«TO ΠPΩTON BIBΛION EKAΣTOY EΘNOYΣ»
Γ. Μπαμπινιώτης
(συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
TO ΛEΞIKO TOY ΒΟΣΤΑΝΤΖΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΑ ΛΕΞΙΚΑ
Tο λεξικό τού Βοσταντζόγλου στην α΄ έκδοσή του (τού 1949) έφερε τον τίτλο Ἀντιλεξικὸν ἢ Θησαυρὸς ἑλληνικῶν λέξεων καὶ φράσεων διατεταγμένων κατὰ λογικὴν σειράν, ενώ από τη β΄ έκδοσή του (1962), μετά την κριτική που ασκήθηκε για τον παροδηγητικό τίτλο του130, κυκλοφορήθηκε ριζικά ανανεωμένο με τίτλο Ἀντιλεξικὸν ἢ Ὀνομαστικὸν τῆς νεοελληνικῆς γλώσσης. Tο λεξικό τού Βοσταντζόγλου ακολουθεί την κατάταξη των λέξεων τής γλώσσας σύμφωνα με ευρύτερες εννοιολογικές κατηγορίες (π.χ. χώρος, διαστάσεις, σχήμα, ενέργεια, κίνηση) χωρισμένες σε επί μέρους έννοιες (π.χ. ο χώρος διακρίνεται στις έννοιες έκταση, όριο, μέρος, τοποθέτηση, μετάθεση, περίληψη, εξαίρεση, παρουσία, απουσία, διαμονή, κάτοικος, τόπος διαμονής, πόλη, χωριό, πατρίδα κ.λπ.). Πρότυπο τού λεξικού τού Βοσταντζόγλου είναι ο περίφημος Θησαυρός τής αγγλικής γλώσσας τού Roget131, που απετέλεσε το πρότυπο εννοιολογικής κατάταξης132 τού λεξιλογίου κάθε σύγχρονης γλώσσας. Tο Λεξικό του Βοσταντζόγλου κατατάσσει όλο το λεξιλόγιο τής Νέας Ελληνικής133, δημοτικής και καθαρεύουσας, σε 1.500 εννοιολογικές κατηγορίες. Tο υλικό σε κάθε κατηγορία δίδεται κατά τα μέρη τού λόγου (ρήματα, ουσιαστικά, επίθετα, επιρρήματα κ.λπ.) και όπου υπάρχουν αντίθετες έννοιες αντιπαρατίθενται στην ίδια σελίδα (π.χ. σ. 492: 1.079 κάματος – 1.080 ανάπαυσις, σ. 602: 1.279 χαρά – 1.280 λύπη κ.ο.κ.). Στο λεξικό χρησιμοποιούνται ερμηνεύματα μόνο ως επεξηγήσεις σε έννοιες ή ως σχόλια στη χρήση των συνωνύμων ή συγγενικών λέξεων. Κατά το παράδειγμα τού Roget, ένας μη ειδικός (ο Βοσταντζόγλου δεν ήταν λεξικογράφος ή φιλόλογος ούτε είχε επαγγελματική ή επιστημονική σχέση με τη γλώσσα) κατόρθωσε να δώσει στην Ελληνική ένα πολύτιμο εργαλείο για τη χρήση τής γλώσσας και την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει το πλούσιο λεξιλόγιό της.
Χρήσιμο είναι το Λεξικὸ τῶν Συνωνύμων τῆς Nεοελληνικῆς τού φιλολόγου Κωνστ. Δαγκίτση (Αθήνα: Εκδ. Ι. Βασιλείου 1970). Ωστόσο, ενώ το γλωσσικό υλικό τού λεξικού Βοσταντζόγλου έχει ληφθεί από τη ζωντανή νεοελληνική γλώσσα, τα συνώνυμα στο λεξικό τού Δαγκίτση, επηρεασμένου πιθανόν από το αντίστοιχο λεξικό τού Βλαστού134, είναι συχνά ιδιωματικής ή διαλεκτικής χρήσεως. Πολλά από αυτά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη σημερινή επικοινωνία, η οποία στηρίζεται σε μια καλλιεργημένη αστική δημοτική. Έτσι λ.χ. στο λ. πλούσιος δίδονται ως συνώνυμα τα εξής: «βασταγερός (που βαστιέται), γουνάτος, ἑκατομμυριοῦχος, εὐκατάστατος, εὔπορος, καλοστεκούμενος, κεφαλαιοῦχος, λεφτάς, μπαγιόκος, παραδοῦχος, παραλής, πορεμένος, ταλαράς, φλουροβουτημένος, χρυσοκάνθαρος».
Επίσης, τα συνώνυμα δεν δίδονται ανάλογα με τις, περισσότερο ή λιγότερο, διαφοροποιημένες σημασίες μιας λέξης, πράγμα που καταλήγει στο να συμπαρατίθενται ως συνώνυμα διαφορετικής σημασίας λέξεις. Π.χ. στο λ. γνώμη δίδονται: «ἀντίληψη, ἄποψη, δόξα, ἐκδοχή, θέση, θεωρία, ἰδεολογία, κρίση, πεποίθηση, πλευρά, πρῖσμα, σκοπιά, φρόνημα». Tο λεξικό τού Δαγκίτση υπήρξε το πρώτο λεξικό συνωνύμων τής Ελληνικής που εκδόθηκε με αλφαβητική σειρά των λημμάτων του, πράγμα που διευκολύνει τους χρήστες στην αναζήτηση των συνωνύμων.
Tο 2005 εκδόθηκε ο Θησαυρός Συνωνύμων και Aντιθέτων τής Nέας Eλληνικής (Aθήνα: Πατάκης) τής καθηγήτριας γλωσσολογίας Άννας Iορδανίδου. Πρόκειται για το εκτενέστερο, μέχρι στιγμής, σε αριθμό λημμάτων λεξικό συνωνύμων και αντωνύμων, με 22.000 κύρια λήμματα και με επιστημονικά-γλωσσολογικά κριτήρια σύνταξης. Για τη σύνταξή του χρησιμοποιήθηκε ηλεκτρονική βάση δεδομένων η οποία συνέβαλε καθοριστικά στις διασταυρώσεις και τις διαναφορές. Tο λημματολόγιο, αν και σχετικά περιορισμένο ως προς την πραγματική χρήση, καταγράφει το σύγχρονο νεοελληνικό λεξιλόγιο περιλαμβάνοντας επίσης φράσεις / εκφράσεις. Tα συνώνυμα και τα αντώνυμα οργανώνονται ανάλογα με τις σημασίες οι οποίες διακρίνονται και αριθμούνται. Σημαντική είναι η χρήση υφολογικών στοιχείων που δείχνουν το επίπεδο χρήσεως (θα μπορούσε να είναι εκτενέστερη, γιατί είναι καίριας σημασίας σε τέτοιου είδους λεξικά) και η παράθεση επιλεγμένων παραδειγμάτων. Tέλος, η επιλογή να περιληφθούν ως συνώνυμα μόνο οι λέξεις με τη μεγαλύτερη σημασιολογική εγγύτητα οδηγεί στην παράλειψη άλλων με μικρότερη σημασιολογική εγγύτητα.
Πιο κοντά στα ερμηνευτικά λεξικά μπορούν, αντίθετα λ.χ. προς τα λεξικά συνωνύμων, να θεωρηθούν τα Λεξικά Επιθέτων. Tέτοια είναι, δευτερευόντως μεν, το Λεξικό συνωνύμων του Σακελλαρίου, αλλά κυρίως το παλιότερο ειδικό Λεξικὸ τῶν ἐπιθέτων καὶ ἐπιθετικῶν προσδιορισμῶν τῆς Nεοελληνικῆς τού Κωνστ. Δαγκίτση (Αθήνα: Εκδ. Ι. Βασιλείου 1963). Tο λεξικό αυτό περιλαμβάνει ως λήμματα μόνο ουσιαστικά και σε κάθε ουσιαστικό δίδονται (με αλφαβητική σειρά) τα επίθετα που χρησιμοποιούνται συνήθως για να το χαρακτηρίσουν· π.χ. στο λ. επιθυμία δίδονται τα επίθετα «ἀνεκδήλωτη, ἀνεξήγητη, ἀνθρώπινη, ἀνικανοποίητη, ἀνομολόγητη, ἀπραγματοποίητη, ἀπροσδιόριστη, ἀσυγκράτητη, διεστραμμένη, ἔντονη, ἐπίμονη, ζωηρή, μεγάλη, μόνη, μυστική, νοσηρή, ξαφνική, παθολογική, περίεργη, περιοδική, πραγματική, πραγματοποιημένη, προσωρινή, σαρκική, σκληρή, στιγμιαία, σφοδρή, τελευταία, ὑποκειμενική». Μειονέκτημα μιας τέτοιας (αλφαβητικής) παράθεσης των επιθέτων είναι ότι δεν προηγούνται τα συνηθέστερα και πιο χαρακτηριστικά για τη λέξη επίθετα (π.χ. έντονη, ζωηρή, ξαφνική κ.τ.ό.) ούτε διαφοροποιούνται μεταξύ τους ανάλογα με τις επί μέρους σημασίες τού ουσιαστικού. Παρά ταύτα, η χρησιμότητα τέτοιων ειδικών λεξικών είναι προφανής, ήδη δε μέσα σε κάθε σύγχρονο ερμηνευτικό λεξικό (και στο παρόν) περιλαμβάνονται ως «χρήσεις» στις σημασίες των ουσιαστικών τα συχνότερα και πιο χαρακτηριστικά επίθετα.
Ως Λεξικό συνωνύμων επιγράφεται και το λεξικό τού εκπαιδευτικού Χάρη Σακελλαρίου (Αθήνα: Εκδ. Ι. Σιδέρη 1994-6η έκδ.). Χρήσιμο λεξικό για το υλικό των συνωνύμων και των αντιθέτων που δίνει στο σχετικά περιορισμένο λημματολόγιο τού έργου. Tα συνώνυμα που δίδονται είναι τής κοινής Ελληνικής (εν αντιθέσει προς το αντίστοιχο λεξικό τού Δαγκίτση), ωστόσο τα κριτήρια επιλογής τους είναι ασαφή. ΄Ετσι, συχνά δίδονται ως συνώνυμα και λέξεις απλώς συγγενικές, ανήκουσες στο ευρύτερο εννοιολογικό πεδίο, π.χ. λ. λέξη: «μέρος λόγου, όνομα, ομιλία, μιλιά, λόγος, γλώσσημα, νεολογισμός, ελληνικούρα, λήμμα». Επίσης, δεν υπάρχει η απαραίτητη, από τη φύση τού λεξικού, διαναφορά των συνωνύμων μεταξύ τους· π.χ. στο λ. ανταμοιβή δίδεται συνώνυμο ανταπόδοση, αλλά τέτοιο λήμμα δεν περιλαμβάνεται στο λεξικό· ομοίως στο λ. αντάρα δίδονται ως συνώνυμα τα ομίχλη, καταχνιά, συννεφιά και κακοκαιρία. Από αυτά τα ομίχλη, καταχνιά, συννεφιά δεν υπάρχουν ως λήμματα τού λεξικού (αν αναζητήσει δηλ. κανείς τη λ. ομίχλη ή καταχνιά ή συννεφιά, για να βρει τα συνώνυμά της, δεν θα βρει αυτές τις λέξεις στο λεξικό), ενώ το λ. κακοκαιρία περιλαμβάνεται μεν ως λήμμα στο λεξικό, αλλά σε αυτό δεν δίδεται συνώνυμο αντάρα. Αντιθέτως –πράγμα που νοθεύει τη φύση τού λεξικού και αφαιρεί πολύτιμο χώρο– δίδονται παράγωγα (σκόρπια και επιλεκτικά), σύνθετα (σπανιότερα) και πολύ συχνά τα επίθετα που χρησιμοποιούνται για ένα ουσιαστικό, τα οποία είναι μεν όλα χρήσιμα, αλλά έξω από την υφή ενός λεξικού συνωνύμων.
TO ΛEΞIKO TOY ΑΝΔΡΙΩΤΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΛΕΞΙΚΑ
Πολύτιμο ειδικό λεξικό είναι το Ἐτυμολογικὸ λεξικὸ τῆς Kοινῆς Nεοελληνικῆς τού αειμνήστου καθηγητή τής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (και παλιότερα συντάκτη τού Iστορικού Λεξικού και τού Λεξικού τού Δημητράκου) Νικολάου Ανδριώτη. Στο λεξικό αυτό για πρώτη φορά (ήδη από την α΄ έκδοση τού 1951) κωδικοποιήθηκε η ετυμολογία των λέξεων τής Νέας Ελληνικής στο σύνολό της. Έτσι, αποκτήθηκε ένα αξιόπιστο έργο, μέσα από το οποίο μπορούμε να γνωρίζουμε τι ετυμολογίες έχουν προταθεί, ετυμολογίες που έχουν αξιολογηθεί από τον Ανδριώτη κατά πόσον ευσταθούν επιστημονικά, παρατιθέμενες –όταν είναι περισσότερες από μία– κατά τη βαρύτητα που κρίνεται ότι έχουν. Στη β΄ έκδοσή του (το 1967) το Ετυμολογικό Λεξικό πλουτίστηκε από τον συντάκτη του με περισσότερες λόγιας προέλευσης νεοελληνικές λέξεις, ενώ απομακρύνθηκαν αρκετές ιδιωματικές λέξεις που θα ενδιέφεραν ετυμολογικά τους ειδικούς, αλλά που δεν ανήκουν εξ ορισμού στην κοινή νεοελληνική γλώσσα.
Tο Λεξικό τού Ανδριώτη, με την γ΄ συμπληρωμένη και βελτιωμένη έκδοσή του (τού 1983), αποτελεί μοναδικό βοήθημα για όποιον θέλει να γνωρίζει την προέλευση των λέξεων τής Νέας Ελληνικής. Ας σημειωθεί ότι η ετυμολογία μιας λέξης, σε γλώσσες με ιστορική ορθογραφία όπως η Ελληνική, καθορίζει ως επί το πλείστον και την ορθή γραφή, την ορθογραφία δηλ. μιας λέξης. ΄Αρα, συχνά η γνώση τής ετυμολογίας δεν έχει απλή θεωρητική αξία, αλλά και πρακτική, όσο εφαρμόζεται στην ορθογράφηση των λέξεων.
Tο Ετυμολογικό Λεξικό τού Ανδριώτη έχει αναπόφευκτα δύο αδύνατες πλευρές: την έλλειψη ικανών πληροφοριών για λέξεις τής μεσαιωνικής Ελληνικής και την, κατ’ ανάγκην, ελλιπή πληροφόρηση για λέξεις τής Aρχαίας. Tο πρώτο προέρχεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχει ακόμη πλήρες και ενιαίο λεξικό τής μεσαιωνικής Ελληνικής, ώστε να έχουμε και συνολική εικόνα τής προέλευσης των λέξεων. Tο ερμηνευτικό λεξικό προηγείται κανονικά ενός ετυμολογικού λεξικού. Tα υπάρχοντα λεξικά τής μεσαιωνικής Ελληνικής (Lampe, Sophocles, Du Cange και Κριαρά), αναφερόμενα σε διαφορετικές περιόδους και πλευρές τής ελληνικής γλώσσας, χρειάζονται ακόμη πολύ μόχθο και χρόνο, για να μπορέσουν να δώσουν το ενιαίο λεξικό τής Μεσαιωνικής Ελληνικής. Για τη μεσαιωνική δημώδη Ελληνική, που περιλαμβάνεται στο αντίστοιχο Λεξικό τού Κριαρά, έχουμε ευτυχώς στο ίδιο λεξικό έγκυρη ετυμολογία των λέξεων, γεγονός που μειώνει σε έναν βαθμό τις ελλείψεις μας για αυτή την περίοδο τής Ελληνικής. Ως προς το ότι στο Ετυμολογικό τού Ανδριώτη δεν βρίσκει ο αναγνώστης την ετυμολογία μιας λέξης που είναι αρχαία παρά μόνο την ένδειξη ότι μια νεοελληνική λέξη είναι ή προέρχεται από την αρχαία (για τις λ. αέρας, λόγχη ή πύλη λ.χ. λέγεται απλώς ότι είναι αρχαίες λέξεις), είναι μια συγγνωστή «έλλειψη» ενός λεξικού που αποσκοπεί να μείνει στον χώρο τής νεοελληνικής ετυμολογίας και να μην περάσει –όπως γίνεται στο παρόν λεξικό– στην ετυμολογία τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας, για την οποία άλλωστε υπάρχουν έγκυρα ετυμολογικά λεξικά.
Για την ιδιαιτερότητα τής ελληνικής γλώσσας και την ειδική σχέση που εμφανίζει η νέα Ελληνική προς την αρχαία και τη λόγια γλωσσική παράδοση, πράγμα που έχει τον αντίκτυπό του και στην ετυμολογία, σοφά και θαρραλέα γράφει ο Ανδριώτης τα εξής: «[...] ἡ λεξικολογικὴ καὶ μορφολογικὴ σχέση τῆς νέας Ἑλληνικῆς μὲ τὴν ἀρχαία καὶ μὲ τὴν καθαρεύουσα, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀδιάκοπα πλουτίζεται, εἶναι ἐντελῶς ἰδιάζουσα καὶ τὰ σύνορα τοῦ νεοελληνικοῦ λεξιλογίου μὲ τὸ παλαιότερο συχνὰ ἀνύπαρκτα. Mιὰ ἔλλειψη τῆς πρώτης ἔκδοσης ἧταν ὅτι στάθηκε πολὺ δισταχτικὴ ἀπέναντι στὶς ἀρχαῖες ἢ μεταγενέστερες λόγιες λέξεις, ποὺ ἡ παιδεία ξανάφερε στὴ νέα μας γλῶσσα καὶ ποὺ ὁλοένα πληθύνονται ἀπὸ τότε ποὺ ἀναγνωρίσαμε στὴ Δημοτικὴ ταὸ δικαίωμα νὰ τὶς ἀφομοιώνη γραμματικά, κι ἔτσι ὁ λαὸς δὲ βρίσκει πιὰ καμιὰ δυσκολία νὰ τὶς μαθαίνη, καὶ νὰ τὶς μεταχειρίζεται σὰν καθαρὰ δημοτικές»135.
Tο Λεξικό τού Ανδριώτη, όπως είναι αναμενόμενο, απετέλεσε πηγή ετυμολογικών πληροφοριών για τα μετέπειτα λεξικά. Επιστημονικό χαρακτηριστικό τού λεξικού είναι ότι παρέχει βιβλιογραφικές ενδείξεις για κάθε ετυμολογία, ειλημμένη από δημοσιευμένες μελέτες, περιέχει δε και πολύτιμες ετυμολογικές (στην πραγματικότητα, ιστορικές τής μορφολογίας και τής φωνολογίας) ερμηνείες καταλήξεων, επιθημάτων, προθημάτων, καθώς και ερμηνείες φωνολογικών μεταβολών ( i > e: σίδηρος > σίδερο).
Χρήσιμο, με πληροφορίες ιδίως για τους λεξιλογικούς δανεισμούς σε διάφορες ευρωπαϊκές και βαλκανικές γλώσσες, είναι το ημιτελές (έχει εκδοθεί μόνο μέχρι και το γράμμα Π) Ἐτυμολογικό λεξικὸ τῆς Nεοελληνικῆς τού φιλολόγου Κ. Δαγκίτση (τόμ. Α΄ 1978: Α-Κ, τόμ Β΄: Λ-Π). Ωστόσο, συχνά δίδονται προσωπικές τού συγγραφέα ετυμολογίες και, γενικότερα, δεν υπάρχουν παραπομπές στις πηγές (όπως περιμένει κανείς από ένα ειδικό λεξικό), όπου να μπορεί να ανατρέχει όποιος θέλει περισσότερες πληροφορίες.
Ετυμολογικό Λεξικό, χωρίς αυστηρώς επιστημονικό περιεχόμενο και χωρίς γλωσσολογικές προδιαγραφές και γλωσσολογική μέθοδο ετυμολογίας, είναι και το λεξικό τού εκπαιδευτικού Αθανασίου Φλώρου: Nεοελληνικὸ ἐτυμολογικὸ καὶ ἑρμηνευτικὸ λεξικό (Αθήνα: Εκδ. Λιβάνη 1980). Ωστόσο, ανάλογα με τις πηγές του, παρέχει συχνά χρήσιμες πληροφορίες για την προέλευση λέξεων τής Νεοελληνικής. Επίσης, περιλαμβάνει αρκετές ιδιωματικές λέξεις. Συχνά, κοντά σε έγκυρες ετυμολογίες, παρατίθενται επί ίσοις όροις και παρετυμολογίες λέξεων που μπορεί να παροδηγήσουν τον απροειδοποίητο αναγνώστη.
Ετυμολογικό λεξικό άλλης υφής, με έμφαση κυρίως στις ετυμολογικές οικογένειες των λέξεων (ομόρριζα, παράγωγα, σύνθετα), είναι το Λεξικό τής Νεοελληνικής – Ετυμολογικό, ερμηνευτικό, κατά ετυμολογικές οικογένειες (Αθήνα 1993) του φιλολόγου Παν. Δορμπαράκη, γνωστού για την ενασχόλησή του με θέματα τής γλώσσας μας136. Σε αυτό, εκτός από χρήσιμες ετυμολογικές πληροφορίες για κάθε λέξη, δίδονται συγκεντρωτικά και τα ομόρριζα τής λέξης, π.χ. βλέπω «[αρχ. βλέπω = κοιτάζω] [...]παραγ. βλέμμα [...] βλεπάτορας [...] βλέφαρα [...] βλεφαρίδες [...] βλεφαρίζω [...] βλεφαρίτιδα [....] βλέψη [...]». Ας σημειωθεί ότι το Λεξικό είναι εν μέρει και ερμηνευτικό, αφού σε κάθε λήμμα και υπολήμμα δίδεται και η σημασία του.
_______________________________________________
130. Κριτική, ευμενή και ουσιαστική, άσκησε στην α΄ έκδοση τού λεξικού τού Βοσταντζόγλου ο Μ. Τριανταφυλλίδης (ιδ. ΄Απαντα, 8ος τόμ., Θεσσαλονίκη 1965, σ. 311-316), ο οποίος τελειώνει την κριτική του με τα εξής: «Ἐξάπαντος θὰ εἶναι καλὸ νὰ παρουσιαστῆ τὸ Ἀντιλεξικὸ στὴ νέα του ἔκδοση μὲ ἄλλη ὀνομασία, λ.χ. «Θησαυρὸς ἢ Ὀνομαστικό», καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τίτλο εὔχομαι νὰ διεκδικήση στὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς λεξικογραφίας τὴν ἀθανασία» (σ. 316).
131. Ο P.M. Roget ήταν ένας ΄Αγγλος χειρουργός και εφευρέτης, ο οποίος, μετά από 50 χρόνια εργασίας, εξέδωσε το 1852 το Thesaurus of English Words and Phrases, classified and arranged so as to facilitate the Expression of Ideas and assist in Literary Composition. Tο λεξικό τού Roget έγινε διάσημο και μέχρι τη χρονολογία τού θανάτου τού Roget το 1889 πραγματοποιήθηκαν πάνω από 25 εκδόσεις και ανατυπώσεις τού Λεξικού. Ο τύπος τού «εννοιολογικού» ή «λογικού» ή «αναλογικού» λεξικού παρουσιάζει πολλές δυσκολίες ως προς την κατάταξη και την ομαδοποίηση των λημμάτων, τα οποία κατανέμονται σε κατηγορίες, όπου εντάσσονται σημασιολογικώς συνδεόμενες λέξεις (συνώνυμες, συγγενικές, αντώνυμες). Περίφημο στην αρχαιότητα υπήρξε το «καθ’ ύλην» λεξικό τού φιλολόγου και ρήτορα από τη Ναύκρατι τής Αιγύπτου Ιουλίου Πολυδεύκους (2ος αι. μ.Χ), το \Oνομαστικόν τού Πολυδεύκους. Παλαιότερο ακόμη φαίνεται πως ήταν το σανσκριτικό λεξικό Amarakosha. Αντίστοιχα πολύ γνωστά λεξικά για άλλες γλώσσες είναι το Dictionnaire Analogique τού Ch. Marquet για τα Γαλλικά και το λεξικό τού Dornseiff Deutscher Wortschatz nach Sachgruppen για τα Γερμανικά. Tο λεξικό τού Roget πέρασε από διάφορα στάδια μέχρι την πρόσφατη μορφή του (1992), που περιλαμβάνει κανονικά λήμματα λεξικού (κάτι σαν λεξικό συνωνύμων), συνδεόμενα με έναν πίνακα ιδεών (Concept Index). Στο Roget’s 21st Century Thesaurus in Dictionary Form κάθε λήμμα με τα συνώνυμά του συνδέεται και με μια ευρύτερη κατηγορία εννοιών ή ιδεών στις οποίες ανήκει (προσδιορίζονται 837 εννοιολογικές κατηγορίες, στις οποίες εντάσσονται 450.000 λέξεις-συνώνυμα τής Αγγλικής). Η νέα, γλωσσολογικά επεξεργασμένη, έκδοση τού Λεξικού έγινε από το «The Princeton Language Institute».
132. Για τον τύπο και την ιστορία των εννοιολογικών λεξικών, βλ. Γ. Κουρμούλη, Ἀντίστροφον Λεξικὸν τῆς Nέας Ἑλληνικῆς, Ἀθῆναι 1967, Πρόλογος σ. viii κ.εξ. και Μ. Tριανταφυλλίδη ΄Απαντα, 8ος τόμ., Θεσσαλονίκη 1965, σ. 311-316. Επίσης, το ειδικό έργο των λεξικογράφων R. Hallig και W. von Wartburg, Begriffssystem als Grundlage fur die Lexikographie. Versuch eines Ordnungsschemas, Berlin 1952.
133. Όπως εξηγεί στον Πρόλογό του, ο Βοσταντζόγλου στηρίχτηκε κυρίως στα Λεξικά τής Πρωίας, τού Σταματάκου και τού Δημητράκου (Αντιλεξικόν, σ.ε΄).
134. Βλ. όσα λέγονται ανωτέρω για το λεξικό αυτό.
135. Ν. Ανδριώτη, Ἐτυμολογικὸ Λεξικὸ τῆς Kοινῆς Nεοελληνικῆς, Θεσσαλονίκη 19833, σ. ζ΄ (Πρόλογος για τη δεύτερη έκδοση).
136. Πβ. Παν. Δορμπαράκη, Ἡ νεοελληνικὴ στὴν ἐπιστήμη καὶ τὸ δημόσιο βίο, Kολλάρος, Αθήνα 1979.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish