Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Καρχηδόνιοι (Carthaginians) 1



Καρχηδόνιοι: Ένας από τους σπουδαιότερους ναυτικούς και εμπορικούς λαούς της δυτικής Μεσογείου, στην οποία θα κυριαρχήσουν επί αιώνες, ενώ στην συνέχεια θα περιορισθούν από τους μεγάλους ανταγωνιστές τους, Έλληνες και αργότερα Ρωμαίους, οι οποίοι τελικά θα τους συντρίψουν. Σύμφωνα με την παράδοση (Ιουστίνος, XVIII. 4-6) η πόλη της Καρχηδόνος (Qart-hadasht = «Νέα πόλη» στην φοινικική γλώσσα, Cartago/Carthago στην Λατινική) ιδρύθηκε το 814/813 π.Χ. από Φοίνικες αποίκους της Τύρου (Φοινικ. Sor = βράχος), σε μια παραθαλάσσια περιοχή της σημερινής Τυνησίας, στην θέση όπου αργότερα θα οικοδομηθεί η σύγχρονη πρωτεύουσα αυτής της χώρας, η Τύνιδα. 
Η νεώτερη αρχαιολογική έρευνα όμως, καθώς και τα ευρήματα από τις εκτεταμένες ανασκαφές στην αρχαία πόλη, υποδεικνύουν μια χρονολογία μεταξύ 750-720 π.Χ. δεδομένου ότι τίποτε το αρχαιότερο από αυτήν την περίοδο δεν ανακαλύφθηκε μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα χρονικό κενό ενός περίπου αιώνα από την υποτιθέμενη χρονολογία ίδρυσης της Καρχηδόνος σύμφωνα με την παράδοση (βλ. Cambridge Ancient History Vol. ΙΙΙ part 2, σελ. 492-493). 
Κατά τον περίφημο Ιστορικό του 4ου /3ου αιώνα π.Χ. Τίμαιο τον Ταυρομενίτη (από το Ταυρομένιον της Σικελίας, σημερινή Ταορμίνα), η Καρχηδών ιδρύθηκε από την Έλισσα (φοινικ. Elishat) την κόρη του βασιλιά της Τύρου Αγήνορα και αδελφή του Πυγμαλίωνα, ο οποίος δολοφόνησε τον σύζυγό της (Συχαίος-Sychaeus, σύμφωνα με τον Βιργίλιο – Αινειάς, Ι. 746 ή Acerbas κατά τον Ιουστίνο ό. π.) για να αρπάξει τα πλούτη του και την εξανάγκασε να φύγει στην διάρκεια του έβδομου χρόνου της βασιλείας του. Οι προαναφερόμενοι βασιλείς Αγήνωρ και Πυγμαλίων, έχουν ταυτισθεί με τους ηγεμόνες της Τύρου Ματάν Ι (Matan, 829-821 π.Χ.) και Πουμαγιατόν (Pumayyaton, 820-774 π.Χ.), του καταλόγου των βασιλέων που παραθέτει ο εκρωμαϊσμένος Ιουδαίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος (Κατ’ Απίωνος, Ι. 121-125). Η Έλισσα ονομάσθηκε Διδώ από τους Λίβυους, όταν έφθασε στην χώρα τους και ζήτησε να ιδρύσει μια πόλη. Όταν έπεισε τελικώς των ηγεμόνα των Λιβύων να δεχθεί να της παραχωρήσει τόση έκταση, όση καταλαμβάνει το δέρμα (βύρσα) ενός βοδιού, έκοψε το δέρμα σε λεπτότατες λωρίδες και έτσι έλαβε αρκετή έκταση ώστε να κτίσει την Καρχηδόνα, η ακρόπολις της οποίας ονομάσθηκε Βύρσα
Ο Στέφανος Βυζάντιος, αναφέρει ότι: «…εκαλείτο δε κ α ι ν ή (=νέα σ.σ.) π ό λ ι ς και Κ α δ μ ε ί α και Ο ί ν ο υ σ α και Κ α κ κ ά β η. τούτω δε κατά την οικείαν αυτών λέξιν ίππου κεφαλή δηλούται…». Μια άλλη ονομασία της πόλεως, έχει διασωθεί από τον Ευστάθιο (ο περίφημος λόγιος και θεολόγος του 12ου αιώνα μ.Χ., αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης), η ονομασία Κ ά μ π η. Η σύγχρονη έρευνα διαπίστωσε ότι η ερμηνεία της ονομασίας Κακκάβη δεν είναι αυτή που μνημονεύει ο Στεφ. Βυζ. δεδομένου ότι σε νομίσματα της ύστερης περιόδου από την Σιδώνα, υπάρχουν επιγραφές όπου η Σιδών αποκαλείται «μητέρα του/της kkb ή του/της kmb», αλλά δεν κατόρθωσαν οι ερευνητές να προσδιορίσουν την σημασία αυτών των λέξεων, οι οποίες προφανώς δεν σημαίνουν «κεφάλι αλόγου», το έμβλημα που υπήρχε στα νομίσματα των Καρχηδονίων (βλ. Εικόνες). Εικάζεται πάντως ότι οι λέξεις αυτές ήσαν Λιβυκής προέλευσης (βλ. για τα παραπάνω στο C.A.H. Vol. III part 2 σελ. 490). 
Νομίσματα Καρχηδόνος

Η δεύτερη σε σημασία πόλη των Καρχηδονίων «σε μέγεθος και δύναμη» (Στράβων ΙΖ΄ ΙΙΙ. 13), ήταν η Ιτύκη (Utica), σε ελάχιστη απόσταση (40 περίπου χλμ.) βορείως της Καρχηδόνος, αρχικά λιμάνι στις εκβολές του ποταμού Βαγράδα, από τις προσχώσεις του οποίου η πόλη έγινε μεσόγεια (η θέση της αρχαίας πόλης απέχει σήμερα 12 χλμ. από την θάλασσα). Στον Ψευδο-Αριστοτέλη (Περί των Θαυμασίων Ακουσμάτων, 134), αναφέρεται ότι η Ιτύκη είχε ιδρυθεί 287 χρόνια πριν από την Καρχηδόνα, κάτι που δεν επιβεβαιώνει η νεώτερη έρευνα. 
Ο Στράβων μνημονεύει την πόλη της Καρχηδόνος (ό.π. ΙΙΙ. 14-15), αναφερόμενος κυρίως στους πολέμους της με τους Ρωμαίους. 
Από τις παλαιότερες αναφορές στους Καρχηδονίους είναι και του Ηροδότου (Α΄ 166-167, Ε΄ 42 και Ζ΄ 165-167), ιδίως η τελευταία (Ζ΄ 165-167), που εξιστορεί τα γεγονότα που οδήγησαν στην περιφανή νίκη των Ελλήνων της Σικελίας με επικεφαλής τους τυράννους (=κυβερνήτες) της Γέλας και των Συρακουσών Γέλωνα και του Ακράγαντα Θήρωνα εναντίον των Καρχηδονίων του Αμίλκα (Hamilcar) και των μισθοφόρων τους, στην μάχη της Ιμέρας, η οποία κατά τον Ηρόδοτο, συνέπεσε χρονικά (480 π.Χ.) με την ελληνική νίκη στην ναυμαχία της Σαλαμίνος (ό.π. 166). 
Ως προς τους ιθαγενείς Λίβυες ή «Πρωτο-Βέρβερους», που αποτελούσαν τον αυτόχθονα πληθυσμό πριν από τον φοινικικό αποικισμό, φαίνεται ότι ήσαν διασκορπισμένοι νομάδες σε μια αραιοκατοικημένη χώρα, οι οποίοι ασχολούνταν περιστασιακά με την γεωργία. Ο ρόλος τους όμως στην ανάπτυξη και επέκταση της Καρχηδόνος δεν πρέπει να υποτιμηθεί (βλ. C.A.H. ό.π. σελ. 497). 
Ο ιθαγενής πληθυσμός θα επιβιώσει και στις επόμενες περιόδους, όπως αποδεικνύουν τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής και κυρίως οι διαφορετικές πρακτικές ταφής που εφάρμοζαν, με την ανέγερση μεγαλιθικών μνημείων τύπου «ντολμέν». Φαίνεται ότι οι Φοίνικες άποικοι προτίμησαν την τακτική της συμβίωσης και όχι της υποδούλωσης. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν να προκύψει βαθμιαία ένας λαός μιγάδων, από την συγχώνευση Λιβύων και Φοινίκων, οι Λιβυφοίνικες του Στράβωνος (ΙΖ΄ ΙΙΙ. 19), οι οποίοι εργάζονταν στις εκτεταμένες αγροτικές εκμεταλλεύσεις της πεδιάδας της Τύνιδος ή υπηρετούσαν ως μισθοφόροι του στρατού των Καρχηδονίων. Η επίδρασή τους πάντως στην καθημερινή ζωή των Καρχηδονίων ήταν από την αρχή σημαντική, όπως έδειξαν διάφορα ευρήματα (βλ. C.A.H. ό.π. σελ. 498). Σε μετέπειτα εποχές όμως, οι ιθαγενείς θα καταπιεσθούν σε μεγάλο βαθμό, στην προσπάθεια των Καρχηδονίων να εκμεταλλευτούν το εργατικό δυναμικό τους και να αντιμετωπίσουν την σημαντική επέκταση της νησιωτικής αυτοκρατορίας τους στην Δυτική Μεσόγειο (Σικελία, Σαρδηνία, Κορσική, Βαλεαρίδες). 
Η κατάκτηση της Φοινίκης από τον Ασσύριο αυτοκράτορα Τιγλάθ-πιλεσέρ ΙΙΙ (Tiglath-pileser = Tukulti-apil-esharra 745-727 π.Χ.), θα αποβεί ιδιαίτερα ευνοϊκή για την Καρχηδόνα, η οποία έτσι θα ξεκινήσει την διαδικασία ανεξαρτητοποίησής της, η οποία θα ολοκληρωθεί με την προσάρτηση της Φοινίκης μετά από δύο αιώνες περίπου στην αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών από τους Πέρσες (539 π.Χ.), οπότε και οι παραδοσιακοί δεσμοί αφοσίωσης και σεβασμού προς την μητρόπολη, έπαυσαν να ισχύουν. 
Στην πορεία οικοδόμησης της εμπορικής - κατά κύριο λόγο - αυτοκρατορίας τους, οι Καρχηδόνιοι θα συγκρουσθούν με τους Έλληνες, οι οποίοι ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ. είχαν αρχίσει τον συστηματικό αποικισμό της νότιας Ιταλίας, της Σικελίας και γενικά της δυτικής Μεσογείου (βλ. και λήμμα Σαρδηνοί), δραστηριότητα που τους έφερε αναπόφευκτα σε αντίθεση με τις αντίστοιχες φοινικικές δραστηριότητες. 
Υπενθυμίζουμε ότι στην περιοχή της Καμπανίας (βλ. Καμπανοί) και πιο συγκεκριμένα στον κόλπο της Νεαπόλεως ιδρύθηκαν, αρχικά στο πρώτο μισό του 8ου αιώνα (γύρω στο 770 π.Χ.) και στην συνέχεια στο δεύτερο (725 π.Χ.), οι παλαιότερες αποικίες της Μεγάλης Ελλάδος, οι Πιθηκούσσες (στο σημερινό νησί της Ίσκια – Ischia) και η Κύμη (στην απέναντι ηπειρωτική ακτή, περίπου 15 χλμ. δυτικά της Νεαπολεως), από Ευβοείς αποίκους προερχομένους από την Ερέτρια και την Χαλκίδα. 
Οι πρώτοι Έλληνες πάντως με τους οποίους συγκρούσθηκαν ήσαν οι Κυρηναίοι (βλ. Λεξικόν ΗΛΙΟΥ, τόμ. 10 - λήμμα Καρχηδών, σελ. 417), οι Δωριείς άποικοι της πόλης της Κυρήνης (που ιδρύθηκε το 631/630 π.Χ.) και της ευρύτερης περιοχής της Κυρηναϊκής, στις ακτές του ανατολικού τμήματος του σημερινού κράτους της Λιβύης, αλλά θα υπάρξει ειρηνικός συμβιβασμός. Τα όρια μεταξύ των δύο πόλεων-κρατών, Καρχηδόνος και Κυρήνης, θα ορισθούν στο σημείο όπου οι Καρχηδόνιοι πρέσβεις (δυό αδέλφια), οικειοθελώς ετάφησαν ζωντανοί, σύμφωνα με την παράδοση, ώστε να είναι αδύνατη η μετέπειτα αμφισβήτησή τους από τους Κυρηναίους. Στο ίδιο σημείο ανηγέρθησαν βωμοί προς τιμή των αδελφών Φιλαίνων (Arae Philaenorum), όπως ονομάζονταν οι Καρχηδόνιοι πρέσβεις (ό.π.). 
Αξίζει να σημειωθεί ότι η νοητή γραμμή από τους βωμούς των Φιλαίνων νότια, μέχρι το βορειοανατολικό άκρο της Σαρδηνίας βόρεια, αποτελούσε το σιωπηλά συμφωνημένο διαχωριστικό όριο μεταξύ των αποικιακών εγκαταστάσεων Ελλήνων (ανατολικά του ορίου) και Φοινίκων (δυτικά) στην δυτική Μεσόγειο, το οποίο παραβιάσθηκε από τους Φωκαείς γύρω στο 600 π.Χ. με την ίδρυση της Μασσαλίας στα δυτικά αυτής της νοητής γραμμής (βλ. σχετικό άρθρο του Ιταλού καθηγητή Giovanni Garbini (The Phoenicians in the Western Mediterranean) που περιλαμβάνεται στο εξαιρετικό συλλογικό έργο “Giovanni Pugliese Carratelli (ed.): The Western Greeks σελ. 121-132 «Thames and Hudson» London 1996”). Θα ακολουθήσουν οι συγκρούσεις των Φοινίκων και των αποίκων τους Καρχηδονίων με τους Έλληνες των αποικιών της Δυτικής Μεσογείου. 
Η πρώτη χρονολογικά από αυτές ήταν η σύγκρουση των Ελλήνων της Σικελίας με τους ιθαγενείς Έλυμους και τους συμμάχους τους Φοίνικες, η οποία έλαβε χώρα γύρω στο 580 π.Χ. στο Λιλύβαιον (σημερ. Marsala), παλαιότατη φοινικική αποικία στο δυτικότερο άκρο της νήσου. 
Οι Φοίνικες είχαν εγκατασταθεί ήδη στην περιοχή και είχαν ιδρύσει γύρω στο 710 π.Χ. την Μοτύη, εξαιρετικό λιμάνι και το σπουδαιότερο κέντρο τους, περίπου 10 χλμ. βόρεια από το Λιλύβαιον (βλ. Χάρτη). 


Το 628/627 π.Χ. όμως θα ιδρυθεί από Έλληνες αποίκους από τα Μέγαρα Υβλαία (περίπου 20 χλμ. βορείως των Συρακουσών, της σπουδαιότερης ελληνικής πόλης της Σικελίας) και Μεγαρείς της μητροπόλεως, o Σελινούς, η δυτικότερη ελληνική αποικία της Σικελίας, σε περιοχή εντός της ζώνης της αποικιακής δραστηριότητος των Φοινίκων. Αρχικώς οι Φοίνικες θα συμπτυχθούν και θα εγκαταλείψουν μεταξύ άλλων και την πόλη Μαζάρα. Οι Σελινούντιοι θα επιχειρήσουν στην συνέχεια να προωθηθούν στις ΒΔ περιοχές της Σικελίας, ώστε να είναι ευκολότερη η θαλάσσια επικοινωνία με την Ιβηρική χερσόνησο, αλλά οι Έλυμοι της Αίγεστας (ή Έγεστας ή Σεγέστας, Segesta στην ΒΔ περιοχή του εσωτερικού της Σικελίας, περίπου 40 χλμ. ανατολικά της Μοτύης–βλ. υποσημείωση παρακάτω), θα προβάλουν ισχυρή αντίσταση, συμμαχώντας με τους Φοίνικες. 
Εκείνη ακριβώς την χρονική περίοδο (580 π.Χ. περίπου) θα συμπέσει η άφιξη Κνιδίων και Ροδίων αποίκων, με επικεφαλής τον Ηρακλείδη Πένταθλο από την Κνίδο, που εγκαταστάθηκαν στο Λιλύβαιον (Διόδωρος Σικελιώτης–Βιβλιοθήκη Ιστορική, Ε΄ 9, αλλά και Θουκυδίδης, ΣΤ΄ 2) και οι οποίοι, όπως ήταν αναμενόμενο, πήραν το μέρος των Σελινουντίων. 
Οι Φοίνικες, θορυβημένοι από την επιχειρούμενη εγκατάσταση ελληνικής αποικίας σε τόσο μικρή απόσταση από την Μοτύη, το λιμάνι της οποίας ήταν ζωτικής σημασίας για τις επικοινωνίες τους, θα συμμαχήσουν όπως προαναφέραμε με τους Έλυμους, που είχαν ήδη νικήσει τους Έλληνες. Με την αποφασιστική επέμβαση των Φοινίκων, οι Κνίδιοι και οι Ρόδιοι τελικώς θα εκδιωχθούν και θα εγκατασταθούν τελικώς στα μικρά νησιά στις ΒΑ ακτές της Σικελίας, όπου θα ιδρύσουν την πόλη Λιπάρα, σύμφωνα με τον Διόδωρο (Ε΄ 9), ο οποίος όμως δεν αναφέρει καθόλου την ανάμειξη Φοινίκων ή Καρχηδονίων. 
Σύγχρονοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι δικαιολογημένα ο Διόδωρος δεν ανέφερε τους Καρχηδονίους, δεδομένου ότι η προαναφερθείσα σύγκρουση περιορίσθηκε μεταξύ Ελλήνων και Ελύμων, λόγω της επιχειρούμενης προσάρτησης εδαφών των Ελύμων από τους Έλληνες αποίκους. Εξ άλλου η στρατιωτική επέμβαση των Καρχηδονίων στην Σικελία, άρχισε αργότερα, γύρω στο 530 π.Χ. (βλ. για τα παραπάνω στην Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τομ. Β΄ σελ. 271-272 και κυρίως στην C.A.H. Vol. IV σελ. 748-753). 
Η επόμενη σύγκρουση Καρχηδονίων και Ελλήνων ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας και της συμμαχίας των Καρχηδονίων με τους Ετρούσκους, εναντίον των Ελλήνων (Φωκαέων) της Κορσικής (αρχ. Κύρνος), οι οποίοι είχαν ιδρύσει στο νησί την πόλη Αλαλία (σημερ. Aleria), απέναντι από τις ακτές της Ετρουρίας, γύρω στο 565 π.Χ. 
Ο Ηρόδοτος μας έχει παραδώσει (Α΄ 165-166) μια ενδιαφέρουσα διήγηση για τα γεγονότα που συνέβησαν στην Κύρνο (=Κορσική) όταν οι ελληνικές αποικίες των δυτικών παραλίων της Μ. Ασίας (Αιολίς, Ιωνία, Δωρίς), κατακτήθηκαν από τους Πέρσες του Κύρου ΙΙ, γύρω στο 545 π.Χ. Σύμφωνα με αυτήν, οι Φωκαείς, οι κάτοικοι της Φώκαιας της Ιωνίας, όταν άδειασαν την πόλη τους και την εγκατέλειψαν στους Πέρσες, στάθμευσαν αρχικά στις Οινούσσες (συστάδα νησιών μεταξύ Χίου και μικρασιατικών ακτών) και ζήτησαν από τους Χίους να τις αγοράσουν και να εγκατασταθούν εκεί. Όταν οι Χίοι αρνήθηκαν, από φόβο μήπως τα νησάκια εξελιχθούν σε ανταγωνιστικό εμπορικό κέντρο, οι Φωκαείς αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην παλιά τους αποικία στην Κύρνο. Τελικώς, μόνο οι μισοί ξεκίνησαν, ενώ οι άλλοι μισοί, παρά τους βαρείς όρκους, που όλοι οι Φωκαείς είχαν κάνει ότι δεν θα ξαναγύριζαν πίσω, λιγοψύχισαν από αγάπη για την πόλη τους και γύρισαν στην Φώκαια. Όταν τελικώς έφθασαν οι υπόλοιποι στην Κύρνο, έζησαν πέντε χρόνια μαζί με τους παλιούς αποίκους τους και έκτισαν μάλιστα και ιερά. 
Στο διάστημα όμως αυτό της παραμονής τους, επιδόθηκαν σε πειρατείες και ληστρικές επιδρομές στις περιοχές των Καρχηδονίων και των Ετρούσκων, με αποτέλεσμα να συμφωνήσουν (Καρχηδόνιοι και Ετρούσκοι) για μια κοινή εκστρατεία εναντίον των Φωκαέων, με την συγκρότηση στόλου, στον οποίο η κάθε πλευρά συνεισέφερε εξήντα πλοία. Οι Φωκαείς εξόπλισαν τα 60 πλοία που διέθεταν και στην ναυμαχία που επακολούθησε (535 π.Χ.), νίκησαν μια «Καδμεία νίκη» κατά την έκφραση του Ηροδότου (κάτι ανάλογο με την μετέπειτα «Πύρρεια νίκη», όπου ο νικητής έχει βαρύτατες απώλειες), αφού καταστράφηκαν 40 από τα πλοία τους και τα υπόλοιπα 20 ήσαν ουσιαστικά άχρηστα. 
Επέστρεψαν λοιπόν στην Αλαλία, πήραν μαζί τους τα γυναικόπαιδα και ότι περιουσιακό στοιχείο μπόρεσαν να φορτώσουν και απέπλευσαν για το Ρήγιον (στην μύτη της μπότας που σχηματίζει η Ιταλική χερσόνησος, σημερ. Regio di Calabria). Τελικώς θα καταλάβουν έναν οικισμό στην περιοχή της Λευκανίας (βλ. Λευκανοί), όπου θα ιδρύσουν την πόλη Ελαία (Υέλη, αργότερα Velia). 
Τα αποτελέσματα αυτής της σύγκρουσης υπήρξαν καταλυτικά. Η δυτική Μεσόγειος θα μετατραπεί σε «καρχηδονιακή λίμνη», εκτός από την περιοχή του Τυρρηνικού Πελάγους, όπου κυριαρχούσαν οι σύμμαχοι της Καρχηδόνος, οι Ετρούσκοι, με τις ναυτικές πόλεις των οποίων είχαν συνάψει εμπορικές συμφωνίες. Τότε θα συναφθεί και η λεγόμενη «Πρώτη Συνθήκη» μεταξύ Ρώμης και Καρχηδονίων, η οποία χρονολογείται στο 509 π.Χ. περίπου. 
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η Ρώμη μέχρι αυτήν την χρονολογία ήταν μια πόλη με Ετρούσκους βασιλείς και συμπεριλαμβανόταν στις Ετρουσκικές πόλεις. Παραδοσιακά, η κατάργηση της Βασιλείας και η ανακήρυξη της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, τοποθετείται στο 510/509 π.Χ. αλλά οι νεώτεροι ιστορικοί θεωρούν ως πιθανότερη χρονολογία της ανατροπής της Βασιλείας στην Ρώμη και της εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας μια χρονολογία 3 ή 4 χρόνια αργότερα (βλ. για λεπτομέρειες: M. Grant: History of Rome – London 1990, σελ. 22-33). 
Η προσπάθεια για την θεμελίωση μιας εμπορικής αυτοκρατορίας (μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.), φαίνεται ότι προκάλεσε στην Καρχηδόνα αναταραχή στο εσωτερικό της και συγκρούσεις στο εξωτερικό. Υπάρχει μια διήγηση στον πολυσυζητημένο (για την "Επιτομή" του έργου του Πομπήϊου Τρώγου) ιστορικό του 3ου αιώνα μ.Χ. Μάρκο Ιουνιανό Ιουστίνο (XVIII. 7) για τις ενέργειες και δραστηριότητες του Καρχηδονίου στρατηγού Μάλχου (Malchus), που θα συγκρουσθεί με τις Αρχές της Καρχηδόνος μετά από τις αποτυχημένες εκστρατείες του στην Σικελία και την Σαρδηνία. Ο Μάλχος (η ιστορικότητα του οποίου αμφισβητείται έντονα, βλ. The Western Greeks ό.π. σελ. 128) σύμφωνα με την όχι και τόσο αξιόπιστη αναφορά του Ιουστίνου, τελικώς θα καταλάβει με τα υπολείμματα του στρατού του την ίδια την Καρχηδόνα, μετά από πολιορκία. 
Οι δραστηριότητες του Μάλχου στην Σικελία δεν έγινε δυνατό μέχρι σήμερα να προσδιορισθούν από τους ιστορικούς και εξακολουθούν να καλύπτονται από πέπλο μυστηρίου. Εικάζεται πάντως ότι δεν πρέπει να είχαν σχέση με τους Έλληνες της Σικελίας, δεδομένου ότι ο 6ος αιώνας π.Χ. χαρακτηρίζεται από την εντυπωσιακή ευημερία και ακμή των ελληνικών αποικιών του Ακράγαντος και της Σελινούντος, που συνόρευαν με την καρχηδονιακή επικράτεια, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τους υποτιθέμενους «μακροχρόνιους πολέμους» του Μάλχου στην Σικελία. Πιθανολογείται λοιπόν, ότι στην πραγματικότητα οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Μάλχου στρέφονταν εναντίον των Καρχηδονίων της Μοτύης, οι οποίοι αντιδρούσαν στην επιβολή πλήρους ελέγχου από την Μητρόπολη. 
Είναι πάντως γεγονός ότι μετά από τον Μάλχο, η Καρχηδόνα θα κυβερνηθεί από τους Μαγωνίδες (από το όνομα του πρώτου ηγεμόνα Μάγωνος, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία στα μέσα περίπου του 6ου αιώνα π.Χ.), μια αριστοκρατική οικογένεια, η οποία θα παραμείνει στο προσκήνιο τον επόμενο ένα αιώνα περίπου (βλ. C.A.H. Vol. IV σελ. 750-751). Οι πρώτοι Μαγωνίδες ανέπτυξαν έντονη διπλωματική δραστηριότητα και η προαναφερθείσα Συνθήκη με την Ρώμη, αποδίδεται στον γιο και διάδοχο του Μάγωνος, τον Ασδρούβα (Hasdrubal). 
Όταν η Καρχηδόνα θα συγκρουσθεί για τρίτη φορά με τους Έλληνες, θα είναι ήδη μια πανίσχυρη αυτοκρατορία, η οποία δεν ήταν δυνατόν να δεχθεί αναπάντητα εξωτερικές προκλήσεις, πολύ περισσότερο όταν επεδίωκε μια αφορμή να εκδιώξει τους Έλληνες (τις εμπορικές δραστηριότητες των οποίων έβλεπε πάντοτε με καχυποψία), από την δυτική Μεσόγειο και την Σικελία. 
Η πρόκληση προήλθε και πάλι από μια ομάδα Δωριέων αποίκων, οι οποίοι με επικεφαλής τον νεώτερο αδελφό του βασιλέως της Σπάρτης Κλεομένη (τον οποίον θα διαδεχθεί το 489 π.Χ. ένας άλλος αδελφός του, ο ήρωας των Θερμοπυλών Λεωνίδας), τον Δωριέα, θα εγκατασταθούν αρχικά γύρω στο 514 π.Χ. σε μια όαση κοντά στα εξαιρετικά εύφορα εδάφη μιας παραλιακής περιοχής της Αφρικής, μόλις 20 χλμ. ΝΔ απόσταση από μια παλιά φοινικική αποικία που είχε περάσει στην διοίκηση των Καρχηδονίων (Lepcis, η μετέπειτα περίφημη ρωμαϊκή πόλη Lepcis/Leptis Magna) στον κόλπο της Σύρτεως, στα όρια μεταξύ των εδαφών της Καρχηδόνος και της Περσικής Σατραπείας της Κυρηναϊκής. 
Όπως τονίζει ο Ηρόδοτος (Ε΄ 42), πριν συμπληρωθούν τρία χρόνια, οι άποικοι θα εκδιωχθούν από τους Μάκες (ένα λιβυκό φύλο), τους Λίβυες (κάποια άλλα ανώνυμα λιβυκά φύλα) και τους Καρχηδονίους. Ο Δωριεύς θα επιστρέψει στην Σπάρτη και θα ζητήσει χρησμό από τον Βοιωτό χρησμολόγο Αντιχάρη, ο οποίος τον συμβούλεψε «σύμφωνα με τους χρησμούς του Λαΐου» να ιδρύσει αποικία με το όνομα Ηράκλεια στην Σικελία, στην περιοχή του Έρυκος (πόλη των Ελύμων, στο ΒΔ άκρο της Σικελίας, όπου και ομώνυμο όρος). Ο Δωριεύς, αφού επιβεβαίωσε τον χρησμό ρωτώντας το Μαντείο των Δελφών, θα αναχωρήσει για την Σικελία. Στην πορεία όμως θα εμπλακεί στον πόλεμο που είχε ξεσπάσει μεταξύ των ελληνικών πόλεων της νότιας Ιταλίας, της Σύβαρης και του Κρότωνος (βλ. Λευκανοί), που θα έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή της Σύβαρης (511/510 π.Χ.). 
Ο Δωριεύς και οι συνεργάτες του θα φθάσουν τελικώς στην Σικελία, όπου θα συγκρουσθούν με τους Εγεσταίους (*) (βλ. Έλυμοι) και τους «Φοίνικες», όπως εξιστορεί ο Ηρόδοτος (Ε΄ 46). Στην μάχη που ακολούθησε, ο Δωριεύς και οι συμπολεμιστές του θα υποστούν δεινή ήττα και οι περισσότεροι θα εξοντωθούν. Ο μόνος από τους συνεργάτες του Δωριέα που διασώθηκε ήταν ο Σπαρτιάτης Ευρυλέων, ο οποίος περιμάζεψε τα διασωθέντες από την πανωλεθρία και θα επιτύχει να κυριέψει μια πόλη των Σελινουντίων, την Μινώα (βλ. Χάρτη), αρχαιότατη αποικία Μινωϊτών. Εκεί θα εγκατασταθούν όσοι επέζησαν από τους αποίκους και η πόλη θα μετονομασθεί σε Ηράκλεια Μινώα

(*) Ο Στράβων αναφέρει μια εκδοχή (ΙΓ΄ Ι. 53), σύμφωνα με την οποία, ο Έλυμος και ο Αινείας, μετά την άλωση της Τροίας, κατέφυγαν στην πόλη Αίγεστα (ή Έγεστα, η μετέπειτα Σέγεστα, Segesta) της Σικελίας και στην συνέχεια κατέκτησαν τις πόλεις Έρυκα και Λιλύβαιον. Από τον Έλυμο, σύμφωνα με την παράδοση, ονομάσθηκαν οι ιθαγενείς της περιοχής, Έλυμοι.

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης όμως, δίνει μια άλλη εκδοχή των γεγονότων (Δ΄ 23), υποστηρίζοντας ότι ο Δωριεύς κατέλαβε την περιοχή του Έρυκος και ίδρυσε την πόλη Ηράκλεια (όχι την Μινώα), την οποία, επειδή αυξανόταν γρήγορα «…οι Καρχηδόνιοι την φθόνησαν, μήπως φθάσει και ξεπεράσει την Καρχηδόνα και γίνει ισχυρότερη και αφαιρέσει την ηγεμονία από τους Φοίνικες. Έτσι, εξεστράτευσαν εναντίον της με ισχυρές δυνάμεις, την κατέλαβαν και την ισοπέδωσαν…». 
Νεώτεροι ιστορικοί, συνδυάζοντας τα παραπάνω με το γεγονός ότι ο περιηγητής Παυσανίας στην καταγραφή του (Γ΄ 16. 4-5) της σχετικής σπαρτιατικής παράδοσης δεν μνημονεύει καθόλου τους Καρχηδονίους, αλλά μόνον τους Εγεσταίους, υποστηρίζουν ότι η εκδοχή του Διόδωρου κατασκευάσθηκε για να νομιμοποιήσει τις ελληνικές κατακτήσεις στην Σικελία και ότι στην πραγματικότητα οι συγκρούσεις συνέβαιναν πρωταρχικά μεταξύ ιθαγενών και Ελλήνων, οι δε Καρχηδόνιοι εμπλεκόντουσαν δευτερευόντως ως σύμμαχοι των Ελύμων (βλ. C.A.H. Vol. IV, σελ. 751-753). 

Οι αρχές και τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. θα αποτελέσουν δύο περιόδους στην διάρκεια των οποίων εντείνονται οι συγκρούσεις μεταξύ Καρχηδονίων και Ελλήνων στην Σικελία, το προπύργιο και την βάση της εμπορικής αυτοκρατορίας της Καρχηδόνος στην δυτική Μεσόγειο. 
Οι αρχές του 5ου αιώνα όμως, ήταν και η εποχή των Ελληνο-Περσικών πολέμων στο ανατολικό τμήμα της Μεσογείου και σύμφωνα με κάποια θεωρία που έχει υποστηριχθεί από ορισμένους ιστορικούς (βλ. σημείωση 389 και σχόλια στο: Ηροδότου Ιστορίαι, Βιβλίο Ζ΄ – «Γκοβόστης» Αθήνα 1993), δεν αποκλείεται να είχε υπάρξει ευρύτερο συντονισμένο σχέδιο μεταξύ Καρχηδονίων και Περσών για την εξόντωση των ενοχλητικών Ελλήνων, τόσο στην Δύση, όσο και στην Ανατολή. 
Τα σχέδια αυτά (αν πράγματι υπήρξαν) θα αποτύχουν παταγωδώς με την ήττα των Περσών στην Ελλάδα (Μαραθώνας, Σαλαμίνα και Πλαταιές), αλλά και την ήττα των Καρχηδονίων στην εξ ίσου σημαντική για τον Ελληνισμό της Δύσης, μάχη της Ιμέρας, που όπως προαναφέραμε και σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Ζ΄ 166), συνέπεσε χρονικά (480 π.Χ.) με την ελληνική νίκη στην ναυμαχία της Σαλαμίνος. Λεπτομέρειες για όσα προηγήθηκαν της μάχης, για την ίδια την μάχη και όσα επακολούθησαν, έχουν εξιστορηθεί από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (ΙΑ΄ 20-26), τον πρώτο που υποστήριξε την άποψη για κοινό σχέδιο Καρχηδονίων και Περσών εναντίον των Ελλήνων (ΙΑ΄ 20). Ο Διόδωρος πάντως διαφωνούσε με τον Ηρόδοτο στο θέμα της σύμπτωσης των δύο πολεμικών γεγονότων, υποστηρίζοντας ότι η μάχη της Ιμέρας συνέπεσε όχι με την ναυμαχία στην Σαλαμίνα, αλλά με την μάχη των Θερμοπυλών και όπως γλαφυρά περιγράφει: «…λες και επίτηδες η θεότητα έκανε να συμβούν ταυτόχρονα η ωραιότερη νίκη και η ενδοξότερη ήττα…». 
Τα αποτελέσματα της μάχης της Ιμέρας δεν υπήρξαν ιδιαίτερα καταστροφικά για τους Καρχηδονίους, οι οποίοι θα περιορισθούν απλώς και πάλι στο δυτικό τμήμα της Σικελίας για τα επόμενα 70 χρόνια χωρίς άλλες σοβαρές συνέπειες, πλην των πολεμικών αποζημιώσεων που δόθηκαν (2000 ασημένια τάλαντα και κατασκευή δύο ναών με έξοδά τους, σύμφωνα με τον Διόδωρο ΙΑ΄ 26). 
Κάτω από την ηγεσία των τελευταίων Μαγωνιδών του τέλους του 5ου- αρχών του 4ου αιώνα π.Χ. (Αννίβα, Ιμίλκωνος και Μάγωνος ΙΙ), η Καρχηδόνα θα στραφεί στην δημιουργία μιας αφρικανικής αυτοκρατορίας με εξερευνήσεις στο εσωτερικό και στις παραλιακές περιοχές της Μαύρης Ηπείρου (όπως ο θρυλικός «Περίπλους» του βασιλέως των Καρχηδονίων Άννωνος*). Οι εξερευνήσεις αυτές θα επεκταθούν τόσο στις ακτές της σημερινής Πορτογαλίας, όσο και στα Βρεταννικά νησιά (C.A.H. Vol. IV σελ. 775). 
_________________________
(*) Ο «Άννωνος Καρχηδονίων Βασιλέως Περίπλους» αποτελεί το μοναδικό διασωθέν κείμενο πρίν από τον 4ο αιώνα π.Χ. της καρχηδονιακής γραμματείας, η εγκυρότητα όμως του οποίου είναι προβληματική και στο παρελθόν είχε αμφισβητηθεί έντονα η γνησιότητά του. Στην πραγματικότητα αποτελεί ένα αρχαιοελληνικό κείμενο, που υποτίθεται ότι μεταφράσθηκε από την Φοινικική γλώσσα και είχε αφιερωθεί (το πρωτότυπο) στον ναό του «Κρόνου», μάλλον στο ιερό κάποιας θεότητας των Καρχηδονίων (πιθανόν του Βάαλ). Σήμερα υποστηρίζεται (βλ. C.A.H. Vol. VI σελ. 361-363) ότι αποτελεί προϊόν συνδυασμού δύο αυθεντικών Φοινικικών κειμένων, από τα οποία το δεύτερο περιγράφει κάποια εξερεύνηση των τροπικών παραλίων της δυτικής Αφρικής, χρονολογούμενο στο 5ο αιώνα π.Χ. (βλ. «Αρχαίοι Έλληνες Γεωγράφοι» τομ. Β΄ - Αθήνα 1999, όπου υπάρχει το αρχαιοελληνικό κείμενο και η μεταφορά του στην καθομιλουμένη). 

Παράλληλα, στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. οι Καρχηδόνιοι, επωφελούμενοι της αναταραχής που προκλήθηκε από την αποτυχημένη εκστρατεία των Αθηναίων στην διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου εναντίον της Σικελίας και την καταστροφική τους ήττα, θα επιχειρήσουν να πάρουν εκδίκηση για την πανωλεθρία τους στην μάχη της Ιμέρας το 480 π.Χ. 
Το 410 π.Χ. την Καρχηδόνα κυβερνούσε ο Μαγωνίδης Αννίβας (δεν πρέπει να συγχέεται με τον περίφημο Καρχηδόνιο στρατηλάτη του 3ου / 2ου αιώνα π.Χ. της οικογενείας των Βαρκιδών), εγγονός εκείνου του Αμίλκα, που είχε χαθεί στην μάχη της Ιμέρας, όπως ήδη έχουμε αναφέρει. Τότε, θα φθάσει στην Καρχηδόνα μία πρεσβεία Εγεσταίων (που είχαν πάρει το μέρος των Αθηναίων στα γεγονότα της Σικελίας και έτρεμαν την εκδίκηση των Συρακουσίων), η οποία θα ζητήσει την προστασία της Καρχηδόνος. Ο Αννίβας, παρά την ισχυρή αντίδραση μεγάλου μέρους των Καρχηδονίων, θα αποφασίσει να δεχθεί το αίτημα των Εγεσταίων και θα εκστρατεύσει την Άνοιξη του 409 π.Χ. στην Σικελία, όπου θα επιτύχει όχι μόνον την καταστροφή της πόλεως της Ιμέρας στα βόρεια παράλια της Σικελίας (όπου 3000 μέλη του ανδρικού πληθυσμού της βασανίσθηκαν και εκτελέσθηκαν σε δημόσια θέα, βλ. Glenn E. Markoe: Phoenicians “The British Museum Press” 2000 σελ. 64), αλλά και την κατάκτηση ολόκληρης της νότιας ακτής, καταλαμβάνοντας τις πόλεις Σελινούντα (ο πληθυσμός του οποίου σφαγιάσθηκε, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης καταστράφηκε) και Ακράγαντα (σε μια δεύτερη εκστρατεία το 406 π.Χ. με επικεφαλής τον εξάδελφο του Αννίβα, Ιμίλκωνα). 
Η είδηση της πτώσεως του Ακράγαντα προκάλεσε πανικό στους Έλληνες της Σικελίας. Υπήρξε μεγάλη κατακραυγή εναντίον των Συρακουσίων και των στρατηγών τους που δεν μπόρεσαν να προστατεύσουν τις ελληνικές πόλεις. 
Από την κατάσταση αυτήν θα επωφεληθεί ένας άγνωστος μέχρι τότε Συρακούσιος, ο Διονύσιος, ο οποίος θα επιτύχει από την Εκκλησία του Δήμου να διορισθεί στρατηγός αυτοκράτωρ και στην συνέχεια να καταλάβει όλη την εξουσία, ως τύραννος (=κυβερνήτης) πλέον των Συρακουσών (406 π.Χ.). 
Την Άνοιξη του 405 οι Καρχηδόνιοι θα πραγματοποιήσουν την τρίτη εισβολή τους στην Σικελία με αντικειμενικό στόχο την κατάληψη της Γέλας (βλ. Χάρτη). 
Ο Διονύσιος παρά τις προσπάθειές του να αποτρέψει την κατάληψη της πόλης, θα αναγκασθεί τελικά να την εκκενώσει, μεταφέροντας τους κατοίκους της στις Συρακούσες, όπως και τους κατοίκους της Καμάρινας (περίπου 40 χλμ. ΝΑ της Γέλας). Μπροστά στις υπέρτερες καρχηδονιακές δυνάμεις και επιθυμώντας να κερδίσει χρόνο, ο Διονύσιος θα υποχρεωθεί να συνθηκολογήσει και να δεχθεί τις προτάσεις των Καρχηδονίων. Ο Ιμίλκων, αντιμετωπίζοντας μια σοβαρή επιδημία που ενέσκηψε στο στρατόπεδό του και έχοντας επιτύχει σημαντικότατα κέρδη (με την συνθήκη, η επικυριαρχία των Καρχηδονίων επεκτεινόταν σε ολόκληρη την περιοχή των Ελύμων και των Σικανών, ο Σελινούς, ο Ακράγας, η Ιμέρα, η Γέλα και η Καμάρινα γίνονταν φόρου υποτελείς, ενώ οι Σικελοί και οι πόλεις Λεοντίνοι και Μεσσήνη, κηρύσσονταν αυτόνομοι και αποκτούσν την ανεξαρτησία τους από τις Συρακούσες), θα υπογράψει την σύναψη Ειρήνης. 
Ο Διονύσιος θα εκμεταλλευθεί στο έπακρον τα επόμενα χρόνια για να εδραιώσει την θέση του και να προετοιμασθεί εναντίον των Καρχηδονίων. Το 398 π.Χ. θα ξεσπάσει ο πρώτος πόλεμος εναντίον της Καρχηδόνος, η οποία αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα από επιδημίες. Ο Διονύσιος θα επιτύχει την κατάληψη της καρχηδονιακής πόλεως Μοτύης (397 π.Χ.), που αποτελούσε την σπουδαιότερη βάση τους στην Σικελία επί αιώνες, την οποία θα ισοπεδώσει.
        
Νόμισμα Σελινούντος
(Απόλλων και Άρτεμις σε άρμα-Η ποτάμια θεότης Σελινούς)

Ο Ιμίλκων, ο οποίος είχε ήδη διαδεχθεί στην διακυβέρνηση της Καρχηδόνος τον εξάδελφό του Αννίβα, μετά τον θάνατο του από φυσικά αίτια, έχοντας ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του, θα εισβάλει στην Σικελία επικεφαλής ενός τεράστιου στρατεύματος. Μετά από μια σειρά επιτυχιών ο Ιμίλκων θα πολιορκήσει και τις ίδιες τις Συρακούσες, την τελευταία πλέον ελληνική πόλη της Σικελίας που θα μπορούσε να αντιπαραταχθεί στους Καρχηδονίους. 
Οι Συρακούσιοι όμως, θα καταναυμαχήσουν τον στόλο των Καρχηδονίων και σε συνδυασμό με μια φοβερή επιδημία που ενέσκηψε και πάλι στο στρατόπεδο των Καρχηδονίων, θα επιτρέψουν στον Διονύσιο (που απουσίαζε μέχρι τότε σε αναζήτηση ενισχύσεων) να εκτελέσει ένα λεπτομερές και καλά οργανωμένο σχέδιο αντεπίθεσης. Οι Καρχηδόνιοι θα υποστούν ολοκληρωτική καταστροφή και από το τεράστιο εκστρατευτικό τους σώμα (οι αρχαίες πηγές αναφέρουν αριθμούς μεταξύ 300.000 και 150.000 ανδρών), μόλις 8.000 κατάφεραν να επιστρέψουν στην Καρχηδόνα (396 π.Χ.). 
Μεταξύ των ετών 396-393 ο Διονύσιος θα επιτύχει να ανακαταλάβει ένα μεγάλο μέρος της Σικελίας, στρεφόμενος ιδιαίτερα εναντίον των ιθαγενών Σικελών, που είχαν πάρει το μέρος των Καρχηδονίων, παρά τις συνθήκες που είχαν συνάψει μαζί του. 
Το 393 π.Χ. θα αποβιβασθεί στην Σικελία ο Μάγων ΙΙ που είχε διαδεχθεί τον Ιμίλκα και είχε αντιμετωπίσει ήδη με επιτυχία μια εκτεταμένη εξέγερση των Λίβυων δουλοπαροίκων της Καρχηδόνος, γεγονός που τον εμπόδιζε μέχρι τότε να ασχοληθεί με την Σικελία. 
Ο Διονύσιος θα νικήσει στην μάχη τους Καρχηδόνιους, αλλά ο πόλεμος θα συνεχισθεί και τον επόμενο χρόνο, οπότε ο καταπονημένος Μάγων θα αναγκασθεί να ζητήσει Ειρήνη. Οι όροι της ήσαν ιδιαίτερα ευνοϊκοί για τον Διονύσιο, αφού οι Καρχηδόνιοι όχι μόνον εγκατέλειπαν κάθε δικαίωμα επί των ελληνικών πόλεων της Σικελίας, αλλά επιπλέον ανεγνώριζαν την κυριαρχία του Διονυσίου επί των ιθαγενών Σικελών (392 π.Χ.).

 (Συνεχίζεται)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish