Οι προαιώνιες σχέσεις
Μακεδονίας και Κρήτης
Του Γιώργου Παναγιωτάκη*
Είναι ιστορικά διαπιστωμένο το γεγονός, ότι οι σφυρηλατημένες σχέσεις και οι ακατάλυτοι δεσμοί Μακεδονίας και Κρήτης χρονολογούνται από τα προχριστιανικά κιόλας χρόνια. Και οι σχέσεις αυτές δεν προσδιορίζουν την φιλικότητα των δύο λαών, αλλά και το «όμαιμον», δηλαδή τη σχέση αίματος μεταξύ τους.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Στράβωνα, οι Κρήτες που είχαν συνοδεύσει το Μίνωα στη Σικελία καταδιώκοντας τον Δαίδαλο, έφυγαν μετά τον εκεί θάνατο του Μίνωα και «ύστερον πεζή περιελθόντες τον Αδρία μέχρι Μακεδονίας, Βοττιαίους προσαγορευθήναι». Στη Βοττιαία επίσης κατέφυγαν κατά την ίδια παράδοση Κρήτες από την Κνωσό, με αρχηγό τον Βόττωνα. Η Βοττιαία ή Βοττία ή Βάτεια ήταν περιοχή της Μακεδονίας, που βρισκόταν μεταξύ του Αξιού, του Λουδία και του Θερμαϊκού Κόλπου.
Στη Βοττιαία αναμίχθηκαν Κρήτες, Αθηναίοι και Θράκες της Πιερίας. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι κοντά στη λίμνη Βόλβη, ο στρατηγός του Ξέρξη, Αρτάβαζος το 479 π.Χ., κατέσφαξε τους Βοττιαίους που επαναστάτησαν.
Στο ίδιο μέρος βρισκόταν και «ο Κρητών τόπος», στον οποίο υπήρχε φρούριο και κατοικούνταν από Κρητικούς πρόσφυγες, που είχαν εκπατριστεί από τους Ενετούς. Εκτιμάται ότι αυτό προφανώς συνέβη κατά την Κρητική επανάσταση των Χορτατζών 1269-1273, στα πρώιμα δηλαδή χρόνια της Βενετοκρατίας.
- Πλησίον της Θεσσαλονίκης υπήρχε τόπος με το όνομα «Κρητήνσιον».
- Κρήτες υπολογίζεται ότι είχαν ιδρύσει το χωριό Αξός στο νομό Πέλλας, που μας μεταφέρει στο ομώνυμο χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου Κρήτης.
- Μεταξύ Γουμένισσας και Ευρωπού Κιλκίς υπήρχαν 4 αρχαίες πόλεις, από τις οποίες η μία έφερνε το όνομα της αρχαίας δικής μας Γόρτυνας.
Στη Μακεδονία, την «προαιώνια αυτή ελληνική εστία», αναφέρεται και ο Βιτσέντζος Κορνάρος σ’ ένα κορυφαίο έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τον «Ερωτόκριτο», απ’ όπου εξάγεται για άλλη μια φορά ακόμα το συμπέρασμα των καλών σχέσεων μεταξύ των δύο λαών. Σε κάποια φάση του αγώνα και πριν αναδειχθεί ο νικητής μεταξύ του κρητικού αρχοντόπουλου Χαρίδημου και του Μακεδόνα Νικόστρατου, διακόπτουν φιλικά τη μονομαχία, ανταλλάσσουν ασπασμό και ευγενικά μεταξύ τους λόγια.
Η στενή σχέση Μακεδονίας και Κρήτης είχε και άλλες ιστορικές διαστάσεις. Επιφανής Ναύαρχος του Μ. Αλεξάνδρου στις νικηφόρες διηπειρωτικές εκστρατείες του υπήρξε ο Νέαρχος από τη Λατώ. Ήταν κατά τον Γάλλο ιστορικό G. Radett ο «Κρης Οδυσσεύς». Αναγνωρίζοντας ο Αλέξανδρος τον καθοριστικής σημασίας ρόλο του Νεάρχου στην εκστρατεία του, τού απένειμε το χρυσό στεφάνι της αναγνώρισης και της τιμής, εναποθέτοντάς το στο κεφάλι του: «Ένθα και χρυσίω στεφάνω στεφανούται εξ Αλεξάνδρου Νέαρχος», μας πληροφορεί ο Αρριανός στην Αλεξάνδρου Ανάβασή του. Σύμφωνα τώρα με τον Αρριανό και πάλι, οιακοστρόφος, δηλαδή τιμονιέρης της ναυαρχίδας του Νεάρχου, ήταν επίσης ο Κρητικής καταγωγής Ονησίκριτος. Μέρος επίσης του στρατού τού Μ. Αλεξάνδρου αποτελούσαν οι περίφημοι Κρήτες τοξότες, γνωστοί για το θάρρος, την ανδρεία και την αποφασιστικότητά τους, αρετές τις οποίες θαύμαζε ο Μ. Αλέξανδρος. Η επίλεκτη αυτή πολεμική τάξη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πραγματοποίηση των μεγαλόπνοων σχεδίων του. Αρχηγός των τοξοτών ήταν ο Κρητικής καταγωγής Ομβρίων, ο οποίος διαδέχθηκε τον Αντίοχο.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει επίσης η μεγάλη συμβολή του Αριστοτέλη στην ιστορία της Κρήτης κατά την κλασική περίοδο, ο οποίος διέσωσε ένα σημαντικό αριθμό πληροφοριών στα «Πολιτικά» του. Στην περίοδο αυτή, που η Κρήτη βρισκόταν σε απομόνωση και εσωστρέφεια λόγω της αποχής της από τα μεγάλα γεγονότα του υπόλοιπου ελληνικού χώρου, η Κρήτη θα παρέμενε σχεδόν άγνωστη. Το Λύκειο λοιπόν του Αριστοτέλη φώτισε την Κρήτη στην περίοδο αυτή.
Η Χριστιανική αύρα δια στόματος του Αποστόλου Παύλου, φύσηξε σχεδόν ταυτόχρονα στη Μακεδονία και την Κρήτη. Σε μεταγενέστερους χρόνους οι ιερομόναχοι ιδρυτές της ιστορικής μονής των Βλατάδων, Δωρόθεος και Μάριος Βλατής, ήταν Κρητικοί. Περιώνυμοι Κρήτες αγιογράφοι όπως ο Θεοφάνης, ο Συμεών, ο Τζώρτζης κ.ά. επανδρώνουν μοναστήρια της Μακεδονίας και καταλείπουν σημαντικό αγιογραφικό έργο, κυρίως στην Αθωνική Πολιτεία.
Στους νεότερους χρόνους διαπιστώνεται το ενδιαφέρον των Μακεδόνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού από την Κρήτη, που πάλευε γι’ αυτό. Το 1827 ο Τόλιος Λάζος με 250 Μακεδόνες αναχωρούν με την αποστολή του Καλλέργη, για να συνδράμουν στον απελευθερωτικό αγώνα της Κρήτης. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχει ο Κριτοβουλίδης, 60 από τους πολεμιστές υπό την αρχηγία του Λάζου διηύθυναν προσωρινά την κρητική εξέγερση στη Γραμβούσα. Οι σχέσεις αυτές με τη διαχρονικότητά τους ανανεώνονται και στη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866-69, στην οποία Μοναστηριώτες παίρνουν μέρος στον ιερό απελευθερωτικό αγώνα της Κρήτης.
Μια από τις ωραιότερες πτυχές της νεότερης ιστορίας μας καλύπτει ο Μακεδονικός Αγώνας. Ο ιδιότυπος αυτός αγώνας σφράγισε την πορεία όχι μόνο του ελληνισμού της Μακεδονίας αλλά και ολόκληρου του Ελληνισμού. Γιατί όπως λέχθηκε, ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν ένα νέο 1821. Εκείνος ήταν η ανάσταση του Ελληνικού Έθνους. Ο νέος αγώνας ήταν η ανάσταση της ελληνικής εθνικής συνείδησης και ιδέας. Στο ρόδισμα έτσι του 20ού αιώνα η Μακεδονία αντιμετώπιζε τον κίνδυνο του βουλγαρικού επεκτατισμού, που αποσκοπούσε στον εκσλαβισμό της και τον αφανισμό του ελληνισμού γενικότερα. Ένα ευρύτερο σχέδιο προπαγάνδας και τρομοκρατίας σε βάρος του ελληνισμού είχε τεθεί σε εφαρμογή, κάτω από το νυσταλέο βλέμμα και την εφεκτική στάση του Τούρκου κατακτητή.
Η Κρήτη δεν είχε συνέλθει ακόμα και δεν είχαν κλείσει οι πληγές της από τους μακροχρόνιους και εξαντλητικούς κατά των Τούρκων πολέμους. Ο κρότος των μαχητικών όπλων δεν είχε σιγήσει και η ιστορική μνήμη ήταν ζωντανή και άκαμπτη. Έβλεπε την υπόθεση της Μακεδονίας και δική της υπόθεση. Έτσι, στο μακρινό Μακεδονικό κάλεσμα δεν τήρησε αμέτοχη ή αδρανή στάση. Ανταποκρίθηκε αμέσως η Κρήτη αυθόρμητα, ανυστερόβουλα και με υψηλό αίσθημα ευθύνης. Κατέφθαναν λοιπόν κατά κύματα στη Μακεδονία μαχητές Κρητικοί, συνδέοντας το όνομά τους με το μεγάλο αυτό εθνικό αγώνα. Έναν αγώνα, που ήταν καθοριστικής σημασίας για τη σωτηρία και την επιβίωση του ελληνισμού της Μακεδονίας, με τους κινδύνους που την απειλούσαν. Ανταποκρίθηκαν λοιπόν οι Κρητικοί, γιατί όπως λέει σ’ ένα λυρικό ξέσπασμα ο Παύλος Γύπαρης:
Αχ! Όποιος έζησε σκληρά σ’ αγέρα σκλαβωμένο
Κι έφαγε με αίμα το ψωμί και δάκρυα ζυμωμένο,
Όποιος της μαύρης τής σκλαβιάς δοκίμασε τον πόνο
Σκλαβιά και πόνο τι θα πει εκείνος ξέρει μόνο.
Το κύριο βάρος του αγώνα το σήκωσε ο γηγενής πληθυσμός της Μακεδονίας. Πρωτοπόρα όμως ήταν και η συμμετοχή και δράση των Κρητών. Οι σχέσεις Μακεδονίας Κρήτης με τη μακρά και αταλάντευτη στενότητά τους, ανανεώθηκαν και πάλι, όταν η Μακεδονία ετοιμαζόταν να αποτινάξει τα μακροχρόνια τουρκικά δεσμά της. Μετά το θάνατο του πρωτοπόρου του Μακεδονικού Αγώνα, Παύλου Μελά, Γενικός Αρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα ανέλαβε ο Ηρακλειώτης Ανθυπολοχαγός Γεώργιος Κατεχάκης (Ρούβας). Μετά τον τραυματισμό και την ασθένειά του, Γενικός Αρχηγός ανέλαβε ο Χανιώτης Γεώργιος Τσόντος (Βάρδας). Παρά τις ανυπέρβλητες δυσκολίες οι Κρήτες μαχητές, ως άγγελοι τιμωροί έπεφταν πάνω στους διαβόητους Βούλγαρους και Ρουμάνους Βοεβόδες, που καταπίεζαν τους ντόπιους και τους ανάγκαζαν να αλλαξοπιστήσουν, όπως παρατηρούσε σύγχρονος της εποχής. Κρήτες, που ο αριθμός τους έφτανε τους 700 από τους 3.000 που πήραν μέρος στο Μακεδονικό Αγώνα, δεν επέστρεψαν στην Κρήτη. Τα ονόματα Τσόντος, Γύπαρης, Κατσίγαρης, Κλειδής, Βολάνης και τόσοι άλλοι, μας μεταφέρουν με τη δράση τους νοερά στην εποχή εκείνη.
Υπηρετώντας τις πνευματικές και τις ιστορικές αξίες αλλά και τις εθνικές προαιώνιες επιταγές, έπεσαν στα πεδία των μαχών, ως τιμημένο δώρο προς την αδελφή Μακεδονία.
Επιφανείς προσωπικότητες τονίζουν και εξαίρουν τη συμμετοχή και τον καθοριστικό ρόλο των Κρητών στον αγώνα αυτό. Μεταξύ αυτών ο Βασίλης Λαούρδας έγραφε: "...αν δε γινόταν η ελληνική αντεπίθεση από το 1903 έως το 1908, οι Βούλγαροι θα είχαν επιτύχει να εξοντώσουν τον Ελληνισμό της Μακεδονίας. Στην προσφορά του αίματος η Κρήτη είχε τη μερίδα του λέοντος. Οι Κρητικοί ήσαν εκείνοι που σήκωσαν το μεγαλύτερο μέρος του αγώνα και που πλήρωσαν με το αίμα τους την υπεράσπισιν των δικαίων της Μακεδονίας...".
Με τα ίδια ιδανικά που είχαν χαλκευτεί στο αμόνι των αγώνων και των θυσιών, αγωνίστηκαν και στους άλλους πολέμους που ακολούθησαν. Το 1912 η Κρήτη δεν είχε ακόμα ενωθεί με την Ελλάδα. Δεν είχε λοιπόν στρατιωτική υποχρέωση ως Αυτόνομη Πολιτεία. Αν και δεν είχε υποχρέωση, στην επιστράτευση του 1912, που αφορούσε την άλλη Ελλάδα, αυτόβουλα και απρόκλητα, υπακούοντας στην πρόσκληση της δικής τους εθνικής συνείδησης, προσήλθαν εθελοντικά, για να πάρουν μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους με τα άλλα βαλκανικά κράτη. Οι πόλεμοι αυτοί ως σκοπό, που τελικά επιτεύχθηκε, είχαν τη μεταξύ τους κατανομή των εδαφών, τα οποία κατείχαν οι Τούρκοι. Ο συνασπισμός των βαλκάνιων γειτόνων μας κατέληξε τελικά σε ελληνοβουλγαρικό πόλεμο λόγω των υπερβολικών αξιώσεων και παράλογων διεκδικήσεων της Βουλγαρίας σε βάρος ακραιφνών ελληνικών περιοχών. Με τη νικηφόρα λήξη του πολέμου υπέρ της Ελλάδας, υπογράφτηκε η Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου 1913 για να γίνει νέα ανακατανομή των βαλκανικών εδαφών.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, με τους οποίους αυξήθηκε κατά 68% η εδαφική έκταση της Ελλάδας και κατά 80% ο πληθυσμός της, δικαίωσαν τα όνειρα και τις εθνικές προσδοκίες του Ελ. Βενιζέλου, ο οποίος με τους επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς του, πέτυχε αυτές τις ευνοϊκές για τη χώρα μας εξελίξεις.
Αξίζει να σημειώσουμε, ότι ένα τμήμα αιχμαλώτων από τους ηττημένους Βούλγαρους μεταφέρθηκε με εντολή του Βενιζέλου στην Κρήτη, όπου χρησιμοποιήθηκε σε διάφορα έργα. Η εθελοθυσία των Κρητικών που έχασαν τη ζωή τους στον Α΄και Β’ Βαλκανικό πόλεμο, καταγράφηκε στις ιστορικές δέλτους με τον αριθμό 453.
* Ο Γιώργος Παναγιωτάκης είναι συγγραφέας-ιστορικός ερευνητής
http://www.patris.gr/articles/237372?PHPSESSID=uqe3a6ap0cj37deo9nmabaacu6#.UTemdtaeOSo
Στο αρχικό άρθρο έγιναν ορισμένες αναγκαίες μικροδιορθώσεις
ΔΕΕ
ΔΕΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish