Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Προϊστορία της Χερσονήσου του Αίμου (2)

Η εξάπλωση της Γεωργίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από το βιβλίο του Δ. Ε. Ευαγγελίδη:

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ
(ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΘΝΟΓΕΝΕΣΗΣ ΤΟΥ ΑΛΒΑΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ)
Ἐθνολογική Μελέτη

1. Προϊστορία της Χερσονήσου του Αίμου

α. Η Παλαιολιθική και η Μεσολιθική Εποχή
βλ. http://ethnologic.blogspot.gr/2009/09/blog-post_29.html
 
β. Η Νεολιθική Εποχή
Πριν παρουσιάσουμε τα στοιχεία για τις σημαντικότατες αλλαγές που συνέβησαν στην χερσόνησο του Αίμου κατά την διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής, κρίνεται απαραίτητη η αναφορά σε κάποια θεωρητικά μεν, αλλά ουσιαστικά ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τις μετακινήσεις ανθρωπίνων ομάδων και τις πολιτιστικές επιπτώσεις που επέφεραν σε σύντομο σχετικά διάστημα σε ολόκληρη την χερσόνησο. Σήμερα έχει συγκεντρωθεί ένας αξιόλογος όγκος στοιχείων και δεδομένων με τα οποία είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, τουλάχιστον σε γενικές γραμμές, την πορεία των εξελίξεων που σημειώθηκαν. Η κρατούσα λοιπόν άποψη μεταξύ των μελών της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας είναι ότι η παραγωγική έκρηξη της «Νεολιθικής επανάστασης» (κατά τον πασίγνωστο όρο του Gordon Childe), η οποία εντοπίζεται στην λεγόμενη «γόνιμη ημισέληνο» (*), προκάλεσε σύντομα μια αντίστοιχη «πληθυσμιακή έκρηξη».
____________________________

(*) H περιοχή σε σχήμα μισοφέγγαρου που εκτείνεται από την Παλαιστίνη, Συρία, μέχρι τις υπώρειες της οροσειράς του Ζάγρου στο Β. Ιράκ - ΝΔ Ιράν ή ευρύτερα, από την Παλαιστίνη μέχρι την Μεσοποταμία. Ο όρος (fertile crescent) δημιουργήθηκε και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1905 από τον Αμερικανό James Henry Breasted, τον πρώτο καθηγητή Αιγυπτιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

Αυτό το γεγονός είχε ως επακόλουθο μετακινήσεις ομάδων του λεγόμενου «Μεσογειακού» ανθρωπολογικού τύπου, η κοιτίδα του οποίου εντοπίζεται στην ανατολική Μεσόγειο και ειδικότερα στην περιοχή της σημερινής Παλαιστίνης. Αρχαιότερο και αντιπροσωπευτικότερο δείγμα αυτού του τύπου αποτελούσαν οι λεγόμενοι «Νατούφιοι», οι Μεσολιθικοί κάτοικοι της κοιλάδας του Ιορδάνη στην Παλαιστίνη, οι ιδρυτές της «Ιεριχούς Ι», γύρω στο 9.000 π.Χ., ενός πρωτόγονου οικισμού όπου σημειώνεται για πρώτη φορά (όπως προκύπτει από τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά ευρήματα) η μετάβαση από το Μεσολιθικό στο Νεολιθικό στάδιο εξέλιξης.30
Με τις μετακινήσεις τους από την αρχική κοιτίδα (γόνιμη ημισέληνος) προς άλλες περιοχές, οι λαοί της Μεσογειακής φυλής διέδωσαν την Γεωργία και τον Νεολιθικό τρόπο ζωής αρχικά στην ΝΑ Μικρά Ασία και στην συνέχεια στην Αίγυπτο, στην Δυτική Μ. Ασία και στον ελλαδικό χώρο (Νέα Νικομήδεια στην Μακεδονία – Άργισσα στην Θεσσαλία - σπήλαιο Φράγχθι στην Αργολίδα), την αρχαιότερη περιοχή της Ευρώπης απ’ όπου ξεκίνησε και διαδόθηκε ο Νεολιθικός «πολιτισμός» στην γηραιά Ήπειρο (Βλ. παραπάνω Χάρτη).31
Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με τις παλαιότερες απόψεις η Νεολιθική «επανάσταση» συνδεόταν κυρίως με το «τεχνολογικό πρότυπο», δηλ. με τον «λίθινο στιλβωμένο (λειασμένο) πέλεκυ» (βλ. Εικόνα παρακάτω νεολιθικών εργαλείων) και την «χειροποίητη κεραμική», χαρακτηριστικά που η σύγχρονη αρχαιολογική σκέψη θεωρεί δευτερεύοντα, ενώ θεωρεί αποφασιστικής σημασίας το πολιτιστικό και οικονομικό πρότυπο, που στηρίζεται στο τρίπτυχο «Γεωργία – Κτηνοτροφία - Μόνιμη εγκατάσταση».
Αυτό το γεγονός όμως, της διάδοσης του Νεολιθικού τρόπου ζωής, είχε αμφισβητηθεί και εξακολουθεί να αμφισβητείται από τους οπαδούς του «αυτοχθονισμού» ή «απομονωτισμού», μιας θεωρίας σύμφωνα με την οποία τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά αναπτύσσονται τοπικά και απορρίπτεται η μετάδοσή τους μέσω μετακινήσεων / μεταναστεύσεων ανθρωπίνων ομάδων.

Χαρακτηριστικά στιλβωμένα εργαλεία της Νεολιθικής
 
Στο σημείο αυτό πρέπει να επιμείνουμε περισσότερο και να αναφερθούμε στην προσκόλληση μεγάλης μερίδας Ελλήνων αρχαιολόγων, σε ξεπερασμένες θεωρίες απομονωτισμού και αυτοχθονισμού, οι οποίες προκαλούν τον σαρκασμό και τα ειρωνικά σχόλια των ξένων συναδέλφων τους. Δυστυχώς στην κατηγορία αυτήν ανήκε και ένας από τους πλέον σημαντικούς Έλληνες αρχαιολόγους, ο αείμνηστος Δημ. Θεοχάρης (1919-1977), του οποίου το πολύτιμο και σοβαρότατο επιστημονικό έργο στην ελληνική προϊστορία αμαυρώθηκε λόγω της εμμονής του σε θεωρίες «αυτοχθονισμού», που τον οδήγησαν σε αμφιλεγόμενες ερμηνείες ανασκαφικών δεδομένων, επιστημονικά αδόκιμες.
Η βασική θέση του Δ. Θεοχάρη ήταν η απόρριψη της διάδοσης του Νεολιθικού τρόπου ζωής και των τεχνολογικών νεωτερισμών (που υποχρεωτικά αυτός συνεπάγεται), από μεταναστευτικές ομάδες (= demic diffusion) προερχόμενες από τον μικρασιατικό χώρο, ισχυριζόμενος ότι όλες οι μεταβολές προέκυψαν από την αυτόχθονα εξέλιξη τοπικών Μεσολιθικών ομάδων που αξιοποίησαν την φυσική εξάπλωση ζώων και φυτών.32
Τα νεώτερα όμως ανασκαφικά δεδομένα και η συστηματική (εξαντλητική θα έλεγα) διερεύνηση του ελλαδικού χώρου σε Μεσολιθικές θέσεις από πολλούς επιστήμονες, απέδειξαν ότι:
α. Ο ελλαδικός χώρος ήταν εξαιρετικά αραιοκατοικημένος στην διάρκεια της Μεσολιθικής περιόδου (8700-7000 π.Χ.), λόγω δυσμενών κλιματικών συνθηκών που περιόρισαν δραματικά τις οικολογικές ζώνες, τις οποίες εκμεταλλεύονταν για την εξεύρεση τροφής οι ομάδες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών της Παλαιολιθικής.
Λόγω της μακρόχρονης διάρκειας αυτού του φαινομένου, που κράτησε από το τέλος της Ωρινάκιας (Aurignacian) πολιτιστικής φάσεως (γύρω στο 27.000 π.Χ.) μέχρι την αρχή της Νεολιθικής (7000 π.Χ.), σημειώθηκε σημαντικότατη συρρίκνωση (ορισμένοι την χαρακτηρίζουν «δημογραφική κατάρρευση») του ακμαιότατου πληθυσμού, που παρατηρείται στον ελλαδικό χώρο κατά την Μέση Παλαιολιθική. Πρέπει μάλιστα να τονίσουμε ότι αυτές οι δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες παρατηρήθηκαν όχι μόνον στην Ελλάδα και τις γειτονικές της περιοχές, αλλά όπως αποδείχθηκε ήταν ένα «Παμμεσογειακό» φαινόμενο.
β. Θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι απίθανο, οι έστω και απλές τεχνικές γνώσεις που απαιτούνται για την άσκηση της γεωργίας και κτηνοτροφίας και η ταυτόχρονη εισαγωγή στον ελλαδικό χώρο πολυάριθμων εξημερωμένων φυτών και ζώων να πραγματοποιήθηκαν χωρίς την συμμετοχή πεπειραμένων ατόμων και ομάδων, που έφεραν τις γνώσεις αυτές από αλλού.
γ. Αποδείχθηκε λανθασμένη η παλαιότερη παρουσίαση και εκτίμηση δεδομένων με αποτέλεσμα σήμερα να απορρίπτεται η περίπτωση της εξημέρωσης των ζώων και φυτών της Νεολιθικής εποχής όχι μόνον στον ελλαδικό χώρο, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ευρώπης.33
Όλα τα παραπάνω περιγράφονται με λεπτομέρειες και εξαιρετική επιστημονική τεκμηρίωση στο συναρπαστικό βιβλίο «Η πρώιμη Νεολιθική στην Ελλάδα» της Καθηγήτριας του Τμήματος Εθνολογίας στο Πανεπιστήμιο «Παρίσι Χ» Κατρίν Περλέ (Catherine Perlès)34, η οποία, υπενθυμίζουμε, έχει πραγματοποιήσει σημαντικές αρχαιολογικές έρευνες στο περίφημο σπήλαιο Φράγχθι στην Αργολίδα.
Τo κύριο πάντως επιχείρημα του Δ. Θεοχάρη και των άλλων «αυτοχθονιστών» για την τοπική εξέλιξη και μετάβαση από την Παλαιολιθική στην Νεολιθική Οικονομία και τρόπο διαβίωσης στηριζόταν στην ύπαρξη ενός υποτιθέμενου «προκεραμικού» σταδίου, το οποίο «αποδείκνυε» την σταδιακή και βαθμιαία εξέλιξη, άρα και τον αποκλεισμό της «έξωθεν» μετάδοσης της νεολιθικής «επανάστασης». Ο Δ. Θεοχάρης μάλιστα είχε επιτεθεί ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 197035 σε όλους όσους αμφισβητούσαν την ύπαρξη «Προκεραμεικού σταδίου» αναφέροντας επί λέξει τα εξής:
«…Την ύπαρξη καθαρής Προκεραμεικής στη Θεσσαλία αμφισβήτησαν μερικοί, όπως ο Nandris (1970), χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα, ο Rodden (σε ανακοίνωσή του στην Προϊστορική Εταιρεία του Cambridge, που δεν την έχω υπόψη), ο Renfrew (1972, 64), με κάποια επιφύλαξη, καθώς και ο G. Georgiev (Acta 2nd Intrn. Colloq., Athens 1972, 115 κε.), πάλι χωρίς κανένα πειστικό επιχείρημα. Ο σκεπτικισμός αυτός έχει την εξήγησή του: εκπορεύεται από μια φανερή τάση «βαλκανοποίησης» των εξελίξεων στην Ελλάδα, που δεν έχει καμιά ελπίδα επιτυχίας! Αυτή η τάση άλλοτε (Childe) έδωσε το έκτρωμα του «Πολιτισμού του Starčevo», που κάλυπτε δήθεν και την Ελλάδα! Και τώρα εκφράζεται με τις απαράδεκτες ενοποιήσεις της Gimbutas στην φανταστική “Old Europe”, όπου όχι μόνο τα εξωτερικά, αλλά και τα εσωτερικά στοιχεία του νεολιθικού – χαλκολιθικού πολιτισμού Βαλκανικής και Ελλάδας ταυτίζονται…».
Παρ’ όλο λοιπόν που είχε αρχίσει ήδη από το 1970 η επισήμανση της απουσίας «προκεραμικού» σταδίου στα αρχαιότερα στρώματα των σπουδαιότερων νεολιθικών θέσεων του ελλαδικού χώρου, οι Έλληνες «αυτοχθονιστές» αρχαιολόγοι επέμεναν να αναφέρονται σε «προκεραμικό» στάδιο.36
Αποφασιστικής σημασίας για την οριστική λύση του ζητήματος υπήρξαν οι ανασκαφές της Μαρίγια Γκιμπούτας (Marija Gibutas) στην Θεσσαλική νεολιθική θέση Αχίλλειον, όπου ο Δ. Θεοχάρης ισχυριζόταν ότι είχε εντοπίσει «προκεραμικά» στρώματα. Η διεθνούς κύρους και εμπειρότατη αρχαιολόγος μετά από δύο συστηματικές ανασκαφικές περιόδους κατέληξε στο παρακάτω συμπέρασμα, όπως η ίδια το διατύπωσε:
«…Ένας από τους πρωταρχικούς μας στόχους των ερευνών μας στο Αχίλλειον ήταν να εντοπίσουμε την ύπαρξη ακεραμικής ή «προκεραμικής» περιόδου στην Νεολιθική της ΝΑ Ευρώπης. Επιτύχαμε έστω αρνητικά: Αυτή η περίοδος δεν υπήρχε στην συγκεκριμένη αρχαιολογική θέση…».37 Το ίδιο συμπέρασμα προέκυψε και από έρευνες σε άλλες Νεολιθικές τοποθεσίες με αποτέλεσμα η πλειονότητα των αρχαιολόγων να μη αποδέχεται πλέον την ύπαρξη τέτοιας περιόδου.
Όπως ειρωνικά σχολιάζει η Κ. Περλέ: «…Ακλόνητος ο Θεοχάρης, εξακολούθησε να ανακοινώνει τα αποτελέσματα των ερευνών του από τις ανασκαφές “προκεραμικών”, κατά την άποψή του, στρωμάτων στο Σέσκλο…»!
Προς αποφυγήν όμως παρεξηγήσεων και λανθασμένων εντυπώσεων θα πρέπει να αναφερθεί ότι η Κ. Περλέ σε κάθε ευκαιρία εκφράζει την απεριόριστη εκτίμησή της στο γενικότερο επιστημονικό έργο του μεγάλου εκείνου Έλληνα αρχαιολόγου, όπως εξ άλλου προκύπτει και από τα γραφόμενά της, όπως π.χ. στο προαναφερθέν βιβλίο της, όπου τονίζει την τεράστια προσφορά του Δ. Θεοχάρη στην έρευνα της Νεολιθικής στην Ελλάδα.38
Αυτή η κατάσταση πάντως προκάλεσε ένα κλίμα σκεπτικισμού και αμφιβολίας στους διεθνείς αρχαιολογικούς κύκλους και μετά από μια συστηματική εξέταση και επανεκτίμηση της στρωματογραφίας και των σχετικών ευρημάτων των σημαντικότερων ελληνικών Νεολιθικών τοποθεσιών (Σέσκλο, Άργισσα κ.λπ.) από ειδικούς, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, προέκυψε το συμπέρασμα ότι: «Η επανεξέταση των στοιχείων απέδειξε ότι η θέση για την ύπαρξη μιας ακεραμικής πολιτιστικής φάσης στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα προβληματική […] Όταν όλοι οι προαναφερθέντες παράγοντες συνδυασθούν, τότε η περίπτωση της ύπαρξης μιας ακεραμικής πολιτιστικής φάσης είναι πολύ αδύναμη για να υποστηριχθεί…».39
Και πάλι όμως οι «αυτοχθονιστές» δεν το «βάζουν κάτω» με αποτέλεσμα να εκτίθενται με αυτήν την περίεργη επιμονή τους. Όπως αναφέρει η Κ. Περλέ: «Την ίδια περίοδο (σ.σ. που ολόκληρη η αρχαιολογική κοινότητα διεθνώς αμφισβητούσε σοβαρότατα πλέον την ύπαρξη ακεραμικού σταδίου) οι Έλληνες πανεπιστημιακοί εξακολουθούσαν να υπεραμύνονται της ύπαρξης “προκεραμικής φάσης” ή στην καλύτερη περίπτωση άφηναν το θέμα ανοικτό».40
Στην συνέχεια η Γαλλίδα Καθηγήτρια κάνει μια εξαιρετική ανάλυση αυτής της ανεξήγητης στάσης των Ελλήνων συναδέλφων της καταλήγοντας στο προφανές συμπέρασμα ότι όλα αυτά ήσαν αποτελέσματα ιδεολογικών αγκυλώσεων και το ζήτημα δεν ήταν θέμα επιστημονικής αντιπαράθεσης, αλλά «κυρίως εννοιολογικό και ιδεολογικό» («The debate was thus largely semantical and ideological»), όπως τονίζει.
Η επιμονή στην ύπαρξη «προκεραμικού» σταδίου συνδέεται με άλλα λόγια με την προσπάθεια να αποδειχθεί η «αυτόχθων» μετάβαση στην Νεολιθική, λόγω ιδεολογικών προκαταλήψεων. Έχοντας λοιπόν υπ’ όψη τα όσα αναφέραμε παραπάνω, παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την Ιστοσελίδα του Διαδικτυακού τόπου του Ι.Μ.Ε. (= Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού), όπου αναφέρονται τα εξής:
«…Το προοίμιο της Νεολιθικής εποχής αποτελεί η Προκεραμική ή Ακεραμική Νεολιθική, που στον ελλαδικό χώρο τοποθετείται μεταξύ 6800 και 6500 π.Χ. Κατά την περίοδο αυτή ο άνθρωπος περνά από το στάδιο του κυνηγιού, της τροφοσυλλογής και της αλιείας στο στάδιο παραγωγής της τροφής του, την οποία εξασφαλίζει με την άσκηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Ο όρος Ακεραμική οφείλεται στην έλλειψη ψημένων κεραμικών από τις λιγοστές στον ελλαδικό χώρο γνωστές θέσεις της περιόδου. Ο εύπλαστος πηλός απασχόλησε όμως τον άνθρωπο τουλάχιστον από την Ανώτερη Παλαιολιθική και έδωσε εξαιρετικά δείγματα ψημένων αγγείων κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική.
Έτσι δεν μπορούμε παρά να τοποθετήσουμε στα ενδιάμεσα στάδια μακρόχρονους πειραματισμούς στον τομέα της πυροτεχνολογίας, με λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένα αποτελέσματα, και να προτιμήσουμε για την πρώτη φάση της Νεολιθικής τον όρο Προκεραμική…».
Όπως φαίνεται, ο «Αυτοχθονισμός» στην ελληνική Αρχαιολογία εξακολουθεί να διατηρεί τους οπαδούς του! Για να είμαι όμως απόλυτα αντικειμενικός δεν πρέπει να παραλείψω να σημειώσω ότι, στον «μοναχικό» τους δρόμο προς τον «αυτοχθονισμό», οι Έλληνες αρχαιολόγοι και ιστορικοί (πλην λαμπρών εξαιρέσεων, όπως ο Γ. Α. Παπαθανασόπουλος, επιμελητής του έξοχου συλλογικού έργου «Ο Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα»41) έχουν και κάποιους άλλους συνοδοιπόρους (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Πρόκειται για διάφορους μαρξίζοντες και «μετα-μοντέρνους» κυρίως Βρεταννούς και Αμερικανούς ομοϊδεάτες τους (π.χ. Alasdaire Whittle, Malcolm Lillie, J. C. Chapman, για να αναφέρουμε κάποια χαρακτηριστικά «ονόματα»), που επιχειρώντας να συσκοτίσουν την πραγματικότητα και να αναδείξουν τις αμφιλεγόμενες επιστημονικά υποθέσεις τους, υπερτονίζουν τον ρόλο των Μεσολιθικών ομάδων στην νεολιθική μεταβολή, έναν ρόλο βεβαίως που ουδείς αρνήθηκε ή απέρριψε.
Επανερχόμενοι στην παρουσίαση των ευρημάτων και των δεδομένων της Νεολιθικής στην χερσόνησο του Αίμου αρχίζουμε από τις περιοχές του ελλαδικού-αιγαιακού χώρου, όπου για πρώτη φορά εμφανίζεται στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο ο Νεολιθικός τρόπος ζωής.
Η Νεολιθική Εποχή λοιπόν στον ελλαδικό-αιγαιακό χώρο καλύπτει σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τα σημερινά αρχαιολογικά δεδομένα, το χρονικό διάστημα από το 7000 π.Χ. περίπου, μέχρι το 3.200/3000 π.Χ.
Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες εκτιμήσεις,42 οι υποδιαιρέσεις της Νεολιθικής και οι γενικότερης αποδοχής χρονολογίες έχουν ως εξής:

Αρχική Νεολιθική (Initial Neolithic): περίπου 6900/6800 – 6500 π.Χ.

Πρώιμη Νεολιθική (Early Neolithic): περίπου 6600/6500 - 6000/5900 π.Χ.

Μέση Νεολιθική (Middle Neolithic): περίπου 5900/5800 - 5300 π.Χ.

Νεώτερη Νεολιθική (Late Neolithic): περίπου 5300 – 4500 π.Χ.

Τελική Νεολιθική (Final Neolithic): περίπου 4500 - 3200 π.Χ.

Το μεταβατικό χρονικό διάστημα 3200–2800 π.Χ. περίπου, μεταξύ Νεολιθικής και Εποχής των Μετάλλων, χαρακτηρίζεται ως κυρίως Χαλκολιθική ή Ενεολιθική (λατιν. aeneus = χαλκός), μια και τότε η χρήση μετάλλων, κυρίως Χαλκού και αργότερα Ορειχάλκου (= κράμα χαλκού με άλλο μέταλλο, αρσενικό, μόλυβδο και κυρίως κασσίτερο ή ψευδάργυρο), διαδίδεται ευρέως, παράλληλα με την χρήση λίθινων εργαλείων και όπλων.
Θα πρέπει όμως να τονίσουμε ότι οι παραπάνω χρονολογίες δεν καλύπτουν ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο. Οι βόρειες περιοχές του ελλαδικού χώρου, Μακεδονία και Θράκη παρουσιάζουν κάποια χρονική υστέρηση. Έτσι, η Μέση Νεολιθική της Θεσσαλίας (πολιτισμός Σέσκλου) αντιστοιχεί με την πρώιμη νεολιθική της Μακεδονίας. Όπως έχει επισημανθεί,43 για την κεντρική και ανατολική Μακεδονία, συνήθως χρησιμοποιούνται οι αντίστοιχες βαλκανικές υποδιαιρέσεις, οι οποίες αντιστοιχούν ακριβέστερα στην πραγματικότητα.
Η Νεολιθική χαρακτηρίζεται από σταθεροποίηση των κλιματολογικών συνθηκών, την οργάνωση μόνιμων οικισμών, από οικονομία βασισμένη στη συστηματική άσκηση γεωργίας και κτηνοτροφίας, στην ανταλλαγή πρώτων υλών και προϊόντων, στην παραγωγή χειροποίητων διακοσμημένων κεραμικών (από ψημένο πηλό) και από πολυμορφία στην τέχνη. Κατά την εποχή αυτή συντελείται το πέρασμα από το στάδιο κυνηγιού-τροφοσυλλογής-αλιείας, που χαρακτήριζε την Παλαιολιθική και Μεσολιθική, στο παραγωγικό στάδιο.
Η μελέτη της Νεολιθικής στην Ελλάδα εγκαινιάζεται με τις αρχαιολογικές έρευνες του σπουδαίου αρχαιολόγου και πρωτοπόρου στην έρευνα της ελληνικής Προϊστορίας Χρήστου Τσούντα (μεταξύ 1899-1906) στη Θεσσαλία. Οι έρευνες αυτές περιλάμβαναν τον εντοπισμό 63 νεολιθικών θέσεων και την ανασκαφή μερικών οικισμών, όπως του Σέσκλου, του Διμηνίου, της Άργισσας κ.ά. Τα αποτελέσματα των πρώτων αυτών ερευνών δημοσιεύθηκαν από τον Τσούντα το 1908 στο μνημειώδη για την ελληνική Προϊστορία τόμο «Αι προϊστορικαί ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου».
Τις έρευνες του Τσούντα στη Θεσσαλία συνέχισε ο Α. Αρβανιτόπουλος (στο διάστημα 1906-1926) και οι A. Wace και M. Thompson (μεταξύ 1907-1910). Οι τελευταίοι, πέρα από την ανασκαφή οικισμών στο Ραχμάνι, το Τσαγγλί κ.α., διεύρυναν τον ερευνητικό ορίζοντα προς νότο, με τις ανασκαφές στο Λιανοκλάδι Φθιώτιδας, στην Ελάτεια Φωκίδας και στη Χαιρώνεια Βοιωτίας, αλλά και προς βορρά με τον εντοπισμό νεολιθικών οικισμών στην Μακεδονία.
Τα πορίσματα της δεύτερης αυτής ερευνητικής φάσης της Νεολιθικής στην Ελλάδα καταγράφηκαν από τους Wace και Thompson το 1912 στο έργο τους, Prehistoric Thessaly. Η Μακεδονία είναι το γεωγραφικό διαμέρισμα που, μετά τη Θεσσαλία, τράβηξε το ενδιαφέρον της προϊστορικής έρευνας, με τον εντοπισμό οικισμών (1924-1932) από τον W. Heurtley, τις ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στο Ντικιλί Τας Φιλίππων Καβάλας και του Γ. Μυλωνά στην Όλυνθο Χαλκιδικής. Στην διάρκεια της Κατοχής θα πραγματοποιηθούν κάποιες ερευνητικές προσπάθειες από Γερμανούς αρχαιολόγους, όπως τον Rudolf Stampfuss (1904¬1978), ο οποίος το 1942 διεξήγαγε την πρώτη ανασκαφή παλαιολιθικής (όπως απεδείχθη) θέσης στο σπήλαιο Σεϊντί, στο νότιο τμήμα της Κωπαΐδας, στην Βοιωτία.
Αντίθετα με την Θεσσαλία και την Μακεδονία, οι γνώσεις για την Νεολιθική περίοδο στην νότια Ελλάδα, στα νησιά Ιονίου και Αιγαίου, καθώς και στην Κρήτη παρέμειναν περιορισμένες, μια και το επίκεντρο του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στις περιοχές αυτές ήταν η διερεύνηση θέσεων της Κλασσικής εποχής και των κέντρων του μινωικού και του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Τα πορίσματα των ερευνών του α΄ μισού του 20ού αιώνα επέτρεψαν στον S. Weinberg (1947, 1954) την διαίρεση της Νεολιθικής (όρου που καθιερώθηκε το 1865 από τον J. Lubbock) σε Αρχαιότερη (ή Πρώιμη), Μέση και Νεώτερη, ακολουθώντας την τριμερή διαίρεση που εφαρμόστηκε κατά την περιγραφή της Μινωικής εποχής από τον Α. Evans. Σήμερα έχουν προστεθεί και δύο ακόμα υποδιαιρέσεις, η Αρχική (παλαιότερα Ακεραμική ή Προκεραμική) και η Τελική Νεολιθική, όπως ήδη αναφέραμε παραπάνω.
Οι εντατικές ανασκαφικές έρευνες των Δημ. Θεοχάρη και του Vlad. Milojčić σε οικισμούς της Θεσσαλίας κατά τις δεκαετίες '50, '60 και '70 αποτελούν την τρίτη σημαντική ερευνητική περίοδο της Νεολιθικής στον ελλαδικό χώρο.
Οι τρεις περίπου δεκαετίες που ακολουθούν (1980-σήμερα) αποτελούν την σύγχρονη (τέταρτη) περίοδο στην έρευνα της Νεολιθικής στην Ελλάδα, η οποία αποκτά ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον χάρη στις έρευνες Ελλήνων και Ξένων επιστημόνων. Μια εξαιρετική αποτίμηση των ερευνητικών εξελίξεων στον ελλαδικό χώρο για την Μεσολιθική και Πρώϊμη Νεολιθική περίοδο υπάρχει στο προαναφερθέν βιβλίο της Καθηγήτριας Κατρίν Περλέ.44
Όπως λοιπόν υποδεικνύουν τα στοιχεία της έρευνας, καθώς και πρόσφατες μελέτες, φαίνεται ότι μεταναστευτικές ομάδες από την Μέση ή την Εγγύς Ανατολή περνούν στον ελλαδικό χώρο είτε για να εγκατασταθούν, είτε για να συνεχίσουν, άλλες μεν δυτικότερα (πιθανότατα μέσω Δαλματικών ακτών), προς την Ιταλική χερσόνησο και άλλες προς βορειότερες βαλκανικές περιοχές. Με ποιόν τρόπο όμως έφθασαν στον ελλαδικό χώρο αυτές οι μεταναστευτικές ομάδες;
Τα στοιχεία της έρευνας μέχρι στιγμής αποκλείουν μάλλον το ενδεχόμενο η διαδρομή από την Μ. Ασία προς την Θεσσαλία και νοτιότερα να πραγματοποιήθηκε μέσω Δαρδανελλίων - ανατολικής Θράκης - ανατολικής και κεντρικής Μακεδονίας. Η απουσία πρώιμων νεολιθικών οικισμών στις περιοχές αυτές φαίνεται ότι ενισχύει αυτήν την υπόθεση.45 Τα ευρήματα της προϊστορικής θέσης Hoca Çesme (=Βρύση του Χότζα) στην ανατολική (σημ. τουρκική) Θράκη αποδείχθηκε από τις ραδιοχρονολογήσεις ότι ανήκαν στην Νεώτερη Νεολιθική και η μονόχρωμη ή γραπτή κεραμική (monochrome/painted wares), παρά τις εντυπωσιακές ομοιότητες με την κεραμική της περιόδου «πρωτο-Σέσκλο» της Θεσσαλίας φαίνεται ότι τελικώς δεν αποτελούν απόδειξη για μια χερσαία διαδρομή των αρχικών μεταναστευτικών ομάδων. Επί πλέον, οι νεολιθικές θέσεις της δυτικής Μακεδονίας, βορείως του Αλιάκμονος, είναι μεταγενέστερες των θεσσαλικών και πιθανότατα αποικίσθηκαν σε μια μετέπειτα φάση από βορειότερες βαλκανικές περιοχές, δεδομένου ότι εντοπίσθηκαν στενές σχέσεις και ομοιότητες με αυτές.46
Εξ άλλου, η προαναφερθείσα χρονική υστέρηση των φάσεων της Νεολιθικής μεταξύ βόρειων και νότιων περιοχών του ελλαδικού χώρου, αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο που μας υποδεικνύει ότι η είσοδος των νεολιθικών ομάδων δεν έγινε μέσω κάποιας χερσαίας διαδρομής. Προφανώς δεν είναι άσχετο, ούτε και συμπτωματικό, ότι όλοι οι οικισμοί της Πρώιμης Νεολιθικής είναι συγκεντρωμένοι στο ανατολικό τμήμα του ελλαδικού χώρου,47 αυτό που αντικρίζει το Αιγαίο.
Τέλος, η περίφημη νεολιθική θέση της Νέας Νικομήδειας48 (περίπου 12 χλμ. ΒΑ της Βέροιας) με τις αναθεωρημένες (χαμηλότερες), αλλά ακριβέστερες χρονολογήσεις49 εμφανίζει πολλές ομοιότητες με την Θεσσαλία και πιθανότατα από εκεί προέρχονταν οι πολιτιστικές επιρροές, αν όχι και οι ίδιοι οι κάτοικοι του οικισμού. Παρά την χαμηλότερη χρονολόγησή του ο νεολιθικός οικισμός της Ν. Νικομήδειας, μαζί με το θεσσαλικό Σέσκλο, εξακολουθούν να αποτελούν τους αρχαιότερους αγροτικούς οικισμούς της Ευρώπης. Σήμερα πάντως η πλειονότητα των ειδικών50 δέχεται ότι η εμφάνιση του νεολιθικού τρόπου ζωής στον ελλαδικό χώρο (Θεσσαλία, ανατολική Στερεά, Πελοπόννησος) ήταν αποτέλεσμα άμεσου αποικισμού (demic diffusion) από τολμηρές ομάδες νεολιθικών θαλασσοπόρων από τις μικρασιατικές ή ακόμα και από τις συρο-παλαιστινιακές ακτές, με διαδοχικούς ενδιάμεσους νησιωτικούς σταθμούς.51
Βεβαίως, δεν πρέπει να αγνοηθεί και η συμμετοχή στην όλη διαδικασία «νεολιθικοποίησης» (neolithization) της χώρας, των έστω και ολιγάριθμων πληθυσμών μεσολιθικών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, που υπήρχαν ήδη στον ελλαδικό χώρο. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών των δύο διαφορετικών ομάδων και η τελική συγχώνευσή τους θα έχει ως αποτέλεσμα την άνθιση του πρώτου πραγματικού Πολιτισμού (civilization) της ευρωπαϊκής ηπείρου, όπως αποδεικνύουν τα εκπληκτικά νεολιθικά ευρήματα του ελλαδικού χώρου πού έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη.
Πολύτιμα στοιχεία (και όχι μόνον για την σχετική χρονολόγηση των οικισμών), μας παρέχει η Κεραμική52 των νεολιθικών κατοίκων του ελλαδικού χώρου, είτε πρόκειται για υπολείμματα αγγείων θρησκευτικής ή καθημερινής χρήσης, είτε πήλινα ειδώλια και τεχνουργήματα, από τα οποία προκύπτουν σημαντικά συμπεράσματα.
Παρατηρήθηκε λοιπόν ότι τα πρώτα και αρχαιότερα ευρήματα κεραμικών ανήκαν σε χειροποίητα αγγεία, τα οποία, όπως σημειώνει ο Δ. Θεοχάρης: «…από τη Βόρεια Θεσσαλία έως τη Λέρνα και από την Κέρκυρα έως τη Σκύρο, η αρχαιότερη κεραμική φάση είναι μονόχρωμη…».53
Από την αρχική αυτή φάση της Μονόχρωμης Κεραμικής, θα περάσουμε στην συνέχεια, σε μια νεώτερη φάση, στην παραγωγή γραπτών (painted) και εγχάρακτων ή εμπίεστων (incised / impressed) αγγείων.
Πολιτισμοί Πρώιμης και Μέσης Νεολιθικής (6500-5300 π.Χ.)
 
Η μελέτη της Κεραμικής, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι γύρω στο 6500 π.Χ. στον ελλαδικό χώρο, με την έναρξη της Πρώιμης Νεολιθικής, διαμορφώνονται βαθμιαία δύο ευρύτερες περιοχές τις οποίες διαχωρίζει η οροσειρά της Πίνδου: Μία στην ανατολική Ελλάδα όπου επικρατεί ο γραπτός (painted) τύπος αγγείων και μία στην δυτική Ελλάδα όπου κυριαρχεί ο τύπος των εμπίεστων (impressed/Impresso) αγγείων.
Όπως διαπιστώθηκε από τους ερευνητές54, νεολιθικές ομάδες θα προωθηθούν παραλιακά από την σημερινή ΒΔ Ελλάδα (Ήπειρος) βορειότερα διαδίδοντας αυτήν την τεχνική, η οποία συνιστάται στην διακόσμηση της επιφάνειας ενός αγγείου με την πίεση επάνω στον υγρό ακόμα πηλό διαφόρων σκληρών αντικειμένων (ξύλινα ραβδάκια, οστά, με το νύχι κ.λπ.). Ο πλέον χαρακτηριστικός όμως τρόπος διακόσμησης ήταν αυτός που γινόταν με την βοήθεια της οδοντωτής άκρης (χείλους) του δίθυρου μαλακίου Cardium edulis (κοινώς χάβαρο), ενός πολύ συνηθισμένου στην Μεσόγειο θαλάσσιου οστράκου.
Τα αγγεία, τα διακοσμημένα με αυτόν τον τρόπο, αποκαλούνται συχνά και αγγεία κάρντιουμ (Cardium wares) ή Κεραμική κάρντιουμ (Cardium pottery), μια τεχνική ευρύτατα διαδεδομένη στην δυτική, αλλά όχι στην ανατολική Μεσόγειο.
Οι νεολιθικές αυτές ομάδες θα φθάσουν μέχρι τις Δαλματικές ακτές και από εκεί, διασχίζοντας την Αδριατική, θα περάσουν απέναντι, στην Ιταλική χερσόνησο, σε μια χρονολογία γύρω στο 6000 π.Χ. και θα εγκατασταθούν αρχικά στην περιοχή της σημερινής Απουλίας.55
Αντίστοιχες νεολιθικές ομάδες θα προωθηθούν βορειότερα από την περιοχή της Θεσσαλίας, διαδίδοντας την τεχνική της γραπτής Κεραμικής, αρχικά στον σημερινό βορειοελλαδικό χώρο (Μακεδονία) και στην συνέχεια ακόμα πιο βόρεια, στις περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας και πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Με τις μετακινήσεις αυτές θα διαμορφωθούν σταδιακά, από τα μέσα της 7ης μέχρι τα μέσα της 6ης χιλιετίας π.Χ., πέντε ευρύτερες πολιτιστικές περιοχές στον χώρο της Χερσονήσου του Αίμου (βλ. Χάρτη παραπάνω):

α. Η παραλιακή περιοχή των ακτών Ιονίου – Αδριατικής με την προαναφερθείσα χαρακτηριστική εμπίεστη (Impresso) διακόσμηση των αγγείων, από την Ακαρνανία μέχρι την Δαλματία.

β. Η περιοχή του πολιτισμού Σέσκλο της Θεσσαλίας και τις βορειότερες επεκτάσεις της με την επικρατούσα γραπτή (painted) Κεραμική.

γ. Η περιοχή του πολιτισμού Καράνοβο Ι (Karanovo), που κάλυπτε τις εκτάσεις της σημερινής Βουλγαρίας, ελληνικής Θράκης και ανατολικής Μακεδονίας.

δ. Η περιοχή του πολιτισμού Στάρτσεβο (Starčevo) στον χώρο της κεντρικής και νότιας πρώην Γιουγκοσλαβίας, με τις ΒΑ επεκτάσεις του, γνωστές ως πολιτισμός Κέρες – Κριςς (ουγγρ. Körös – ρουμ. Criş, από τον ομώνυμο μικρό ποταμό που εκβάλλει στα δυτικά, στον μεγάλο παραπόταμο του Δούναβη Τίσα – ουγγ. Tisza, γερμ. Theiss) της σημερινής ΒΔ Ρουμανίας και ΝΑ Ουγγαρίας (Starčevo – Körös culture).

ε. Η περιοχή του πολιτισμού της λεγόμενης Γραμμικής ταινιωτής Κεραμικής (αγγλ. Linear pottery culture – γερμ. Linearbandkeramik = LBK), στα βόρεια του πολιτισμού Στάρτσεβο-Κέρες, ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός της κεντρικής Ευρώπης, που ξεκινώντας γύρω στο 5500 π.Χ. από τις εκτάσεις της σημερινής ανατολικής Ουγγαρίας και βόρειο-δυτικής Ρουμανίας (Τρανσυλβανία), θα καλύψει μεγάλες περιοχές της βόρειας και δυτικής Ευρώπης. Πριν από το 5500 π.Χ. στην περιοχή του ποταμού Τίσα (Tisza), παραπόταμου του Δούναβη, στην σημερινή ανατολική Ουγγαρία, εμφανίσθηκε ο λεγόμενος πολιτισμός Σάτμαρ (Szatmár), μικρής διάρκειας και μεταβατικός από την Μεσολιθική στην Νεολιθική (βλ. Χάρτη).

Θα επικεντρώσουμε όμως τώρα την προσοχή μας στην εμφάνιση της Νεολιθικής και τις μετέπειτα εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, που ένα τμήμα της καλύπτει η σημερινή Αλβανία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

30. Βλ. λεπτομέρειες στο Graham Clark - Stuart Piggot: «Προϊστορικές Κοινωνίες» ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑΣ – Αθήνα 1980, σελ. 185-189, κυρίως το 8ο Κεφάλαιο «Οι αρχές της Γεωργίας στον Παλιό και το Νέο Κόσμο» σελ. 193 - 212, καθώς και το εξαιρετικό άρθρο του Ισραηλινού Καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ Ofer Bar-Yosef: «The Natufian Culture in the Levant, Threshold to the Origins of Agriculture» - (Ο Νατούφιος πολιτισμός στην Μ. Ανατολή, κατώφλι στις απαρχές της Γεωργίας) στο αμερικάνικο επιστημονικό περιοδικό «Evolutionary Anthropology» Volume 6 - Issue 5, 1998 σελ. 159-176
31. Βλ. λεπτομέρειες στο Barry Cunliffe: «The Oxford Illustrated Prehistory of Europe» – Oxford University Press 1994, σελ. 137-149
32. Βλ. «Νεολιθικός Πολιτισμός» - ΜΙΕΤ Αθήνα 1993 σελ. 36, αλλά στην Ι.Ε.Ε. τόμ. Α΄ σελ. 54, έχει «απαλύνει» κάπως τις απόψεις του, αφήνοντας ανοιχτό το θέμα: «…Τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν (…) ούτε τεκμηριώνουν ούτε αποκλείουν διάδοση του πολιτισμού από την Ανατολή...»
33. Βλ. σχετικά την λεπτομερειακή, αλλά και «αποστομωτική» μελέτη της Αμερικανίδας Παλαιοβοτανολόγου J. Hansen “Agriculture in the Prehistoric Aegean: Data versus speculation” «Η Γεωργία στο Προϊστορικό Αιγαίο: Δεδομένα εναντίον εικοτολογίας» AJA 92 – 1988
34. Catherine Perlès: «The Early Neolithic in Greece» (Κατρίν Περλέ: «Η πρώϊμη Νεολιθική στην Ελλάδα») – Cambridge University Press, 2001
35. Βλ. σχετική υποσημείωση 21 στο βιβλίο του «Νεολιθικός Πολιτισμός» ό.π.
36. Κ. Περλέ, ό.π. σελ. 64
37. Κ. Περλέ, ό.π. σελ. 64
38. Βλ. για παράδειγμα τα όσα γράφει η ίδια στην «Εισαγωγή» του προαναφερθέντος έργου της, σελ. 8
39. Κ. Περλέ, ό.π. σελ. 65
40. Κ. Περλέ, ό.π. σελ. 65
41. Βλ. Γ.Α. Παπαθανασόπουλος (εκδ.) «Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα» Ίδρυμα Ν. Π. Γουλανδρή – Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα 1996
42. Βλ. J-P. Demoule and C. Perlés, "The Greek Neolithic: A New Review," Journal of World Prehistory 7:4 (1993) 355-416, esp. 366 Fig.2
43. Κ. Περλέ, ό.π. σελ. 99 και υποσημείωση 2 στην ίδια σελίδα.
44. Κ. Περλέ, ό.π. σελ. 7-8
45. Κ. Περλέ, ό.π. σελ. 59
46. Κ. Περλέ, ό.π. σελ. 60
47. Κ. Περλέ, ό.π. σελ. 116
48. Ο νεολιθικός αυτός οικισμός βρίσκεται περίπου 12 χιλιόμετρα ΒΑ της Βέροιας και 2 χιλιόμετρα βόρεια του χωριού Νέα Νικομήδεια. Επικρατεί η άποψη ότι ο οικισμός βρισκόταν σε όρμο του Θερμαϊκού κόλπου ή στην άκρη μιας ελώδους λίμνης-λιμνοθάλασσας. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τη σύσταση του εδάφους-υπεδάφους (προσχωσιγενές, φερτές ύλες, υδατογενή πετρώματα, όστρακα κ.λπ). Ο οικισμός ανήκει στον τύπο της «τούμπας», δηλαδή τον τεχνητό γήλοφο, του οποίου η μορφή είναι αποτέλεσμα της συνεχούς ανθρώπινης κατοίκησης.
Εκτιμάται ότι ο οικισμός στα βορειοανατολικά του, όπου απλωνόταν θάλασσα ή λίμνη, είχε ανοιχτό ορίζοντα. Στις άλλες κατευθύνσεις θα υπήρχαν δάση και λιβάδια. Η θέση του οικισμού, σχετικά με τις πηγές τροφίμων, πρέπει να ήταν ιδανική (εύφορη γη, πλούσιο κυνήγι, άφθονα ψάρια).
Η ανασκαφή έδωσε πολύτιμα στοιχεία για την αρχιτεκτονική και την διάταξη των οικημάτων. Τα σπίτια ήταν χτισμένα με έναν σκελετό από δοκάρια και κλαδιά που στήριζε τοίχους από πηλό. Η κάτοψη είναι τετράγωνη και οι διαστάσεις δείχνουν ευρύχωρα οικήματα (μήκος και πλάτος 8 μ. ενίοτε όμως ως 12 μ.). Από λείψανα εσωτερικών δοκών συμπεραίνεται ότι η στέγη ήταν κεκλιμένη προς τις πλευρές. Η οικονομία ήταν βασικά γεωργική-αναμφισβήτητη και τεκμηριωμένη η καλλιέργεια δημητριακών-και κτηνοτροφική. Οστά εξημερωμένων προβάτων, βοδιών και χοίρων βρέθηκαν άφθονα, καθώς και ψαριών. Σημαντικός αριθμός ευρημάτων μας βοηθά να κατανοήσουμε την δομή και την κοινωνική οργάνωση του οικισμού. Κεραμικοί φούρνοι και εστίες στους οποίους έψηναν τα πήλινα αντικείμενα (αγγεία, ειδώλια κ.λπ.), αλλά και το πλήθος των κεραμικών αποδεικνύει την ευρεία χρήση του πηλού. Κεραμική και πηλοπλαστική συνέθεταν αντικείμενα χρήσης αλλά και διακόσμησης. Διακοσμημένα αγγεία και πήλινες σφραγίδες έρχονται να προστεθούν στα λίθινα και οστέινα εργαλεία. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πήλινα ειδώλια μιας γυναικείας μορφής, καθώς και πολλά ομοιώματα βατράχων, από στεατίτη και πράσινο σερπεντίνη, που εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο Βέροιας. Η ζωή στον οικισμό, σύμφωνα με τους ανασκαφείς (μεταξύ των ετών 1961-1964) R. J. Rodden και K. A. Wardle διακόπηκε κατά τους χρόνους της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου. Πιθανόν ο οικισμός να καταστράφηκε από πλημμύρα, πυρκαγιά ή και από επιδρομή κάποιου λαού και οι κάτοικοι να αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν σε άλλη περιοχή.
49. Οι παλαιότερες ραδιοχρονολογήσεις είχαν προκαλέσει πολλές συζητήσεις μεταξύ των ειδικών λόγω ορισμένων πολύ υψηλών χρονολογιών (7500 π.Χ.!), που δεν ήταν δυνατόν να δικαιολογηθούν από το γενικότερο χρονολογικό πλαίσιο του οικισμού και τα σχετικά ευρήματα. Νεώτερες μετρήσεις με σύγχρονες και ακριβέστερες μεθόδους απέδειξαν ότι οι πολύ υψηλές χρονολογίες ήσαν λανθασμένες και έπρεπε να απορριφθούν. Σήμερα δεχόμαστε ότι η αρχαιότερη χρονολογία υλικών του οικισμού δεν ξεπερνάει το 6400 π.Χ. με τις περισσότερες χρονολογήσεις να κυμαίνονται γύρω από το 6200 π.Χ. Βλ. λεπτομέρειες στο Κ. Περλέ, ό.π. σελ. 99-110
50. Βλ. σχετικά J. L. Davis: Review of the Aegean Prehistory I – the islands of the Aegean (A.J.A. 1992, 96 – 4), T. W. Jacobsen: Maritime mobility in the Prehistoric Aegean (XXth Meeting on Maritime Archaeology, 23 σελίδες – Ναύπλιο 1993), Colin Renfrew: Sitagroi in European Prehistory στο συλλογικό έργο C. Renfrew-M. Gibutas-E. Elster (eds.): Excavations at Sitagroi. A Prehistoric Village in Northeast Greece, Vol. I – Los Angeles, 1986, M. Wijnen: Early ceramics – local manufacture versus widespread distribution στο συλλογικό έργο J. Roodenberg (ed.): Anatolia and the Balkans, Anatolica 19, 1993 και πρόσφατα, το προαναφερθέν έργο της Κατρίν Περλέ: «Η πρώϊμη Νεολιθική στην Ελλάδα»
51. Κ. Περλέ, ό.π. σελ. 60
52. Για την σημασία της Κεραμικής στην έρευνα της Προϊστορίας βλ. Δ. Ρ. Θεοχάρη: «Νεολιθικός Πολιτισμός» - Αθήνα 1993 σελ. 50
53. Βλ. Δ. Ρ. Θεοχάρη ό.π. σελ. 51
54. Βλ. T. Douglas Price (ed.): Europe’s First Farmers – “Cambridge University Press” 2000 σελ. 11 και Robert Leighton: Sicily before History – “Duckworth” 1999 σελ. 52
55. Βλ. R. Leighton: Sicily… ό.π. σελ. 51

(Συνεχίζεται)


2 σχόλια:

  1. η θεωρεια της παλαιολιθικης συνεχειας καταποσο ειναια ξιοπιστη στους επιστημονικους κυκλους? καθως αυτην υποστηριζει ελληνας πανεπιστημιακος στο βιβλιο του Πόθεν και πότε οι Έλληνες;Νομιζω οτι εσεις δεν την αποδεχεστε αυτην την θεωρεια ...Ευχαριστω!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πρόκειται για μια άποψη που κυκλοφορεί κυρίως στους γερμανόφωνους πανεπιστημιακούς κύκλους, αλλά ακόμη και εκεί θεωρείται μη σοβαρή και περιθωριακή στηριγμένη σε αναπόδεικτες υποθέσεις. Για το βιβλίο αυτού του πολυπράγμονα αρχαιολόγου (δεν είναι πανεπιστημιακός) θα δημοσιεύσω μια εκτεταμένη κριτική μόλις καταφέρω να βρω λίγο χρόνο. Ο τύπος έγραψε ολόκληρο βιβλίο για να "γλύψει" τον Γερμανό Καθηγητή του, ο οποίος υποστηρίζει μια εξωφρενική θεωρία για τους δημιουργούς του μυκηναϊκού πολιτισμού. Μου θυμίζει Πουλιανό, αλλά στο πιο σοβαρό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish