(Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
Το 383 π.Χ. θα ξεσπάσει ο δεύτερος πόλεμος του Διονυσίου εναντίον των Καρχηδονίων. Τα πρώτα χρόνια θα κυλήσουν με μικροσυμπλοκές και αψιμαχίες, αλλά το 379 π.Χ. ο Διονύσιος θα κερδίσει μια σημαντική μάχη εκ παρατάξεως που θα λήξει με συντριβή των Καρχηδονίων, οι οποίοι θα χάσουν 10.000 άνδρες που έπεσαν νεκροί, ενώ θα συλληφθούν 5.000 αιχμάλωτοι. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο ίδιος ο Μάγων. Ο Διονύσιος όμως δεν θα εκμεταλλευθεί αυτήν την νίκη του και θα δώσει την ευκαιρία στους Καρχηδονίους να αναδιοργανωθούν και στην μάχη που ακολούθησε οι Καρχηδόνιοι θα νικήσουν. Τελικώς το 378 π.Χ. θα συναφθεί συμφωνία ειρήνευσης με βαρείς όρους για τον Διονύσιο.
Ο τρίτος πόλεμος του Διονυσίου εναντίον των Καρχηδονίων θα εκραγεί το 368 π.Χ. όταν ο τύραννος των Συρακουσών έκρινε ότι ένας νέος λοιμός και μια νέα εξέγερση των Λίβυων υποτελών τους είχαν εξασθενίσει σημαντικά τους Καρχηδονίους. Ο Διονύσιος θα επιχειρήσει να ανακαταλάβει τις περιοχές που είχε παραχωρήσει δέκα χρόνια νωρίτερα στην Καρχηδόνα, στόχο που πέτυχε να πραγματοποιήσει σε μεγάλο βαθμό, φθάνοντας μέχρι το Λιλύβαιον, την μεγάλη ναυτική βάση των Καρχηδονίων, το οποίο πολιόρκησε χωρίς όμως να το εκπορθήσει, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών του Χειμώνα που ενέσκηψε.
Οι Καρχηδόνιοι θα επωφεληθούν και θα επιδράμουν αιφνιδιαστικά, με αποτέλεσμα να αιχμαλωτίσουν το μεγαλύτερο τμήμα από επιλεγμένα πλοία του στόλου του Διονυσίου, που τα είχε κρατήσει να διαχειμάσουν στο γειτονικό λιμάνι του Δρεπάνου, στέλνοντας τα υπόλοιπα στις Συρακούσες. Οι αντίπαλες δυνάμεις προετοιμάζονταν να επαναλάβουν τις εχθροπραξίες την επόμενη Άνοιξη, αλλά ο θάνατος του Διονυσίου στις αρχές του 367 π.Χ. θα ανατρέψει πλήρως την κατάσταση.
Τον Διονύσιο τον πρεσβύτερο θα διαδεχθεί ο γιος του με το ίδιο όνομα, γνωστός ως Διονύσιος ο νεώτερος, ο οποίος θα συνάψει τελικώς το 364 π.Χ. συνθήκη Ειρήνης με τους Καρχηδονίους. Ο Διονύσιος είχε ήδη προσκαλέσει στις Συρακούσες ως σύμβουλό του, τον μεγάλο φιλόσοφο Πλάτωνα (ο οποίος είχε επισκεφθεί παλαιότερα την πόλη το 388 π.Χ. για να γνωρίσει τον βίο των Σικελιωτών, αλλά αποχώρησε εσπευσμένα μετά την αποτυχία του να πείσει τον Διονύσιο τον πρεσβύτερο να εγκαταλείψει την τυραννίδα) και ο φιλόσοφος θα αποδεχθεί την πρόσκληση, φθάνοντας στην πόλη για δεύτερη φορά το 366 π.Χ. Σύντομα όμως ο Πλάτων θα επιστρέψει απογοητευμένος στην Αθήνα.
Τα επόμενα χρόνια θα κυλήσουν με τις προσπάθειες του Διονυσίου να διατηρήσει τον έλεγχο των Συρακουσών, χωρίς απόλυτη επιτυχία. Το 357 π.Χ. θα εκδιωχθεί, αλλά το 346 π.Χ. θα καταλάβει και πάλι την εξουσία.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι Καρχηδόνιοι θα συνάψουν το 348 π.Χ. την λεγόμενη «Δεύτερη Συνθήκη» συνεργασίας με την Ρώμη, το κείμενο της οποίας έχει διασώσει ο Πολύβιος (Γ΄ ΙΙΙ. 24).
Ο Διονύσιος ο νεώτερος θα απομακρυνθεί οριστικά από την εξουσία το 344 π.Χ. και αυτή θα παραδοθεί στον ικανότατο και υψηλού ηθικού αναστήματος Κορίνθιο στρατηγό Τιμολέοντα, τον οποίον είχαν αποστείλει οι Κορίνθιοι (οι ιδρυτές και αποικιστές των Συρακουσών) στην Σικελία, επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος, ανταποκρινόμενοι σε σχετικό αίτημα των Συρακουσίων, που είχαν πληροφορηθεί ότι οι Καρχηδόνιοι προετοίμαζαν και πάλι ένα μεγάλο στρατό εισβολής. Η κυρίως εισβολή θα πραγματοποιηθεί τελικώς την Άνοιξη του 341 π.Χ. και οι Καρχηδόνιοι θα αποβιβάσουν στην Σικελία ένα τεράστιο στράτευμα (60.000 άνδρες) από μισθοφόρους Ίβηρες, Κέλτες της Ισπανίας (=Κελτίβηρες), Λίγυες, Νομάδες (=Νουμιδούς) και Λίβυες, καθώς και 10.000 Καρχηδονίους, με στόχο την ολοκληρωτική εξόντωση των Ελλήνων της Σικελίας.
Η εισβολή όμως θα αποτύχει, μετά την ολοκληρωτική νίκη που πέτυχε ο Τιμολέων στον ποταμό Κριμησσό της δυτικής Σικελίας. Οι Καρχηδόνιοι θα υποστούν βαρύτατες απώλειες: Δέκα χιλιάδες νεκροί θα πέσουν στο πεδίο της μάχης, από τους οποίους 3.000 Καρχηδόνιοι πολίτες, αριθμός πρωτοφανής, χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της πόλεως, ενώ θα συλληφθούν 15.000 αιχμάλωτοι.
Τα υπολείμματα του εκστρατευτικού σώματος προκάλεσαν τον πανικό στους Καρχηδονίους, όταν επέστρεψαν στην πόλη τους, ενώ οι φήμες ότι οι Έλληνες ετοιμάζονται να εισβάλουν στην Λιβύη (=Αφρική), είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρξει γενική κινητοποίηση και συστηματική στρατολόγηση μισθοφόρων, μεταξύ των οποίων και Ελλήνων, που οι πολεμικές ικανότητές τους ήσαν πλέον αυταπόδεικτες και για τους πλέον δύσπιστους Καρχηδονίους, μετά την μάχη του Κριμισσού.
Το νέο εκστρατευτικό σώμα των Καρχηδονίων θα αποβιβασθεί στο ΒΑ άκρο της Σικελίας, στην Μεσσήνη, όπου θα εξασφαλίσουν την συμμαχία δύο τυράννων, του Ικέτα και του Μάμερκου. Μετά από κάποιες αρχικές μικρές επιτυχίες, οι Καρχηδόνιοι και οι σύμμαχοί τους θα υποστούν σοβαρές ήττες από τον Τιμολέοντα και το 338 π.Χ. θα ζητήσουν να συναφθεί συνθήκη Ειρήνης, με την οποία ο ποταμός Άλυκος, τα αρχαίο σύνορο Καρχηδονίων και Ελλήνων (πριν από την ίδρυση του Σελινούντος στα δυτικά του), θα αποτελέσει και πάλι το όριο μεταξύ των δύο επικρατειών.
Η περίοδος αυτή της ιστορίας της Καρχηδόνος (τέλη 4ου αιώνα π.Χ.) χαρακτηρίζεται από την προσωπικότητα του Άννωνος (του επονομαζόμενου Μέγα, για να διακρίνεται από τον ομώνυμό του εξερευνητή, του 5ου αιώνα π.Χ. Υπάρχει όμως και ένας άλλος Άννων ο Μέγας με τον οποίον δεν πρέπει να συγχέονται οι δύο προηγούμενοι, στρατηγός των Καρχηδονίων, πολιτικός αντίπαλος και ορκισμένος εχθρός των Βαρκιδών, Αμίλκα και Αννίβα, που γεννήθηκε το 270 π.Χ. και πέθανε το 190 π.Χ. περίπου). Ο Άννων, κατά τον Ιουστίνο (ΧΧ.5, ΧΧΙ.4), ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος της πόλης, για τον οποίον κυκλοφορούσε η φήμη ότι διέθετε τόσα χρήματα, όσο και η ίδια η πόλη-κράτος της Καρχηδόνος! Μια από τις πρώτες ενέργειές του, όταν ανέλαβε την εξουσία, ήταν να καταδικάσει σε θάνατο τον αρχηγό της αντιπολίτευσης, ο οποίος ήταν επικεφαλής μιας σημαντικής μερίδας πολιτών που επιθυμούσαν τον συμβιβασμό και την συμφιλίωση με τις Συρακούσες.
Ο Άννων, μισούσε τους Έλληνες και επεδίωκε ολοκληρωτική σύγκρουση μαζί τους, ώστε να επιτύχει την πλήρη εξόντωσή τους, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να απαγορεύσει με Νόμο την διδασκαλία των Ελληνικών!
Το πολίτευμα της άτυπης βασιλείας, που είχε η Καρχηδόνα για παραπάνω από δύο αιώνες (με την διακυβέρνηση των Μαγωνιδών), θα καταργηθεί με την ανατροπή του Άννωνος του Μέγα, μετά από λαϊκή εξέγερση, όταν θα επιχειρήσει να αποκτήσει απόλυτη εξουσία καταπιέζοντας τις νόμιμες αρχές (ένα είδος Συγκλήτου ή Γερουσίας). Ο Άννων θα συλληφθεί ζωντανός και θα θανατωθεί μετά από φρικτά βασανιστήρια.
Έτσι, με το τέλος της Δυναστείας των Μαγωνιδών και την πτώση του Άννωνος, στην Καρχηδόνα θα εγκατασταθεί ένα ολιγαρχικό καθεστώς, το οποίο ο Αριστοτέλης (Πολιτικά, 1272) συγκρίνει με τα καθεστώτα της Σπάρτης και της (δωρικής) Κρήτης (βλ. για τα παραπάνω C.A.H. Vol. VI σελ. 373-374).
Γύρω στο 320 π.Χ. οι Καρχηδόνιοι θα αρχίσουν να αναμειγνύονται και πάλι στις υποθέσεις της Σικελίας. Στην Καρχηδόνα, ο στρατηγός Αμίλκας, θα διορισθεί επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων της Σικελίας και φθάνοντας εκεί θα αρχίσει να οργανώνει τις καρχηδονιακές δυνάμεις με στόχο την κατάληψη και του ανατολικού τμήματος της νήσου.
Εκείνη την περίοδο είχε εμφανισθεί στα πολιτικά πράγματα των Συρακουσών ο φιλόδοξος και ικανότατος Αγαθοκλής, ο οποίος επεδίωκε να καταλάβει την εξουσία, γεγονός που τον έφερε σε σύγκρουση με τους Συρακουσίους και εξορίσθηκε. Ο Αγαθοκλής όμως δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές του για να επικρατήσει. Συγκεντρώνοντας μισθοφορικές δυνάμεις και μετά από επιτυχίες του στην ανατολική Σικελία, θα βαδίσει εναντίον των Συρακουσών, αλλά θα έλθει αντιμέτωπος με τον Αμίλκα, ο οποίος ανταποκρινόμενος σε αίτημα των Συρακουσίων (!), θα σπεύσει στην περιοχή, φοβούμενος την αύξηση της δυνάμεως του Αγαθοκλή. Οι δύο άνδρες θα έλθουν τελικώς σε συνεννόηση και ο Αγαθοκλής θα πείσει τον Αμίλκα να αποχωρήσει, αφήνοντάς του ελεύθερο πεδίο δράσεως στις Συρακούσες, με αντάλλαγμα, καθώς λέγεται, να τον βοηθήσει να επιβληθεί πραξικοπηματικά στην Καρχηδόνα (βλ. Ι.Ε.Ε. τομ. Δ΄ σελ. 326). Μετά την αποχώρηση των καρχηδονιακών δυνάμεων, οι Συρακούσιοι θα αναγκασθούν να ανοίξουν τις πύλες τους στον Αγαθοκλή, αφού τον υποχρέωσαν να ορκισθεί στο ιερό της Δήμητρας ότι θα σεβασθεί τους ελεύθερους θεσμούς της πόλεως. Ο Αγαθοκλής όμως, θα εκμεταλλευθεί τις εσωτερικές και ταξικές διαμάχες και θα επιτύχει, μετά την εξόντωση των ευπορότερων πολιτών, να αναγνωρισθεί «στρατηγός-αυτοκράτωρ» και στην συνέχεια «επιμελητής της πόλεως», συγκεντρώνοντας έτσι όλες τις εξουσίες.
Μεταξύ των ετών 316-314 π.Χ. ο Αγαθοκλής θα επεκτείνει την κυριαρχία του σε ολόκληρο σχεδόν το ελληνικό τμήμα της Σικελίας και τελικώς ο συνασπισμός των πόλεων Ακράγαντος, Γέλα και Μεσσήνης (οι βασικοί αντίπαλοι του Αγαθοκλέους), θα εξαναγκασθεί να συνθηκολογήσει, με την πρόθυμη διαμεσολάβηση των Καρχηδονίων. Οι όροι της συνθήκης Ειρήνης (314 π.Χ.) ήσαν ιδιαίτεροι ευνοϊκοί για τους Συρακουσίους και υποστηρίχθηκε μάλιστα ότι υπήρξε συμπαιγνία μεταξύ του Αμίλκα και του Αγαθοκλή. Εν πάση περιπτώσει, ο Αγαθοκλής θα σπεύσει να εφαρμόσει τους όρους της συνθήκης, ενώ παράλληλα θα επιδοθεί σε εκτεταμένους εξοπλισμούς. Οι Μεσσήνιοι όμως θα στείλουν αντιπροσωπεία στην Καρχηδόνα, αρνούμενοι να αναγνωρίσουν την Συνθήκη και θα κατηγορήσουν τον Αμίλκα για συμπαιγνία με τον Αγαθοκλή. Ο Αμιλκας όμως θα αποβιώσει, πριν προλάβει να επιστρέψει και να λογοδοτήσει στις καρχηδονιακές Αρχές, οι οποίες απέφυγαν να εμπλακούν σε νέα σύγκρουση με τους Συρακουσίους. Μετά από αυτές τις εξελίξεις, οι Μεσσήνιοι θα υποχρεωθούν να παραδοθούν στον Αγαθοκλή.
Ήδη όμως η πολιτική των Καρχηδονίων είχε μεταστραφεί και θα αποφασίσουν να πραγματοποιήσουν μια εκτεταμένη εισβολή, πριν καταληφθεί ολόκληρη η Σικελία από τον Αγαθοκλή. Ένας άλλος Αμίλκας, γιος του Καρχηδονίου στρατηγού Γίσκωνος, θα τεθεί επικεφαλής και την Άνοιξη του 311 π.Χ. ο στρατός εισβολής θα αποβιβασθεί στην Σικελία.
Στα τέλη Ιουνίου του 311 οι Καρχηδόνιοι, που απέφευγαν μέχρι τότε την μάχη, θα εξαναγκασθούν να εμπλακούν μετά από ένα στρατήγημα του Αγαθοκλέους και η σύρραξη θα γενικευθεί. Η μάχη του ποταμού Ιμέρα (στο νότιο τμήμα της Σικελίας, μεταξύ Ακράγαντος και Γέλας), παρά την αρχικώς ευνοϊκή έκβασή του υπέρ των δυνάμεων του Αγαθοκλέους, θα καταλήξει σε πανωλεθρία των Ελλήνων.
Ο δυνάστης των Συρακουσών θα οχυρωθεί τότε με τους επιζήσαντες από την μάχη στην πόλη Γέλα, καθυστερώντας τους Καρχηδονίους και όταν ολοκληρώθηκε η θερινή συγκομιδή, θα επιστρέψει στις Συρακούσες. Έχοντας περιέλθει ο Αγαθοκλής σε δεινή θέση, μετά από την προσχώρηση πολλών ελληνικών πόλεων στους Καρχηδονίους και την πολιορκία των Συρακουσών από στεριά και θάλασσα, θα συλλάβει ένα εξαιρετικά παράτολμο σχέδιο αντιπερισπασμού: Τον Αύγουστο του 310 π.Χ. επικεφαλής επιλεγμένων δυνάμεων που επιβίβασε σε 60 πλοία και αφού παραπλάνησε τους Καρχηδονίους για τον τελικό του προορισμό, θα κατευθυνθεί στην ίδια την Καρχηδόνα!
Η εισβολή του Αγαθοκλή είχε τα αποτελέσματα που ανέμενε. Οι Καρχηδόνιοι θα πανικοβληθούν, πιστεύοντας ότι όλες οι στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις τους στην Σικελία είχαν καταστραφεί και ο εχθρός (οι πρώτες ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις που εισέβαλαν στην Καρχηδόνα) ήλθε στην Αφρική για να δώσει την χαριστική βολή. Σύντομα όμως έφθασαν πληροφορίες για την πραγματική κατάσταση και οι Καρχηδόνιοι, συγκεντρώνοντας ένα σημαντικό στράτευμα 40.000 πεζών και 2500 ιππέων, θα επιτεθούν στον Αγαθοκλή και στους 13.000 περίπου άνδρες του. Η μάχη θα δοθεί κοντά στον Τύνητα (Σεπτέμβριος του 310 π.Χ.), μια πόλη μόλις 12 χλμ. μακριά από την Καρχηδόνα. Η στρατηγική ιδιοφυΐα του Αγαθοκλέους και η κατάλληλη διάταξη των δυνάμεών του θα έχουν ως αποτέλεσμα οι καρχηδονιακές δυνάμεις να συντριβούν και να τραπούν σε άτακτη φυγή. Οι Καρχηδόνιοι θα αφήσουν στο πεδίο της μάχης πάνω από 3.000 νεκρούς, ενώ οι απώλειες των Ελλήνων ήσαν μόλις 200 άνδρες!
Στην πόλη της Καρχηδόνος, το αποτέλεσμα της μάχης ήταν καταλυτικό. Η συντριβή των δυνάμεών της σε τόση μικρή απόσταση, η συστηματική δήωση της υπαίθρου και η απειλή κατάληψης της ίδιας της Καρχηδόνος θα προκαλέσουν πανικόβλητες αντιδράσεις και εκδηλώσεις δεισιδαιμονίας.
Ένα παλιό έθιμο θα αναβιώσει και 500 μικρά παιδιά από τις αριστοκρατικότερες οικογένειες της πόλης θα θυσιασθούν με την θέλησή τους στον θεό Βάαλ-Άμμωνα (και όχι στον Μολώχ, όπως παλαιότερα πίστευαν, από λανθασμένη ερμηνεία των επιγραφών). Ταυτόχρονα, θα διαταχθεί ο Αμίλκας να στείλει επειγόντως 5.000 άνδρες από την Σικελία πίσω στην Καρχηδόνα. Ο Αμίλκας πριν στείλει το απόσπασμα που του ζήτησαν, θα κάνει ακόμα μια προσπάθεια να καταλάβει τις Συρακούσες, αλλά θα αποτύχει και θα αναγκασθεί να απομακρυνθεί από την πόλη για να διαχειμάσει. Στο μεταξύ, ο Αγαθοκλής θα καταλάβει ολόκληρη την ανατολική ακτή της καρχηδονιακής επικράτειας, προσελκύοντας μάλιστα ως συμμάχους και πολλούς ιθαγενείς Λίβυες.
Την Άνοιξη του 309 π.Χ. ο Αμίλκας, συγκεντρώνοντας ένα τεράστιο στράτευμα από όλη την Σικελία θα επαναλάβει τις προσπάθειές του για την άλωση των Συρακουσών. Μπροστά στα τείχη όμως της πόλεως, οι ετερόκλητες δυνάμεις των Καρχηδονίων και των συμμάχων τους θα υποστούν τρομερή πανωλεθρία, με αποτέλεσμα όχι μόνον να διαλυθεί το στράτευμα, αλλά και ο ίδιος ο Αμίλκας να συλληφθεί αιχμάλωτος και να βρει ατιμωτικό θάνατο από τους Συρακουσίους. Οι Καρχηδόνιοι, που απέμειναν πλέον χωρίς συμμάχους, θα εκλέξουν νέο στρατηγό και θα συνεχίσουν τυπικά την πολιορκία.
Στην Αφρική, η χρονιά θα κυλήσει χωρίς ιδιαίτερες επιτυχίες και ο Αγαθοκλής, έχοντας πεισθεί πλέον ότι με τις περιορισμένες δυνάμεις του δεν πρόκειται να έχει ουσιαστικά αποτελέσματα, θα στείλει πρέσβεις στον ημιανεξάρτητο δυνάστη της Κυρηναϊκής, στρατηγό του βασιλέως της Αιγύπτου Πτολεμαίου Α΄, τον Οφέλλα (αναφέρεται και ως Οφέλτας). Ο Αγαθοκλής, πρότεινε να τον βοηθήσει ο Οφέλλας στην κατάκτηση της Καρχηδόνος, οπότε τα καρχηδονιακά στρατεύματα θα εκκένωναν αναγκαστικά την Σικελία και έτσι ο μεν Οφέλλας θα επεξέτεινε την επικράτειά του σε όλα τα καρχηδονιακά εδάφη της Αφρικής, ενώ ο Αγαθοκλής θα αναδεικνυόταν σε αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα ολόκληρης της ελεύθερης πλέον Σικελίας.
Στις αρχές του 308 π.Χ. ο Αγαθοκλής θα επιτύχει μια ακόμη περιφανή νίκη εναντίον των Καρχηδονίων και των Ελλήνων μισθοφόρων τους, στον άνω ρου του ποταμού Βαγράδα, στα ΝΔ της Καρχηδόνος, στο εσωτερικό. Το Φθινόπωρο του 308 π.Χ. και μετά από εντατικές προετοιμασίες, ο παλαιός «εταίρος» και συμπολεμιστής του Μ. Αλεξάνδρου, Οφέλλας, θα φθάσει στην περιοχή της Καρχηδόνος με ένα σημαντικό στράτευμα.
Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες των γεγονότων που οδήγησαν στην αποτυχία αυτού του μεγαλεπήβολου εγχειρήματος, το οποίο θα έφερνε την ελληνική κυριαρχία σε όλη την Β. Αφρική μέχρι τις ακτές του Ατλαντικού, όπως είχε σχεδιασθεί. Οι δύο άνδρες θα συγκρουσθούν για άγνωστους λόγους και ο Οφέλλας θα δολοφονηθεί. Ο Αγαθοκλής θα καταφέρει να προσεταιρισθεί τους στρατιώτες του Οφέλλα και με τις νέες αυτές δυνάμεις θα συμπληρώσει την κατάκτηση του δυτικού τμήματος της Καρχηδονιακής επικράτειας (Άνοιξη του 307 π.Χ.). Τότε, οι εξελίξεις στην Σικελία (δημιουργία συνασπισμού εναντίον του με επικεφαλής τους Ακραγαντίνους), θα εξαναγκάσουν τον Αγαθοκλή να επιστρέψει στο νησί, έχοντας ολοκληρώσει την κατάκτηση των εδαφών των Καρχηδονίων, εκτός φυσικά από την ίδια την Καρχηδόνα.
Επικεφαλής των δυνάμεων που παρέμειναν, ο Αγαθοκλής τοποθέτησε τον γιο του, Αρχάγαθο.
Ο Αγαθοκλής με τους 2.000 άνδρες που πήρε μαζί του έφθασε στις Συρακούσες, αλλά δεν χρειάσθηκε να πολεμήσει με τους Ακραγαντίνους, οι δυνάμεις των οποίων είχαν ήδη συντριβεί σε μια αποφασιστική μάχη από τους στρατηγούς του Αγαθοκλέους. Θα εκστρατεύσει όμως σε διάφορες περιοχές της Σικελίας, όπου θα συνάψει συμμαχίες και θα αποσπάσει σημαντικές περιοχές από τους Καρχηδονίους καταλαμβάνοντας αρκετές πόλεις, αλλά οι επιτυχίες του αυτές θα προκαλέσουν την αντίδραση πολλών πόλεων της Σικελίας, που με προτροπή των εξορίστων Συρακουσίων, θα συμμαχήσουν εναντίον του.
Ο Αγαθοκλής θα αποφύγει να συγκρουσθεί με τον στρατό των συμμάχων πόλεων και θα επιστρέψει εσπευσμένα στην Αφρική, όπου οι Καρχηδόνιοι στρατηγοί Άννων, Ατάρβας και Ιμίλκων, θα νικήσουν τις ελληνικές δυνάμεις και θα πολιορκήσουν στο οχυρωμένο του στρατόπεδο στον Τύνητα, τον Αρχάγαθο.
Η επιστροφή του Αγαθοκλέους στην Αφρική ανακούφισε προσωρινά την κατάσταση, αφού έλυσε την πολιορκία, αλλά στην συνέχεια οι υπέρτερες καρχηδονιακές δυνάμεις θα προκαλέσουν βαριές απώλειες και ο Αγαθοκλής θα βρεθεί πολιορκημένος. Τότε θα πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει την εκστρατεία της Αφρικής και να επιστρέψει στην Σικελία (Νοέμβριος του 307 π.Χ.), μετά από περιπετειώδη διαφυγή (οι μισθοφόροι δεν του επέτρεπαν να αναχωρήσει και δολοφόνησαν τους δυο γιους του, Αρχάγαθο και Ηρακλείδη).
Η κατάσταση στην Σικελία όταν επέστρεψε ο Αγαθοκλής ήταν απελπιστική, αλλά χάρη στην ακατάβλητη ενεργητικότητά του και στις αδιαμφισβήτητες ικανότητές του, σύντομα θα βελτιωθεί σημαντικά.
Το 306 π.Χ. ο Αγαθοκλής θα συνάψει συνθήκη Ειρήνης με τους Καρχηδονίους (την ίδια χρονιά που θα συναφθεί η «Τρίτη Συνθήκη» συνεργασίας Ρώμης – Καρχηδόνος) και στο διάστημα 305-303 π.Χ. θα υποτάξει ολόκληρη την ανατολική Σικελία. Τότε, κατά πάσα πιθανότητα έλαβε και τον τίτλο του «Βασιλέως». Έχοντας υποτάξει ήδη το μεγαλύτερο τμήμα της Σικελίας, ο Αγαθοκλής θα επεκτείνει το κράτος του όχι μόνον και στην νότια Ιταλία, αλλά και στο Ιόνιο (Κέρκυρα και Λευκάδα – 299/298 π.Χ.). Σχεδίαζε μάλιστα να εισβάλει και πάλι στην Καρχηδόνα, αλλά αυτήν την φορά με οργανωμένο και πολυάριθμο στρατό και στόλο, που θα του εξασφάλιζαν την επιτυχία του εγχειρήματος.
Προβλήματα στην Ν. Ιταλία θα αναβάλουν την εκστρατεία, αλλά και οικογενειακές έριδες για την διαδοχή του. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Αγαθοκλής θα παντρέψει την κόρη του Λάνασσα, η οποία έλαβε ως προίκα την Κέρκυρα, με τον βασιλέα των Μολοσσών, τον περίφημο Πύρρο Α΄.
Ο μεγάλος αυτός άνδρας θα αποβιώσει πριν ολοκληρώσει τα σχέδιά του, σε ηλικία 72 ετών (πιθανότατα από καρκίνο της γνάθου), το 289 π.Χ. (βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω Ι.Ε.Ε. τομ. Δ΄ σελ. 324-348 και C.A.H. Vol. VII part I σελ. 384-411
Το κράτος του Αγαθοκλέους θα διαλυθεί μετά τον θάνατό του και οι πρώτοι που θα προσπαθήσουν να επωφεληθούν από την γενικευμένη αναρχία που προέκυψε, ήσαν οι Καρχηδόνιοι, όπως 65 περίπου χρόνια πριν, μετά την διάλυση του κράτους του Διονυσίου του πρεσβύτερου.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως που είχε δημιουργηθεί, ήταν η δράση των μισθοφόρων, που ανεξέλεγκτοι πλέον, είχαν συμμαχήσει αρχικώς με τους Καρχηδονίους. Οι Συρακούσιοι, μπροστά στις συνδυασμένες και υπέρτερες δυνάμεις των αντιπάλων τους, θα υποχρεωθούν το 287 π.Χ. να συνθηκολογήσουν με βαρείς όρους, παραδίνοντας μάλιστα και 400 ομήρους στους Καρχηδονίους.
Τα επόμενα έτη (286-285), η απειλή των μισθοφόρων (οι περισσότεροι από τους οποίους ήσαν Οπικοί δηλ. Καμπανοί), θα δημιουργήσει εκρηκτικές καταστάσεις, αλλά οι Συρακούσιοι θα επιτύχουν να τους δεσμεύσουν να εγκαταλείψουν την Σικελία. Αυτοί όμως, αντί να κατευθυνθούν στα στενά της Μεσσήνης και να διαπεραιωθούν στην νότια Ιταλία, άρχισαν τις λεηλασίες στην ανατολική Σικελία και θα καταστρέψουν τις πόλεις Καμάρινα και Γέλα. Τελικώς, θα φθάσουν στην Μεσσήνη, όπου οι κάτοικοί της θα διαπράξουν το θανάσιμο λάθος να τους προσλάβουν στην υπηρεσία τους. Οι μισθοφόροι, θα εντυπωσιασθούν από τον πλούτο των Μεσσηνίων και μια νύχτα θα επιτεθούν εναντίον της πόλης, την οποία θα καταλάβουν. Ο ανδρικός πληθυσμός της Μεσσήνης θα σφαγιασθεί ή θα υποδουλωθεί, ενώ οι υπόλοιποι θα εγκαταλείψουν πανικόβλητοι την πόλη τους. Τις γυναίκες των Μεσσηνίων αντίθετα, τις προστάτευσαν και τις πήραν ως συζύγους.
Οι νέοι κύριοι της Μεσσήνης, οι διαβόητοι Μαμερτίνοι, όπως ονόμαζαν τους εαυτούς τους (δηλ. πιστούς του θεού του πολέμου Μάμερτου, αντίστοιχου με τον θεό Άρη των Ελλήνων), θα κυβερνήσουν την πόλη σύμφωνα με τους δικούς τους θεσμούς. Οι Μαμερτίνοι, έγιναν σύντομα η μάστιγα της βορειοανατολικής Σικελίας είτε επιβάλλοντας βαρείς φόρους στις πόλεις που κατελάμβαναν και ενέτασσαν στο κράτος τους, είτε διενεργώντας ληστρικές επιδρομές στις πόλεις των γειτονικών περιοχών. Παράλληλα, οι Καρχηδόνιοι επεκτείνουν διαρκώς την επικράτειά τους και το 279/278 π.Χ. θα πολιορκήσουν τις Συρακούσες.
Τότε οι Συρακούσιοι, απηυδισμένοι και απογοητευμένοι από την όλη κατάσταση, θα αρχίσουν να στέλνουν αλλεπάλληλες πρεσβείες για βοήθεια στην μεγαλύτερη μορφή του ελληνισμού αυτής της περιόδου, τον Βασιλέα των Μολοσσών Πύρρο Α΄, ο οποίος από την Άνοιξη του 280 π.Χ. είχε αποβιβασθεί στην Μεγάλη Ελλάδα (μετά από πρόσκληση των κατοίκων του Τάραντος, βλ. λεπτομέρειες για όσα προηγήθηκαν στο λήμμα Λευκανοί), για να πολεμήσει τους Ρωμαίους.
Αργυρό τετράδραχμο Πύρρου Α΄
Ο Πύρρος θα πάρει τελικά την απόφαση να βοηθήσει τους Συρακουσίους και να αποτρέψει έτσι την επικείμενη ολοκληρωτική κατάκτηση της Σικελίας από τους Καρχηδονίους. Το φθινόπωρο του 278 π.Χ. οι δυνάμεις του (10.000 πεζοί και πιθανόν 1000 ιππείς, καθώς και οι πολεμικοί του ελέφαντες), θα πλεύσουν αρχικά στο Ταυρομένιον (σημερ. Taormina), όπου ο δυνάστης της πόλεως Τυνδαρίων θα δεχθεί φιλικά τον Πύρρο και θα συμμαχήσει μαζί του. Στην συνέχεια οι δυνάμεις του Πύρρου θα αποβιβασθούν στην Κατάνη και θα βαδίσουν θριαμβευτικά προς τις Συρακούσες, όπου ο βασιλεύς της Ηπείρου εισήλθε ως ελευθερωτής. Οι Καρχηδόνιοι, φοβούμενοι μήπως βρεθούν περικυκλωμένοι, είχαν ήδη σπεύσει να λύσουν την πολιορκία.
Η δημοτικότητα του Πύρρου μεταξύ των Σικελιωτών αυξανόταν συνεχώς και στην διάρκεια του Χειμώνα, όλες οι ελληνικές πόλεις προσχώρησαν στον απελευθερωτικό αγώνα που ανέλαβε εναντίον των Καρχηδονίων, αναγνωρίζοντάς τον, όχι απλώς ως αρχιστράτηγο, αλλά ως βασιλέα της Σικελίας.
Την Άνοιξη του 277 π.Χ. ο Πύρρος, έχοντας οργανώσει την διοίκηση των Συρακουσών και των άλλων περιοχών που είχε υπό τον έλεγχό του, θα ξεκινήσει την εκστρατεία απελευθέρωσης της Σικελίας από τους Καρχηδόνιους. Ο πρώτος σταθμός του ήταν ο Ακράγας, τον οποίο σκόπευε να χρησιμοποιήσει ως προκεχωρημένη βάση εναντίον της καρχηδονιακής επικράτειας. Ο Δυνάστης του Ακράγαντα, ο Σωσίστρατος (εγγονός πιθανόν του ομώνυμου πολιτικού αντιπάλου του Αγαθοκλέους των Συρακουσών), παρέδωσε την πόλη και άλλους 30 οικισμούς (πολίσματα) που κατείχε και έθεσε υπό τις διαταγές του Πύρρου ένα επίλεκτο σώμα 8.000 πεζών και 800 ιππέων. Έτσι, μαζί με όλες τις συμμαχικές δυνάμεις, το εκστρατευτικό σώμα του Πύρρου θα φθάσει τους 30.000 πεζούς, 2.500 ιππείς και μαζί με τους πολεμικούς ελέφαντες και τις άφθονες πολιορκητικές μηχανές, θα συγκροτήσουν μια επίφοβη στρατιά, η οποία όμως εξακολουθούσε να είναι υποδεέστερη αριθμητικά των Καρχηδονίων (που πρέπει να διέθεταν πολύ περισσότερους από τους 50.000 άνδρες, οι οποίοι είχαν πολιορκήσει τις Συρακούσες). Παρά την αριθμητική τους υπεροχή οι Καρχηδόνιοι θα αποφύγουν συστηματικά να δώσουν εκ παρατάξεως μάχη με τους Έλληνες, έχοντας πικρή πείρα από το παρελθόν.
Σύντομα ο Πύρρος, συνεχίζοντας την προέλασή του ανατολικά, θα απελευθερώσει την Ηράκλεια Μινώα και τον Σελινούντα και στην συνέχεια θα στραφεί βόρεια, στην περιοχή των Ελύμων. Οι πόλεις τους θα παραδοθούν και μεταξύ αυτών και η πρωτεύουσά τους Έγεστα. Η μοναδική σοβαρή αντίσταση που θα συναντήσουν οι Έλληνες, ήταν στην πόλη του Έρυκος (Έρυξ, Eryx), η ακρόπολη του οποίου (750 μέτρα πάνω από την θάλασσα) είχε οχυρωθεί καλά και διέθετε ισχυρή καρχηδονιακή φρουρά.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ηρακλής, διερχόμενος από την Σικελία, είχε νικήσει τον ομώνυμο με την πόλη τοπικό ήρωα και από τότε η πόλη και η περιοχή της ανήκαν στους απογόνους του.
Ο Πύρρος, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του απόγονο του Ηρακλέους, θέλοντας να επαναλάβει το κατόρθωμα του προγόνου του, θα πολιορκήσει με όλες του τις δυνάμεις τον Έρυκα. Η πόλη θα καταληφθεί σε μια τελική έφοδο, επικεφαλής της οποίας ήταν ο ίδιος ο Πύρρος, δίνοντας έξοχο παράδειγμα προσωπικής ανδρείας, όπως παραστατικά περιγράφει την όλη σκηνή ο Πλούταρχος.
Έχοντας αφήσει φρουρά στον Έρυκα, θα κατευθυνθεί ΒΑ προς την πόλη της Πανόρμου (σημερ. Παλέρμο), μια από τις σπουδαιότερες βάσεις των Καρχηδονίων, την οποία θα καταλάβει μετά από σύντομη πολιορκία. Έτσι, μέσα σε λίγους μήνες, ο Πύρρος έγινε κύριος ολόκληρης σχεδόν της Σικελίας, εκτός από το Λιλύβαιον, την τελευταία σημαντική βάση των Καρχηδονίων. Πριν όμως προχωρήσει εναντίον της, ο Πύρρος θα επιτεθεί εναντίον των διαβόητων Μαμερτίνων, θα τους νικήσει σε μια μάχη εκ παρατάξεως, αλλά δεν θα τους συντρίψει ολοκληρωτικά, παρ’ όλο που ελαχιστοποίησε σε μεγάλο βαθμό την δύναμή τους.
Θα πρέπει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό, ότι το 279/278 π.Χ. είχε συναφθεί η «Τέταρτη Συνθήκη» συνεργασίας των Καρχηδονίων με την Ρώμη, ενώ ο πόλεμος με τον Πύρρο βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και οι Ρωμαίοι είχαν υποστεί ήδη ταπεινωτικές ήττες από τον βασιλέα της Ηπείρου (Πολύβιος – Ιστορίαι Γ΄ 25).
Οι Ρωμαίοι, παρ’ όλα αυτά, θα αρνηθούν ευγενικά την προσφορά στρατιωτικής βοήθειας από τους Καρχηδονίους εναντίον του Πύρρου (βλ. λεπτομέρειες για τις συνθήκες μεταξύ Ρωμαίων και Καρχηδονίων πριν από τους καρχηδονιακούς πολέμους στο C.A.H. Vol. VII part 2, σελ. 517-537).
Όταν ο Πύρρος έφθασε μπροστά στα τείχη του Λιλύβαιου, οι Καρχηδόνιοι είχαν αποφασίσει να περισώσουν με κάθε τρόπο την τελευταία τους βάση στην Σικελία και να καταβάλουν κάθε στρατιωτική και διπλωματική προσπάθεια. Παρά τις Συμφωνίες και Συνθήκες που είχαν υπογράψει με την Ρώμη, οι Καρχηδόνιοι θα σπεύσουν να διαπραγματευθούν με τον Πύρρο, προτείνοντας να διατηρήσει τις μέχρι τότε κατακτήσεις του με αντάλλαγμα να παραμείνει το Λιλύβαιο στην κυριαρχία τους. Επί πλέον πρότειναν να του προσφέρουν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό ως αποζημίωση και να του διαθέσουν άφθονα πλοία ώστε να είναι σε θέση να μεταφέρει ένα μεγάλο εκστρατευτικό σώμα στην Ιταλία για την συνέχιση του πολέμου με τους Ρωμαίους.
Είναι άγνωστο το τι θα συνέβαινε αν ο Πύρρος αποδεχόταν τις προτάσεις των Καρχηδονίων. Δεν αποκλείεται να συνέτριβε οριστικά τους Ρωμαίους και να περιελάμβανε την Ρώμη στην επικράτειά του, οπότε η εξέλιξη της Παγκόσμιας Ιστορίας θα ήταν τελείως διαφορετική. Πολλές υποθέσεις μπορούν να γίνουν, αλλά παραμένει το γεγονός ότι ο Πύρρος, πιεζόμενος ίσως από τους συνεργάτες του, προτίμησε να διακόψει τις διαπραγματεύσεις και να ξεκινήσει την πολιορκία (τέλη του 277 π.Χ.). Μετά από δύο μήνες αποτυχημένων προσπαθειών και με βαριές απώλειες, θα εξαναγκασθεί να λύσει την πολιορκία και να επιστρέψει στις Συρακούσες για να διαχειμάσει. Η πολιορκία του Λιλύβαιου ήταν το κρίσιμο σημείο της όλης πορείας του Πύρρου και από εκεί και πέρα θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση.
Το σχέδιό του να μιμηθεί το εγχείρημα του νεκρού πεθερού του, Αγαθοκλή και να εκστρατεύσει στα εδάφη της ίδιας της Καρχηδόνος, όχι μόνον δεν θα βρει ανταπόκριση, αλλά θα προκαλέσει την έντονη δυσφορία των Συρακουσίων, οι οποίοι δεν ήσαν διατεθειμένοι να προβούν στις απαιτούμενες θυσίες για την συνέχιση του αγώνα. Αυτό θα τον φέρει σε οξεία αντίθεση μαζί τους και θα τον υποχρεώσει να λάβει μέτρα εναντίον τους. Επί πλέον, πολλές πόλεις άρχισαν να αποστατούν και να ζητούν την βοήθεια των Μαμερτίνων, αλλά και των Καρχηδονίων εναντίον του Πύρρου!
Εν τω μεταξύ, η στρατιωτική κατάσταση στην νότιο Ιταλία συνεχώς χειροτέρευε, με αποτέλεσμα ο Πύρρος, αγανακτισμένος και απογοητευμένος, να αποφασίσει ότι δεν άξιζε τον κόπο να φθείρει τις ούτως ή άλλως λιγοστές δυνάμεις του για να παραμείνει στην Σικελία και θα προτιμήσει να γυρίσει στην νότιο Ιταλία, όπου τουλάχιστον εκτιμούσαν την βοήθειά του και έτσι να συνεχίσει τον πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων.
Το Φθινόπωρο του 276 π.Χ. ο Πύρρος θα εγκαταλείψει οριστικά την Σικελία και θα επιστρέψει στην νότιο Ιταλία, όπου οι πολιτικές εξελίξεις και κυρίως τα στρατιωτικά γεγονότα θα αποβούν και πάλι εις βάρος του και θα τον οδηγήσουν στην τελική επιστροφή του στην Ήπειρο.
Ο Τάρας, η σημαντικότερη και ισχυρότερη πόλις της Μεγάλης Ελλάδος (του οποίου οι κάτοικοι όπως προαναφέραμε είχαν πάρει την πρωτοβουλία να προσκαλέσουν τον Πύρρο), μετά την αποτυχία του εγχειρήματος και την αποχώρηση του Βασιλέως της Ηπείρου, θα αναγκασθεί να παραδοθεί τελικώς στους Ρωμαίους το 272 π.Χ. Οι εξεγερμένοι Σαμνίτες (Σαυνίτες), Λουκανοί (Λευκανοί) και Βρούττιοι (Βρέττιοι) θα ηττηθούν οριστικά τον ίδιο χρόνο. Η Ρώμη θα ολοκληρώσει τα επόμενα έξη χρόνια την κατάκτηση του νοτίου τμήματος της χερσονήσου και μέχρι το 264 π.Χ. ολόκληρη η Ιταλική χερσόνησος, εκτός της Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας θα περιέλθει στην εξουσία των Ρωμαίων.
(Συνέχεια και τέλος στην επόμενη ανάρτηση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish