Οι ελληνόφωνες (Γκρίκο) περιοχές της Κάτω Ιταλίας σήμερα
(Από το "Λεξικό των Λαών του Αρχαίου Κόσμου" του Δ. Ε. Ευαγγελίδη)
Μεσσάπιοι: Ένα από τα φύλα της λεγομένης Μεσσαπικής ομάδας λαών, εγκατεστημένης αρχικά στην Ιλλυρίδα. Διαπεραιώθηκαν στο ΝΑ άκρο της Ιταλικής χερσονήσου στα τέλη του 12ου αιώνα π.Χ. εκτοπισμένοι από το δεύτερο κύμα της φρυγικής μετανάστευσης στις νότιες περιοχές της χερσονήσου του Αίμου (βλ. λήμμα Ιλλυριοί). Στην Μεσσαπική ομάδα, εκτός από τους Μεσσάπιους, ανήκαν επίσης οι Ιάπυγες και οι Χώνες (Chonians), όπως επίσης οι Δαύνιοι και οι Πευκέτιοι, σύμφωνα με πρόσφατες απόψεις (βλ. Ettore M. De Juliis: The Impact of the Greek Colonies on the Indigenous Peoples of Apulia, στο εξαιρετικό συλλογικό έργο: The Western Greeks, 1996). Για τους Χώνες μάλιστα, έχει υποστηριχθεί ότι σχετίζονται με το Δυτικό (Ηπειρωτικό) ελληνικό φύλο των Χαόνων (βλ. C.A.H. Vol. III part 1, σελ. 229).
Γλώσσα των προαναφερθέντων λαών ήταν η συμβατικά ονομαζόμενη Μεσσαπική, η οποία θεωρείται συγγενής της Ιλλυρικής, αλλά επειδή προήλθε από μια προγονική μορφή της Ιλλυρικής γλώσσας (pre-Illyrian), διαφοροποιήθηκε έντονα στην διάρκεια των ιστορικών χρόνων, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται σήμερα ως ξεχωριστή οντότητα μεταξύ των πρώϊμων γλωσσών της ιταλικής χερσονήσου. Είναι γνωστή από περισσότερες από 300 επιγραφές, γραμμένες σε μια μορφή του ελληνικού αλφαβήτου, που υιοθετήθηκε γύρω στο 500 π.Χ.
( Άκου, ώ Δία! Η Θοτόρια Μάρτα χάρισε την γη της στην πόλη
της Μπάστα στα περίχωρα του Τάραντα)
Μεσσαπική επιγραφή μεταγραμμένη σε λατινικούς χαρακτήρες
με την «κοινής αποδοχής» μετάφρασή της
Μεσσαπικό αλφάβητο
Μνημονεύονται από τον Στράβωνα (ΣΤ΄ ΙΙΙ. 1 και Θ΄ ΙΙ. 13), ο οποίος μάλιστα αναφέρει και την παράδοση ότι στην Ανθηδόνα (παράλια πόλη της Βοιωτίας, απέναντι από την Εύβοια) υπήρχε το Μεσσάπιον όρος, προς τιμήν του Μέσσαπου, που ξεκίνησε από αυτήν την περιοχή και πήγε στην Ιαπυγία και κατέκτησε ένα μέρος της που ονομάσθηκε Μεσσαπία (βλ. Χάρτη). Σπουδαιότερη πόλη της περιοχής ήταν το Βρεντέσιον (Βρινδήσιον, σημερ. Πρίντεζι), που όπως κατέγραψε ο Στράβων (ΣΤ΄ ΙΙΙ. 6), στην γλώσσα των Μεσσαπίων σημαίνει κεφάλι ελαφιού.
Η περιοχή των Μεσσαπίων, όπως εξ άλλου προκύπτει από το κείμενο του Στράβωνα, είχε διάφορα ονόματα, τα οποία συχνά προκαλούν σύγχυση. Αξίζει λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε αυτήν την ονοματολογία. Η ευρύτερη περιοχή λοιπόν, που ήσαν εγκατεστημένοι οι Μεσσάπιοι, στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ιαπυγία, ονομασία που κάλυπτε σχεδόν ολόκληρο το νοτιότερο τμήμα της Ιταλικής χερσονήσου (το κάτω μέρος της μπότας).
Η Μεσσαπία, η χώρα που ήσαν εγκατεστημένοι οι Μεσσάπιοι, κατείχε το νοτιοανατολικότερο άκρο της (το τακούνι της μπότας) και όπως τονίζει ο Στράβων, οι αυτόχθονες ονόμαζαν αυτούς μεν που κατοικούσαν στο εσωτερικό μέρος, προς τον κόλπο του Τάραντα, Καλαβρούς, ενώ αυτούς που κατοικούσαν στο εξωτερικό μέρος, προς την Αδριατική, Σαλεντίνους. Στην συνέχεια, το όνομα Μεσσαπία έπαυσε να χρησιμοποιείται και η περιοχή (ολόκληρο το τακούνι) ονομαζόταν Καλαβρία. Η βορειότερη περιοχή έπαυσε επίσης να ονομάζεται Ιαπυγία και επικράτησε η ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι αυτόχθονες, Απουλία, από τους Άπουλους, που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή πριν από τον 4ο αιώνα π.Χ.
Το εμπρόσθιο μέρος της μπότας, ονομαζόταν Βρεττία, η χώρα των Βρεττίων ή Βρουττίων. Στους μετέπειτα χρόνους, κυρίως μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Ρωμαίους τον 3ο αιώνα π.Χ. ολόκληρο το ΝΑ άκρο (το τακούνι και η βορειότερη περιοχή) της Ιταλικής χερσονήσου θα πάρει την ονομασία Απουλία, ενώ η Βρεττία θα ονομασθεί Καλαβρία (γνωστότερη πόλη της, το Ρήγιον της Καλαβρίας, Regio di Calabria), ονομασίες που διατηρούνται μέχρι σήμερα. Θα πρέπει τέλος να υπενθυμίσουμε ότι η άκρη της Απουλίας (η βάση του τακουνιού), ονομάζεται και σήμερα Σαλέντο (Salento), όπου συναντάμε την μια ομάδα των ελληνόφωνων χωριών της Κάτω Ιταλίας (βλ. Χάρτη).
Η περιοχή των Μεσσαπίων, όπως εξ άλλου προκύπτει από το κείμενο του Στράβωνα, είχε διάφορα ονόματα, τα οποία συχνά προκαλούν σύγχυση. Αξίζει λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε αυτήν την ονοματολογία. Η ευρύτερη περιοχή λοιπόν, που ήσαν εγκατεστημένοι οι Μεσσάπιοι, στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ιαπυγία, ονομασία που κάλυπτε σχεδόν ολόκληρο το νοτιότερο τμήμα της Ιταλικής χερσονήσου (το κάτω μέρος της μπότας).
Η Μεσσαπία, η χώρα που ήσαν εγκατεστημένοι οι Μεσσάπιοι, κατείχε το νοτιοανατολικότερο άκρο της (το τακούνι της μπότας) και όπως τονίζει ο Στράβων, οι αυτόχθονες ονόμαζαν αυτούς μεν που κατοικούσαν στο εσωτερικό μέρος, προς τον κόλπο του Τάραντα, Καλαβρούς, ενώ αυτούς που κατοικούσαν στο εξωτερικό μέρος, προς την Αδριατική, Σαλεντίνους. Στην συνέχεια, το όνομα Μεσσαπία έπαυσε να χρησιμοποιείται και η περιοχή (ολόκληρο το τακούνι) ονομαζόταν Καλαβρία. Η βορειότερη περιοχή έπαυσε επίσης να ονομάζεται Ιαπυγία και επικράτησε η ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι αυτόχθονες, Απουλία, από τους Άπουλους, που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή πριν από τον 4ο αιώνα π.Χ.
Το εμπρόσθιο μέρος της μπότας, ονομαζόταν Βρεττία, η χώρα των Βρεττίων ή Βρουττίων. Στους μετέπειτα χρόνους, κυρίως μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Ρωμαίους τον 3ο αιώνα π.Χ. ολόκληρο το ΝΑ άκρο (το τακούνι και η βορειότερη περιοχή) της Ιταλικής χερσονήσου θα πάρει την ονομασία Απουλία, ενώ η Βρεττία θα ονομασθεί Καλαβρία (γνωστότερη πόλη της, το Ρήγιον της Καλαβρίας, Regio di Calabria), ονομασίες που διατηρούνται μέχρι σήμερα. Θα πρέπει τέλος να υπενθυμίσουμε ότι η άκρη της Απουλίας (η βάση του τακουνιού), ονομάζεται και σήμερα Σαλέντο (Salento), όπου συναντάμε την μια ομάδα των ελληνόφωνων χωριών της Κάτω Ιταλίας (βλ. Χάρτη).
Τα ελληνόφωνα χωριά του Σαλέντο
Ο Ηρόδοτος κατέγραψε κάποια παράδοση (Ζ΄ 170), που ήθελε ένα εκστρατευτικό σώμα Κρητών να εγκαθίσταται στην Μεσσαπία, μετά την αποτυχία της εκστρατείας τους και την καταστροφή του στόλου τους, να ιδρύει την πόλη Υρία (μεταξύ Τάραντος και Βρινδησίου) και να αλλάζουν το όνομά τους από Κρήτες σε «Μεσσάπιους Ιάπυγες». Εκείνο που προκύπτει από την διήγηση αυτήν, μεταξύ των άλλων, είναι ότι οι Μεσσάπιοι αποτελούσαν φύλο των Ιαπύγων.
Αντίθετα, ο Θουκυδίδης (Ζ΄ 33), αναφέρεται σαφώς στους «εκατόν πενήντα Ιάπυγες ακοντιστές του Μεσσaπίου έθνους», θεωρώντας προφανώς ότι οι Ιάπυγες αποτελούσαν ένα φύλο των Μεσσαπίων.
Κατά τις πλέον σύγχρονες απόψεις (βλ. Ettore M. De Juliis, σελ. 549 στο: The Western Greeks, 1996), οι αυτόχθονες της Απουλίας Ιάπυγες, υποδιαιρούνταν σε Μεσσάπιους (Καλαβρούς και Σαλεντίνους), σε Πευκέτιους και Δαύνιους, άποψη που συμφωνεί με την παρατήρηση του Πολυβίου (2ος αιώνας π.Χ.) ότι η χώρα της Ιαπυγίας ήταν διηρημένη σε τρεις φυλές: Τους Δαυνίους, τους Πευκετίους και τους Μεσσαπίους (Ιστοριών, Γ΄ 88).
Στα όρια της χώρας των Μεσσαπίων είχε εγκατασταθεί (το 708 ή το 706 π.Χ.) και η περίφημη Δωρική αποικία του Τάραντος, που έδωσε το όνομά της στον ομώνυμο κόλπο (Κόλπος του Τάραντος). Το 473 π.Χ. οι Ταραντίνοι θα υποστούν σοβαρή ήττα από τους Μεσσάπιους, γεγονός που θα προκαλέσει την αλλαγή του αριστοκρατικού πολιτεύματος σε δημοκρατικό.
Χρυσός στατήρ Τάραντος
340-334 π.Χ.
Το ύψιστο της ακμής του θα σημειωθεί το α΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. αλλά από το β΄ μισό θα αρχίσει η παρακμή της πόλης, που σημειώνεται σε δυσμενή ιστορική συγκυρία: Οι Ρωμαίοι, μετά την ολοκληρωτική επικράτησή τους στους Σαμνιτικούς πολέμους (343-290 π.Χ.) και έχοντας πλέον εξασφαλίσει τα βόρεια σύνορά τους, θα στραφούν στον Νότο και στις ελληνικές αποικίες της Μεγάλης Ελλάδος.
Οι Ταραντίνοι θα προσκαλέσουν τότε τον βασιλέα των Μολοσσών, τον περίφημο Πύρρο Α΄ (307-302 και 297-272 π.Χ.), να τους βοηθήσει να αντισταθούν στις επεκτατικές βλέψεις της Ρώμης. Η εκστρατεία του Πύρρου θα κρατήσει περίπου πέντε χρόνια (280-275 π.Χ.), αλλά παρά τις νίκες του εναντίον των ρωμαϊκών στρατευμάτων, θα αναγκασθεί στο τέλος να αποχωρήσει.
Ο Τάρας, μετά την αποτυχία του εγχειρήματος και την αποχώρηση του Βασιλέως της Ηπείρου, θα αναγκασθεί να παραδοθεί τελικώς στους Ρωμαίους το 272 π.Χ.
Βρέττιοι ή Βρούττιοι: Αρχαίος λαός του νοτιότατου τμήματος της ιταλικής χερσονήσου και ειδικότερα της περιοχής που σήμερα μεν ονομάζεται Καλαβρία (Calabria), αλλά δεν πρέπει να συγχέεται με την αρχαία Καλαβρία (βλ. σχετικά με τις ονομασίες των περιοχών του νοτιότερου τμήματος της ιταλικής χερσονήσου στο λήμμα Μεσσάπιοι).
Οι Βρέττιοι κατά τις αρχαιοελληνικές πηγές ή Βρούττιοι (Bruttii), σύμφωνα με τις λατινικές, μνημονεύονται από τον Στράβωνα (ΣΤ΄ Ι. 2), ο οποίος αναφέρει ότι στην ευρύτερη περιοχή της σημερινής Καλαβρίας, κατοικούσαν Χώνες και Οινωτροί, τους οποίους εξεδίωξαν οι Σαυνίτες (=Σαμνίτες) και εγκατέστησαν εκεί τους Λευκανούς (=Λουκανούς, Lucani).
Στην συνέχεια, κατά τον Στράβωνα πάντοτε (I. 4), το νότιο τμήμα της χώρας περιήλθε στην εξουσία των Βρεττίων, που ήσαν άποικοι Λευκανών. Οι Βρέττιοι έβοσκαν αρχικά ποίμνια για λογαριασμό των Λευκανών και όταν αργότερα ισχυροποιήθηκαν, έγιναν ανεξάρτητοι. Ονομάσθηκαν Βρέττιοι διότι αποστάτησαν από τους Λευκανούς και όπως καταγράφει ο Στράβων, στην γλώσσα των Λευκανών, οι αποστάτες ονομάζονται βρέττιοι.
Ως μητρόπολη των Βρεττίων αναφέρεται η Κωσεντία (Consentia, σημερ. Cosenza), νοτιότερα από την Πανδοσία (βλ.Χάρτη), όπου ήταν η κατοικία των βασιλέων των Οινωτρών (Στρβ. ΣΤ΄ Ι. 5).
Αργυρό νόμισμα των Βρουττίων
με ελληνική επιγραφή (ΒΡΕΤΤΙΩΝ) - 3ος αιώνας π.Χ.
Οι πληροφορίες του Στέφανου Βυζάντιου στο λήμμα Βρέττος, μάλλον σύγχυση προκαλούν: «…πόλις Τυρρηνών, από Βρέττου του Ηρακλέους και Βαλητίας της Βαλήτου. οι οικούντες Βρέττιοι, και η χώρα Βρεττία και η γλώσσα. Αριστοφάνης “μέλαινα γλώσσα Βρεττία παρήν”…».
Σύγχρονοι ερευνητές (βλ. Guzzo, Pier Giovanni: The Encounter with the Bruttii στο εξαιρετικό συλλογικό έργο: The Western Greeks, 1996), υποστηρίζουν ότι η εικόνα των Βρουττίων στις αρχαιοελληνικές πηγές είναι διαστρεβλωμένη και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η ετυμολογία του Στράβωνος που προαναφέραμε για την προέλευση του ονόματος των Βρουττίων απορρίπτεται και υιοθετείται η άποψη σύμφωνα με την οποία η ονομασία τους προέρχεται πιθανόν από μια ιλλυρική ρίζα, που συνδέεται με την λέξη «ελάφι» στην γλώσσα των Μεσσαπίων και Ιαπύγων, στους οποίους το ελάφι ήταν τοτεμικό σύμβολο (ό. π. σελ. 559). Επί πλέον υποστηρίζεται ότι οι Βρούττιοι ήσαν σπουδαίοι ρήτορες και παιδαγωγοί, όπως προκύπτει από αναφορές του Αριστοφάνη και την διήγηση του Ιστορικού του 3ου αιώνα π.Χ. Μάρκου Ιουνιανού Ιουστίνου.
Σύμφωνα με τον τελευταίο, πριν από το 356 π.Χ. (το έτος της ανεξαρτησίας των Βρεττίων από τους Λουκανούς), οι παιδαγωγικές ικανότητες των Βρουττίων ήσαν γενικά αναγνωρισμένες από τους Λουκανούς κυρίους τους και ήταν διαδεδομένο το έθιμο οι γόνοι των αριστοκρατικών οικογενειών να διαμένουν ένα χρονικό διάστημα μεταξύ των Βρουττίων.
Η περιοχή τους, όπως και οι γειτονικές περιοχές της νότιας Ιταλίας, έγιναν θέατρο των συγκρούσεων μεταξύ Ρωμαιών και Καρχηδονίων στον Β΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο (218-201 π.Χ.), στην διάρκεια του οποίου, ιδίως μετά την ταπεινωτική ήττα των Ρωμαίων στις Κάννες της Απουλίας (216 π.Χ.) αρκετοί Ιταλικοί λαοί, που είχε παλαιότερα υποτάξει η Ρώμη, βρήκαν την ευκαιρία να αποτίναξουν τον ρωμαϊκό ζυγό. Το τελικό όμως αποτέλεσμα ήταν να καταστραφούν πόλεις και οικισμοί σε μεγάλο βαθμό. Ο Στράβων αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: «…είναι τόσο κατεστραμμένοι αυτοί, Βρέττιοι και οι κάποτε ηγεμόνες τους Σαυνίτες, ώστε δύσκολα μπορούν να εντοπιστούν ακόμα και οι οικισμοί τους…» (ΣΤ΄ Ι. 2) και παρακάτω (Ι. 5): «…αυτοί (οι Βρέττιοι) καταστράφηκαν με την σειρά τους από τον Αννίβα και τους Ρωμαίους…».
Τα υπολείμματα των Βρεττίων θα συγχωνευθούν με τους γειτονικούς λαούς και σύντομα θα εξαφανισθούν κάτω από τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη.
Τα ελληνόφωνα χωριά
της σημερινής Καλαβρίας (Ασπρομόντε)
της σημερινής Καλαβρίας (Ασπρομόντε)
Οινωτροί: Οινωτροί, ονομάζονταν από τους Έλληνες των αποικιών της Μεγάλης Ελλάδος (βλ. Χάρτες), αλλά και της κυρίως Ελλάδος, οι αρχαιότεροι κάτοικοι της σημερινής ιταλικής επαρχίας της Καλαβρίας (Calabria), η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με την αρχαία Καλαβρία.
Σύμφωνα με την παράδοση (βλ. Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή Ιστορία Α΄ ΧΙ.3), ήσαν άποικοι από την Αρκαδία, την Μεσσηνία και την Αιτωλία, που με επικεφαλής τον Οίνωτρο, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Ο Οίνωτρος, ένας από τους 50 γιους του Λυκάονα, δυσαρεστημένος από την διανομή της Πελοποννήσου στα αδέλφια του, την εγκατέλειψε και με τον αδελφό του Πευκέτιο έφυγαν στην νότια Ιταλία, όπου ίδρυσαν αποικίες.
Κατά το "Λεξικόν Κυρίων Ονομάτων" (Κων/τινούπολις, 1899), οι Οινωτροί «…κατήγοντο ανέκαθεν εκ Πελασγών ελθόντων περί το 1650 π.Χ. υπό την οδηγίαν του Οινώτρου εξ Αρκαδίας και συστησάντων ιδίαν αποικίαν κατά τα ΝΔ παράλια της Ιταλίας».
Ο Στράβων (ΣΤ΄ Ι. 2) αναφέρει ότι στην περιοχή της σημερινής Καλαβρίας, κατοικούσαν Χώνες και Οινωτροί, τους οποίους εξεδίωξαν αργότερα οι Σαυνίτες (=Σαμνίτες), που εγκατέστησαν εκεί τους Λευκανούς (=Λουκανούς, Lucani). Στην συνέχεια, κατά τον Στράβωνα πάντοτε (I. 4), η χώρα περιήλθε στην εξουσία των Βρεττίων (=Βρούττιοι, Bruttii), οι οποίοι έβοσκαν για λογαριασμό των Λευκανών ποίμνια και όταν αργότερα ισχυροποιήθηκαν, έγιναν ανεξάρτητοι. Υποστηρίζει δε, ότι ονομάσθηκαν Βρέττιοι διότι αποστάτησαν από τους Λευκανούς και στην γλώσσα των Λευκανών, οι αποστάτες ονομάζονται βρέττιοι, μια ετυμολογία που σήμερα απορρίπτεται.
Πρωτεύουσα των Οινωτρών, ήταν η Πανδοσία, στο εσωτερικό, όπου ήταν η κατοικία των βασιλέων των Οινωτρών (Στρβ. ΣΤ΄ Ι. 5) και λίγο νοτιότερα η Κωσεντία (Consentia, σημερ. Cosenza), στις όχθες του μικρού ποταμού Αχέροντα, παραπόταμου του Κράθη, δυτικά του Κρότωνος (βλ. Χάρτη), η μητρόπολη των Βρεττίων. Υπενθυμίζουμε ότι κοντά στην Πανδοσία, θα χάσει την ζωή του στην μάχη ο Αλέξανδρος Α΄ των Μολοσσών, παραπλανηθείς από τον χρησμό του Μαντείου της Δωδώνης (βλ. λήμμα Λευκανοί).
Σύμφωνα πάντως με τις σύγχρονες απόψεις των ερευνητών, οι Οινωτροί θεωρούνται από τους αρχαιότερους εγκατεστημένους λαούς στην περιοχή δυτικά της Απουλίας, πιθανόν ένα μεικτού γένους μεσσαπικό φύλο ή στενά συγγενές. Έχει υποστηριχθεί μάλιστα ότι οι Χώνες και οι Μόργητες ήσαν φύλα των Οινωτρών (βλ. C.A.H. Vol. IV σελ. 677) και αν αυτό επιβεβαιωθεί, τότε θα πρέπει οι Μόργητες και οι Οινωτροί να συμπεριληφθούν στους λαούς-φορείς της μεσσαπικής γλώσσας (βλ. σχετικά στα λήμματα Μεσσάπιοι και Ιάπυγες).
Αυτή η άποψη όμως συγκρούεται με τα αναφερόμενα από τον Στράβωνα (ΣΤ΄ Ι.6), ο οποίος παραθέτοντας τον Αντίοχο (πρόκειται για τον αξιόλογο Ιστορικό, Αντίοχο τον Συρακούσιο που άκμασε το β΄ μισό του 5ου αιώνα π.Χ. και το έργο του οποίου διασώθηκε μόνον σε αποσπάσματα), τονίζει ότι «…στα αρχαία χρόνια, όλος αυτός ο τόπος (δηλ. η αρχαία Βρεττία - σημερινή Καλαβρία σημ. ΔΕΕ) ήταν κατοικημένος από Σικελούς και Μόργητες. Αργότερα πέρασαν στην Σικελία διωγμένοι από τους Οινωτρούς…». Επομένως Μόργητες και Οινωτροί ήσαν δυο διαφορετικοί και αντιμαχόμενοι λαοί ή φύλα. Το ζήτημα όμως διευκρινίζεται ως προς τους Χώνες από τον ίδιο τον Στράβωνα, ο οποίος λίγο παραπάνω (ΣΤ΄ Ι. 4) αναφέρει: «…οι τόποι κατοικήθηκαν από τους Χώνες, γένος Οινωτρικόν…». Άρα θα πρέπει να απορριφθεί η παραπάνω συσχέτιση Οινωτρών με τους Μόργητες, που πιθανότατα ανήκαν στα Πρωτο-Ιταλικά φύλα μαζί με τους Σικελούς (βλ. επίσης και λήμμα Ιταλικοί λαοί) και οι οποίοι την περίοδο των μεταναστεύσεών τους νοτιότερα, έφθασαν στην Βρεττία (Bruttium), όπου εγκαταστάθηκαν για ένα διάστημα, αλλά τελικώς εκδιώχθηκαν από τους Οινωτρούς και ειδικότερα από το εγκατεστημένο εκεί φύλο τους, τους Χώνες, οπότε αναγκάσθηκαν να διαπεραιωθούν στην απέναντι Σικελία (βλ. Χάρτη).
Υπενθυμίζουμε τέλος, ότι στην περιοχή κοντά στο Ρήγιο (σημ. Regio di Calabria), υπάρχει η δεύτερη ομάδα των ελληνόφωνων χωριών της Κάτω Ιταλίας (βλ. Χάρτη).
Έχει περιέλθη εις γνώση σας το κάτωθι;
ΑπάντησηΔιαγραφήwww.enosi-griko.org/Articoli/Stomeo_gr.html
Σας αποστέλλω και έναν άλλο σύνδεσμο προς μελέτη σας,εδώ:win.associazioneitaloellenica.org/kaimaki.htm.
ΑπάντησηΔιαγραφή'Βρήκα και μία άλλη διεύθυνση:www.enosi-griko.org/Articoli/Grikoi.html.
ΑπάντησηΔιαγραφή