Ομβρική (η χώρα των Όμβρων)
και οι γύρω περιοχές της κεντροανατολικής Ιταλίας
(Από το "Λεξικό των Λαών του Αρχαίου Κόσμου" του Δ. Ε. Ευαγγελίδη)
Όμβροι ή Ούμβροι: Ομάδα φύλων της κεντρικής Ιταλικής χερσονήσου, που κατατάσσονται μαζί με τους στενά συγγενείς τους, Όσκους, στους λεγόμενους Δευτερο-Ιταλικούς λαούς (βλ. Ιταλικοί λαοί). Οι Όμβροι ή Ούμβροι (Umbrians), διείσδυσαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της κεντρικής οροσειράς των Απεννίνων, που θα αποκληθεί Ομβρική, ακολουθώντας τους Όσκους, οι οποίοι θα προχωρήσουν νοτιότερα. Στην Ομβρική αναφέρεται και ο Ηρόδοτος (Δ΄ 49) σε σχέση με κάποιους ποταμούς που πηγάζουν από μια γειτονική της χώρα. Οι Όμβροι θα εξαπλωθούν βαθμιαία και στις περιοχές των Όσκων, ένα τμήμα των οποίων θα εξαναγκασθεί να μετακινηθεί νοτιότερα και να σηματοδοτήσει έτσι τις περίφημες «Σαβελλικές μεταναστεύσεις» (βλ. Σαβέλλοι) του 5ου αιώνα π.Χ. (Ιστορία της Ανθρωπότητος UNESCO – τομ. Β΄ σελ. 66-67).
Έχει υποστηριχθεί ότι η λεγόμενη «Νότια Πικεντική» γλώσσα (βλ. Πίκεντες) ήταν η πρόδρομος των Οσκο-Ουμβρικών διαλέκτων των Ιστορικών χρόνων, αλλά η υπόθεση ότι όλοι οι Οσκο-Ουμβρικοί λαοί του 4ου αιώνα π.Χ. έχουν προέλθει από τους λαούς-φορείς της «Νότιας Πικεντικής» του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ. δεν μπορεί προς το παρόν να αποδειχθεί, δεδομένου ότι αγνοούμε και τις διαδικασίες μετασχηματισμού και κυρίως το χρονικό διάστημα που παρέμειναν αυτοί οι λαοί στην Μεσο-Αδριατική περιοχή (βλ. C.A.H. Vol. IV σελ. 697-698).
Ο Στράβων μας έχει παραδώσει (Ε΄ ΙΙ. 10) μια περιγραφή της Ομβρικής, όπως την αποκαλεί, όπου υπάρχει μια ενδιαφέρουσα παρατήρησή του σχετικά με τους Ομβρικούς και τους Τυρρηνούς (βλ. Ετρούσκοι): «…και οι δύο αυτοί λαοί, πριν αυξηθούν τόσο οι Ρωμαίοι, είχαν άμιλλα μεταξύ τους για τα πρωτεία. Ανάμεσά τους ήταν ο Τίβερις και με ευκολία τον περνούσαν και πολεμούσαν μεταξύ τους…».
Τα βόρεια όρια της Ομβρικής τοποθετούνται από τον Στράβωνα στην Ραουέννα (η περίφημη μετέπειτα Βυζαντινή Ραβέννα, πρωτεύουσα των Ιταλικών κτήσεων), ενώ τα νότια όρια επί της Αδριατικής τα τοποθετεί στο Αριμίνιον (σημερ. Ρίμινι), μετά από το οποίο «…αρχίζει η Πικεντίνη χώρα…» (στην πραγματικότητα τα νότια όρια της Ομβρικής, έφθαναν νοτιότερα, μέχρι την Αγκώνα). Αυτές όμως οι περιοχές αποτελούσαν απλώς την έξοδο προς την θάλασσα (Αδριατική) της Ομβρικής.
Η κυρίως χώρα τους, ήταν στο εσωτερικό της χερσονήσου, στις κοιλάδες του άνω ρου του Τίβερη και γύρω από αυτές και η οποία συνόρευε με την Ετρουρία δυτικά και με την χώρα των Σαβίνων στα νοτιοανατολικά (βλ. παραπάνω Χάρτη).
Η Ουμβρική (Umbrian), η γλώσσα των Όμβρων ή Ουμβρίων, αποτελεί την καλύτερα μελετημένη γλώσσα της ομάδας, χάρη στο γεγονός ότι διαθέτουμε τους επτά (από τους αρχικούς εννέα) περίφημους ορειχάλκινους «Ιγγουβιανούς Πίνακες» (Iguvine Tables, Λατιν. Tabulae Iguvinae), οι οποίοι περιέχουν πάνω από 4.000 λέξεις.
Ιγγουβιανός Πίναξ
Τα κείμενα αυτά, θρησκευτικού περιεχομένου, με οδηγίες για τον τρόπο τέλεσης διαφόρων τελετουργιών προς τα μέλη μιας θρησκευτικής αδελφότητας, ανακαλύφθηκαν στην ορεινή περιοχή των κεντρικών Απεννίνων, στην αρχαία πόλη Ιγγούβιον (Ιγούϊον, κατά τον Στράβωνα, Λατιν. Iguvium, σημερ. Gubbio) και χρονολογούνται από τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. (ο παλαιότερος), μέχρι τα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. αλλά διασώζουν μια παλαιότατη ασφαλώς προφορική παράδοση. Οι αρχαιότεροι Πίνακες είναι χαραγμένοι σε διάφορες μορφές του Ετρουσκικού αλφάβητου, που χαρακτηρίζονται ως Ουμβρική γραφή (βλ. Εικόνα), ενώ οι νεώτεροι στο Λατινικό αλφάβητο.
Ουμβρικό αλφάβητο
Παλαιότερα δείγματα Ουμβρικής γραφής διαθέτουμε από επιγραφές του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. από διάφορες τοποθεσίες της Ουμβρίας (λεπτομέρειες για τα παραπάνω βλ. C. A. H. Vol. IV σελ. 735-736). Οι Όμβροι θα επηρεαστούν σε μεγάλο βαθμό από τον πολιτισμό των Ετρούσκων, οι οποίοι μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. ασκούσαν την πολιτικοστρατιωτική τους επικυριαρχία σε ολόκληρη την κεντρική Ιταλική χερσόνησο, επί των διάφορων Ιταλικών λαών της περιοχής.
Δείγμα Ουμβρικής γραφής
Οι Όμβροι πάντως γενικότερα, λόγω της απομόνωσής τους στον ορεινό όγκο των Απεννίνων, θεωρούνται ένα μάλλον πολιτιστικά καθυστερημένο σύνολο φύλων σε σχέση με τα πιο εξελιγμένα φύλα των συγγενών τους Όσκων. Υπενθυμίζουμε ότι την περίοδο της κυριαρχίας των Ετρούσκων, η ελληνική αποικία της Κύμης θα βρεθεί σε μεγάλο κίνδυνο, όταν Ετρούσκοι και Ούμβροι θα επιτεθούν το 525 π.Χ. αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με τις νεώτερες απόψεις, τα γειτονικά φύλα των Λατίνων, οι Αίκουοι, οι Έρνικοι και οι περίφημοι Ουόλσκοι, θεωρούνται πλέον ως Ουμβρικά φύλα (βλ. C.A.H. Vol. IV σελ. 702-703).
Ένα άλλο Ουμβρικό φύλο ήσαν και οι Μαρσοί (Marsi), προερχόμενοι αρχικά από το Μαρρούϊον (Marruvium) της περιοχής των Σαβίνων (Διον. Αλικαρν. Α΄ 14. 4). Στην συνέχεια θα ιδρύσουν ένα νέο Μαρρούϊον στο ανατολικό άκρο της λίμνης Φουκίνα και θα εξαπλωθούν στην περιοχή στα ανατολικά των Αίκουων. Θα αποτελέσουν τον πυρήνα της εκτεταμένης εξέγερσης υποτελών Ιταλικών λαών εναντίον των Ρωμαίων, που έγινε γνωστός ως Μαρσικός ή Συμμαχικός πόλεμος (90-87 π.Χ.).
Η Ομβρική θα κατακτηθεί από τους Ρωμαίους γύρω στο 308 π.Χ. στην διάρκεια του Β΄ Σαμνιτικού Πολέμου (327-304 π.Χ.).
Οι Όμβροι θα συμμαχήσουν με τους Σαμνίτες στην διάρκεια του Γ΄ Σαμνιτικού Πολέμου (298-290 π.Χ.) και μαζί με τους Γαλάτες και τους Ετρούσκους θα αποτελέσουν μια τρομακτική πολεμική δύναμη, αλλά οι Ρωμαίοι με την επιδέξια διπλωματία τους θα διχάσουν τους συμμάχους, ενώ παράλληλα η εμπειροπόλεμη στρατιωτική τους μηχανή θα συντρίψει τις συμμαχικές δυνάμεις στην μάχη του Σεντίνου (Sentinum) στα Απέννινα το 290 π.Χ.
Στην διάρκεια των δύο επομένων αιώνων τα Ουμβρικά φύλα θα συγχωνευθούν με τους Ρωμαίους και τα γειτονικά τους φύλα και θα απορροφηθούν μέσα στην χοάνη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Οπικοί: Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται στις αρχαιοελληνικές πηγές τα Οσκικά φύλα (μία από τις σημαντικότερες ομάδες λαών και γλωσσών στην προ-ρωμαϊκή Ιταλία, βλ. Όσκοι). Ο Στράβων π.χ. αναφέρει (Ε΄ ΙΙΙ. 6) ότι οι Αύσονες κατείχαν την Καμπανία και πέρα από αυτούς ήσαν οι Όσκοι που «…κάποτε είχαν και αυτοί μερίδιο στην Καμπανία…».
Μνημονεύει επίσης (Ε΄ IV. 3) τις απόψεις τόσο του Αντιόχου του Συρακουσίου (ιστορικός του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα π.Χ.), ότι οι Αύσονες ταυτίζονται με τους Οπικούς (άποψη που υποστήριζε και ο μεγάλος φιλόσοφος Αριστοτέλης – Πολιτ. Ζ΄ 9.3) καθώς και την αντίθετη του Πολυβίου (ο ιστορικός του 2ου αιώνα π.Χ.), ότι πρόκειται για δύο διαφορετικούς λαούς.
Η νεώτερη έρευνα έδειξε ότι κατά κάποιον τρόπο και οι δύο αρχαίοι ιστορικοί είχαν δίκιο, δεδομένου ότι έχει ταυτίσει τους Αύσονες με το φύλο των Αυρούγκων (Aurunci), που ανήκε στους λαούς της λεγομένης Οσκικής ομάδας και την ονομασία Οπικοί (Opici), ως μια άλλη ονομασία των Αυσόνων που προήλθε από την ονομασία Όπσκοι (Obsci) στην Οσκική γλώσσα, το οποίο μεταβλήθηκε σε Όσκοι (Osci) στην Λατινική, όπως και από τον ρωτακισμό του ονόματος Αύσονες (Ausonii) από τους Ρωμαίους προήλθε η ονομασία Αυρούγκοι (C.A.H. Vol. IV, σελ. 677). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά του Στέφανου Βυζάντιου στο σχετικό λήμμα, όπου μνημονεύει και μια άλλη ονομασία τους «…οι δε ότι Ο φ ι κ ο ί, από των όφεων…».
Όσκοι: Ομάδα φύλων της κεντρικής Ιταλικής χερσονήσου, οι Οπικοί των αρχαιοελληνικών πηγών, που συμπεριλαμβάνονται μαζί με τους στενά συγγενείς τους Όμβρους ή Ούμβρους, στους λεγόμενους Δευτερο-Ιταλικούς λαούς (βλ. Ιταλικοί λαοί). Οι Δευτερο-Ιταλικοί λαοί, άρχισαν την μετανάστευσή τους πολύ πιο αργά από τους προηγηθέντες Πρωτο-Ιταλικούς λαούς και οι γλώσσες τους κατατάσσονται στον Οσκο-Ουμβρικό κλάδο των Ιταλικών γλωσσών.
Η Οσκική, η γλώσσα των Σαμνιτών των ισχυρότατων και πλέον επικίνδυνων αντιπάλων της Ρώμης (η διάλεκτος των οποίων θεωρείται η τυπική μορφή της Οσκικής), διαθέτει επιγραφές από τον 5ο π.Χ. αιώνα, γραμμένες στο Ετρουσκικό αλφάβητο. Γύρω στο 400 π.Χ. δημιουργήθηκε ένα νέο αλφάβητο (βλ. Εικόνα) βασισμένο στο Ετρουσκικό της βόρειας Καμπανίας, αλλά βαθύτατα επηρεασμένο από το Ελληνικό, όπως υποδεικνύουν τα σχετικά ευρήματα (βλ. για λεπτομέρειες C.A.H. Vol. IV σελ. 732).
Οσκικό αλφάβητο
Τμήμα επιγραφής από την «Στήλη της Αμπέλλα» (Cippus Abellanus)
(Μεταφρ.: Πίσω από την περιοχή των τοίχων που περιτριγυρίζουν το Ιερό, ουδείς από τους κατοίκους, είτε της Αμπέλλα είτε της Νόλα, επιτρέπεται να κτίσει οτιδήποτε)
Το σημαντικότερο κείμενο της Οσκικής γλώσσας, είναι μια επιγραφή χαραγμένη σε λίθινη πλάκα, μιας συμφωνίας μεταξύ των πόλεων της Καμπανίας, Νόλα (Nola) και Αμπέλλα (Abella), για την από κοινού διαχείριση του Ιερού του Ηρακλέους, που βρισκόταν στα κοινά τους σύνορα, η περίφημη «Στήλη της Αμπέλλα» (Cippus Abellanus), χρονολογούμενη γύρω στο 150 π.Χ. (Βλ. Εικόνα παρακάτω).
Στήλη της Αμπέλλα
Το εκτενέστερο πάντως κείμενο της Οσκικής είναι ο ορειχάλκινος «Πίναξ της Μπαντίνα» (Tabula Bantina), από την περιοχή της Λευκανίας (=Λουκανία, βλ. Λευκανοί ή Λουκανοί), μια συλλογή Νόμων, χρονολογούμενος στο α΄ μισό του 1ου π.Χ. αιώνα. Σύμφωνα με τις απόψεις των νεώτερων ερευνητών, η ονομασία Όσκοι είναι παραπλανητική, δεδομένου ότι οι φορείς της Οσκικής γλώσσας ήσαν στην πραγματικότητα οι κατακτητές των Όσκων, ενός αυτόχθονος λαού εγκατεστημένου στην προ-Ετρουσκική Καμπανία (βλ. C.A.H. Vol. IV σελ. 703 και 732).
Ο όρος Σάβελλος ή Σαβέλλος (Sabellus), άρχισε να χρησιμοποιείται από τους Ρωμαίους μετά τον 3ο αιώνα π.Χ. ως γενικός χαρακτηρισμός για όλα τα φύλα που ομιλούσαν Οσκικές διαλέκτους. Παλαιότερα, οι Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν τον όρο Σαυνίτες ή Σαμνίτες αντί του όρου Σάβελλοι ή Σαβέλλοι για να χαρακτηρίσουν τους φορείς Οσκικών διαλέκτων, ανεξάρτητα αν αυτοί ζούσαν στο Σάμνιον (Samnium), την κυρίως χώρα των Σαμνιτών (η ορεινή χώρα στα βόρεια της Καμπανίας) ή όχι. Πρόγονοι των Σαμνιτών θεωρούνται οι θρυλικοί Σαβίνοι, που διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στην πρώϊμη Ιστορία της Ρώμης.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες απόψεις των ερευνητών, οι συγγενείς αυτοί όροι, προέρχονται από την οσκική λέξη Safineis, με την οποία αυτοαποκαλούνταν οι Σαμνίτες στην γλώσσα τους. Η αντίστοιχη λέξη στην Λατινική ήταν Sabini, αλλά ο όρος περιορίστηκε να σημαίνει τον λαό των Σαβίνων, όπως αυτοί έγιναν γνωστοί στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο (βλ. C.A.H. ό.π.).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια παρατήρηση του Στράβωνος (Ε΄ ΙΙΙ. 6):
«…Έχει συμβεί κάτι ιδιαίτερο με τον λαό των Όσκων […] Οι Όσκοι χάθηκαν, αλλά παραμένει η γλώσσα τους στους Ρωμαίους. Κάνουν ποιήματα σ’ αυτήν την γλώσσα, σε μερικές παραδοσιακές γιορτές, που τα ανεβάζουν στην σκηνή και τα αναπαριστάνουν διάφοροι μίμοι…».