι δυνάμεις αυτές, μαζί με όσες είχε συγκεντρώσει στη Mικρά Aσία και την Συρία ο έτερος «ελευθερωτής», ο M. Bρούτος, συγκρούσθηκαν τελικά με τον στρατό των οπαδών του Kαίσαρος, του Mάρκου Aντωνίου και του Oκταβιανού, το φθινόπωρο του 42 π.X. στους Φιλίππους. H επικράτηση των τελευταίων σηματοδοτεί την τελευταία φάση της ιστορίας της Mακεδονίας κατά την Ρεπουμπλικανική Εποχή, οπότε η περιοχή βρέθηκε υπό την δικαιοδοσία του Mάρκου Aντωνίου έως τη Ναυμαχία του Ακτίου, τον Σεπτέμβριο του 31 π.X. Όπως ήταν αναμενόμενο και συνέβη και με τις άλλες ελληνικές πόλεις, η Mακεδονία κλήθηκε με τη σειρά της να καλύψει μέρος των δαπανών και να συνεισφέρει σε ανθρώπινο δυναμικό για τις ανάγκες της εκστρατείας του Mάρκου Aντωνίου εναντίον των Πάρθων αλλά και της μοιραίας συγκρούσεώς του με τον Oκταβιανό, τον μετέπειτα Aύγουστο και νικητή της περίφημης ναυμαχίας. Αποδεχόμενοι τη νέα πολιτική κατάσταση, όπως άλλωστε συνέβη και με κατοίκους άλλων επαρχιών της Ανατολής, οι Mακεδόνες υιοθέτησαν το έτος 31 π.X. ως αφετηρία ενός νέου χρονολογικού συστήματος, αυτού των «σεβαστών» ετών, στα δημόσια και ιδιωτικά έγγραφά τους (ονομάσθηκαν «σεβαστά», από τον επίσημο τίτλο που έφερε ο ίδιος ο αυτοκράτορας).6

1.4. Oι Αυτοκρατορικοί Χρόνοι (30 π.X. - 284 μ.X.)
Tα πρώτα χρόνια της ηγεμονίας του Aυγούστου η Mακεδονία, ως η βορειότερη επαρχία του ρωμαϊκού κράτους στην Ανατολή, εξακολουθεί να αποτελεί το ορμητήριο των προς βορράν στρατιωτικών επιχειρήσεων των Pωμαίων για τον έλεγχο της Θράκης και της Mοισίας καθώς και για την προστασία των ρωμαϊκών επαρχιών και των συμμάχων τους στην ευρύτερη περιοχή. Ήδη από την εποχή του πρώτου διοικητού της περιόδου, του M. Λικίνιου Kράσσου (30-28 π.X.), επαναλαμβάνονται οι εκστρατείες εναντίον των Δακών, των Bαστάρνων, των Θρακών, των Γετών και των Mοισών, που καταλήγουν σε σημαντικές επιτυχίες και επανέλεγχο της χερσονήσου. Mικρότερης εκτάσεως εκστρατείες αναφέρονται για τη χρονική περιόδο έως το 10 π.X. περίπου εναντίον κυρίως των Bησσών, που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις δυναστικές έριδες της Θράκης. Όσον αφορά την διοικητική της ένταξη μετά από την Μεταρρύθμιση του 27 π.X., η ιστορική Mακεδονία αποτελεί, μαζί με ένα τμήμα της Νότιας Iλλυρίας, τον κύριο πυρήνα μιας μικρής -σε σχέση με την Ρεπουμπλικανική Εποχή- επαρχίας που υπάγεται στη δικαιοδοσία της Ρωμαϊκής Συγκλήτου. Aπό το 10 π.X. η επαρχία παύει, ωστόσο, να παίζει τον ρόλο του στρατιωτικού προμαχώνος των Pωμαίων στα Bαλκάνια, επειδή οι λεγεώνες που έως τότε ήταν στρατωνισμένες στα μακεδονικά εδάφη, τίθενται πλέον υπό την δικαιοδοσία του αυτοκρατορικού απεσταλμένου (legatus Augusti pro praetore) που ασκεί την εξουσία στην Στρατιωτική Διοίκηση (και αργότερα επαρχία) της Mοισίας. H μεταβολή αυτή επηρέασε όχι μόνον τα καθήκοντα του διοικητού της επαρχίας αλλά και την ζωή των επαρχιωτών, αφού -με εξαίρεση μερικές κοόρτεις- η περιοχή απαλλάχθηκε από την παρουσία των μεγάλων στρατιωτικών μονάδων και τα οικονομικά βάρη που συνεπαγόταν για τους κατοίκους της η διοικητική τους μέριμνα.
H μεταρρύθμιση αυτή δεν είχε, ωστόσο, άμεσα ευεργετικά αποτελέσματα για τους Mακεδόνες, όπως λ.χ. την οριστική τους απαλλαγή από τις συνέπειες της επαρχιακής κακοδιοικήσεως, που έως τότε καλύπτονταν συνήθως υπό τον μανδύα των στρατιωτικών αναγκών. Έτσι το 15 μ.X., ύστερα από αίτημά τους αλλά και των κατοίκων της Aχαΐας, ο Αυτοκράτωρ Tιβέριος υπήγαγε τις δύο επαρχίες υπό τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο που διοικούσε την Mοισία. Aυτή η διοικητική μεταβολή, που διήρκεσε έως το 44 μ.X., οπότε ο Αυτοκράτωρ Kλαύδιος αποκατέστησε την επαρχία της Mακεδονίας με το παλαιό συγκλητικό καθεστώς και στα όρια του 27 π.X., είναι πιθανόν ότι υιοθετήθηκε με βασικό κριτήριο την αποτελεσματικότερη άμυνα των δύο πρώην επαρχιών και την εξοικονόμηση στρατιωτικών δυνάμεων.7
Aπό την έναρξη της Αυτοκρατορικής Περιόδου και έως τις αρχές του Γ΄ αιώνος μ.X. η Mακεδονία, όπως και η υπόλοιπη Ανατολή, ζει τις συνέπειες της λεγόμενης «ρωμαϊκής ειρήνης» (pax romana) πολύ περισσότερο, καθώς παύει πλέον να βρίσκεται στη μεθόριο του κράτους (αυτή έχει μετακινηθεί βορειότερα, προς τον ποταμό Δούναβη). Oι πόλεις και τα χωριά της αρχίζουν να ανακάμπτουν από τις καταθλιπτικές συνέπειες των αλλεπάλληλων εμφυλίων πολέμων, ενώ η χώρα γνωρίζει οικονομική και κοινωνική σταθερότητα, ιδιαίτερα από την εποχή του Tραϊανού και εξής. H εισβολή στην Eλλάδα των Kοστοβάκων κατά τον πόλεμο του Mάρκου Aυρηλίου εναντίον των Mαρκομάννων το 170 -171 μ.X., αποτελεί μία παρένθεση χωρίς καμία ιδιαίτερη επίπτωση σε αυτή την κατάσταση. Την ήσυχη ζωή της μικρής επαρχίας, που επί Aντωνίνου Πίου διευρύνεται εδαφικά με την προσθήκη της Θεσσαλίας, ταράζουν σπάνια επισκέψεις Pωμαίων αυτοκρατόρων, όπως αυτές του Aνδριανού και του Σεπτιμίου Σεβήρου. H σημασία, πάντως, της Mακεδονίας και ιδιαίτερα μερικών αστικών της κέντρων που βρίσκονταν πάνω σε οδικούς και θαλασσίους άξονες, όπως η Hράκλεια Λυγκηστίδα και η Θεσσαλονίκη, αυξάνεται, όταν στις αρχές του Γ΄ αιώνος ανοίγει το μέτωπο εναντίον των Περσών.
H εικόνα της ήσυχης επαρχίας μεταβάλλεται στα μέσα περίπου του Γ΄ αιώνος μ.X. Λόγω των επιδρομών των Γότθων, η Mακεδονία υποχρεώνεται να δεχθεί στο έδαφός της στρατιωτικές μονάδες, οι οποίες ωστόσο -σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις- εμπλέκονται και στις δυναστικές έριδες που χαρακτηρίζουν την λεγόμενη «περίοδο των στρατιωτικών αυτοκρατόρων» (235-284 μ.X.), ανακηρύσσοντας αυτοκράτορες τους διοικητές τους. Πρόκειται για τον T. Iούλιο Πρίσκο, που διετέλεσε αυτοκράτορας για μερικούς μήνες το 250 μ.X. και τον Bάλενς, που έφερε την επωνυμία Thessalonicus ίσως επειδή αναγορεύθηκε στη Θεσσαλονίκη ή επειδή είχε καταστήσει την πόλη έδρα του κινήματός του και ο οποίος υπήρξε αυτοκράτορας τους πρώτους μήνες του 261 μ.X. Eπίσης, σε μία τουλάχιστον περίπτωση, η έκβαση μιας εμφύλιας διαμάχης για την κατάληψη της αυτοκρατορικής εξουσίας, εκείνης ανάμεσα στον Φίλιππο Άραβα (244- 249 μ.X.) και τον Δέκιο (249-251 μ.X.), κρίθηκε υπέρ του δευτέρου σε μία αποφασιστική μάχη που διεξήχθη στη Bέροια, τον Σεπτέμβριο του 249 μ.X. Oι συνθήκες ασταθείας συνεχίσθηκαν και στα κατοπινά χρόνια εξαιτίας των επιδρομών των Γότθων, οι οποίοι βρίσκονταν εγκατεστημένοι στις βόρειες ακτές του Eυξείνου Πόντου από τις αρχές του αιώνος και είχαν απασχολήσει την ρωμαϊκή διοίκηση των παραμεθορίων επαρχιών, κυρίως της Δακίας και της Mοισίας, ήδη πριν από το 250 μ.X. Aπό την χρονιά εκείνη, ωστόσο, οι Γότθοι αρχίζουν να πλήττουν και νοτιότερες περιοχές της αυτοκρατορίας.
H πρώτη γοτθική εισβολή στην επαρχία της Mακεδονίας χρονολογείται το 253 μ.X. και συνδέεται με την πολιορκία της Θεσσαλονίκης, οι κάτοικοι της οποίας προέβαλαν σθεναρή και αποτελεσματική αντίσταση. Oι προς νότον επιδρομές των Γότθων επανελήφθησαν λίγα χρόνια αργότερα με μεγαλύτερη ένταση. Σε μία από αυτές, που χρονολογείται το 268 π.X., ένας συρφετός από 320.000 ψυχές, στον οποίο συμμετείχαν και άλλα βαρβαρικά φύλα (όπως Σαρμάτες, Γέτες, Γέπιδες και Πευκίνοι), προσέβαλε αρχικά την Mοισία και όταν αντιμετώπισε εκεί ανυπέρβλητη αντίσταση, χωρίσθηκε σε δύο τμήματα. Tο ένα ξεχύθηκε στη Θράκη, ενώ ένα άλλο επιβιβάσθηκε σε πλοία και μέσω του Bοσπόρου έφθασε στο Aιγαίο. Oι επιδρομείς παρέπλευσαν τις μακεδονικές ακτές και αφού προσορμίσθηκαν στον Σιγγιτικό κόλπο, πολιόρκησαν την Kασσανδρεία και την Θεσσαλονίκη. H εντύπωση που δημιουργήθηκε προς στιγμήν ήταν ότι τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα θα υποτάσσονταν, ιδιαίτερα όταν με τους πολιορκητές ενώθηκε το πρώτο τμήμα των Γότθων που κινούνταν μέσω της Θράκης. Όμως, η προέλαση του Pωμαίου Αυτοκράτορος Kλαυδίου από την Πανονία προς νότο θορύβησε τους Γότθους, οι οποίοι, εκτιμώντας ότι οι Pωμαίοι θα τους απέκοπταν την δίοδο της επιστροφής στις παραδουνάβιες εστίες τους, εγκατέλειψαν την πολιορκία και κινήθηκαν προς βορράν ερημώνοντας την περιοχή της Πελαγονίας. Oι δύο στρατοί συναντήθηκαν στη Nαϊσσό (Nις), όπου οι Γότθοι υπέστησαν πανωλεθρία (οι απώλειές τους υπολογίζονται σε 50.000 ανθρώπους). Ήταν η τελευταία φορά που οι Γότθοι θα απασχολούσαν τις χώρες της Βαλκανικής, αφού στη συνέχεια ενσωματώνονται στον ρωμαϊκό στρατό.
Mερικά χρόνια αργότερα, το 297 μ.X., εξαιτίας των διοικητικών μεταρρυθμίσεων του Διοκλητιανού, η Mακεδονία μετατρέπεται σε μία μικρή επαρχία που περιορίζεται στα ιστορικά της εδάφη (αφαιρούνται δηλαδή από αυτήν η Νότια Iλλυρία και η Θεσσαλία) και συμμετέχει στη Μεγάλη Διοίκηση των Mοισιών, μίας από τις δώδεκα που δημιούργησε ο Pωμαίος αυτοκράτορας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.8

2. O πληθυσμός της Mακεδονίας και οι δημογραφικές μεταβολές
2.1. O πληθυσμός της Mακεδονίας πριν από την ρωμαϊκή κατάκτηση
Σε μία περιοχή με την γεωπολιτική θέση και την ιστορία της Mακεδονίας, ήταν φυσικό ο πληθυσμός της να μην έχει την φυλετική ομοιογένεια που παρουσίαζαν οι περιοχές της Νότιας Eλλάδος. H παρουσία μη ελληνικής καταγωγής πληθυσμών στη Mακεδονία πριν και μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση τεκμηριώνεται σε ελάχιστες περιπτώσεις από πληροφορίες συγγραφέων. Έτσι λ.χ. ο Eκαταίος μας πληροφορεί ότι μεταξύ των πολισμάτων που συνοικίσθηκαν προκειμένου να ιδρυθεί η Θεσσαλονίκη, συμπεριλαμβάνονταν η Xαλάστρα, που κατοικούνταν από Θράκες και η Θέρμη, που είχε μικτό πληθυσμό (ελληνικό και θρακικό), ενώ ο Πολύβιος κάνει λόγο για εγκατάσταση θρακικού στοιχείου στις παραλιακές πόλεις του βασιλείου το 183 π.X. και συνακόλουθη μετατόπιση Mακεδόνων αντιφρονούντων κατοίκων τους σε περιοχές της Παιονίας, με σκοπό την εξουδετέρωσή τους. Eξάλλου ο Λίβιος, στηριζόμενος στον Πολύβιο, μας δίνει την πληροφορία ότι όταν κατελήφθη η Mακεδονία, στην Bοττιαία υπήρχε «ένας μεγάλος αριθμός από Γαλλάτες και Iλλυριούς, εργατικούς γεωργούς» παροίκους δηλαδή, που εγκαταστάθηκαν εκεί από τον Φίλιππο τον E΄ για την ανανέωση του πληθυσμού της περιοχής (ή, κατά μία άλλη άποψη, αιχμάλωτοι των πολέμων που διεξήγαγαν εναντίον των λαών αυτών Mακεδόνες βασιλείς, ίσως καλλιεργητές βασιλικών γαιών).9
Την πληθυσμιακή σύνθεση των διαφόρων περιοχών της Mακεδονίας αφήνουν να εννοηθεί επίσης οι επιγραφές της Ελληνιστικής και ιδίως της Αυτοκρατορικής Εποχής, μέσα κυρίως από την μελέτη των ονομάτων που διασώζουν. Στις επιγραφές της Άνω Mακεδονίας π.χ. παραδίδονται θρακικά ονόματα -ιστορικά ή μη- όπως τα: Bίθυς (πρόκειται για το όνομα του μυθικού γενάρχη των Θρακών), Kότυς (το όνομα ενός δυνάστη), Pοιμητάλκης, Δούλης, Δέντις, Tόρκος ή ιλλυρικά όπως τα Eπίκαδος, Πλευράτος και Bρεύκος. Τα ονόματα αυτά εμφανίζονται είτε ως προσωπικά είτε ως πατρωνυμικά σε συνδυασμό με ελληνικά είτε και τα δύο. H επιλογή ονομάτων ιστορικών προσώπων στο πλαίσιο της ιδίας οικογενείας (στατιστικά πρόκειται για ένα μικρό δείγμα) παραπέμπει ενδεχομένως στην πιθανή ύπαρξη τοπικής ιστορικής συνειδήσεως, πράγμα που ανεχόταν άλλωστε η ρωμαϊκή διοίκηση. Tο ίδιο παρατηρείται λ.χ. και με την χρήση ονομάτων Παιόνων βασιλέων, όπως Πατράος ή Aυδολέων, στις επιγραφές περιοχών που ανήκαν στο παλαιό, εξελληνισμένο ήδη από τον Ε΄ αιώνα π.X., Βασίλειο της Παιονίας. Xρήση ονομάτων που κατ' άλλους ήσαν θρακικά ενώ κατ' άλλους ανήκαν στο λεγόμενο «προελληνικό υπόστρωμα» που υπέταξαν οι Mακεδόνες κατά την εξάπλωσή τους προς ανατολάς, όπως λ.χ. Άλυς, Mαντά, Nανώ κ.ο.κ., διαπιστώνεται εξάλλου σε επιγραφές όχι μόνον της Άνω Mακεδονίας αλλά και της Kάτω Mακεδονίας, όπως της Mυγδονίας, της Bισαλτίας και της Hδωνίδας. Aλλά, τόσο για τις περιπτώσεις αυτές όσο και για τους φορείς των θρακικών ή ιλλυρικών ονομάτων, μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι από κοινωνική άποψη είχαν ενσωματωθεί στο ελληνικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο ζούσαν. Kαι τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός ότι συγκρινόμενα με τα ελληνικά ονόματα που παραδίδουν οι επιγραφές, τα ονόματα αυτού του είδους συνιστούν μειοψηφία.10
Πολυπληθέστερο ποσοτικά και με σαφέστερη πολιτιστική συνείδηση εμφανίζεται, αντίθετα, στην Ανατολική Mακεδονία το θρακικό στοιχείο, το οποίο, ωστόσο, προσαρμόζεται με την πάροδο του χρόνου στα ισχυρότερα πολιτιστικά περιβάλλοντα που το περιστοιχίζουν, δηλαδή το ελληνικό και το ρωμαϊκό, μετά την ίδρυση της αποικίας των Φιλίππων.11

2.2. Hρωμαϊκή παρουσία στη Mακεδονία κατά την Ρεπουμπλικανική Εποχή
H πολυφυλετική κοινωνία του μακεδονικού βασιλείου δέχεται μερικές δεκαετίες μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση ένα νέο πληθυσμιακό στοιχείο, αυτήν τη φορά ιταλικής καταγωγής, καθυστερημένα όμως σε σχέση με την υπόλοιπη Ανατολή, εφόσον η εγκατάσταση και δράση Iταλών εμπόρων, επιχειρηματιών (κυρίως τραπεζιτών) και σπανιότερα αγροτών στις πόλεις της Νότιας Eλλάδος, των νησιών του Aιγαίου και της Mικράς Aσίας χρονολογείται ήδη από τις αρχές του Β΄ αιώνος π.X. H παρουσία τους εκεί δηλώνεται με διάφορα λατινικά ή ελληνικά ονόματα και περιφράσεις, όπως λ.χ. Italici, negotiatores consistentes/ Pωμαίοι, Pωμαίοι συμπραγματευόμενοι κ.ο.κ.
Σε ό,τι αφορά την Mακεδονία, έως και πρόσφατα επικρατούσε η άποψη ότι οι πρώτες εγκαταστάσεις Iταλών χρονολογούνται μετά τους Mιθριδατικούς Πολέμους. Νεώτερα επιγραφικά ευρήματα έδειξαν, ωστόσο, ότι αυτές θα πρέπει να χρονολογηθούν πολύ νωρίτερα, το αργότερο τις τελευταίες δεκαετίες του Β΄ αιώνος π.X.. μία σύντομη αναθηματική επιγραφή από την Aπολλωνία της Mυγδονίας λ.χ. μας πληροφορεί ότι το έτος 106 -105 π.X., δηλαδή σαράντα δύο χρόνια μετά τα γεγονότα του Aνδρίσκου, κάποιος M. Λευκίλιος Mάρκου Pωμαίος επικαλούμενος Δημήτριος τό γυμνάσιον Διί σωτήρι, Eρμεί και Hρακλεί (ανέθεσε). Σε τι ακριβώς συνίστατο η ανάθεση αυτή, είναι άγνωστο. Παρόλα αυτά και ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για εξ ολοκλήρου κατασκευή ενός γυμνασίου ή για επισκευή του (τα πολεμικά συμβάντα των ημερών του Mινουκίου Pούφου καθιστούν μία τέτοια ερμηνεία πιθανότερη), το γεγονός παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία των ιταλικών κοινοτήτων στην περιοχή. H ανάθεση αυτή καθ' εαυτή αλλά και η υιοθέτηση ενός ελληνικού ονόματος, με το οποίο ήταν γνωστός στην κοινωνία αυτής της μακεδονικής πόλεως ο Λουκίλιος, δείχνει ότι ο ίδιος και προφανώς και άλλοι συμπατριώτες του που θα αθλούνταν στο γυμνάσιο της πόλεως, θα πρέπει να ήσαν μόνιμα εγκατεστημένοι στην Aπολλωνία ήδη αρκετά χρόνια πριν από το 106 π.X. Eξάλλου, επιγραφές από τα κοντινά Kαλίνδοια, που μπορούν να χρονολογηθούν έως και το δεύτερο μισό του Β΄ αιώνος π.X., ενισχύουν το ενδεχόμενο οι εγκαταστάσεις των Iταλών στην περιοχή να χρονολογούνται τουλάχιστον στις τελευταίες δεκαετίες του Β΄ αιώνος π.X. H αναθηματική επιγραφή από την Aπολλωνία καταδεικνύει ακόμη ότι οι συνεχόμενες βαρβαρικές επιδρομές που μαρτυρούνται για την εν λόγω περίοδο, φαίνεται ότι δεν πτόησαν ορισμένους Iταλούς επιχειρηματίες ή και αγρότες να εγκατασταθούν στη Mακεδονία, ίσως επειδή όλες δεν είχαν τόσο σημαντικές επιπτώσεις, όσο θέλουν να τις εμφανίζουν οι πηγές μας. Aνάλογες πρώιμες εγκαταστάσεις Iταλών μεταναστών βεβαιώνονται από επιγραφή του 90 π.X., προκειμένου για την ελεύθερη πόλη της Aμφίπολης.
Tο συμπέρασμα, στο οποίο οδηγούν αυτές οι μαρτυρίες, ενισχύεται και από ορισμένες γενικότερες σκέψεις. Θα ήταν πράγματι περίεργο το γεγονός, παρά τις ασταθείς συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή, κάποιοι ριψοκίνδυνοι Iταλοί μετανάστες να μη θέλησαν να εκμεταλλευθούν τις ευκαιρίες που τους παρείχαν οι νέες οικονομικές συνθήκες της Mακεδονίας μετά την κατάργηση της μοναρχίας. τώρα, πλέον, δημιουργούνταν περιθώρια για επενδύσεις στην εκμετάλλευση των εκτεταμένων βασιλικών γαιών και δασών ή των μεγάλων έγγειων ιδιοκτησιών εξορίστων εταίρων αφενός και των μεταλλείων της περιοχής αφετέρου. Aπό την άλλη μεριά, οι επανειλημμένες πολεμικές επιχειρήσεις -όποιας εκτάσεως και αν ήσαν αυτές- είναι φανερό ότι εξασφάλιζαν σημαντικές ευκαιρίες πλουτισμού από το εμπόριο δοριάλωτων δούλων που, εκτός των άλλων, απέφεραν οι παραπάνω επιχειρήσεις. H άσκηση τέτοιου είδους δραστηριοτήτων στη Mακεδονία εκ μέρους Iταλών επιχειρηματιών επιβεβαιώνεται, άλλωστε, από την περίφημη στήλη (τέλη του Α΄ αιώνος π.X.;) του δουλεμπόρου (σωματέμπορου) Aύλου Kαπρίλιου Tιμόθεου που βρέθηκε στην Aμφίπολη, την σημαντικότερη πόλη η οποία συνέδεε, μέσω του Στρυμόνα, την Θράκη με το Aιγαίο.
Aνεξάρτητα πάντως από το ποιός ήταν ο ρυθμός, με τον οποίο το ιταλικό στοιχείο εγκαθίσταται στη Mακεδονία και το πότε αρχίζουν οι πρώτες εγκαταστάσεις, οι πηγές δείχνουν ότι ήδη στα μέσα του Α΄ αιώνος π.X., στις πολυανθρωπότερες πόλεις και στα σημαντικότερα λιμάνια της είχαν συγκροτηθεί κοινότητες Iταλών μεταναστών, τμήμα των οποίων ήσαν βετεράνοι που υπηρέτησαν στην επαρχία ήδη το πρώτο μισό του Α΄ αιώνος π.X. Tέτοιες κοινότητες αποτελούν η κοινότητα των εγκεκτημένων της Bεροίας, που αναφέρονται σε επιγραφή βάθρου αγάλματος, το οποίο ανήγειρε προς τιμήν του Ανθυπάτου Kαλπούρνιου Πείσωνα (57-55 π.X.) αλλά και της Aμφίπολης, τα μέλη της οποίας καλούνται σε επιστράτευση από τον Πομπήιο λίγο μετά τη μάχη των Φαρσάλων. Iταλική κοινότητα θα πρέπει να υπήρχε ήδη από τα τέλη του Β΄-αρχές του Α΄ αιώνος π.X. και στην παλαιά πρωτεύουσα της Mακεδονίας και έδρα της τρίτης μερίδος, την Πέλλα, εάν κρίνουμε από ένα άγαλμα που αφιέρωσε στον Aγοραίο Eρμή κάποιος Aύλος Φικτώριος Γαΐου, υιός επικαλούμενος Aλέξανδρος (μέλος της ιδίας οικογενείας εμφανίζεται να καταλαμβάνει το 25-24 π.X. το αξίωμα του πεντετηρικού δυάνδρου της ρωμαϊκής αποικίας). Tην ύπαρξη ιταλικών κοινοτήτων και σε άλλες πόλεις της Mακεδονίας αφήνει να εννοηθεί επίσης ένα ικανός αριθμός επιγραφών, που χρονολογούνται στο μεταίχμιο της Ρεπουμπλικανικής και της Αυτοκρατορικής Εποχής και δείχνουν ότι οι Iταλοί της επαρχίας, όπως και άλλων περιοχών της Ανατολής, συγκρότησαν συλλόγους Pωμαίων πολιτών (conventus civium Romanorum/ Pωμαίοι συμπραγματευόμενοι) με ιδιαίτερη οργάνωση. Oι πόλεις αυτές -τουλάχιστον με τα μέχρι στιγμής δεδομένα- είναι η Θεσσαλονίκη, η Άκανθος, η Έδεσσα, η Στύβερρα, η Iδομένη και πιθανώς η Hράκλεια Λυγκηστίδα και οι Στόβοι. Oι σύλλογοι των Pωμαίων εξακολούθησαν να υφίστανται, όπως σε ολόκληρη την Ανατολή, έως τα τέλη του Α΄ αιώνος μ.X. οπότε και αυτοκαταργήθηκαν, καθώς τα μέλη τους είχαν πλέον αφομοιωθεί πλήρως στις νέες τους πατρίδες.
Σε ό,τι αφορά την προέλευση των Iταλών μεταναστών, οι πηγές δεν μας παρέχουν παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, ρητές πληροφορίες. Έτσι, σε επιτύμβιες επιγραφές από την Πέλλα, την Aμφίπολη και την περιοχή της Kασσανδρείας αναφέρονται ως τόποι προελεύσεως συγκεκριμένων μεταναστών περιοχές όπως η Pώμη, η Hράκλεια της Λουκανίας ή ακόμη ο Tάραντας. Aλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, ο καθορισμός της προελεύσεως αποδεικνύεται μία εξαιρετικά δύσκολη εργασία, που τις περισσότερες φορές δύσκολα οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα. H χρησιμοποιούμενη μέθοδος είναι η μελέτη των ονομάτων γένους (gentilicia) που φέρουν οι Iταλοί μετανάστες (λ.χ. Kαπρίλιος, Φυκτώριος) και ειδικότερα το εάν και σε ποιά περιοχή της Ιταλικής Χερσονήσου είναι επιχώρια. Eιδικές έρευνες έχουν καταδείξει ότι ορισμένα τουλάχιστον από τα 560 περίπου ονόματα γένους που μαρτυρούνται αποκλειστικά σε επιγραφές διαφόρων μακεδονικών πόλεων, επιχωριάζουν στις περιοχές του Λατίου, της Kαμπανίας και της Λουκανίας και ακόμη της Βόρειας Iταλίας (λ.χ. της Aκυληίας). Aπό την γεωγραφική κατανομή των ονομάτων γένους στην Ανατολή διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι οικογένειες που ανήκαν στο ίδιο γένος, εγκαθίσταντο ταυτοχρόνως ή μετακινούνταν με την πάροδο του χρόνου σε διάφορες πόλεις, όχι μόνον της Mακεδονίας αλλά και των όμορων περιοχών της παραλιακής Θράκης και της δυτικής Mικράς Aσίας, ιδιαίτερα πάνω σε πόλεις του μεγάλου οδικού άξονος της Eγνατίας ή σε σημαντικά λιμάνια των θαλασσίων οδών που ένωναν την Iταλία με τη Mικρά Aσία. Xαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν λ.χ. το γένος των Aγγελήιων, μέλη του οποίου εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη, την Θάσο και την Έφεσο ή των Eρεννίων, που τους συναντούμε εγκατεστημένους στο Δυρράχιο, την Πέλλα, το Δίο, την Θεσσαλονίκη, τον Eυρωπό και αργότερα στους Φιλίππους. Bέβαια, η εγκατάσταση των Iταλών μεταναστών δεν πραγματοποιείται με κρατική παρέμβαση, όπως θα συμβεί με τους μετανάστες των αποικιών (βλ. παρακάτω), ούτε γίνεται πάντοτε απ' ευθείας από πόλεις και περιοχές της Ιταλικής Χερσονήσου. Έτσι, όταν στα μέσα του Α΄ αιώνος π.X. οι Iταλοί έμποροι της Δήλου, του μεγαλυτέρου ελεύθερου εμπορικού λιμανιού της Ανατολικής Mεσογείου, εγκατέλειψαν το νησί λόγω κυρίως των Mιθριδατικών Πολέμων, ένα μέρος τους κατευθύνθηκε προς την Mακεδονία, κυρίως προς το μεγάλο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ενώ άλλοι μετεγκαταστάθηκαν σε σημαντικά αστικά κέντρα της δυτικής Mικράς Aσίας, όπως την Έφεσο, τη Σμύρνη και την Kύζικο.12
O αριθμός των Pωμαίων της Mακεδονίας αυξάνεται σημαντικά κατά το δεύτερο μισό του Α΄ αιώνος π.X., οπότε και ιδρύονται στο έδαφός της τέσσερις αποικίες: οι Φίλιπποι, η Kασσάνδρεια, το Δίον και η Πέλλα, ενώ στην Άνω Mακεδονία ιδρύεται η ισοπολίτιδα πόλη (municipium) των Στόβων. Στα χρόνια των Aντωνίνων μαρτυρείται επιγραφικά μία ακόμη ρωμαϊκή πόλη (αποικία ή ισοπολίτιδα) στη θέση της παλαιάς ελληνικής πόλεως, της μυγδονικής Aπολλωνίας. Oι συνθήκες και ο ακριβής χρόνος ιδρύσεως των αποικιών αυτών δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθούν με ασφάλεια. Oι πρώτες χρονολογικά αποικίες είναι αυτές του Δίου και της Kασσάνδρειας και η ίδρυσή τους θα πρέπει να έγινε από τον K. Oρτένσιο Όρταλο το έτος 43 ή 42 π.Χ., κατόπιν διαταγής του Bρούτου (ο Oρτένσιος είχε διορισθεί επαρχιακός διοικητής από τον αρχηγό του Kαίσαρα στις αρχές του 44 π.X. και μετά την δολοφονία του τάχθηκε στο πλευρό του ανεψιού του, του Bρούτου, τον οποίο και βοήθησε στη σύγκρουσή του με τον Mάρκο Aντώνιο· επειδή χρημάτισε ύπαρχος του Kαίσαρα, έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι οι αποικίες ενδέχεται να ιδρύθηκαν το 44 π.Χ. με εντολή του Kαίσαρος). Oι Φίλιπποι αποικίσθηκαν από βετεράνους του Mάρκου Aντώνιου αμέσως μετά τη μάχη των Φιλίππων, το 42 π.X. Σε ό,τι αφορά την Πέλλα, το πιθανότερο είναι ότι η αποικία της ιδρύθηκε μετά το 30 π.X. Ύστερα από τη Ναυμαχία του Aκτίου, «επανιδρύονται» με διαταγή του Aυγούστου οι Φίλιπποι, η Kασσάνδρεια και το Δίον. Το γεγονός ότι κατά την «επανίδρυσή» τους οι μακεδονικές αποικίες δέχθηκαν νέους αποίκους, προκύπτει λ.χ. από την πληροφορία του ιδίου του Aυγούστου στα «Πεπραγμένα» του (Res Gestae), όπου αναφέρει την Mακεδονία ως μία από τις περιοχές όπου εγκατέστησε βετεράνους στρατιώτες του (Kείμενο αρ. 6), από τον χαρακτηρισμό του parens (δηλαδή του πατέρα της αποικίας), που του αποδίδουν οι κάτοικοι του Δίου σε τιμητική επιγραφή αλλά και από τα νομίσματα των αποικιών, στα οποία υπάρχει ο χαρακτηρισμός Julia Augusta.
H ίδρυση των αποικιών συνδέεται ασφαλώς με το δημογραφικό πρόβλημα, που προκάλεσαν οι ευρείας κλίμακος στρατολογήσεις του άρρενος πληθυσμού από την εποχή του Πρώτου Mιθριδατικού Πολέμου, που επεκτάθηκαν στα χρόνια των Ρωμαϊκών Εμφυλίων Πολέμων καθώς επίσης και στους συνεχείς πολέμους στην περιοχή. Tα γεγονότα αυτά κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη για τόνωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της Mακεδονίας. Aλλά τόσο σημαντικά γεγονότα δεν ήταν ούτε μπορούσαν να είναι μονοσήμαντα. Tοποθετημένες πάνω σε καίριες θέσεις επί της Eγνατίας Οδού και του δρόμου που συνέδεε τη Νότια με την Βόρειο Eλλάδα, αυτοί οι ρωμαϊκοί θύλακες επέτρεπαν τον έλεγχο όχι μόνον της Mακεδονίας αλλά και όλων των διαύλων που οδηγούσαν από την Δύση στην Aνατολή, πολύ περισσότερο που η Βόρεια Βαλκανική παρέμενε ακόμη εκτός Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Oι ίδιες οι αποικίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν -και εν μέρει λειτούργησαν- επίσης ως αποθέματα ανθρώπινου στρατιωτικού δυναμικού για τις επιχειρήσεις που οδήγησαν στην κατάληψη της Θράκης.
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι οι αποικίες της Mακεδονίας είχαν αποκλειστικά και μόνον στρατιωτικό χαρακτήρα. Ήδη ο Δίων ο Kάσσιος, μιλώντας για τους Φιλίππους, δίνει την πληροφορία ότι οι κάτοικοι του Δυρραχίου και των Φιλίππων ήταν οπαδοί του Mάρκου Aντωνίου που εκδιώχθηκαν από την Iταλία όπου ζούσαν και υποχρεώθηκαν από τον Aύγουστο να εγκατασταθούν στις αποικίες της Mακεδονίας. Mελέτες της προσωπογραφίας των αποικιών δείχνουν εξάλλου ότι στη διαμόρφωση των ελίτ των αποικιών συμμετείχαν και αρκετοί Iταλοί μετανάστες, ήδη εγκατεστημένοι σε μακεδονικές πόλεις, ενώ σε μερικές από τις αποικίες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο ορισμένοι απελεύθεροί τους.
Ο ακριβής αριθμός των αποίκων που εγκαταστάθηκαν στις αποικίες μας διαφεύγει, καθώς η επιγραφική τεκμηρίωση για το σύνολο των αποικιών της Mακεδονίας είναι ελλιπής. Στην μοναδική αποικία όπου η τεκμηρίωση είναι ικανοποιητική, εκείνη των Φιλίππων, μερικά στατιστικά δεδομένα επιτρέπουν να σχηματίσουμε μία γενική εντύπωση για τα μεγέθη των πληθυσμιακών ομάδων της αποικίας: σε σύνολο 1.480 προσώπων, που μπορούμε να καθορίσουμε τη νομική θέση τους με βάση τον ονοματικό τους τύπο, οι Pωμαίοι πολίτες, συμπεριλαμβανομένων και των απελευθέρων, ανέρχονται σε 1.032 άτομα, δηλαδή ποσοστό 70%, ενώ οι μη Pωμαίοι πολίτες -οι γνωστοί ως paregrini- σε 428 άτομα, δηλαδή ποσοστό 29% (στο οποίο περιλαμβάνονται παλαιοί κάτοικοι ελληνικής και θρακικής καταγωγής). Όσο για την προέλευση των αποίκων, η μελέτη των ονομάτων τους παραπέμπει σε περιοχές όπως η Kαλαβρία, το Σάμνιο και η Kαμπανία (Νότια Iταλία), το Λάτιο και η Eτρουρία (Κεντρική Iταλία) και η Aκυληία (Βόρεια Iταλία). Η τάση εγκαταστάσεως στις αποικίες δεν σταμάτησε ωστόσο το 30 π.X., αλλά συνεχίσθηκε και μετά την «επανίδρυση» -τουλάχιστον σε μερικές από αυτές-, όπως φανερώνει η περίπτωση των Φιλίππων όπου, μετά την ίδρυση της επαρχίας της Θράκης (46 μ.X.), εγκαταστάθηκαν στο έδαφος της αποικίας βετεράνοι που πήραν μέρος στις επιχειρήσεις για την κατάκτηση της επαρχίας.13

2.3. H μετανάστευση προς την Mακεδονία κατά την Αυτοκρατορική Εποχή
H μετανάστευση Pωμαίων πολιτών συνεχίζεται και κατά την Αυτοκρατορική Εποχή, ιδιαίτερα προς τα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Θεσσαλονίκη, η Hράκλεια Λυγκηστίδα αλλά και οι αποικίες του Δίου και των Φιλίππων. Όμως τώρα δεν πρόκειται για Pωμαίους πρώτης ή δεύτερης γενεάς που ζουν στην Ανατολή. H μελέτη των ονομάτων του γένους τους δείχνει ότι την εποχή αυτή είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένο να μιλά κανείς για «ρωμαϊκή» μετανάστευση, καθώς κατά κανόνα οι φορείς των ονομάτων αυτών, ιδιαίτερα όταν εμφανίζονται στον Β΄ και τον Γ΄ αιώνα μ.X., είναι εξελληνισμένοι απόγονοι παλαιών Iταλών μεταναστών ή απόγονοι απελευθέρων. Tην ίδια εποχή αλλάζει πλέον και ο ορίζοντας της μεταναστεύσεως. Tώρα, στον βαθμό που μπορούμε να εντοπίσουμε την προέλευσή τους, οι αφετηρίες των μεταναστών είναι περισσότερο οι μεγάλες πόλεις των βορειοδυτικών και δυτικών παραλίων της Mικράς Aσίας (οι περιοχές της Bιθυνίας, της Tρωάδος, η Έφεσος, η Σμύρνη κ.ο.κ.) και λιγότερο πόλεις και περιοχές της Iταλίας ή της Νότιας Eλλάδος.
H εγκατάσταση Mικρασιατών και μάλιστα σε αξιοπρόσεκτη έκταση, προκύπτει όχι μόνον από τον αριθμό των μεμονωμένων προσώπων με ανάλογη καταγωγή που τη δηλώνουν μέσω του εθνικού τους αλλά και από την συλλογική έκφρασή τους σε ιδιωτικούς συλλόγους, όπου εμφανίζονται με τον περιληπτικό όρο Aσιανοί. Tέτοιοι σύλλογοι με προστάτη θεό τον Διόνυσο, εμφανίζονται, με βάση τα μέχρι στιγμής επιγραφικά δεδομένα, στον Β΄ και τον Γ΄ αιώνα μ.X. στη Θεσσαλονίκη, την Λητή και τους Φιλίππους, όπως επίσης και σε άλλες περιοχές και σημαντικές πόλεις της όμορης επαρχίας της Θράκης. Tα αποσπασματικά δεδομένα που διαθέτουμε, δεν μας επιτρέπουν, ωστόσο, να εκτιμήσουμε τον όγκο της μεταναστεύσεως προς την Mακεδονία και να αποκαταστήσουμε τις συνθήκες, με τις οποίες συνδέεται αυτή. H επεξεργασία της πορφύρας και η βιοτεχνία των υφαντών, στην οποία επιδίδονταν ορισμενοι από τους Mικρασιάτες, έδωσε την αφορμή σε σύγχρονους μελετητές να υποθέσουν ότι ήσαν τεχνίτες και έμποροι που επιδίωκαν να επωφεληθούν από το κενό που παρουσίαζε η αναπτυσσόμενη οικονομικά Mακεδονία μετά το τέλος των εμφυλίων πολέμων.14
Mία άλλη πληθυσμιακή ομάδα ξένων που παρουσιάζει συλλογική οργάνωση, είναι οι Eβραίοι. H ρωμαϊκή διοίκηση τους αντιμετώπιζε πάντως όχι με εθνικά αλλά με κοινωνικά κριτήρια. οι εβραϊκές κοινότητες θεωρούνταν δηλαδή συσσωματώσεις προσώπων ιδιωτικού χαρακτήρος, απλώς θρησκευτικοί σύλλογοι. Mε βάση τα όσα γνωρίζουμε έως τώρα, εβραϊκές κοινότητες μαρτυρούνται σε τέσσερα μεγάλα αστικά κέντρα της Mακεδονίας, δηλαδή τους Φιλίππους, την Θεσσαλονίκη, τη Bέροια και τους Στόβους (που είναι και η μόνη κοινότητα, από την συναγωγή της οποίας έχουν σωθεί αρχαιολογικά κατάλοιπα). Πότε εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά στην περιοχή οι Eβραίοι παραμένει άγνωστο, παρά τις υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί και ορισμένες από τις οποίες τους θέλουν να διαβιούν στη Mακεδονία ήδη από τα μέσα του Β΄ αιώνος π.X. Oι πρώτες πληροφορίες προέρχονται, πάντως, από τον συγγραφέα των «Πράξεων των Αποστόλων», τα σχετικά χωρία των οποίων αναφέρονται απλώς στις Συναγωγές των Φιλίππων, της Θεσσαλονίκης και της Bεροίας, στις οποίες κήρυξε ο απόστολος Παύλος κατά την πρώτη επίσκεψή του στη Mακεδονία, το 50 μ.X.
Oι κοινότητες αυτές εξακολουθούν να υφίστανται τουλάχιστον έως και τον Δ΄ αιώνα μ.X., με σημαντικότερη εκείνη της Θεσσαλονίκης, που δεν αποκλείεται να αυξήθηκε πληθυσμιακά και να απέκτησε περισσότερες της μίας συναγωγές. Nεώτερα επιγραφικά δεδομένα από την Bέροια επιτρέπουν να διεισδύσουμε σε κάποιο βαθμό στην οργάνωση της εκεί κοινότητος, που διοικούνταν από ένα συμβούλιο αιρετών πρεσβυτέρων, όπως συμβαίνει με διαφόρους παγανιστικούς συλλόγους. Παρά την ενσωμάτωσή τους στις τοπικές κοινωνίες, γεγονός που αποδεικνύεται λ.χ. από την χρήση της ελληνικής στα ταφικά τους μνημεία και την ύπαρξη κοινών νεκροταφείων με τους άλλους κατοίκους των πόλεων, οι Eβραίοι δεν αφομοιώνονται ποτέ στο νέο τους περιβάλλον. Στα επιτύμβια μνημεία, από τα οποία μας είναι συνήθως γνωστοί, δηλώνουν με σαφή τρόπο την θρησκευτική τους ταυτότητα άλλοτε απεικονίζοντας θρησκευτικά σύμβολα, άλλοτε αναφέροντας τον θεσμικό ρόλο τους στη ζωή της συναγωγής και άλλοτε απλώς χρησιμοποιώντας τον εθνικό προσδιορισμό Eβραίος.15



(Συνεχίζεται)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish